Κεφάλαιο 7: Μερικοί το προτιμούν βίαιο (μέρος 1)

  

Ξυπνώ από τον πόνο. Μ' έναν πικρό μορφασμό ανακάθομαι, κρατώντας τα πλευρά μου που μοιάζουν πιο εύθραυστα από ποτέ, τα κόκκαλα μου τρίζουν λες και έχουν βγει από την θέση τους και το κεφάλι μου βουίζει σαν κυψέλη με μέλισσες.

Ο πόνος είναι ολοκληρωτικός. Τρομερά δυνατός, φρικιαστικά απαίσιος.

Ο πόνος είναι καλός, ένα ενθαρρυντικό σημάδι.

Πονάω.

Άρα είμαι ζωντανή.  

Εντάξει, το λύσαμε αυτό. Ας κατατοπιστώ λίγο περισσότερο τώρα. Ας δω πού στην ευχή βρίσκομαι.

Ο χώρος που με περιβάλλει είναι ένα μακρόστενο, ψηλοτάβανο δωμάτιο με μια περίτεχνη τρουλωτή οροφή και κάμποσα επιβλητικά παράθυρα στους τοίχους του που εκτείνονται από το πάτωμα έως το ταβάνι, σαν παράθυρα εκκλησίας.

Κατά μήκος της σκοτεινής αίθουσας παρατάσσονται νοσοκομειακά ράντζα με λευκά παραβάν, κάποια εκ των οποίων είναι κατειλημμένα ενώ άλλα όχι. Προφανώς, πρόκειται για το αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις, ένα μέρος που για καλή μου τύχη δεν είχα επισκεφτεί ποτέ πριν.

Τώρα όμως, βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ένα από τα ράντζα του αναρρωτηρίου, δίχως να μπορώ να θυμηθώ το πώς ή το γιατί οδηγήθηκα εδώ.

Τι συνέβη;

Τι μου συνέβη;

Πώς στο καλό κατέληξα έτσι;

Με ανησυχεί το ότι δεν έχω καμία απάντηση να δώσω στον εαυτό μου.

Παλεύω να θυμηθώ, πασχίζω να πιαστώ από κάτι, οτιδήποτε, που θα πυροδοτήσει την μνήμη μου.

Θεέ μου, είναι τόσο δύσκολο!

Μα εκεί που είμαι έτοιμη να εγκαταλείψω την προσπάθεια μου και να υποκύψω στον πόνο, την κούραση και την έντονη νύστα μου... Ξαφνικά είναι λες κι ένα αόρατο χέρι χώνεται αστραπιαία στον εγκέφαλό μου μόνο και μόνο για να με ταράξει, να πετάξει μια μεμονωμένη σκέψη και να την παρατήσει εκεί μέσα.

Η σκέψη μου αυτή είναι μονάχα μια μικρή λέξη, η αναλαμπή ενός ονόματος.

Γκρίφιν.

Είναι λες και μια αστραπή πέφτει πίσω απ' τα μάτια μου, φωτίζοντας τα πάντα.

Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ!

Και αίφνης θυμάμαι.

Θυμάμαι τι έπαθα.

Θυμάμαι τι έζησα προτού μεταφερθώ στο αναρρωτήριο του Ντέιβις.

Και πλέον δεν νιώθω αγαλλίαση γιατί επιβίωσα.

Δεν χαίρομαι που είμαι ζωντανή.

Εύχομαι να είχα πεθάνει.

  

Τα στρεβλά, πέτρινα σκαλιά χάνονταν στο σκοτάδι. Ο Γκρίφιν συνέχιζε να τα κατεβαίνει, αδιαφορώντας τελείως για τα απελπισμένα παρακαλετά και τις ατελείωτες ικεσίες μου.

«Γκρίφιν σε... σε παρακαλώ!», έσκουξα, έτσι αναποδογυρισμένη καθώς ήμουν απ' τον ώμο του. 

Καμία ανταπόκριση. 

«Σε θερμοπαρακαλώ, άσε... άσε με να γυρίσω πίσω, άσε με να φύγω, άσε με... άσε με... άσε με...», έκανα θρηνητικά. 

Τίποτα ο Γκρίφιν. 

«Δεν θα πω σε κανέναν τίποτα, σου το υπόσχομαι. Στην ζωή μου, σου το υπόσχομαι!»

Τίποτα. 

«Απλά μην το κάνεις χειρότερο, μην με πηγαίνεις εκεί κάτω». 

Πάλι τίποτα. 

«Όχι, όχι, όχι, σε παρακαλώ, σταμάτα! Όχι! Μην κατεβαίνεις άλλο! Γκρίφιν! Γκρίφιν!»

Απτόητος συνέχισε την πορεία του, με τέτοια ορμή κι βήμα σταθερό και αποφασιστικό που θα έλεγες ότι είχε σχεδιάσει από πολύ καιρό να το κάνει κι ότι τίποτα –ούτε τα δάκρυα, ούτε οι στριγκλιές, ούτε τα γρονθοκοπήματα μου- δεν θα μπορούσαν να ανατρέψουν το σχέδιο του.

Στην βάση της σκονισμένης σκάλας υπήρχε μια κλειστή, γκρίζα πόρτα με την χειρόγραφη πινακίδα «ΑΠΑΓΟΡΕΎΕΤΑΙ Η ΕΊΣΟΔΟΣ» καρφωμένη επάνω της. Σαν «νομοταγής» τρόφιμος που ήταν, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ άνοιξε την πόρτα με μια δυνατή κλωτσιά, κι αγνοώντας επιμελώς την ένδειξη, εισέβαλε στο εσωτερικό του υπόγειου δωματίου.

Με πέταξε κάτω λες και ήμουν σακί με πατάτες κι εγώ μ' ένα πονεμένο βογκητό έπεσα άγαρμπα πάνω στο σκληρό πάτωμα. Το κεφάλι μου κλυδωνίστηκε με την σύγκρουση και το στήθος μου πονούσε λες και κάποιος είχε αδειάσει με μιας τους πνεύμονές μου. Πετάρισα τα βλέφαρά μου αργοκίνητη, νωθρή, με ολόκληρο το σώμα μου να υποφέρει. «Άκουσέ με...», δοκίμασα να πω. «Για μια φορά άκουσέ με, σε παρακαλώ...»

Έβηξα αδύναμα και πάσχισα να σηκωθώ παραπατώντας. «Ωχ». Μες στην σκοτεινιά, ολόκληρο το δωμάτιο στροβιλιζόταν γρήγορα μπροστά μου. Το ίδιο και ο Γκρίφιν με την εικόνα του να θολώνει και να πολλαπλασιάζεται. 

Σκατά, πόσο είχα πιεί στ' αλήθεια;

Κι ως πότε θα ήμουν υπό την επήρεια του Χ;

«Γκρίφιν», ψέλλισα πάλι. «Μην βιάζεσαι να κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις».

Εκείνος ακούμπησε την πλάτη του επάνω στην κλειδωμένη πόρτα –μια ξεκάθαρη κίνηση κυριαρχίας μ' ένα μήνυμα σαφές και ξεκάθαρο: Δεν έχεις να πας πουθενά- κι απόμεινε να με κοιτάζει διασκεδάζοντας με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του και τα μάτια του αιχμηρά και πεινασμένα σαν της τίγρης. 

«Ω», χαμογέλασε δείχνοντας υπερβολικά ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτάρεσκος. «Δεν βιάζομαι καθόλου, κάθε άλλο μάλιστα, σκοπεύω να αφιερώσω όσο χρόνο πρέπει σε αυτή την νύχτα για να μας μείνει αξέχαστη και θα εκτιμήσω δεόντως κάθε δευτερόλεπτο που θα περάσω μαζί σου. Αν βιάζεται κάποιος εδώ πέρα, λοιπόν, σίγουρα δεν είμαι εγώ. Μήπως είσαι εσύ, Αντριάννα;», με ρώτησε σμίγοντας τα μάτια του, θαρρείς για να με δει καλύτερα. Να με εξετάσει. «Για αυτό πας να μου βάλεις λόγια;», μάντεψε. «Για αυτό θέλεις να με κάνεις να προτρέξω; Χάνεις την υπομονή σου; Δεν θα έπρεπε, η υπομονή είναι σπουδαία αρετή. Πράγματι είναι».

Άφησε την σφραγισμένη πόρτα και έπιασε να έρχεται προς το μέρος μου, με δρασκελιές μεγάλες, μα αργές και βασανιστικές συνάμα. 

Αγχώθηκα, φοβήθηκα και οπισθοχώρησα ασυναίσθητα.

Ο Γκρίφιν πρόσεξε την ανάγκη για φυγή που με διακατείχε.

Το χαμόγελό του έγινε πιο φαρδύ.

«Στάσου», τέντωσα τα χέρια μου σαν να ήθελα να τον κρατήσω σε απόσταση. «Όχι, περίμενε», είπα. «Περίμενε, περίμενε». Η φωνή μου έτρεμε σαν σβούρα που είχε χάσει την τροχιά της και στροβιλιζόταν στην άκρη του τραπεζιού. «Το έχεις πάρει λάθος. Όλο. Γκρίφιν, έχεις... έχεις παρεξηγήσει κάποια πράγματα, έχεις παρεξηγήσει εμένα! Δεν... δεν το θέλω αυτό, με φοβίζει να βρίσκομαι εδώ κάτω, με φοβίζεις εσύ κι ο τρόπος που με κοιτάζεις. Με έχεις εδώ πέρα χωρίς την συγκατάθεσή μου, με φυλακίζεις!», πια η φωνή μου είχε σκαρφαλώσει αρκετές οκτάβες και ηχούσε στριγκή, σχεδόν υστερική μες στον μικρό χώρο. «Και αυτό είναι εγκληματικό, είναι λάθος κι άδικο, δεν το αξίζω αυτό. Δεν έχω κάνει τίποτα για να το αξίζω αυτό! Οπότε σε παρακαλώ, σε ικετεύω να βάλεις ένα τέλος, πριν να είναι πολύ αργά... πριν κάνεις κάτι...», κόμπιασα, βρίσκοντάς το δύσκολο να ολοκληρώσω την πρότασή μου. «Μη αναστρέψιμο».

Περίμενα εναγωνίως να δω τον αντίκτυπο των λόγων μου επάνω του, αλλά...

Για τα επόμενα λεπτά δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, συνεχίσαμε απλά να στεκόμαστε αντικριστά ο ένας στον άλλο μέσα στο σιωπηλό, αδιακύμαντο σκοτάδι. Η μόνη κίνηση που μπορούσα να ανιχνεύσω προερχόταν από εμένα την ίδια, κι από τα προτεταμένα χέρια μου που έτρεμαν σαν να είχα Πάρκινσον. 

Ο Γκρίφιν, από την άλλη, έστεκε ακίνητος σαν βράχος.

Πώς το κατάφερνε αυτό;

Ήμουν σίγουρη πως η σιωπή του είχε σκοπό να με τρομάξει ακόμη περισσότερο, και δεν τα πήγαινε και άσχημα έτσι όπως πυργωνόταν από πάνω μου με τους τόσους μυς και το απειλητικό βλέμμα του.

Επιτέλους, αντέδρασε. Μα η αντίδρασή του με έπιασε προ εκπλήξεως.

Σήκωσε τα χέρια του και μου βάρεσε παλαμάκια, μια σειρά από αργά, χλευαστικά κλαπ, κλαπ, κλαπ που αντήχησαν εκκωφαντικά δυνατά στο έρημο υπόγειο. 

Τι κάνει;

«Βάλενταϊν!», μ' επεφήμησε. «Εξαιρετικός λόγος, μοναδικά δοσμένος! Και τι παθιασμένη ερμηνεία! Ικανή να λιώσει ακόμη και την πιο παγωμένη καρδιά. Ω, μη με φυλακίζεις! Είναι εγκληματικό, λάθος, άδικο!», άρχισε να με μιμείται κάνοντας την φωνή του γελοιωδώς τσιριχτή. «Δεν μου αξίζει! Τι ατάκα! Μα πώς την σκέφτηκες, ρε άτιμο; Τόσο πρωτότυπη, τόσο σπαραξικάρδια. Αν είχα συναισθήματα θα ανατρίχιαζα ακούγοντάς σε. Ήσουν σκέτη λάβρα! Φαντάσου, ότι σχεδόν με έπεισες να σε αφήσω. Σχεδόν. Δυστυχώς, όμως, και πίστεψέ με, με θλίβει βαθύτατα που στο λέω, δεν νομίζω ότι οι φίλοι μου πείστηκαν εξίσου».

Οι ποιοι;

«Παίδες;» Τα μακριά χέρια του Γκρίφιν άνοιξαν διάπλατα λες και ήθελε ν' αγκαλιάσει το δωμάτιο, και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο έως ότου στάθηκε σε κάτι πίσω μου.

Θεέ μου, έστειλα μια σιωπηλή δέηση. Κάνε να μην είναι αυτό που νομίζω!

Τα πόδια μου που έτρεμαν με κρατούσαν μόλις και μετά βίας όρθια κι η καρδιά μου φτερούγιζε ξέφρενα σαν κολιμπρί. Παρόλα αυτά πρόσταξα τον εαυτό μου να γυρίσει και να αντιμετωπίσει όποιους ελλόχευαν στις σκιές από πίσω μου. 

Φέρσου γενναία, Άντρι. Φέρσου γενναία!

Πρώτα τους μύρισα κι έπειτα τους είδα. Aftershave. Σαπούνι. Λίγος ιδρώτας.

Η μυρωδιά των αγοριών.

Ο Μαρκ, ο Πιτ κι ο Άσερ, τα σκυλάκια του Γκρίφιν, ξεπρόβαλαν από τις μαύρες γωνίες του υπογείου κι άρχισαν να μας περικυκλώνουν σαν καρχαρίες πεινασμένοι για σάρκα και αίμα.

Ήταν τρομακτικό να τους κοιτάζω να σεργιανάνε στο δωμάτιο, μα ήταν ακόμη δυσκολότερο να τους αφήσω απ' τα μάτια μου. Δεν τολμούσα ν' αποστρέψω το βλέμμα μου, ούτε στιγμή.

Η αγωνία διέρρεε μέσα μου, καθώς τους παρακολουθούσα βουβή, μένοντας στήλη άλατος.

Δίχως να λέω κουβέντα.

Δίχως να παίρνω ανάσα.

Όχι, αυτή είναι η λάθος τακτική, Αντριάννα. Η λάθος τακτική, εκτός κι αν θέλεις να σωριαστείς λιπόθυμη στα πόδια τους. Αυτό θες;

Όχι!

Ε, τότε πάρα ανάσα, με μάλωσα. Πάρα ανάσα, γαμώτο!

Δεν... δεν μπορώ! Δεν έχει αέρα εδώ μέσα!

«Δεν ξέρω εάν αντέχεις την κριτική», ψιθύρισε ο Γκρίφιν στο αφτί μου. Με είχε πλησιάσει από πίσω χωρίς να τον αντιληφθώ. Αναπήδησα. «Αλλά πρέπει να σου το πω», συνέχισε ανέμελος. «Το να ακολουθείς έναν άγνωστο, γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, Βάλενταϊν, δεν με γνωρίζεις και τόσο πολύ καιρό, έναν άγνωστο λοιπόν, καυλωμένο έφηβο με ιστορικό σεξουαλικού παραβάτη μες στα σκοτάδια και την μαύρη νύχτα, ενώ είσαι φτιαγμένη με Έκστασι και τύφλα στο μεθύσι... είναι πολύ ανόητο». Τα χέρια του αγκάλιασαν τους ώμους και τον λαιμό μου και με έσφιξε επάνω του. «Δες που σε έφερε αυτή σου η αμυαλοσύνη: Σε μια σκοτεινή, υπόγεια τρύπα δίχως διαφυγή». Ο Γκρίφιν έσκυψε και εναπόθεσε ένα ζεστό, υγρό φιλί στο μάγουλό μου. «Με όχι έναν, όχι δύο, ούτε τρεις, αλλά τέσσερις κατ' εξακολούθηση βιαστές». Γέλασε δυνατά κι αυτή την φορά το γέλιο του ήχησε τραχύ και σκληρό σαν μαχαίρια που τα ακονίζουν. Ζάρωσα επάνω του. 

«Ω!», αναστέναξε κεφάτα. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, αγόρια, θα περάσουμε απίστευτα απόψε με την μικρή μας φίλη!»

  

Αναδύομαι απότομα από την ανάμνηση, αλλά η θύμησή των αγοριών είναι ακόμη νωπή στο νου μου, κι η αναπνοή μου εξίσου κομμένη με τότε.

«Α-αυτό ήταν, Άντρι... Τε-τε-τελείωσε... Πέρασε ανε-ανεπιστρεπτί», κάνω μια απέλπιδα προσπάθεια να καθησυχάσω τον εαυτό μου. «Σαν ένα κακό όνειρο. Ναι, αυτό ήταν μονάχα... ένα φρικτό όνειρο».

Ωστόσο, τόσο το μυαλό όσο και το κορμί μου, ξέρουν ότι εκείνο το βράδυ με τον Γκρίφιν και την παρέα του υπήρξε. Υπήρξε πέρα από τα όρια του φαντασιακού μου.

Φρόντισαν να μην με αφήσουν να το ξεχάσω αυτό, ούτε για μια στιγμή. Άφησαν τα ίχνη τους επάνω μου, κέντησαν την επιδερμίδα μου με μωβ, μπλε και καφετιά μπαλώματα, κιτρινισμένες μελανιές, βαθιές νυχιές, δαγκωματιές κι ένα απερίγραπτο τσούξιμο ανάμεσα στα σκέλια μου, τα οποία τα νιώθω σαν διαλυμένα.

Δεν ήταν όνειρο όλο αυτό.

Εφιάλτης όμως σίγουρα ήταν.

Σαν να μην ξέρω τι είναι ο αέρας, και πρώτη φορά τον ανακαλύπτω, αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες, μα ο αέρας μοιάζει να μην φτάνει ποτέ επαρκής στα πνευμόνια μου.

Προσπαθώ να θυμηθώ πώς αναπνέουμε.

Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ...

«Τι στην ευχή είναι αυτό;»

Προσέχω ξαφνικά τον κοφτό, ηλεκτρονικό ήχο που επαναλαμβάνεται φτάνοντας από κάπου κοντά μου, κι ψάχνω να δω τι τον προκαλεί. Στο πλάι του κρεβατιού μου υπάρχει ένα κατασκονισμένο, παλαιολιθικό μηχάνημα ηλεκτρονικής υποστήριξης, ένα μόνιτορ, τέλος πάντων, που καταγράφει την καρδιακή μου λειτουργία.

Όσο αφηνιάζω εγώ, τόσο αφηνιάζει κι εκείνο. 

Είναι εκνευριστικό, εκκωφαντικό και δεν με αφήνει να ηρεμίσω. Με τσιτώνει, γεμίζοντας το μυαλό μου με σκηνές από ταινίες όπου ο πρωταγωνιστής πεθαίνει ξαφνικά αφήνοντας την ευθεία γραμμή του μόνιτορ ν' ανακοινώσει την ώρα θανάτου του. 

Μπρρρ, αναριγώ, μα από πού κλείνει, τέλος πάντων;

Ξαφνικά, το μπιπ, μπιπ, μπιπ που τόσο με τρελαίνει αντικαθίσταται (μερικώς) από έναν νέο ήχο που αντηχεί από την άλλη άκρη της αίθουσας. Ακούγεται σαν φλαπ, φλαπ, φλαπ.

Άλλο πάλι και τούτο, σκέφτομαι και αναζητώ την πηγή του νέου θορύβου.

Αυτή την φορά είναι ακόμη ευκολότερο να την εντοπίσω, μιας και η πηγή έρχεται με φούρια προς το μέρος μου. Είναι μια μεσήλικη γυναίκα ντυμένη με πράσινη νοκοσομιακή ποδιά, η οποία κρατά ένα μαύρο ντοσιέ παραμάσχαλα, για να σημειώνει την πρόοδο των ασθενών, φαντάζομαι. Στην μύτη της έχει μια μικρή καμπούρα, όπου στηρίζει ένα ζευράγι αυστηρά, τετράγωνα γυαλιά και τα καστανά μαλλιά της που είναι πιασμένα σε έναν χαλαρό κότσο στην βάση του αυχένα της έχουν ασημιές ανταύγες. 

«Βρε, βρε», λέει μ' έναν κουρασμένο αναστεναγμό. «Η Βάλενταϊν συνήλθε! Ο γιατρός θα χαρεί πολύ να το ακούσει αυτό, νομίζω πως τον τρόμαξες για λίγο τις τελευταίες ώρες».

Μπιπ, μπιπ, μπιπ...

Ρίχνει μια παραξενεμένη ματιά στο μόνιτορ που διαμαρτύρεται ασύστολα. «Πωπω, αυτό το παλιόπραμα τρελάθηκε τελείως. Μάλλον είχες άσχημο ξύπνημα». Σκύβει από πάνω μου, παίρνει το χέρι μου στο δικό της και τοποθετεί τα δάχτυλά της στον καρπό μου, εξετάζει τον σφυγμό μου. «Χμμμ», μουρμουρίζει. «Εφιάλτης;»

«Ολοζώντανος», επιβεβαιώνω σφουγγίζοντας τις στάλες του παγωμένου ιδρώτα από το μουσκεμένο μέτωπό μου.

Η νοσοκόμα βγάζει έναν μικρό σαν στυλό φακό από το τσεπάκι της ρόμπας της και αφού ισιώνει την πλάτη της πατάει ένα κουμπί ανάβοντάς τον. Έντονο λευκό φως χύνεται μες στα μάτια μου, στραβώνοντάς με. Με διατάζει να μην βλεφαρίσω. «Λειτουργία κορών φυσιολογική...», την ακούω να μουρμουρίζει στον εαυτό της. Σβήνει το φως. «Σε γενικές γραμμές, είσαι εντάξει, Αντριάννα. Για να δούμε τώρα, αντιλαμβάνεσαι πού είσαι;»

«Δε... δεν έχω ξαναέρθει εδώ», της εξηγώ, ρίχνοντας μια ακόμη ματιά τριγύρω, θαρρείς κι αναζητώ επιβεβαίωση. «Αλλά από τα συμφραζόμενα... θα έλεγα ότι είμαι στο αναρρωτήριο του Ιδρύματος».

«Έκτακτα», επιδοκιμάζει σημειώνοντας την απάντησή μου στο ντοσιέ της. «Θα μπορούσες να μου πεις τι μέρα είναι;»

«Εεε... 9 Οκτώβρη;», κάνω αβέβαια.

«Μμμμ...», σφίγγεται. Τα χείλη της σουφρώνουν και το δέρμα γύρω απ' το στόμα της γεμίζει με βαθιές ρυτίδες. «Παραλίγο». Με κοιτάζει με το ψεύτικα συμπονετικό βλέμμα του παρουσιαστή τηλεπαιχνιδιού που ανακοινώνει στον παίκτη πως η απάντηση που έδωσε δεν είναι η σωστή και συνεπώς δεν θα του επιφέρει το πολυπόθητο χρηματικό ποσό. «Αλλά υποθέτω ότι είναι φυσιολογικό να έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου έπειτα από τόσες ώρες ύπνου».

Λοιπόν, αυτό ακούγεται... ανησυχητικό.

«Γιατί;», τσιτώνω. «Πόσες μέρες είμαι τάβλα;»

Κρατάει περισσότερες μυστηριώδεις σημειώσεις.

«Δύο μέρες», απαντά λιτά. «Ξημερώνει η τρίτη. Είναι Κυριακή 12 Οκτώβρη και ώρα τέσσερις το χάραμα».

«Συγγνώμη, εννοείται πως κοιμόμουν τρία μερόνυχτα;», σαστίζω. «Μα... πόσο άσχημα είμαι;» Προσπαθώ να ανακαθίσω, ώστε να την κοιτάξω καλύτερα, αλλά βελονιές πόνου διαπερνούν το σώμα μου. Άουτς!

«Έχεις έναν πληγωμένο μηνίσκο, τέσσερα ραγισμένα πλευρά, κάποιες ρωγμές στο κρανίο σου, ένα άσχημα πρησμένο μάτι και, όπως θα έχεις ήδη προσέξει και η ίδια, μώλωπες που καλύπτουν κάθε σπιθαμή του δέρματός σου. Ακούγεται απαίσιο, ξέρω», αναλογίζεται φωναχτά. «Το καλύτερο που σου μένει να κάνεις τώρα, είναι να προσκολληθείς στην θετική πλευρά της ατυχούς κατάστασής σου: Θα μπορούσες να έχεις σακατέψει πολλά περισσότερα κατά την πτώση σου από την σκάλα, όμως περιορίστηκες σε ετούτα».

Την ακούω προσεκτικά, καθώς μου αναλύει όλα τα μέρη του κορμιού μου που χρειάζονται φροντίδα και επούλωση, ώσπου αναφέρει τις... σκάλες.

Ποιες σκάλες; 

Αυτές που οδηγούσαν στο υπόγειο κελί μου; Αυτές που ο Γκρίφιν με ανάγκασε να κατέβω, φορτώνοντάς με σαν σακί στον ώμο του;

«Όχι», εναντιώνομαι στους ισχυρισμούς της. «Δεν έγινε έτσι».

Οι Αθληταράδες στοιχειώνουν τον εγκέφαλό μου, τα χέρια τους, τα στόματά τους και όλα όσα μου έκαναν με δαύτα διαπερνάνε το μυαλό μου, όπως η σφαίρα το γυαλί. 

«Δεν φταίνε οι σκάλες...», την πληροφορώ. «Δεν έπεσα».

Η νοσοκόμα συμβουλεύεται τον ιατρικό μου φάκελο με πολύ σοβαρό ύφος.

«Οι αιματολογικές εξετάσεις έδειξαν ότι υπήρχε αλκοόλ και ναρκωτικά στο αίμα σου», ανακοινώνει με τόνο απότομα βλοσυρό. «Δεν θα σε ρωτήσω που τα βρήκες... Θα σε ρωτήσω κάτι άλλο», με μια κοφτή, επαγγελματική κίνηση κλείνει το μαύρο της ντοσιέ και με κοιτάζει κατάματα. «Πιστεύεις ότι η θολωμένη από το πιοτό και τις ουσίες μνήμη είναι αξιόπιστη;»

Δεν μου δίνει χρόνο να απαντήσω. «Στραβοπάτησες και κουτρουβάλησες από ύψος 40 σκαλιών... Εξού και το χάλι σου», ολοκληρώνει τα λεγόμενά της, στρέφοντας την μυτερή γραφίδα της πένας της κατά πάνω μου. Με σημαδεύει με έναν τρόπο που μοιάζει να λέει: Φως φανάρι είναι. «Αυτό είναι όλ-».

«Όχι!», την αψηφώ. Το μόνιτορ δίπλα μου αντιδρά αναλόγως.

Μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιπ, μπιιιιιιπ! 

«Δεν έγινε έτσι. Ήταν... ήταν ο Γκρίφιν, ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Και δεν ήταν μόνος του. Ήταν και ο Μαρκ εκεί και... ο Άσερ και...»

Κουνάει απορριπτικά το κεφάλι της. «Μυθοπλασίες ενός διαταραγμένου νου», προφασίζεται.

«Όχι, όχι, στα αλήθεια!», εξεγείρομαι. «Εκείνοι ήταν. Με περιτριγύριζαν ολόκληρο το βράδυ, μου είπαν ψέματα, με παρέσυραν σε εκείνο το υπόγειο...» Όσο της διηγούμαι τι έλαβε χώρα, η φωνή μου υψώνεται, ρίγη διατρέχουν την ραχοκοκαλιά μου και το σφυροκόπημα από το μόνιτορ επιταχύνεται εξωφρενικά πολύ. «Και... και τότε...»

Με διακόπτει ανυπόμονα. «Ξεκουράσου, Αντριάννα Βάλενταϊν-»

«Όχι, ακούστε-»

Με το ελεύθερο χέρι της με σπρώχνει πίσω, αναγκάζοντάς με να ξαπλώσω πάλι στα μαξιλάρια. «Ηρέμισε και επουλώσου», μου συνιστά. Προσπαθώ να σηκωθώ, με πιέζει στο στρώμα. «Άσε στον χρόνο να γιατρέψει τις πληγές σου και μην ρίχνεις το φταίξιμο της απροσεξίας σου σε άλλους».

«Με βίασαν!», λέω με μια σπαραχτική κραυγή.

Για λίγο είναι λες κι ολόκληρο το αναρρωτήριο κρατά την ανάσα του, το μόνο που υπάρχει τριγύρω είναι μια ηχηρή, χαυνωτική σιωπή. Με βίασαν, οι λέξεις πέφτουν βαριές στον χώρο, διογκώνονται, εξαπλώνονται. 

Κι όμως, με κάποιον τρόπο η γυναίκα καταφέρνει να ξεπεράσει και απορρίψει ξανά την συνταρακτική μου ομολογία λες και πρόκειται για μια αβάσιμη, συκοφαντική φήμη. 

«Όχι», το αρνείται ανυποχώρητη. Μετά μου χαρίζει ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. «Το ονειρεύτηκες αυτό. Ήταν ο εφιάλτης σου».

Με αφήνει, κάνει μεταβολή και... «Φεύγω τώρα», με ενημερώνει. «Λόγο της περασμένης ώρας, με έχουν αφήσει μόνη στο αναρρωτήριο και έχω να δω και τους υπόλοιπους ασθενείς». Πιάνει την άσπρη κουρτίνα του παραβάν μου και αρχίζει να την τραβά σιγά σιγά, το ύφασμα απλώνεται δημιουργώντας ένα παραπέτασμα ανάμεσα σε εμένα και τον κόσμο. «Ξάπλωσε και ηρέμισε», με συμβουλεύει. Ακούγεται υπερβολικά δεικτική.

«Πρέπει να-», προσπαθώ να την πείσω να μείνει, να ακούσει, να καταλάβει...

Με κοιτάζει άτεγκτα απ' το μικρό άνοιγμα που έχει αφήσει στο παραβάν. «Βγάλε από το φουρκισμένο σου μυαλουδάκι όλες αυτές τις ανοησίες», η δηκτικότητα της εκτοξεύεται στα ύψη σαν ρουκέτα. «Οι σκάλες ήταν...»

Αφήνει το ύφασμα να πέσει και το παραβάν κλείνει για τα καλά απομονώνοντάς με.

«Μα... μα δεν έγινε έτσι», ψελλίζω.

Αλλά πλέον δεν υπάρχει κανείς τριγύρω για να ακούσει αυτή την δήλωση.

Κανείς δεν νοιάζεται.

Κανείς πέραν εμού.

Ξέρω πως δεν έγινε έτσι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top