Κεφάλαιο 9: Υπάρχει κάποιος ξεχωριστός για όλους. Για εμένα είναι ο ψυχίατρος.
✖
«Από πού θέλεις να αρχίσεις, Αντριάννα;»
Αυτή είναι η πρώτη συνάντηση με τον σύμβουλό μου, η πρώτη συνεδρία με τον ψυχοθεραπευτή μου. Ναι, καλά διαβάσατε, ψυχοθεραπευτής.
Φαντάζομαι πως είναι επόμενο για κάποια που έχασε ανεξήγητα την δίδυμή της, εγκαταλείφθηκε από τους γονείς της και έπεσε θύμα βιασμού σε χρονικό διάστημα λιγότερο των τριών μηνών να χρήζει ιατρικής παρακολούθησης από κάποιον ειδικό.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι την επιθυμώ κιόλας.
Δεν θέλω την παρακολούθηση του, τις συμβουλές του, τις συμπονετικές ματιές ή τα χάπια που πιθανώς θα μου συνταγογραφήσει για να με κάνει πάλι φυτό με την βοήθεια της Πιλάρσκι. Δεν θέλω τίποτα από αυτά.
Κι αυτό είναι κάτι που διαπίστωσε από πρώτο χέρι η Έντνα Ρέζνικοφ, η στρουμπουλή και θορυβώδης υπάλληλος του Ντέιβις Πλέις το πρωί. Σήμερα, μετά από έξι μέρες διαμονής, μου δόθηκε εξιτήριο από το Αναρρωτήριο, κι η Έντνα, ακολουθώντας πάντα διαταγές, με φόρτωσε σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, αφότου αρνήθηκα πεισματικά να περπατήσω έως το γραφείο του Τρελογιατρού, και με οδήγησε εκεί θέλοντας και μη.
Το γραφείο ψυχανάλυσης είναι ένα καλαίσθητο, φιλόξενο δωμάτιο. Οι τρεις τοίχοι του είναι κτιστοί, ο τέταρτος είναι γυάλινος, σχηματίζοντας ένα πελώριο παράθυρο προς την λίμνη που απλώνεται στα δυτικά του Ιδρύματος, και προσφέρει μια εξαιρετικά αναζωογονητική θέα.
Χαζεύω έξω, την αβαθή λίμνη με τα κρυστάλλινα, αδιακύμαντα νερά που περιστοιχίζεται από τις σκουροπράσινες κορυφές των δέντρων και των βουνών. Υπάρχει μια απόλυτη, αναντίρρητη γαλήνη σ' ετούτο το τοπίο. Θαρρείς κι η πλάση όλη έχει απομείνει ακίνητη και σιωπηλή, περιμένοντας τα πρώτα χιόνια να 'ρθουν.
Δεν περίμενα να αντικρίσω κάτι τόσο όμορφο εδώ πέρα.
Παίρνω μια βαθιά, χαλαρωτική ανάσα και προσποιούμαι πως δεν βρίσκομαι στο γραφείο, αλλά εκεί κάτω ν' αναπνέω τον αγνό, παρθένο αέρα στην όχθη.
«Λοιπόν;», η φωνή του ψυχαναλυτή μου μ' επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Ε;», κάνω θολωμένη από την ξαφνική αλλαγή σκηνικού. «Τι;»
Στις ταινίες οι προβληματικοί ασθενείς ταβλιάζονται σε κάποιο μονόκλυντρο ή καναπέ και ατενίζοντας το ταβάνι με βλέμμα πονεμένο αρχίζουν ν' αραδιάζουν τα εσώψυχά τους στον ψυχολόγο. Απ' ότι φαίνεται με περιμένει η ίδια μοίρα. Ο τύπος μου έχει παραχωρήσει έναν πράσινο καναπέ, επάνω στον οποίο περιμένει να πιάσω να διηγούμαι σπαραξικάρδιες ιστορίες από την ζοφερή εποχή των παιδικών μου χρόνων.
Πφφφ, τουλάχιστον είναι βολικός.
«Αντριάννα;» επαναλαμβάνει ήρεμα. «Σε ρώτησα από πού θα ήθελες να αρχίσεις;»
Ανακάθομαι στην θέση μου, κι έπειτα στρέφομαι απρόθυμα σ' εκείνον και τον κοιτάζω.
Δεν φαίνεται ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά από την άλλη ίσως και να απατώμαι. Ο ψυχαναλυτής έχει εκείνη την αγέραστη όψη που σε κάνει να φαίνεσαι αιωνίως κάπου ανάμεσα στα τριάντα πέντε με πενήντα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι διατηρείται καλά. Το δέρμα του έχει την σκούρα, ζεστή απόχρωση του καφέ και το σχήμα του προσώπου του είναι ένα καλοσχηματισμένο γωνιώδες παραλληλόγραμμο, με ψηλά, έντονα ζυγωματικά, πλακουτσωτή μύτη και γεμάτα, σαρκώδη χείλη που φαντάζουν σαν ώριμα φρούτα. Τα μαύρα και σγουρά σαν βίδες μαλλιά του είναι περιποιημένα, κοντοκουρεμένα σαν κράνος.
Τέλος φοράει ένα κομψό κοστούμι σε γκρι ανθρακί και στα χέρια του κρατάει μία μικρή, δερμάτινη ατζέντα-μπλοκάκι και μια στενόμακρη πένα από αστραφτερό ασήμι, δύο σύνεργα με τα οποία καταγράφει κάθε τι σημαντικό για τον εκάστοτε ψυχάκια που κουράρει.
Το όνομά του είναι Αρτέμης, Αρτέμης Οκένζουα και με μια πρώτη ματιά, αποφασίζω πως δεν μοιάζει σαν κάποιος που δουλεύει στο Ντέιβις Πλέις. Είναι σοβαρός, επαγγελματίας, στιλάτος, είναι ο τύπος που στον έξω κόσμο θα ζητούσε 100 δολάρια για κάθε ώρα ψυχανάλυσης.
Πώς... πώς κατέληξε να εργάζεται σε αυτόν τον βούρκο;
Μήπως δεν είναι τόσο καθαρός, όσο δείχνει;
Μήπως κρύβει κάτι;
«Δεν ξέρω», μουρμουράω μέσα από τα δόντια μου. «Δεν ξέρω... από πού να ξεκινήσω... Δεν το 'χω ξανακάνει αυτό... τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω;», τον ρωτάω πλέκοντας νευρικά τα χέρια μου.
«Να ανοιχτείς», με νουθετεί, καθισμένος σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη, πίσω από το βαρύ, ξύλινο γραφείο του. «Να εκφραστείς όπως εσύ ξέρεις. Μπορείς να μου πεις ότι θες, ότι φοβάσαι ή ελπίζεις ή σκέφτεσαι. Ελεύθερα. Δεν θα σε κρίνω», λέει.
Ακούγεται... συγκαταβατικός.
Α, θαυμάσια. Από όλα τα πράγματα που θεωρώ εξοργιστικά οι συγκαταβατικοί ενήλικες βρίσκονται επάξια στην κορυφή της λίστας μου.
Οι γονείς μου είναι συγκαταβατικοί, όταν δεν είναι ψυχροί ή αδιάφοροι ή απόντες.
«Πολύ καλά», κάνω στρυφνά, παράλληλα σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου σαν γκρινιάρικο παιδάκι. «Θα στο πω: Αισθάνομαι ριγμένη».
«Ριγμένη;», ξαφνιάζεται. Είμαι σίγουρη πως περίμενε ένα κάρο άλλα επίθετα πριν από αυτό. «Πώς το εννοείς αυτό;»
«Φως φανάρι δεν είναι;», καγχάζω όλο πικρία. «Παρά την απροθυμία, την ανορεξία και την απόλυτη, αμετακίνητη, κάθετη άρνηση μου κάνω ψυχανάλυση. Κάνω ψυχανάλυση ώστε να μάθω πώς να αντιμετωπίζω άτομα που θα έπρεπε να κάνουν ψυχανάλυση!»
Ο τόνος της φωνής μου έχει ξαφνικά εκτιναχθεί στα ύψη και τα χέρια μου έχουν ήδη ξεμπλεχτεί για να κάνουν κάθε είδους σπαστικές, θυμωμένες χειρονομίες στον αέρα.
Περιμένω πως ο Οκένζουα θα με επιπλήξει, πως θα με προστάξει να ηρεμίσω, να μην κάνω τέτοιον αδικαιολόγητο σαματά, αλλά αντίθετα εκείνος με αφήνει να χτυπιέμαι σαν παλαβή. «Άτομα», στέκεται σε αυτήν την μια μου λέξη. «Θα μπορούσες να μου ονοματίσεις ποια είναι αυτά τα άτομα που θεωρείς πως θα έπρεπε να ψυχαναλυθούν αντί εσού;»
Σκύβει επάνω από την ατζέντα του έχοντας την ασημένια του πένα έτοιμη, να κρέμεται σε στάση εφόρμησης πάνω απ' την κενή σελίδα.
Δεν του κάνω την χάρη. «Τι τρέχει, γιατρέ;», αντιγυρίζω ξινισμένα. «Ψάχνουμε απελπισμένα τρόπους να επεκτείνουμε το φτωχό μας πελατολόγιο;»
Αργά αργά, ο Αρτέμης Οκένζουα παίρνει τα καστανά του μάτια από τα άγραφα φύλλα μπροστά του, και τοποθετεί την ματιά του επάνω μου. Χαμογελάει λες και μόλις με άκουσε να ξεστομίζω κάποια αφελή, παιδιάστικη εξυπνάδα. «Προς ενημέρωση σου, δεσποινίς Βάλενταϊν, κουράρω ήδη όλους τους τροφίμους του Ιδρύματος με εξαιρετικά αποτελέσματα. Συνεπώς, όχι, δεν θα έλεγα πως γυρεύω εξτρά πελατεία. Κάθε άλλο. Σου ζήτησα να αναφερθείς σε αυτούς ονομαστικά, προκειμένου να δω πού βρίσκεσαι μέσα στην μικρή, παράδοξη κοινωνία του Ντέιβις Πλέις, με ποιους συνδιαλέγεσαι, ποιους εχθρεύεσαι...»
«Δεν εχθρεύομαι κανέναν», του πετάω αμυντικά. «Είμαι ειρηνίστρια μέχρι το κόκαλο».
Εκτός από εκείνες τις νύχτες που περνάω μένοντας άγρυπνη, συνομιλώντας με κακιασμένα φαντάσματα νεκρών από το Υπερπέραν, ραδιουργώντας μαζί τους για τον φρικτό, αιματηρό, δίχως έλεος, θάνατο των αντιπάλων μου...
«Ώστε έτσι;»
«Ναι», λέω. «Έτσι».
Ο Οκένζουα ισιώνει την πλάτη του, ευθυγραμμίζοντας την με την πλάτη του καθίσματός του. «Παρόλα αυτά», διατείνεται. «Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι υπάρχουν άτομα που εχθρεύονται εσένα».
«Όπως;», τον προκαλώ να συνεχίσει.
Σύμφωνα με κάτι χαρτιά που με έχουν βάλει να υπογράψω, όλα όσα θα λέμε στις συνεδρίες μας θα παραμένουν εμπιστευτικά. Ο Οκένζουα δεν μπορεί να μιλήσει για τα ζητήματά μου σε κανέναν, εκτός αν έχω αυτοκαταστροφικές τάσεις ή κάνω κάτι παράνομο.
Βάζω στοίχημα πως όλοι οι ασθενείς του έχουν υπογράψει το ίδιο συμφωνητικό. Το να μου αποκαλύψει οτιδήποτε έχουν πει οι άλλοι στις συνεδρίες τους για εμένα είναι αυστηρά απαγορευμένο. Αλλά το θυμάται;
Για να δούμε πόσο επαγγελματίας είσαι, γιατρέ...
Ξεροβήχει καθαρίζοντας τον λαιμό του. «Εντάξει», ακούγεται απαράλλακτα ήπιος. «Το εχθρεύονται είναι μάλλον μια λανθασμένη επιλογή ρήματος και ίσως οφείλω να επαναδιατυπώσω, πιστεύω όμως ότι καταλαβαίνεις τι εννοώ, σε ποιους τροφίμους και ποιο περιστατικό αναφέρομαι».
Δεν απαντώ, αφήνοντάς τον να βγάλει μοναχός του το φίδι απ' την τρύπα.
«Είχα, όπως ίσως φαντάζεσαι, μια μικρή συζήτηση με την κυρία Άσα Πιλάρσκι προκειμένου να οργανώσουμε τις συνεδρίες σου. Ήρθε και με βρήκε την Δευτέρα και μιλήσαμε. Με πληροφόρησε για το τι έπαθες».
«Ω», τινάζομαι ξαφνικά, θαρρείς και με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. «Ως προς αυτό οι γνώμες διίστανται».
«Δηλαδή;», απορεί παραξενεμένος.
«Δηλαδή η Άσα Ψευτράσκι ισχυρίζεται πως μεθυσμένη και μαστουρωμένη έπεσα από μια ύπουλη, υπόγεια σκάλα και τσακίστηκα μεγαλοπρεπώς. Εγώ έχω να ισχυριστώ κάτι... άλλο».
«Το οποίο είναι;», κάνει αποπεμπτικά.
Νιώθω άβολα, σαν να μου παίρνει συνέντευξη.
Δεν μου αρέσει όλη η προσοχή που έχει εστιαστεί ξαφνικά επάνω μου. Παράλληλα, όμως, δεν θέλω να τον αφήσω να διακρίνει την αμηχανία μου, κι έτσι υψώνω νοερά τοίχοι. Οχυρώνομαι.
Αλλά μήπως αυτή είναι η λάθος τακτική; Μήπως έτσι αυτοτιμωρούμαι, αποστερώντας από τον εαυτό μου την μόνη βοήθεια που μπορώ να έχω; Κι αν δεν πρέπει να τον αποκόψω;
Αν πρέπει να κάνω το ακριβώς αντίθετο;
Στο κάτω κάτω, είναι ο προσωπικός μου σύμβουλος, με άλλα λόγια σιωπηλός σύμμαχό μου. Θα πρέπει να με βοηθήσει, εξάλλου αυτή είναι η δουλειά του, το κάλεσμά του, το λειτούργημα του, πείτε το όπως θέλετε.
«Δες με», τον προτρέπω. Αποφασίζω να μην τον αφήσω στην απ' έξω, επιλέγω να τον κάνω φύλακα του μυστικού μου. «Όλα αυτά...», σηκώνομαι με μιας από τον κυπαρισσί καναπέ του και τον αφήνω να με δει ολόκληρη. Τραβώ το φουλάρι που καλύπτει τα ρουφήγματα και τις δαγκωματιές στον λαιμό μου. Γυρίζω τα μανίκια μου και του αποκαλύπτω τα σημάδια της πάλης στους καρπούς μου, τους πήχεις και τα μπράτσα μου. «Δεν μου τα έκαναν σκαλοπάτια. Είναι έργο κάποιων που γνωρίζεις πολύ στενά. Κάποιων που, δικά σου λόγια, όχι δικά μου, κουράρεις με εξαιρετικά αποτελέσματα».
Ο Οκένζουα με κοιτάζει προσεκτικά, όχι ερευνητικά ή ερμηνευτικά, αλλά σίγουρα με προσέχει. Με προσέχει τόσο που ξεχνάει προς στιγμήν να κρατήσει σημειώσεις για το ψυχολογικό μου ξέσπασμά.
«Γκρίφιν Σέιγουορθ», είναι το μόνο που έχω να του πω.
Έτσι απλά, Γκρίφιν Σέιγουορθ, δίχως επεξηγήσεις, δίχως περαιτέρω σχόλια.
Εάν είναι τόσο καλός στην δουλειά του, ο Αρτέμης Οκένζουα θα πρέπει να ξέρει για τα σκοτεινά γούστα του ασθενή του. Όλων των ασθενών του.
«Μαρκ Ντομπς», συνεχίζω. «Πιτ Κάρσον. Άσερ Πίτερσον».
Εξακολουθεί να με κοιτάζει βυθισμένος στην σιωπή.
Δεν παίζει ούτε βλέφαρο, ενώ είναι τόσο αμίλητος, τόσο ακίνητος λες και το πρόσωπό του δεν είναι παρά μια μάσκα από μαύρο μάρμαρο.
Κι όμως, παρά την αδράνεια... κάτι αλλάζει επάνω στον ψυχαναλυτή.
Το βλέμμα του σκοτεινιάζει.
Βλέπω την αναγνώριση στα μάτια του.
Ξέρει.
«Με ξεγέλασαν», του μηνύω, νιώθοντας το δίκιο να με πνίγει. «Με παρέσυραν σε μια σκοτεινή, υπόγεια αποθήκη, όπου κανείς δεν θα μπορούσε να με βρει, να με δει ή να με ακούσει και εκεί... εκεί μέσα...». Οι σκηνές από το βράδυ της Πέμπτης με κατακλύζουν σαν παλιρροϊκό κύμα, σαν τσουνάμι αναμνήσεων που εκτοπίζουν κάθε τι άλλο στο πέρασμά τους. Ζαλίζομαι.
«Είσαι καλά;» Ο Οκένζουα που τόση ώρα κάθεται σαν άγαλμα, προσέχει μεμιάς την αστάθεια μου και σηκώνεται ευθύς όρθιος, έτοιμος να με συνδράμει όπως μπορεί. «Νιώθεις κάποια ζαλάδα; Ασφυξία; Σκοτοδείνη; Να σου φέρω ένα ποτήρι νερό;»
Του νεύω απορριπτικά με την παλάμη μου. Μετά πισωπατώ και σωριάζομαι ξανά στον πράσινο καναπέ. Κάνω μια σύντομη παύση ώσπου να έρθω στα ίσια μου και...
«Με βίασαν», ομολογώ χαμηλόφωνα. Δεν είναι η πρώτη φορά που σχηματίζω αυτές τις δύο λέξεις, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η εξάσκηση έχει κάνει την εκφορά τους ευκολότερη. Ούτε κατά διάνοια.
Ακόμη δυσκολεύομαι να το πω.
Είναι μια αλήθεια με την οποία δεν μπορώ να συμβιβαστώ, και ταυτόχρονα μια αλήθεια που δεν τολμώ να αγνοήσω. «Με βίασαν, και είμαι σίγουρη πως δεν είναι η πρώτη φορά που ακούς αυτή την κατηγορία για το club των Αθληταράδων που κουράρεις, είναι;»
Απαντά με την ενοχική σιωπή του.
«Πες μου», λέω μ' ένα βογκητό. «Τι το τόσο εξαιρετικά αποτελεσματικό έχει το να κουράρεις αυτά τα τέσσερα αγόρια, όταν ξέρεις πως με το που θα αφήσουν την αίθουσα ψυχανάλυσης σου θα πάνε να καταστρέψουν την ζωή κάποιου συγκρατούμενου τους;»
Περισσότερη σιωπή.
«Γιατί δεν απαντάς, λοιπόν, γιατρέ; Πριν από λίγο ήσουν τόσο ευφράδης!», εξακολουθώ να του λέω με την φωνή μου αλλοιωμένη από το παράπονο. «Γιατί σωπαίνεις τώρα; Πάω στοίχημα ότι μπορείς να μιλάς για ώρες ατελείωτες επί του συγκεκριμένου θέματος, εξάλλου είναι ένα θέμα που έχεις ακούσει να αναλύουν δεκάδες φορές... Πότε οι θύτες με το επαρμένο και αλαζονικό υφάκι τους που υπολείπεται κάθε ανθρώπινης συμπόνιας και πότε θα θύματα τους μεταξύ κλαύθμων και οδυρμών... όπως εγώ». Από το πουθενά, καυτά δάκρυα ανοίγουν αυλάκια στα μάγουλά μου και μουσκεύουν το πρόσωπό μου, προτού μπορέσω να τα συγκρατήσω.
Να πάρει, δεν ήθελα να κλάψω, όχι πάλι, όχι τώρα εδώ, μπροστά του... αλλά τώρα που ξεκίνησα... δεν ξέρω πώς να κάνω τις βρύσες των ματιών μου να στερέψουν.
Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον ψυχαναλυτή, ίσως εκείνος με την χρόνια εμπειρία του σε ψυχολογικές εκρήξεις ξέρει πώς να μου βάλει φρένο. Ωστόσο, όταν τον κοιτάζω βλέπω κάτι που με αιφνιδιάζει. Ο άντρας μπροστά μου στέκεται ακόμη όρθιος, κρατώντας ένα κουτί χαρτομάντιλα, αλλά τώρα δεν θυμίζει σε τίποτα ψυχρό κι άτεγκτο επιστήμονα. Μοιάζει πιότερο με τιμωρημένο παιδάκι. Οι ώμοι του είναι καμπουριαστοί, το βλέμμα του καρφωμένο στο πάτωμα, ρυτίδες ανησυχίας χαράζουν το δέρμα ανάμεσα στα φρύδια του, θαρρείς κι έχει κάνει κάτι κακό.
Ή, πιο σωστά, θαρρείς και δεν έχει καταφέρει να αποτρέψει κάτι κακό από το να λάβει χώρα.
«Ω», αναφωνώ στ' αλήθεια έκπληκτη. Για φαντάσου, υπάρχει ενσυνείδητος υπάλληλος στο Ντέιβις Πλέις! Ποιος να το φανταζόταν!
Ξαφνικά, δεν είμαι βέβαιη για το ποιος από τους δυο μας χρειάζεται να κάνει ψυχανάλυση. Εγώ ή εκείνος; Και οι δύο δείχνουμε... χάλια.
Το βλέμμα του διασταυρώνεται με το δικό μου, βλέπει πώς τον κοιτάζω, βλέπει τι σκέφτομαι και φοράει απευθείας την μάσκα της ουδετερότητάς του. Το τιμωρημένο παιδάκι εξαφανίζεται σε νανοδευτερόλεπτα. «Εδώ», λέει, τείνοντάς μου το κουτί με τα χαρτομάντιλα. «Να, πάρε».
Δέχομαι το κουτί. «'Φχαριστώ», ψελλίζω ρουφώντας τις μύξες μου.
Ο Αρτέμης μου δίνει όσο χρόνο χρειάζομαι, ώστε να συνέλθω, κι όταν βλέπει επιτέλους την διάθεσή μου να ισορροπεί ξανά, παίρνει τον λόγο: «Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για εμένα, για τον Γκρίφιν Σέιγουορθ ή τους άλλους Αθληταράδες. Σήμερα βρισκόμαστε εδώ για να επικεντρωθούμε σε εσένα, Αντριάννα. Θα σου ζητούσα, λοιπόν, να μην παρεκκλίνεις από το θέμα μας. Μου είπες πως έπεσες θύμα βιασμού από τους προαναφερθέντες. Πότε τους γνώρισες για πρώτη φορά; Ποια θα έλεγες ότι ήταν η εντύπωση που κάνατε ο ένας στον άλλο;»
Βγάζει το καπάκι της πένας του και στρέφοντας την μυτερή γραφίδα προς την ατζέντα του, ετοιμάζεται να γράψει ότι του πω.
«Ε...», κάνω. «Ήταν στο μάθημα του κυρίου Λοκ, είχαμε Άλγεβρα. Με τον Κάι μπήκαμε στην αίθουσα και-»
«Τον Κάι Γκρίνγουντ;», ζητά διευκρίνιση.
«Ναι, τον Γκρίνγουντ. Μπήκαμε στην αίθουσα και τρεις από δαύτους μας περικύκλωσαν αρχίζοντας τα καψόνια και τις κοροϊδίες». Τίποτα από όσα λέω, μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να εκπλήσσει ιδιαίτερα τον γιατρό. «Μα τότε εμφανίστηκε ο Σέιγουορθ και σαν από μηχανής Θεός έβαλε τέλος στα πειράγματα. Μου φάνηκε τόσο καλό παιδί τότε... Μόνο αργότερα έμαθα ότι όλα αυτά ήταν σκηνοθετημένα. Η επιχείρηση των Αθληταράδων αποτελείται από τρία σκέλη. Πρώτον, ο Μαρκ, ο Πιτ κι ο Άσερ σε τραμπουκίζουν. Δεύτερον, ο Γκρίφιν σε σώζει με πειθώ και εξαπάτηση, με λαμογιές, απατή και δόλο. Οι υπόλοιποι συχνά αυτοσχεδιάζουν, αλλά ο ρόλος του Γκρίφιν δεν αλλάζει ποτέ, είναι ο γοητευτικός πρίγκιπας με την αστραφτερή πανοπλία. Πάντα μα πάντα στέλνουν εκείνον. Υποθέτω, το 'χει εύκολο το ποίημα. Στο τρίτο σκέλος, σου αποκαλύπτουν την αλήθεια: Είναι όλοι τους τα ίδια χυδαία, σεξιστικά γουρούνια, απλά με διαφορετικά πρόσωπα».
«Μάλιστα. Πότε ασέλγησαν επάνω σου;», με ρωτάει.
«Την Πέμπτη», αποκρίνομαι ξερά. «Το βράδυ. Οι τρόφιμοι κραιπάλιαζαν στους κοιτώνες, κάνοντας ένα πάρτι από αυτά που υποτίθεται πως το προσωπικό του Ιδρύματος δεν ξέρει, αλλά τα ξέρει και με το παραπάνω. Συμπτωματικά, ήμουν πάλι με τον Κάι και ήμασταν εξίσου ράκος. Έπρεπε να λύσουμε κάποια προβλήματα που λύνονταν δυσκολότερα και απ' τον γόρδιο δεσμό... Βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, ακόμη ανεπίλυτα είναι», ξεφυσάω.
«Προβλήματα;», συνοφρυώνεται. «Τι είδους προβλήματα;»
Να μωρέ, εκεί που καθόμασταν μέσα σε μια παραβιασμένη τάξη, καταπατώντας τον κανόνα της απαγόρευσης κυκλοφορίας το βράδυ, ο Κάι, η Νιβ, εγώ και δύο νεκροί ξυπνήσαμε έναν δαίμονα της Κόλασης, τον απελευθερώσαμε και τον αφήσαμε να θερίσει κόσμο.
Τελικά δεν ήταν και η πιο γαμάτη ιδέα ever...
«Βλακείες», του πετάω αόριστα. «Θα στα πω κάποια άλλη φορά».
Ο Αρτέμης το σημειώνει αυτό. Κυριολεκτικά.
«Μιας και όλα στις ζωές μας τελούσαν υπό κατάρρευση, αποφασίσαμε να περάσουμε εκείνη τη νύχτα λες και δεν υπήρχε αύριο. Ήπιαμε. Μεθύσαμε. Γελάσαμε. Αφήσαμε την μουσική να μας πάρει τα αυτιά. Κάναμε ουσίες. Φιλήσαμε-»
Με κόβει πάλι. «Άρα, λες πως ήσουν πράγματι μεθυσμένη και μαστουρωμένη το βράδυ της Πέμπ-»
Είναι η σειρά μου να τον διακόψω. «Ναι, ναι. Καλά, εντάξει. Ναι. Αλλά αυτό είναι η μόνη αλήθεια σε ότι σου είπε η αχώνευτη η Ψευτράσκι!»
«Καλώς», λέει με μεταδοτική ηπιότητα. «Μια ερώτηση ήταν μόνο. Παρακαλώ, συνέχισε».
Υπακούω. «Κάποια στιγμή έμεινα μόνη μου σε κάποιον από τους κοιτώνες και τότε με βρήκε ο Γκρίφιν. Από εκεί και πέρα ξέρεις πως πάει το πράγμα...»
«Συνεπώς, όλη η πράξη συνέβη επτά ημέρες πριν».
«Ναι».
«Πώς ένιωσες σήμερα το πρωί, όταν άνοιξες τα μάτια σου στον θάλαμο ανάρρωσης, επτά ημέρες μετά το περιστατικό; Ποια ήταν η πρώτη σκέψη σου μόλις αντίκρισες το φως της μέρας;»
Προσπαθώ να θυμηθώ. «Νομίζω πως το πρώτο πράγμα που πέρασε απ' το νου μου ήταν...»
Σκατά, είμαι ακόμα ζωντανή. Είναι ανόητο, μα τις τελευταίες μέρες, κάθε πρωί ευχόμουν να έχω πεθάνει στον ύπνο μου για να ξυπνήσω στον Παράδεισο. Αντ' αυτού άνοιγα τα μάτια μου κι αντίκριζα την μουντή, τρουλωτή οροφή του αναρρωτηρίου του Ντέιβις Πλέις.
Να το πάλι, αρχίζει εκ νέου, συλλογίστηκα ξύπνια πλέον. Αυτή η βαριά κι ασήκωτη αίσθηση, αυτό το τρομερό πλάκωμα στο στήθος μου που μου αποστερεί κάθε επιθυμία να μιλήσω ή να κινηθώ ή να αναπνεύσω, επειδή ακόμη κι η απλή διαδικασία του υπάρχειν είναι απίστευτα εξουθενωτική. Δεν θέλω να υπάρχω άλλο πια...
«Πως έχω κατάθλιψη», λέω τελικά. Μια δήλωση που δεν απέχει και τόσο από την πραγματικότητα. «Και πως ο περίγυρός μου δεν με βοηθά να μην έχω, είναι λες κι όλα με σπρώχνουν εκεί».
«Ποια όλα;»
«Το Ίδρυμα, το σύστημα, τα μέρη του συστήματος. Η διεύθυνση, οι υπάλληλοι, η Έντνα που μέσες άκρες με έσυρε ως εδώ, και πριν από αυτό, με πήγε στο δωμάτιο μου, τον κοιτώνα μου που τον βρήκα φύλλο και φτερό. Εγώ δεν τον είχα αφήσει έτσι».
«Τι βρήκες μέσα στον κοιτώνα σου;», ζητά να μάθει σημειώνοντας ακατάπαυστα.
«Το Τσέρνομπιλ μετά το πυρηνικό ατύχημα», απαντώ χολωμένη. «Κάποιοι είχαν προφανώς παραβιάσει την πόρτα και μπαίνοντας μέσα κατάστρεψαν όλα μου τα υπάρχοντα. Ανακάτωσαν τα πράγματά μου, έκοψαν τα ρούχα με σε κορδέλες λες και ήταν κομφετί, έσπασαν το τζάμι στο παράθυρό μου για να ξεπαγιάζω κάθε βράδυ και το καλύτερο δεν στο είπα ακόμη. Κατούρησαν επάνω στο κρεβάτι μου, μια χειρονομία που λογικά ξεσήκωσαν από τον Νονό».
Για τα επόμενα δευτερόλεπτα με κοιτάζει αποσβολωμένος, όχι επειδή έχω πέσει θύμα bullying κάθε είδους και μορφής. Το bullying είναι κάτι σαν αγαπημένο κοινωνικό σπορ στα μέρη μας. Αλλά διότι έχω πέσει θύμα bullying κάθε είδους και μορφής από διαφορετικούς νταήδες, μέσα σε ένα αξιοθαύμαστα μικρό διάστημα, με επιθέσεις εντυπωσιακής συχνότητας, δίχως να έχω προηγούμενα με κανέναν.
«Χρησιμοποίησες πληθυντικό», θυμάται μόλις ξεπερνά το ελαφρύ σοκ του. «Κάποιοι είχαν παραβιάσει την πόρτα. Σκέφτεσαι ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι που βανδάλισαν τον χώρο σου κατ' αυτόν τον τρόπο;»
«Φυσικά», λέω πέραν πάσης αμφιβολίας. «Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Φεύγοντας άφησαν την υπογραφή τους πίσω».
«Ορίστε;»
Ανασηκώνομαι, βυθίζω το χέρι μου στην κωλότσεπη του ξεσκισμένου τζιν μου και φέρνω τις τρανταχτές μου αποδείξεις στο φως. «Αυτό είναι το σουβενίρ που τόσο μεγαλόψυχα μου άφησαν πίσω. Θες να το δεις από πιο κοντά; Να, έλα».
Δίνω στον Αρτέμη την τσακισμένη, μισοσκισμένη φωτογραφία που μαρτυρά περίτρανα την ταυτότητα των βανδάλων. Είναι εκείνη η Χριστουγεννιάτικη φωτογραφία που κουβάλησα μαζί μου από την Νέα Υόρκη, εκείνη στην οποία η μαμά, ο μπαμπάς, η Μία κι εγώ φοράμε τα καλά μας και ποζάρουμε μπροστά από το φαντασμαγορικά στολισμένο γιορτινό τραπέζι του 2007.
(Όταν βρήκα την φωτογραφία τσαλαπατημένη στο πάτωμα του κοιτώνα μου το πρωί, το επιχρυσωμένο καδράκι της έλειπε, όπως κι η αντίκα βούρτσα μαλλιών από σκαλιστό ασήμι, όπως το πανάκριβο αντίτυπο της Βίβλου μου με το δερμάτινο εξώφυλλο, όπως κάθε τι πολύτιμο που υπήρχε στο δωμάτιο...)
Στην φωτογραφία εκείνη, αδερφή μου κι εγώ είμαστε 7 χρονών και φοράμε τα ίδια κόκκινα φορεματάκια με τις πορφυρές ρίγες, ενώ τα κεφάλια μας στολίζουν όμορφες κορδέλες δεμένες φιόγκοι. Οι ταραξίες αποφάσισαν πως αυτά τα κοστούμια δεν μας αντιπροσώπευαν. Μας ζωγράφισαν από δύο ζευγάρια κέρατα, μαστιγωτές ουρίτσες με τριγωνικές απολήξεις και δεν δίστασαν να προσθέσουν την πιασάρικη λεζάντα:
ΑΝΤΡΙΆΝΝΑ + ΜΙΑ
ΟΙ ΣΑΤΑΝΙΚΈΣ ΔΊΔΥΜΕΣ
ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΌΛΑΣΗ
«Πού πάει ο νους σου;», περιμένει να του πω. «Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο και γιατί;»
«Όπου πάει κι ο δικός σου», αντιγυρίζω. «Εάν είσαι τόσο σπουδαίος ψυχαναλυτής όσο ουρλιάζουν τα κορνιζαρισμένα σου διπλώματα και τα πτυχία σου», δείχνω με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού μου τα κάδρα που κρέμονται στον τοίχο πίσω του. «Τότε θα πρέπει να ξέρεις πως η Μπένετ και οι άλλοι λοβοτομημένοι που την κάνουν παρέα, οι Μετανοημένοι το έκαναν αυτό», με τον δείκτη μου σημαδεύω την φωτογραφία που κρατά. «Αυτό και το γκράφιτι μίσους στον τοίχο του κοιτώνα μου που βροντοφώναζε πως είμαι η ΠΌΡΝΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΏΝΑΣ».
«Έγραψε η Αυγουστίνα κάτι τέτοιο στον τοίχο σου;»
«Μην μου πεις πως σοκάρεσαι...», λέω μ' έναν χλευαστικό καγχασμό.
Χωρίς να χάσει χρόνο, περνά στην επόμενη ερώτηση. «Γιατί νομίζεις ότι ήταν εκείνη;»
«Ξέρω 'γω;», κάνω ανασηκώνοντας τους ώμους αόριστα. «Και γιατί να μην ήταν; Εξάλλου, και οι δύο μας ξέρουμε ότι είναι αμείλικτη. Πολύ... πολύ... πολύ... τρελή».
Παραδόξως, ο γιατρός δεν το αρνείται.
Σταματάω να σουλατσάρω μες στην αίθουσα, πλησιάζω τον Αρτέμη και τσιμπάω την κατεστραμμένη φωτογραφία της οικογένειας μου απ' το χέρι του. «Πες με απαισιόδοξη εάν θες, αλλά, ναι, νομίζω πως πέφτω σε κατάθλιψη. Επειδή είμαι μόλις δεκαέξι, αλλά ήδη όσο περισσότερο γνωρίζω τον κόσμο, τόσο πιο πολύ απογοητεύομαι από δαύτον».
«Καταλαβαίνω», κάνει να μου πει. «Η ζωή σου έχει αλλάξει δραματικά πολύ τελευταία, επιπλέον η αλλαγή περιβάλλοντος δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση και σαν να μην σου φτάνουν αυτά, βίωσες κάποιες εμπειρίες που καμία κοπέλα δεν θα έπρεπε ποτέ να βιώσει, αλλά...»
«Καταλαβαίνεις;», τον σταματάω δύσπιστη. «Τίποτα δεν καταλαβαίνεις κι ας είναι αυτή η δουλειά σου! Νομίζεις ότι είσαι μέρος της λύσης, μα είσαι κι εσύ μέρος του προβλήματος! Κι εσύ, κι η Έντνα, και η Πιλάρσκι, όλοι σας! Οι Αθληταράδες και οι Μετανοημένοι και κάθε ένας που προκαλεί την αδικία ή την βλέπει να συμβαίνει δίχως να κάνει το παραμικρό για να την σταματήσει».
Ώσπου να φτάσω στο τέλος του οργισμένου μου λογυδρίου, είμαι εξίσου έκπληκτη με τον εαυτό μου, όσο κι ο Αρτέμης Οκένζουα που με κοιτάζει σαν να με βλέπει τώρα για πρώτη φορά, μόλις τώρα έπειτα από δύο ώρες ψυχανάλυσης.
«Αντριάνν-»
«Όχι», του λέω απορριπτικά. «Μην πεις τίποτα άλλο. Φεύγω!»
Δίχως άλλη καθυστέρηση, κάνω μεταβολή και βάζω γοργά πλώρη για την πόρτα.
«Στάσου», τινάζεται όρθιος, τόσο απορροφημένος από την ξαφνική μεταστροφή μου που η πένα και η ατζέντα του, του πέφτουν στο πάτωμα. «Πού πηγαίνεις;», απορεί.
Προσπερνώ αποφασιστικά το κατώφλι, λέγοντας: «Να βρω το δίκιο μου, πού αλλού;»
Και κάπως έτσι, αφήνω την αίθουσα ψυχανάλυσης και τον χαμένο γιατρό πίσω μου και βγαίνω έξω. Αρχίζω να διασχίζω αποφασιστικά το προαύλιο του Ντέιβις Πλέις, αναζητώντας το μόνο άτομο που μπορεί πραγματικά να αποδώσει δικαιοσύνη εδώ.
Την Κονστάνς Ντέιβις.
Την Διευθύντρια.
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top