Κεφάλαιο 1°

°°Πισω απο κάθε ιστορία κρύβεται πάντα λίγη αλήθεια, λίγο ψέμα, περισσότερος πόνος και λιγότερη αγάπη...°°

Σμύρνη. Έτος 1920.

"Ορτανσία!" η φωνή της ακούστηκε σε ολόκληρο το μαχαλά. Είχε απλώσει διάσπαρτα τα χαλιά από τα αξημερωτα στα μπαλκόνια και έχοντας μια βέργα στο χέρι, τίναζε τα νερά από το τρίτο πλύσιμο "Ορτανσία!"

"Έλα καλέ μαμά. Γιατί φωνάζεις;" με χέρια λευκά από το αλεύρι, βγήκε και σκουπίζοντας τα στη πόδια της , φύσηξε μια τούφα μαλλιών που μπήκε μπρος στα μάτια της.

"Ακόμα να τελειώσεις με το ψωμί; Θέλει τρεις ώρες για να δέσει! Θέλεις να μας λένε ακαματες; Άντε τελείωνε και έλα να με βοηθήσεις στο τίναγμα!"

"Μα μετά θα πάω από το μαγαζί μάνα. Μην επιστρέψει ο πατέρας και το βρει κλειστό"

"Ας ήταν εδώ να το άνοιγε! Δε βλέπεις τις Τουρκάλες απέναντι; Τα άπλωσαν όλα θαρρείς και είναι μόνο αυτές νοικοκυρές!"

"Αμάν βρε μάνα. Αμάν... Πότε θα σταματήσεις να ξεσινιεριζεσαι τα καμώματα τους; Έτσι είναι μαθημενες αυτές! Τόσα χρόνια το ίδιο βιολί!"

"Προχθές η Γιάννενα, άκουσε τη Ζηλό πως έλεγε στο φούρναρη ότι βρωμισε η γειτονιά Ελληνίδες! Ακούς; Ήρθανε μέσα στον ίδιο μας το τόπο να μας δακτυλοδειξουν κι από πάνω! Αμ θα τις φιαξω εγώ!"

"Και από ποτε δίνεις σημασία τι λένε τρεις τέσσερις από δαυτες που ήρθαν εδώ για μια καλύτερη ζωή; Έχουμε ολόκληρη φήμη σε όλο το μαχαλά!"

"Γι αυτό πασχίζω! Να δούνε τι είμαστε αξίες να κάνουμε! Και σου έχω πει τόσες φορές να σταματήσεις να ονομάζεις τη γειτονιά μας μαχαλά!"

"Πρέπει να πάω να τελειώσω το ψωμί πριν μου καθίσει η ζύμη, μάνα." Απάντησε ξεφυσωντας " Έπειτα θα σε βοηθήσω να τα τιναξουμε , να τα απλώσουμε στα σίδερα για να στρώσουν και να πάω στο μαγαζί! Χίλια καλουδια θα φέρει πάλι ο μπαμπάς!"

"Μου έταξε κόκκους καφέ!" αναφώνησε η Ελευθερία από το μπαλκόνι "Αχ, η μυρουδια τους από τώρα κοσκινιζει τη ψυχή μου! Ελληνικός καφές!" φώναξε πιο δυνατά τις τελευταίες λέξεις και οι γυναίκες από το απέναντι σπίτι τη κοίταξαν με μισό μάτι. "

"Τούρκικος είναι!" φώναξε η μία και η Ελευθερία τη ραπισε με το βλέμμα

"Μαμά μην αρχίσεις πάλι!"

"Ελληνικός είναι! Ήρθατε εδώ και αλλάξατε μέχρι και το καφέ!"

"Μαμά!" η Ορτανσία έπιασε το κεφάλι της ξέροντας πως θα ξεσπάσει κι άλλος καυγάς μα σαν αντιλήφθηκε πως γέμισε αλευρια, βλασφημησε τη τύχη της και επέστρεψε στη κουζίνα. "Ωραία... Έκατσε και το ψωμί!" μουρμουρισε σαν είδε τη ζύμη γεμάτη φούσκες και προσπαθώντας να σώσει το ψωμί, άρχισε να τη πλάθει ξανά, έπειτα την έβαλε σε μια μεγάλη λεκάνη, τη σκέπασε με τρεις πετσέτες και την άφησε στο περβάζι να τη βλέπει ο ήλιος.
Η μάνα της ακόμα φώναζε από το μπαλκόνι. Η κατάσταση το τελευταίο διάστημα ολοένα και χειροτέρευε ενώ με το πατέρα της απών στα ταξίδια, όλο το βάρος έπεφτε πάνω της. Έπρεπε να ανοίγει το μαγαζί, να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και να μαζεύει και τη μάνα της η οποία είχε ανοίξει πόλεμο με τις γειτόνισσες. Δεν υπήρχαν πολλές Τουρκάλες τριγύρω μα η Ελευθερία της είχε όλες σταμπαρισμενες και τις κρατούσε σε μαύρη λίστα. Μέχρι και αντικείμενα είχε απαγορεύσει στην Ορτανσία να τις πουλάει.
Δεν ήθελε διόλου να τολμήσει κάποιος να πει πως η ξακουστή οικογένεια Ασλάνογλου έχει αλισβερίσια με τούρκους.

Έπιασε τα μαλλιά της σε μια μακριά πλεξούδα, έβγαλε τη ποδιά και τίναξε όσο αλεύρι έμεινε στο φόρεμά της. Ένα λευκό λινό, με ελάχιστη κεντητή δαντέλα την οποία κεντησε ολομόναχη η γιαγιά της.

Βγαίνοντας στο μπαλκόνι είδε τη μάνα της μόνη. Οι γειτόνισσες είχαν μπει μέσα και εκείνη πάλευε με τη βρεγμένη φλοκάτη.

"Έλα να σε βοηθήσω και να φύγω..." αποκρίθηκε

"Ακούς εκεί! Να μου πούνε εμένα οι μάγισσες πως είμαι παστρικιά!"

"Και γιατί φωνάζεις;"

"Γιατί αυτές δε το εννοούν όπως εμείς!"

"Έλα μωρέ μαμά, να χαρείς. Μη δίνεις σημασία. Άντε ένα να τελειώσουμε γιατί πρέπει να πάω να ανοίξω και να γυρίσω πριν πέσει ο ήλιος. Έχω ήδη βάλει το ψωμί στο περβάζι να λιαστει"

"Θα στο κλέψει κανένας από αυτούς τους ανεπροκοπους! Πάλι εκεί το έβαλες; Γέμισε η γειτονιά από δαυτους και ηρεμία δεν έχουμε! Η κυρά Κατίνα έχασε τις κότες προχθές και την επόμενη η Ζηλό, έψηνε και μύριζε όλος ο τόπος! Τυχαίο; Αυτές βρακί δεν έχουν να βάλουν και βρήκανε κοτόπουλο;"

"Ίσως το δώρισε ο χασάπης μωρέ μαμά!"

"Τόσο ελαφρομυαλη είσαι, τόσα ξέρεις! Άντε έλα να τελειώσουμε γιατί απόψε ξεμπαρκάρει και ο πατέρας σου και έχουμε ετοιμασίες! Στο γράμμα έλεγε θα φέρει και δώρα!"

"Πάντα φέρνει καλουδια ο μπαμπάς!"

"Ναι αλλά τώρα νομίζω πως θα φέρει περισσότερα! Δυο μήνες λείπει... Ίσως γι αυτό βρήκαν το θάρρος και πληθαίνουν αυτοί οι καταραμένοι γύρω μας! Νομίζεις δεν είδα πως τη περασμένη βδομάδα έφτασαν κι άλλοι; Πιστεύουν πως θα πατήσουν στα χώματα μας και θα τα πάρουν; Γελασμενοι είναι!" Φώναξε λίγο περισσότερο προς το γειτονικό σπίτι και η Ορτανσία  αναστεναξε.
Δίχως να φέρει άλλη αντίρρηση στη μάνα της, έπιασε την άκρη από τη φλοκάτη, τη τράβηξε και την έσυρε στην άλλη πλευρά. Συνήθως έπλεναν τα χάλια κάτω στην αυλή μα ασβεστωσαν λίγες ημέρες πριν οπότε δεν είχαν άλλη λύση.

"Πρόσεχε τη  κληματαριά!" αναφώνησε η Ελευθερία "Να πέφτει το καθαρό νερό στο πλάι της ρίζας Ορτανσία!"

"Ξέρω βρε μαμά! Ξέρω!"

Άπλωσαν το χαλί με τέτοιο τρόπο ώστε όσο εκείνο στραγγιζε τα νερά θα έπεφταν απευθείας κάτω στην αυλή. Γύρω από το σπίτι υπήρχαν πέτρινα τείχη και οι πεζοί δεν έβλεπαν προς τα μέσα, μα όπως όλα τα σπίτια έτσι και το δικό τους είχε μια αυλή στο εσωτερικό, αποθήκη και φυσικά μπιντέ. Άπειρες φορές η Ελευθερία φώναζε στον άντρα της να φτιάξουν μια τουαλέτα μέσα στο σπίτι μα ήταν σχεδόν αδύνατο χωρίς να γκρεμιστεί το δωμάτιο της Ορτανσίας για να περαστούν υδραυλικά.
Τοποθέτησαν το χαλί στη θέση του και σαν μπήκαν μέσα η Ελευθερία κοντοσταθηκε.

"Ακαματες! Όλη μέρα δήθεν κάνουν δουλειές μα δες τις γλάστρες τους! Σάπισαν τα λουλουδικα!" αποκρίθηκε δείχνοντας περήφανα την ίδια στιγμή τα δικά της. Ίσως δεν είχαν τεράστια παρτέρια μα η Ελευθερία κράτησε κάθε τενεκέ από τα τυριά που έφερνε ο άντρας της και μεσα εκεί είχε φυτέψει δεκάδες λουλούδια. Κάθε λογής...
Το πιο όμορφο όμως και το πιο ζηλοποθητο από όλα ήταν οι Ορτανσίες της. Η μάνα της είχε από τα γενοφασκια της για κληρονομιά μαζί με το σπίτι λουλάκια , ξινές ρογδιές και χαμωλιές.
Είχαν καταφέρει να χτίσουν ένα μύθο γύρω από τα λουλούδια τους καθώς ήταν πρώτοι στη πόλη που ξεκίνησαν να χρωματίζουν τα λευκά τους λουλούδια με χρώματα. Η διαδικασία βέβαια δεν ήταν εύκολη μα πέρασε από γενιά σε γενιά και ολοένα είχαν το πιο όμορφο κήπο.
Η Ορτανσία ήταν ένα δύσκολο φυτό σε εκείνη τη περιοχή μα με τη κατάλληλη φροντίδα , άνθιζε και άφηνε την ευωδιά της να περιτριγυρίζει στα σοκάκια ολημερίς. Από εκεί πήρε και το όνομα η κόρη της αφού γεννήθηκε αναπάντεχα. Η Ελευθερία κοσκινιζε στην αυλή σαν την έπιασαν οι πόνοι και όταν έφτασε η μαία , ξεκίνησαν το τοκετό καταχαμα. Πάνω στο πόνο και πάνω στην οδύνη, η Ελευθερία άπλωσε τα χέρια της στις φρεσκοβαμμενες Ορτανσίες της μάνας της, και σαν γεννήθηκε η μικρή και τη κράτησε στα χέρια, τη μπλάβιασε. Το μωρό γέμισε μικρά μπλε σημαδακια και άνθη από τα λουλούδια ενώ σαν ήρθε ο άντρας της και την είδε, βρωντοφωναξε πως μια Ορτανσία γεννήθηκε στο μαχαλά.

"Λοιπόν! Εγώ λέω να μπεις μέσα επιτέλους και να αρχίσεις το φαγητό μέχρι εγώ να πάω να ανοίξω. Εντάξει μαμά; Θα έρθει και η κυρά Κατίνα μετά να κάνετε τους ντολμάδες! Μη το ξεχάσεις!"

"Αν έννοια σου και δε ξεχνώ τίποτα. Μου χρωστάει και ένα πεσκέσι!"

"Βρε μάνα!"

"Ε αυτά να λέγονται κόρη μου! Λίγες φορές της δόκαμε τυριά και κασερια από την Ιταλία που έφερνε ο πατέρας σου;"

"Όχι άλλα αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να περιμένεις ανταλλάγματα!"

"Δε περιμένω! Απλώς ξέρω ποιος μας χρωστάει τι! Όπως και ο Σταυρής, ο γιος του Ψαροκωστα! Πήραν από το μαγαζί δέκα δεμάτια με χαρτί και ακόμα τα επιστρέφουν! Αυτό το μαγαζί κράτησε γενιές και γενιές το ψωμί στα χείλη μας,  Ορτανσία! Αν θέλεις να γίνεις σωστή διάδοχος, πρέπει να το τιμας, να το πονάς και να το αγαπάς!"

"Το αγαπάω μάνα...Όλα τα κάνω. Νομίζω έχω αποδείξει πόσο πολύ το νοιάζομαι. Και τώρα, άντε πήγαινε μέσα και θα γυρίσω πριν το σούρουπο. Πρέπει να φτιάξω τα ράφια για όσα φέρει ο μπαμπάς!"

"Το νου σου μόνο σε εκείνο τουρκοσκυλο γιατί η Ζηλό κάτι μου λέει πως το σπρώχνει πάνω σου και σε κοντοζυγιάζει! Τον είδε η Κατίνα να κοιτάει το μαγαζί της προάλλες!"

"Άσε βρε μαμά να χαρείς... Ιδέα δεν έχω σε ποιον αναφέρεσαι και ούτε έπιασε κάτι το μάτι μου. Γιατί δε ζούμε αρμονικά μαζί τους και ολημερίς πιάνουμε τους καυγάδες; Σώθηκε η υπομονή μου μάνα και κουράστηκα!"

"Άιντε τράβα γιατί πολλά λες και ούτε θέλω να τα μιλήσω! Ντροπή και μόνο αυτό που λες, οι Ασλάνογλου να πιάσουν αλισβερίσια με τουρκοσπορους! Ξεχνάς πως ο παππούς σου από τα χέρια τους έφυγε;"

Η Ορτανσία αναστεναξε. Ζωστηκε με το καλαθάκι της και τη κοίταξε λυπημένη.

"Όχι μάνα. Δεν ξεχνάω. Και να ξεχάσω μου το υπενθυμίζεις εσύ συνεχώς..."

"Αυτό έλειπε να ξεχάσεις κι όλας!" την άκουσε να λέει καθώς βγήκε στην αυλή και κίνησε να φύγει. Έβγαλε το μάνταλο , άνοιξε και η μάνα της ακόμα παραμιλουσε. Η γειτονιά όπως κάθε Παρασκευή ήταν ήρεμη. Ο περισσότερες γυναίκες τέτοια ώρα ετοίμαζαν μεσημεριανό ενώ οι άντρες  τριγύριζαν στους καφενέδες μέχρι να ανέβει ο ήλιος. Το μαγαζί δεν ήταν μακριά και η Ορτανσία έπιασε τη χαλικοστρωτη ανηφοριτσα και ξεκίνησε. Ήταν ίσως το μοναδικό αλλά και πιο γνωστό παλαιοπωλείο της περιοχής. Ο πατέρας της, γνωστός έμπορας, τριγύριζε συνεχώς και πάντα επέστρεφε με καινούρια αντικείμενα. Η Ορτανσία έβρισκε γαλήνη εκεί μέσα. Από πιτσιρίκι της άρεσε να σκαλίζει όλα εκείνα τα μικροπραγματα και έχοντας πλάι το πατέρα της να ακούει ιστορίες για αυτά. Βιβλία, γραμμόφωνα, τσιγκινα κουζινικα, βάζα από πηλό, υφάσματα, καμβάδες, παλιές ραπτομηχανές, μέχρι και αργαλειους είχαν. Κάθε λογής πραμάτεια που οι πιο πλούσιοι από αυτούς, λαχταρούσαν να έχουν στα σπίτια τους. Το μαγαζάκι τους ήταν ξακουστό στις γύρω πόλεις. Βέβαια ο πατέρας της , είχε κάνει βέτο να μη φύγει πράμα από εκεί μέσα και να καταλήξει σε τουρκικά χέρια μα η Ορτανσία δεν έβλεπε το κακό σε αυτό. Είχαν χάσει πολλές δεκάδες δεκάρες αλλά και λίρες μέσω αυτού μα δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάνε σε ελληνικά χέρια.

Ο ήλιος έκαιγε και εκείνη κράτησε λίγο πιο σταθερά το καλάθι της και ανέβηκε την ανηφόρα. Είχαν τελειώσει οι κλωστές και αφού σερνικο δεν είχαν σπίτι, εκείνη ανέλαβε να φέρει από το σπίτι άλλες. Τα κουβάρια όμως , ήταν βαριά τελικά.

"Σε τσακωσα!" μια αξαφνη φωνή, ένα αρπαγμα από το χέρι και η μετατόπιση του κορμιού της σε ένα κλειστό σοκάκι λίγο πριν φτάσει στο μαγαζί της έκοψαν το αίμα. "Που τριγυρίζεις τέτοια ώρα εσύ;"

"Οζούλ!" αναφώνησε τρομαγμένη

"Με σάρκα και οστά!"

"Πάψε πια! Θες να μας δεί κανένα μάτι; Τι είναι αυτά που κάνεις;"

"Τρόμαξες μικρό μου λουλούδι;"

"Θα σου έφερνα πεσκέσι το καλάθι αλλά έχε χάρη! Φύγε γρήγορα από δω! Η αγορά είναι γεμάτη!"

"Ένα χαμόγελο ήρθα να κλέψω και τρέχω σπίτι. Φτάνει ο αδερφός μου απόψε και έχουμε γλέντι!'

"Γι αυτό η μάνα σου έπλενε κι εκείνη πρωί πρωί;"

"Ωχ..."

"Άσε τα ωχ και μη με πλησιάσεις ξανά τέτοια ώρα γιατί καηκαμε! Ακούς;"

Ο Οζούλ της χαμογέλασε

"Ένα φιλάκι για το ρίσκο;" είπε πονηρά δείχνοντας το μάγουλο του και εκείνη κοιτάζοντας στα γρήγορα μην έρχεται κανείς, του έδωσε ένα πεταχτό και έτρεξε κατακόκκινη προς το μαγαζί...

😌😌😌

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top