Κεφάλαιο 4°
Γκρίν Μπέι , Γουισκόνσιν
«Δε μπορώ να καταλάβω την επιλογή της Φράνκ» αποκρίθηκε η Μισέλ λυπημένη τραβώντας τη καρέκλα της. «Πάνω που η υπόθεση ήταν έτοιμη να ξεχαστεί , εκείνη επέλεξε να κρατήσει το όνομα της!»
«Ξέρει τι κάνει. Δυστυχώς από τη στιγμή που ο ένοχος αγνοείται τα χέρια όλων είναι δεμένα αγάπη μου. Χάσαμε ένα παιδί μα είμαι σίγουρος πως οι αρχές θα τη προστατεύουν με κάποιο τρόπο. Λίγη υπομονή πρέπει να κάνουμε να περάσει ο καιρός και θα πάμε να την επισκεφθούμε» ο Φράνκ άνοιξε τη τσάντα του και εναπόθεσε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας τα έγγραφα του. «Το Μεριλαντ , πρόσφατα έχασε τη στήριξη από το κράτος. Θα κλείσει υποθέτω» της πάσαρε τα χαρτιά και εκείνη τα εξέτασε. Χρόνια πριν , όταν γνωρίστηκαν στη Βοστόνη , ήταν και οι δυο νέοι γιατροί. Μετά το γάμο τους, θέλησαν να ζήσουν σε ένα ήρεμο τόπο ενώ παράλληλα να βοηθούν και το κόσμο.
Το Γκριν Μπει, ήταν ξακουστό για τα κοινωνικά ιδρύματα που είχε τριγύρω και με τα χρήματα που έπαιρναν από τη δουλειά τους, φρόντιζαν πάντοτε να βοηθούν.
«Αυτό είναι τρομερό!» είπε εκείνη ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια «Που θα πάνε όλα αυτά τα παιδιά;»
«Δε ξέρω Μισέλ. Θα έρθω σε επαφή με τον Τζωρτζ πρώτα και έπειτα θα δω. Ίσως τα μεταφέρουν σε κάποια άλλη μονάδα» εκείνη παρέμεινε σκεπτική .
«Πιστεύεις πως κάνουμε το σωστό Φράνκ;» ρώτησε κοιτώντας τον.
«Τι εννοείς;»
«Αφήσαμε το παιδί μας στη τύχη του. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι ότι νοιαζόμαστε πιο πολύ για τα ξένα...» είπε αβέβαιη
«Μη λες ανοησίες. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα στη περίπτωση της. Η αστυνομία ανέλαβε εξ αρχής την υπόθεση. Εδώ με το ζόρι καταφέραμε να έρθουμε σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί της το περασμένο εξάμηνο!»
«Το ξέρω, μα...» δίστασε εκείνη.
«Είναι δυνατό το παιδί μας Μισέλ. Είμαι σίγουρος πως θα τα πάει περίφημα. Έχε λίγο πίστη. Ο θεός μας δοκίμασε με τη Λόρεν μα το ξέρεις καλά πως από θαύμα επέζησε η Άλισον»
«Γιατί Φράνκ; Τι έφταιξαν τα παιδιά;» ρώτησε δακρυσμένη αναφερομένη στη δολοφονία «Όλα ήταν τόσο νέα, τόσο..» η Μισέλ ξέσπασε σε κλάματα και έφυγε τρέχοντας από τη κουζίνα. Μπορεί να πέρασαν δυο χρόνια μα σαν παιδίατροι που είχαν να κάνουν με μικρά παιδιά δεν ήταν εύκολο να αποδεχτούν πως ένα από τα δικά τους χάθηκε με αυτό το τρόπο. Ο Φράνκ έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού του και θέλοντας να παραμείνει ήρεμος και να μη ξεσπάσει και ο ίδιος, τράβηξε ξανά τα έγγραφα προς το μέρος του.
***
Ο αέρας που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο μύριζε θάλασσα. Το σπίτι δεν είχε καμία σχέση με εκείνο που διέμενε τα τελευταία δυο χρόνια ενώ παράλληλα ήθελε να το διακοσμήσει βάζοντας και δικά της στοιχεία στο χώρο. Άφησε τη χαρτούρα που της έδωσε ο Πότερ πάνω στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού και κάθισε. Θα οργάνωνε τη καινούρια της ζωή βήμα βήμα. Σκέφτηκε να φτιάξει μια βιβλιοθήκη για να έχει τακτοποιημένα όλα της τα βιβλία , να βρει μια δουλειά για να μην κρέμεται από τα χρήματα που της έδωσαν βγαίνοντας και φυσικά , αν όλα πήγαιναν καλά και η αίτηση που υπέβαλε πριν βγει για πρακτική γινόταν δεκτή, να τελειώσει για να ξεκινήσει να εργάζεται στο τομέα της. Επέλεξε κάτι εξαιρετικά δύσκολο μα στα δυο χρόνια που πέρασαν φρόντιζε να μελετάει σκληρά.
Έπιασε και άνοιξε το χάρτη της πόλης. Το σπίτι δεν ήταν στο κέντρο της μα υπήρχαν μέσα μεταφοράς τριγύρω. Κοίταξε το φάκελο με τα χρήματα σκεπτόμενη πως μπορούσε να πάρει κάποιο ποδήλατο. Συνολικά, της δόθηκε το πόσο των πέντε χιλιάδων δολαρίων για το ξεκίνημα της. Μπορεί η ίδια να ήθελε να τα επιστρέψει κάποια στιγμή μα δεν αρνιόταν πως αφού δε μπορούσε να έχει άμεσα την οικονομική στήριξη των γονιών της, ήταν ένας καλός πόρος για να βασιστεί.
Σηκώθηκε. Το κράτος είχε προπληρώσει για ένα χρόνο το ενοίκιο της κατοικίας της όπως όριζε ο νόμος και μέσα στη τιμή ήταν φυσικά το ρεύμα και το νερό. Έκανε ένα μπάνιο και βάζοντας καθαρά ρούχα αποφάσισε να βγει. Να περπατήσει και να κάνει τα ψώνια της για τρόφιμα σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Ήταν νωρίς ακόμα , είχε όλη τη μέρα μπροστά της και παράλληλα θα μπορούσε να ψάξει και για την αγορά ενός μεταφορικού μέσου. Μπορεί να μην χρειαζόταν κάποιο αυτοκίνητο στη πόλη, μα κατά βάθος ήξερε πως θα γινόταν δεκτή στο Silk River οπότε επιβαλλόταν, δεν ήταν τυχαία άλλωστε και η επιλογή της πόλης. Από τότε που σπούδαζε είχε όνειρο να μπει στο συγκεκριμένο μέρος.
Έφτιαξε μια γρήγορη λίστα με όλα τα αναλώσιμα που χρειαζόταν, πήρε από το φάκελο χρήματα, το χάρτη και βγήκε. Η δίψα της να περπατήσει ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους και όχι θύματα · όπως αποκαλούσαν την ίδια και τους όμοιούς της, δεν είχε προηγούμενο.
Ξεκίνησε να περπατά επιλέγοντας να μη πάρει το λεωφορείο. Η διαρρύθμιση των σπιτιών της θύμιζε τις βραζιλιάνικες φαβέλες που έβλεπε παλαιότερα στη τηλεόραση. Όμορφα, παλαιού τύπου κτήρια, γλάστρες με λουλούδια, χαμογελαστός κόσμος. Φτάνοντας στο κέντρο έπειτα από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα βρήκε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Ήταν αρκετά παλιά οπτικά μα αντί για ποδήλατο όπως αρχικά ήθελε, ίσως μπορούσε να αγοράσει τελικά κάποιο. Προσπαθούσε να κρατήσει ψηλά την αισιοδοξία της παρά τις δεκάδες φορές που ο Πότερ της υπενθύμιζε το κίνδυνο. Φόρεσε ένα γλυκό χαμόγελο, μπήκε στο κατάστημα και με τη βοήθεια ενός υπαλλήλου βρήκε ένα παλιό σκαραβαίο σε πολύ χαμηλή τιμή. Δεν ήταν κάτι το τρομερό μα ήταν περιποιημένο, βαμμένο και είχε εγγύηση ενός έτους. Έδωσε μια μικρή προκαταβολή από τα χρήματα που είχε μαζί της και έκλεισε ραντεβού για την επόμενη μέρα. Όσα χαρτιά της ζητήθηκαν για τα συμβόλαια τα είχε και ενθουσιασμένη κίνησε για το σούπερ μάρκετ.
«Καλημέρα δεσποινίς!» άκουσε από δίπλα της και γυρίζοντας είδε πως την είχε πλευρίσει ένα περιπολικό.
«Καλημέρα» απάντησε έχοντας μια περίεργη έκφραση
«Σε αναγνώρισα μα υποθέτω εσύ δε ξέρεις ακόμα ποιος είμαι» ο άντρας της χαμογέλασε πλατιά , πάρκαρε λίγα μέτρα πιο μπροστά και κατέβηκε. «Μην ανησυχείς, είναι φυσιολογικό στη πόλη να μιλάνε οι αστυφύλακες με τους πολίτες. Νάθαν Γουίλσον» της εξήγησε και συστήθηκε ευθύς αμέσως. Έμοιαζε με συνηθισμένο αστυνομικό. Είχε την εντύπωση πως με βάση όσα της είχε πει ο Πότερ, θα είχε διαφορετική εμφάνιση. Περίμενε να δει κάποιον μεστωμένο σαραντάρη ίσως και μεγαλύτερο από τα προσόντα που της είχε αναφέρει μα εκείνος ήταν νέος. Ψηλός και αδύνατος. Είχε ανοιχτά καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια και δεν έμοιαζε σε τίποτα με το σκληροτράχηλο αστυνομικό που της παρουσίασε αρχικά.
«Το όνομα μου το ξέρεις υποθέτω» είπε διστακτικά
«Ναι. Έφτασα πριν λίγες μέρες στη πόλη όσο εσύ προετοιμαζόσουν για την έξοδο από το πρόγραμμα» έβαλε το χέρι στη τσέπη, έβγαλε ένα μικρό χαρτάκι και της το έδωσε. «Πάρε αυτό, εκτός από το τηλέφωνο που σου έδωσε ο Πότερ, εδώ θα με βρίσκεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Μένω λίγα τετράγωνα παρακάτω και από επικοινωνία που είχα μαζί του το πρωί , ενημερώθηκα πως είμαστε κοντά. Ότι κι αν δεις, ότι κι αν νιώσεις, μη διστάσεις να με πάρεις απευθείας» η σοβαρότητα με την οποία μίλησε ερχόταν σε άμεση σύγκρουση με το χαμογελαστό πρόσωπο που είχε λίγα δευτερόλεπτα πριν δίνοντας της καινούρια εντύπωση για τα προσόντα του.
«Ευχαριστώ πολύ αν και απεύχομαι να σε χρειαστώ είναι η αλήθεια»
«Τότε μη διστάσεις να με πάρεις ακόμα κι αν θελήσεις παρέα...» η φωνή του έγινε πιο χαμηλή και το χαμόγελο επέστρεψε κάνοντας την να νιώσει κάποιου είδους φλερτ από τη πλευρά του. Έβαλε το χαρτάκι στη τσέπη, ανταπέδωσε το χαμόγελο και τον αποχαιρέτησε αφήνοντας ασχολίαστο αυτό που της είπε. Τόσο περίεργος...σκέφτηκε μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ.
Αφού πήρε τα απαραίτητα και βλέποντάς πως ο καιρός πάει για βροχή, αποφάσισε να τερματίσει τη βόλτα της και να επιστρέψει σπίτι. Η νεαρή κοπέλα στο ταμείο που δε δίστασε να τη ρωτήσει ευθέως αν είναι καινούρια στη πόλη, έπειτα από μια σύντομη συζήτηση τους, και αφού η Άλισον της είπε πως ήταν μια απλή φοιτήτρια, την ενημέρωσε πως μια κυρία έψαχνε κοπέλα για ένα καφέ-εστιατόριο που διατηρούσε στα σύνορα της πόλης. Της έδωσε οδηγίες μα και το τηλέφωνο και έχοντας μια ελπίδα πως ίσως βρει και δουλειά, χάρηκε ακόμα πιο πολύ. Είχε μια εβδομάδα μπροστά της έως ότου της γνωστοποιηθεί η έναρξη της πρακτικής και θεώρησε πως ήταν ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να συνηθίσει τη πόλη. Η βροχή ξεκίνησε πριν προλάβει να φτάσει και ανοίγοντας το βήμα της έβρισε σιγανά και άρχισε με τις σακούλες στα χέρια.
«Όχι πάλι γαμώτο! Ηλίθια είσαι;» Ο άντρας που έπεσε νωρίτερα πάνω του , στεκόταν ξανά μπροστά της μόνο που αυτή τη φορά η σύγκρουση ήταν πιο σφοδρή. Οι χάρτινες σακούλες έγιναν κομμάτια ενώ όλα της τα πράγματα έπεσαν στο πάτωμα. «Με έχεις βάλει στο μάτι;» τη ρώτησε κακότροπα και κλώτσησε το μήλο της. Η Άλισον δεν άντεξε να κρατήσει τη γλώσσα της αυτή τη φορά.
«Εγώ; Αντί να πεις ένα συγγνώμη μιλάς και από πάνω και σαν να μην έφτανε αυτό κλωτσάς και τα πράγματα μου! Ο μόνος ηλίθιος και καθυστερημένος εδώ λοιπόν είσαι εσύ! Σίγουρα ακόμα και το κουδούνι σου αυτό το όνομα θα γράφει!» ολοκλήρωσε κάπως παιδικά και ανώριμα τη φράση της. Εκείνος γρύλισε, τρίβοντας τα σαγόνια του και εκείνη έσκυψε για να μαζέψει τα πράγματά της .
«Τζόνι γράφει...Τζόνι σκέτο» τον άκουσε να λέει χαμηλά το όνομα του προσπερνώντας τη και βγήκε από τη πολυκατοικία αφήνοντας πίσω μονάχα ένα σκληρό μπρουτάλ άρωμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top