Κεφάλαιο 11°

°°Μα τι συμβαίνει τελικά σε αυτό το κόσμο; Ποιος είναι φίλος ποιος εχθρός και ποιος ο άνθρωπος σου; Ένα κρυφτό παίζει η ζωή και εκεί που κάτι βρίσκεις, κάτι άλλο χανεις...°°

Αθήνα, έτος 2022 (Παρόν)

Έσκυψε πάνω από τη κατσαρόλα και σαν μύρισε το εσωτερικό της, αναγουλιασε.
"Ένα εκατομμύριο φορές του έχω πει να μην αφήνει αυτή τη κατσαρόλα έξω σαν τρώει το βράδυ!" μονολογησε φυσώντας δυνατά προς τα έξω τον αέρα από τα πνευμόνια της και αρπάζοντας τη κατσαρόλα, τη πέταξε στο νεροχύτη και άνοιξε τη βρύση. Το ρολόι έδειχνε πέντε και δέκα και στις έξι είχε ραντεβού. Ο Σωτήρης έπρεπε ήδη να έχει γυρίσει για να της δώσει το αμάξι και εκείνη τραβώντας μια καρέκλα, κάθισε και χτύπησε νευρικά τα ακροδαχτυλα της στο τραπέζι. Δεν είχε ούτε μισή ώρα που επέστρεφε σπίτι και θα έφευγε πάλι. Αυτά είχε η δουλειά της.
Η ανησυχία πως θα αργήσει στο ραντεβού ενέτεινε τον εκνευρισμό της και θέλοντας να απαλλαγεί από το άγχος, έλεγξε τη τσάντα της για δέκατη φορά. Κινητό, τσιγάρα, πορτοφόλι, ταυτότητα και φυσικά τα έγγραφα αξιολόγησης ήταν στη θέση τους.
Η μάνα της μέχρι και λίγο πριν την επιλογή της πίστευε πως θα κάνει πίσω και θα συνεχίσει τη σχολή μα η Μυρσίνη ήταν κάθετη. Λάτρευε τη δουλειά της και η προαγωγή από απλή μεσιτρια σε υπεύθυνη αξιολόγησης κτηριων αναπτέρωσε το ηθικό της. Επόμενος στόχος ήταν η διεύθυνση αξιολογήσεων μα είχε δρόμο μπροστά της. Αν ήθελε να πάρει και αυτή τη προαγωγή έπρεπε να δουλέψει σκληρά για τουλάχιστον ένα χρόνο έτσι ώστε να αποδείξει την αξία της και φυσικά να πάρει και την έγκριση από τη μητρική εταιρεία πίσω στην έδρα της.

"Που είσαι μωρέ Σωτήρη επιτέλους!" αναφώνησε και σαν άκουσε τα κλειδιά στη πόρτα και σηκώθηκε. Το κεφάλι του ήταν κατεβασμένο μέχρι το πάτωμα σαν μπήκε μέσα και βγάζοντας έναν αναστεναγμό πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι. "Σου είπα πως έχω ραντεβού... Αν αργήσω θα κάνω κακή εντύπωση!" γκρινιαξε και εκείνος έσφιξε τα χείλη απογοητευμένος

"Με απέλυσαν Μυρσίνη..." πέταξε τη βόμβα και εκείνη έμεινε κάγκελο.

"Σωτήρη τι λες;"

"Ο Θανάσης είπε πως έχει οικονομικές στενότητες η εταιρεία και με έδιωξαν... Δεν είχα και συμβόλαιο αφού έληξε χθες και δε προλάβαμε να ανανεώσουμε οπότε ούτε αποζημίωση θα πάρουμε..."

Η Μυρσίνη φρικαρε

"Χθες υπογράψαμε το δάνειο για το σπίτι! Θεουλη μου... Και ο γάμος; Είναι σε τρεις μήνες και βασιζόμασταν σε αυτά τα λεφτά..."

"Κάτι θα κάνουμε ... Θα ζητήσω δανεικά από το Λευτέρη..."

"Ξέχασε το! Δε θα μας πιάσουν στο στόμα τους..."

"Και τι θα κάνουμε μωρέ Μυρσίνη;"

"Δεν έχω ιδέα Σωτήρη! Ειλικρινά δεν έχω ιδέα" αποκρίθηκε θυμωμένα και φόρεσε τη τσάντα της "Έχω ραντεβού, όταν γυρίσω θα βρούμε μια άκρη εντάξει; Στη τελική θα μιλήσω στην Αλεξάνδρα! Ξέρει ότι είμαστε ζευγάρι. Δε γίνεται να σε έδιωξαν από το αλλο γραφείο... Ίσως ξέρει κάτι παραπάνω... Αν και αν ήξερε πως θα έκαναν περικοπές σίγουρα θα μου έλεγε κάτι. Όπως και να έχει φεύγω γιατί βιάζομαι"
Πήγε προς τη πόρτα μα σταμάτησε και τον κοίταξε "Τσιμουδια σε κανένα!"

"Ναι ρε Μυρσίνη! Παιδιά είμαστε;"

"Όχι άλλα ότι γίνεται στο σπίτι μας, πάντα οι άλλοι το μαθαίνουν πρώτοι!" του πέταξε ενοχλημένη και έφυγε...

******

Πάρκαρε το αυτοκίνητο και κάθισε με τα χέρια στο τιμόνι. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου αλλά τουλάχιστον το ραντεβού της έκλεισε θετικά και η αξιολόγηση ήταν επικερδής προς την εταιρεία. Η Μυρσίνη υπέγραψε και ανέλαβαν τη πώληση του ακινήτου μα η Αλεξάνδρα δεν ήταν στο γραφείο της. Από τη μια ήθελε να επιστρέψει σπίτι αλλά από την άλλη δεν είχε κουράγιο. Τα πηγαδάκια στο γραφείο ήταν αρκετά σαν πήγε να αφήσει τα χαρτιά και ήταν σίγουρη πως οι συνεργάτες της έμαθαν πως απολύθηκε ο Σωτήρης. Ένα γραφείο ήταν στη τελική απλώς είχαν διάφορα παραρτήματα ανά τη πόλη έτσι ώστε οι μεσίτες να εξυπηρετούν όλες τις περιοχές. Βέβαια ο Σωτήρης ήταν μια βαθμίδα κάτω από εκείνη αλλά αυτό δεν έφερε ποτέ θέματα στη μεταξύ τους σχέση.

Από μικρά παιδιά ήταν μαζί. Ο Σωτήρης, η Σοφία και η Μυρσίνη τελείωσαν μαζί το λύκειο ενώ οι μαμάδες τους ήταν παιδικές φίλες. Βέβαια οι γονείς της Σοφίας μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη αρκετά χρόνια πριν και χάθηκαν οι επαφές αλλά οι δικοί της, είχαν άριστες σχέσεις με την οικογένειά του Σωτήρη.
Αυτό ήταν και κάτι που την ενοχλούσε...
Δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγε τα πάντα στη μάνα του και εκείνη μετέπειτα τα μετέφερε στη δική της.
Από το δημοτικό μέχρι και το πανεπιστήμιο το ίδιο βιολί. Βέβαια τότε ήταν ακόμα φίλοι αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Η πράξη ήταν ίδια...
Τα χρόνια πέρασαν, το ένα έφερε το άλλο και στην ασφάλεια της συνήθειας, προχώρησαν τη φιλία τους ένα βήμα παραπέρα.

Είχε υποσχεθεί στη μάνα της να πάει να πάρει κάτι τελευταία πράγματα που έμειναν σπίτι και να τους δει λιγάκι οπότε πήρε τη τσάντα της και κατέβηκε.
Ούτε τρεις μήνες δεν ήταν που αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα με το Σωτήρη και να μείνουν μαζί και ακόμα όλα ήταν μπερδεμένα.
Το αυτοκίνητο του πατέρα της έλειπε και μουτρωσε. Του είχε αδυναμία και είχε να τον δει μια βδομάδα κοντά.
Έβγαλε τα κλειδιά της και σαν άνοιξε η μάνα της έτρεξε αμέσως.

"Αχ κόρη μου, ποτέ δε θα συνηθίσω να μπαίνεις έτσι!" αστειευτηκε "Τρεις μήνες τώρα μόνο ο πατέρας σου μπαινοβγαίνει σταθερά και κάθε φορά που έρχεσαι , νομίζω είναι κλέφτης!" η Φωτεινή την αγκαλιασε και η Μυρσίνη χαμογέλασε

"Αφού σου είπα πως θα έρθω να πάρω τις τελευταίες κούτες βρε μαμά! Τι μυρίζει έτσι;"

"Είσαι τυχερή! Μόλις βγήκε από το φούρνο. Θα έπαιρνα τον Σωτήρη να περάσει να πάρει το ένα από τα δύο κέικ μα με πρόλαβες!"

"Δεν ήταν ανάγκη να φτιάξεις και εμάς"

"Α, όλα κι όλα! Το ότι έφυγες δε σημαίνει πως δε σε σκεφτομαι. Όλη μέρα δουλεύεις και τρέχεις! Αν επέλεγες ..."

"Μαμά σε παρακαλώ! Αγαπάω τη δουλειά μου. Σε ικετεύω μην ανοίξουμε πάλι την ίδια συζήτηση..."

"Όχι βρε κορίτσι μου... Δε θα πω κάτι κακό, απλώς δεν φέρνει πολλά λεφτά... Πήρατε και δάνειο τώρα και καταλαβαίνεις..." Ο τρόπος της ήταν περίεργος καθώς περπατούσαν πριν τη κουζίνα και η Μυρσίνη έβρισε από μέσα της. Ήταν σίγουρη πως ο Σωτήρης άνοιξε το στόμα στη μάνα του. Για ένα πράγμα που η Μυρσίνη ήταν γνωστή στο κύκλο τους ήταν η περηφάνεια της. Ήταν ακαταδεχτη σε κάθε είδους δανεικά αλλά αν κάποιος ζητούσε από εκείνη έδινε απλόχερα πάντοτε.

"Μια χαρά είναι τα λεφτά που παίρνουμε μαμά. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει" αρκέστηκε να απαντήσει.

"Τώρα θα γίνει και ο γάμος, σιγά σιγά και ένα παιδί... Θέλει βάσεις Μυρσίνη μου..."

"Γιατί εμείς δεν έχουμε βάσεις;" συνέχισε σε έναν πιο έντονο τόνο

"Σήμερα έχετε δουλειά εσείς οι μεσίτες, αύριο όχι!"

"Μαμά; Σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές πως δεν είμαι μεσιτρια! Ειμαι αξιολογητρια ακινήτων! Και σε πληροφορώ οι απολαβές είναι μια χαρά!"

"Οι δικές σου... Του Σωτήρη όμως;"

Η Μυρσίνη τη κοίταξε με σηκωμένο φρύδι και η Φωτεινή αναστεναξε

"Με πήρε η Στεφανία..." ξεκίνησε να λέει και ήταν σαν να τα είπε όλα. "Διώξανε το Σωτήρη..."

"Στα πρόλαβε βλέπω...!"

"Μυρσίνη! Μια οικογένεια είμαστε!"

"Όχι μάνα! Μια οικογένεια είμαι εγώ με τον άντρα μου... Το τι γίνεται μέσα στο σπίτι μας δε νομίζω να αφορά κανέναν άλλο..."

"Έπρεπε να δεχτεί τη δουλειά που του βρήκε ο πατέρας σου για να μη φτάσετε σε αυτό το σημείο!" απέκρουσε τα λόγια της αλλάζοντας θέμα

"Δεν τον κράτησα ξέρεις για να μη δεχτεί... Αν ήθελε μπορούσε να αλλάξει δουλειά!"

"Ζήτησες το λόγο που τον έδιωξαν;"

"Μαμά άσε με να χαρείς..."

"Που θα βρείτε λεφτά για τις δόσεις Μυρσίνη; Μόλις κλείσατε το σπίτι και έρχεται και η δόση για το αμάξι! Για να μην αναφέρω και το γάμο! Σε τρεις μήνες είναι... Η σύνταξη μας δε φτάνει κόρη μου..."

"Και τι θέλεις να κάνω ρε μάνα;!" απηυδησε ενοχλημένη "Κάτι θα γίνει μέχρι τότε!"

"Η Στεφανία είπε πως θα δώσει τη σύνταξη της στο Σωτήρη για αυτό το μήνα και..."

"Δε θέλω τα λεφτά κανενός. Σε παρακαλώ πολύ! Γι αυτό δεν ήθελα να φτάσει στα αυτιά σας! Αλλά δε φταίει κανένας άλλος! Ο Σωτήρης φταίει!"

"Α, για σε παρακαλώ! Ο Σωτηράκης είναι μια χαρά παιδί!"

"Σωτήρης μαμά! Σωτήρης! Δεν είμαστε πια παιδιά!" τη διόρθωσε

"Για μένα θα είναι Σωτηράκης! Από τόσο δα μικρό παιδί τον ξέρω! Τέτοια χαρά που πήραμε σαν αποφασίσατε να παντρευτείτε δε λέγεται! Έρωτας..." η Μυρσίνη τη κοίταξε με ύφος καρδιναλίων και γέλασε

"Κεραυνοβόλος! Μάλιστα τότε που αποφάσισε ο έρως να πετάξει τα βέλη του, εσύ κρατούσες τη χορδή και η Στεφανία τράβηξε το χέρι!"

"Μυρσίνη με κοροϊδεύεις;"

"Εγώ; Καθόλου! Τέλος πάντων... Κάτι θα κάνουμε με τα οικονομικά εντάξει; Κάτι θα βρεθεί και όλα θα βγουν. Στη τελική θα ζητήσω να με προπληρώσει η Αλεξάνδρα"

"Για πόσο; Ο γάμος μόνο θέλει ένα σκασμό λεφτά..."

"Δε ξέρω ρε μαμά... Ίσως βρει δουλειά! Τρεις μήνες έχουμε μπροστά μας!"

"Τόσο εύκολα νομίζεις βρίσκονται οι δουλειές;"

"Στις οικοδομές πάντως ζητάνε χέρια!"

"Μυρσίνη!"

"Μυρσίνη και Μυρσίνη με ζαλισες!"
Η Φωτεινή αναστεναξε, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε λυπημένη
"Συγνώμη που σου φώναξα..." αποκρίθηκε βλέποντας την έτσι

"Δε μουτρωσα για αυτό..."

"Ε τότε τι έπαθες και άλλαξες στάση αμέσως;"

"Σαν με πήρε η Στεφανία, σκέφτηκα κάτι αλλά..."

"Τι σκέφτηκες πάλι μωρέ μαμά; Σου είπα θα βρω την άκρη..."

"Μυρσίνη; Η οικογένεια μας ξέρεις έχει μεγάλες ρίζες..." Ξεκίνησε να λέει και εκείνη τη κοίταξε μπερδεμένη "Ο προπάππους σου, ταξίδεψε από τη Σμύρνη στη Θεσσαλονίκη και μετά βρεθήκαμε εδώ..."

"Που θέλεις να καταλήξεις μωρέ μαμά; Ξέρω πάνω κάτω την ιστορία.."

"Τίποτα δε ξέρεις όπως πρέπει να το ξέρεις!" τη διέκοψε "Όπως έλεγα, έφυγαν το 22 κατά το διωγμό και άφησαν εκεί μια περιουσία!" Η Μυρσίνη άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη "Γιατί δε πας εκεί να τα διεκδικήσεις και να τα πουλήσεις; Είναι ένα σπίτι μεγάλο και ένα μαγαζί..."

"Σοβαρά τώρα;"

"Ναι κόρη μου. Έχω κάποια χαρτιά σε ένα μπαουλακι στη σοφίτα... Βλέπεις ήταν δύσκολες εποχές τότε και τα άφησαν όλα όπως όπως για να γλιτώσουν από τη σφαγή μα ακόμα υπάρχουν. Το κράτος εκεί δε θα πειράζει χωρίς τον ιδιοκτήτη. Δεν είναι σαν τα δικά μας εδώ. Έχουν εκατόν πενήντα χρόνια ισχύ... Με αυτά τα λεφτά, ίσως καταφέρεις όχι απλά να πληρώσεις τις δόσεις μα να εξοφλήσεις το δάνειο και να κάνεις ένα γάμο υπερπαραγωγή... Δουλειά σου είναι σωστά; Ξέρεις εσύ από αυτά... Δύο οικόπεδα είναι. Δεν έχω ιδέα αν σώθηκαν τα κτήρια μα τα τετραγωνικά είναι αρκετά..."

"Απίστευτο..."

"Κι όμως... Περίμενε να φέρω το μπαούλο..."
Η Φωτεινή έφυγε και σαν επέστρεψε πίσω κρατούσε στα χέρια ένα χοντρό μικρό κουτί με μια κλειδαριά στη μέση ανοιχτή. "Ποτέ δεν το σφράγισε ο μακαρίτης ο προπάππους σου. Το έδωσε στη θεία Βασιλική και σαν πέθανε εκείνη ήρθε στα χέρια του προπαππού Δημήτρη... Μη μας κοιτάζεις τώρα που είμαστε μικροαστοί Μυρσίνη μου... Το όνομα μας έχει ιστορία! Γι αυτό και σαν πήρα το πατέρα σου δεν άλλαξα το επίθετο μου και το έχεις και εσύ... Οι Ασλάνογλου, είναι τιμημένο επίθετο!"

"Κάθε επίθετο έχει και μια ιστορία σωστά;"

"Όχι κόρη μου... Ανηκαμε σε μια σπουδαία οικογένεια που την κατακρεούργησαν οι Τούρκοι. Ο προπάππους σου ούτε να ακούσει για αυτούς δεν ήθελε..." Η Φωτεινή άνοιξε το μπαούλο όσο της μιλούσε

"Ουάου... Κοίτα αυτό!" Η Μυρσίνη άπλωσε το χέρι σε ένα τεφτέρι "Πως και δε μου τα έδειξες πότε ρε μαμά;"

"Άφησε το αυτό. Σχεδόν σκόνη έγινε με το πέρασμα του χρόνου. Ανήκε στη κόρη του, την Ορτανσία... Μια γυναίκα πληγωμένη από Τούρκο. Έτσι έλεγε ο Βασίλης... Αρκετές σελίδες λείπουν αφού καθώς μεγάλωνε και τα διάβαζε τα έσκιζε για να μη τα βλέπει... Πάμε όμως στα βασικά..." είπε και ξέθαψε κάτι περίεργα κλειδιά που ήταν κάτω κάτω...

"Κοίταξε τα... Είναι τόσο όμορφα!" Η Μυρσίνη τα έπιασε στα χέρια και τα θαύμασε "Έχω να δω τέτοια κλειδιά από τη πρώτη μου αξιολόγηση σε ένα σπίτι υπό κατοχής... Μια περιουσία πουλήθηκε εκείνο το οικόπεδο..."

"Για αυτό σου λέω... Ζήτα μια άδεια να πας να τα δεις... Με τη ταυτότητα και τα χαρτιά σου , θα διεκδικήσεις τα εδάφη αυτά... Κοιτα... Εδώ έχω και τους τίτλους ιδιοκτησίας. Τα πήρανε μαζί κατά τη καταστροφή. Δεν θα είναι δύσκολο κόρη μου..."

Η Μυρσίνη τα κοίταξε καλά καλά και έμεινε σκεπτική...
Δεν ήταν κακή ιδέα μα δεν ήταν τόσο το οικονομικό όφελος που την τσιγκλησε όσο το γεγονός πως θα ερχόταν αντιμέτωπη με ένα οίκημα του προηγούμενο αιώνα. Ένιωθε σαν μια μικρή εξερευνήτρια κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκεται σε παλιά σπίτια και η αλήθεια ήταν πως πάντα με μισή καρδιά τα έδινε. Τα θεωρούσε μνημεία στο μυαλό της και πάντα την έπιανε δέος σαν περπατούσε μέσα σε αυτά.

"Λοιπόν; Τι λες;, Αξίζει;" ρώτησε η Φωτεινή και η Μυρσίνη της χαμογέλασε

"Νομίζω αξίζει η προσπάθεια μάνα... Θα μιλήσω αύριο στην Αλεξάνδρα να δω μήπως και καταφέρω να πάρω άδεια και να πάω μια εβδομάδα να τα δω..."

Η Φωτεινή της χαμογέλασε

"Να πας κόρη μου! Ίσως είναι η μόνη διέξοδος για να πάνε όλα καλά και με το γάμο... Είστε τόσο αγαπημένο ζευγάρι και δε θα σου κρύψω πως σας έμαθα πως τον έδιωξαν απο τη δουλειά στεναχωρήθηκα. Καμιά φορά ξέρεις στην ιδέα πως εσύ είσαι πιο πάνω από εκείνον ιεραρχικά, νομίζω πως τον αδικεί σαν άντρα..."

"Ας μην ανοίξουμε ξανά αυτή κουβέντα εντάξει;"

"Εντάξει... Εσύ ξέρεις... Λοιπόν, έλα να σου δώσω το κέικ και να πας πίσω να του πεις τα ευχάριστα!"

*****

"Θα γίνουμε πλούσιοι έτσι;!" Ακόμα δεν άφησε το παλτό της στη κρεμαστρα και εκείνος πετάχτηκε από το καναπέ

"Σοβαρά τώρα; Τι διάολο είμαστε σε αυτή την οικογένεια πια;!" απάντησε εκνευρισμένη κλείνοντας τη πορτα και εκείνος τη πλησίασε χαμογελώντας

"Έλα μωρέ Μυρσίνη! Αφού ξέρεις ότι η μαμά..."

"Ποια από τις δύο; Και οι δύο λειτουργούν σαν ένα μυαλό ώρες ώρες!"

"Μη γκρινιάζεις εντάξει; Λοιπόν; Θα πάμε να τα δούμε;'

"Πάμε;"

"Δε θα σε αφήσω μόνη για κανένα λόγο! Ολόκληρη γυναίκα να πας εκεί, ποιος ξέρει τι θα αντιμετωπίσεις!'

"Δικά σου λόγια είναι αυτά η της μανούλας;" τον ειρωνεύτηκε και εκείνος πήρε μια θυμωμένη έκφραση

"Όλο βλακείες είσαι..!"

"Σε λίγο θα πηγαίνω στο μπάνιο και θα ξέρουν πριν από εμένα αν έχω γαστρεντερίτιδα!"

"Ρε Μυρσίνη!" της είπε λυπημένος "Εντάξει, συγνώμη. Εκτός αυτού, δε φταίω εγώ που η μάνα σου πήρε τη δική μου και της είπε για το σπίτι!"

"Και η δική σου πήρε εσένα και στα πρόφτασε!"

"Μπορείς να μη κάνεις μούτρα; Δεν τις ξέρεις μωρέ;"

"Γι αυτό κάνω μούτρα ρε Σωτήρη! Εσένα είπα να παντρευτώ! Αν ήθελα να μείνω με τη μάνα μου θα ήμουν εκεί ακόμα! Δεν έχουμε ιδιωτική ζωή πια! Έχω αρχίσει και εκνευρίζομαι! Η απόφαση να πάρω δάνειο ήταν για να ξεφύγουμε από τον έλεγχο και από ότι βλέπω πάει κατά διαόλου!" Μπήκε στη κρεβατοκάμαρα βγάζοντας τα ρούχα της και εκείνος την ακολούθησε. Την αγκάλιασε τρυφερά σαν έβγαλε τη μπλούζα και τη φίλησε στον ώμο

"Μ'αγαπας;" ρώτησε και εκείνη αναστεναξε

"Σαγαπαω μωρέ Σωτήρη... Σαγαπαω. Μα δείξε και εσύ λίγη στάση όταν σε ρωτάνε πράγματα... Δε γίνεται να τα ξέρουν όλα!"

"Εντάξει. Από δω και πέρα τάφος!" απάντησε και τη γύρισε προς το μέρος του "Λοιπόν; Θα κάνουμε ταξιδακι; Νομίζω μας χρειάζεται..."

"Ειλικρινά νομίζω πως είναι πιο φρόνιμο να πάω και να γυρίσω..."

"Κι αν συμβεί κάτι; Ποιος θα σε προστατέψει; Η μάνα μου λέει πως..." μόλις άρχισε να μιλάει η Μυρσίνη απομακρύνθηκε και ξεντυθηκε εντελώς με προορισμό το μπάνιο ενώ εκείνος την ακολούθησε "Με συγχωρείς... Απλώς θέλω να είμαι σίγουρος πως θα είσαι εντάξει..."

"Ας ξημερώσουμε μια, και βλέπουμε οκ; Δε μίλησα καν ακόμα με την Αλεξάνδρα. Αν δε μου δώσει άδεια; Δε χρειάζεται βιασύνη Σωτήρη. Έχουμε γι αυτό το μήνα..."

"Όπως αγαπάς... Να βάλω ταινία; Έχει ένα πολύ ωραίο δράμα στο Σταρ.."

"Βάλε και ερχομαι..." Μόλις έφυγε άνοιξε το καυτό νερό και χώθηκε από κάτω παίρνοντας συνεχώς βαθιές και διαδοχικές ανάσες...Ώρες ώρες ένιωθε πως ζούσε κάτω υπό το άγρυπνο βλέμμα δύο οικογενειών αδυνατώντας να χτίσει τη δική της και αυτό τη πίεζε αρκετά. Ο Σωτήρης ήταν πάντοτε καλός και ήταν από παιδιά μαζί αλλά ώρες ώρες η συμπεριφορά του την έβγαζε εκτός εαυτού...
Χαμήλωσε λιγάκι τη πίεση, άφησε το κορμί της να πέσει προς τα κάτω και έχοντα το νερό να σκάει στο κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια και χαλάρωσε...
Εκείνη ήθελε να κάνει ένα ταξίδι ηρεμίας και παράλληλα να ταξιδέψει και η ψυχή σε μια άλλη εποχή μα ο Σωτήρης έδειχνε ανένδοτος.
Ίσως όλοι είδαν αμέσως τα λεφτά μα εκείνη είδε πέρα από αυτά. Η Μυρσίνη λαχταρησε και μόνο σαν κράτησε εκείνα τα κλειδιά που για αυτήν ήταν η πύλη σε μια απλή εποχή...
Στην ιδέα και μόνο να πατούσε το πόδι της σε ένα οίκημα που κάποτε ζούσαν οι πρόγονοι της, ανατριχιαζε ολόκληρη...
Ήθελε να κάνει μόνη αυτή τη μετάβαση.
Από μικρή όλοι έλεγαν πως υπήρχαν στιγμές που την έπιαναν να βρίσκεται στην απόλυτη αφασία και να ταξιδεύει με τη φαντασία της και αυτό ακριβώς ήθελε να νιώσει. Είχε πλήρη άγνοια για το τρόπο ζωής εκείνης της εποχής και ήταν σίγουρη πως μέσα από αυτό το ταξίδι θα έβλεπε πολλά...Γι ακόμα μια φορά όμως, όλα χάλασαν...
Δεν ήταν η δίψα για να αποκτήσει τσακ μπαμ τα λεφτά και να γυρίσει όσο η ψυχική ηδονή πως εκεί, θα είχε την ευκαιρία να αγγίξει ακόμα και ένα απλό  σκονισμένο μαντήλι...
Ήθελε τόσο πολύ να πάρει εκείνο το τετράδιο μα η μάνα της δεν την άφησε. Έλεγε και ξαναελεγε πως ήταν σχεδόν σκισμένο...
Αύξησε λίγο τη θερμοκρασία και εγυρε εντελώς το κορμί της προς τα πίσω. Έπρεπε πάση θυσία να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί ψυχολογικά...

Θα ήταν μεγάλη μέρα η αυριανή...

😌😌😌😌

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top