Κεφαλαίο 5°

Βοστόνη.
Κεντρικά Αστυνομίας

«Καταλαβαίνεις τι μου ζητάς;» το έντονο ύφος της ερώτησης του πέρασε αδιάφορο από τον Μόργκαν .
«Γίνεσαι υπερβολικός. Δώδεκα μήνες είναι και αν συμβεί κάτι σου ξεκαθάρισα πως θα αναλάβω. Εκτός αυτού, δε θα μπορέσει να μπει ο δολοφόνος μέσα Ερνέστο!» σιγή επικράτησε από την άλλη πλευρά ενώ ένα φύσημα αέρα ακούστηκε μετέπειτα
«Δε λέω, οι ικανότητες της είναι δυνατές για κάποιον τόσο νέο μα ειλικρινά δε το βρίσκω καλή ιδέα να ξεκινήσει εδώ. Μιλάμε για φρενοβλαβείς δολοφόνους Ρότζερ. Δεν έχω αφήσει κανέναν να κάνει πρακτική στο άσυλο γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς τέτοιους ασθενείς σαν γιατρός πόσο μάλλον έχοντας περάσει...»
«Μια χαρά θα τα πάει και η συζήτηση έληξε!» τον έκοψε απότομα «Και τώρα κλείνω. Ετοίμασε τα χαρτιά και στείλε την απάντηση σου. Έχεις αρκετό έμπειρο προσωπικό και θεωρώ πως ίσως τη βοηθήσει να ανακτήσει κι άλλες μνήμες από εκείνη τη μέρα. Πρέπει να τον πιάσω το μπάσταρδο το καταλαβαίνεις;»
«Όπως επιθυμείς Μόργκαν. Εγώ νίπτω τας χείρας μου»

Το ακουστικό ενώθηκε με την υπόλοιπη συσκευή αργά. Ο Μόργκαν είχε μήνες να κρεμάσει στον απέναντι τοίχο εκείνο το πίνακα. Άρθρα, πληροφορίες, φωτογραφίες. Κάθε στοιχείο που κατάφερε να συλλέξει από εκείνο το μοιραίο βράδυ κρεμόταν εκεί ενώ στο κέντρο του, υπήρχε το πρόσωπο της Άλισον με ένα τεράστιο ερωτηματικό επάνω. Ίσως ήταν και το μοναδικό πράγμα που άξιζε , σκέφτηκε καθώς σηκώθηκε και πήγε κοντά.
Κουκούλα. Γαλότσες. Μεγάλο μαχαίρι. Ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη. Χωρίς πρόσωπο μα ούτε και χρώμα.

Η λίστα με όσα ήξερε για εκείνον , πέρα φυσικά από το γεγονός πως ήταν άντρας από τη φωνή, περιείχε ελάχιστα πράγματα. Κοινότυπα με εκατοντάδες ανθρώπους. Έστρεψε το βλέμμα στις φωτογραφίες. Ο κάθε λαιμός ήταν κομμένος άτσαλα μεν, στα ίδια σημεία δε. Πως γίνεται μέσα στο πανικό ένας άνθρωπος να κόψει τόσες φορές ακριβώς 2 εκατοστά μακριά από τη καρωτίδα; αναρωτήθηκε  μα κατέληξε ξανά στο ίδιο συμπέρασμα. Ήξερε τι έκανε. Το είχε μελετήσει μα κίνητρο δεν υπήρχε ενώ η τοποθεσία που έγινε δεν είχε συνοχή για κάποιον που ήταν έτοιμος να κάνει ένα προμελετημένο φόνο.

Η Άλισον τους είχε πει στη κατάθεσή της πως ο Τζέικομπ είχε επιστρέψει εκείνο το πρωί από ένα ταξίδι στη Βοστόνη. Έλειπε ένα μήνα σχεδόν και η παρέα ενώθηκε για να γιορτάσει τόσο την επιστροφή μα και για να μάθει τα νέα του. Βέβαια κατέληξαν στο αλκοόλ  εκτός από την ίδια που δεν έβαλε στάλα μέσα της και αυτό αποδείχθηκε και στην τοξικολογική εξέταση. Έδωσαν βαρύτητα σε κάθε της λέξη. Προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν το προφίλ του δράστη μα ακόμα κι αυτό ήταν αδύνατο. Ποιος ο λόγος να σκοτώσεις εφτά νέους ανθρώπους στη μέση του πουθενά; Και πως είχε γνώση πως θα ήταν σε εκείνο το μέρος;
ο Μόργκαν την είχε ρωτήσει για το ενδεχόμενο της ζήλιας. Μήπως κάποιος δεν ήταν καλεσμένος στη συγκέντρωση μα εκείνη αρνήθηκε.
Η ερεύνα που πραγματοποιήθηκε όμως για την άξαφνη  μετακίνηση του Τζέικομπ στη Βοστόνη ήταν άκαρπη αφού ούτε οι γονείς του είχαν ιδέα. Με τους βασικούς ανθρώπους που ίσως είχαν γνώση νεκρούς, με έναν δολοφόνο άφαντο και με μια κοπέλα στα πρόθυρα της τρέλας, η υπόθεση έκλεισε και τον στιγμάτισε. Ήταν μια από τις πιο δυνατές που ανέλαβε και δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας την διαπεραίωση της.

Σέρβιρε στον εαυτό του ένα ουίσκι σκέτο χωρίς πάγο και επέστρεψε στην πολυθρόνα του. Μετρούσε έτη σε εκείνο το υπόγειο γραφείο μα δε θα το άλλαζε. Ήταν τόσο κάτω από τη γη που ακόμα και ο παραμικρός ψίθυρος, αν εκείνος ακουγόταν, του χαλούσε την ηρεμία και την αυτοσυγκέντρωση . Είχε ανάγκη την διαφάνεια των ήχων της πόλης και πάντοτε χρησιμοποιούσε την ηρεμία ως μέσω διαλογής.
«Δε θα μου ξεφύγεις αυτή τη φορά…» σκέφτηκε φωναχτά σίγουρος πως ο δολοφόνος αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί.

***

Διάφανες κηλίδες κύλησαν στο μέτωπο της. Τα δάχτυλα κράτησαν και έσφιξαν δυνατά το σεντόνι ενώ από τα χείλη της έβγαινε ένα πνιχτό μουρμουρητό. Στριφογύρισε νευρικά στο κρεβάτι ώσπου ξαφνικά πετάχτηκε ουρλιάζοντας. «Λορεεεεν!!» η ανάσα της έγινε γρήγορη και κοφτή ενώ ένιωθε πως δε φτάνει για να γεμίσει τα πνευμόνια της. Έπιασε το καλώδιο του πορτατίφ  ψάχνοντας στο σκοτάδι το διακόπτη μα πιέζοντας τον, το φως δεν άναψε. Τα τζάμια τρέκλιζαν από το δυνατό φύσημα του αέρα και το χειρότερο αίσθημα από όλα επέστρεψε μονομιάς. Φόβος.

Παραμέρισε το σεντόνι, κατέβασε τα πόδια και έτρεξε γρήγορα προς το κεντρικό διακόπτη. Σκοτάδι…
«Ηρέμησε Άλισον, ίσως έχουμε διακοπή ρεύματος από τη καταιγίδα..» μονολόγησε θέλοντας να ηρεμήσει. Βγήκε από τη κρεβατοκάμαρα προσεκτικά ώσπου ένιωσε ένα κρύο ρεύμα αέρα καθώς διέσχιζε το διάδρομο και σταμάτησε. Δε θυμάμαι να άφησα το παράθυρο ανοιχτό… σκέφτηκε τρομοκρατημένη και νιώθοντας το θάρρος της να την εγκαταλείπει γύρισε και κοίταξε το παράθυρο του διαδρόμου μα ήταν κλειστό.

Ένα μαστίγωμα των κλαδιών στα τζάμια ήταν αρκετό για να τσακίσει την αυτοσυγκράτηση της και βάζοντας τα κλάματα , έτρεξε γρήγορα προς της εξώπορτα χωρίς να κοιτάξει λεπτό πίσω. Την άνοιξε, βγήκε στη πολυκατοικία και το φως από τις λάμπες τη τύφλωσε, με αποτέλεσμα να σκεφτεί μονομιάς πως το δικό της διαμέρισμα μόνο δεν είχε ρεύμα. Ένα σύγκρυο την έλουσε και πανικόβλητη κοίταξε προς τη πόρτα της. Εσωτερικά του διαμερίσματος επικρατούσε σκοτάδι όμως οι κουρτίνες από το παράθυρο του σαλονιού ανέμιζαν γρήγορα και εκείνο ήταν ορθάνοιχτο.

Μια κίνηση στο καναπέ ακολουθούμενη από μια σκιά, της έκοψαν τη ροή του αίματος. Στο επόμενο μπουμπουνητό πισωπάτησε, τα φώτα στα διάδρομο τρεμοπαίξαν, έσβησαν και πνιγμένη στο φόβο ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη ώσπου ένιωσε δύο χέρια να τυλίγονται γύρω της.
«Πάψε πια!» απαίτησε γυρίζοντας την προς το μέρος του μα εκείνη άρχισε να τον χτυπάει με μανία για να απελευθερωθεί. Τα φώτα επανήλθαν και το θολό της βλέμμα ήρθε σε σύγκρουση με το άγριο δικό του. «Μια γαμημένη καταιγίδα είναι! Έχεις ξεσηκώσει τη πολυκατοικία στο πόδι!» της είπε και εκείνη κοιτάζοντας το κατακόκκινο γυμνό του στήθος, σώπασε. Πίσω ακριβώς από το Τζόνι, ο οποίος έδειχνε έξαλλος,
στεκόταν η ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε στο πρώτο όροφο ενώ πλάι της, ήταν μια ακόμα.
«Δεν..Με…Με συγχωρείτε» η Άλισον τραύλισε σαστισμένη , ένιωσε το κράτημα του να χαλαρώνει και κοίταξε προς το σπίτι της.
«Απορώ πως αποφασίζετε και μένετε μόνες αφού φοβάστε!» σχολίασε ο Τζόνι παραμερίζοντας τη και μπήκε στο διαμέρισμα της. Έβγαλε από τη τσέπη του ένα φακό, στόχευσε το τοίχο πλάι στη πόρτα και έπειτα από ένα περίεργο ήχο, άναψαν τα φώτα «Η ασφάλεια της κυρία Κλαρκ είναι έτοιμη να καεί. Μάλλον από την γρήγορα εναλλαγή της τάσης του ρεύματος, σπρώχτηκε προς τα πίσω. Τη κούμπωσα μα θέλει αλλαγή» η Άλισον μπήκε διστακτικά προς τα μέσα με το βλέμμα της να οργώνει το χώρο και εκείνος ξεφύσησε. «Ηρέμησε λίγο! Δε παίζουμε σε θρίλερ για να πεταχτεί κανένας ψυχάκιας δολοφόνος!» είπε εισπράττοντας από εκείνη ένα φλογερό βλέμμα μα δεν έδειξε να της δίνει σημασία. Έκλεισε το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες, έριξε μια ματιά στο σπίτι και επέστρεψε στο σαλόνι.
«Η καταιγίδα μόλις άρχισε. Η οικοδομή είναι παλιά και ίσως γίνει και δεύτερη διακοπή. Κράτα το φακό» άπλωσε το χέρι του και εκείνη όσο και να ήθελε να αρνηθεί, τον πήρε.
«Ευχαριστώ» αποκρίθηκε διστακτικά κοιτάζοντας μια εκείνον και μια τις γυναίκες στο διάδρομο που κοίταζαν με περιέργεια.
«Από το να σε ακούω να ουρλιάζεις σαν τη τρελή, καλύτερα να μείνω στο σκοτάδι!» Η Άλισον το άφησε ασχολίαστο.

Ο Τζόνι βγήκε χωρίς να πει λέξη παραπάνω και εκείνη με ένα απλό καληνύχτα, έκλεισε τη πόρτα , ακούμπησε πάνω της και σκάναρε το σαλόνι ξανά. Ήξερε πολύ καλά πως είδε μια σκιά μα από την άλλη, ίσως ήταν κάποιο κλαδί. Φυσούσε πολύ δυνατά, έμενε στο τρίτο και δύσκολα κάποιος θα ανέβαινε ενώ ολόγυρα υπήρχαν μεγάλα δέντρα.  Έβγαλε τις κακές σκέψεις προσπαθώντας να κάνει ψυχανάλυση στον ίδιο της τον εαυτό μα για κάποιο λόγο, κάθε φορά που πήγαινε να ηρεμήσει, η εικόνα του Τζόνι τρύπωνε στο μυαλό της. Ήταν αρκετά ψηλός και τη περνούσε σίγουρα ένα κεφάλι ενώ η αγριάδα του, της προκαλούσε ρίγος. Είχε μια σκοτεινή ομορφιά και παράλληλα εκείνα τα μαύρα εβένινα μάτια του, τον έκαναν τρομακτικό και μυστηριώδη. Γοητευτικό μα και περίεργο ταυτόχρονα.

Ο Τζόνι είχε δίκιο. Στα επόμενα λεπτά η βροχή δυνάμωσε απειλητικά. Πήγε μέχρι τη κρεβατοκάμαρα  , άρπαξε το σεντόνι και αφού έλεγξε πόρτες και παράθυρα ξάπλωσε στο καναπέ. Είχε μήνες να δει εφιάλτη και έριξε το φταίξιμο για την υπερβολή της συμπεριφοράς της πάνω του . Αγκάλιασε το μαξιλάρι, κούρνιασε και τύλιξε το σεντόνι γύρω της . Τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν ξανά μα αυτή τη φορά, έκρυψε το κεφάλι της κάτω από το ύφασμα και σφάλισε τα μάτια της. Ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος της τη πρώτη της νύχτα έξω από τη προστασία του Ιδρύματος μα δεν θα άφηνε την αδυναμία να πάρει τα ηνία. Θα γινόταν μια λαμπρή γιατρός. Είχε όλη τη ζωή μπροστά της και αν έπεφτε, αυτή τη φορά ήξερε πως δε θα κατάφερνε να σηκωθεί… Με θετικές σκέψεις που είχαν σαν κύρια βάση το αυριανό της πρόγραμμα, ένιωσε το κορμί να παραδίδεται στη νύστα και αποκοιμήθηκε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top