Κεφαλαίο 6°
«Μπράντλει καφέ» διάβασε το τίτλο που είχε σημειώσει κυκλικά με κόκκινο στυλό στο χάρτη και ξεκίνησε να περπατά. Δυστυχώς δεν κατάφερε να πάρει το αυτοκίνητο το πρωί μα την ενημέρωσαν πως μέχρι το απόγευμα θα ήταν έτοιμο. Είδε ανθρώπους να της χαμογελάνε καθώς διέσχιζε το πεζοδρόμιο και ευφράνθηκε η καρδιά της ύστερα από όλα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ. Έριξε το φταίξιμο στη καταιγίδα ενώ δε παρέλειψε να μαλώσει τον εαυτό της για την αδυναμία που έδειξε. Ο δόκτωρ Στιούαρτ · που την επισκεπτόταν τακτικά κατά τη διαμονή της στο πρόγραμμα, της είχε πει πως μόλις βγει, τόσο οι εφιάλτες όσο και ο φόβος ορισμένες φορές θα είναι φυσιολογικά. Η Άλισον κατάλαβε εν τέλει πως κάθε ψυχιατρος-ψυχολογος, έχει διαφορετική στάση απέναντι στους ανθρώπους. Έχει δικά του πιστεύω και γνώμη και επέλεξε να βασιστεί στον εαυτό της. Θα γινόταν μια από αυτούς άλλωστε.
Έστριψε όπως έδειχνε ο χάρτης δεξιά και στο τέλος του δρόμου είδε ένα γκρίζο κτήριο με πράσινη πινακίδα και κόκκινα γράμματα. Είχε φώτα αναμμένα ακόμα κι αν ήταν πρωί και δυο εισόδους. Τη κύρια και λίγα μέτρα πιο μακριά ένα τσιμεντένιο υψωματάκι σαν μπάρα για άτομα με κινητικές δυσκολίες που κατέληγε όμως σε μια άλλη πόρτα. Έδειχνε εξαιρετικά παλιό και της θύμισε ταινία του ΄80 αφού ακόμα και η εξωτερική πινακίδα είχε γύρω γύρω στρόγγυλες λάμπες.
Θεώρησε αρκετά κλισέ πως βρήκε δουλειά σαν σερβιτόρα μα ήταν ευγνώμων. Ακόμα και μια δουλειά στο δήμο σαν καθαρίστρια και πάλι θα ήταν αρκετή έτσι ώστε να κρατηθεί μέχρι να αρχίσει να εργάζεται κανονικά. Θα μπορούσε κάλλιστα να έρθει σε επικοινωνία με τους γονείς της είτε να ζητήσει χρήματα από αυτούς μα οι εντολές ήταν σαφέστατες. Για έξι μήνες δεν έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί τους. Η Άλισον δε το καταλάβαινε αφού έτσι κι αλλιώς, χρησιμοποιούσε τα πραγματικά της στοιχεία μα της εξήγησαν πως για να την εντοπίσει κάποιος έπρεπε να ψάξει το όνομα της βαθειά μέσα στα συστήματα ενώ αν μιλούσε με τους γονείς της και ο δολοφόνος παρακολουθούσε , θα την έβρισκε ευκολότερα και δεν ήθελαν να βάλουν σε κίνδυνο και τη δική τους ζωή.
Η δουλειά που βρήκε ήταν η μόνη που εντόπισε έπειτα και από το ψάξιμο στη τοπική εφημερίδα και δε θεωρούσε πως είναι ντροπή. Ερχόταν σε αντιπαράθεση με την ιδιότητα και τις σπουδές της μα δε την ένοιαζε. Μόλις τελείωνε τη πρακτική θα γινόταν και η ίδια γιατρός μα μέχρι εκείνη την ώρα, έπρεπε να βγάλει μόνη της χρήματα για τη διαβίωση της χωρίς να βασίζεται στο κράτος.
Όσο πλησίαζε, έδωσε λίγα δευτερόλεπτα χρόνο στον εαυτό της να επεξεργαστεί καλύτερα το μέρος μα η σκοτεινή σκέψη πως τελικά ήταν πιο απόμερο από όσο υπολόγιζε της προκάλεσε άγχος. Όλα καλά θα πάνε..σκέφτηκε βάζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της
«Καλησπέρα σας!» Αναφώνησε μπαίνοντας μέσα μα δεν είδε κανένα. Ξερόβηξε και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της ώσπου είδε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας να βγαίνει πίσω από μια κρεμαστή πλαστική κουρτίνα. Το βλέμμα της τη σκάναρε από πάνω ως κάτω κρύβοντας μια περιέργεια μέσα του. «Με συγχωρείτε μα τηλεφώνησα νωρίτερα για την αγγελία. Ονομάζομαι Άλισον Ντόνσον» έσπευσε να συστηθεί και το ύφος της γυναίκας γλύκανε αμέσως.
«Καλώς την. Με συγχωρείς μα σε περίμενα λιγάκι πιο αργά. Δεν σε είχα ξαναδεί στη πόλη και μου φάνηκε περίεργο που ήρθε κάποιος άγνωστος πελάτης» Η γυναίκα βγήκε από τον πάγκο χαμογελαστή «Μπορείς να με λες Κάθριν. Έλα, κάθισε εδώ» είπε δείχνοντας ένα τραπεζάκι γεμάτο χαρτιά «Να σου εξηγήσω τι ακριβώς ζητάω μα και τον μισθό σου»
«Χάρηκα πολύ. Θεωρώ πως αν μάθω τι χρειάζεται να κάνω είναι αρκετό» είπε θέλοντας να μη συζητήσει κατευθείαν για τα λεφτά.
«Όλα θα τα μάθεις. Θέλεις ίσως ένα καφέ;»
«Όχι ευχαριστώ. Ήπια το πρωί και θα μου φέρει νευρικότητα» η Άλισον κάθισε και η Κάθριν ξεκίνησε να της αναλύει τι ζητούσε. Στην ουσία ήθελε ένα δεύτερο χέρι αφού η ίδια κρατούσε χρόνια το καφέ μόνη της. Ο άντρας της είχε πεθάνει, δεν είχε παιδιά και επειδή άνηκε σε εκείνον δεν ήθελε να το πουλήσει ενώ οι πελάτες ήταν ελάχιστοι , ντόπιοι και κατά κύριο λόγο μεγάλης ηλικίας. Έψαχνε για μια νεαρή κοπέλα με όρεξη για δουλειά για να δώσει καινούρια πνοή στο χώρο. Η Κάθριν άνοιγε το πρωί και η Άλισον θα έπρεπε να αναλάβει τη βραδινή βάρδια μα ίσα ίσα αυτό τη βόλευε αφού έκλειναν νωρίς και έτσι δε θα είχε πρόβλημα με τα πρωινό της ξύπνημα. Έπειτα από μια δίωρη κουβέντα συμφώνησαν. Ο μισθός ήταν ικανοποιητικός και θα άρχιζε από την επόμενη μέρα.
«Αύριο θα σου δώσω και τα δεύτερα κλειδιά» της είπε ξεπροβοδίζοντας την προς τα έξω. «Το ταμείο μένει στο μαγαζί, όχι πως είναι μεγάλο μα δε χρειάζεται να το κουβαλάς μαζί σου»
«Ευχαριστώ και πάλι κυρία Λάρσον» αποκρίθηκε βάζοντας τη τσάντα στον ώμο η Άλισον
«Εγώ σε ευχαριστώ και σε παρακαλώ λεγε με Κάθριν. Στο καλό να πας!» την αποχαιρέτησε και χωρίς να βγάλει το χάρτη αυτή τη φορά , ακολούθησε τη διαδρομή που έκανε προς τα πίσω.
***
«Είχαμε κάποια περίεργη δραστηριότητα στη πόλη;» ρώτησε ο Μόργκαν εκστασιασμένος
«Νομίζω είναι νωρίς αλλά και πάλι, για να πω την αλήθεια δε πιστεύω να είναι ικανός να την εντοπίσει» του εξήγησε ήρεμος
«Χαζομάρες Νάθαν. Πίστεψε με, είμαι σίγουρος. Θέλω να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά»
«Τα έχω κύριε επιθεωρητά. Έμαθα πως αγόρασε ένα αυτοκίνητο και ήδη επισκέφθηκα το κατάστημα. Του έβαλα πομπό χωρίς να με αντιληφθεί κανείς έτσι ώστε να ξέρω συνεχώς που βρίσκεται
«Εξαιρετική δουλειά Γουίλσον Ήξερα πως δε θα με απογοήτευε η επιλογή μου» τον παίνεψε «Και τώρα πήγαινε στη δουλειά σου και για ότι νεότερο ενημέρωσε με»
«Μάλιστα επιθεωρητά» η κλήση τερματίστηκε και πίνοντας μονορούφι τη τελευταία στάλα καφέ που υπήρχε στη κούπα χαμογέλασε. Η νέα γενιά ήταν πανέξυπνη. Όχι πως δεν είχε σκεφτεί και ο ίδιος κάποιο μέσο παρακολούθησης μα ήταν πιο πατροπαράδοτος. Πίστευε πως το δικό του μέσο ήταν ο Νάθαν μα εκείνος φρόντισε έτσι ώστε η ασφάλεια να διπλασιαστεί. Ακόμα και σε κάποια επικείμενη αρπαγή της , αν αυτό γινόταν, με το πομπό θα την εντόπιζαν πιο γρήγορα. Ο διοικητής του τμήματος του είχε πλήρη εμπιστοσύνη · αφού ήταν παιδικοί φίλοι, μα δεν έπαυε να του λέει συνεχώς πως ψάχνει φαντάσματα. Δώδεκα μήνες έψαχναν μέχρι να κλείσει η υπόθεση και δε βρήκαν τίποτα. Του είχε πει δεκάδες φορές πως ίσως ήταν κάποιος τρελός που τους σκότωσε και έφυγε μα ο Μόργκαν πίστευε πως κάτι πιο βαθύ υπήρχε από πίσω. Για τον ίδιο μόνο κάποιος έμπειρος θα κατάφερνε να ξεφύγει από μια τέτοια κατάσταση και χωρίς να αφήσει κάποιο στοιχείο πίσω , εκτός φυσικά από τη μαρτυρία της Άλισον. Σκέφτηκε πολλές φορές πως την άφησε να ζήσει μόνο και μόνο για να τους περιγράψει όσα είδε. Να βγουν στις εφημερίδες και εκείνος να καμαρώνει για το έργο του μα και πάλι δεν είχε συνοχή. Τα σενάρια ήταν πολλά και αυτή τη φορά θα ήταν εξαιρετικά προσεκτικός. Φόρεσε τη καμπαρντίνα του, έβαλε στο κεφάλι τη παλιά , γκρίζα του τραγιάσκα και πήγε σπίτι. Χρειαζόταν άμεσα ξεκούραση για να καθαρίσει το μυαλό και ήταν ήδη κλεισμένος στο γραφείο δυο ημέρες
***
«Σας ενημερώνουμε πως η αίτηση σας έγινε δεκτή. Μπορείτε να παραλάβετε όλα τα σχετικά έγγραφα καθώς και το χαρτί της πρακτικής που θα οδηγήσει στη πιστοποίηση σας από το γραφείο της διεύθυνσης αύριο στις επτά και τριάντα πέντε το πρωί. Να έχετε μαζί, τη ταυτότητά σας, το καρτελάκι που σας στείλαμε και τα χαρτιά της αποφοίτησης από το πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν. Ο φρουρός της πύλης θα σας κατατοπίσει για τα υπόλοιπα» τσίριξε χαρούμενη διαβάζοντας ξανά και ξανά την επιστολή που βρήκε στο γραμματοκιβώτιο. Της απάντησαν πιο γρήγορα από όσο περίμενε και ενθουσιασμένη , ενημέρωσε αμέσως μέσω γραπτού μηνύματος τον Πότερ · όπως της είχε ζητήσει, πως ξεκινάει την επόμενη μέρα. Έθεσε εξ αρχής ψηλά το πήχη επιλέγοντας το ψυχιατρικό κέντρο βαρέων περιπτώσεων και φρενοβλαβών Silk River Mental Asylum μα αυτή ήταν. Μπορεί να ήταν χωμένη στα βιβλία της από παιδί μα δε φοβόταν να ρισκάρει. Το λευκό καρτελάκι ανέγραφε με σκούρα γράμματα την ιδιότητα της και πιάνοντας το, μια θολούρα εμφανίστηκε στο βλέμμα από τη χαρά της.
Άλισον Ντόνσον, Πρακτική 2η , ειδικός ψυχίατρος.
«Είσαι φωνακλού ε;» άκουσε και ανεβάζοντας το κεφάλι είδε την κυρία Κλαρκ από το 1° να στέκεται στο τελείωμα της σκάλας
«Συγγνώμη για χθες» έσπευσε να απολογηθεί μα ήξερε καλά πως αναφερόταν στη τσιρίδα που πάτησε λίγα λεπτά πριν.
«Δε πειράζει συμβαίνουν αυτά. Έστειλα σαν διαχειρίστρια σήμερα το πρωί στο διαμέρισμα σου...»
«Στείλατε; στο διαμέρισμα;» την έκοψε και η γυναίκα έχοντας ένα μειδίαμα κακεντρέχειας τη πλησίασε
«Ναι, έχω τα κλειδιά από όλα τα διαμερίσματα. Ο νεαρός από τον επάνω όροφο είπε πως η ασφάλεια σου ήθελε αλλαγή. Έστειλα ηλεκτρολόγο το πρωί
«Δεν έπρεπε να ενημερωθώ πως θα μπει κάποιος άγνωστος σπίτι μου;» η χαρά που είχε αντικαταστάθηκε με εκνευρισμό και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που άκουσε. Ο Πότερ της είπε πως κανένας δεν είχε πρόσβαση στα διαμερίσματα.
«Το ίδιο μου είπε και εκείνος όταν νοίκιασε το σπίτι λίγες μέρες πριν μα έτσι γίνεται. Αυτά συμβαίνουν όταν έρχεσαι από άλλο μέρος. Δε ξέρεις τους κανόνες»
«Λίγες μέρες πριν;» ρώτησε με απορία
«Ναι, και εκείνος, ο Τζόνι, τώρα ήρθε. Μια εβδομάδα πριν την δική σου άφιξη. Νομίζω είναι φωτογράφος η κάτι τέτοιο τέλος πάντων και ήθελε ξεκούραση» η Άλισον ένιωσε τη πλάτη της να ιδρώνει. «Όπως και να έχει, πάντοτε κρατάω κλειδιά για τυχόν βλάβες, μπορεί κάποια μέρα να...» η γυναίκα μιλούσε μα έπειτα από ένα σημείο έπαψε να την ακούει. Ένιωσε πως γινόταν παράλογη μα από την άλλη, ήταν τόσο περίεργος εξ αρχής. Δε γινόταν όμως να ήταν ο δολοφόνος. Σίγουρα θα ήταν κάποια σύμπτωση.
«Με ακούς καθόλου;» ρώτησε κάπως φωναχτά η γυναίκα
«Ναι φυσικά. Με συγχωρείτε μα πρέπει να πάω..» πριν ολοκληρώσει τον είδε να κατεβαίνει τη σκάλα. Μαύρο σκισμένο τζιν, χοντρή φούτερ, γυαλιά...
«Φάντασμα είδες καλέ;» η Άλισον άσπρισε μα μόλις αντιλήφθηκε πως παίζει τα παιχνίδια όλων εκείνων των ψυχιάτρων που την είχαν δει στην αρχή χαμογέλασε διστακτικά. Πρέπει να προσέχεις από δω και πέρα στη ζωή σου, ποτέ δε ξέρεις ποιος μπορεί να είναι. Από το φούρναρη έως το γείτονα σου.
«Κάτι ξέχασα να πάρω από το σούπερ μάρκετ και θα κλείσει!» δήλωσε και κάνοντας μεταβολή, βγήκε από τη πολυκατοικία.
Σας φιλώ ! Σε λίγες μερούλες πάλι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top