Αμαρτία
Η νύχτα είχε σκεπάσει τη Σαντορίνη και η Έλλη αφού χαιρέτησε τους υπόλοιπους,έβαλε ένα ποτό για τον εαυτό της και πήγε στο δωμάτιο της.
Αφού ήπιε το μισό αποφάσισε πως δεν ήθελε να χαζεψει άλλο στη τηλεόραση και έβγαλε τα ρούχα της για να φορέσει το μαγιό της.
Πήγε στη ντουλάπα της και είδε το κιμονό της.
Η σκέψη της ήρθε αστραπιαία κι έτσι όπως ήταν γυμνή το άρπαξε και το φόρεσε.
Σκέφτηκε πως αφού ήταν μόνη της και δεν είχαν σκοπό να γυρίσουν σύντομα οι υπόλοιποι,ήταν ευκαιρία μέσα στη νύχτα να απολαύσει τη πισίνα γυμνή και ελεύθερη με το ποτό της και να κοιτάζει τη θέα.
Πήρε το ποτήρι της και αφού το γέμισε με μια γενναία δόση,βγήκε στη πισίνα και πέταξε το κιμονό από πάνω της, αφήνοντας το κάτω και έμεινε όπως τη γέννησε η μάνα της.
Το κορμί της ήταν γυμνασμένο,καθώς είχε πάθος με τη γυμναστική και όλη της την ζωή από μικρό παιδί έκανε στίβο.
Τώρα στα τριάντα τρία της που είχε σταματήσει τα πάντα συντηρούσε όσα είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια με γυμναστήριο και τρέξιμο.
Άλλωστε ήταν και η δουλειά της.
Χώθηκε μέσα στο νερό και στήριξε το σώμα της μπρούμυτα στην άκρη της πισίνας που έβλεπε σε γκρεμό και είχε μπροστά της όλη τη Σαντορίνη.
Ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι της και αναστέναξε.
Δεν μπορούσε εδώ και τρεις μέρες που ήταν σε αυτό το νησί να ηρεμήσει.
Τον σκεφτόταν συνεχώς.
Δεν άξιζε στον Ιάσονα να έχει εκείνη για γυναίκα του έλεγε ψιθυριστά στο εαυτό της,να είναι με μια γυναίκα που σκεφτόταν συνεχώς τον ανηψιό του ερωτικά!
Άπλωσε το σώμα της πίσω τεντωμένο και κουνούσε τα πόδια της ρυθμικά ενώ το νερό έμπαινε και έφτιαχνε μικρές λακούβες στη μέση πάνω από τα γυμνά της οπίσθια και όπου αλλού έβρισκε χώρο, κάνοντας τη να γυαλίζει στα σκοτεινά.
Έπινε το ποτό της έτσι για ώρα και αγνάντευε τη θέα χαμένη στη σκέψεις της που είχαν μόνο το όνομα Ανδρέας.
Ήλπιζε να περάσουν γρήγορα οι επόμενες τρεις μέρες που τους απέμεναν στο νησί και να βγει από αυτή τη κόλαση που ζούσε,με το μυαλό της να κυριαρχεί και να την οδηγεί όλο και περισσότερο στην αμαρτία.
Γύρισε ανάσκελα και τώρα το νερό έκανε λακούβες ανάμεσα στο στήθος της και στη κοιλιά,κάτω από το λαιμό,στο σημείο που είχε αφήσει εκτεθειμένο πάνω από τη βουβωνική της χώρα.
Έκλεισε τα μάτια και όπως ήταν ελάχιστα ζαλισμένη από το ποτό,άφησε το σώμα της να επιπλέει ελεύθερο και να απολαμβάνει την ησυχία.
"Έλλη;" Άκουσε τη φωνή του και τινάχτηκε ολόκληρη καλύπτοντας με τα χέρια της τη γύμνια του κορμιού της.
Τα μάτια του ήταν λάγνα και τη κοίταζαν αχόρταγα και πεινασμένα.
Φωτιά και μόνο φωτιά μπορούσε να διακρίνει μέσα τους.
Τελικά εκείνη τη στιγμή είχε επιτέλους συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν κωδικοποιημένο το βλέμμα του,μα εκείνη δεν ήθελε να δει καθαρά,πως τη κοίταζε λάγνα,γεμάτος πάθος και πόθο.
"Τι κάνεις εδώ;" Τον ρώτησε ενώ με το ένα χέρι κάλυψε το στήθος της και με το άλλο την ευαίσθητη περιοχή της κάτω από το νερό.
"Λερώθηκα και ήρθα να αλλάξω μπλούζα!" Της απάντησε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τα δικά της.
Η αμηχανία ήταν άβολη ανάμεσα τους.
Τα είχε δει όλα,εκείνος την είχε δει ολόγυμνη και ίσως βαθιά μέσα της να το ευχήθηκε κιόλας.
"Μπορείς να γυρίσεις από την άλλη;" Του ζήτησε αμήχανα και προχώρησε προς τη μεριά του κιμονό της για να το φορέσει.
"Με συγχωρείς!" Της είπε και εκείνη βγήκε σαν τον σίφουνα από το νερό για να το φορέσει.
"Παω μέσα να αλλάξω τη μπλούζα!" Συνέχισε εκείνος αμήχανα σχεδόν τρευλιζοντας και έφυγε προς το δωμάτιο του.
Η Έλλη βγήκε γρήγορα από τη πισίνα και φόρεσε το κιμονό της.
Πήγε ως την άλλη μεριά περπατώντας και πήρε το ποτήρι της με το ποτό από την άκρη για να το αφήσει στη κουζίνα.
Προχώρησε μέσα αφήνοντας παντού νερά με τα βήματα της και παράτησε γρήγορα το ποτήρι για να κλειστεί στο δωμάτιο της και να μην τον ξανά δεί.
Είχε γίνει κατακόκκινη από ντροπή και δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια.
Τη στιγμή που πήγε να περάσει από το δωμάτιο του εκείνος βγήκε και εκείνη έμεινε κοκκαλομενη να τον κοιτάζει ενώ είχε τυλιγμένα τα χέρια της γύρω της.
"Μην ντρέπεσαι!" Της είπε εκείνος λες και διάβαζε το μυαλό της.
Είχε φορέσει μια γαλάζια μπλούζα πάνω από το μπλουτζιν του και ταίριαζε απόλυτα με τα μάτια του.
Είχαν κληρονομήσει και οι δύο αυτό το χάρισμα με τα ανοιχτόχρωμα μάτια. Ήταν ολόιδια με του Ιάσονα.
"Ανδρέα..." Πήγε να δικαιολογηθεί εκείνη μα εκείνος τη σώπασε και έκανε ένα βήμα πιο κοντά της.
Το σώμα της παρέλυσε,ένιωθε να τρέμει.
"Σσσσσ,μη πεις τίποτα..." Της χάιδεψε το μάγουλο με την έξω μεριά των δαχτύλων του και τη κοίταζε μέσα στα μάτια.
Τα δάχτυλα του έφτασαν πάνω από τα χείλη της και τα χάιδεψαν απαλά.
Καιγόταν η Έλλη δίπλα του,από τη φωτιά του,από τη φωτιά της αμαρτίας που ποθούσε όσο τίποτα άλλο να κάνει.
Λίγο το ποτό λίγο ο τρόπος που τη κοίταζε,όρμηξε πάνω του και εκείνος τη σήκωσε με τα δύο του χέρια ενώ την ακούμπησε στον τοίχο και έχωσε τη γλώσσα του βαθιά στο στόμα της, χαρίζοντας της ένα παθιασμένο φιλί όσο με τα χέρια του έπιανε αχόρταγα τους μηρούς της και τη πίεζε πάνω στον ανδρισμό του που είχε σκληρύνει στη θέα της.
Χάθηκε στο φιλί του, άδειασε το μυαλό της από τις σκέψεις και τις τύψεις και παραδόθηκε στο πάθος που ένιωθε,στη πηγή που θα έσβηνε τη δίψα τόσων χρόνων που γινόταν αυτό το άτυπο φλερτ μεταξύ τους.
Για λίγο χάθηκε όμως σαν να την χτύπησε ηλεκτροσόκ τον έσπρωξε και κατέβηκε από τα χέρια του εν έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο της κλειδώνοντας τη πόρτα.
Εκείνος έτρεξε πίσω της μα δεν πρόλαβε.
"Έλλη!" Φώναξε και χτύπησε τη πόρτα.
"Φύγε!" Του είπε κλαίγοντας εκείνη αφού είχε συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει.
"Άνοιξε τη πόρτα!" Τη πρόσταξε και τη ξανά χτύπησε με δύναμη.
"Φύγε σε παρακαλώ!"
"Άνοιξε τη πόρτα γαμωτο!" Της φώναξε και πάλι και τη κλώτσησε δυνατά κάνοντας την Έλλη από τη μέσα μεριά να τρανταχτεί.
Δεν του απάντησε.
Έκλεισε τα αφτιά της και τα μάτια της μέχρι που εκείνος κουράστηκε και έφυγε.
Ήξερε και ο Ανδρέας πως δεν μπορούσε να μείνει κι άλλο και να κινείσει υποψίες.
Μάζεψε τα κομμάτια της και μπήκε μέσα στο μπάνιο.
Ανοιξε τη βρύση και την άφησε να τρέχει απο πάνω της για να ξεπλύνει τη βρωμιά της.
Έκλαιγε και το νερό μπλεκόταν με τα δάκρυα της.
Όταν γύρισε ο Ιάσονας είχε ήδη ξαπλώσει αφού πρώτα είχε ξεκλειδώσει τη πόρτα.
Έκανε πως κοιμόταν δεν άντεχε να τον αντιμετωπίσει,ούτε να τον κοιτάξει στα μάτια.
Δεν πίστευε και η ίδια αυτό που είχε κάνει.
Δεν πίστευε τον τρόπο που τη κυρίευσε το κορμί της και υπέκυψε στο λάθος,υπέκυψε στην αμαρτία.
Εκείνος δεν άργησε να ξαπλώσει δίπλα της και να κοιμηθεί αμέσως.
Εκείνη πάλι δεν έκλεισε μάτι όλη νύχτα.
Στριφογύριζε και σκεφτόταν, σκεφτόταν τη στιγμή που την έπιασε στα χέρια του και έκαιγε.
Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της πια.
Το πρωί δεν ήθελε να βγει από το δωμάτιο της.
Το πέρασε ξαπλωμένη λέγοντας ψέματα στον Ιάσονα πως είχε ημικρανία και εκείνος αφού τη χιλιοπαρακαλεσε να μείνει μαζί της,έπειτα από την επιμονή της να μείνει μόνη και να κοιμηθεί, ακολούθησε τους υπόλοιπους στη παραλία.
Δεν μπορούσε να τους αποφεύγει όλη μέρα όμως.
Έτσι το μεσημέρι πήραν φαγητό και γύρισαν στη βίλα για να φάνε μαζί της.
Ο Ιάσονας δεν μπορούσε να σκέφτεται ότι είναι μόνη και δεν αισθάνεται καλά.
έτσι οι τύψεις και ο πόνος στη καρδιά της ενισχύονταν όσο ταχύτατα ενισχύονταν και ο πόνος του κορμιού της για τον Ανδρέα.
Όταν τα βλέμματα τους συναντήθηκαν εκείνη τη μέρα έπειτα από ότι είχε συμβεί η Έλλη ένιωσε να ζαλίζεται.
Κάθησε απέναντι από τη Δήμητρα και αμίλητη έπιασε το πηρούνι της για να φάει.
"Είσαι καλύτερα Έλλη μου;" Ρώτησε εκείνη και τη κοίταξε χαμογελαστή.
"Ναι ευχαριστω!" Απάντησε η Έλλη και κατέβασε και πάλι το κεφάλι της στο πιάτο γεμάτη τύψεις και για τη Δήμητρα.
"Δεν φαίνεσαι κεφατη αγάπη μου! Μήπως βαρέθηκες;" Τη ρώτησε ο Ιάσονας τρώγοντας μια μπουκιά από το φαγητό του.
Δεν ήθελε η συζήτηση να πηγαίνει γύρω της,ήθελε να πουν κάτι άλλο,ένιωθε το βλέμμα του Ανδρέα πάνω της και εκείνη έτρεμε να μην τον κοιτάξει στα μάτια.
Και εκείνος όμως ήταν νευρικός,τον έβλεπε πως κουνούσε το πόδι του νευρικά με την άκρη του ματιού της.
"Τώρα μου πέρασε η ημικρανία,θα συνέλθω!" Του απάντησε ήρεμα και του χαμογέλασε βάζοντας τα δυνατά της να τον πείσει.
"Τι θα κάνουμε απόψε;" Ρώτησε η Δήμητρα και ο Ιάσονας γέλασε με φωνή.
"Πώς φαίνονται τα νιάτα!" Της είπε συνεχίζοντας να γελάει.
Ο Ιάσονας ήταν τριάντα πέντε χρονών,η Έλλη τριάντα τρία και ο Ανδρέας είκοσι οκτώ.
Του φαινόταν λογικό λοιπόν η Δήμητρα στα εικοσιπέντε της να θέλει συνεχώς κλαμπινγκ.
"Εγώ δεν έχω διάθεση απόψε!" Απάντησε ο Ανδρέας και συνέχισε το φαγητό του ενώ η Έλλη στραβοκαταπιε και ήπιε λίγο νερό,όμως ευτυχώς συνέχισαν τη συζήτηση τους και δεν έδωσε κανένας σημασία!
"Η Έλλη σιγά μη θέλει έτσι όπως είναι, οπότε μάλλον τα δύο μας θα βγούμε απόψε Δήμητρα! Δεν ήρθα στο νησί για να κοιμάμαι όλη μέρα! Τόση δουλειά ρίχνω όλο το χρόνο!" Παραπονέθηκε ο Ιάσονας και η Έλλη ξανά στραβοκαταπιε και εβηξε!
"Ο νονός βρε αγάπη μου!" Της είπε ο Ιάσονας και γέλασαν με τη Δήμητρα ενώ ο Ανδρέας της προσέφερε χαμογελαστός το δικό του νερό καθώς το δικό της το είχε αδειάσει!
Το πήρε δειλά χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια και ήπιε.
Η συζήτηση συνεχίστηκε στους ίδιους ρυθμούς με την Έλλη να τελειώνει το φαγητό της και να πηγαίνει στο δωμάτιο της ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στη πισίνα.
Κάθησε μπροστά από το παράθυρο και κοίταζε εκείνους έξω.
Αυτή μπορούσε να τους δει ενώ εκείνοι όχι.
Κοίταζε τον Ανδρέα που προσπαθούσε να φανεί φυσιολογικός ενώ εκείνη δεν το κατάφερνε με τίποτα.
Από τη μια ήθελε απόψε να μείνει μόνη μαζί του για να ξεκαθαρίσει τη θέση της,από την άλλη όμως φοβόταν και να τον κοιτάξει.
Αν εκείνος κάθε φορά δεν τη προκαλούσε τόσο...
Μα τι σκεφτόταν...
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και πήρε βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσει.
Η ημέρα πέρασε αργά και βασανιστικά για εκείνη,ώσπου όταν νύχτωσε κανείς δεν είχε αλλάξει γνώμη.
Ο Ιάσονας θα έβγαινε με τη Δήμητρα και ο Ανδρέας ήθελε να μείνει πίσω.
"Αφού είσαι καλύτερα βρε μωρό μου,έλα να περάσουμε όμορφα!" Της είπε για εκατοστή φορά ο Ιάσονας όσο εφτιαχνε τα μαλλιά του μπροστά στον καθρέφτη.
"Ιάσονα μην επιμένεις,δεν θέλω να συνεχίσω να σου αρνούμαι..."
Του είπε και κατέβασε το κεφάλι.
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχε διάθεση για έξοδο έτσι κι αλλιώς.
"Εντάξει καρδιά μου μην αισθάνεσαι άσχημα,σε πειράζω,θα έχεις και παρέα τον Ανδρέα απόψε!" Απάντησε εκείνος ευδιάθετα και η Έλλη ξεροκαταπιε.
"Ναι,αν και λέω να μείνω στο δωμάτιο να διαβάσω το βιβλίο μου."
"Έλα μωρέ,κρίμα ειναι και εκείνος,κάτι έχει σήμερα,δεν με γελά εμένα,τον ξέρω από μωρό! Καλύτερα να του κρατήσεις συντροφιά,θα είμαι πιο ήσυχος!"
Κάθε του κουβέντα μαχαιριά στη καρδιά της,κάθε του κουβέντα και ήθελε να κλάψει από τις τύψεις που ένιωθε.
"Αμάν βρε Ιάσονα,άντε θα αργήσεις και θα σε περιμένει το κορίτσι!" Του είπε εκείνη για να βγει από αυτή την άβολη θέση και εκείνος αφού έλεγξε τον εαυτό του την φίλησε και έφυγε.
"Ότι χρειαστείς να με πάρεις τηλέφωνο αμέσως και θα έρθω!" Της είπε πριν βγει από το δωμάτιο.
Εκείνη σηκώθηκε και κλείδωσε τη πόρτα.
Έπειτα ξάπλωσε στο κρεβάτι και άνοιξε το βιβλίο της,δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα όμως...
Λίγα λεπτά έπειτα άκουσε ένα χτύπημα στη πόρτα...
"Έλλη..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top