Κεφάλαιο 16: Ν' αγαπάς κάτι που ο Θάνατος μπορεί ν' αγγίξει

Αυτή είναι η δεύτερη φορά που βρίσκομαι στο αναρρωτήριο του Ντέιβις Πλέις και δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια βελτίωση σε σχέση με την πρώτη.

Στέκομαι μπροστά σε ένα εκ των πολλών γοτθικών παραθύρων της μακρόστενης, ψηλοτάβανης αίθουσας και με τεθλιμμένο βλέμμα, χαζεύω μέσα από το νοτισμένο του γυαλί. Το παράθυρο έχει θέα στον δασόφυτο λόφο που εκτείνεται στην πίσω πλευρά του Ιδρύματος. Ασυναίσθητα κοιτάζω πέρα από τις κορυφές των δέντρων του δάσους. Ο ουρανός έχει πάρει τις αποχρώσεις του πορτοκαλί, του ροδί, του κόκκινου και του μωβ, κάπου κάπου θωρώ μπλε ανταύγειες.

Το θέαμα είναι φανταστικό. Τα χρώματα του ορίζοντα μπλέκονται, γίνονται ένα και ξεκαθαρίζουν τόσο αργά, σαν να ανακατεύεις αποχρώσεις σε έναν καμβά. Στην καρδιά του άλσους υπάρχει ένα καλά κρυμμένο νεκροταφείο, κι αυτό το ξέρω διότι μου το εκμυστηρεύτηκε η Γκουέν Μαρς την πρώτη ημέρα. Φαντάζομαι ότι το κοιμητήριο του Ντέιβις Πλέις είναι ένα γαλήνιο μέρος, σιωπηλό, ήσυχο κι απομονωμένο. Φαντάζομαι ότι σε αντίθεση με το υπόλοιπο Ίδρυμα και τον πολεμοχαρή του χαρακτήρα, αυτός ο τόπος είναι ένα καλό μέρος για να αναπαυθείς εν ειρήνη.

Παρά τις φαντασίες μου, ωστόσο, αυτό που εύχομαι ολόψυχα είναι να μην επιβεβαιωθώ και να μην διαψευσθώ. Αυτό που εύχομαι είναι να μην μάθω, να μην χρειαστεί να μάθω πώς είναι στ' αλήθεια. Εάν επισκεφτώ το κοιμητήριο του Ντέιβις Πλέις μέσα στις επόμενες ημέρες, πιθανότατα, θα το κάνω επειδή ο Κάι έχασε την μάχη του με την ζωή. Για αυτό προτιμώ να μην το επισκεφθώ, όσο δεν αντικρίζω από κοντά το κοιμητήριο, σημαίνει ότι ο Κάι δεν έχει παραδώσει την τελευταία του ανάσα.

Οπισθοχωρώντας απομακρύνομαι από το παράθυρο που πιάνει τον δυτικό τοίχο και κάνοντας μια μικρή στροφή γύρω απ' τον εαυτό μου, στρέφομαι ξανά προς το εσωτερικό της αίθουσας ανάρρωσης.

Ο Κάι Γκρίνγουντ είναι ξαπλωμένος σε ένα λευκό νοσοκομειακό ράντζο, καθώς η ζωή του πνέει τα λοίσθια. Δεν κινείται, αφού τα αναλγητικά χάπια και η μορφίνη που του χορηγούνται τον έχουν στείλει ταξίδι σε έναν αχαρτογράφητο κόσμο, που μάλλον δεν συνορεύει με τον δικό μας. Τα χέρια και τα πόδια του είναι τυλιγμένα σε άκαμπτους γύψινους σωλήνες, μια πεταλούδα τσιμπάει τη φλέβα στο εσωτερικό του καρπού του και κάτι παράξενα καλώδια συνδέονται με την μύτη του.

Μου 'ρχεται να σηκώσω το χέρι μου για να τα ξεριζώσω όλα, καταλαβαίνω όμως ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό. Αυτά τα μισητά εξαρτήματα είναι οι δικλείδες ασφαλείας του Κάι, οι τελευταίοι κρίκοι που τον συνδέουν με την ζωή. Δεν μπορώ να τα απομακρύνω.

Δε. Γίνεται. Να. Χάσω. Τον. Κάι.

Μόλις σήμερα το πρωί βριστήκαμε και μονιάσαμε και αγκαλιαστήκαμε και υποσχεθήκαμε να συνασπίσουμε μια μικρή, ανακατωσούρικη, ημι-ανορθόγραφη ομάδα η οποία θα έλυνε το μυστήριο του θανάτου της Μία και θα την έβγαζε ασπροπρόσωπη. Μόλις σήμερα το πρωί!

Μα παρά το μπόλιασμα αισιοδοξίας, παρά τις αφελέστατες υποσχέσεις και τον κοινό στόχο που μας κατέστησε άρρηκτα δεμένους... τα πράγματα βρήκαν πάλι έναν τρόπο να εκτροχιαστούν.

Οι Αθληταράδες έδωσαν την παράσταση τους και ενσάρκωσαν τον ρόλο των κατάπτυστων, αιμοδιψών, άσπλαχνων αγροίκων, όπως μόνο αυτοί ξέρουν. Έτσι, τώρα η ζωή του Κάι κρέμεται από ένα μάτσο καλωδιωμένα μηχανήματα, κι εγώ είμαι πάλι μόνη. Πραγματικά, απελπιστικά, αφόρητα μόνη.

Τι θα κάνω εάν ο Κάι δεν ξυπνήσει; Τι θα κάνω εάν ο Κάι πεθάνει;

Η θλίψη με χτυπάει με δριμύτητα στη σκέψη της ζωής μου εδώ χωρίς αυτόν. Και μαζί με τη θλίψη έρχεται και ο θυμός. Ο Κάι είναι ένας αξιαγάπητος, γκαφατζής αρκούδος που αγαπάει όλο τον κόσμο, που δεν θέλησε ποτέ να βλάψει κανέναν. Ένα παρεξηγημένο αγόρι με ανάκατα μαλλιά, μόνιμα θολό, μαστουρωμένο βλέμμα και μια καρδιά από χρυσάφι. Δεν του αξίζει αυτή η μοίρα, δεν του αξίζει ετούτο το τέλος. Αν αυτό είναι το τέλος, προσθέτω αργοπορημένα.

Όλα είναι τόσο λάθος... τόσο λάθος... τόσο λάθος...

Γιατί δεν τον υπερασπίστηκε κανείς στην καφετέρια; Γιατί στέκονταν όλοι αμέτοχοι, ουρλιάζοντας σαν απολίτιστοι γορίλες;

Βλέπεις κάποιον που χρειάζεται βοήθεια; Τον βοηθάς. Τόσο απλό κι απέριττο είναι.

Γιατί δεν εξεγέρθηκε κανείς τους, παρά υποτάχθηκαν όλοι στο φρικιαστικά ανησυχητικό μοτίβο της απανθρωπιάς των ανθρώπων στους ανθρώπους;

Γιατί;

Το δωμάτιο τρεμοφέγγει με την αχνή λάμψη του ήλιου που πεθαίνει, δύοντας στο βάθος. Κάθομαι σε μια ετοιμόρροπη πλαστική καρέκλα δίπλα από το ράντζο του Κάι, κρατώντας απαλά, προσεκτικά το ένα χέρι του στα δικά μου. Δεν κατανοώ πλήρως τι ακριβώς ελπίζω να πετύχω με αυτή την τοσοδούλικη επαφή μας. Ίσως δοκιμάζω να κρατήσω κάποια νοερή καταγραφή του παλμού που χτυπάει στον καρπό του, ίσως προσπαθώ να του δείξω ότι είμαι εδώ γι' αυτόν, ίσως ευελπιστώ ότι του δίνω δύναμη, ίσως είναι μια δήλωση για το πόσο πολύ λυπάμαι...

Δεν ξέρω.

Αλήθεια.

Δεν ξέρω.

Στο νου μου προβάλλονται σαν φλας μπακ ταινίας οι στιγμές που έχουμε μοιραστεί με τον Γκρίνγουντ. Η πρώτη φορά που η Μία τον έμπασε κρυφά στο σπίτι μας στη Νέα Υόρκη, ξορκίζοντάς με να μην μαρτυρήσω το μυστικό της στους γονείς μας. Η πρώτη φορά που αυτός στάθηκε στο κατώφλι του κοιτώνα μου στο Ντέιβις Πλέις, δηλώνοντάς μου ότι: «Μπορούμε ν' αράζουμε μαζί καμία φορά...». Η παταγωδώς αποτυχημένη του προσπάθεια να επικοινωνήσει με το πνεύμα της Μία, χρησιμοποιώντας τον πίνακα των πνευμάτων και καταλήγοντας ν' απελευθερώσει έναν φονικότατο δαίμονα της Κόλασης αντ' αυτού. Το πώς μόνο αυτός μπόρεσε να κατονομάσει τον Ραμσή τον Μέγα Τουταγχαμών μπροστά στην τρελό-Μπένετ και να κατηγορήσει ολάκερο το έθνος των Εβραίων για κανιβαλισμό και να τη σκαπουλάρει. Όλα αυτά...

Ο λογισμός μου, όμως, γυρνά ξανά και ξανά στο ίδιο στιγμιότυπο: Ο Κάι κι εγώ να καθόμαστε στις στρεβλές, ξύλινες κερκίδες του ατημέλητου γηπέδου, αφού ο Μπιλ μας έδιωξε από το δωμάτιο του, να διχαζόμαστε για το εάν είναι πρέπον να πάμε στο αχαλίνωτο πάρτι των άλλων φυλακόβιων, έχοντας επικηρυχτεί επισήμως από τον δαίμονα και να ανταλλάσουμε τα ακόλουθα λόγια:

Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από το να χάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν θέλω να χάσεις τον εαυτό σου Κάι, ούτε εσύ ούτε κανένας άλλος.

Δεν θα χάσουμε τους εαυτούς μας, δεν θα τους χάσουμε για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επειδή θα έχουμε ο ένας τον άλλο, αυτό μου είχε πει.

Ναι, ήταν η δική μου απάντησή, θα έχουμε ο ένας τον άλλο. Αλλά για πόσο;

Υποθέτω ότι εάν ήμουν μια τρανή ηρωίδα κάποιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας, η συζήτηση αυτή θα λειτουργούσε ως προοικονομία για όσα έμελλαν να 'ρθουν. Για όσα ήρθαν.

Μολαταύτα μήτε τρανή είμαι, μήτε ηρωίδα. Είμαι απλά ένας άνθρωπος, κοντόφθαλμος, τυφλωμένος από τους δικούς μου παρωπιδιμούς, δυστυχισμένος και ανίσχυρος.

Είμαι ένας άνθρωπος, τον οποίο τον έχει καταπιεί ολόκληρο ένα κύμα εξάντλησης.

Προσπάθησα να κάνω το σωστό, προσπάθησα να είμαι καλή, αλλά η καλοσύνη μου δεν γνώρισε κανένα αντίκρισμα. Ουδέποτε.

Είναι λες και ο κόσμος όλος άνοιξε τα αδηφάγα σαγόνια του και κατασπάραξε ότι είχα δικό μου, κοντινό μου κι αγαπημένο.

Η Μία ήταν η αρχή.

Ύστερα το σπιτικό μου, οι γονείς και η ελευθερία μου.

Το γέλιο που δεν θα ξανά αγγίξει τα χείλη μου παρά μονάχα ως σαρκασμός ή ειρωνικό μειδίαμα.

Ο Τζέικ και η Εστέλλα έφυγαν στη συνέχεια.

Κι ακολούθησε η αθωότητά μου.

Η πίστη μου που κλονίστηκε ανεπανόρθωτα.

Και τώρα ο Κάι, η μικρή μου ελαφρόπετρά.

Αργά ή γρήγορα, προβλεπόμενα ή μη αναμενόμενα, όλα φαντάζουν να βαδίζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Πόσο μάταιο, είναι άραγε, να προσπαθείς να επιβιώσεις, όταν περιβάλλεσαι μόνο από σκοτάδι, μένος και από θάνατο;

Ατέρμονο, αποφασιστικό, μη αναστρέψιμο θάνατο.

Ν' αξίζει τάχα τον κόπο;

«Πόσο τρομερό...», λέει μια φωνή γεμάτη λυρισμό. «Ν' αγαπάς κάτι που ο Θάνατος μπορεί ν' αγγίξει».

Αργά αργά ξεμπλέκω τα δάχτυλά μου κι αφήνω το χέρι του Κάι να ξεγλιστρήσει από την παλάμη μου, μετά σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ να στέκεται στο σημείο όπου στεκόμουν εγώ προηγουμένως, μπροστά από την δυτική τζαμαρία και ν' ατενίζει τον κόσμο απ' έξω ν' αναλώνεται στα φλογερά χρώματα του ηλιοβασιλέματος.

Η φράση του κατακάθεται μέσα μου με έναν τρόπο που με επηρεάζει αρνητικά, ανεπιθύμητα. Με βυθίζει σε σκέψεις.

Ν' αγαπάς κάτι που ο Θάνατος μπορεί ν' αγγίξει...

Αγαπώ τον Κάι; Ξέρω ότι η αδερφή μου τον αγαπούσε, αλλά εγώ; Εγώ τον αγαπώ σαν φίλο; Τον ξέρω ελάχιστα, λιγότερο από δύο μήνες. Μπορώ να έχω αναπτύξει αισθήματα αγάπης και στοργής γι' αυτόν σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Η αγάπη δεν θέλει χρόνο; Δεν θέλει προσπάθεια;

Κι όμως... νιώθω πράγματα για τον Γκρίνγουντ, κι ας έχουν αναπτυχθεί βιαστικά, αθεμελίωτα, απρόσμενα.

Δεν πιστεύω ότι στον έξω κόσμο, στην κανονική ζωή θα καθίσταντο δυνατό να δεθώ μαζί του τόσο γρήγορα. Αλλά από την άλλη, ο χρόνος μέσα στο Ίδρυμα κυλάει αλλιώτικα, θαρρείς και βρισκόμαστε σε κάποια εναλλακτική πραγματικότητα, κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ίσως η συνεχής αγωνία κι η αβεβαιότητα αν εσύ και οι γύρω σου θα επιβιώσετε μια ημέρα ακόμη σε κάνει να εκτιμάς τους άλλους ευκολότερα, γοργότερα. Ίσως η άνευ τέλους κακομεταχείριση και η καθημερινή βαναυσότητα, σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι οι μαλακοί άνθρωποι είναι πολυτιμότεροι απ' ότι τους αναγνωρίζεται συνήθως.

Ο Κάι ανήκει σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων.

Αυτό τον καθιστά είδος υπό εξαφάνιση μέσα στο Ντέιβις Πλέις.

Τι θα γίνει, λοιπόν αν χαθεί ο Κάι; Τι θα σημαίνει ο χαμός του για αυτό το μέρος; Μέσα μου πιστεύω ότι εάν η ζωή του σβήσει, μαζί της θα σβήσει και κάθε φλόγα ελπίδας, κάθε σπίθα καλοσύνης. Δεν θα είναι απλά άλλη μια απώλεια, θα είναι ένας αποχαιρετισμός που θα λάβει γιγάντιες, συμβολικές διαστάσεις.

Δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί...

Παράλληλα, δεν μπορώ να το αποτρέψω.

Ανήμπορη, αυτό είμαι. Και το μισώ!

«Τι λέει το τελευταίο ανακοινωθέν;», ζητά να μάθει ο Ζίρο. Αφήνει το ψηλό παράθυρο κι αρχίζει να περπατά προς το ράντζο, μέχρι που το φτάνει και στέκεται στο πλάι του. «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο;»

«Ουδέν», αποκρίνομαι από την καρέκλα μου. Οι ώμοι μου γέρνουν προς τα μέσα από το βάρος της θλίψης και τα χέρια μου κρέμονται τόσο άτονα στα πλευρά μου, που μοιάζουν άψυχα. Είμαι εξουθενωμένη με έναν πρωτόγνωρο τρόπο και σε έναν πρωτοφανή βαθμό. Νιώθω πως όσους αιώνες κι εάν κοιμηθώ, η πολυπόθητη ξεκούραση δεν θα επέλθει. «Είναι σε κώμα», ψελλίζω. «Ή κοιμάται ή είναι αναίσθητος. Δεν ξέρω. Πάνε επτά ώρες και δεν έχει ξυπνήσει ακόμα».

Ο Ζίρο γνέφει γέρνοντας πάνω απ' το προσκέφαλο του Κάι σαν άγγελος φύλακας ή σαν προάγγελος θανάτου. Τον κοιτάζει προσεκτικά, παρατεταμένα, παίρνοντας τον χρόνο του, λες και δυσκολεύεται να κάνει τη σύνδεση. Λες και δεν είναι απόλυτα βέβαιος ότι αυτό εδώ το αγόρι με τις σκούρες μελανιές, τις γδαρμένες οπές και τα πολλαπλά καλώδια είναι το ίδιο με αυτό που είδε σήμερα το μεσημέρι στην καφετέρια. Εκείνο το αγόρι ήταν ζωηρό, μεστό, φωνακλάδικο, όλο γκάφες και απολογητικά χαμόγελα.

Τώρα δεν βλέπεις ούτε ένα στραβό, αγορίστικο χαμόγελο σε ολόκληρο το κτήριο.

«Το ήξερες πως θα συνέβαινε αυτό», λέω, πιότερο για να τον ψέξω, παρά να τον ρωτήσω. «Έτσι δεν είναι;»

Τα μάτια του αφήνουν τον Κάι για να αντικρίσουν εμένα και την κατηγορία μου. «Ποιο;»

«Αυτό», επιμένω δείχνοντας με μια αόριστη κίνηση τον παλιό, πέτρινο χώρο που μας περιβάλει, δείχνοντας το άσπρο ράντζο και το αναίσθητο αγόρι επάνω του. «Πριν, στην καφετέρια σου ζήτησα να φύγεις και να με αφήσεις ήσυχη. Σου είπα ότι θα κάνω υπομονή και κουράγιο, διότι αύριο είναι μια καινούρια μέρα κι εσύ μου είπες ότι θα είναι χειρότερη».

«Μπορεί», θυμάται. «Είπα ότι πάντοτε μπορεί να γίνει χειρότερη».

«Το ήξερες, λοιπόν;»

«Όχι», διαφωνεί. «Δεν είμαι μέντιουμ, Αντριάννα. Δεν γνωρίζω το μέλλον, ζω όμως σε ετούτο το κολάδικο αρκετά χρόνια ώστε να ξέρω ότι η κατάληξη ατόμων όπως η Βάλενταϊν και ο Γκρίνγουντ συνήθως είναι αυτή». Ο Ζίρο υψώνει τα χέρια του και σέρνει τις παλάμες στο πρόσωπό του. Αφήνει ένα κοφτό, ξερό γέλιο. «Ζω...», κοντοστέκεται ξάφνου στην προηγούμενη επιλογή των λέξεών του. «Τρόπος του λέγειν δηλαδή...»

«Χμμμ...», μουρμουρίζω μη ξέροντας εάν πρέπει να τον πιστέψω ή όχι. Ποιος γνωρίζει πού αρχίζουν και πού τελειώνουν οι μυστηριώδεις ικανότητες των νεκρών; Κι εάν το ήξερε αλλά με άφησε εκδικητικά να πάθω για να μάθω; Δίχως να μπορώ να αποφασίζω τι συμβαίνει, παραμένω στην θέση μου με χέρια αμυντικά σταυρωμένα στο στήθος και μάτια που σμίγουν, μισόκλειστα από καχυποψία.

«Μη μου μουγγρίζεις εμένα», αντιμιλά ο Ζίρο κουνώντας μου δεικτικά το δάχτυλο. «Δεν μπορούσα να ξέρω ότι σήμερα το μεσημέρι οι Αθληταράδες θα βυσσοδομούσαν ενάντια σε 'σένα και τον ναρκομανή φιλαράκο σου από 'δω». Δείχνει τον Κάι μ' ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού του. «Ξέρω όμως πώς συμπεριφέρονται γενικά, το ξέρω καλά. Και σε έχω προειδοποιήσει για αυτό, Αντριάννα. Σου έχω επισημάνει πάμπολλες φορές ότι ο Σέιγουορθ και τα τσιράκια του σπέρνουν βία, λύπη και θάνατο με τους ίδιους ρυθμούς που οι κανονικοί άνθρωποι τρώνε τα Maltesers. Αλλά επέλεξες να μην με ακούσεις...»

Είναι αλήθεια, παραδέχομαι, κάθε φορά που ο Ζεέρνεμποχ βγάζει κάποιο από τα επαναστατικά, βιτριολικά και αντί-ουμανιστικά του μανιφέστα, εγώ τον αντικρούω. Τον αντιμετωπίζω σαν να αποτελεί πρόβλημα, σαν να είναι μια φωνή όλο πικρία που πρέπει να σωπάσει.

Μ' έναν μικρό αναστεναγμό, αφήνω το πρόσωπό μου να πέσει στις παλάμες μου και να κρυφτεί εκεί, καθώς αναζητώ την αιτία. Γιατί δεν τον ακούω ποτέ; Επειδή οι αλήθειες του πονάνε, επειδή οι κουβέντες του ταράζουν συθέμελα τα βολικά ψέματα και τις ωραιοποιημένες ψευδαισθήσεις μου.

Οι Αθληταράδες χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία και κάθε μέσον διαθέσιμο σε αυτούς για να θρέψουν τας ορέξεις τους, θυμάμαι τα λόγια που μου είχε πει εκείνο το πρώτο βράδυ στο αναρρωτήριο. Χτυπάνε, βιάζουν, τσακίζουν, σκοτώνουν. Είναι ένοχοι φρικτών και ακατανόμαστων πράξεων...

Δεν θα σταματήσουν να πληγώνουν εσένα και τα υπόλοιπα θύματά, μέχρι να σκοτώσουν κάθε ψήγμα αθωότητας σε ακτίνα χιλιομέτρου.

Γατί;

Γιατί τέτοιοι είναι και τέτοια κάνουν. Τίποτα καλό δεν είναι ασφαλές, όσο εκείνοι είναι ζωντανοί. Τίποτα καλό δεν είναι ασφαλές...

Και για αυτό πρέπει να πεθάνουν.

«Γιατί δεν με δέχεσαι;», με ρωτάει τώρα ο Ζίρο. Ξαφνιάζομαι με το πόσο κοντά ακούγεται η φωνή του σε σχέση με πριν κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου βλέπω ότι έχει μετακινηθεί χωρίς να το αντιληφθώ. Πλέον δεν στέκεται στην απέναντι πλευρά του ράντζου, αλλά ακριβώς μπροστά μου. «Γιατί εξακολουθείς να με αμφισβητείς; Τι είναι αυτό που κάνω λάθος; Μόνο πιστός σου ήμουν μέχρι τώρα. Γιατί δοκιμάζομαι συνέχεια;»

«Άκουσε», τον παρακαλώ χαμηλόφωνα. «Ξέρω ότι θα ακουστεί σαν κακογραμμένη ατάκα από κλισέ-όσο-δεν-πάει ρομαντική κομεντί, αλλά δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω... Είμαι... ανεπαρκής».

Ο Ζεέρνεμποχ σκύβει, τοποθετεί τα χέρια του δεξιά κι αριστερά μου, στα πλαστικά μπράτσα της καρέκλας μου, φυλακίζοντάς με κατ' ουσίαν ανάμεσα στα χέρια του. Ζυγίζοντας το βάρος του, γέρνει από πάνω μου και με κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια. Είναι σαν να θέλει να μου πει ότι ώσπου να του απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα που τον κατατρώνε δεν θα πάμε πουθενά, ούτε εκείνος, ούτε εγώ. «Ανεπαρκής πώς;», ρωτάει.

Ένα ελαφρά απολογητικό ανασήκωμα των ώμων είναι η αντανακλαστική μου κίνηση. «Όλο αυτό τον καιρό μ-μου ζητάς να κάνω κάποια... πράγματα».

Με το πράγματα εννοώ, φυσικά, τους φόνους. Πράξεις που θεωρώ απόλυτα καταχθόνιες και διεστραμμένες, τις μεγαλύτερες αμαρτίες που θα μπορούσα να διαπράξω, κινήσεις που θα εναντιώνονταν τόσο στον τρόπο ζωής μου, όσο και στην ίδια μου τη φύση. Δεν μπορώ να σκοτώσω κάποιον, ακόμη κι εάν αυτός ο κάποιος είναι ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Δεν μπορώ...

«Η εκτέλεσή αυτών των... πραγμάτων είναι αδύνατη για εμένα... δεν διαθέτω, εε, δεν διαθέτω την απαραίτητη γνώση, τη σωματική δύναμη, το σθένος, την αποφασιστικότητα... δ-δεν...», κάνω μια σύντομη παύση, ανάμεσα στις λέξεις μου, μισώντας το πόσο σιγανή, κοριτσίστικη, αβέβαιη αντηχεί η φωνή μου. Ξεροκαταπίνω για να καθαρίσω τον λαιμό μου. Αφότου αναδιοργανώσω τις ανάστατες σκέψεις μου, συνεχίζω: «Δεν μπορώ να το κάνω, Ζίρο. Φοβάμαι. Πάντα στεκόμουν στη γωνία μου κι άφηνα την ζωή να με προσπεράσει, έβλεπα μια δράση που έπρεπε να ληφθεί και παραμέριζα, περιμένοντας κάποιον άλλον να έρθει και να κάνει τα πάντα καλύτερα από μένα...»

«Και ποιος περιμένεις να κάνει τα πάντα καλύτερα τώρα;»

«Δεν ξέρω...», ψελλίζω. «Κανείς. Οποιοσδήποτε».

Βρίσκομαι σε σύγχυση, κάτι που μοιάζει να είναι η μόνιμη ψυχό-διανοητική μου κατάσταση τώρα τελευταία. Η αποσυμφόρηση έρχεται πάνω στην ώρα με την μορφή λυγμών και δακρύων. Πίστευα ότι μετά από τόσες εβδομάδες θλίψης και κατήφειας, το απόθεμα δακρύων μου θα είχε στερέψει, αλλά έκανα λάθος. Νιώθω το βάρος της ευθύνης όλων των άσχημων συμβάντων να βαραίνει τους ώμους μου. Ίσως, σκέφτομαι λυπημένα, εάν ήμουν πιο προσεκτική με τις νέες μου γνωριμίες... ίσως εάν αντιστρατευόμουν και φυλαγόμουν από τις διάφορες κλίκες του Ιδρύματος ο Κάι να μην βρισκόταν ποτέ σε αυτή την κατάσταση... Ίσως εάν δεν πήγαινα στο μάθημα Άλγεβρας του κυρίου Λοκ να μην είχα συστηθεί ποτέ στον Γκρίφιν... Ίσως εάν την νύχτα της δωδεκάτης Ιουλίου δεν υπέκυπτα στα παρακαλετά της Μία κι έδιωχνα κλοτσηδόν τον Κάι και την παρέα του από το σπίτι μας, να ήταν όλοι τους καλά τώρα...

Δυστυχώς, όμως, τα ίσως δεν είναι αυτά που διαμορφώνουν την πραγματικότητα που μας περικλείει. Και η πραγματικότητα είναι ότι έσφαλα.

«Και τι θα κάνω τώρα;», ρωτάω το Ζίρο, νιώθοντας την απελπισία να με τυλίγει, όπως το σχοινί αγκαλιάζει το λαιμό των ετοιμοθάνατων στην αγχόνη.

Ο Ζίρο εγκαταλείπει την δεσποτική του στάση, παύει να γέρνει από πάνω μου, αφήνει τα χέρια του να πέσουν από τα πλαϊνά μου, διώχνοντας την προηγούμενη κλειστοφοβική αίσθηση που πλανιόταν στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ μας.

«Τώρα...», μου απαντάει με σταθερή, στιβαρή φωνή. «Θα σταματήσεις να οικτίρεις τον εαυτό σου, θα κόψεις τα κλαψ κλαψ, και δεν θα κάνεις λες και η σημερινή ημέρα είναι η 11η Σεπτεμβρίου».

Το μέτωπό μου είναι ακόμη αυλακωμένο από το κλάμα και νιώθω την καρδιά μου τόσο σφιγμένη, σαν να έχει γίνει ένα μικροσκοπικό καρύδι, μια πετρούλα μέσα στον κόρφο μου. Εντούτοις, όσο κοιτάζω τον Ζεέρνεμποχ που στέκει εμπρός μου ανέκφραστος σαν μάρμαρο, με κατάμαυρα μάτια και σκοτεινά τατουάζ όμοια με ανθρώπινα οστά... κάτι καταλαγιάζει μέσα μου. Είναι λες και η αποφασιστικότητα στο βλέμμα του διοχετεύεται σε εμένα μέσα από το κοίταγμα, είναι λες και η αταραξία του αποκαθιστά με κάποιον μαγικό τρόπο την εσωτερική μου ισορροπία. Ηρεμώ.

«Θα σηκωθείς», μου λέει στον ίδιο ανυποχώρητο τόνο και το κάνω, σηκώνομαι. «Θα πάρεις το χέρι μου». Απλώνει το χέρι του μπροστά μου με την πελιδνή του παλάμη ανοιχτή προς τα πάνω. Μου το προσφέρει κι εγώ το δέχομαι υπάκουα.

Το χέρι του κρατά το δικό μου και ο αντίχειράς του χαϊδεύει στιγμιαία την αναστροφή της παλάμης μου με μια απρόσμενη τρυφερότητα. Κάνουμε κι οι δύο σαν να μην το προσέξαμε.

«Και τώρα;», περιμένω ευπειθώς τις οδηγίες μου.

«Τώρα -για πρώτη φορά στα χρονικά του Ντέιβις Πλέις- θα κάνει αυτό που θα σου πω».

Μου λέει να τον ακολουθήσω, κι έτσι περπατώ από πίσω του, ενώ κινούμαι κάπως επιφυλακτικά, σαν να προσπαθώ να κρατήσω τον εαυτό μου όρθιο. Διασχίζουμε το μαρμάρινο πάτωμα του αναρρωτηρίου, προσπερνώντας λευκά παραβάν, ανοιγμένα ή κλειστά και δεκάδες ράντζα, κενά ή καταλυμένα.

Όταν οι κουρτίνες των παραβάν παραμερίζουν, βλέπω ξεκάθαρα τους τροφίμους που υπάρχουν από πίσω. Είναι χτυπημένοι, πληγωμένοι, παραμελημένοι, αλλά και πλήρως συμβιβασμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση. Τα θρυμματισμένα τους άκρα, τα μαυρισμένα τους μάτια, τα ραγισμένα πλευρά, αποτελούν κομμάτια της καθημερινότητας.

Είναι επιρρεπείς και ταυτόχρονα εθισμένοι στη βία, προσέχω.

Ευχαριστιούνται να προκαλούν πόνο, ενώ δεν τους πειράζει και να τον εισπράττουν.

Με κοιτάζουν να τους προσπερνώ με τις λοξές, ανεξήγητα εχθρικές τους ματιές επάνω μου, όμοιοι με θηρία φυλακισμένα σε κλουβιά, που λιμοκτονώντας στρέφονται στα υπόλοιπα θηρία και τρελαμένα αλληλοσπαράζονται.

Είναι αφόρητο αυτό που κάνουμε ο ένας στον άλλο εδώ μέσα. Δεν το αντέχω.

Το Ντέιβις Πλέις είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο δεν ξυπνάει ποτέ κανείς μας.

Πολλές φορές, μου αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου ως θύμα και όλους τους υπόλοιπους ως τους πιθανούς θύτες, μα αυτή την στιγμή, καθώς η ματιά μου ταξιδεύει στις δικές τους ενώσω περπατώ, καταλαβαίνω ότι κάνω λάθος.

Είμαστε όλοι θύματα. Δεν βρίσκομαι μόνο εγώ στο καθαρτήριο.

Ζουν κι αυτοί σε μια κόλαση, αλλά είναι κοινή, είναι η κόλαση όλων. Ένας τεράστιος, πηχτός βούρκος τοξικών αποβλήτων απ' όπου δεν φαίνεται πουθενά στεριά.

Ο Ζίρο σταματά μπροστά από ένα τραβηγμένο παραβάν και πιάνοντας την άκρη του κοντοστέκεται. «Έτοιμη;», με ρωτά.

«Για τι;», απορώ.

Εκείνος κουνά το ξυρισμένο του κεφάλι και δίχως να του δώσω την άδεια να προχωρήσει, σπρώχνει το άσπρο ύφασμα στην άκρη. Από πίσω εμφανίζεται μια πράσινη πλαστική καρέκλα, ένα μικρό βοηθητικό τραπεζάκι, κι ένα ακόμη σιδερένιο ράντζο επάνω σε ρόδες. Πάνω του, τυλιγμένο με λευκά σαν σάβανα σεντόνια, βρίσκεται το σώμα ενός παιδιού.

«Το όνομα της είναι Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν», μου ανακοινώνει ο Ζεέρνεμποχ, κρατώντας ακόμη την κουρτίνα. «Είναι οκτώ χρονών σήμερα. Ήταν μόλις επτά, όταν γνώρισε τους Αθληταράδες».

Ένας μικρός ήχος δραπετεύει απ' το στόμα μου, που ακούγεται σαν να πνίγομαι, σαν να μου κλέβουν την ανάσα προτού φτάσει στα πνευμόνια μου. Αμέσως βάζω το χέρι μου στο στόμα μου, για να παγιδεύσω οποιονδήποτε άλλο ήχο που απειλεί να βγει. Μουδιασμένη, στέκομαι εκεί για κάμποσα λεπτά με την φράση του Ζίρο να επαναλαμβάνεται μες στο μυαλό μου σαν εκκωφαντική ηχώ.

Οι Αθληταράδες κακοποίησαν ανεπανόρθωτα ένα παιδί, ένα τοσοδούλι πλασματάκι!

Εκείνο το βράδυ στο υπόγειο τους άκουσα μέσα στην παραζάλη μου να σχολιάζουν το βάρος και τις αναλογίες μου, να χαχανίζουν και να λένε στον Πιτ, αυτόν που έκανε παράπονα, ότι: Δεν είναι χοντρή, Πιτ. Απλά εσύ έχεις συνηθίσει να πηδάς κοκαλιάρικα εντεκάχρονα και μικροκαμωμένα δωδεκάχρονα. Το είχαν πει ξεκάθαρα, ύστερα, όμως, από τόσο καιρό το είχα αποβάλει εσκεμμένα ή μη από το νου μου. Το θέαμα που αντικρίζω τώρα, όμως, πυροδοτεί όλες τις απαίσιες αναμνήσεις που έχω από εκείνους.

Η βία οποιασδήποτε μορφής είναι ασυγχώρητη, οι άνθρωποι, όμως, την εκφράζουν συχνά, στρέφοντάς την πότε ενάντια των άλλων, και πότε ενάντια του ίδιου τους του εαυτού.

Έχω ξαναδεί κακοποιημένους ανθρώπους, ανθρώπους ρημαγμένους από εξάρσεις βίας.

Αλλά ένα παιδί...

Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό σε ένα παιδί;

«Πλησίασε», με παρακινεί ο Ζίρο που στέκεται τώρα δεξιά του ράντζου.

Υπακούω απρόθυμα, κινούμαι σαν να έχω αρθρίτιδα μέχρι που φτάνω στην αριστερή μεριά του ράντζου και στεκόμαστε αντικριστά.

Έπειτα τον μιμούμαι, κοιτώντας την μικρή.

Είναι ένα μικροσκοπικό, καχεκτικό πραγματάκι το οποίο βρίσκεται εν ζωή χάρη στα ακατανόητα ηλεκτρονικά μηχανήματα που το περιβάλουν. Το δέρμα της είναι τόσο χλωμό που φαντάζει διάφανο, μπορείς να δεις όλες τις διακλαδώσεις στον φλεβικό της χάρτη. Το πρόσωπό της φεγγίζει ωχρό σαν το φεγγάρι, και στο κέντρο του έχει μια ανασηκωμένη μυτούλα, τόσο μικροσκοπική που απορώ πώς ανέπνεε υπό κανονικές συνθήκες. Υπό τις τωρινές, ένας αναπνευστήρας ενώνεται με το στόμα της, παρέχοντάς της τεχνητή αναπνοή. Ανάμεσα στα λεπτά ροδαλά χείλη της που είναι μισάνοιχτα φυτρώνουν παιδικά, στραβούτσικα δόντια.

«Ήταν από εκείνα τα ντροπαλά παιδιά», μου διηγείται ο Ζίρο. «Τα μόνιμα ανασφαλή, που όταν τα ρωτάς το όνομά τους κρύβονται κοκκινίζοντας πίσω απ' τον μηρό της μητέρας τους. Ζούσε όλη της τη ζωή στα περίχωρα του ιδρύματος, σε μια ξύλινη καλύβα στο δάσος, αφού οι γονείς της δούλευαν ως φύλακες εδώ τα περασμένα χρόνια».

Ακούω προσεκτικά όσα μου λέει για εκείνη, ρουφώντας διψασμένα κάθε τι που ειπώνεται για τη ζωή της σα σφουγγάρι. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, μα νιώθω συγκλονισμένη, πλήρως απορροφημένη, θαρρείς και η κάθε πληροφορία θα διαδραματίσει κάποιον κρίσιμο ρόλο. Βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

«Ένα βράδυ», εξακολουθεί να λέει ο Ζεέρνεμποχ. «Κάποιος τρόφιμος δραπέτευσε και οι οδηγίες της Κονστάνς απαίτησαν να τον κυνηγήσουν οι φύλακες μέσα στο δάσος. Παρότι ο κρατούμενος δεν μπορούσε να πάει μακριά, οι γονείς Ντόνοβαν αναγκάστηκαν να τον καταδιώξουν. Τον στρίμωξαν στα όρια μιας βραχώδους, απόκρημνης γκρεμίλας. Πιάστηκαν στα χέρια. Έβρεχε. Τα βράχια υποχώρησαν και τους παρέσυραν όλους στο κενό. Έκτοτε, η Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν μετακόμισε στο Ντέιβις Πλέις, δεν είδε ποτέ ξανά την ξύλινη καλύβα της», κλείνει τη διήγησή του με ένα μικρό κατσούφιασμα να ρυτιδώνει το μέτωπό του.

Ως συνήθως, δεν μπορώ παρά ν' αναρωτηθώ πώς ξέρει τόσα πολλά για τις ζωές των άλλων. Αν και ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να δει το μέλλον, έχει πολύ καλή επίγνωση του παρόντος και ακόμη καλύτερη του παρελθόντος. Από πεπερασμένα γεγονότα δεν του διαφεύγει ούτε ένα.

«Εδώ οι άλλοι τρόφιμοι την πείραζαν, επειδή ήταν ένα μικροκαμωμένο, ορφανό κορίτσι, απροστάτευτο κι ευάλωτο. Εύκολος στόχος αν μη τι άλλο...», σχολιάζει. «Τα συνηθέστερα πειράγματα είχαν να κάνουν με τα αυτιά της», μαθαίνω, όπως ο Ζίρο ξετυλίγει τον μίτο της ιστορίας της.

Εξακολουθώ να κοιτάζω την οκτάχρονη Ντόνοβαν, να την περιεργάζομαι.

Τα μαλλιά της που έχουν το χρώμα της πικρής, σκούρας σοκολάτας έχουν γίνει ένα θαμπό, ανακατεμένο κουβάρι, όσους μήνες βρίσκεται σε λήθαργο. Μέσα από τις ατιθάσευτες καστανές τούφες, ξεφυτρώνουν δύο μικρά, πεταχτά, ολοστρόγγυλα αυτάκια. Κατά τη γνώμη μου είναι τρισχαριτωμένα.

Την κάνουν να μοιάζει σαν την ήσυχη, καστανή εκδοχή της Λώρα απ' το μικρό σπίτι στο λιβάδι.

Για αυτά την κορόιδευαν;

Ο Ζίρο επανέρχεται αποφασιστικά στον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή. «Πέρασε κάποιες... ζόρικες φάσεις. Ο μοναδικός που δεν γελούσε μαζί της ήταν ο Γκρίφιν Σέιγουορθ. Για την Ρόμπιν, ο Γκρίφιν έγινε γρήγορα ο μεγάλος αδερφός που δεν είχε ποτέ, η πατρική φιγούρα που της έλειπε. Κανείς δεν χασκογελούσε χαιρέκακα και κανείς δεν την έδειχνε με το δάχτυλο, όταν εκείνος ήταν κοντά. Τον είχε ειδωλοποιήσει».

Κοιτάζω στο πάτωμα, αφού δεν έχω μούτρα να κοιτάξω πουθενά αλλού.

Φυσικά και τον είχε ειδωλοποιήσει. Εάν ο Γκρίφιν έχει κάποιο ξεχωριστό ταλέντο, αυτό είναι να σε θαμπώνει με την υποκριτική του, να προσποιείται άκρως πειστικά ότι είναι αυτός που χρειάζεσαι την εκάστοτε στιγμή. Είναι ένας κατά συρροή απατεώνας, άλλωστε.

«Μια νύχτα, ο Γκρίφιν της γνώρισε τους φίλους του», μου αποκαλύπτει. «Οι φίλοι του Γκρίφιν δεν της άρεσαν όσο εκείνος. Ούτε αυτό που της έκαναν της άρεσε. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Κρίμα που δεν μπορούμε να τη ρωτήσουμε, ε;», με τσιγκλάει. «Κρίμα που δεν ακούει λέξη απ' όσα λέμε. Βλέπεις, κοιμάται τους τελευταίους δέκα μήνες».

Ανοιγοκλείνω σοκαρισμένη τα βλέφαρά μου. «Εί-είναι σε κώμα δέκα μήνες;»

«Αυτό είπα», συναινεί το αγόρι-φάντασμα.

Αυτό μάλλον εξηγεί γιατί έχει φακίδες στην μία μονάχα πλευρά του προσώπου της. Έτσι όπως είναι στημένο το ράντζο της μπροστά από το παράθυρο, το φως θωπεύει καθημερινά το δεξί της προφίλ, ενώ το αριστερό παραμένει στις σκιές. Στην φωτιζόμενη πλευρά υπάρχουν ευδιάκριτες καφετιές πινελιές, ψιλές και μικρές σαν κόκκοι του καφέ, σχηματίζουν ένα μισοφέγγαρο που ξεκινά επάνω από το δεξί της φρύδι, καμπυλώνουν ακολουθώντας το σχήμα του οστού του ζυγωματικού της και τελειώνουν κάτω από το μάτι της.

«Δέκα μήνες...», ψελλίζω, σε μια επιπλέον προσπάθεια να το χωνέψω.

Δεν καταπίνεται με τίποτα. Δέκα μήνες από τη ζωή σου στράφι, επειδή ο Γκρίφιν είχε κάβλες...

«Μεγάλη εντύπωση σου κάνει...», προσέχει ο Ζίρο. Τα μαύρα του μάτια με διαπερνούν σαν ακτίνες Χ. «Μπορείς να πεις με σιγουριά ότι εσύ είσαι ξύπνια τους τελευταίους δέκα μήνες; Και εννοώ, ουσιαστικά, συνειδητά, δραστικά ξύπνια».

Είμαι; αναρωτιέμαι ξαφνικά. Είμαι ξύπνια όταν υπομένω αντί να ζω; Όταν κοιτάζω αντί να βλέπω; Όταν ονειρεύομαι έναν κόσμο αγνότερο, καλύτερο, δικαιότερο, ασφαλέστερο, εθελοτυφλώντας απέναντι στον υπάρχοντα κόσμο που είναι σαθρός, στρεβλός και σάπιος;

Είμαι όντως ξύπνια;

Όχι, είμαι κι εγώ σε καταστολή κι ας έχω τα μάτια μου ορθάνοιχτα.

Ο Ζίρο κάνει τον κύκλο του σιδερένιου κρεβατιού. Αργά αργά έρχεται και στέκεται στο πλευρό μου. Επικρατεί σιωπή, μια φιμωμένη, μαγκωμένη σιωπή όλο πικρία κι ανείπωτες αλληλό- και αυτό-κατηγορίες. Εν τέλει, ο Ζίρο τοποθετεί τα μακριά, χλωμά του χέρια στους ώμους μου και με γυρίζει απαλά προς το μέρος του. Η σιωπή βρίσκεται ακόμη στο απόγειο της. Ανταλλάσουμε μια άμεση, βαθιά ματιά που βλέπει πράγματα πέρα από τα ρηχά και τα προφανή. «Στο μάθημα της Άρτερτον», μου λέει σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, θαρρείς και κάποιος υφέρπει πίσω από τα παραβάν, κρυφακούγοντάς μας. «Όσο σου ανέλυα τα υπέρ και τα κατά του διαστροφικού σχεδίου μου περί αφανισμού των Αθληταράδων, στράφηκες σε μένα και μου είπες εκνευρισμένη ότι σίγουρα θα υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να με βοηθήσει με αυτό. Σου είπα ότι υπάρχει, και βέβαια υπάρχει, αλλά εγώ προτιμώ εσένα». Κάνει μια παύση, δίνοντάς μου έντονα την εντύπωση κάποιου που προσπαθεί να επιλέξει προσεκτικά τις ακόλουθες λέξεις του. Όταν τις εντοπίζει, λέει: «Δεν είναι έτσι, Αντριάννα».

Στάσου, τι εννοείς; Τ-τι δεν είναι έτσι;

«Δεν υπάρχει κανείς άλλος», μου ανακοινώνει βαρύθυμα. Τα δάχτυλά του μπήγονται στο δέρμα των ώμων μου και πιέζουν τη σάρκα μου, λες και προσπαθεί να με κρατήσει μακριά από παράπλευρες σκέψεις, λες και προσπαθεί να με κάνει να επικεντρωθώ στο εδώ και το τώρα, σε ότι ξεστομίζει. «Είπα ψέματα. Εάν υπήρχε ο οποιοσδήποτε ως εναλλακτική θα στρεφόμουν σε εκείνον, όχι σε εσένα. Δεν θα σου ζητούσα ότι σου ζητώ τώρα, δεν θα τολμούσα. Μα οι άνθρωποι είναι ατομιστές και εγωπαθείς και αδιάφοροι, δεν τους ενδιαφέρει να λύσουν τα προβλήματα των άλλων, δεν τους νοιάζει να παλέψουν ξένες μάχες. Πράγμα που σημαίνει ότι οι μόνοι που θα αντιμάχονταν ποτέ τους Αθληταράδες είναι όσοι έχουν ήδη βρεθεί στο στόχαστρό. Και παρότι αυτοί είναι πολλοί, ελάχιστοι έχουν απομείνει πλέον. Εσύ, ο Γκρίνγουντ, η Ντόνοβαν και καμιά δεκαριά ανάπηροι μπούληδες που δεν μπορούν να κινηθούν μόνοι τους και δεν μπορούν να φάνε χωρίς σωληνάκι».

Πισωπατώ ένα βήμα με το στόμα μου ν' ανοίγει πέφτοντας σαν γέφυρα πλοίου.

Τα χέρια του Ζίρο που με είχαν μαγκώσει προ ολίγου, τώρα με ελευθερώνουν, ενώ ο ίδιος με κοιτάζει εξονυχιστικά, όντας σε επιφυλακή. Περιμένει να δει πώς θα αντιδράσω.

Θα το βάλω στα πόδια; Θα μπήξω τις φωνές; Θα πάθω κρίση πανικού;

Επιλέγω την τέταρτη επιλογή: Σκέψεις, σκέψεις μαύρες κι άραχνες που με ζώνουν σαν σμήνος από ταραντούλες, τριχωτές, ανατριχιαστικές και δηλητηριώδεις. Αναριγώ.

Ο Κάι Γκρίνγουντ είναι σε κώμα.

Η Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν το ίδιο.

Πέραν αυτού, η Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν είναι μόλις οκτώ ετών.

Κι όλοι οι άλλοι έχουν μετατραπεί σε ανεγκέφαλα φυτά.

Ω, Θεέ μου! Είμαι πράγματι η μόνη που μπορεί να τα βάλει μαζί τους, να τα βάλει με τους Αθληταράδες...

Αφού βεβαιώνεται ότι δεν θα του λιποθυμήσω επί τόπου, ρίχνει την τελευταία του δυσοίωνη ατάκα: «Δεν υπάρχει κανείς άλλος να επωμισθεί αυτό το δύσκολο έργο, μόνο εσύ. Εσύ είσαι η τελευταία ελπίδα που έχει ετούτο το κωλοχανείο να εξιλεώσει τον εαυτό του».

Είμαι η τελευταία ελπίδα του Ντέιβις Πλέις κι όσων ζουν κλεισμένοι πίσω απ' τα σκουριασμένα του κάγκελα. Είμαι η τελευταία ελπίδα...

«Ζίρο», κάνω να πω. «Εγώ...»

Με κόβει. «Σε παρακολουθώ αρκετό καιρό για να βλέπω καθαρά τις αρετές και τις αδυναμίες σου. Ξέρω ότι είσαι ανασφαλής, αλλά δεν είσαι λιπόψυχη. Ξέρω ότι είσαι πιο θαρραλέα από όσο νομίζεις. Ξέρω επίσης ότι έχεις μια πολύ έντονη συναίσθηση του τι είναι καλό και τι όχι μέσα σου, και παρότι δεν θέλεις να υποπίπτεις σε ατοπήματα και απρεπή συμπεριφορές, δεν σου πάει καλά η τόση απάθεια. Λες πως θέλεις να έχεις ήσυχη τη συνείδηση σου το βράδυ, αλλά δεν κοιμάσαι πια. Δεν μπορείς, επειδή έχεις επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω σου, του τι επιτρέπεις να συμβαίνει γύρω σου».

Ναι, θέλω να κάνω κάτι για να ταρακουνήσω συθέμελα το ίδρυμα και ναι θέλω να αλλάξω τα πράγματα για όλους προς το καλύτερο, εντούτοις, ο μονόδρομος του Ζίρο είναι ένα μονοπάτι δύσβατο, ζοφερό κι άγνωστο, είναι ένα μονοπάτι δίχως γυρισμό.

Δεν ξέρω εάν μπορώ στ' αλήθεια να το ακολουθήσω.

Σίγουρα δεν υπάρχουν άλλες οδοί;

Σίγουρα.

Ακόμη κι εάν αποφασίσω να περπατήσω αυτόν το δρόμο, πώς θα μετατρέψω την μετριοπαθή Αντριάννα Βάλενταϊν σε δυναμική σταυροφόρο της δικαιοσύνης; Θα πρέπει να αποβάλω το σύνδρομο του καλού παιδιού που με κατατρέχει, θα πρέπει να ποδοπατήσω τους ηθικούς μου φραγμούς, να καταρρίψω κάθε δεοντολογικό κανόνα και υπάρχοντα νόμο, ώστε να θεσπίσω δική μου αδυσώπητη νομολογία.

Θα πρέπει να αλλάξω οριστικά, ριζικά κι αμετανόητα. Ακόμα κι έτσι, όμως, θα είναι αρκετή η αλλαγή αυτή για να αποκτήσω το στάτους της τιμωρού; Θα είναι ποτέ αρκετή η οποιαδήποτε αλλαγή για κάτι τέτοιο;

«Πώς θα σκληραγωγηθώ;», ικετεύω για μια απάντηση. «Δεν είμαι σκληρή...»

«Όχι», μου λέει ο Ζίρο. «Δεν είσαι, αλλά δεν έχει σημασία. Η σκληρότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό. Η σκληρότητα είναι μια συνήθεια. Υπό τις κατάλληλες συνθήκες, το πιο ευαίσθητο άτομο μπορεί να συνηθίσει τα πιο σκληρά πράγματα».

Ουάου, αναφωνώ νοερά. Αυτό τώρα είναι παρήγορο;

«Κάποτε ήμουν σαν εσένα...», μιλά για τις αναμνήσεις της περασμένης του ζωής, ανατρέχοντας σε αυτές λες και είναι εκατό χρονών. «Όχι πια», καταλήγει σε πένθιμο τόνο. «Το ίδρυμα με άλλαξε, μου έδωσε ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο πικρίας, οργής και κυνικότητας και μετά με σκότωσε, μόνο και μόνο για να με κάνει ακόμη πιο πικρόχολο μετά θάνατον. Πριν το Ντέιβις Πλέις είχα τόση θέληση, τόσο πάθος, τόσα όνειρα, τα οποία φυσικά καταπίεζαν συνεχώς οι πρεσβύτεροι Βάλχοφ», σπεύδει να προσθέσει. «Είχα αγάπη να δώσω, αλλά έπειτα από όλα αυτά η αγάπη πήγε περίπατο. Τώρα έχω στραγγίξει από δαύτην, δεν έχω ούτε στάλα», ομολογεί. Τα μάτια του είναι σκοτεινά και κενά σαν άδεια δωμάτια. Αντικατοπτρίζουν άψογα όσα ισχυρίζεται. «Δεν είμαι πια ο συμπονετικός, στοργικός, ανεκτικός εαυτός μου, δεν ανέχομαι αδικαιολόγητες μαλακίες. Δεν ανέχομαι τίποτα. Είναι λες και η καρδιά μου έχει γίνει μια πέτρα που κάθε μέρα βαραίνει και πιο πολύ, καθώς βυθίζεται».

Τον κοιτάζω που με κοιτάζει στη σιγή του αναρρωτηρίου, ενώ ο ήλιος δύει πορφυροκόκκινος κάπου στο μακρινό φόντο. Σίγουρα δεν είναι το γλυκό, περιπετειώδες, ονειροπόλο γκέι αγόρι των ιστοριών του. Το αγόρι που έχω απέναντί μου είναι σκληρό, αφοπλιστικό και λίγο μοχθηρούτσικο. Φοράει το μένος του σαν ένα αδιαπέραστο, δεύτερο δέρμα.

«Έτσι είναι», λέει ξανά μ' έναν μικρό, βραχνό συριγμό. «Αργά ή γρήγορα η ανθρώπινη πλευρά σου χάνει. Πρέπει να χάσει. Αυτό είναι το μόνο αναμενόμενο».

«Ώστε η αποκτήνωσή μου είναι η μόνη που μπορώ να προσδοκώ;», ρωτάω δήθεν σαρκαστικά, καταπίνοντας με δυσκολία τον κόμπο που απειλεί να φράξει τον λαιμό μου. «Τι ωραία!»

«Δεσποινίς Βάλενταϊν!», χλιμιντρίζει μια ανεπιθύμητη φωνή. «Πάλι παρατηρείτε ανυπόστατα ερεθίσματα, ενώ βλέπετε, ακούτε και μιλάτε σε ανύπαρκτους συνομιλητές; Θα αρχίσω να ανησυχώ ότι η πτώση σας από τις σκάλες σας άφησε κάποια μόνιμη βλάβη».

Προφανώς, η Άσα Πιλάρσκι, η υπεύθυνη της πτέρυγας ανάρρωσης δεν θα αποκαλούσε τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ ανύπαρκτο, εάν μπορούσε να δει το θεόρατο ανάστημά του, τα μαύρα σαν πετρελαιοκηλίδες τατουάζ του ή το έκπληκτο, προσβεβλημένο και σκωπτικό συνάμα ύφος που της ρίχνει. Μονάχα ο Ζίρο μπορεί να εκφράσει άκοπα κάτι τόσο περίπλοκο την μια στιγμή, και να μην εκφράζει τίποτε απολύτως την επόμενη.

«Καλώς την Ψευτράσκι», αντιγυρίζω μ' ένα ακατάληπτο γρύλισμα.

Η Άσα Πιλάρσκι είναι ακριβώς όπως τη θυμάμαι από το πρώτο βράδυ που πέρασα ξαγρυπνώντας στο αναρρωτήριο. Φοράει φαρδιά πράσινη νοσοκομειακή ποδιά, τακούνια φτιαγμένα από φελλό που -φλαπ, φλαπ, φλαπ- βεντουζάρουν στο πάτωμα, γυαλιά στηριγμένα στη μικρή καμπούρα της μύτης της και καστανά μαλλιά με γκριζαρισμένους κροτάφους πιασμένα σ' έναν ατημέλητο κότσο.

«Πώς κι από 'δω;», με ρωτά παραξενεμένη.

Ο Ζίρο απαντά τραγουδώντας το γνωστό άσμα Πέρασα να πω μια καλησπέρα μα δεν άνοιξες...

Επιλέγω μια λιγότερο λυρική απάντηση. «Ο φίλος μου, ο Κάι Γκρίνγουντ έχει τεζάρει μερικά ράντζα πιο πέρα. Ήρθα για να του συμπαρασταθώ, αλλά τελικά βαρέθηκα και είπα να κάνω μια βόλτα για να ξεμουδιάσουν τα πόδια μου...»

Πίσω από τους διάφανους φακούς των τετραγωνισμένων της γυαλιών, η γυναίκα εξακολουθεί να με κοιτάζει παραξενεμένα, σαν να μην ξέρει εάν με πιστεύει, σαν να μη ξέρει εάν έχει σημασία.

«Ρώτα την πώς βρέθηκε η μικρή εδώ», προτείνει ο Ζίρο απ' το πλάι.

ΟΚ. Αυτομάτως, υιοθετώ ένα λιγότερο στριμμένο ύφος, προστάζοντας τις γραμμές του στόματός μου να καμπυλώσουν σε ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Μπορείτε να μου πείτε πώς βρέθηκε η Ρόμπιν Ντέην Ντόνοβαν στο αναρρωτήριο;», παρακαλώ μελιστάλακτα.

«Ω», αναφωνεί η Πιλάρσκι σαν να μην περίμενε την ερώτησή μου, σαν να ξαφνιάζεται που θέλω να μάθω κάτι τέτοιο. «Είναι αστείο βασικά...», λέει.

«Χμμμ, τώρα ειλικρινά κερδίσατε το ανυπόκριτο ενδιαφέρον μου», αποκρίνομαι ειρωνικά. «Αναρωτιέμαι πώς η ιστορία για τον εγκεφαλικό θάνατο ενός οκτάχρονου κοριτσιού είναι αστεία».

«Με παρεξήγησες», λέει δήθεν φιλειρηνικά. «Δεν είναι ο εγκεφαλικός θάνατος αστείος, αν και δεν θα έλεγα ότι η Ντόνοβαν βιώνει έναν τέτοιο, ειδάλλως θα την αποσυνδέαμε, αχ τέλος πάντων. Αστείο είναι ότι με ρωτάς εσύ για τον λόγο εισαγωγής της».

«Γιατί;»

«Διότι η Ρ. Ντ. Ντόνοβαν από 'δω είχε ένα ατύχημα παρόμοιο με το δικό σου πριν δέκα περίπου μήνες», μου περιγράφει. «Έτρεχε χαζολογώντας στους διαδρόμους του ιδρύματος, αψηφώντας σκόπιμα τις πινακίδες ΒΡΕΓΜΈΝΟ ΠΆΤΩΜΑ που άφηναν οι καθαρίστριές μας σφουγγαρίζοντας. Στην τελευταία στροφή δεν πρόλαβε να στρίψει, μήτε να φρενάρει κι έτσι έπεσε αναπόδραστα από τις σκάλες», με απροκάλυπτη προκλητικότητα η γυναίκα ολοκληρώνει την φανταστική της διήγησή, η οποία δεν βασίζεται επ' ουδενί σε πραγματικά γεγονότα. «Αυτό που βλέπεις μπροστά σου, δεσποινίς Βάλενταϊν», στρέφει το στυλό που χρησιμοποιεί για να κρατά επαγγελματικές σημειώσεις προς το αναίσθητο κοριτσάκι στο ράντζο. «Είναι το σοβαρότατο αποτέλεσμα πολλαπλών, οξέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων από την πτώση. Τς, τς, τς,», σε αυτό το σημείο πλαταγίζει τα χείλη της με δυσαρέσκεια, προτού πει: «Τόσο απρόσεκτο αυτό το παιδί!»

Τιτιτιτι πράγμα;!; Το παιδί έπεσε από τις σκάλες επειδή ήταν απρόσεκτο;

Την βλέπω και νιώθω σαν να με κοροϊδεύει κατάμουτρα, σαν να ξέρει ότι ξέρω ότι ψεύδεται ασύστολα, αλλά δεν τη νοιάζει. Γκρρρ, μου 'ρχεται να την δαγκώσω!

«Ήρεμα», προστάζει ο Ζίρο που βλέπει την λύσσα να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος μέσα μου. «Ήρεμα...»

Με μια αργόσχολη ανεμελιά, η Άσα Πιλάρσκι ελέγχει το μηχάνημα που παρακολουθεί τα ζωτικά όργανα της μικρής και όλες της τις ενδείξεις, και όταν τελειώνει ύστερα από μερικές στιγμές, φεύγει κουνάμενη λυγάμενη.

Σκύλα, σκέφτομαι βλέποντάς την να απομακρύνεται χαλαρά, σαν να μην έχει ούτε μια σκοτούρα στον κόσμο. Σκάλες; Σοβαρά τώρα; Σκάλες; Έτσι μετονομάζουν οι υψηλόβαθμοι του Ντέιβις Πλέις τα εγκλήματα του Σέιγουορθ για να τον βοηθήσουν να τα αποποιηθεί;

Η πτώση από τις σκάλες δεν σε αφήνει ξαπλωμένη σ' ένα βρωμερό στρώμα στην μέση ενός εφιαλτικού υπογείου με τα μάτια σου ορθάνοιχτα από τρόμο, την ανάσα σου ρηχή και την ψυχή σου ηττημένη να κοιτάζεις για ώρες το κενό, το τίποτα.

«Ίσως», γαβγίζω, ενώ νιώθω τους μύες του προσώπου μου να πονάνε από την προηγούμενη υπερπροσπάθεια να κρύψω την απέχθεια που μου έβγαζε αυτή η γυναίκα. «Να μην ξεκινήσουμε με τον Γκρίφιν, τον Μαρκ, τον Πιτ ή τον Άσερ. Ίσως να ξεκινήσουμε με την Άσα, την παθολογική ψεύτρα».

«Κάτσε, τι είπες;», συλλαμβάνω τον Ζίρο εξ απήνης.

Κάτσε, τι είπα;

Σα να ξαφνιάστηκα κι εγώ η ίδια από αυτό που μόλις ξεστόμισα, φέρνω την παλάμη μου επάνω στο στόμα μου και το καλύπτω. «Σκατά», μουρμουρίζω κάτω από το χέρι μου. «Δεν έπρεπε να το πω αυτό».

Γιατί το είπα; Γιατί μου βγήκε τόσο φυσικά, τόσο αβίαστα, ενστικτωδώς; Μήπως έχω αρχίσει ήδη να ενστερνίζομαι το αδιέξοδο σχέδιο του Ζίρο για τη λύτρωση αυτού του βάναυσου κόσμου μέσω της βαναυσότητας; Μήπως έχω ήδη υιοθετήσει την ολέθρια ιδεολογία του, οφθαλμός αντί οφθαλμού κι όδοντας αντί οδόντα;

Εάν αυτό μου συμβαίνει, τότε η κατάσταση μου είναι άσχημη, πολύ άσχημη...

Γαμώτο!

«Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ κάνε ότι δεν το είπα», τον ξορκίζω μετανιωμένη. «Ήταν λάθος, απερισκεψία μου. Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Σιχαίνομαι την Πιλάρσκι και όλα τις τα ψεύδη, αλλά ποτέ δεν θα-»

«Θα», με κόβει ο Ζίρο. «Θα. Σταμάτα να παραμιλάς, σταμάτα να βουλώνεις το στόμα σου, να πηγαινοέρχεσαι νευρικά πάνω κάτω και να αρνείσαι τις ίδιες σου τις σκέψεις».

«Μα αυτές είναι οι δικές σου σκέψεις!», ενίσταμαι, ανίκανη να βάλω φρένο στις σπαστικές μου κινήσεις. «Όχι οι δικές μου. Οι δικές σου. Που μου τις έχεις εμφυσήσει μέσω της πάρλας και της επίμονης πλύσης εγκεφάλου. Εγώ ποτέ δεν θα-»

«Αντριάννα», λέει ο Ζίρο αυστηρά, αλλά τον παρακάμπτω και συνεχίζω να λέω τα δικά μου. «Αντριάννα!», ξαναλέει δυνατότερα, ολοφάνερα δυσανασχετισμένος. Βουτάει το μπράτσο μου και με τραβάει απότομα επάνω του, κρίνοντας ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να παύσω να περιφέρομαι σαν ηλεκτρόνιο. Λειτουργεί, διότι χάνω την ισορροπία μου, πέφτω και συγκρούομαι με το στέρνο του. «Σκάσε», με διατάζει αφ' υψηλού και νομίζω ότι μας εντυπωσιάζω αμφότερους, όταν το κάνω. Σκάω.

Τι;

«Αυτές δεν είναι οι δικές μου σκέψεις ή οι δικές σου, είναι οι σκέψεις μας, και των δύο», με ενημερώνει με αδιαφιλονίκητη πυγμή. «Εάν δεν τις συμμεριζόσουν, εάν δεν έβρισκες ότι ενέχουν αλήθεια θα τις είχες αποβάλει. Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Και ξέρεις ότι κατά βάθος είσαι με το μέρος μου, όπως εγώ είμαι με το δικό σου. Θέλεις αυτό που θέλω, κι ας το αρνείσαι συνέχεια. Εντωμεταξύ, γιατί το αρνείσαι; Επειδή σε ωθώ υπερβολικά σε αυτό, επειδή σε πιέζω; Κι αν σε αφήσω;», αναρωτιέται χαμηλόφωνα. «Γιατί κάτι μου λέει ότι πάλι εκεί θα καταλήξεις;»

«Δεν ξέρω...», ψελλίζω, αγκιστρωμένη στη σκούρα μπλούζα του. Ο νους μου γεμίζει με μια από τις φράσεις που μου είχε πει την πρώτη φορά που μου φανερώθηκε: Η ζωή σου είτε θα τελειώσει με έναν φόνο, είτε θα ξεκινήσει με αυτόν.

Ο Ζίρο αναστενάζει, ένας βαθύς, κουρασμένος αναστεναγμός. Τα χέρια του σταματάνε να σφίγγουν τα μπράτσα μου, να με κρατούν. Με σπρώχνει μαλακά προς τα πίσω, έως ότου στέκομαι ευθυτενής στα πόδια μου και ύστερα με αφήνει τελείως. «Ας δούμε εάν έχω δίκιο, τι λες;»

«Πώς;»

Κάνει έναν μεγάλο δρασκελισμό προς τα πίσω, μια υποχωρητική κίνηση, η οποία αυξάνει την απόσταση που μας χωρίζει. Είναι λες και θέλει να υπογραμμίσει τα επόμενα λόγια του. «Θα σε αφήσω, Αντριάννα. Θα σου δώσω χώρο και χρόνο να σκεφτείς, να κατασταλάξεις και να δεις αν θα κάνεις κάτι, τι θα κάνεις, σε ποιον θα το κάνεις. Υπόσχομαι», συνεχίζει ακουμπώντας το χέρι του στο σημείο της νεκρής του καρδιάς. «Ότι δεν θα εμφανιστώ ξανά για να σε αναστατώσω με τις ιδέες μου. Όχι προτού αποφανθείς, τέλος πάντων. Εφεξής έχεις την απόλυτη ελευθερία και την συντριπτική ευθύνη όλων σου των αποφάσεων».

Λίγο προτού εξαϋλωθεί σαν ασημόλευκος καπνός, ο Ζίρο μου χαμογελάει, είναι ένα από εκείνα τα δίχως ίχνος χιούμορ, ισχνά, ανεξήγητα χαμόγελα που δεν είσαι σίγουρος ότι πράγματι βλέπεις, ότι δεν τα φαντάζεσαι.

Γιατί υπομειδιά πάλι; Τι έχει στο μυαλό του; Δεν μπορεί να είναι καλό...

«Πες το», απαιτώ, σταυρώνοντας αμυντικά τα χέρια μου στο στήθος.

«Υπάρχει μια ρήση του Αϊνστάιν», μου απαντά. «Δεν ξέρω εάν την έχεις ακουστά».

«Πώς πάει;»

«Ο κόσμος», επικαλείται το απόφθεγμα. «Καθίσταται ένα επικίνδυνο μέρος, όχι εξαιτίας αυτών που πράττουν το κακό, αλλά εξαιτίας όσων το βλέπουν και δεν κάνουν τίποτε για να τους σταματήσουν. Τόσο καιρό ανησυχείς για το ποια θα είσαι εάν αποδεκατίσεις τους Αθληταράδες. Αλήθεια, έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποια θα είσαι εάν δεν τους σταματήσεις;»

Έξω είναι σκοτεινά. Έχω επιστρέψει στον χώρο ανάρρωσης του Κάι Γκρίνγουντ, ενώ εκείνος ισορροπεί επάνω σε ένα λεπτό, τεντωμένο νήμα ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Στέκομαι για μια ακόμη φορά όρθια, μπροστά στο πανύψηλο γοτθικό παράθυρο και ατενίζω το αδιακύμαντο σκοτάδι της νύχτας που απλώνεται στον σκοτεινό ορίζοντα.

Ποια θα είσαι εάν δεν σταματήσεις τους Αθληταράδες; μονολογώ νοερά.

Η επωδός αντηχεί μέσα στο μυαλό μου. Ο θυμός φουντώνει. Η απελπισία μου αγγίζει νέα όρια. Η θλίψει με κατατρώει...

Είναι σαφές ότι ο κλήρος έχει πέσει σε εμένα.

Μόνο σε εμένα.

Δεν μπορώ να παραμερίσω αυτή την φορά, προσδοκώντας ότι κάποιος άλλος θα φανεί ως από μηχανής Θεός για να με ξελασπώσει. Δεν μπορώ να κρυφτώ ή να το βάλω στο πόδια. Διαφυγή δεν υπάρχει πουθενά ενόψει.

Είναι αναπόφευκτο, αντηχούν οι κουβέντες του Βάλχοφ στο ταραγμένο μου μυαλό. Είναι αναπόφευκτο και το να σκέφτεσαι ότι μπορείς να γλιτώσεις από ετούτη την μοίρα που είναι ήδη προδιαγεγραμμένη, είναι... τουλάχιστον απατηλό. Κανείς δεν γλίτωσε.

Πράγματι, εντός του Ντέιβις Πλέις δεν τη σκαπουλάρει κανείς. Κανείς από τους καλούς τουλάχιστον, διότι οι κακοί δείχνουν να ευημερούν και με το παραπάνω. Οι εξοργιστικοί, διεφθαρμένοι μισάνθρωποι που δεν διαθέτουν ηθικές αναστολές, αξίες ή φραγμούς, οι εμετικοί αλαζόνες, οι πονηρά υποχθόνιοι και οι ραδιούργοι που διασκεδάζουν με το να δηλητηριάζουν τα μυαλά και τις ψυχές των άλλων, που την βρίσκουν κλέβοντας τις ζωές τους, ως δια μαγείας, δεν βρίσκονται ποτέ υπόλογοι.

Αντίθετα δρέπουν δάφνες και παρασημοφορούνται.

Οι κατά συρροή δολοφόνοι, οι αρρωστημένοι σαδιστές, τοξικοί κι επικίνδυνοι, ανηλεείς κι αδυσώπητοι, συνεχίζουν ανενόχλητοι να επιδίδονται σε ένα σωρό εγκλήματα, αμαρτίες και θηριωδίες, ενώ οι αρχές του ιδρύματος, απροκάλυπτα αδιάφορες, τους κάνουν πλάτες.

Κι εάν τα άτομα που είναι στην εξουσία δεν επιθυμούν να βάλουν μια τροχοπέδη σε όλη αυτή την ηθική εξαχρείωση και την κατρακύλα, τότε είναι πασιφανές ότι θα συνεχίσουμε να κατρακυλάμε κάτω, κάτω, κάτω σ' έναν κατήφορο δίχως τέλος...

Αλλά ως πότε;

Ώσπου να φανεί κάποιος αρκετά αποφασισμένος για να πυροδοτήσει την επανάσταση, για την οποία ο Ζεέρνεμποχ κάνει τόσο συχνά λόγο. Ώσπου να υψώσει το ανάστημά του και να κάνει αυτό που όλοι οι άλλοι διστάζουν. Ν' αντισταθεί στο σύστημα.

Στο ίδιο σύστημα που υποθάλπει τύπους, όπως ο Γκρίφιν Σέιγουορθ, τύπους που ξυλοκοπούν τους άλλους μέχρι θανάτου, που σπιλώνουν την αγνότητα μιας παρθένας, που προδίδουν την τυφλή και άνευ όρων εμπιστοσύνη ενός μικρού παιδιού.

Τύπους, των οποίων η αχρειότητα φτάνει σε ανυπολόγιστα βάθη. Τέτοιους τύπους.

Στιγμιαία αναδύομαι στην επιφάνεια των σκέψεων μου κι επιστρέφω στο έρημο αναρρωτήριο. Μπορώ να δω το μικρό, οβάλ πρόσωπό μου και το σφιγμένο μου σώμα ν' αντανακλώνται στο τζάμι. Η στάση μου είναι τεταμένη, τα πόδια μου πατάνε με πείσμα στο πάτωμα, οι γροθιές μου είναι σφιγμένες στα πλευρά μου. Η ματιά μου ανηφορίζει. Έχω μια κάθετη ζάρα ανάμεσα στα φρύδια μου, ένα θυμωμένο συνοφρύωμα που μαρτυρά τις σκέψεις μου, παράλληλα τα χείλη μου είναι τόσο πιεσμένα μεταξύ τους που έχουν ασπρίσει. Μέσα από το μαύρο γυαλί του παραθύρου βλέπω τα μάτια μου, που έχουν δύο μαβιά μισοφέγγαρα από κάτω. Αποτέλεσμα πολλών βραδιών χωρίς ύπνο.

Αυτό το Ίδρυμα δεν είναι μέρος για ανθρώπους, αλλά για κτήνη, ο Ζίρο έχει φύγει από ώρα, αλλά χάρη στα στοιχειωτικά του λόγια παραμένει εδώ. Είναι μια ζούγκλα που ξεσκεπάζει την πραγματική φύση του καθενός. Το κυνήγι έχει αρχίσει, τα θηρία είναι ελεύθερα. Κι εσύ δεν μπορείς να είσαι ασφαλής εδώ μέσα. Κι αν δεν μπορείς να είσαι ασφαλής, τότε έχεις μόνο μια εναλλακτική: Να γίνεις θανάσιμη.

Εντάξει, γνέφω στο ίδιο μου το καθρέφτισμα, θα γίνω θανάσιμη. Εφόσον δεν υπάρχει εναλλακτική, θα το κάνω. Δεν έχω ιδέα πώς, αλλά θα τα καταφέρω, θα γίνω. Θα επιβιώσω με νύχια και με δόντια. Θα εξασφαλίσω την μακροβιότητα μου, την δική μου και των υπολοίπων που είναι σαν εμένα, καλόπιστοι και για αυτό προδομένοι, δεκτικοί και για αυτό καταπιεσμένοι, ευγενείς και για αυτό ηττημένοι.

Θα σημάνω ένα τέλος στην κυριαρχία των τρομοκρατών και των τυράννων, όποιο κι εάν είναι το τίμημα που θα χρειαστεί να πληρώσω γι' αυτό.

Δεν με νοιάζει.

Επειδή βαρέθηκα, βαρέθηκα να χάνω. Κουράστηκα να προσπαθώ αναποτελεσματικά. Θέλω επιτέλους να νικήσω για μια φορά.

Θα νικήσω.

Δεν πρόκειται να τα παρατήσω μέχρι τότε, δεν πρόκειται να γνέψω ξανά το κεφάλι με δουλικότητα ή να βάλω την ουρά στα σκέλια στην επόμενη ατυχία.

Αποκηρύττω την αδυναμία μου, εδώ και τώρα.

Δεν θα επαναπαυτώ ποτέ ξανά, θ' ανασυγκροτηθώ.

Θα κάνω την θλίψη μου θυμό, θα κάνω τον θυμό μου οργή, θα κάνω την οργή μου ασίγαστη μανία και θα την στρέψω ενάντια σε όσους με επιβουλεύονται.

Το μίσος θα γίνει η ζωογόνος δύναμή μου.

Θα προσαρμοστώ, θα εξελιχθώ, θα ζήσω.

Για εμένα και για όλους τους άλλους σαν εμένα που δεν τα κατάφεραν.

Θα αφοσιωθώ πιστά στην προστασία των απροστάτευτων, των αβοήθητων και των ανίσχυρων. Επειδή η ενδοσκόπησή μου έχει φτάσει πια στο τέλος της, επειδή αναρωτήθηκα ποια θα είμαι τελικά εάν σταθώ άπραγη, ενόσω οι ζωές των γύρω μου καταδυναστεύονται και η απάντηση που βρήκα με συντάραξε μέχρι τον πυρήνα μου.

Η αεργία δεν με αφήνει ουδέτερη, αλλά με συντάσσει στο στρατόπεδο των δυναστών.

Επιλέγω, λοιπόν, να πολεμήσω για τους ανυπεράσπιστους.

Για τον Ζίρο, για τον Κάι, για την Ρόμπιν, για τον καθένα.

Οι χαλεποί καιροί απαιτούν ανάλογα μέτρα, κι εγώ είμαι πρόθυμη να τα λάβω επιτέλους.

Επειδή ο Βάλχοφ είχε δίκιο όλες τις φορές που είπε ότι οι Αθληταράδες, ως κυρίαρχοι του ιδρύματος, βλέπουν όλους εμάς ως μικρά, ασήμαντα, αναλώσιμα ζωύφια με τα οποία σπαταλούν την ώρα τους, μέχρι που βαριούνται.

Επειδή είχε δίκιο όταν συνέστησε ότι δεν θέλω να με αντιμετωπίζουν λες και είμαι κάτι λιγότερο από άνθρωπος.

Κι επειδή είχε δίκιο όταν υπονόησε ότι θέλω να κάνω κακό στους Αθληταράδες.

Το θέλω.

Και θα το κάνω.

Θα τους διδάξω ότι δεν πρέπει να βάζουν τόσο απερίσκεπτα τους συνανθρώπους τους στο στόχαστρο και ότι δεν πρέπει να δημιουργούν εχθρούς τόσο αψήφιστα, επειδή ορισμένες φορές τα άτομα που ποτέ δεν περίμεναν ότι είναι ικανά για αντίσταση και εκδίκηση, αποδεικνύονται τα ικανότερα όλων. Θα τους κάνω ν' αντιληφθούν ότι η σκληρότητα δεν είναι ένα χαρακτηριστικό, αλλά μια συνήθεια και ότι συχνά τα πιο ευαίσθητα άτομα, πετάνε τα πιο αιχμηρά αγκάθια.

Θα καταρρίψω τους πάντες και τα πάντα.

Διότι, το Ντέιβις Πλέις μπορεί να είναι ένα μέρος, όπου τα τέρατα νικούν τους ήρωες, αλλά εγώ δεν έχω καμία διάθεση να καμωθώ την ηρωίδα. Δεν είμαι ηρωίδα. Είμαι απλά ένα προϊόν όλων των αντίξοων συνθηκών που έχω περάσει, όλων σκατένιων ανθρώπων που έχω συναντήσει και όλων των ανέντιμων συμπεριφορών, με τις οποίες έχω έρθει αντιμέτωπη.

Είμαι αυτό στο οποίο με μετατρέπει σταδιακά το Ντέιβις Πλέις.

Ένα ακόμη εκ των πολλών τερατουργημάτων του, ένα παραπάνω ανθρωπόμορφο τέρας που φυλακίζει πίσω από τα ψηλά του κάγκελά.

Ορκίζομαι, όμως, ότι εγώ θα διαφέρω από όλα τ' άλλα τέρατα τόσο στον στόχο, όσο και στα σημεία.

Θ' αφήσω πίσω μου την φιλεύσπλαχνη Αντριάννα Βάλενταϊν από το Μονρόε της Νέας Υόρκης, και θα χαρίσω στην Ονάουα του Μέιν την Αντριάννα που πραγματικά της αξίζει, θα της δώσω επιτέλους το κτήνος που προσπαθούσε να ανασύρει από μέσα μου τόσον καιρό.

Και θα είναι ένα κτήνος ανόμοιο με οποιοδήποτε άλλο έχει δει ποτέ αυτή η καταραμένη πολιτεία.

Το υπόσχομαι.

Η ιστορία συνεχίζεται στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας, με τίτλο Το έχεις μέσα σου.

Το δεύτερο βιβλίο έχει ήδη ανέβει στο προφίλ μου και θεωρώ ότι αποτελεί μια εξαιρετική συνέχεια γεμάτη δράση, περιπέτεια, τρόμο, αγωνία, ρομαντισμό και ελπίδα! 

Μην το χάσετε με τίποτα! 

Εάν απολαύσατε το πρώτο βιβλίο, το δεύτερο είναι βέβαιο πως όχι μόνο θα σας συναρπάσει, αλλά θα το αγαπήσετε. 

Και για να χρησιμοποιήσω τα τελευταία λόγια της Αντριάννα:

Το υπόσχομαι!  


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top