Κεφάλαιο 6: Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. (μέρος 2)

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Τα έχω κάνει ήδη όλα σκατά.

(δεν μου χώραγε ολόκληρο τον τίτλο και σας τον γράφω εδώ). 

Ο Κάι Γκρίνγουντ βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην ένατη και στην δέκατη πέμπτη τζούρα του.

Τι έκπληξη!

Εξ' αρχής το ήξερα ότι το να δοκιμάσω να κρατήσω τον Κάι μακριά από τα ναρκωτικά του, ισοδυναμούσε με το να αποπειραθώ να κρατήσω το κύμα μακριά από την ακτή.

Δεν υπήρχαν πιθανότητες επιτυχίας, όφειλα όμως να προσπαθήσω.

Το πάρτι λάμβανε χώρα σε τρεις κοιτώνες, των οποίων οι πόρτες παρέμεναν μονίμως ανοιχτές, για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα οι εορτάζοντες. Πολύχρωμα φώτα και μουσική ξεχύνονταν από παντού τριγύρω.

Από ότι είδα, το πρώτο δωμάτιο χρησίμευε κυρίως ως μπαρ, καθώς ένα παλιό, κυκλικό τραπέζι από λευκό πλαστικό είχε στηθεί στο κέντρο του. Πάνω στο τραπέζι παρατάσσονταν όλων των ειδών τα αλκοολούχα μπουκάλια, ποτηράκια και πιατάκια μιας χρήσης, μπαγιάτικα ξηροκάρπια, πατατάκια, μαραμένα σάντουιτς, κ.α. Επιπρόσθετα, υπήρχαν κι άλλα μικρότερα τραπεζάκια, γύρω από τα οποία συνωστίζονταν τρόφιμοι που μπεκρόπιναν, στοιχημάτιζαν ή έπαιζαν διάφορα, αυτοσχέδια παιχνίδια με τα οινοπνευματώδη.

Ένα τοίχος από ήχο και φως με χτύπησε καταπρόσωπο, τη στιγμή που ακολούθησα τον Κάι μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο. Από τα ηχεία ούρλιαζε τρανς μουσική, ενώ μια παράξενη λάμπα ακουμπισμένη στη μέση του μπαρ άλλαζε συνεχώς χρώματα, βάφοντας το μέρος πότε κόκκινο και μπλε, πότε μωβ και πράσινο. Ήταν... εκτυφλωτικό.

Η είσοδος μας χαρακτηρίστηκε από θερμή υποδοχή. Ένα τσούρμο ύποπτοι τρόφιμοι του Ντέιβις Πλέις έπεσαν πάνω μας, χαιρετώντας μας, καλωσορίζοντάς μας, και ουρλιάζοντας σαν κανίβαλοι. Ο Κάι, δεν έχασε χρόνο, αλλά ξεκίνησε ευθείς εξαρχής να κάνει τις συστάσεις. «Αλάνια, από 'δω 'χάμω η Αντριάννα Βάλενταϊν, Αντριάννα, από κείθε πέρα, τα αλάνια, Ντόρμαντ, Γκάβιν, Κέιτζ, Έλρον, Κόνορ...». Ο Κάι αράδιαζε επίθετα παιδιών όλη τη νύχτα, μα τολμώ να πω, πως μια ήταν η γνωριμία που μου εντυπώθηκε για τα καλά.

Η γνωριμία του Αράτ Γιουσούφ Τζιαντάν.

«Τούτος εδώ ο μόρτης είναι ο Αράτ Γιουσού-κάτι», μου είπε ο Κάι, περνώντας το μπράτσο του επάνω απ' τους ώμους ενός τύπου, που έμοιαζε λες κι ήταν ο μικρός αδερφός του Lil Wayne. Σουλούπι ακρίδας, σκούρο δέρμα στολισμένο με λογής λογής τατουάζ, άπλυτα ράστα στην κορυφή του κεφαλιού, και ένα χαμόγελο όλο μεταλλικά δόντια.

«Αράτ Γιουσούφ Τζιαντάν», επανέλαβε το αγόρι, εύλογα ανικανοποίητο από την σύσταση του Κάι. Σήκωσε το χέρι του -το οποίο προηγουμένως εκτελούσε χρέη ζώνης, συγκρατώντας το φαρδύ του παντελόνι ανησυχητικά χαμηλά στη μέση του, για να επιδεικνύει σε όλους το μποξεράκι του- και μου χάρισε μια ζεστή χειραψία. «Χάρηκα, Αντριάννα», είπε ευγενικά.

«...ναι», μουρμούρισα χαζεμένη, υπερβολικά απορροφημένη με το να παρατηρώ το παντελόνι του να πηγαίνει κόντρα στην βαρύτητα. Πώς και δεν είχε πέσει στο πάτωμα ακόμη, αφήνοντάς τον ξεβράκωτο; Μυστήριο...

«Στους κύκλους μας, ο Αράτ, είναι επίσης γνωστός με το ψευδώνυμο Το κινητό φαρμακείο της γειτονιάς σας», συνέχισε να φλυαρεί ο Κάι. «Ή, εν συντομία, ο Φαρμακοποιός».

«Φαρμακοποιός;» Παραδόξως, αυτή η τελευταία πληροφορία κατόρθωσε να αποσπάσει την προσοχή μου απ' το εκτεθειμένο σώβρακο του Lil Wayne. «Πώς κι έτσι;»

«Είμαι πάντα εδώ για να φτιάξω τους φίλους μου», κορδώθηκε ο ίδιος. «Με πιάνεις; Έχω ότι είδους συνταγή κι αν μου ζητήσουν, χάπια, νταφού, τριπ, ζαπρέ, λουκουμόσκονη, ξες, όλα τα ωραία».

«Δη... δηλαδή τους παρέχεις ναρκωτικά;», δεν ξέρω γιατί την ζήτησα ετούτη την διευκρίνιση. Επαναδιατύπωσα: «Καλά, προφανώς ναρκωτικά παρέχεις, πες πως δεν το ρώτησα αυτό. Η αληθινή μου ερώτηση είναι: πού στο καλό τα βρίσκεις;»

Ο Αράτ Γιουσούφ Τζι... Τζιάτ... ο Φαρμακοποιός, τέλος πάντων, έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος μου, αφήνοντας την μυρωδιά του να γεμίσει τα ρουθούνια μου.

Βρωμούσε ολόκληρος σαν σταχτοδοχείο. Ζάρωσα τη μύτη μου.

«Μπορεί να είσαι ακόμη καινούρια στα λημέρια μας, Αντριάννα Βάλενταϊν», μου είπε χαμηλόφωνα, σχεδόν εμπιστευτικά. «Μπορεί να μην κατέχεις πολλά για το πώς έχει η κατάσταση στο Ντέιβις Πλέις, αλλά αυτό που πρέπει να μάθεις, οπωσδήποτε, είναι ότι εδώ μέσα τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πρωτοέρχεσαι στο Ίδρυμα και βλέπεις παντού κάγκελα και συρματόπλεκτους φράχτες, κανόνες και άλλους κανόνες και άλλους κανόνες και τσαμπουκαλεμένους φύλακες να σκάνε μύτη από κάθε γωνία. Και σκέφτεσαι ότι παρόλο που το μέρος είναι χάλια, τα μέτρα ασφαλείας του είναι τόσο άψογα σχεδιασμένα που δεν θα μπορέσεις ποτέ να δραπετεύσεις, ότι εδώ μέσα θα τ' αφήσεις τα κοκαλάκια σου. Αλλά αυτό είναι μια φαινομενική αλήθεια, όχι ουσιαστική. Δεν μπορείς να σπάσεις τους δρακόντειους κανόνες του Ντέιβις Πλέις, αλλά μπορείς να τους λυγίσεις. Για παράδειγμα, χμμμ, μπορείς να βγεις έξω από το Ίδρυμα, όποτε σου καπνίσει. Τι; Δεν το ήξερες αυτό, ε; Ναι, κι όμως. Υπάρχει μια τρύπα κάπου στον φράχτη στην πίσω μεριά του Ιδρύματος, κοντά στην εκκλησία. Έχω περάσει από μέσα της εκατομμύρια φορές», κοκορεύτηκε. «Η μαλακία είναι ότι το Ντέιβις Πλέις βρίσκεται στην μέση του πουθενά. Ακόμη κι αν βγεις, δεν έχεις κάπου να πας, οπότε αναγκαστικά, παύεις να παριστάνεις τον Μάικλ Σκότφιλντ* και μπαίνεις πάλι μέσα. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι στο Ντέιβις μπορείς να κάνεις ότι σου καπνίσει, αρκεί να ξέρεις πώς. Αν έχεις δε, τις κατάλληλες γνωριμίες κάνεις θαύματα».

«Οι γνωριμίες σου δηλαδή σε προμηθεύουν», μάντεψα.

Τι σόι γνωριμίες είναι αυτές; Ο Τόνι Μοντάνα;

Θαρρείς κι ο Φαρμακοποιός μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου, είπε: «Κάποιοι φύλακες θα κάνουν τα πάντα για το σωστό αντίτιμο, μέχρι και να σου πουλήσουν ουσίες».

«Μα... μα...», άρχισα να δυσανασχετώ. «ποιο αντίτιμο θα μπορούσε να 'ναι αρκετό για να κάνει κάποιον να παρεκτραπεί τόσο;»

«Τα χρήματα, καταρχήν», είπε με φυσικότητα. «Ή το να τους κάνεις πλάτες, να λες ψέματα για χάρη τους, να τους καλύπτεις όταν στο ζητήσουν. Και βέβαια, υπάρχει και το φίκι φίκι».

«Τ-τ-το σεξ;», ταράχτηκα. «Κάνεις σεξ με τ-τ-τους φύλακες;»

«Πολύ κομψά το θέτεις», γέλασε εκείνος. «Εδώ αυτοί μου έχουν ανοίξει δεύτερη κωλοτρυπίδα. Αλλά δεν παραπονιέμαι, εξάλλου αυτή είναι η συμφωνία, εάν θέλεις να σου φέρνουν πράμα». Ξαφνικά, ο Φαρμακοποιός αναπήδησε σαν να είχε μόλις θυμηθεί κάτι. Γύρισε και κοίταξε τον Κάι Γκρίνγουντ και το μαστουρωμένο του χαμόγελό έγινε πιο φαρδύ. «Και τώρα που είπα πράμα... Τι λες, Γκριν; Έχεις όρεξη για λίγο;»

Τώρα ήταν η σειρά μου να τιναχτώ όρθια σαν κεραυνοβολημένη, μα προτού προλάβω να βρω τα χαμένα μου λόγια για να τους κατσαδιάσω και να πω στον Κάι ότι δεν είχε να πάει πουθενά, οι δυο τους έκαναν μεταβολή και χάθηκαν σε μια μακρινή γωνία.

«Ω, Θεέ μου», τσίριξα μένοντας μόνη. «Οι φύλακες ασελγούν επάνω στους τροφίμους, και αυτοί το δέχονται αδιαμαρτύρητα!»

Μα με τι παρωπιδισμούς ζούσαν αυτά τα παιδιά, τέλος πάντων; Πώς το ανέχονταν να ατιμάζονται έτσι για μια χούφτα χάπια και μερικά τσιγαριλίκια; Δεν έβλεπαν πόσο ανάρμοστο ήταν όλο αυτό; Πώς... πώς... πώς συναινούσαν;

Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στην αίθουσα και είδα τους συγκρατούμενους μου να επιδίδονται σε κάθε είδους παρασπονδία και κραιπάλη. Ωστόσο, την στιγμή που ετοιμάστηκα να τους ψέξω πάλι... σταμάτησα. Και τότε, ενώ τους κοιτούσα, η ματιά μου μαλάκωσε πάνω τους και άρχισα να τους βλέπω όπως πραγματικά ήταν.

Νέοι μόνοι, χαμένοι και εγκαταλελειμμένοι, απογοητευμένοι από όλους και από όλα, μα πιο πολύ απ' τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτοκαταστροφικοί. Έφηβοι που είχαν ανατραφεί έχοντας μια ολωσδιόλου στρεβλή εικόνα για τον κόσμο, που πίστευαν ότι το μαύρο είναι άσπρο και το κακό καλό. Παιδιά που έζησαν για τόσα χρόνια εξοικειωμένα με την φρίκη, ώστε υπέθεσαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

Και ίσως, στο κάτω κάτω, να μην υπήρχε, για αυτούς.

Ή για εμένα, στο εξής.

«Αα!», κατσούφιασα ξανά. «Και είχα αρχίσει ν' αναρωτιέμαι γιατί έχει αργήσει τόσο να μου χτυπήσει την πόρτα η κατάθλιψη».

Εντούτοις, η κατάθλιψη δεν πρόλαβε ούτε αυτή την φορά να διαβεί το κατώφλι μου, επειδή την προσπέρασε μια ομάδα παιδιών που έπεσε καταπάνω μου.

«Γεια, εσύ δεν είσαι η Βάλενταϊν;», με ρώτησε με απρόσκοπτη φιλικότητα κάποιος από το τσούρμο. «Εγώ είμαι ο Αμπρόουζ και...»

«Η Βάλενταϊν από το Μονρόε, που έριξε την αδερφή της από τις σκάλες και την ξέκανε;», πήρε τον λόγο ένα ημίγυμνο κορίτσι. «Σε νιώθω. Εγώ είμαι η Τιντάλ, μεγάλη θαυμάστρια σου. Καλά της έκανες, όχι καλά της έκανες της αδερφής σου! Εγώ την δική μου την πάτησα με τ' αμάξι, την παλιοπροδότρα!»

«Μας λείπει ένα άτομο για να παίξουμε Beer-Pong**», εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία ένας τρίτος. «Τι λες, Βάλενταϊν; Θες να συμπληρώσεις την εξάδα μας; Θες, θες, αφού το βλέπω στο μάτι σου».

«Στο δεξί ή τ' αριστερό;», σάρκασα άθελά μου. Έκανα ν' αποτραβηχτώ αλλά με είχαν γραπώσει για τα καλά και με παρέσυραν ως ένα τραπέζι κατακλυσμένο από δύο τρισδιάστατες πυραμίδες από κόκκινα ποτήρια μπύρας που είχαν στηθεί αντικριστά η μια στην άλλη, σαν δύο δίδυμοι λόφοι.

Έκανα να τους πω ότι δεν έχω όρεξη για Beer-Pong, ότι δεν μου αρέσουν οι φάτσες τους και ότι θέλω να φύγω, αλλά ήταν ανένδοτοι. Στο τέλος, αφού κανένα από τα άλλα χαρτιά μου δεν δούλεψε, δοκίμασα να τους πω την συνταρακτική αλήθεια: «Δεν είμαι δολοφόνος, ρε παιδιά. Φήμες είναι όλα αυτά που ακούγονται γύρω από το όνομά μου, κακοπροαίρετες φήμες. Δεν έριξα την αδερφή μου από τις σκάλες, όπως λένε κάποιοι, δεν την τεμάχισα και πούλησα ως Hot Dog, ούτε την έπνιξα όταν έκανε αφρόλουτρο. Στην πραγματικότητα δεν πείραξα ποτέ ούτε μια τρίχα απ' τα μαλλιά της. Την αγαπούσα την αδερφή μου, την λάτρευα, ακόμη την λατρεύω, πάντα θα την λατρεύω!»

Δυστυχώς, οι νέοι μου φίλοι δεν συγκινήθηκαν με ετούτη την εξομολόγηση, και ακόμα χειρότερα, δεν έχασαν το ενδιαφέρον τους για το πρόσωπό μου. Για να είμαι ειλικρινής, πόνταρα στο ότι θα ξενέρωναν με την αθωότητά μου, αλλά εκείνοι δεν μου έκαναν το χατίρι να με εξοστρακίσουν ως άσπρο πρόβατο μες στο μαύρο τους κοπάδι.

Αντιθέτως, δεν έχασαν χρόνο και χωρίστηκαν σε ομάδες των τριών, ξεκινώντας το παιχνίδι, βάζοντάς με να παίξω μαζί τους.

Στην αρχή, απλώς έστεκα σιωπηλή σε μια άκρη και τους παρακολουθούσα μένοντας αμέτοχη, γρήγορα όμως με ψυλλιάστηκαν και έλαβαν δραστικά μέτρα. Κάθε φορά που οι αντίπαλοι έστελναν ένα μπαλάκι να προσγειωθεί μες στα κύπελλά μας, οι συμπαίκτες μου με έσπρωχναν μπροστά και με έβαζαν να αδειάσω το εκάστοτε κύπελλο, πίνοντάς το αλκοόλ στο εσωτερικό του, αποστραγγίζοντάς το.

Ξεκίνησα, θέλοντας και μη, να εκπροσωπώ την ομάδα μου, κατ' αυτόν τον τρόπο, νιώθοντας τον δισταγμό και την δυσφορία μου να πάλλονται σε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Συνέχισα να πίνω για κάθε πόντο που χάναμε, ωστόσο με κάθε αλκοολούχα γουλιά που κυλούσε στον λαιμό μου τα προηγούμενα συναισθήματα άρχισαν να παραμερίζονται.

Πολύ σύντομα δεν υπήρχαν πουθενά.

Και το ίδιο συνέβη και στην Αντριάννα Βάλενταϊν, την επιτηδευμένα καλή, μαλθακή, πειθαρχημένη και νομοταγή κόρη των βουλευτών από το Μονρό. Εξαφανίστηκε.

Πλέον το κορίτσι που υπήρχε μέσα μου, που όριζε τις κινήσεις μου, τα βήματα και τα λόγια μου ήταν κάποιο άλλο, κάποιο που αντλώντας θάρρος απ' το ποτό είχε αρχίσει να αψηφά εντελώς τις ενδεχόμενες συνέπειες των πράξεων του. Ένα κορίτσι άγριο και ανεύθυνο και... απελευθερωμένο.

Μέχρι να τελειώσουν και οι τρεις γύροι του Beer-Pong και η ομάδα μου να στεφθεί νικήτρια... εγώ είχα γίνει λιώμα.

Βασικά, ακόμη λιώμα είμαι.

Κι έτσι, αρχίζω τώρα να κινούμαι προς το μπαρ, χαχανίζοντας και παραπατώντας. Θέλω απελπισμένα να ξαποστάσω σε μια απ' τις καρέκλες του μπουφέ και να τσιμπήσω κάτι, οτιδήποτε από τους μεζέδες-αποφάγεια που έχουν βουτήξει οι τρόφιμοι απ' την Τραπεζαρία του Ντέιβις. Είχα ακούσει ότι δεν πρέπει να πίνεις με αδειανό στομάχι, επειδή τότε το αλκοόλ σε χτυπάει πιο δυνατά. Αυτή η πληροφορία αναδύθηκε προ ολίγου μες στο ζαλισμένο μου μυαλό κι έτσι μόλις φτάνω στο κεντρικό τραπέζι, χώνω το χέρι μου μέσα στο μπολ με τα τσιπς και στριμώχνω μια χούφτα από αυτά στο στόμα μου. Τα καταπίνω αμάσητα, νιώθοντας σαν ζαβολιάρικο παιδάκι.

Είναι γελοίο και παιδαριώδες, και σίγουρα κανείς δεν νοιάζεται για το τι κάνω στα πατατάκια, εγώ όμως νιώθω σαν μικρή επαναστάτρια τρώγοντάς τα. Διότι, παράλληλα, φαντάζομαι ότι οι γονείς μου βρίσκονται κάπου εδώ γύρω, φαντάζομαι ότι με ατενίζουν αφ' υψηλού με τα ψυχρά, επικριτικά τους μάτια. Φαντάζομαι την αηδία και την απογοήτευση να ζωγραφίζεται στα τσιτωμένα απ' το Botox πρόσωπά τους, καθώς μου λένε ότι αυτός δεν είναι τρόπος να δειπνεί μια δεσποινίδα, και ειδικά μια Βάλενταϊν, και τέλος τους φαντάζομαι να μου λένε ότι τους ντροπιάζω με την συμπεριφορά μου, ότι είμαι ο όνειδος της οικογένειας μας, και ότι τελικά το να με κλείσουν στο Ίδρυμα, μακριά απ' τα φλας της δημοσιότητας είναι η καλύτερη απόφαση που πήραν ποτέ τους.

Κρατάω όλες αυτές τις σκέψεις στο νου μου, τις κρατάω γερά.

Και συνεχίζω να αντεκδικούμαι τους γονείς μου, ένα πατατάκι την φορά.

Τρώω, μασουλάω, καταπίνω και τους καταριέμαι σαν κάποιο κακιωμένο, αδηφάγο γουρουνάκι.

Τρώω, μασουλάω, καταπίνω και καταριέμαι.

Τρώω, μασουλάω, καταπίν... πνίγομαι!

Ω, να πάρει, κάτι έχει κολλήσει στο λαιμό μου και πνίγομαι!

Χωρίς καμία λογική, χωρίς καμία συναίσθηση πιάνω τον λαιμό μου και αρχίζω να βήχω δυνατά, ηχηρά θέλοντας να επιστήσω την προσοχή κάποιου, πασχίζοντας να καλέσω για βοήθεια. Εντούτοις, οι τρόφιμοι που με περιτριγυρίζουν δεν σκοτίζονται ιδιαίτερα, λες και το να πέφτει κάποια τύπισσα γονατιστή μπροστά σου, κατακόκκινη και ιδρωμένη σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, κοιτάζοντάς σε με μάτια γουρλωμένα και χρησιμοποιώντας ρόγχους αντί για λέξεις... δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας.

Κοιτάξτε με, ανάθεμά σας! Κοιτάξτε με, βρε όρθια βόδια! Πεθαίνω! Κάντε κάτι!

Σαν από μηχανής Θεός, ένα ζευγάρι χέρια τυλίγεται απότομα γύρω απ' τη μέση μου και με σφίγγει σηκώνοντάς με. Η κίνηση είναι τόσο απότομη, τόσο ξαφνική που η τροφή που έχει φράξει την αναπνευστική μου οδό, πετάγεται έξω απ' το στόμα μου.

Ο Κάι με γυρίζει προς το μέρος του πανικόβλητος, ενώ εξακολουθεί να με συγκρατεί για να μην σωριαστώ κατάχαμα, και τα χλωμά πράσινα μάτια του οργώνουν το πρόσωπό μου φρενιασμένα. Δεν ξέρω ποιες σκέψεις περνούν απ' το μυαλό του, μα δείχνει τρομοκρατημένος.

Αρχίζει να με ταρακουνάει, φωνάζοντας το όνομά μου. «Αντριάννα; Αντριάννα; Είσαι καλά; Τι συμβαίνει; Τι; Τι είναι; Πνίγηκες;»

Το ταρακούνημα είναι μια πολύ κακή ιδέα από μέρους του, με εμποδίζει να σταθώ στα πόδια μου και κάνει το κεφάλι μου να βουίζει σαν κυψέλη με μέλισσες. Δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί πως έτσι επιδεινώνει την κατάστασή μου, επειδή συνεχίζει να μου φωνάζει και να με ταρακουνάει όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο επίμονα.

Προσπαθώ να του δείξω πως με ενοχλεί, τον πιάνω από τα μπράτσα και γαντζώνομαι επάνω του, ρουφώντας λαίμαργα τον αέρα ανάμεσά μας. «Κ-Κάι!», κατορθώνω να πω ύστερα από κάμποσες βεβιασμένες ανάσες. «Πάψε... να με... κουνάς... μου προκ-προκαλείς... ναυτία».

Επιτέλους ο Κάι λαμβάνει το μήνυμα.
Παίρνει τα χέρια του από πάνω μου και κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω, μου παραχωρεί λίγα, απαραίτητα, ζωτικά εκατοστά προσωπικού χώρου για ν' ανασάνω.

Τον κοιτάζω με ευγνωμοσύνη.

Μετά, αρχίζω να εισπνέω από τη μύτη μου, προσπαθώντας να ξαναδώσω στην ανάσα μου ρυθμό, να κατευνάσω τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου, να διώξω την ανησυχία απ' το σώμα μου.

Ήρεμα, ήρεμα, σκέφτομαι καθησυχαστικά, αυτό ήταν, μια κρίση, πάει όμως, τώρα, τελείωσε. Σώθηκα. Ο Κάι μ' έσωσε την τελευταία στιγμή, πράγματι το έκανε!

Κι έπειτα, ακολουθεί η λυτρωτική συνειδητοποίηση του ότι δεν θα πεθάνω απόψε, η οποία σε συνδυασμό με τα λίτρα μπύρας που έχω καταναλώσει με γεμίζει με μια παράλογη αισιοδοξία. Ναι, δεν θα πεθάνω απόψε, και σίγουρα όχι δολοφονημένη από ένα δόλιο πατατάκι που μου στραβοκάθισε.

Θα ζήσω.

Θα επιβιώσω.

Και θα νικήσω όλους όσοι με θέλουν νεκρή, είτε αυτοί είναι υποχθόνιες, ψιλοκομμένες, τηγανιτές πατάτες τίγκα στα συντηρητικά, είτε είναι τρομεροί, επικίνδυνοι δαίμονες υποταγμένοι στον Σατανά.

Θα τα καταφέρω.

Μπορώ να τα καταφέρω, σωστά;

«Πνίγηκες;», ο Κάι έχει κολλήσει, και δεν λέει να πάρει μπρος με τίποτα.

Εγώ, ίσως και να 'χω ελπίδες, αλλά ετούτος εδώ ο μπουμπούνας, πώς θα τα καταφέρει εάν δεν αντιλαμβάνεται ούτε τα αυτονόητα;

«Όχι», αποκρίνομαι ξεψυχισμένα αλλά με κάμποσο κυνισμό, «Αναβιώνω την σκηνή θανάτου του βασιλιά Τζόφρυ από το Game Of Thrones. Ξέρεις εκείνη την αξέχαστη στιγμή όταν το μπασμένο πνίγηκε με δηλητήριο στο γαμήλιο γλέντι του».

Ο Κάι δεν φαίνεται πεπεισμένος με την εξήγησή μου. «Σί-σίγουρα;», επιμένει. «Γιατί έμοιαζες λες και όντως πνιγόσουν».

Ναι, ε; Κάτι μας είπες τώρα...

Τον παραμερίζω, πηγαίνοντας πάλι προς τον μπουφέ, αναζητώντας κάτι για να μαλακώσω το γδαρμένο μου λαιμό. «Ε, λοιπόν», ξεφυσάω. «Είμαι ένα ακόμη σπαταλημένο υποκριτικό ταλέντο οσκαρικών προδιαγραφών. Τι να κάνουμε;».

Ξαφνικά το μάτι μου πέφτει επάνω σε μια ραγισμένη κούπα, πλημμυρισμένη έως επάνω με νερό. Είναι αυτό ακριβώς που χρειάζομαι. Την σηκώνω, κολλάω τα χείλη μου επάνω της και πίνω μια μεγάλη, διψασμένη γουλιά. Και κάπου εκεί γίνεται πλήρως αντιληπτό πως αυτό που πίνω δεν είναι νερό, είναι σωστό οινόπνευμα.

«Μπιάχ!» Τραβάω την κούπα από μπροστά μου με μια ξινισμένη έκφραση σαν να δοκίμασα μόλις μια φέτα λεμόνι. «Μπιάχ, μπιάχ, μπιάχ!»

«Τι;», απορεί ο Κάι γελώντας. Σκύβει και πίνει με προσοχή από την κούπα στα χέρια μου, τινάζεται ελαφρά από την οξύτητα του ποτού και όταν σηκώνεται ξανά και με αντικρίζει το γέλιο του γίνεται πιο δυνατό, πιο βραχνό. Πηγαίο.

«Μην το πιείς αυτό το πράμα», με συμβουλεύει κεφάτα. «Δεν είναι για 'σένα».

«Α, μπα;», λέω και τα φρύδια μου παίρνουν την ανιούσα. «Έτσι νομίζεις;»

Προφανώς, ο Κάι το λέει για να με προστατεύσει από ένα φοβερό, μελλοντικό hangover, αλλά εγώ μέσα στον παραλογισμό της μέθης μου, το εκλαμβάνω εσκεμμένα ως πρόκληση.

Νομίζεις ότι δεν μπορώ να πιώ ένα ποτηράκι παραπάνω;

Νομίζεις ότι θα με χτυπήσει επειδή είμαι μικρή και άμαθη;

Χα!

«Απλά δες με», αντιγυρίζω προκλητικά. Υψώνω την κούπα και πίνω άλλη μια γενναία γουλιά που σχεδόν την αδειάζει. Αφήνω το υγρό να κυλήσει στον λαιμό μου, ενώ αισθάνομαι σαν να καταπίνω υγρή φωτιά.

«Σιγά!», μου βάζει τις φωνές ο Κάι. «Σιγά!», μου αρπάζει την κούπα και την επιστρέφει στο μπουφέ. «Αυτό βαράει, δεν είναι το γάλα σου!»

«Μην εξάπτεσαι, αγαπητό μου πανκιό», τον καλοπιάνω, με την κυκλοθυμία μου να κάνει την εμφάνισή της. Πριν λίγο του αντιμιλούσα, τώρα του γλυκομιλάω. «Με έχουν ήδη βαρέσει κατακούτελα άλλα δέκα ποτηράκια πριν από αυτό. Αν ήσουν εδώ, βέβαια, θα το 'ξερες. Θα τα 'χες μετρήσει μοναχός σου. Δεν σου φταίει κανείς, όμως, που πήγες να φουμάρεις με την Νοσηλεύτρια».

«Με τον Φαρμακοποιό ήμουν», διαφωνεί ο Κάι. «Δεν υπάρχει Νοσηλ-».

«Φαρμακοποιός, φρουτοπαραγωγός, τι σημασία έχει!», μεμψιμοιρώ. «Είπες ότι δεν θα με αφήσεις, αλλά με παράτησες κι εσύ, τέκνον Βρούτε. Μ' εγκατέλειψες, όπως όλοι οι άλλοι!»

Την δεδομένη στιγμή, πιότερο μιλάει το αλκοόλ στις φλέβες μου, παρά εγώ η ίδια, κι ακόμη, τα λόγια αυτά είναι ασυνάρτητα, μισά σοβαρά και μισά αστεία.

Ωστόσο, ο Κάι δεν φαίνεται να ανιχνεύει πουθενά το χιούμορ, μονάχα το παράπονο μου.

Σοβαρεύει απότομα, μέσα σε νανοδευτερόλεπτα υιοθετεί μια έκφραση τόσο πληγωμένη και συνειδητοποιημένη συνάμα που... με σοκάρει. Ειλικρινά με σοκάρει.

Οπισθοχωρώ για να τον κοιτάξω καλύτερα.

Πρώτη φορά αντικατοπτρίζεται ένα τέτοιο βλέμμα στο γεμάτο σκουλαρίκια πρόσωπό του, ένα βλέμμα τόσο σύνθετο, βαθύ και περίπλοκο που τον κάνει να μοιάζει με άλλον άνθρωπο.

Η απόλυτη μεταστροφή!

«Δεν σε παράτησα», λέει πικραμένα. «Απλά σε άφησα για μερικά λεπτά, για να πάω να φροντίσω τις... ανάγκες μου».

«Τις ανάγκες σου», επαναλαμβάνω με νόημα.

«Ναι, τις ανάγκες μου», ο Κάι αναδεύεται νευρικά στη θέση του. Είναι οφθαλμοφανές ότι νιώθει πιο άβολα από ποτέ. «Έλα τώρα, ρε Άντρι, δείξε λίγη κατ-καταπόνηση», ζητά την κατανόησή μου. «Μπορεί να μην είσαι Junky, αλλά ξέρεις πως πάει η όλη φάση με την εξάρτηση. Άπαξ και αρχίσεις κολλάς και μετά δεν ξεκολλάς. Και το ξέρεις ότι καταστρέφεσαι, αλλά δεν μπορείς να βάλεις φρένο. Απλά δεν μπορείς. Η αυτοβελτίωση είναι σαν να ανεβαίνεις το Έβερεστ με σαγιονάρες, ενώ η αυτοκαταστροφή είναι σαν να κατηφορίζεις τις πλαγιές του με έλκηθρο στη νίτρο».

Σταματάει για λίγο με τα μάτια του να οργώνουν το πρόσωπό μου, προσπαθώντας να δουν εάν καταλαβαίνω κάποια από τις παρομοιώσεις του ή εάν μιλάει τζάμπα και βερεσέ.

Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι, έτσι μεθυσμένη που είμαι, μόλις και μετά βίας ακολουθώ το νήμα της σκέψης του.

Αποφασίζει να μη μου βάζει δύσκολα, και επικεντρώνεται στο ζουμί της υπόθεσης. «Συγγνώμη», μουρμουρίζει με μια ξαφνική τρυφερότητα. «Ήταν βλακεία που έφυγα. Δεν σκέφτηκα εκείνη την στιγμή ότι θα το πάρεις έτσι, ούτε ότι θα μπορούσε να σου συμβεί κάτι κακό, όσο θα ήμουν μακριά. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι που σε είδα να πνίγεσαι ή να υποκρίνεσαι ή ότι άλλο έκανες. Έτσι όπως σε είδα, μου κόπηκαν τα πόδια για μια στιγμή, σκέφτηκα ότι ίσως... ίσως...»

Ο Κάι αποφασίζει να μην ολοκληρώσει την πρότασή του, μα και οι δύο ξέρουμε τι πέρασε απ' το μυαλό του. Σκέφτηκε πως με καταλάμβανε ο δαίμονας και ήρθε τρέχοντας.

«Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά», αναστενάζει με ανακούφιση. «Και λυπάμαι που είμαι τόσο...»

«Βλάκας;», προτείνω μ' ένα καλοπροαίρετο, πειραχτικό χαμόγελο.

«Ναι, βλάκας. Είμαι τόσο βλάκας μερικές φορές που...»

«Μερικές φορές;», επαναλαμβάνω δύσπιστα.

«Γενικότερα», συμβιβάζεται. «Τόσο βλάκας γενικότερα, αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Την έχω έμφυτη την βλακεία».

Τα μάτια μου μισοκλείνουν και τον κοιτάξω ερευνητικά. «Χμμμ, μπορεί και να μην είσαι τόσο βλάκας τελικά», λέω ελπιδοφόρα.

«Ε;», κάνει.

«Μόλις είπες μια δύσκολη λέξη, Γκρίνγουντ», προσέχω ενθουσιασμένη. «Και την είπες σωστά: έμφυτη, όχι κατάφυτη, ούτε παράφορη. Έμφυτη. Μπράβο σου!»

Περιέργως, δεν φαίνεται να συμμερίζεται τον ενθουσιασμό μου για την νίκη του κατά της αγραμματοσύνης. «Μπα», αποκρίνεται ξερά. «Δεν είμαι για συχαρίκια. Έκανα ένα βήμα μπροστά, μόνο και μόνο για να κάνω άλλα δύο βήματα πίσω. Δεν το λες και πρόοδο».

«Ξέρεις», του λέω. «Για μια στιγμή νόμιζα ότι αρχίσαμε να μιλάμε την ίδια διάλεκτο, αλλά τώρα σε χάνω πάλι. Ποια είναι τα δύο βήματα πίσω;»

Ο Κάι μαζεύεται, σταυρώνει τα χέρια του στο στέρνο του και κατεβάζει το βλέμμα του στο πάτωμα ανάμεσά μας, μοιάζοντας με μικρό αγοράκι που το έπιασαν να κάνει αταξίες. «Θα πρέπει να σε αφήσω πάλι», παραδέχεται.

«Τι;», τινάζομαι ασυναίσθητα. «Γιατί; Γιατί να με αφήσεις; Θες να πας τουαλέτα;»

«Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι το... άλλο».

«Μα μόλις έκανες ναρκωτικά με τον Φαρμακοβιομήχανο!» , αντιδρώ.

«Το ξέρω, το ξέρω, αλλά να, ο Ντόρμαντ και ο Γκάβιν έχουν ήδη μαζέψει παιδιά στον διπλανό κοιτώνα και ετοιμάζονται να παίξουν την Ρουλέτα του Ντέιβις».

«Τι θα του παίξουν του Ντέιβις;», ρωτάω μες στη σύγχυση μου.

Παρά την αντιπαράθεση στην οποία καταλήγουμε, ο Κάι σκάει ένα πονηρό χαμογελάκι, καθώς η ερώτησή μου τον κάνει να σκέφτεται διάφορα ακατάλληλα για ανηλίκους.

«Δεν έχεις παίξει ποτέ την Ρουλέτα του Ντέιβις, ε;»

«Μπιρίμπα μόνο», πετάω στο άσχετο.

Συγκατανεύει. «Λογικό, απολύτως λογικό. Αλλά τώρα δεν μιλάμε για παιχνίδια με χαρτιά, Άντρι. Το μόνο που χρειάζεσαι στην προκειμένη είναι μια ντουζίνα ξαναμμένοι έφηβοι από το Ντέιβις Πλέις με αντοχή στις ουσίες και μερικές ουσίες, χάπια Χ για παράδειγμα. Οι συμμετέχοντες κάθονται σε έναν κύκλο στο πάτωμα και αρχίζουν να χαμουρεύονται, περνώντας το Χ από γλώσσα σε γλώσσα. Αν λιώσει επάνω στην δική σου, είσαι η τυχερή νικήτρια».

«Και τι κερδίζω;», λέω αφελώς.

«Αποχυμωτή», με ειρωνεύεται.

Ή εγώ έχω γίνει πρωτοφανώς αργόστροφη από το μεθύσι, ή ο Κάι έχει γίνει εξυπνότερος.

«Τίποτα δεν κερδίζεις. Τίποτα άλλο από έξτρα μαστούρα. Και για να είμαι ειλικρινής, μου χρειάζεται λίγη έξτρα μαστούρα αυτή την στιγμή. Αν μείνω νηφάλιος απόψε, με τους θανάτους των φίλων μου να με βαραίνουν, τον δαίμονα να καιροφυλακτεί και την δική σου έγνοια... θα φρικάρω», ομολογεί. «Και δεν με παίρνει να φρικάρω».

«Στ-στάσου», λέω παρακλητικά. «Κ-κι εγώ;»

Ξέρω ότι η αποψινή μου προσκόλληση επάνω στον Κάι Γκρίνγουντ είναι υπερβολική, ακόμη και αποπνικτική, δεν είναι αδικαιολόγητη όμως.

Αυτό είναι ένα από τα δυσκολότερα βράδια της ζωής μου.

Δεν θέλω να το περάσω μόνη μου.

Η στάση του κορμιού του μαλακώνει ακόμη περισσότερο, κι ο Κάι που στέκεται εμπρός μου με κοιτάζει με δυο μάτια γεμάτα συμπόνια και θαλπωρή. «Δεν είναι και η καλύτερη λύση, αλλά εάν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου».

«Για να κάνω τι; Να σαλιαρίζω και να παίρνω ναρκωτικά με τους άλλους κακούργους;», ρωτώ εμβρόντητη.

Ο Κάι δεν ξέρει πώς να μου το πλασάρει ωραία. «Περίπου», συμφωνεί.

«Όχι», είμαι κάθετη στην άρνησή μου. «Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω».

Για τις επόμενες στιγμές μένει σιωπηλός και η εσωτερική του μάχη είναι ολοφάνερη. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: Να με πείσει να πάω εκεί μαζί του, ή να μείνει εδώ μαζί μου. Μάλλον κλίνει πιότερο προς την πρώτη εκδοχή, διότι τα επόμενα λόγια του είναι: «Έλα μωρέ, Αντριάννα! Πες ναι! Το χρειάζομαι αυτό, στ' αλήθεια το χρειάζομαι. Αύριο μπορεί να ξυπνήσουμε νεκροί και-»

«Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο», έχω μια στιγμή διαύγειας. «Δεν ξυπνάς νεκρός, εάν πεθάνεις στον ύπνο σου δεν ξυπνάς καθόλου».

Το σκέφτεται για ένα λεπτό, αλλά ύστερα συνεχίζει απτόητος. «Αν είναι να πεθάνω, εάν αυτό είναι το τελευταίο μου βράδυ σ' ετούτον τον κόσμο δεν θέλω να το περάσω μες στη μιζέρια, την ενοχή και την κατάθλιψη. Θέλω να είμαι χαρούμενος. Δεν το θες κι εσύ; Έλα, έλα να το κάνουμε μαζί. Είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουμε να έχουμε ο ένας τον άλλο. Όπως υποσχεθήκαμε».

Ωχ, τώρα γιατί το πέταξε αυτό το τελευταίο; Για να με ισοπεδώσει τελείως;

Όπως υποσχεθήκαμε, είπε.

Νωρίτερα την ίδια ημέρα είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο ότι θα παραμέναμε μαζί ανά πάσα ώρα και στιγμή, ότι θα φυλούσαμε τα νώτα μας, ότι θα αλληλοϋποστηριζόμασταν, ότι τίποτα δεν θα μας χώριζε.

Ομολογουμένως, είχαμε κάνει κακή αρχή, αφού με την είσοδό μας στο πάρτι... χαθήκαμε κι ο καθένας κατέληξε αλλού. Προλαβαίνουμε όμως να επανορθώσουμε, εάν μείνουμε ενωμένοι για την υπόλοιπη νύχτα. Μπορούμε να τηρήσουμε την υπόσχεση.

Εγώ μπορώ να την τηρήσω.

Εν αντιθέσει με την υπόσχεση που έδωσα στην αδερφή μου λίγο πριν την χάσω.

Η ανάμνηση της Μία που με καλούσε με δάκρυα και αναφιλητά από το πάτωμα της σοφίτας μας, έρχεται ξανά για να στοιχειώσει τη σκέψη μου.

Μην με αφήσεις, είχε ψιθυρίσει με όλη της την δύναμη.

Ποτέ, της είχα ορκιστεί, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά μου. Μα όταν τα ουρλιαχτά, οι κραδασμοί και οι σπασμοί της έγιναν ανεξέλεγκτα... όταν χάθηκε πια κάθε ελπίδα, την άφησα, θαρρώντας πως δεν είχα εναλλακτική. Πως δεν μπορούσα να βοηθήσω.

Αλλά ίσως, σκέφτομαι ανέλπιστα, ίσως μπορώ να κάνω περισσότερα αυτή την φορά.

Μπορώ να είμαι εδώ για το αγόρι της, μπορώ να κρατήσω την υπόσχεσή μου σε εκείνον.

«Καλά», υποχωρώ. «Εντάξει. Ας το κάνουμε».

Πιάνω τον Κάι εξ' απήνης. «Αλήθεια το λες;», σαστίζει.

Είναι οι ενοχές μου; Το αλκοόλ; Η έλξη του απαγορευμένου; Είναι η χρόνια καταπίεση ή το ότι αύριο μπορεί αν μην ζω...; Δεν ξέρω ποιο απ' όλα αυτά με επηρεάζει περισσότερο, αλλά τελικά, λέω: «Ναι», δίνω το χέρι μου στον Κάι, που το πιάνει αμέσως, και τον αφήνω να με παρασύρει μέσα από αυτό το παράλληλο σύμπαν υποκόσμου.



* Ο Μάικλ Σκότφιλντ είναι φανταστικός ήρωας της σειράς Prison Break, ο οποίος μαζί με μια ομάδα φυλακισμένων σχεδίαζε την απόδρασή του θανατοποινίτη αδερφού του, του ίδιου καθώς και των υπολοίπων.

**Το Beer Pong είναι ένα ευρέως διαδεδομένο παιχνίδι με αλκοόλ που παίζουν οι αμερικανοί φοιτητές στα περισσότερα πάρτι τους (ίσως το έχετε προσέξει σε ταινίες). Στο Beer Pong πλαστικά ποτήρια μισογεμισμένα με μπύρα τοποθετούνται σε δύο αντικριστά τρίγωνα επάνω στο τραπέζι και οι παίκτες χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Ο κάθε παίκτης εκτοξεύει ένα μπαλάκι του Ping Pong με στόχο να το ρίξει μέσα σε κάποιο από τα ποτήρια της αντίπαλης ομάδας. Εάν το καταφέρει αυτό, οι αντίπαλοι πρέπει να απομακρύνουν το συγκεκριμένο ποτήρι από το τραπέζι και να πιούν την μπύρα. Νικήτρια στέφεται η ομάδα που βγάζει πρώτη τα ποτήρια της άλλης εκτός.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top