Λάθος


Καλώς ήρθατε στο λάθος!
Ένα πρωί ξύπνησα με αυτή την ιστορία στο μυαλό μου οπότε αμέσως έγραψα δύο κεφάλαια,καθώς είχα εκστασιαστεί.
Ελπίζω να σας αρέσει ακόμα ένα ταξίδι στη φαντασία μου,θα περιμένω τα υπέροχα σχόλια σας που πολλές φορές με προβληματίζουν και άλλες με κάνετε και γελάω.

Πριν ξεκινήσουμε όμως θέλω να σας πω ότι όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν σε εμένα και δεν θα επιθυμούσα σε καμιά περίπτωση την αναδημωσίευση ή αντιγραφή όσων γράφω σε καμιά μορφή.


Ας σαλπάρουμε!








Η Έλλη ξάπλωνε στη ξαπλώστρα και απολάμβανε τον ήλιο που έκαιγε.
Το κορμί της γυαλιζε από το λάδι και έδειχνε ακόμα πιο γυμνασμενο και σφιχτό.
Στα αφτιά της είχε τα ακουστικά της και έπαιζε δυνατά η μουσική.
Είχε κλείσει τα μάτια της και προσπαθούσε να μην σκέφτεται που ήταν και με ποιους, γιατί γνώριζε πως οι κρυφές τις σκέψεις ήταν λάθος, ήξερε πολύ καλά πως ήταν απαγορευμένες.
Το λάθος ξεκινάει από εκεί που γνωρίζεις ότι είναι λάθος,όμως θέλεις να το γευτείς έστω και λίγο.

Ο Ιάσονας πήγε κοντά της και γονάτισε στη καυτή άμμο δίπλα της.
Τρία χρόνια παντρεμένοι,τον έβλεπε μόνο σε γιορτές και διακοπές καθότι ήταν εργασιομανής και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι αφήνοντας τη μόνη ακόμη και Κυριακές.
Έβγαλε το ακουστικό από το αφτί της και άνοιξε τα μάτια της ελάχιστα καθώς ήταν τρομαγμένη και τον κοίταξε.

"Με τρόμαξες!" Του είπε και χαμογέλασε που ήταν ο Ιάσονας!
Δεν είχε καμία όρεξη να κάθεται να μιλάει με τη Δήμητρα.

"Συγνώμη μωρό μου, αλλά τα παιδιά και εγώ κουραστηκαμε λέμε να πάμε για φαγητό σιγά σιγά!" Της απάντησε και σηκώθηκε όρθιος ενώ και εκείνη ανασηκώθηκε και κάθησε στη ξαπλώστρα.
Πάτησε να ανοίξει η συσκευή του κινητού της και κοίταξε την ώρα.
Είχε πάει τρεις.
"Πέρασε η ώρα!" Είπε και χαμογέλασε στον Ιάσονα και είδε από πίσω τον Ανδρέα και τη Δήμητρα.

Πάλι η καρδιά της χτύπησε περίεργα όταν ο Ανδρέας της ανταπέδωσε το βλέμμα του.
"Σε πήρε ο ύπνος καρδιά μου και είπαμε να μην σε ενοχλήσουμε! Ο Ανδρέας επέμενε δηλαδή γιατί εγώ ξέρεις με το φαγητό είμαι ανυπόμονος άνθρωπος!"
Όπως πάντα αυτά τα σήματα έπαιρνε και είχε αρχίσει να νιώθει έτσι η Έλλη.
Όχι ότι δεν υπήρχε έλξη έτσι κι αλλιώς.

Όλο ήταν λάθος,το ήξερε και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να κυριαρχήσει ο παραλογισμός μέσα της μα δεν μπορούσε να σταματήσει τους παλμούς της καρδιας της να ανεβαίνουν κάθε φορά.

"Σ' ευχαριστώ Ανδρέα! Έπρεπε να με ξυπνήσετε όμως,δεν είμαι μόνη εδώ!" Μάλωσε εκείνη τον Ιάσονα και σηκώθηκε όρθια να μαζέψει τη πετσέτα της και έπειτα έβαλε και όλα τα υπόλοιπα στην τσάντα της,ενώ τη κίνηση της μιμήθηκε και η Δήμητρα.

"Μη μ' ευχαριστείς Έλλη μου,ο Ιάσονας πεινούσε μόνο δεν πεινουσαμε εμεις!" Της είπε κοροϊδευτικά και της έκλεισε το μάτι.
Να το πάλι το σκίρτημα,σκέφτηκε και του χαμογέλασε σαν κοριτσάκι.

"Ρε δεν ντρέπεσαι; Τον θείο σου;" Φώναξε ο Ιάσονας και πήρε λίγη μαύρη άμμο και του πέταξε ενώ ο Ανδρέας την απέφυγε τρέχοντας.

Τι κορμί είχε θεέ μου; Σκέφτηκε ενώ τον κοίταξε και φόρεσε τις σαγιονάρες της για να τους ακολουθήσει που ήδη έφευγαν.
Όλο το σώμα του ήταν πέτρα.
Τα μπράτσα του δυνατά και στιβαρά,οι κοιλιακοί του,τα γεμάτα του πόδια.
Είχε πάρει και χρώμα φέτος το καλοκαίρι και ο σοκολατένιος συνδιασμός ήταν φωτιά.
Δάγκωσε τα χείλη της που έκανε τέτοιες σκέψεις.
Δεν έπρεπε.
Ήταν λάθος να σκέφτεται διαφορετικά τον Ανδρέα.

"Πότε θα σταματήσεις να λες ότι είσαι θείος μου; Εφτά χρόνια με περνάς Ιάσονα!" Του φώναξε εκείνος και ο Ιάσονας που τον είχε φτάσει πια τον αγκάλιασε από τον ώμο και προχωρούσαν,ενώ η Δήμητρα η κοπέλα του Ανδρέα γέλασε και έπιασε αγκαζε την Έλλη
Ο Ιάσονας δεν πήγαινε πίσω εμφανισιακά.
Μπορεί να μην ήταν τόσο γυμνασμένος, όμως δεν είχε άσχημο κορμί.
Ήταν ψηλός και μελαχροινός με κάτι μπλε μάτια που από τη πρώτη στιγμή που τα είχε κοιτάξει είχε σκεφτεί πως θα τον έκανε άντρα της,όπως και τον έκανε.

"Εφτά ξε εφτά είμαι θείος σου ρε ρεμαλι!" Τον χτύπησε απαλά στον αυχένα και πήρε το χέρι του από πάνω του.

Ο Ανδρέας αναποδογύρισε τα μάτια του και κοίταξε τα κορίτσια της παρέας.
Έτριψε τη κοιλιά του και τις έκλεισε το μάτι,είχαν αρχίσει ήδη να φτάνουν στις μύτες τους οι μυρωδιές.
Ανέβηκαν στις γουρούνες που είχαν νοικιάσει και ξεκίνησαν για να βρουν που θα καθήσουν.

Όταν έφτασαν στο ταβερνάκι η Έλλη κάθησε στην άκρη για να έχει την όμορφη θέα της Σαντορίνης δίπλα της.
Δεν χορταινε να τη κοιτάζει τρεις μέρες τώρα που βρίσκονταν στο νησί.

Ο Ανδρέας κάθησε από απέναντι της και η Δήμητρα δίπλα του ενώ ο Ιάσονας δίπλα της.
Τη ζήλευε λίγο τη Δήμητρα.
Δεν ήθελε να νιώθει έτσι όμως από τότε που είχε αρχίσει να λαμβάνει τα σήματα του Ανδρέα,τα οποία στην αρχή νόμιζε ότι είναι στο μυαλό της,όμως πια ήταν σίγουρη πως υπήρχαν στ' αλήθεια,ξεκίνησε μέσα της να γίνεται αυτη η πάλη του σωστού και του λάθους.
Γιατί καλώς ή κακώς η ανίκητη έλξη που την έπνιγε υπήρχε.

Πίσω στη Θεσσαλονίκη τον απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι.
Κάθε φορά που ο Ιάσονας της έλεγε για τυχόν συνάντηση μαζί του εκείνη πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για να μην πάει.
Οι διακοπές όμως ήταν μονόδρομος,το είχαν κανονίσει οι δυο τους και απλά η Έλλη το είχε μάθει τελευταία.

"Τι θα φας αγάπη μου;" Τη ρώτησε ο Ιάσονας βγάζοντας τη από τις σκέψεις και εκείνη πήρε το βλέμμα της από την αχανή θάλασσα και τους κοίταξε.
Η Δήμητρα και ο Ανδρέας ήταν απορροφημένοι στον κατάλογο.
Πήρε στα χέρια της τον δικό της κατάλογο και έπειτα από ένα λεπτό αποφάσισε.
"Μια αστακομακαρονάδα!" Απάντησε στον Ιάσονα που ακόμα έδειχνε προβληματισμένος και χάιδευε το πηγούνι του!

"Χμμμ καλή ιδέα!" Της γέλασε και έκλεισε τον δικό του.

"Θα πάω λίγο να πλύνω τα χέρια μου στη τουαλέτα! Κολλάνε από το αντηλιακό και αυτά τα μαντηλάκια δεν κάνουν τέτοια δουλειά." Τους είπε και σηκώθηκε από τη θέση της.

"Θα έρθω και εγώ μαζί σου!" Πετάχτηκε ο Ανδρέας και ακολούθησε τη κίνηση της, ενώ η καρδιά της και πάλι χτύπησε ακανόνιστα.

Πήγε μπροστά χαρίζοντας του τη θέα του κορμιού της και εκείνος δεν μπορούσε να αντισταθεί από το να την απολαύσει.
Οι τουαλέτες δυστυχώς για εκείνη ήταν μαζί και είχαν κοινούς νιπτήρες για τους άνδρες και τις γυναίκες.

Πήγε μπροστά από τον δικό της και έβαλε γρήγορα φάρμακο στα χέρια της για να τελειώσει γρήγορα και να φύγει από το μαρτύριο στο οποίο είχε υποβληθεί μόνη της,όμως ο Ανδρέας πέρασε το χέρι του από μπροστά της για να βάλει και εκείνος φάρμακο στο δικό του χέρι,καθώς της δικής του μεριάς ήταν άδειο.
Το πρόσωπο του κοντά στο δικό της,τα σώματα τους να απέχουν χιλιοστά,η έλξη ήταν μαγνητική,το ένιωθε με σιγουριά πλέον.

"Σόρρυ το δικό μου είναι άδειο." Έσπασε την άβολη σιωπή εκείνος και τη κοίταξε με μισάνοιχτα χείλη και εκείνο το βλέμμα που την έκανε να τα χάνει.
Εκείνη γύρισε απότομα και πήρε λίγο χαρτί να σκουπίσει τα χέρια της ενώ εκείνος έπλυνε τα χέρια του και γέλασε όταν είδε να του γυρίζει τη πλάτη.
Ήξερε η Έλλη πως με τις αντιδράσεις της πρόδιδε τον ίδιο της τον εαυτό αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να κρύψει αυτές τις αντιδράσεις.
Ήταν τόσο ευάλωτη δίπλα του.

Πήρε και εκείνος με τη σειρά του χαρτί και αφού καθάρισε τα χέρια του την ακολούθησε και επέστρεψαν στο τραπέζι με τους άλλους δύο.
Το φαγητό δεν άργησε να σερβιριστεί και εκείνοι έτρωγαν και συζητούσαν όμως η Έλλη συνέχιζε να νιώθει άβολα και να θέλει να ανοίξει η γη να τη καταπιεί.
Ειδικά τις στιγμές που η Δήμητρα χάιδευε τον Αντρέα ή τον άγγιζε, ένιωθε αυτό το αγκάθι να της τσιμπάει τη ψυχή,λες και ήταν δικός της ή είχε δικαίωμα πάνω του.
Κάθε φορά μάλωνε τον εαυτό της να συμμορφωθεί και κάθε φορά τα ίδια έκανε.

Όταν επέστρεψαν στη βίλα που είχαν νοικιάσει με θέα όλο το νησί,η Έλλη πήγε αμέσως στο δωμάτιο της και κλείστηκε εκεί μέσα έως το βράδυ.
Έκανε μπάνιο άλλαξε και χαζευε στο κινητό της να σκοτώσει την ώρα της,όσο ο Ιάσονας κοιμόταν δίπλα της,ενώ είχε πάει ήδη επτά το απόγευμα.
Βγήκε από το δωμάτιο και στη βίλα επικρατούσε ησυχία.
Περνώντας αναγκαστικά έξω από το δωμάτιο του Ανδρέα και της Δήμητρας επιτάχυνε το βήμα της,ένα πνιχτο βογκητό που ακούστηκε από μεσα όμως, την έκανε να σταματήσει.

Κοίταξε γύρω της και χωρίς να το σκεφτεί ακούμπησε το κεφάλι της απαλά στη πόρτα.
Κι άλλα βογκητά διαδέχθηκαν το πρώτο και έκλεισε τα μάτια της από ζήλεια και πήρε βαθιά ανάσα.
Μια περίεργη αίσθηση στο στομάχι της και εκείνη η επιθυμία χαμηλά στο κορμί της την θύμωσαν τόσο πολύ που έφυγε αμέσως και πήγε στη πισίνα.
Κάθησε κάτω και έβαλε τα πόδια της μέσα στο νερό.

"Είναι λάθος,είναι λάθος, είναι λάθος!" Συνέχιζε να λέει μέσα της και να σπρώχνει με δύναμη τα πόδια της μπρος πίσω στο νερό.

Τα χέρια του Ιάσονα την έπιασαν από πίσω και για δεύτερη φορά τη τρόμαξαν.
"Πολύ αφηρημένη είσαι σήμερα και όλη την ώρα τρομάζεις!"

"Εγώ είμαι αφηρημένη ή εσύ έρχεσαι σαν την αράχνη βρε Ιάσονα;"
Του απάντησε εκείνη.

"Τι να κάνω; Ένιωσα την απουσία σου από το κρεβάτι και ξύπνησα!" Της είπε και αφού κάθησε πίσω της,έβαλε και εκείνος τα πόδια του στο νερό και την αγκάλιασε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα από τον λαιμό της.
"Άσε που ερχόμενος εδώ,άκουσα τα δύο ερωτευμένα πιτσουνάκια να επιδίδονται σε..." Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του εκείνη τον σταμάτησε.

"Μην το πεις! Τους άκουσα και εγώ..." Του είπε και ένιωσε και η ίδια τα μάγουλα της να παίρνουν φωτιά και ευχαρίστησε το Θεό που ο Ιάσονας ήταν πίσω της και δεν την έβλεπε.

Εκείνος λες και τη ψυχανεμιστηκε σταμάτησε τη συζήτηση εκεί και πήρε πάλι μια τζούρα από τον λαιμό της.
Ήταν ακόμα το ίδιο τυφλά ερωτευμένος μαζί της έπειτα από συνολικά πέντε χρόνια μαζί της.
"Πάμε να ετοιμαστούμε να βγούμε για κανένα κοκτέιλ; Έχω απίστευτη όρεξη να δω κόσμο!" Μίλησε στο αυτί της και εκείνη ανατρίχιασε.
Γύρισε το κεφάλι της και τον φίλησε στα χείλη.
Πόσο ανόητη ήταν,είχε ένα άντρα σαν τον Ιάσονα και εκείνη επιθυμούσε τον Ανδρέα.
Πρώτη φορά το είχε παραδεχτεί και στον ίδιο της τον εαυτό,εκείνη μόλις τη στιγμή.

"Δεν έχω διάθεση απόψε μωρό μου!"

"Γιατί δεν έχεις διάθεση απόψε;" Άκουσε τη φωνή του Ανδρέα και γύρισαν και οι δύο με τον Ιάσονα να τον αντικρίσουν χεράκι χεράκι με τη Δήμητρα.

"Να βγούμε για ποτό!" Απάντησε ο Ιάσονας και η Δήμητρα πετάχτηκε λες και τη χτύπησε ρεύμα.

"Ναιιι,έχω πολύ όρεξη!" Φώναξε εκείνη και χοροπηδηξε ελαφρά μπροστά από τον Ανδρέα.

"Πάμε οι τρεις μας τότε!" Πρότεινε ο Ιάσονας και οι άλλοι δύο συμφώνησαν.
"Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις και εσύ καρδιά μου;" Ρώτησε και πάλι εκείνος τη γυναίκα του.

"Σίγουρα... Θα χαλαρώσω εδώ στη πισίνα και θα απολαύσω αυτές τις μαγικές εικόνες.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει και το ηλιοβασίλεμα σκέπαζε όμορφα σαν σεντόνι τη θάλασσα απλωμένο με τα χρυσά και κόκκινα χρώματα του.

"Εντάξει μωρό μου,πάω να ετοιμαστώ..."

"Πάμε και εμείς..." Είπε ευδιάθετα η Δήμητρα και ο Ανδρέας κοίταξε πάλι με εκείνο το κωδικοποιημένο βλέμμα την Έλλη,ενώ ακολούθησε την Δήμητρα που τον τραβούσε από το χέρι απαλά...
















Ιάσονας

Ανδρέας

Τι λέτε συνεχίζουμε; 🥰

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top