Κεφάλαιο 8: Την αυγή ο Θάνατος μ' επισκέπτεται με την μορφή ενός άνδρα
✖
Για τα επόμενα λεπτά δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν ακούγονται βήματα, δεν αντιλαμβάνομαι ξένες παρουσίες, δεν υπάρχουν ακατανόητοι ψίθυροι για να χαϊδεύουν τα αυτιά μου. Κι έτσι, αρχίζω πάλι να αμφιταλαντεύομαι. Πράγματι άκουσα εκείνη την φωνή; Ή όχι; Καθώς περνάει ο χρόνος η μικρή μου αμφιβολία αρχίζει να αυξάνεται, να πολλαπλασιάζεται, να μεγαλώνει, μέχρι που γίνεται μια ισχυρή πεποίθηση. Δεν υπήρξε ποτέ αυτό το παράξενο μουρμούρισμα.
Ηρεμώ.
Οι στιγμές σέρνονται στο αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις, αργοκυλάνε και συχνά μένουν εντελώς στάσιμες σαν τα αδιακύμαντα νερά μιας παγωμένης λίμνης.
Κάποτε όμως περνούν.
Και μαζί τους περνάει και η νάρκωση που έχει παραλύσει το σώμα μου.
Σταδιακά επανακτώ τον έλεγχο του κορμιού μου. Στην αρχή καταφέρνω να κινήσω τα μουδιασμένα μου άκρα, λυγίζω τα γόνατά μου, στηρίζομαι στους αγκώνες μου και στριφογυρνώ επάνω στο σκληρό, άβολο στρώμα. Τότε μένω ξαπλωμένη ανάσκελα και περιμένω τα βλέφαρά μου να ανοίξουν και να μου αποκαλύψουν ξανά το ψηλό, τρουλωτό ταβάνι. Εκείνα τρεμοπαίζουν, αλλά δεν με υπακούν. Είναι λες και κάποιος τα έχει κολλήσει μεταξύ τους με κόλλα στιγμής.
Πφφ, ξεφυσώ ανυπόμονα, και τους δίνω λίγο περισσότερο χρόνο για να λειτουργήσουν.
Μοιάζει με άθλο, μα στο τέλος καταφέρνω να ανοίξω τα μάτια μου.
Με πλημμυρίζει ατόφια ανακούφιση, αλλά η ανακούφιση δεν κρατάει για πολύ.
Ουρλιάζω με όση δύναμη έχουν τα πνευμόνια μου.
Διότι υπάρχει κάτι που αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου.
Κάτι σκοτεινό, τρομακτικό και διεστραμμένο.
Κάτι που δεν είναι ανθρώπινο.
✖
✖
Το πλάσμα είναι γαντζωμένο επάνω στο μεταλλικό κεφαλάρι του κρεβατιού μου, σαν κολυμβητής σε στάση εφόρμησης στην άκρη του βατήρα του. Οι πατούσες του στηρίζονται στα στρεβλά οριζόντια κάγκελα του ράντζου, τα χέρια του συγκρατούν τις σκουριασμένες μπάρες και το σταθεροποιούν από πάνω μου, ενώ το κεφάλι του είναι τόσο χαμηλωμένο που φτάνει πάνω από το δικό μου στο μαξιλάρι. Είμαστε ανάποδα, σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο, μα το μόνο που μπορώ να διακρίνω στα χαρακτηριστικά του είναι ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα από λευκά και μαύρα σημάδια, σαν κάρτα του Ρόρσαχ.
Στριγκλίζω ξανά, κι ετούτη την φορά το ουρλιαχτό μου είναι στριγκό κι απελπισμένο, ενώ σταδιακά βγαίνει όλο και πιο αδύναμο και ξέπνοο. Στο τέλος αντηχεί σαν ηχώ μες στο άδειο αναρρωτήριο.
Ένας επιτιμητικός καγχασμός δραπετεύει από το στέρνο του πλάσματος. «Τελείωσες;», ρωτά.
Αλλά δεν έχω τελειώσει. Ούτε κατά διάνοια.
Ξαναουρλιάζω.
Η κραυγή μου πρέπει να το ενοχλεί, διότι ξαφνικά ισιώνει την καμπουριασμένη του πλάτη, βάζει δύναμη στα πόδια του και αφήνει το κεφαλάρι. Εκτινάσσεται, πηδάει ψηλά στον αέρα και κάνοντας μια ακροβατική τούμπα προσγειώνεται στα κάγκελα που ορθώνονται στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Ολόκληρος ο σκελετός του ετοιμόρροπου ράντζου τρίζει υπό το βάρος του.
Ενστικτωδώς σηκώνομαι από την ξαπλωτή μου θέση και... ωχ, ζαλίζομαι! Το δωμάτιο σκαμπανεβάζει σαν πλοίο σε φουρτούνα. Τι ποσότητες αναλγητικών μου έχει δώσει αυτή η ανυπόφορη η Πιλάρσκι; Τέλος πάντων, το αντιπαρέρχομαι γρήγορα και φοβισμένη ζαρώνω στο επάνω μέρος του ράντζου. Μαζεύομαι, κουλουριάζομαι και φέρνω τα γόνατά μου στο στήθος μου.
Αφού οχυρωθώ πίσω από τα στραπατσαρισμένα μαξιλάρια, απομένω να κοιτάζω το πλάσμα αλαφιασμένη.
Αποσβολωμένη.
Με το ύφος του ανθρώπου που μόλις ξύπνησε και δεν είναι σίγουρος εάν αυτό που ζει είναι πραγματικότητα ή όνειρο.
Προσέχω ότι το πλάσμα δεν διαθέτει μονάχα ανθρώπινη λαλιά, αλλά και όψη.
Κι όμως, την ίδια στιγμή, κάτι πάνω του βροντοφωνάζει πως δεν είναι άνθρωπος.
Το σώμα του που είναι ψηλόλιγνο αποτελείται από σκληρούς, γραμμωμένους μυς και οξείες γωνίες, ενώ η επιδερμίδα του είναι πάλλευκη, σαν από στιλβωμένο μάρμαρο. Απροσπέλαστη και διάφανη μαζί.
Μα αυτό που φαντάζει στα αλήθεια αξιοπερίεργο δεν είναι η νεκρική του χλομάδα, αλλά τα σκοτεινά σημάδια που την συνοδεύουν. Μαύρα τατουάζ στολίζουν κάθε σπιθαμή του δέρματός του, τατουάζ που τον κάνουν να μοιάζει σαν κινούμενη ακτινογραφία. Στο ξυρισμένο του κρανίο δεν φυτρώνουν μαλλιά, αλλά ζωγραφιές που αποτυπώνουν τα εγκεφαλικά του ημισφαίρια, τα μάτια του είναι κατάμαυρα και διαπεραστικά σαν θραύσματα από όνυχα, αλλά γύρω τους σκούρο μελάνι σχεδιάζει δύο άδειες κόγχες, την ίσια, τριγωνική του μύτη την στολίζει ένα ακάλυπτο ρινικό οστό, και πάνω από τα απαλά του χείλη έχει χαραγμένη μια άψογη, ασπρόμαυρη οδοντοστοιχία. Το σώμα του είναι «ντυμένο» με τον ίδιο τρόπο: Στην βάση του λαιμού του διαγράφεται η κλείδα, λίγο πιο κάτω το στέρνο, τα θωρακικά οστά του και τα πλευρά που σχηματίζουν φωτεινές και σκοτεινές ραβδώσεις στα πλάγια του κορμού του.
Κόκαλα, μύες, τένοντες, σύνδεσμοι ξεπροβάλουν από παντού.
Μοιάζει θαρρείς και μόλις ξεπήδησε από κάποιον από τους περίτεχνους χάρτες ανατομίας που μελετούσαν οι μαθητές του Άσπεν στο μάθημα της Βιολογίας.
Εδώ, τώρα, στο πηχτό σκοτάδι που προηγείται της αυγής, απομένουμε ν' ανταλλάσουμε ένα σιωπηλό, παρατεταμένο βλέμμα, καθώς αναλύουμε ο ένας τον άλλον.
Εγώ δείχνω μικρή και τρομαγμένη σαν κουνέλι.
Το ον δείχνει χαλαρό και ατάραχο, νωχελικό και αδιάφορο.
Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσω το βαθιά σημαδεμένο πρόσωπο του, αλλά νομίζω πως όταν μιλάει ξανά, το κάνει υπομειδιώντας. «Αν σε ήξερα καλύτερα», διατυπώνει προσεκτικά τις σκέψεις του. «Θα έλεγα ότι δεν χάρηκες και πολύ που με είδες».
Ω, μα γιατί το λες αυτό; Θέλω να τον αρχίσω στις ειρωνείες, αλλά είναι λες κι έχω πιεί το αμίλητο νερό. Οι φωνητικές μου χορδές έχουν βγει νοκ-άουτ. Τώρα από το λαρύγγι μου δραπετεύει μονάχα ένας σιγανός, σφυριχτός ήχος. Γιατί, ε; Επειδή έσκουξα σαν κόρνα αυτοκινήτου με το που εμφανίστηκες; Επειδή τα έχω κάνει επάνω μου; Μήπως φταίει που έχω κολλήσει στο κεφαλάρι του κρεβατιού σαν παγιδευμένο ζώο; Ή ευθύνεται το ότι με το ζόρι συγκρατούμαι να μην σου φέρω την Βίβλο στο κεφάλι;
Α, μην τα παρερμηνεύεις. Όταν δεν κουνάω την ουρά μου, εγώ έτσι εκδηλώνω χαρά.
Με βλέπει που τα έχω τελείως χαμένα και χαμογελάει πλατιά, διασκεδάζοντας ολοφάνερα. Το χαμόγελό του με κάνει άθελά μου να σκεφτώ το Άλιεν, ξέρετε, εκείνη την τρομακτική ταινία με την Σιγκούρνι Γουίβερ κι εκείνο το εξωγήινο τέρας που καταβρόχθιζε ανθρώπους.
Ετούτο εδώ πώς να τρέφεται άραγε; αναρωτιέμαι μέσα στην παραζάλη μου. Και τι στην ευχή είναι;
Ξέρω ελάχιστα για τα όντα που φτάνουν από τον άλλο κόσμο, και αυτά τα ελάχιστα πηγάζουν από την μία και μοναδική κουβέντα που έκανε ο Μπιλ Μαρς στον Κάι κι εμένα όταν τα σκατώσαμε με την σεάνς κι απελευθερώσαμε τον δαίμονα.
Άραγε να είναι αυτός; αναρωτιέμαι σε κατάσταση συναγερμού. Ο δαίμονας;
Όχι, όχι, σώπα. Δεν είναι αυτός, δεν είναι! Απορρίπτω μεμιάς το ίδιο μου το σενάριο, επειδή είναι υπερβολικά τρομακτικό ν' αναλογίζομαι πως ένα προαιώνιο, παρασιτικό έκτρωμα της Κόλασης μ' έχει επισκεφθεί απόψε για να κλέψει την ψυχή μου. Αλλά δεν είναι μονάχα οι τυφλοί παρωπιδισμοί μου που με οδηγούν σε αυτή την άρνηση. Συμβάλλει και η κοινή λογική: Ο Μπιλ Μαρς είχε δηλώσει ότι οι δαίμονες δεν έχουν υλική υπόσταση, εκτός κι αν καταλάβουν κάποιον ζώντα. Το πλάσμα αυτό, σίγουρα δεν έχει καταλάβει εμένα, παρόλα αυτά μπορεί να πιεί το ρόφημα μου, να μετακομίσει τα υπάρχοντά μου, τα μπολ και τις κούπες μου χωρίς δυσκολία. Αν θελήσει, μπορεί ν' αλλάξει ολόκληρο το φενγκ σούι του αναρρωτηρίου με την άνεση κινέζας διακοσμήτριας. Δεν βλέπω τις σωματικές του δυνάμεις ή την υλική του υπόσταση να περιορίζεται κάπως...
Τέλος, με παρηγορεί η σκέψη πως: Εάν το πλάσμα απέναντί μου με ήθελε νεκρή ή άψυχη... θα είχε ήδη κάνει όσα ήταν να κάνει.
Όπως και με την Μία.
Τον Τζέηκ.
Την Εστέλλα.
Και πράγματι, η αφύσικη, ασπρόμαυρη μορφή που βρίσκεται απέναντί μου δεν μου επιτίθεται. Απλά τραμπαλίζεται επάνω στο κάγκελο δίνοντας χρόνο στο αξεδιάλυτο κουβάρι που είναι το μυαλό μου, ν' απορροφήσει την κατάσταση.
«Τι... τι... τι είσαι...;», καταβάλω προσπάθεια να ρωτήσω.
«Θα έλεγα καταγοητευμένος», αποκρίνεται ετοιμόλογα. «Αλλά θα ψευδόμουν, και δεν το θέλω. Η τσιρίδα που πάτησες προ ολίγου, ξέρεις, η πρώτη, ήταν εκκωφαντική και φάλτσα. Με ξεκούφανε. Επιπλέον φοράς μια άχαρη νοσοκομειακή ρόμπα, είσαι γεμάτη μώλωπες, πληγές, οπές κι επιδέσμους και έχεις να πλυθείς εδώ και μέρες». Σουφρώνει τα μουτζουρωμένα του ρουθούνια με απέχθεια. «Δείχνεις χάλια και... μυρίζεις», με ενημερώνει.
Ε, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό! Δεν με επισκέπτονται στοιχειά από το υπερπέραν απλά και μόνο για να μου τρίψουν κατάμουτρα ότι θέλω λούσιμο!
Πιάνω το κεφάλι μου με τα χέρια μου, και αφού κλείσω τα μάτια μου αρχίζω να μετράω έως το 10. «Έχω πάθει παράκρουση», αποφασίζω φωναχτά, ενώ αρχίζω να σκέφτομαι στα σοβαρά την πρόταση της Πιλάρσκι για μια επίσκεψη στον ψυχίατρο. Τι είδους αντιψυχωτικά φάρμακα θα μου δώσει, άραγε; «Δεν μπορεί να υπάρχεις», κατηγορώ το πλάσμα, πίσω από τα σφραγισμένα μου βλέφαρα. «Απλά το σκοτισμένο μου μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Είμαι κουρασμένη, αναστατωμένη, φοβισμένη και ψυχικά τραυματισμένη. Αντιδρώ παράλογα», πασχίζω να δικαιολογήσω τ' αδικαιολόγητα. «Βλέπω διάφορα... στα οποία συγκαταλέγεσαι κι εσύ». Ανοίγω το ένα μου μάτι και κρυφοκοιτάζω, ελπίζοντας πως η μακρόστενη σιλουέτα του θα έχει χαθεί.
Αντιθέτως, στέκεται εκεί σαν μπάστακας! Να πάρει!
Ανοίγω και το άλλο μάτι. «Σε φαντάζομαι, έτσι δεν είναι;», το ρωτάω, ικετεύοντας σχεδόν για μια καταφατική απάντηση. «Είσαι αποκύημα της φαντασίας μου;»
«Αχ, βρε Αντριάννα», το ον ξεφυσάει με απελπισία. Οι τετραγωνισμένοι του ώμοι πέφτουν και τα μάτια του στριφογυρίζουν ειρωνικά προς τους αιθέρες. «Ποτέ δεν είχες τόση φαντασία».
«Δη-δηλαδή», κομπιάζω. «Δεν... δεν είσαι όνειρο;»
«Όχι, αν και είμαι αρκετά ονειρεμένος, δεν είμαι;» Λέει ρητορικά και κορδώνεται σαν γύφτικο σκεπάρνι.
«Εφιαλτικός θα έλεγα», ψελλίζω μέσα από τα δόντια μου. Ελπίζω να μην το άκουσε. «Ωραία... ωραία... καλά», δεν εγκαταλείπω την προσπάθεια να το ορίσω κάπως. «Δεν σε προβάλει ο νους μου. Εί-είσαι κάτι άλλο...»
Γνέφει.
«Ο... ο Θεός;» Αυτή είναι μια ερώτηση που δεν περίμενα ποτέ να κάνω, και τώρα που το δοκιμάζω ακούγεται παράλογο. Αλλά από την άλλη... τελευταία μόνο παράλογα μου τυχαίνουν.
Ίσως να εισακούστηκαν τελικά οι προσευχές μου.
Έτσι για αλλαγή.
«Ούτε», απαντά κεφάτα. «Αν και πολλοί μας μπερδεύουν. Η ομοιότητα είναι εκπληκτική».
Δεν είναι ο Θεός.
Πας καλά;
Σιγά μην ήταν ο Θεός.
«Είσαι... άγγελος;», ξαναπροσπαθώ, βάζοντας τον πήχη λίγο χαμηλότερα.
«Τσου, καταλαβαίνω όμως γιατί το είπες αυτό. Σε παραπλανεί η αγγελική μου ομορφιά». Σηκώνει το χέρι του και κάνει να περάσει τα χλωμά του δάχτυλα μέσα από τις αγγελικά χρυσαφένιες μπούκλες που στεφανώνουν το κεφάλι του, όταν ξαφνικά θυμάται ότι δεν έχει μπούκλες. Δεν έχει καν μαλλιά, μονάχα ένα γυμνό σκαλπ που γυαλίζει σαν αβγό.
Κατεβάζει το χέρι του και περιμένει την επόμενη, ατυχή μαντεψιά μου.
«Σε παρακαλώ», βογκάω. «Πες μου ότι δεν είσαι ο Διάβολος».
Η αλήθεια είναι πως με την σκελετόμορφη όψη του, δείχνει αρκετά διαβολικός.
Σαν νεκραναστημένος.
Σφίγγω ένα μαξιλάρι επάνω στον κόρφο μου, σαν να θέλω να κρύψω την καρδιά και την ψυχή μου για να μην τις παρασύρει στην Κόλαση, και περιμένω εναγωνίως την απάντηση.
Άντε ντε!
Απάντα!
«Με αδικείς», γουργουρίζει λυπημένα. «Όχι και Εωσφόρος».
Ω, ξαναέφαγα άκυρο; Πάλι καλά. «Μπας και είσαι εξωγήινος;», πετάω άστοχα, προσπαθώντας παράλληλα να διώξω την αποχαύνωση μου.
«Ε, να!» ξεσπάει και μου χώνει ένα γερό φάσκελο για να συνέλθω. «Πάρ' τα να μη στα χρωστάω».
Αφού εκτονώνει την αγανάκτησή του κατ' αυτόν τον τρόπο, αποφασίζει να επιστρέψει στο μονοπάτι της ευπρέπειας. Ισιώνει την πλάτη και τους ώμους του, ανασκουμπώνεται σηκώνοντας στην μέση του το μαύρο τζιν παντελόνι του (είναι το μόνο ρούχο που φοράει), και καθαρίζει τον λαιμό του.
Έπειτα παίρνει τον λόγο και μου εξηγεί. «Είμαι το φάντασμα ενός αγοριού που την μια στιγμή υπήρξε και την επόμενη πέρασε στην ανυπαρξία».
Στάσου, είπε ότι είναι φάντασμα;
Στο μυαλό μου συρρέουν ξαφνικά οι πληροφορίες με τις οποίες με προμήθευσε ο Μαρς για τα αυτά τα πλάσματα.
Τα φαντάσματα είναι πνεύματα νεκρών ανθρώπων, ψυχές που δεν μπόρεσαν να περάσουν απέναντι, στον άλλο κόσμο επειδή έχουν εκκρεμείς υποθέσεις στον κόσμο των ζωντανών.
Τι είδους εκκρεμείς υποθέσεις;, με θυμάμαι να ρωτώ τον Μπιλ.
Κάτι που άφησαν μισοτελειωμένο, όταν πέθαναν, μου είχε υποδείξει. Μια πανίσχυρη κατάρα, μια χαμένη αγάπη, μια κατεστραμμένη μοίρα...
Προκειμένου να ολοκληρώσουν τον σκοπό τους και να ελευθερωθούν, στρέφονται για βοήθεια στους ζωντανούς. Επικοινωνούν μαζί τους.
Ώστε για αυτό μου φανερώθηκε ετούτο εδώ;
Χρειάζεται την βοήθεια μου; Την δική μου βοήθεια; Γιατί; Εγώ δεν έχω βοηθήσει ή σώσει ποτέ κανέναν. Από πού κι ως πού περιμένει να γίνω ο λοστός που θα το βγάλει από το κελί του;
«Είσαι νεκρός, λοιπόν», συνοψίζω κι ακούγομαι τόσο ήρεμη, λες και δεν συνειδητοποιώ τον σουρεαλισμό της κατάστασης. Έχω πιάσει ψιλή κουβέντα με κάποιον που είναι θαμμένος κάτω από το χώμα.
«Ολίγον τι», παραδέχεται με ένα ανέμελο ανασήκωμα των ώμων του. «Ναι».
«Και ποιος είσαι; Πώς πέθανες; Πότε;», αρχίζω να ξεθαρρεύω σιγά σιγά και να εκτοξεύω μια μια τις ερωτήσεις μου, αναζητώντας μια σύνδεση ανάμεσα σε εμένα και το φάντασμα που έχω απέναντί μου.
«Το όνομά μου είναι Ζεέρνεμποχ», λέει.
Δεν κρατιέμαι. «Χωρίς παρεξήγηση», κάνω. «Τι σόι όνομα είναι αυτό;»
«Ω, το Ζεέρνεμποχ;», ακούγεται έκπληκτος. Σαν να μην του έχουν ξανακάνει παρατήρηση για το περίεργο όνομά του, σαν να είναι το πιο φυσιολογικό όνομα του κόσμου.
«Είναι γερμανικό», αποκρίνεται. «Για να σε διευκολύνω, όμως, μπορείς να με λες Ζίρο».
«Ζίρο», επαναλαμβάνω δοκιμάζοντας το υποκοριστικό του. Δεν είναι ούτε κατά διάνοια πιο νορμάλ. «Τι λες να σε φωνάζω Νικ ή Τζον ή Μάικ;».
«Λυπάμαι, όχι», αρνείται ευγενικά.
«Εντάξει», συμβιβάζομαι. «Ζίρο». Ανακάθομαι στην θέση μου, ανάμεσα στα χιλιοπατημένα μαξιλάρια μ' έναν μορφασμό πόνου. Τα κόκαλά μου τρίζουν σαν να έχει περάσει μια μπουλντόζα από πάνω τους. «Γιατί ήρθες εδώ; Τι μπορώ να κάνω για εσένα;»
Γέρνει το ασπρόμαυρο κεφάλι του στο πλάι και υιοθετεί ένα βαθιά συλλογισμένο ύφος. «Λίγα πράγματα», αποφασίζει στο τέλος. «Αλλά εγώ μπορώ να κάνω πολλά για εσένα».
Ο Κάσπερ το φαντασματάκι μου προσφέρει τις υπηρεσίες του;
Χμμ, αυτό ακούγεται ενδιαφέρον. Αλλά γιατί εγώ δεν μπορώ να του προσφέρω τις δικές μου;
«Γιατί;», επιμένω.
«Η δική μου ιστορία έχει ήδη λήξει άδοξα», αποκρίνεται. «Η δική σου ακόμα διαδραματίζεται».
«Και ποια είναι η ιστορία σου;», πραγματικά μου έχει κινήσει την περιέργεια.
Ο Ζίρο στέκεται στην άκρη του ράντζου με το κεφάλι του να γέρνει ελάχιστα πίσω. Τα μάτια του μοιάζουν απύθμενα, γεμάτα παράξενες αντανακλάσεις. «Όχι», διαφωνεί. «Δεν θα ανοίξω τόσο γρήγορα τα χαρτιά μου. Αν θες την ιστορία μου, θέλω κι εγώ την δική σου σε αντάλλαγμα».
Με κοιτάζει με προσμονή.
Τι τον νοιάζει το δικό μου παρελθόν;, απορώ νιώθοντας το πρώτο τσίμπημα της καχυποψίας. Τι τον κόφτουν οι δικές μου οι σκοτούρες; Είναι φως φανάρι ότι έχει δικά του προβλήματα να λύσει, γιατί θέλει να ασχοληθεί και με ξένα;
«Το θυμάσαι ότι εσύ ήρθες σε εμένα κι όχι εγώ σε εσένα, έτσι;», τον τσιγκλάω. «Εσύ ήσουν που ήθελες να μου μιλήσεις, να μου κεντρίσεις την περιέργεια. Συνεπώς εάν κάποιος χρωστάει κάτι σε ετούτη την συζήτηση, τότε αυτός είσαι εσύ, όχι εγώ». Σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος και παίρνω αμυντική στάση.
«Αυτό αληθεύει», ομολογεί. «Αλλά είμαι η πρώτη σου υπερφυσική γνωριμία. Πράγμα που σημαίνει ότι ήδη σου έχω κεντρίσει την περιέργεια. Δεν θες να σε παρατήσω και να φύγω. Θέλεις να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς. Κι αυτό τοποθετεί εμένα στην προνομιακή θέση». Προσπαθεί να το κρύψει αλλά είναι λίγο –τόσο δα!- αυτάρεσκος. «Πρέπει να παίξεις με τους δικούς μου κανόνες».
Βρε το ψόφιο, εκβιαστικό κάθαρμα. Ξέρει πολύ καλά που πατάει και που βρίσκεται.
«Καλά...», λέω κατσουφιάζοντας. Κι από εκεί και πέρα αρχίζω να του διηγούμαι για τη ζωή μου, τα ξαφνικά της ανεβοκατεβάσματα κι όλα τα ορόσημα της.
Ξεκινώ με τα γεγονότα της δωδεκάτης Ιουλίου. Τον χαμό της αδερφής μου. Τις δράσεις και αντιδράσεις των γονιών μου. Το Ίδρυμα. Την συνάντηση μου με τον Κάι. Την σεάνς και τον δαίμονα. Την μοίρα που γνώρισαν ο Τζέηκ και η Εστέλλα. Τους Μαρς. Το πάρτι. Το υπόγειο. Τον Γκρίφιν και τους Αθληταράδες...
«Και κάπως έτσι», μέχρι να τελειώσω η φωνή μου εκφράζει κατήφεια. «Οδηγήθηκα στο αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις, όπου οι μόνες μου ασχολίες είναι να τσακώνομαι με την ανεύθυνη νοσοκόμα μου και να οικτίρω τον εαυτό μου με τις ώρες».
Γέρνω προς τα πίσω, ενώνοντας την πλάτη μου με την μεταλλική πλάτη του ράντζου και αφού βολευτώ του δίνω τον λόγο. «Σειρά σου τώρα», τον παρακινώ.
«Πολύ καλά», συναινεί. «Τίμησες το δικό σου μέρος της συμφωνίας μιλώντας μου για την ζωή της Αντριάννα Βάλενταϊν, και τώρα θα τιμήσω κι εγώ το δικό μου μερίδιο, εξιστορώντας σου τα πάντα για την ζωή και τον θάνατο του Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ. Ένα πράγμα θα σου ζητήσω μόνο εν τω μεταξύ: Πάψε να με κοιτάζεις με αυτό το ύφος».
«Ποιο ύφος;», βλεφαρίζω ανήξερη.
«Το ύφος κάποιου που έχει εμπρός του ένα αποτυχημένο πείραμα του Δόκτωρ Φρανκενστάιν», μου απαντά ήπια. «Ξέρω ότι δείχνω παράξενος, απόκοσμος, τερατώδης... Δεν πρέπει όμως να ξεχνάς ότι σε αυτόν τον κόσμο γεννιούνται συχνά τέρατα που προέρχονται από ανθρώπινους γονείς».
«Συγγνώμη», λέω μετανιωμένα. «Έχεις δίκιο». Παύω να τον κοιτάζω με το νοσηρό ενδιαφέρον με το οποίο κοιτάζουν οι περαστικοί τα τροχαία δυστυχήματα στον δρόμο, και προσπαθώ να θυμάμαι ότι αυτό το πλάσμα που μου μιλά, υπήρξε άνθρωπος κάποτε.
Ένα κανονικό αγόρι.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν», λέει εισαγωγικά. «Η οικογένειά μου, οι Βάλχοφ ήταν μια εκ των πιο αγαπητών και σεβάσμιων στην γειτονιά μας. Για την καλή μας εικόνα στον έξω κόσμο, τα εύσημα θα πρέπει να τα αποδώσω στον πατέρα μου. Σαν στρατιωτικός που ήταν ενέπνεε δέος, θαυμασμό, υπακοή, κανείς δεν του πήγαινε κόντρα κι αυτό οι γύρω του το λάτρευαν. Εγώ το απεχθανόμουν. Ήταν σαν να είχε δύο πρόσωπα: Το πρόσωπο του στιβαρού οικογενειάρχη που έβγαζε στους ξένους, και το πρόσωπο του αυταρχικού φασίστα που είχε για την γυναίκα και τον γιό του. Είχε μετατρέψει το σπίτι μας σε στρατόπεδο, είχε κάνει τον τρόπο ζωής μας ασκητικό, είχε φτιάξει το δικό του λεξικό στο οποίο η στρατιωτική αυστηρότητα ισοδυναμούσε με την οικογενειακή θαλπωρή», αναπολεί με πικρία. «Και η κατάσταση όλο κι επιδεινωνόταν καθώς έμπαινα στην εφηβεία. Ήθελε να έχει λόγο σε ότι με αφορούσε: τα ρούχα μου, τα παπούτσια μου, το χτένισμά μου, την μουσική που άκουγα... όλα έπρεπε να περνάνε από την έγκρισή του. Σε εκείνον το να με βομβαρδίζει με διαταγές φαινόταν... δεδομένο. Έτσι έκανε με όλους μια ζωή, ακόμη και με την μητέρα μου. Αλλά για εμένα αυτό το δικτατορικό καθεστώς ήταν... ήταν...», πασχίζει να βρει την κατάλληλη λέξη, ώσπου τελικά συμβιβάζεται με το: «Παπαριές!»
Το πρόσωπό του είναι απόμακρο, ανερμήνευτο, καθώς ξετυλίγει το παρελθόν του για εμένα, και μπορώ να πω ότι είναι σχεδόν τέλειος στο να κρύβει την θλίψη, την απογοήτευσή και την οργή που θρέφει για τους γονείς του. Τα μόνα πράγματα που τον προδίδουν είναι η τελευταία λέξη που ξεστόμισε και η ένταση στο κορμί του, η οποία έχει συσσωρευτεί όλη στην γροθιά του που κρατάει σφιχτά τα κάγκελα του κρεβατιού. Τα σφίγγει τόσο δυνατά που οι κλειδώσεις των δαχτύλων του ασπρίζουν, κάτω από τα τατουάζ.
«Και η ζωή στο Ντιτρόιτ κυλούσε ομαλά κι ονειρεμένα για πολλά χρόνια», συνεχίζει χολωμένα. «Με τον κύριο Βάλχοφ να καμώνεται τον ήρωα, αναθρέφοντας παράλληλα έναν γιο με κατεστραμμένο, σημαδεμένο ψυχισμό και μια σύζυγο που φοβόταν ακόμη και την σκιά της».
Σε καταλαβαίνω, θέλω να του πω. Και εγώ προέρχομαι από ένα φαινομενικά τέλειο σπιτικό με σάπια θεμέλια.
«Όταν έγινα δεκάξι οι Αμπρόουζ μετακόμισαν στην γειτονιά μας», συνεχίζει την αφήγησή του. «Και ως παλαιών αρχών, συντηρητική, πατριαρχική οικογένεια ταίριαξαν αμέσως με την δική μας. Συχνές, εβδομαδιαίες επισκέψεις, αγώνες χόκεϋ, σαββατιάτικα δείπνα και Κυριακές στην εκκλησία. Μέσα σε σύντομο διάστημα οι Βάλχοφ και οι Αμπρόουζ είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι, εε, και αφού τους έτρωγα τόσο συχνά στην μάπα, ήταν αναπόφευκτο να προσέξω και τον γιό τους, τον Τζον. Το αναπάντεχο, όμως, ήταν ότι κι ο Τζον πρόσεξε εμένα». Η φωνή του χαμηλώνει ελαφρώς και η ματιά του είναι λες και ξαφνικά έχει στραφεί μέσα του, σε κάποιον προσωπικό χώρο. «Στην αρχή γίναμε καλοί φίλοι συνειδητοποιώντας πόσα πολλά μας ένωναν: τα καταπιεσμένα παιδικά χρόνια, η αηδία για το μπρόκολο, η μόνιμη υποταγή στους κανόνες, η αγάπη για τους Black Sabbath και τους Nirvana, η αυστηρή πατρική φιγούρα που επισκίαζε τρομακτικά πολύ την ισχνή μητρική φιγούρα στο βάθος, κι αυτή η άσβεστη ανάγκη για λίγη επανάσταση, για λίγη ελευθερία...».
Όσο περνάει η ώρα τόσο περισσότερο συνηθίζω την παράξενη θωριά του που θυμίζει τον Τζακ Σκέλινγκτον από τον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη του Τιμ Μπάρτον. Το μελανό κρανίο που στολίζει το κεφάλι του, οι άδειες κόγχες που περιβάλλουν τα μάτια του, τα σκελετένια ζυγωματικά του δεν με τρομάζουν πια...
Είναι σαν να μην τον βλέπω πλέον, μόνο να τον αισθάνομαι. Και η αίσθηση που μου βγάζει ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ είναι ασύγκριτη.
Καθώς μιλάει, η φωνή του είναι χαμηλή, τρυφερή και θλιμμένη σαν τραγικού ποιητή. Και υπάρχει κάτι επάνω του, κάτι που είναι βασανισμένο, μελαγχολικό και τρομερά, τρομερά μοναχικό...
Περιμένω με αγωνία την συνέχεια της ιστορίας του, ελπίζοντας ότι κάποιος, κάπου, κάποτε έβαλε τέλος στην στοιχειωτική ερημιά της ύπαρξής του.
Και πράγματι, έτσι έγινε.
Ο Ζίρο κι ο Τζον ερωτεύτηκαν.
«Στην αρχή όλα ήταν υπέροχα», συλλογίζεται. «Καρδιοχτύπια, κρυφά ραντεβού, φιλιά, ραβασάκια, μηνύματα στις δύο το πρωί, ακόμα και κλαματάκια που και που...»
Σε αυτό το σημείο, ο Ζίρο αποτραβά το βλέμμα του από το δικό μου και γυρίζει αλλού το κεφάλι του. Για να κρύψει ένα χαμόγελο νοσταλγίας; Για να μη δω μια γκριμάτσα πόνου για όσα ακολούθησαν; Και τώρα που το σκέφτομαι, τι ακολούθησε;
Όταν ξαναγυρίζει, το μόνο που βλέπω είναι ένα έντονο βλέμμα, που κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται. «Μετά όμως μας ανακάλυψαν οι δικοί μας», λέει.
Ωχ, όχι! Αυτό με βρίσκει απροετοίμαστη και τον κοιτάζω με λαχτάρα.
Και; Και τι έγινε; Τι σας έκαναν;
«Γνωστό ότι σε κάθε δράση υπάρχει και μια αντίδραση, κι η αντίδραση του πατέρα μου δεν ήταν και η πιο κόσμια. Με έδερνε, με έβριζε, μου φώναζε για μέρες πόσο κατάπτυστος κι αποκαρδιωτικός απόγονος του ήμουν. Τι θα πει ο κόσμος όταν μάθει πως ο γιός των Βάλχοφ είναι κουνιστός; με ρωτούσε λες και έδινα δεκάρα τσακιστή για το τι θα σκεφτεί ο κόσμος», μουρμουρίζει βαρύθυμα. «Παιδί μου, άσε μας να σε βοηθήσουμε, να σε καθοδηγήσουμε και να σε επαναφέρουμε στον ίσιο δρόμο, με ικέτευε η μητέρα μου λες και η ομοφυλοφιλία μου ήταν μια κλασική περίπτωση βλάβης σαν εκείνες που πάθαινε το πλυντήριο πιάτων. Παράτα με, της φώναξα μια μέρα. Δεν θα ξανασκύψω το κεφάλι μου, δεν θα ξαναυποταχθώ στις επιταγές του. Ποτέ! Δεν είναι ζωή αυτή. Είναι αρρώστια. Δεν θα γίνω σαν εσένα», η φωνή του Ζίρο παραμένει ήπια, αδιακύμαντη, τα λόγια του, ωστόσο, χρωματίζονται από μια απίστευτη ένταση. «Έφυγα από το σπίτι και ο Τζον με ακολούθησε. Με τα λεφτά που είχαμε, κλείσαμε δύο εισιτήρια και πετάξαμε ως το Βέρμοντ. Αυτό ήταν! Πραγματοποιούσαμε επιτέλους το όνειρό μας, ξεκινούσαμε την δική μας επανάσταση, βιώναμε τον έρωτα, ζούσαμε την πιο βαθιά, την πιο αληθινή ελευθερία».
Χαμογελάω ονειροπόλα.
Ο Ζίρο το προσέχει. «Τι γλυκό;», μαντεύει τις σκέψεις μου. «Θυμίζει κάτι από παραμύθι έτσι δεν είναι;»
«Έτσι είναι».
«Αναλογίσου, όμως, πως ποτέ κανείς δεν μαθαίνει στα ελαφρόμυαλα, αφελή παιδιά τι συμβαίνει όταν τα παραμύθια τελειώνουν. Τι παίζει μετά το φαιδρό, ιλαρό, ευτυχισμένο τέλος; Θα σου πω εγώ. Τουλάχιστον για τους ήρωες αυτής της ιστορίας. Μέσα σε λίγους μήνες τα δύο αγόρια ξέμειναν από λεφτά κι άρχισαν να πηγαινοέρχονται στο Βέρμοντ σαν παρίες, ζητιάνοι, πορτοφολάδες και μικροκομπιναδόροι. Μέχρι που κάτι στράβωσε σε ένα ξάφρισμα που έκαναν και τους μπουζούριασαν. Και κάπως έτσι ο Βάλχοφ και ο Αμπρόουζ βρέθηκαν από το Γουέστμορ του Βέρμοντ στην Ονάουα του Μέιν και το Ντέιβις Πλέις».
Να τα μας!
«Δεν προσαρμόστηκα εύκολα σε ετούτο το μέρος», παραδέχεται. «Ήμουν... μαλθακός, άβγαλτος, αδύναμος. Πολύ γρήγορα κατέληξα στο στόχαστρο διαφόρων ομάδων, όπως των Μετανοημένων. Τους ξέρεις τους Μετανοημένους;», με ρωτά αποθαρρημένος.
«Φυσικά...», ψελλίζω. «Είναι η ομάδα της Μπένετ».
«Σωστά. Της Αυγουστίνα Μπένετ», νεύει. «Βλέπω ότι είχες την ατυχία να την γνωρίσεις αυτοπροσώπως. Τέλος πάντων, στους Μετανοημένους και την ζαβή αρχηγό τους δεν αρέσουν οι γκέι».
«Δεν νομίζω ότι τους αρέσουν οι άνθρωποι γενικά», αντιλέγω. «Γκέι ή στρέιτ».
«Έκαναν την ζωή μου εδώ σωστό βασανιστήριο. Ήταν σαν να είχα ανταλλάξει έναν δυνάστη με έναν άλλον. Όπου κι αν πήγαινα, συναντούσα καυγάδες, καψόνια, κοροϊδίες... Και τότε ήταν που αποφάσισα να κάνω όλα αυτά τα τατουάζ». Τεντώνεται αφήνοντάς με να τον δω καλύτερα. Είναι σαν ένας ανθρώπινος καμβάς, γεμάτος πινελιές, σχέδια και σκοτεινά μοτίβα.
«Δε-δεν καταλαβαίνω...», τον κοιτάζω συνοφρυωμένη. «Πώς τα τατουάζ έβαλαν φρένο στους μπελάδες σου;»
«Πολύ αποτελεσματικά», απαντά λιτά. «Μπορεί να μην το ξέρεις, αλλά στην αρχαία Ελλάδα, οι πολεμιστές στόλιζαν τις ασπίδες τους με τρομακτικά σχέδια για να γεννούν φόβο στις ψυχές των εχθρών τους και να τους τρέπουν σε φυγή. Κύκλωπες και Γίγαντες, Θεοί και Τιτάνες, οι αστραπές του Διός, τα άλογα του Άρη, οι Αμαζόνες ήταν κάποια από τα πιο συνηθισμένα μοτίβα. Ξεσήκωσα την ιδέα από εκείνους. Έπειτα πήγα και βρήκα μια φίλη του Τζον, την Μαίρη Μπρίντλοβ, μια γκόθικ τύπισσα που είχε δουλέψει σε τατουατζίδικο και της εξήγησα. Είχα αποφασίσει πως θα έφτιαχνα κι εγώ την δική μου ασπίδα, την πανοπλία μου με την οποία θα μπορούσα να κρατώ τους εχθρούς μου σε απόσταση. Και πέτυχε. Πριν από τα σημάδια, έστεκα ανεπαρκής, με όλες μου τις ελλείψεις απέναντί στους πιο κακοήθεις τροφίμους του Ιδρύματος. Βορά όρνεων. Αλλά μετά τα σημάδια κανείς δεν πλησίαζε το παράξενο, μοναχικό παιδί με το ξυρισμένο κεφάλι, το βαθουλωμένο βλέμμα, και την όψη του Θανάτου».
«Κι ο Τζον;», τον ρωτώ. «Ο Τζον Αμπρόουζ;»
Τον θυμάμαι τον Τζον, όπως και την Μπρίντλοβ. Άργησα να το συνειδητοποιήσω, αλλά τώρα ανακαλώ ότι τους γνώρισα στο πάρτι, παίξαμε Beer Pong και την Ρουλέτα του Ντέιβις μαζί.
«Ο Τζον εξαιρείτο», τον δικαιολογεί. «Τουλάχιστον τον περισσότερο καιρό. Διότι υπήρχαν κι εκείνες οι φορές που αισθανόμουν λες και απομακρυνόταν ακόμη κι αυτός... Ο Τζον ενσωματώθηκε ευκολότερα στο Ίδρυμα, έκανε νέους φίλους, παρέες που δεν είχαν προλάβει να χάσουν το ενδιαφέρον του...».
«Το έχασες εσύ;», υποθέτω. Ελπίζω να κάνω λάθος. Δεν θέλω να ακούσω ότι ο Τζον εγκατέλειψε τον Ζίρο. Δεν θέλω να μάθω πως ο Ζίρο έμεινε πάλι μόνος κι παραμελημένος, παραιτημένος από κάθε ελπίδα.
Όχι επειδή τον συμπαθώ τόσο πολύ, ώστε να τον υποστηρίζω. Όχι, επειδή τον λυπάμαι, ούτε τον ευσπλαχνίζομαι... Έχω όμως αρχίσει να ταυτίζομαι μαζί του, και με το θλιμμένο αγόρι της ιστορίας του.
Ο Ζεέρνεμποχ κι η Αντριάννα δεν είναι και τόσο διαφορετικοί...
«Έτσι νόμιζα», ψιθυρίζει αδύναμα. Καθώς στέκεται επάνω στα κάγκελα του ράντζου, δείχνει άχρωμος και ημιδιάφανος σαν προβολή, τρεμουλιάζει και νομίζω πως θα εξαφανιστεί... αλλά μένει.
Κάπου μέσα μου εύχομαι να μπορούσα να τον αγγίξω, να τον χαϊδέψω, να τον παρηγορήσω... Εντούτοις, πνίγω την παρόρμηση να τον αγκαλιάσω.
Τον αφήνω να συνεχίσει απερίσπαστος.
«Στην σχέση μας, ο Τζον ήταν ο γοητευτικός, ο τολμηρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, ενώ εγώ ήμουν ο ανασφαλής, ο ζηλιάρης, αυτός που νόμιζε ότι έδινε περισσότερη αγάπη από όση λάμβανε. Και ξέρεις πως αντιδρούν οι ερωτευμένοι όταν νομίζουν πως αδικούνται, ηλίθια. Έτσι κι εγώ δεν άργησα να κάνω την ανοησία μου».
Νιώθω την καρδιά μου τόσο σφιγμένη, σαν να είχε γίνει ένα μικροσκοπικό καρύδι, μέσα στο στήθος μου. Τι έκανες, Ζίρο;
«Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας τύπος στο Ντέιβις», μου διηγείται. «Έξυπνος, ελκυστικός, χαρισματικός. Ένα βράδυ που τσακώθηκα με τον Τζον, εκείνος με προσέγγισε, μου μίλησε, μου έδειξε ότι με καταλάβαινε... του ανοίχτηκα. Αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιο του κι έτσι βγήκαμε στους διαδρόμους του Ντέιβις κι αρχίσαμε να προχωράμε...».
Το πρόσωπό του Ζίρο σκοτεινιάζει, κι εγώ τον παρακολουθώ βουβή, σαστισμένη, νιώθοντας όλο το σώμα μου να μουδιάζει με κάθε του πρόταση...
Την ξέρω αυτήν την ιστορία!
«Φυσικά, δεν καταλήξαμε στον κοιτώνα του, αλλά σε ένα βρωμερό υπόγειο, όπου μας περίμεναν άλλοι τρεις τύποι που έμοιαζαν σαν να έπαιρναν αναβολικά, μεγαλόσωμοι και δυνατοί σαν κινητά βουνά από μυς. Τότε μόνο αντιλήφθηκα πόσο οικτρά είχα γελαστεί. Δεν ξέρω τι μου πέρασε από το νου και σκέφτηκα ότι αυτός ο τύπος ήθελε από εμένα κάτι πέρα από την ταπείνωση μου». Διατυπώνει την ερώτηση μ' ένα άκεφο γέλιο, που σου ραγίζει την καρδιά. «Διότι με ταπείνωσε, πολύ άσχημα. Με την συνδρομή των φίλων του με κράτησε κάτω σε ένα κατεστραμμένο κρεβάτι και έκανε πράγματα στο μυαλό και το σώμα μου, πράγματα που με έκαναν να αισθάνομαι τόσο μεγάλη αυτοαπέχθεια λες και ήμουν το πιο τιποτένιο απόβρασμα από όλα τα αποβράσματα στην επιφάνεια αυτής της γης».
Σταμάτα, θέλω να του πω, σταμάτα. Δεν μπορώ να ακούσω περισσότερα, δεν αντέχω να ακούσω περισσότερα.
«Και δεν αρκέστηκαν εκεί», εξακολουθεί. «Όταν τελείωσαν μαζί μου είχα μια σπονδυλική στήλη σπασμένη σε τρία διαφορετικά σημεία, μια τσακισμένη ραχοκοκαλιά από την οποία ξεχυνόταν ο νωτιαίος μυελός μου. Με παράτησαν εκεί κάτω. Πέρασαν ώρες, πέρασαν μέρες ώσπου να πεθάνω... Δεν ήταν καθόλου σπλαχνικό».
Αργά ο Ζίρο σηκώνεται όρθιος, βυθίζει τα γυμνά του πέλματα στο στρώμα και στέκεται από πάνω μου. «Το όνομα του δολοφόνου μου είναι Γκρίφιν Σέιγουορθ», μου αποκαλύπτει. «Κι είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ απόψε».
Το μυαλό μου έχει μουδιάσει. Ένα ρίγος διατρέχει όλο το σώμα μου, παραλύοντας τα χέρια, τα πόδια, το μυαλό μου...
Τόσο από την δήλωσή αυτή.
Όσο κι από το ότι το νεκρό αγόρι έρχεται όλο και πιο κοντά μου, ώσπου...
Ο Ζίρο γονατίζει μπροστά μου, κάνοντας το στρώμα να βουλιάζει σε έναν μικρό κρατήρα. «Κοίτα με, Αντριάννα», προστάζει. «Κοίταξε με και δες ποιος είμαι πραγματικά. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»
Το πρόσωπό του πλησιάζει το δικό μου, τόσο που μπορώ να αισθανθώ την ανάσα του πάνω μου.
Υπακούω. Τον κοιτάζω, και βλέπω τα σκούρα του μάτια, που καίνε σαν φλογισμένα κάρβουνα. «Ξέρεις ποιος είμαι», ψιθυρίζει. «Είμαι εσύ. Έχω βρεθεί στην θέση που βρέθηκες και ξέρω πως τελειώνει όλο αυτό».
Έχει ήδη τελειώσει, θέλω να πιστεύω.
Είναι όμως ξεκάθαρο ότι ο Ζεέρνεμποχ δεν συμμερίζεται την άποψή μου.
«Οι Αθληταράδες χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία και κάθε μέσον διαθέσιμο σε αυτούς για να θρέψουν τας ορέξεις τους. Χτυπάνε, βιάζουν, τσακίζουν, σκοτώνουν. Είναι ένοχοι φρικτών και ακατανόμαστων πράξεων. Πίστεψέ με όταν σου το λέω αυτό, επειδή μιλάω εμπειρικά. Νομίζεις ότι η ματωμένη βλέννα που άφησαν ανάμεσα στα πόδια σου σηματοδοτεί το τέλος της κακοποίησης, αλλά δεν σηματοδοτεί αυτό. Σηματοδοτεί την αρχή της. Τους ξέρω. Δεν θα σταματήσουν να πληγώνουν εσένα και τα υπόλοιπα θύματα, μέχρι να σκοτώσουν κάθε ψήγμα αθωότητας σε ακτίνα χιλιομέτρου».
«Γιατί;», κλαψουρίζω.
«Γιατί τέτοιοι είναι και τέτοια κάνουν», απαντά πεισμωμένα. «Τίποτα καλό δεν είναι ασφαλές, όσο εκείνοι είναι ζωντανοί. Και για αυτό πρέπει να πεθάνουν».
«Με την ευχή μου», πετάω κακιωμένα.
Ο Ζίρο ρουθουνίζει περιφρονητικά. «Η ευχή σου δεν αρκεί», μου λέει. «Πρέπει να δράσεις».
Ακολουθώ το νήμα της σκέψης του και το βλέπω να καταλήγει σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος. «Ώστε δεν είσαι εδώ απλά και μόνο για να υποβάλλεις τα συλλυπητήρια σου», τινάζομαι σαν ελατήριο. «Θέλεις να τους σκοτώσω!»
«Όχι», λέει μ' έναν καγχασμό. «Εσύ το θέλεις, μόνο που δεν το ξέρεις ακόμα. Και παρόλο που δεν είναι η δουλειά μου να κάνω την καρδιά σου χίλια κομμάτια, είναι υπόθεση χρόνου μέχρι να ανακαλύψεις πόσο επισφαλής εξακολουθεί να είναι η θέση σου. Κινδυνεύεις, Αντριάννα. Και το γνωρίζεις. Το νιώθεις στο στομάχι σου. Το μυρίζεις στις νύχτες. Η ζωή σου είτε θα τελειώσει με έναν φόνο, είτε θα ξεκινήσει με αυτόν. Απλά πρέπει να αποφασίσεις εάν η κηδεία θα είναι δική σου ή δική τους», προειδοποιεί. «Είναι αναπόφευκτο και το να σκέφτεσαι ότι μπορείς να γλιτώσεις από ετούτη την μοίρα που είναι ήδη προδιαγεγραμμένη, είναι... τουλάχιστον απατηλό», γέρνει πάλι προς το μέρος μου, καθώς τα μάτια του σμίγουν σε δύο μικρές, μαύρες σχισμές. «Κανείς δεν γλίτωσε».
Τα λόγια του είναι θαρρείς και στάζουν παγερό δηλητήριο στην καρδιά μου. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω απ' το κορμί μου σε μια προσπάθεια να σταματήσω να τρέμω. Προσπαθώ να οχυρωθώ, να υψώσω ένα αδιαπέραστο τοίχος ανάμεσα σε εμένα και τις λέξεις που ξεστομίζει, αλλά είναι ακατόρθωτο. Με κάποιον τρόπο εκείνες καταφέρνουν να με φτάσουν, τρυπώνουν κάτω από το δέρμα μου και φωλιάζουν εκεί. Κανείς δεν γλίτωσε.
«Κ-και τι... τι πρέπει... να κάνω;», τον ρωτάω χαμένη, διστακτική, αβέβαιη.
Το ύφος του αλλάζει και τώρα μοιάζει να με κοιτά λέγοντας: Επιτέλους, αυτή την αναθεματισμένη ερώτηση προσμένω ολάκερη την νύχτα!
«Αρχικά, πάψε να θεωρείς τα όσα έλαβαν χώρα σ' εκείνο το υπόγειο ως τον τερματικό σου σταθμό, κι ενστερνίσου τα ως το ξεκίνημα της εξέλιξής σου», με νουθετεί.
«Π-ποιάς εξέλιξης;», κάνω σαστισμένα.
Δεν φαίνεται χαρούμενος από την διακοπή. «Της εξέλιξής σου από αμνό σε λιοντάρι, της ολοκληρωτικής σου μεταμόρφωσής. Μην γνέφεις πια το κεφάλι με δουλικότητα, αποκήρυξε την αδυναμία. Διαφορετικά, μείνε όπως είσαι κι άρχισε να σχεδιάζεις τις αβέβαιες συνθήκες του βέβαιου θανάτου σου. Μην επαναπαύεσαι, ανασυγκροτήσου. Κάνε το μίσος τη ζωογόνο δύναμή σου. Προσαρμόσου. Εξελίξου. Ζήσε. Κάνε την θλίψη σου θυμό, κάνε τον θυμό σου οργή, κάνε την οργή σου ασίγαστη μανία και στρέψε την ενάντια σε όσους σε επιβουλεύονται».
Ο λόγος του είναι σαρωτικός, ορμητικός, παθιασμένος και ειλικρινής. Μπορώ να καταλάβω ότι τα εννοεί αυτά που λέει. Μπορώ να το δω στα μάτια του που με κοιτάζουν.
Για τον Ζίρο, ο αποδεκατισμός των εχθρών μας είναι ο μόνος τρόπος.
Για εμένα όμως, υπάρχει κι ένας ακόμη.
«Είμαι σχεδόν έτοιμη να ενδώσω στις σκοτεινές μου ορμές», ομολογώ χαμηλόφωνα. «Και να πω ναι στο δολοφονικό σου σχέδιο, μα... είναι ένα σχέδιο που πηγαίνει κόντρα στις διδασκαλίες της εκκλησίας μου. Τι γίνεται με την συγχώρεση και με το αγαπάτε αλλήλους;», τον ρωτώ. «Τι γίνεται με το: Mακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν;»
«Ας το παραδεχτούμε», λέει. Η φωνή του δεν είναι παρά ένα σιγανό γρύλισμα. «Οι πράοι μπορεί να κληρονομήσουν την γη της επαγγελίας, αλλά για την ώρα αυτή ανήκει στους σκάρτους σαν τον Γκρίφιν. Κάτι πρέπει να γίνει για αυτό. Κάποιος πρέπει να σηκώσει το ανάστημά του».
Ολοκληρώνει τον λογισμό του και παύει, περιμένοντας καρτερικά την απάντησή μου.
Κι όσο περιμένει τόσο πιο πολύ καταλήγω στο ότι έχει δίκιο.
Το απόλυτα καθηλωτικό του ύφος και το έξυπνο βλέμμα του με κάνει να τον θαυμάζω, να εμπνέομαι από αυτόν, να θέλω να αντιμάχομαι το άδικο στο πλευρό του. Αλλά με τι μέσα;
Νιώθω να αμφιταλαντεύομαι πάλι, ανάμεικτα, αντικρουόμενα συναισθήματα με κατακλύζουν. «Και αυτή η κάποια είμαι εγώ», προσέχω. «Εάν σε αφήσω να με στοιχειώσεις, τότε θα με βοηθήσεις να βάλω τέλος σε ετούτον τον αέναο κύκλο της βίας, να σώσω αθώες ζωές, να επιφέρω δικαιοσύνη».
Νεύει.
«Γιατί;», απορώ. «Γιατί σε νοιάζει; Αφού η δική σου ζωή καταστράφηκε. Είσαι νεκρός».
Συνοφρυώνεται. Είναι λες και ξαφνικά σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο. «Ο θάνατός μου οφείλει να σημαίνει κάτι», αποκρίνεται αποφασιστικά. «Κι αν εσύ είσαι που θα του αποδώσεις κάποιο νόημα, τότε καλώς. Σου προσφέρω ένα μονοπάτι, Αντριάννα. Αποδέξου το και θα βεβαιωθώ ότι οι εχθροί σου θα λάβουν αυτό που τους αξίζει».
Διστάζω.
«Ναι, α-αλλά π-πώς πάει η όλη φάση με το στοίχειωμα;», προτρέχω. «Εί-είναι κ-κάτι ανεξίτηλο; Κάτι παντοτινό; Κι εάν αλλάξω γνώμη; Εάν αποφασίσω στην πορεία ότι δεν θέλω να πολεμήσω τον πόλεμό σου; Ότι θέλω απλά να ζήσω την μικρή, σύντομη, μίζερη και οκνηρή ζωή μου χωρίς φαντάσματα-εκδικητές κι ότι δεν θέλω να σε έχω πια μαζί μου;»
«Βάλενταϊν, θανάσιμη μηχανή, κούλαρε λίγο. Δεν θα παντρευτούμε κιόλας. Κανένα συμβόλαιο δεν θα μας δέσει εφόρου ζωής. Εάν μετανιώσεις το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να ανακαλέσεις. Συνήθως, τα φαντάσματα δεν σπάνε ένα στοίχειωμα έτσι απλά, αλλά εγώ δεν είμαι εδώ για εσένα, δεν είμαι εδώ για να με δεσμεύσεις, αλλά για να με ελευθερώσεις. Οπότε, σε περίπτωση που αλλάξεις μυαλά, απλά ευχήσου να μην με ξανά αντικρίσεις ποτέ σου, να φύγω μακριά. Αν και», μου χαμογελάει σαρδόνια. «Χωρίς να θέλω να φανώ ξιπασμένος, δεν παίζει να με βαρεθείς. Είμαι από αυτούς που ξέρουν να κρατάνε το ενδιαφέρον τεταμένο. Εξάλλου», προσθέτει. «Μην ξεχνάς ότι μπορεί να σε απαρνηθώ εγώ πρώτος».
Όπα, μου κάνει τον δύσκολο;
«Λοιπόν, τι λες; Θα έχουμε έναν υπέροχο πόλεμο μαζί;»
Απλώνει το χέρι του, το τείνει προς εμένα, σαν να με προκαλεί να το πιάσω.
Στον πάτο του στομαχιού μου υπάρχει ένας σκληρός, μικρός κόμπος σαν αναμμένο κάρβουνο που σιγοκαίει. Είναι ένα σημάδι, ένα προαίσθημα που μου λέει να δεχθώ.
Νομίζω πως τον εμπιστεύομαι ήδη.
Νομίζω πως οι στόχοι μας είναι κοινοί.
Ξέρω, όμως, ότι έχω κάνει υπερβολικά πολλές κουταμάρες μαζεμένες, κι αυτή την φορά δεν θέλω να τα θαλασσώσω. Δεν θα πάρω ετούτη την απόφαση αψήφιστα.
Θα πράξω σοφά, όσο σοφότερα μπορώ.
Ίσως στραφώ στους Μαρς και τους αφήσω να εξακριβώσουν την κατάσταση, προτού πω το μεγάλο: «Ναι».
Για την ώρα, όμως, δεν δίνω στο Ζεέρνεμποχ καμία απόκριση.
Ούτε θετική, ούτε αρνητική.
Εκείνος τραβά το χέρι του πάλι πίσω και το κολλάει στο πλευρό του. «Μάλλον δημιούργησα έναν ασύλληπτο κυκεώνα από πληροφορίες μέσα στο κεφάλι σου και σε έκανα να κλατάρεις», συνειδητοποιεί.
Θα περίμενα να βρει την αναποφασιστικότητά μου εκνευριστική, αλλά το νεκρό αγόρι χαμογελά. Το δίχως άλλο, εξακολουθεί να χαμογελά, λες και ο κόσμος ολόκληρος δεν είναι παρά ένα μυστικό χωρατό που μόνο εκείνος έχει την οξύνοια να καταλάβει. «Θα σου δώσω τον χρόνο που χρειάζεσαι για ν' αποφανθείς ποια θα είναι στο εξής η μοίρα σου κι αν θα συμβαδίσει με την δική μου. Εν ευθέτω χρόνω θα καταλάβεις...»
«Τι πράγμα;»
«Ότι εμείς οι δύο έχουμε μέλλον μαζί», μου αποκαλύπτει, με φωνή ψιθυριστή σαν υπόσχεση. «Ως τότε, όμως, θα σε περιμένω στις σκιές, όπου ανήκω».
Ύστερα, εξαφανίζεται μέσα το σκοτάδι σαν ένα όνειρο που ξεθωριάζει.
✖
Καλή ανάγνωση!
Εάν απολαμβάνετε αυτή την ιστορία,
μην ξεχάσετε να της χαρίσετε την ψήφο σας
και να αφήσετε τις εντυπώσεις σας σε ένα σχόλιο!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top