Κεφάλαιο 7: Μερικοί το προτιμούν βίαιο (μέρος 2)
✖
«Λοιπόν», είπε αποπεμπτικά ο Γκρίφιν στους υπόλοιπους. «Ακούω γνώμες, πώς σας φαίνεται η αποψινή λεία;»
Με μια δυνατή σπρωξιά στην πλάτη με πέταξε ενώπιον τους λες και ήμουν έκθεμα προς μελέτη. Παραπατώντας βρέθηκα μες στο κέντρο του κλοιού τους.
Πώς με κοιτάζουν έτσι, πρόσεξα αλαφιασμένη, πεινασμένα, αρπακτικά, με τον άπληστο τρόπο που ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα, όταν θέλει να... να...
Ξεροκατάπια. Όλοι είχαν υιοθετήσει το ίδιο ακριβώς ύφος, καθώς με ατένιζαν από την κορυφή ως τα νύχια.
«Δεν μπορώ να αποφανθώ», μίλησε ο Μαρκ με περισπούδαστο ύφος. «Φοράει πολλά ρούχα. Με μπερδεύει έτσι όπως καλύπτεται».
«Κανένα πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε ο Γκρίφιν απ' την μεριά του, κάνοντας παράλληλα νόημα στον τρίτο Αθληταρά, τον Πιτ, να επιληφθεί του θέματος.
Εκείνος άφησε πρόθυμα την θέση του και κίνησε προς το μέρος μου.
«Όχι!», τσίριξα βλέποντάς τον να έρχεται γοργά κατά πάνω μου. «Μη... μην με πλησιάζεις».
Ο Πιτ πάγωσε ξαφνικά, σταμάτησε επί τόπου και μου χαμογέλασε φιλήδονα. «Όπως προστάζεις, μεγαλειοτάτη», σάρκασε υποκλινόμενος. Έπειτα, ίσιωσε την πλάτη και τους ώμους του και χωρίς κανέναν δισταγμό μηδένισε την απόσταση που μας χώριζε. Παρά τις διαμαρτυρίες μου, τα χέρια του βρέθηκαν παντού επάνω μου, στα μπράτσα, την πλάτη, την κοιλιά, τα πόδια μου καθώς άρχισε να αφαιρεί ένα ένα τα ρούχα από πάνω μου.
«Σταμάτα!», έπιασα να ωρύομαι. «Όχι, μη, μη, μη!»
Τα λόγια μου πήγαν στον βρόντο, ενώ οι πράξεις μου δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα. Για κάμποσα λεπτά, στριφογυρνούσα και συστρεφόμουν μες στα χέρια του, προσπαθώντας να κρατήσω τα ρούχα μου, να διατηρήσω το κορμί μου καλυμμένο. Αλλά αυτό που για εμένα ήταν λυσσαλέα αντίσταση, η μεγαλύτερη που μπορούσα να προβάλω, για τον Πιτ δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι.
Έπαιρνε τον χρόνο του, αφήνοντάς με να παρακαλώ, να κοκκινίζω και να υποφέρω, αλλά στο τέλος θα με έγδυνε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εάν ήθελα να τον αποτινάξω από πάνω μου, έπρεπε να κάνω κάτι πιο δραστικό.
Έστριψα μες στην αγκαλιά του έτσι ώστε να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο και τότε σήκωσα το λυγισμένο μου γόνατο και το κάρφωσα με όλη μου τη δύναμη χαμηλά, στο στομάχι του. Κατέβαλα την μέγιστη προσπάθεια να τον πληγώσω, μα τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά.
Ο Πιτ ίσα που παραπάτησε δύο βήματα πιάνοντας την κοιλιά του, και αυτό ήταν όλο κι όλο το κακό που του έκανα. Ειλικρινά; Έμοιαζε περισσότερο ξαφνιασμένος κι οργισμένος, παρά πονεμένος.
«Παλιοσκρόφα...», ούρλιαξε έξαλλος και τα ρουθούνια του πετάρισαν από οργή. Τράβηξε αστραπιαία το χέρι του προς τα πίσω και εγώ ζάρωσα παραλυμένη απ' τον φόβο, έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα το χτύπημα του. Με εξαίρεση το χαστούκι της Μπένετ... δεν με είχαν ξαναχτυπήσει. Όμως, φαντάστηκα πως αυτό το χτύπημα θα ήταν διαφορετικό. Ικανό να τσαλακώσει την μια πλευρά του προσώπου μου σαν χάρτινη μάσκα, να πρήξει το μάτι μου, να ισοπεδώσει το ζυγωματικό μου, να μου τσακίσει την μύτη...
Το γρονθοκόπημα του Πιτ ήταν πολύ χειρότερο απ' ότι έβαζα με το νου μου, με έκανε να σωριαστώ στο πάτωμα, αρκετά μέτρα πιο πέρα. Η όρασή μου θόλωσε και το δέρμα μου έκαιγε, άρχισα να βλέπω αστεράκια, το αίμα στους κροτάφους μου βροντούσε δαιμονισμένα...
«Έι», ακούστηκε κεφάτος ο Γκρίφιν που προσπαθούσε να ηρεμίσει τα πνεύματα. «Με το μαλακό, φιλαράκο. Μην ξεχνάς, είμαστε και εμείς εδώ, και δεν την θέλουμε στραπατσαρισμένη... όχι πολύ, τουλάχιστον».
«Δεν κάνεις για την δουλειά, Πιτ», αποφάνθηκε ο Άσερ, ο τέταρτος της παρέας, παίρνοντας του την σκυτάλη. «Άσ' την, αναλαμβάνω εγώ».
Προσπέρασε τον Πιτ, ήρθε και με έστησε στα πόδια μου και αυτή την φορά ήμουν τόσο φοβισμένη, τόσο άτολμη που δεν έφερα την παραμικρή αντίσταση, μονάχα αρκέστηκα σε ένα ψιλό, απόκοσμο μοιρολόι. «Όχι», ψιθύρισα μένοντας γυμνή κι εκτεθειμένη με τις τρεμάμενες παλάμες μου ως μοναδική κάλυψη για τα πιο κρυφά, τα πιο προσωπικά σημεία του κορμιού μου, αυτά που δεν είχε δει ποτέ πριν κανείς άλλος. «Σας παρακαλώ, δεν θέλω να το κάνω αυτό... δεν θέλω... δεν θέλω... δεν θέλω, σας παρακάλ... δεν θέλω να το κάνω... δεν θέλω... δεν θέλω... δεν... θέλω...»
«Σσσς», σύριξε ο Άσερ στο αυτί μου. Τα χέρια του σκαρφάλωσαν στην κορυφή του κεφαλιού μου κι άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, αλλά το απαλό, ανάλαφρο χάδι του δεν ήταν φιλικό, ούτε καθησυχαστικό. Ήταν ανατριχιαστικό και με έκανε να αισθάνομαι λες και εκατοντάδες μικροσκοπικά πράγματα περπατούσαν επάνω στο κρανίο μου. «Μην κάνεις έτσι», μου είπε μαλακά. «Δεν είσαι η πρώτη που θα τον φάει εδώ μέσα, και σίγουρα δεν είσαι η τελευταία».
«Τώρα», ανέκτησε τον λόγο ο Γκρίφιν κορδωμένος σαν πωλητής σε δημοπρασία. «Δέχομαι τις γνώμες σας».
Τα λιγοστά φώτα του υπογείου δεν έμοιαζαν και τόσο φιλόξενα. Φάνταζαν παράξενα, ρίχνοντάς άυλες σκιές στους παλιούς, πέτρινους τοίχους, μετέτρεπαν τα πρόσωπα των αγοριών σε πρόσωπα τεράτων. Όχι, συνειδητοποίησα καθυστερημένα, δεν φταίνε τα φώτα, ούτε η έλλειψή τους. Το σκοτάδι τους δείχνει όπως πραγματικά είναι: απάνθρωποι. Και στα αλήθεια είναι πιο πολύ ζώα παρά άνθρωποι, έχουν κάτι αποκρουστικό, κάτι... κτηνώδες επάνω τους...
Για αμέτρητα, αργόσυρτα, βασανιστικά λεπτά στέκονταν και ρουφούσαν το κορμί μου με τα μάτια τους.
«Εί-είναι στραβά τα πόδια της;» Ο Μαρκ, ο υπαρχηγός της ομάδας των κακούργων, με ατένισε και με βρήκε ελλειπή.
«Όχι», απάντησε ο Πιτ, σηκώνοντας το μαύρο βλέμμα του απ' τα τρεμάμενα γόνατά μου μόνο και μόνο για να το εναποθέσει στους ασπρουλιάρικους μηρούς μου. «Αλλά είναι γεματούλα. Αρκετά τσουπωτή για τα γούστα μου».
«Αχ, βρε Πιτ», ξίνισε ο Γκρίφιν, αγανακτισμένος με την σχολαστικότητα των φίλων του.
Προφανώς, για εκείνον ένα μονάχα σημείο μου είχε σημασία, κι αυτό ήταν αθέατο, θαμμένο, βαθιά ανάμεσα στα πόδια μου. Πόσο άξεστος ήταν!
«Δεν είναι χοντρή», το χέρι του Άσερ έφυγε απ' το κεφάλι μου κι άρχισε να κατηφορίζει στο σβέρκο και το μονοπάτι της ραχοκοκαλιάς μου. «Έχει τις καμπύλες της, βέβαια». Ένιωθα τα λυγισμένα του δάχτυλά, παγωμένα σαν δέρμα φιδιού, να χορεύουν στην πλάτη μου και να στέλνουν ρίγη σ' όλο το κορμί μου. Ήθελα να αποτραβηχτώ, το ήθελα πάρα πολύ, αλλά κάτι μέσα μου παρέμενε μαγκωμένο, καθηλωμένο, άκαμπτο.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω πλέον ήταν να προσεύχομαι να μην γυρίσω σπίτι μου σε σακούλα νεκροτομείου.
«Έχει τα μπρατσάκια της, τα μπουτάκια της και...» Το χέρι του Άσερ κατέβηκε κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης, πέρασε πάνω απ' την μέση και την ράχη μου. «Και αυτό εδώ το κωλαράκι». Όταν έφτασε πάνω απ' την καμπύλη των γοφών, η παλάμη του κύρτωσε και έσφιξε μαλακά.
Μετά πιο δυνατά.
«Άι!» ξεφώνισα απ' τον πόνο.
Με αγνόησε. «Αλλά αυτά είναι τα καλά της εφηβείας», εξήγησε στους φίλους του. «Δεν είναι χοντρή, Πιτ. Απλά εσύ έχεις συνηθίσει να πηδάς κοκαλιάρικα εντεκάχρονα και μικροκαμωμένα δωδεκάχρονα».
«Ο Άσερ έχει δίκιο», συμφώνησε τελικά ο Μαρκ. «Τα δύο, τρία παραπανίσια κιλάκια της είναι όμορφα. Το κακό είναι που δεν κλαίει. Μονάχα κάθεται εκεί πέρα τρέμοντας και τουρτουρίζοντας σαν νευρωτική παγοκολόνα».
«Θα την ζεστάνουμε εμείς», πρότεινε ο Γκρίφιν.
«Ναι», κατένευσε ο Άσερ αφήνοντάς με επιτέλους.
Ολόκληρος ο πισινός μου είχε μουδιάσει.
Ο Μαρκ δεν τους έδωσε ιδιαίτερη σημασία, καθώς είχε επικεντρωθεί αποκλειστικά σε εμένα. «Τι με κοιτάς έτσι, σαν κέρινο ομοίωμα, ε;», απαίτησε να μάθει με μια φωνή βαθιά, σκληρή και εχθρική. Τον κοίταξα σοκαρισμένη. Ήταν πελώριος και δεσποτικός μπροστά μου και ήξερα ότι έπρεπε να τον φοβάμαι, εδώ, μέσα σε ετούτο το σκοτεινό, δίχως διαφυγή υπόγειο, περιτριγυρισμένη από όλα αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα.
Και τον φοβόμουν, τον έτρεμα.
Αλλά αποφάσισα να μην του το δείξω.
Όχι περισσότερο απ' ότι φαινόταν ήδη, τουλάχιστον.
Δεν θα του έδινα αυτή την ευχαρίστηση. Δεν θα τον άφηνα να δει πόσο μικρή, τρομαγμένη, αβοήθητη, δειλή και μόνη με έκανε να νιώθω.
Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, όσο πιο σφιχτά μπορούσα κι άρχισα να λέω στον εαυτό μου ότι ήταν όλα ένα ψέμα, μια απαίσια ψευδαίσθηση από τα ναρκωτικά, ότι ο Μαρκ και οι Αθληταράδες δεν ήταν εδώ, δεν ήταν εδώ, δεν ήταν εδώ...
Ο δυνάστης μου, όμως, δεν ήταν φανταστικός, ήταν υπαρκτός, είχε σάρκα και οστά και στεκόταν ακόμη μπροστά μου.
«Έλα τώρα», ο Μαρκ άρπαξε βίαια το πηγούνι μου στο χέρι του και με ανάγκασε να τον κοιτάξω. «Μην είσαι τόσο αποσβολωμένη, μικρή», άκουσα το σιγανό γελάκι του. «Τουλάχιστον κλάψε λίγο».
Τον κοίταξα με μάτια νοτισμένα, βουρκωμένα, ξαφνικά έτοιμη να υπακούσω την διαταγή του. Η λαβή του στο σαγόνι μου ήταν τόσο δυνατή, τόσο συντριπτική που κόντευε να μου το σπάσει. Φαντάστηκα την γνάθο μου να θρυμματίζεται μες στην κλεισμένη του παλάμη, τα δόντια μου να ραίνουν σαν βροχή το πάτωμα. Άσε με!, ήθελα να του ουρλιάξω. Άσε με! Με πονάς! Μα με κρατούσε με τέτοιον τρόπο που δεν μπορούσα να φωνάξω, δεν μπορούσα να ουρλιάξω ή να ικετέψω. Δεν μπορούσα να κάνω κιχ.
Ενστικτωδώς, τα χέρια μου που τόση ώρα κάλυπταν τα μικρά μου στήθη, τα άφησαν και γαντζώθηκαν στο χέρι του, τα κοντά, άχρηστα νύχια μου μπήχτηκαν στον βραχίονά του. Ασφαλώς, η προσπάθεια μου να τον διώξω έτσι ήταν ατελέσφορη, ωστόσο έδειξε να τον τσαντίζει και με έσφιξε πιο δυνατά, σηκώνοντάς με από το πάτωμα.
«Κόφ' το, ηλίθιε!», διαμαρτυρήθηκε ο Γκρίφιν. «Θα την χαλάσεις».
Έτσι είπε, θα την χαλάσεις, λες και ήμουν η κούκλα του!
Ο Μαρκ άφησε ένα βραχνό, υπόκωφο γρύλισμα και με ελευθέρωσε.
Ο Γκρίφιν καθάρισε τον λαιμό του. «Θα πρέπει να συγχωρέσεις τους φίλους μου, Αντριάννα», μου είπε με ένα συνωμοτικό χαμόγελο, που θύμιζε περισσότερο ειρωνικό μορφασμό. «Το άθροισμα του IQ τους δεν ξεπερνά το 90. Μην τους δίνεις σημασία, σε παρακαλώ, δεν ξέρουν πώς να φερθούν μπροστά σε μια κυρία».
Τον κοίταξα ασθμαίνοντας, ψηλαφώντας τον λαιμό και το πιγούνι μου για να βεβαιωθώ ότι βρίσκονταν ακόμη στην θέση τους, ότι λειτουργούσαν όπως πριν. Με δυσκολία συγκρατούσα την αναστάτωση μου. Πόσο αδιανόητα θρασύς, πόσο ανήκουστα χυδαίος μπορούσε να γίνει πια; Πού έβρισκε τα μούτρα να στέκεται εδώ μπροστά μου, να μου μοιράζει χαμόγελα και να καμώνεται τον τζέντλεμαν, ενώ την ίδια στιγμή με υπέβαλλε σε... σε... σε όλο αυτό!
Μου φαινόταν ασύλληπτο!
Και πάλι όμως, τι μπορούσα να κάνω;
Τίποτα. Κι αυτό κατέστη σαφές για μια ακόμη φορά όταν με... άγγιξε.
Δεν χούφτωσε τα οπίσθιά μου, ούτε μάλαξε τα στήθη μου, δεν απείλησε να με πνίξει, μήτε να σπάσει το κεφάλι μου, όπως οι υπόλοιποι.
Απλά με άγγιξε.
Ανάλαφρα.
Στο μάγουλο.
Έσυρε την αναστροφή της παλάμης του στο πλάι του προσώπου μου, ακολουθώντας με τον αντίχειρά του τη γραμμή των ζυγωματικών μου, χαϊδεύοντας, ιχνηλατώντας.
Αυτό ήταν όλο.
Ωστόσο, αυτή η μικρή χειρονομία, αυτό το χάδι ήταν που με πλήγωσε περισσότερο απ' όλα.
Διότι ο Γκρίφιν δεν ήταν ένας ακόμη ανεγκέφαλος έφηβος σκλαβωμένος απ' τις σωματικές ορμές του.
Ήταν κάποιος με απίστευτο αυτοέλεγχο, πειθαρχία, διαύγεια.
Κάποιος πραγματικά κακός, σκάρτος, δόλιος.
Κάποιος που είχε καταχραστεί την καλοσύνη μου, είχε ξεγελάσει την καρδιά μου.
Ένας ψεύτικος προστάτης, ένας κάλπικος φίλος.
Προδότης!
«Τα πόδια σου δεν είναι στραβά, οι γοφοί σου δεν είναι φαρδύτεροι απ' όσο πρέπει και τα κιλά σου δεν ξεπερνούν το ποθητό», τον άκουσα να σιγομουρμουρίζει στο αυτί μου. Ένιωσα την καυτή του ανάσα επάνω μου και ρίγησα σύγκορμη.
Τα μπράτσα και οι μηροί μου ανατρίχιασαν. Ένιωθα σαν να σέρνονταν αηδιαστικά έντομα επάνω στο δέρμα μου.
Θα τον σπρώξω μακριά, αποφάσισα τρέμοντάς σαν το φύλλο. Θα τον σπρώξω. Πρέπει να τον σπρώξω.
Δεν τον έσπρωξα. Δεν τόλμησα.
«Εν αντιθέσει με τους τυφλούς μου φίλους, εγώ σε βρίσκω... υπέροχη», μου εκμυστηρεύτηκε με εκείνη την χαμηλή, γλυκιά, αγορίστικη φωνή του. Την φωνή που είχε χρησιμοποιήσει για να πλανέψει τόσες και τόσες κοπέλες πριν από εμένα. «Τα μαλλιά σου χύνονται στους ώμους σου σαν σοκολατένιοι καταρράκτες. Το δέρμα σου είναι σφριγηλό, λευκό και άσπιλο σαν πορσελάνη...», γέλασε μοχθηρά στο αυτί μου. «Με προκαλεί να το σημαδέψω», παραδέχτηκε. «Ανεξίτηλα. Και αυτό το ρίγος στους μηρούς σου...» Ο Γκρίφιν άκουσε την ανάσα μου να στερεύει και να στέκεται στον λαιμό μου, όταν γλίστρησε το χέρι του απαλά ανάμεσα στους μηρούς μου, αναζητώντας την υγρασία που φώλιαζε στην κορυφή τους.
«Σ-σ-σταμάτ-», τραύλισα ανίκανη να ολοκληρώσω την φράση μου. «Στα-σταμά-τα», ξαναπροσπάθησα ξέπνοη.
Ότι κι αν ήταν αυτό που μου έκαναν τα δάχτυλά του, ήταν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που με μπέρδευε και με βασάνιζε και με έκανε να μισώ τον εαυτό μου. «Γκ-Γκρίφιν, σταμάτα, σε... σε παρα... σε παρακαλώ», του είπα αδύναμα. «Μη!»
Ο Γκρίφιν δεν σταμάτησε, μόνο με κοίταζε έτσι όπως ήμουν δακρυσμένη κι αφημένη στο έλεος του, με το πρόσωπό του αλλόκοτα κενό από κάθε έκφραση.
«Μμμμ, συνέχισε», μου είπε έκφυλα. «Μου αρέσει όταν με ικετεύεις. Αλλά αυτό που πραγματικά με ερεθίζει είναι ο φόβος στα μάτια σου...»
Αναψοκοκκινισμένη όπως ήμουν, απέστρεψα το βλέμμα μου. Το κάρφωσα στο άδειο ταβάνι και προσευχήθηκα να γκρεμιστεί επάνω μου, να πέσει και να με πλακώσει.
Κι εμένα κι εκείνους μαζί.
Ο Γκρίφιν συνέχιζε το παιχνίδι του προκαλώντας ένα τρελό φτερούγισμα στο στήθος μου κι ένα πολύ έντονο μυρμήγκιασμα στα μπούτια μου. Παράξενοι μύες μέσα στην κοιλιά μου έπιασαν ξαφνικά να συσπώνται. Η ανάσα μου βάρυνε και οι αναπνοές μου άρχισαν να γίνονται όλο και πιο γρήγορες, όλο και πιο ακανόνιστες, σαν τον χτύπο της καρδιάς ενός ετοιμοθάνατου.
Ένας πνιχτός λυγμός ξέφυγε απ' τα χείλη μου.
«Σσσς», έκανε χωρίς να τραβάει τα μάτια του από εμένα. Με το κεχριμπαρένιο του βλέμμα να σπινθηροβολά λάμποντας από κάποια πρόστυχη σκέψη. «Σσσς».
«Σ-σ-σε μισώ!», κοντανάσανα.
«Α, ναι; Για αυτό είσαι μούσκεμα;», αντιγύρισε υπεροπτικά. Αμέσως μετά απομάκρυνε το χέρι του, γύρισε και στράφηκε προς την συμμορία του. «Είναι υγρή σαν βρεγμένο γατάκι, αγόρια. Κι αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με το ερώτημα: Ποιος θα την πάρει πρώτος;».
Ο Άσερ έκανε ένα βήμα μπροστά μετακινώντας την ματιά του από τον Γκρίφιν, σε εμένα και ύστερα στο μεταλλικό κρεβάτι που δέσποζε στο κέντρο του υπογείου, αυτό με τα σκουριασμένα κάγκελα και το βρωμερό, καλυμμένο με λεκέδες από ποτά και τρύπες από σβησμένα τσιγάρα στρώμα. «Εγώ», είπε.
✖
Όταν ο Άσερ με ξάπλωσε σε εκείνο το παλιό, φθαρμένο στρώμα με την ξεκοιλιασμένη γέμιση, ήξερα καλά τι θα ακολουθούσε. Και αυτή η σκληρή, αβάσταχτη επίγνωση με έκανε να θέλω να ουρλιάξω, να φωνάξω, να θρηνήσω για την αθωότητά μου που θα μου την έκλεβε για πάντα. Μα η κραυγή μου ξεκίνησε από τη μέση μου για να σκαρφαλώσει στο σώμα μου, και να κολλήσει στο λαιμό μου.
Δεν μπορούσα να παράγω τον παραμικρό ήχο. Είχα παραλύσει ολοκληρωτικά.
Ακόμα και αν μπορούσα να χαλαρώσω τους μύες του λαιμού μου, και να αφήσω τον ήχο να ξεχυθεί στο χώρο... τι νόημα θα είχε; Θα το πρόσεχε κανείς;
Όχι.
Ωστόσο, ετούτη την φορά, έτσι όπως τινάζομαι έξω από την ανάμνηση, ξυπνώντας κάθιδρη επάνω στο παλιό, νοσοκομιακό ράντζο, η κραυγή απελευθερώνεται από τον κόρφο μου και σκίζει την καθολική σιγή του αναρρωτηρίου.
Ακούω μερικά παραπονεμένα βογκητά από τους ασθενείς των γειτονικών ράντζων και ξαφνικά θυμάμαι που βρίσκομαι, τι συμβαίνει καθώς και ότι υπάρχουν τραυματισμένοι τρόφιμοι παντού τριγύρω που αναζητούν λίγη ηρεμία και γαλήνη.
«Συ-συγγνώμη», αρχίζω να απολογούμαι μουρμουριστά για το ξέσπασμά μου, αλλά τους έχω ήδη ταράξει σε βαθμό που δεν πάει άλλο.
Οι «συγγνώμες» μου δεν σημαίνουν τίποτα για εκείνους. Παύω.
Και έπειτα επικεντρώνομαι σε εμένα και στο σώμα μου που υποφέρει. Στα αυτιά μου κουδουνίζουν ακόμη τα λόγια των Αθληταράδων: Έχεις στραβά πόδια. Είσαι παχουλή. Έλα τώρα, κλάψε λίγο, για εμένα, κλάψε για εμένα. Αχ, Αντριάννα, ο φόβος στα μάτια σου είναι το απόλυτο αφροδισιακό. Και τι όμορφο δέρμα που έχεις, θέλω να χαράξω το σημάδι μου επάνω του και να το αφήσω εκεί. Για πάντα.
Η καρδιά μου βροντοχτυπάει ανεξέλεγκτα σαν να θέλει να σπάσει τις μπάρες των πλευρών μου και να πεταχτεί έξω. Χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει τρελαμένα ώσπου κάθε της κτύπος αρχίζει να συγχρονίζεται με το ηλεκτρονικό μπιπ, μπιπ και τον μηχανικό βόμβο του μόνιτορ.
Μέσα στα επόμενα λεπτά οι ψιθυριστές διαμαρτυρίες των υπόλοιπων ασθενών κοπάζουν και το μόνο που ηχεί στην αίθουσα ανάρρωσης είναι το μηχάνημα μου.
Έως ότου την ακούω ξανά. Αναγνωρίζω τον χαρακτηριστικό ήχο των φτιαγμένων από φελλό τακουνιών της που κάνουν σαν βεντούζες όταν χτυπάνε στο πάτωμα. Φλαπ, φλαπ, φλαπ.
Η νοσοκόμα μου σπρώχνει το ύφασμα του παραβάν κι εκείνο υποχωρεί σαν συρόμενη πόρτα, φανερώνοντάς την. «Πάλι εδώ», παραπονιέται με τόσο σιγανή φωνή που δεν μπορώ να κατασταλάξω εάν το λέει σε εμένα ή τον ίδιο της τον εαυτό. Ωστόσο, όταν με κοιτάζει απηυδισμένη και ξεφυσώντας ρωτά: «Εντάξει, Αντριάννα, τι συνέβη αυτή την φορά;», ξέρω ότι καλούμαι να απαντήσω.
«Νο-ν-νομίζω πως πάσχω...», κοπιάζω να πω. «Από κάποιο μετα-μετατραυματ-μετατραυματικό σύνδρομο ή... όπως αλλιώς το λένε...»
Την κοιτάζω κατάματα και προσεύχομαι να δείξει λίγη περισσότερη ευαισθησία από ότι την πρώτη φορά. Χρειάζομαι λίγη ευαισθησία, λίγη συμπόνια, κάποιον να με ακούσει, να με κρατήσει και να μου πει ότι «όλα θα πάνε καλά».
Το έχω πραγματικά ανάγκη. Τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε.
Μου ανταποδίδει την παρατεταμένη ματιά, ισιώνοντας τα γυαλιά που στηρίζονται στην ράχη της μύτης της.
«Πρώτη φορά ακούω ασθενή που έχει μετατραυματική διαταραχή από πέσιμό από σκάλες», με ενημερώνει χολωμένα.
«Όχι από τις σκάλες!», εκρήγνυμαι. «Σας είπα ότι δεν έπεσα από σκ-σκάλες! Μου συνέβη κάτι... τελείως διαφορετικό».
«Σε βίασαν», θυμάται.
«Ναι!», απαντώ αναστατωμένη. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να το πιστέψεις; Η οθόνη του μόνιτορ δίπλα από το κρεβάτι μου τρελαίνεται τελείως.
«Αχ», αναστενάζει εκείνη. Αφήνει το ντοσιέ και τον βομβητή της στο τραπεζάκι-κομοδίνο στα δεξιά μου, κι έπειτα βολεύεται στο κάτω μέρος του ράντζου μου. «Άκουσε να δεις», μου λέει επιστρατεύοντας τον πιο μαμαδίστικο αυτό-που-σου-λέω-εγώ-ισχύει τόνο της. «Μου είναι ξεκάθαρο σαν το φως της μέρας, ότι την Πέμπτη το βράδυ το έριξες έξω. Παραπάνω από όσο πρέπει, αλλά μιας και βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε καταλαβαίνω γιατί παρασύρθηκες», τοποθετεί την παλάμη της προσεκτικά επάνω στο γόνατό μου κι αρχίζει να χαϊδεύει μαλακά το λυγισμένο μου πόδι, κινεί την παλάμη της αργά σαν να φοβάται μη με τρομάξει. «Κάποια στιγμή, προσπαθώντας να γυρίσεις πίσω στον κοιτώνα σου, χάθηκες και βρέθηκες μπροστά στις σ-»
«Μια στιγμή!», την κόβω απότομα και το γόνατό μου τινάζεται στον αέρα. Το χέρι της αναπηδά. «Πώς ξέρετε εσείς πού πήγαινα;»
Με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας έκπληκτη τα σκούρα της μάτια, λες και δεν καταλαβαίνει προς τι η σύγχυσή μου. «Υποθέσεις κάνω...», αποκρίνεται αθώα.
«Και γιατί υποθέτετε ότι γυρνούσα στους κοιτώνες; Θα μπορούσα να ψάχνω κάποιον φίλο ή την τουαλέτα ή...», την κοιτάζω καχύποπτα. Ένα τρομακτικό σενάριο αρχίζει να υφαίνεται στο μυαλό μου.
Ο Γκρίφιν ήταν ο μόνος που ήξερε ότι θα γυρνούσα στο δωμάτιο μου.
Κανείς άλλος.
Πώς το γνωρίζει, λοιπόν, η νοσοκόμα;
Κι αν την έχει βάλει εκείνος να μου κάνει πλύση εγκεφάλου;
«Τέλος πάντων», λέει εύθικτα και πετάγεται με μιάς από το στρώμα, θαρρείς και στην θέση της φυτρώνουν ξαφνικά αγκάθια. «Δεν έχει σημασία που πήγαινες».
Κι όμως έχει. Ειδάλλως, γιατί δείχνει τόσο αναστατωμένη;
Μήπως επειδή άθελά της ξεσκέπασε το φιάσκο της;
«Σημασία έχει ότι ο κύριος Ίστμαν, ο επιστάτης, σε βρήκε σε άθλια κατάσταση στην βάση της σκάλας και χάρη σε εκείνον τον άνθρωπο βρίσκεσαι τώρα εδώ, υπό την αρωγή και το άγρυπνο βλέμμα μας».
«Ο... ο Ίστμαν με... με βρήκε;»
Ο Νόα Ίστμαν, ο υπερήλικας επιστάτης του Ιδρύματος ήταν εκ φύσεως στρυφνός και μονόχνοτος, αλλά ήταν ειλικρινής και άμεσος. Ντόμπρος σε σημείο που γινόταν προσβλητικός και αντιπαθητικός. Δεν θα έπαιρνε ποτέ μέρος σε ένα τέτοιο ψέμα.
«Μάλιστα», απαντά αφ' υψηλού και μου ρίχνει ένα βλέμμα που μπορώ να μεταφράσω μόνο ως: Τι λες να αφήσεις τις φαντασιοπληξίες σου τώρα και να έρθεις να μας συναντήσεις στον πραγματικό κόσμο;
«Πρέπει να σε αφήσω πάλι», με ενημερώνει τελικά, παίρνοντας πίσω το ντοσιέ και τον βομβητή της.
Εννοείς να τραπείς σε φυγή, σκέφτομαι με πικρία.
«Θα περάσω ξανά αργότερα για να σου φέρω φαγητό, θα χρειαστείς τις δυνάμεις σου για να αναρρώσεις γρηγορότερα».
Να ξεκουμπιστώ από τα λημέρια σου μια ώρα αρχύτερα, θέλεις να πεις, διαβάζω πίσω από τις γραμμές.
«Μέχρι τότε», λέει εν κατακλείδι. «Προσπάθησε, σε παρακαλώ, να αποβάλεις τις λάθος πληροφορίες από το μυαλό σου και μην ταλανίζεσαι άλλο. Είναι άσκοπο. Επίσης, προσπάθησε να κάτσεις ήσυχα. Ο πανικός είναι μεταδοτικός και δεν θέλουμε να κολλήσουν όλοι υστερία, κρίση ή φρενίτιδα».
Κανένα πρόβλημα, θα κρατήσω την υστερία, την κρίση και την φρενίτιδα για πάρτη μου.
✖
Με εξαίρεση την πρώτη σοκαρισμένη κραυγή που έβγαλα ενστικτωδώς μόλις ο Άσερ έσπασε την παρθενιά μου, δεν άφησα τον παραμικρό ήχο.
Δεν ήθελα, δεν άντεχα να φωνάξω ή να παλέψω πια, παρότι μέσα μου σφάδαζα από πόνο.
Δάγκωσα τα χείλη μου και σφάλισα τα βλέφαρά μου για να μην αρχίσω να αγκομαχάω δυνατά. Εκείνος δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει κανένα τέτοιο πρόβλημα, καθώς γρύλιζε και μούγγριζε θεαματικά από πάνω μου.
Ο πόνος αυτός, ο πόνος του να σε κόβουν τα δύο, ήταν συγκλονιστικός, ασύγκριτος και νέος, ήταν όμως αναμενόμενος. Μου είχαν πει ότι η πρώτη φορά πονούσε. Πολύ.
Ήμουν προετοιμασμένη για τον πόνο.
Αυτό που δεν περίμενα από την πρώτη μου φορά, ήταν ότι θα ένιωθα βρώμικη και φτηνή, μαγαρισμένη και μιασματική σαν ασθένεια. Ότι θα ήθελα να πέσω μέσα σε ένα παγωμένο ποτάμι και να αφήσω τα κρύα του ρεύματα να γδάρουν σαν λεπίδες το δέρμα μου, έως ότου απομακρύνουν την αποκρουστική αίσθηση που άφηναν πίσω τους τα αγγίγματα των βιαστών μου.
Οι ανάσες του Άσερ αντηχούσαν τραχιές και άγριες στα αυτιά μου, πότε ηρεμούσαν και χαλάρωναν και πότε δυνάμωναν και υψώνονταν σε ένα ζωώδες, αχαλίνωτο κρεσέντο.
Όταν τελικά ικανοποίησε τον πόθο του, σηκώθηκε από πάνω μου, εγκαταλείποντάς με μόνη και πληγωμένη επάνω στο κρεβάτι. Κουλουριασμένη σε μια μικρή, ανθρώπινη μπάλα που έτρεμε και έκλαιγε και αναρωτιόταν εάν το μαρτύριο είχε τελειώσει.
Μα δεν είχε τελειώσει.
Είχε μόλις αρχίσει.
Ο Μαρκ και ο Πιτ πλησίασαν το κρεβάτι.
✖
Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ... Το μόνιτορ μου διαμαρτύρεται τσιρίζοντας την στιγμή που η νοσοκόμα εμφανίζεται πίσω από το λευκό παραβάν. Βλέπω την σκιά της να κινείται, ενώ τεντώνει το χέρι της για να σπρώξει σεντόνι. Το ύφασμα υποχωρεί κι εκείνη εμφανίζεται μπροστά μου, με τα τετράγωνα γυαλιά της, την ολόσωμη, πράσινη φόρμα της, έναν καφέ, πλαστικό δίσκο φαγητού ανά χείρας κι ένα υποκριτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της που με κάνει να σκεφτώ ότι έχει καρφιτσώσει τις γωνίες του στόματός της με συρραπτικό.
«Αντριάννα!», λέει προσπαθώντας να ακουστεί ευδιάθετη. «Δεν περίμενα να σε βρω ξύπνια».
Την κοιτάζω χωρίς να πείθομαι από τον ενθουσιασμό της. «Έκπληξη», της πετάω άκεφα. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ».
Πλησιάζει για να αφήσει τον δίσκο με το φαγητό που προορίζει για εμένα στα πόδια του κρεβατιού μου. Όσο πιο κοντά μου έρχεται, τόσο πιο πολύ πέφτουν οι άκρες του στόματός της.
Μοιάζει με αυτόματη αντίδραση.
Δεν με συμπαθεί.
Ωραία, σκέφτομαι, άρα είναι αμοιβαίο.
«Σου έφερα φαγητό», με ενημερώνει. «Δεν είναι, βέβαια, τίποτα εξεζητημένο, αλλά θα σου κάνει καλό».
«Όχι», απαντώ κατσούφικα. Το γεύμα μου αποτελείται από μια μπαγιάτικη φέτα ψωμιού σικάλεως, λίγο πολυκαιρισμένο σαλάμι και δύο κομματάκια τυριού στα πρόθυρα της μούχλας. Δεν το αγγίζω. «Σίγουρα δεν είναι εξεζητημένο». Προσέχω το βαθύ, πλαστικό μπολ που είναι γεμισμένο έως πάνω με ένα αχνιστό, άχρωμο υγρό. Μυρίζει βότανα. «Αυτό εδώ τι είναι;», ρωτάω παίρνοντάς το στις χούφτες μου.
«Ένα χειροποίητο αφέψημα», μου λύνει την απορία. «Λυκίσκος, βαλεριάνα, μέλι και κύμινο. Έβαλα τον μάγειρα να το φτιάξει για σένα. Άντε λοιπόν, δοκίμασέ το».
Φέρνω το μπολ στα χείλη μου και κατεβάζω μια γουλιά. Είναι ζεστό, σχεδόν καυτό και αφήνει πίσω του μια ζεστή, γλυκιά ευωδία. «Καλό είναι», παραδέχομαι. Πίνω λίγο ακόμα, επιτρέποντας στο ρόφημα να ζεστάνει το παγωμένο σκοτάδι που έχει γαντζωθεί μέσα μου.
«Να το πιείς όλο», μου υποδεικνύει. «Θα σου κάνει καλό».
Νεύω αφήνοντας δύο ακόμη γουλιές να κυλήσουν στο λαρύγγι μου, όμως την στιγμή που την βλέπω να κάνει μεταβολή και να ετοιμάζεται να φύγει ξανά, στραβοκαταπίνω, πνίγομαι και προσπαθώ να την πείσω να μείνει μέσα από τους άχαρους ρόγχους και τον τραχύ μου βήχα.
Με κοιτάζει μπερδεμένα. «Σε... σε παρακαλώ... σ... παράκ... αλώ... μη με... αφήνεις!»
Η αντιπάθειά μας είναι αμφίδρομη. Παρόλα αυτά δεν θέλω να την δω να φεύγει, επειδή ξέρω καλά ότι μόλις μείνω μόνη θα αρχίσω μαζοχιστικά να αναβιώνω τον εφιάλτη μου.
Και δεν το θέλω αυτό.
Καθόλου.
«Δεν μπορώ να σε νταντεύω για ολόκληρη την νύχτα, Αντριάννα Βάλενταϊν», με μαλώνει, πιάνοντας την άκρη του παραβάν, έτοιμη να το κλείσει ξανά. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόφιμοι εδώ πέρα, δεν είσαι μόνο εσύ. Όλοι τους χρειάζονται τις υπηρεσίες μου!»
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό, την μισώ, αλλά έχει δίκιο.
Την μισώ που έχει δίκιο.
«Του-τουλάχιστον, μην κλείσετε το παραβάν!», μου έρχεται η έκλαμψη.
Εάν το αφήσει διάπλατα ανοιχτό θα έχω μάτια σε ολόκληρη την πτέρυγα, θα μπορώ να δω τους άλλους τροφίμους, να θυμάμαι ότι δεν είμαι μόνη. Θα νιώσω... φυσιολογική.
«Πολύ καλά», υποχωρεί.
Σπρώχνει το ύφασμα στην άκρη και μου χαρίζει πρόσβαση στον έξω κόσμο.
Της είμαι ευγνώμων.
✖
Έχω καρφώσει το βλέμμα μου στα ψηλά, γοτθικά παράθυρα που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του απέναντι τοίχου. Τα παράθυρα αυτά έχουν θέα στο δάσος που υπάρχει πίσω από το Ίδρυμα. Έξω ο αέρας λυσσομανάει, κάνοντας τα γυμνά φύλλα των δέντρων να χορεύουν. Τα γυμνά, μαύρα κλαδιά γρατζουνάνε το διάφανο γυαλί σαν μακριά, διαστρεβλωμένα χέρια που πασχίζουν να μπουν μέσα.
Να με φτάσουν.
«Όχι», βάζω φρένο στο παραλήρημα που απειλεί να με καταλάβει. «Είναι κλαδιά, Άντρι. Ξεραμένα κλαδιά, όχι χέρια. Δεν θέλουν εσένα. Κανείς δεν σε κυνηγάει πλέον».
Αλλά έχω αργήσει. Δεν μπορώ να εφησυχάσω.
Βλέπω τα κλωνάρια να κινούνται, να ρίχνουν τρομακτικές σκιές στους τοίχους γύρω μου και αναδεύομαι νευρικά.
Η σκέψη και μόνο κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται και το λαιμό μου να στεγνώσει ξανά. Δεν μπορώ να καταπιώ.
Να το πιείς όλο το αφέψημα σου, έρχονται τα λόγια της νοσοκόμας στο νου μου. Θα σου κάνει καλό.
Αυτό είναι! Θα πιώ μερικές ζεστές, καταπραϋντικές γουλιές και εκείνες θα με βοηθήσουν να αποβάλλω τις ζοφερές μου σκέψεις. Στριφογυρίζω επάνω στο ράντζο προς αναζήτηση του μπολ.
Πριν λίγα λεπτά το άφησα στο κομοδίνο που ορθώνεται στα δεξιά μου. Εκεί θα είναι ακόμη.
Και πράγματι, όταν στρέφομαι προς το τραπεζάκι στο πλάι το μπολ με περιμένει όπως το άφησα.
Ή, σχεδόν, όπως το άφησα.
Δεν θυμάμαι να το άδειασα.
Γιατί είναι άδειο;
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top