Κεφάλαιο 15: Απαίσιοι άνθρωποι αφυπνίζουν απαίσια πράγματα μέσα σου (μέρος 3)

Ο Κάι Γκρίνγουντ δεν είναι και ο πιο εύστροφος κρατούμενος του Ντέιβις Πλέις, μα ομολογουμένως τώρα παρουσιάζει μια ιδιαίτερη βραδύτητα σκέψης, καθώς πασχίζει να καταλάβει γιατί αποπειράθηκα έστω να τα βρω με την Αυγουστίνα Μπένετ πριν λίγες ώρες.

«Από τότε που ήρθα στο Ίδρυμα», του εξηγώ υπομονετικά. «Άρχισα να αποκτώ εχθρούς δίχως να καταλάβω πώς ή γιατί. Και οι τρόφιμοι που δεν με χωνεύουν εξακολουθούν να ξεπετάγονται από παντού σαν τα μανιτάρια». Σκέφτομαι ολόκληρο το γκρουπ των Μετανοημένων, τους Αθληταράδες καθώς και τη νεότερη προσθήκη: τις εκθαμβωτικές Λατίνες. «Και αυτό με πειράζει...», παραδέχομαι πτοημένα. «Μια ζωή μεγάλωνα εθισμένη στον έπαινο και έκανα τα πάντα για να αισθανθώ αποδοχή, αλλά ξαφνικά αποστερήθηκα και το ένα και το άλλο. Η Μπένετ ήταν η πρώτη που μου εναντιώθηκε και έτσι, όταν την είδα σήμερα το μεσημέρι στο προαύλιο σκέφτηκα ότι... ότι... ίσως μπορούσα να της δείξω ότι είμαι καλόκαρδη και φιλική, ότι εάν έκανα το πρώτο βήμα προς τη συμφιλίωση θα καταφέρναμε να συνυπάρξουμε. Η ισχύς εν τη ενώσει, αυτό το ρητό είχα κατά νου. Ακούγεται παρωχημένο, το ξέρω, αλλά δεν ήθελα να της κρατήσω κακία...»

Ο Κάι συγκατανεύει απαλά, θαρρείς και ξαφνικά αντιλαμβάνεται όσα του αφηγούμαι. «Απ' ότι βλέπω», λέει. «Ούτε εκείνη θέλει να σου κρατά κακία, στην μοιράζει απλόχερα».

«Καλά, εντάξει, αστειεύσου εάν θες», του λέω χαριστικά. «Αλλά για εμένα δεν ήταν αστείο. Το να κατορθώσω να κάνω συμφιλίωση μαζί της, φάνταζε στα μάτια της φαντασίας μου σαν η αρχή της υπεροχής μου. Και, εξάλλου, ήταν αυτό που μου υπαγόρευε να κάνω η θρησκεία μου, η θρησκεία της αγάπης, της συγχώρεσης και της αδερφοσύνης. Με αυτές τις αξίες γαλουχήθηκα!»

«Θρησκεία», κάποιος –που δεν είναι ο Κάι- προφέρει την λέξη σαν να είναι κάτι αηδιαστικό, κάτι μουχλιασμένο στο στόμα του. «Τίποτα παραπάνω από ένα πλαστό, ιεραρχικό, μεταφυσικό σύστημα που τοποθετεί μια ανύπαρκτη, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα δύναμη στην κορυφή απάντων. Υπό αυτή την άποψη ο Θεός σας δεν απέχει και πολύ από το Μάτι του Σάουρον».

«Βρε καλώς το Φάντασμα της Όπερας!», μου βγαίνει να πω χλευαστικά. «Τι έγινε; Δεν σου έφτασε να με ακολουθείς στην τάξη, το γραφείο ψυχανάλυσης και το προαύλιο; Είπες να προσθέσεις και την καφετέρια στη λίστα σου;»

Ο σαρκασμός μου περιορίζεται σε εξαιρετικά χαμηλά ντεσιμπέλ, ουσιαστικά ψιθυρίζω μη θέλοντας να με ακούσει ο Κάι. Ωστόσο, αν και δεν ακούει την φωνή μου, βλέπει το στόμα μου ν' ανοιγοκλείνει.

«Τι φάση ξαφνικά;», απορεί απ' την απέναντι μεριά του τραπεζιού. «Σου κατεβάσαν το volume; Μίλα πιο δυνατά δεν σ' ακούω ρε Άντρι».

Όπως είναι απολύτως φυσιολογικό, νομίζει ότι οι ψίθυροί μου απευθύνονται στον ίδιο, μιας και δεν μπορεί να διακρίνει τον Ζεέρνεμποχ κι ας κάθεται ακριβώς δίπλα του.

«Κάπως έτσι έχει η κατάσταση, μικρή ειρηνόφιλη», μου απαντά ο Βάλχοφ. «Δεν αντέχω να μένω μακριά σου για πολύ... Κάθε τόσο με διακατέχει η ανάγκη να σου κάνω μια επίσκεψη, εκτός βέβαια από τις φορές που πηγαίνεις και κλείνεσαι στο ναΰδριο. Αλήθεια πώς πήγε η πνευματική δέηση; Παρακάλεσες τον Ύψιστο να σου χαρίσει κάποιου είδους βουδιστική αταραξία; Έλιωσες στην προσευχή εκλιπαρώντας να γίνεις ήρεμη σαν ιερή αγελάδα; Αναρωτιέμαι σε τι θα σου χρησιμεύσει να γίνεις μάστερ του ζεν την επόμενη φορά που η Βίδα θα σου φέρει έναν δίσκο φαγητού στο πρόσωπο ή που οι Λατίνες θα σε πετάξουν στο πάτωμα».

«Αυτό άσε να το κρίνω εγώ», κάνω αμυντικά.

«Εεε καλά ντε!», μου αντιγυρίζει ο Κάι στον ίδιο τόνο. «Δεν σου ζήτησα και τίποτα τρομερό, απλά να μιλάς πιο καθαρά. Είμαι βαρ-βραδ-βαρήκοος, τι να κάνω;»

«Ε;», μου παίρνει λίγο, ώσπου να θυμηθώ ποιο θέμα έχει θέσει εκείνος προς συζήτηση. «Α! Ναι... όχι... δηλαδή ναι, θα μιλάω πιο καθαρά. Με συγχωρείς...»

«OK», συνεχίζει ο Ζίρο, μόλις εμφανίζεται το πρώτο κενό στη συζήτησή μου με τον Κάι. «ΟΚ. Είμαι ένθερμος υποστηρικτής της ανθρώπινης ελευθερίας κάθε μορφής και η ανεξιθρησκία συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν, αλλά δεν μου διαφεύγει το οξύμωρο της κατάστασης. Η θρησκεία δεν είναι παρά μια μορφή κοινωνικής σύμβασης όμοια με εθελοντική σκλαβιά. Εν ολίγοις, είστε ελεύθεροι να διαλέξετε τα δεσμά με τα οποία θα αλυσοδεθείτε. Και όλα αυτά γιατί;», διερωτάται μεγαλόφωνα. «Τι είναι ένας άνθρωπος μπροστά σε έναν βασιλιά; Τι είναι ένας βασιλιάς μπροστά σε έναν Θεό; Τι είναι ένας Θεός μπροστά σε έναν άπιστο που δεν πιστεύει σε τίποτα και κανέναν;»

Συνήθως τα λόγια του με σαγηνεύουν όσο σκοτεινά κι εάν είναι, αλλά όταν το θέμα της κουβέντας είναι κάτι τόσο ιερό για εμένα όσο το πιστεύω μου δεν μπορώ παρά να απηυδήσω.Τι μπούρδες τσαμπουνάει πάλι...

«Ποιος σπουδαίος διανοητής το είπε αυτό τώρα;», απαιτώ να μάθω. «Ο Νίτσε; Ο Καντ; Ο Μαρξ;»

«Ο Κάνι Γουέστ», η απάντηση μου σκάει κουτουλιά σαν κατσίκι. Ο Ζίρο το 'χει πάει σε άλλο επίπεδο πλέον... Μου κάνει αντιχριστιανικό κήρυγμα, επιστρατεύοντας στοίχους του Κάνι!

«Εγώ το είπα», ακούγεται διστακτικός ο Κάι από την θέση του. «Και δεν ήταν τίποτα ψαγμένο για να το πει κάποιος μεγάλος διανοητής. Σε ρώτησα απλά εάν θα το φας αυτό...»

Με το τεντωμένο του δάχτυλο δείχνει το ανέγγιχτο πιάτο μπροστά μου. «Τόση ώρα παλεύω να φάω το Κάσερολς, αλλά δεν μου πάει κάτω με τίποτα. Ειδικά μετά το σχόλιο για την περίοδο της Σερ...»

«Θες το χοιρινό δηλαδή;», ρωτάω αβέβαιη. «Εντάξει, πάρ' το. Δική σου θα 'ναι η κηδεία».

Ο Κάι παίρνει το πιάτο μου με ευγνωμοσύνη και γέρνοντας από πάνω του, αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του με δαύτο.

Για πρώτη φορά ο Ζίρο κατεβάζει το βλέμμα του στο τραπέζι και ρίχνει μια ματιά στο σημερινό μενού. «Τι 'ν' αυτό;», κάνει ζαρώνοντας την μελανή του μύτη με αηδία. «Ο Τζάμπα Χαντ από το Star Wars; Το λέω και το δηλώνω, εάν δεν σκάσει μύτη ο Χαν Σόλο να το πυροβολήσει, θα το κάνω εγώ!»

Ναι, εντάξει! Το παρ' ολίγον μεσημεριανό μου είναι πιστό αντίγραφο του Τζάμπα Χαντ, το κατάλαβα! Πάψτε να μου το χτυπάτε και οι δύο!

Η πρώτη πιρουνιά αγγίζει τα χείλη του Κάι και ύστερα η δεύτερη και η τρίτη...

Σαν να εκτελεί κάποια μυστικιστική τελετουργία που μαγνητίζει τα βλέμματα, ο Ζίρο κι εγώ τον κοιτάμε αδιαλείπτως, αναμένοντας, καρτερώντας. Το δικό μου ενδιαφέρον είναι καθαρά φιλικό και τον παρακολουθώ για να βεβαιωθώ ότι θα είναι καλά τρώγοντας την πρασινωπή αηδία που μας σέρβιραν.

Από την άλλη το ενδιαφέρον του Ζίρο είναι πιο νοσηρό. Αν και παραμένει συνειδητά στην αφάνεια, κολλάει επάνω στον Κάι και τον παρατηρεί σταθερά, επίμονα, παρατεταμένα. Στοιχηματίζω ότι περιμένει να δει εάν ο Κάι θα τα τινάξει επάνω στο τραπέζι του μεσημεριανού, εάν θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση και θα συντροφεύσει εκείνον, την Τζένη Κόλλινς, τον πρώην καθηγητή Φυσικής και τους υπόλοιπους νεκρούς στο Ψοφογκρούπ.

«...εν είν... τόσο χά...λχια...», μας ενημερώνει ο Κάι ανάμεσα σε βεβιασμένες δαγκωνιές.

Ο Ζίρο που σχεδόν του 'χει ανέβει στον ώμο σαν παπαγάλος, σφυρίζει. «Δεν το πιστεύω ότι τρώει αυτή τη διάρροια», ακούγεται εντυπωσιασμένος και μυγιάγγιχτος ταυτόχρονα. «Αυτός εδώ ή είναι θανάσιμα θαρραλέος, ή τέρμα ηλίθιος. Ποντάρω στο δεύτερο».

Σαν να θέλει να το αποδείξει, πιάνει την ψηλή, πολυεδρική αλατιέρα που βρίσκεται στη μέση του στρογγυλού τραπεζιού και την αναποδογυρίζει επάνω απ' το πιάτο του Κάι. Από τις τεράστιες τρύπες στο καπάκι δραπετεύουν λευκοί κόκκοι. Ο Κάι εξακολουθεί να τρώει δίχως να αντιλαμβάνεται ότι η αλατιέρα ίπταται μαγικά μπροστά του. Υποθέτω ότι αυτό συγκαταλέγεται στις ενοχλητικές ιδιότητες των Πόλτεργκαϊστ: Τα αντικείμενα που κρατούν γίνονται αυτομάτως αόρατα, όπως και αυτά.

Ο Ζίρο αλατίζει μέχρι που το κρέας φτάνει να θυμίζει το χιονισμένο Κιλιμάντζαρο.

«Μμμμ...», μουγγρίζει στο τέλος ο Κάι. «Λύσσα είναι!»

«Είναι ε;»

«Παίζει να 'χει και όλο το αλάτι του Ατλαντικού μέσα, ξέρω 'γω».

«Σε βλέπω», του λέω. «Έχεις σκάσει. Γιατί δεν πας να πιείς λίγο νερό;»

«Έλα ντε...», λέει σα να μη το σκέφτηκε. «Πάω να πάρω ένα ποτήρι. Θες και 'συ ένα; Θες. Θα σου φέρω». Μου κλείνει το μάτι και αφού σηκώνεται, βάζει πλώρη για τον μεγάλο πάγκο στην άκρη της καφετέριας.

«Και τώρα οι δυο μας», ανακοινώνει ο Ζίρο με φαιδρό ενθουσιασμό, σαν να 'χει πιεί δέκα κουτάκια Red Bull.

«Τι καλά!», σαρκάζω σ' απάντηση και ξινίζω τα μούτρα μου, λες και έχω ρουφήξει είκοσι λεμονίτες μονομιάς. «Περνάει όμως η ώρα και εσύ είσαι ακόμη στα εγκόσμια, δεν θα σε ψάχνουν οι άλλοι νεκροζώντανοι; Θα ανησυχούν. Μήπως είναι ώρα να μου αδειάσεις τη γωνιά;»

Αναρωτιέμαι στιγμιαία γιατί κατέστησε εξ' αρχής απαραίτητη την συναίνεση μου, προκειμένου να με στοιχειώσει. Κατ' ουσίαν το κάνει ήδη δίχως την αμέριστη συγκατάθεσή μου. Όπου κι αν στραφώ ο Ζίρο είναι 'κει...

Τι θα άλλαζε άραγε, εάν τον άφηνα να με στοιχειώσει;

Όχι πως σκέφτομαι να τον αφήσω να το κάνει, δηλαδή. Αλήθεια! Δεν το σκέφτομαι. Δεν το σκέφτομαι καθόλου! Απλώς λέω...

«Ποσώς με ενδιαφέρουν οι άλλοι νεκροζώντανοι», ανακοινώνει ευθαρσώς. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να γίνουν νεκροί ορισμένοι ζωντανοί. Βλέπε Σέιγουορθ και ΣΙΑ. Και για αυτό, όσο και εάν αγανακτείς, δεν πάω πουθενά. Με πνίγει το δίκιο!»

Είναι αλήθεια ότι προ ολίγου παρακάλεσα τον Θεό μου να μου δώσει δύναμη και υπομονή, αγάπη και σθένος, και πίστευα ότι μου τα εμφύσησε όντως. Εν τούτοις, ο Ζεέρνεμποχ έχει τη δυνατότητα να τα κάνει όλα να εξατμιστούν στη στιγμή. Σφίγγω τα χείλη μου και χτυπάω το πόδι μου στο πάτωμα, επαναλαμβάνοντας το συνηθισμένο μου μάντρα: Μην τον αφήνεις να σε νευριάσει, μην τον αφήνεις...

Στο τέλος όμως, ο θυμός μου υπερισχύει και ξεσπάω. «Πριν το δίκιο θα σε πνίξω εγώ!», τον απειλώ με ένα γρύλισμα. «Φύγε! Θέλω να φύγεις».

Εάν λαμβάνω κάτι σε απάντηση, αυτό είναι μερικοί σιγομουρμουριστοί στοίχοι του «You Can't Always Get What You Want». Ναι, ο Ζίρο τραγουδάει, πάλι, κάνοντας τη ζωή μου να θυμίζει ξανά crossover επεισόδιο του X Factor και του Fear Factor.

Αχ, αναστενάζω νοερά. Τι θα κάνω με δαύτον;

Ξαφνικά τη φωνή του πιάνει να συνοδεύει μια μελωδία, είναι ένα παλιό, κλασσικό rock n roll κομμάτι. Αυτό που τραγουδάει.

Ανεβάζει τα χέρια του επάνω στο τραπέζι και βλέπω ότι κρατάει μια μικρή, λευκή και ασημένια, απαστράπτουσα συσκευή. Αυτή είναι η πηγή του ήχου.

Τα μάτια μου γουρλώνουν ασυναίσθητα.

«Δύο ερωτήσεις», τον προετοιμάζω. «Πρώτον: Πού το βρήκες; Και δεύτερον: Ποιος σου είπε ότι μπορείς να πάρεις το iPhone μου;»

«Κανείς», μου απαντά, ενώνοντας τη φωνή του με εκείνη του Τζιμ Μόρρισον. «Απλά ως φάντασμα μπορώ να βρίσκομαι όπου θέλω, όποτε το θέλω. Κι έτσι, τώρα τελευταία έπιασα να αράζω στο γραφείο της διευθύντριας, να ξαπλώνω ανάμεσα στις ογκώδεις, φανταχτερές, πολύχρωμες γούνες, τις τρομακτικές πυραμίδες από γυναικεία παπούτσια και τα σχεδόν πάντα άδεια κουτιά από μισοφαγωμένα ντόνατς που είναι σωστές βόμβες υδατανθράκων και να προσποιούμαι ότι είμαι η Σαμάνθα από το Sex & the City. Αφού το 'κανα αυτό για μια, δυο μέρες πρόσεξα μια μεγάλη χάρτινη κούτα που είχε θρονιαστεί στη μια άκρη του γραφείου. Επάνω έγραφε: ΕΠΙΚΎΝΔΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΑ. Σκέφτηκα πόσο γαμάτο θα 'ταν αν έβρισκα ένα γεμισμένο περίστροφο ή κανένα ηλεκτρικό πριόνι εκεί μέσα, αλλά τζίφος. Επί το πλείστον μπιχλιμπίδια υπήρχαν μέσα. Προφανώς, οι φύλακες ξεγυμνώνουν τους τρόφιμους από οτιδήποτε αξιόλογο με την πρόφαση ότι θέτει την ασφάλεια του Ιδρύματος σε κίνδυνο κι έπειτα το σερβίρουν στην Κονστάνς σε χρυσό δίσκο. Εκεί μέσα βρήκα και το μαραφέτι σου. Ορίστε, πάρ' το πίσω. Για 'σένα το 'φερα».

Με όλη την ανυπομονησία του κόσμου, απλώνω το χέρι μου και παίρνω το iPhone.

Επιτέλους έχω ξανά μια δίοδο επικοινωνίας με τους έξω. Μια δικλείδα ασφαλείας. Ένα όπλο! Είναι απίστευτο, αλλά ενώ όταν οι κανονικές έφηβες λένε πως το νέο, μοδάτο iPhone θα αλλάξει την ζωή τους, εννοώντας ότι θα βγάζουν καλύτερες selfie για το Instagram, όταν το λέω εγώ εννοώ τόσα πολλά περισσότερα.

Η σωτηρία βρίσκεται μια κλήση μακριά!

Από πού κι ως πού αλλάζει τόσο απρόοπτα η κατάστασή μου, όμως; Και τι θέλει ο Ζίρο για να την αλλάξει σε αντάλλαγμα; Κάτι πρέπει να θέλει, κάτι, κάτι...

Μαζί του πάντα υπάρχει κάποιο αντάλλαγμα.

«Γιατί μου το δίνεις;», ζητάω να μάθω, ανίκανη να κρύψω την καχυποψία στη φωνή μου.

«Επειδή σου ανήκει και επειδή βαρέθηκα να ακούω την Κονστάνς να παίρνει τηλέφωνο σε ροζ γραμμές και να ζητάει καυτά αγόρια για επικοινωνία. Για αυτό. Επίσης πάνω σε μια κρίση αλτρουισμού, ανανέωσα την playlist σου και θέλω να τη δεις».

«Τι πράγμα;», βογκάω ηχηρά. «Η Κονστάνς τηλεφωνούσε σε τσοντό-γραμμές από το κινητό μου;»

«Ναι», λέει χαμηλόφωνα, θυμίζοντας μου να κάνω το ίδιο. «Τι λες τώρα να την αφήσεις αυτήν και να επικεντρωθείς στο δεύτερο σκέλος της πληροφορίας; Σου άλλαξα ριζικά την playlist. Ομολογώ πως αρχικά φοβόμουν να ανοίξω τον φάκελο της μουσικής, διότι υποπτευόμουν ότι εκεί μέσα μπορεί να είχες πράγματα ικανά να κλονίσουν τη σχέση μας, αλλά ευτυχώς δεν ήταν έτσι».

«Την σχέση μας λέγοντας;», τον προκαλώ.

«Ξέρεις», μουρμουρίζει κινώντας τον δείκτη του στο κενό ανάμεσά μας, πότε δείχνοντας τον ίδιο και πότε εμένα, σαν να μας ενώνει μια αόρατη γραμμή. «Αυτό που έχουμε...»

«Ποιο;», επιμένω, σαν να θέλω να του αποδείξω ότι ο οποιοσδήποτε κρίκος που μας ενώνει έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Αναστενάζει. «Αυτό που εμφανίζομαι εξ απροόπτου και προσπαθώ να σου φτιάξω ποινικό μητρώο. Αυτό που με βλέπεις και κάνεις ότι αγανακτείς. Τσινίζεις, στραβομουτσουνιάζεις, και στριφογυρνάς τα μάτια προς τους αιθέρες. Αυτό που προσποίησε ότι δεν με χωνεύεις με τίποτα, αλλά που αναπόδραστα καταλήγεις μαζί μου λες και είμαστε κομμάτια ενός παζλ που δεν ταιριάζουν με τα υπόλοιπα, μόνο μεταξύ τους».

«Ααα», κάνω συρτά. «Περί φαντασιοπληξίας πρόκειται. Πες το έτσι... Και στο κάτω κάτω της γραφής, τι πράγματα θα μπορούσαν ν' αποδειχτούν τόσο ολέθρια, ώστε να σε σταματήσουν απ' το να με χώσεις στην μαύρη λίστα της αστυνομίας του Μέιν;»

«Το ν' άκουγες Σελίνα Γκόμεζ ας πούμε, ή Τέιλορ Σουίφτ ή One Direction ή Μάιλι. Εάν έκανες τέτοια κακουργήματα θα σε παρατούσα μεμιάς. Ευτυχώς περιορίζεσαι στους κλασσικούς. Μότσαρτ, Μπετόβεν και Τσαϊκόφσκι».

«Δεν πιστεύω να έσβησες τον Τσαϊκόφσκι!», τον διακόπτω αυστηρά.

«Όχι βέβαια. Απλώς εκσυγχρόνισα λίγο την λίστα προσθέτοντας Queen, Beatles, Zeppelin, Floyd, Stones και πάει λέγοντας».

«Πολύ ωραία και αχρείαστα όλα ετούτα, αλλά αυτό που με καίει τώρα είναι κάτι άλλο», τον ενημερώνω, καθώς επεξεργάζομαι εξονυχιστικά το κινητό μου. «Πού είναι η SIM;»

«Ας πούμε απλά...», πιάνει τις περιστροφές. «Ότι ίσως να την ξέχασα κατά λάθος στο γραφείο της Κονστάνς». Ο τόνος του είναι ανέμελα ένοχος, σαν να την άφησε πράγματι εκεί, αλλά σαν να το έκανε επίτηδες.

«Και τότε γιατί μου 'δωσες πίσω το τηλέφωνο;», λέω φουρκισμένη. «Για να ακούω το *I Want To Break Free την στιγμή που δεν μπορώ να Break Free;»

«Είμαι σίγουρος ότι άλλου είδους απόδραση είχε κατά νου ο Μέρκιουρι όταν έγραφε το κομμάτι, αλλά τέλος πάντων, το αντιπαρέρχομαι. Η SIM μπορεί να γίνει ξανά δική σου εύκολα και άκοπα, εάν δεχτείς να κάνεις μια μικρή, μικρούτσικη, τόσο δα υποχώρηση».

«Να σε αφήσω να με στοιχειώσεις», μαντεύω.

«Ναι».

«Γιατί;», ζητάω να μάθω, σφίγγοντας το iPhone στην χούφτα μου, ενώ τιθασεύω όλη μου την αυτοσυγκράτηση για να μην του το φέρω στο κεφάλι. «Τι διαφορά θα έχει, αφού είμαστε ήδη αχώριστοι; Τόσο αχώριστοι που εάν βγάλω ποτέ κονδύλωμα θα το ονομάσω Βάλχοφ».

Κάνει μια γκριμάτσα, μα γρήγορα σοβαρεύει. «Η διαφορά εγγυείται στο ότι εάν μου επιτρέψεις να κάνω αυτό που θέλω, τότε θα έχεις επισφραγίσει τον δεσμό μας. Θα ξέρω ότι είσαι με το μέρος μου, ότι θα το περάσουμε μαζί όλο αυτό, ότι δεν θα με προδώσεις όπως οι άλλοι. Θα ξέρω», προσθέτει με ένταση. «Ότι δεν θα μιλήσεις στους κοκκινομάλληδες Γουίντσεστερ από τα Lidl για εμένα και ότι αυτοί δεν θα με κυνηγήσουν».

Οι Μαρς, ο Ζίρο φοβάται τους Μαρς...

Διότι δεν είναι πια άνθρωπος...

Δεν είναι κανονικός...

«Θα είμαι βέβαιος», αποφαίνεται τελικά. «Ότι όταν φύγω επιτέλους από τον μάταιο τούτο κόσμο θα το κάνω υπό τους δικούς μου όρους και ότι θα πάρω τον Σέιγουορθ μαζί μου. Σκέψου το», με συμβουλεύει. «Βγάζεις από την μέση τον τρομοκράτη Γκρίφιν και στην μορφή της μικροσκοπικής κάρτας θα 'χεις το κλειδί της ελευθερίας σου».

«Εσύ είσαι τρομοκράτης!», εξεγείρομαι, χτυπώντας τις παλάμες μου στο τραπέζι. Το γερό μου χτύπημα κάνει τα μεταλλικά μαχαιροπίρουνα να κροταλίσουν αναπηδώντας. «Ο Μπιν Λάντεν μπροστά σου ήταν υπόδειγμα διαγωγής! Δεν το πιστεύω καν ότι μου θέτεις ένα τέτοιο δίλλημα», η φωνή μου τσαλακώνει σ' έναν καγχασμό δυσπιστίας. «Όχι, όχι και πάλι όχι. Δεν θα το κάνω, Ζίρο, δεν θα το κάνω. Πάρε το απόφαση! Εγώ θέλω να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια! Θέλω την συνείδησή μου καθαρή».

«Σου διαφεύγει ανά διαστήματα», λέει με μια ψυχρή απάθεια. «Αλλά προσπάθησε να θυμάσαι ότι σε χρειάζομαι ακριβώς όσο χρειάζεσαι και εσύ εμένα. Για να επιβιώσεις μέσα στο Ίδρυμα, θα με χρειαστείς στο πλευρό σου, Αντριάννα».

«Είμαι αυτάρκης, σε ευχαριστώ πολύ», του πετάω εύθικτα, ενώ προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έχω όλα τα εφόδια που χρειάζομαι. «Και επιπλέον, έχω τον Κάι. Ο Κάι μπορεί να μην είναι κανένας φωστήρας, αλλά πάντα με βοηθάει και με στηρίζει».

«Και σε μπλέκει σε εξωφρενικές καταστάσεις με την φακή που έχει για εγκέφαλο», παρατηρεί με την αλαζονική του παντογνωσία. Στο χλωμό του πρόσωπό διαγράφεται ένα αδιόρατο χαμόγελο κτητικότητας. «Ο Γκρίνγουντ δεν μπορεί να με αντικαταστήσει και το ξέρεις».

Πάνω στην κατάλληλη στιγμή τα μαύρα του μάτια εντοπίζουν το τσαλακωμένο κομμάτι χαρτιού που έχουμε παρατήσει στην άκρη του τραπεζιού, είναι το γράμμα συγχώρεσης του Κάι σε εμένα. Δίχως κανέναν ενδοιασμό, ο Ζίρο πιάνει το γράμμα και το σαρώνει με την ματιά του. «Αντριάννα», διαβάζει φωναχτά. «Έμαθα και λυπάμαι τόσο πολύ», αμέσως κάνει μια μικρή παύση. «Καλά», λέει μισό-ειρωνικά, μισό-απορημένα. «Το λυπάμαι το γράφει με ι και ε; Και το είναι επίσης; Του 'πε κανείς ότι αυτά τα γράμματα είναι πασπαρτού και μπαίνουν παντού;», αφήνει κατά μέρος τους σχολιασμούς και περιπλανιέται στις επόμενες σειρές. «Κοίτα, το ξέρω ότι φέρομαι σαν βλάκας. Α, ωραία, έχει γνώθι σαυτόν. Δεν μου λες», μου μιλάει αποπεμπτικά. «Κάθε φορά που σου στέλνει κλαψιάρικα ραβασάκια ένα πτυχίο φιλολογίας παθαίνει αυτανάφλεξη;»

«Να μη σε νοιάζει!», αρπάζομαι, παράλληλα σκέφτομαι ότι ο Ζίρο το παρατραβάει, ακόμα και εάν είναι νεκρός. «Δώσ' το μου πίσω αυτό! Δώσ' το!»

Όταν ανακτώ το γράμμα, πέφτω πίσω στην καρέκλα μου νιώθοντας βαθύτατα προσβεβλημένη. Αγριοκοιτάζω τον Ζίρο, αλλά ως συνήθως εκείνος δεν δείχνει ίχνος μεταμέλειας.

Είναι αλλόκοτο, αλλά αισθάνομαι υποχρεωμένη να υπερασπιστώ τον Κάι με νύχια και με δόντια. Κι ας μην είναι τέλειος...

Κι ας απέχει εκατομμύρια έτη φωτός από την τελειότητα...

Ο Ζίρο αναγνωρίζει αυτή μου την ανάγκη, χωρίς να την καταλαβαίνει απαραίτητα. «Απλώς λέω ότι το παιδί είναι χαλασμένο. Δεν το βλέπεις; Δώσ' το για επισκευή».

Αντί να του απαντήσω, τρίζω πάλι τα δόντια μου, συγκρατώντας όλα εκείνα τα προσβλητικά πράγματα που θέλω να του φωνάξω.

«Έλα τώρα, Αντριάννα», επιμένει. «Αφού είσαι ψυλλιασμένη, πλέον ξέρεις τι σου γίνεται... γιατί δεν υποκύπτεις; Γιατί δεν με βοηθάς να σε βοηθήσω; Αυτό θα ισοδυναμούσε με νίκη σε όλα τα μέτωπα».

«Δεν μπορώ», ψιθυρίζω μαγκωμένα. «Παρ' όλες τις δυσκολίες, αύριο θα είναι μια νέα μέρα».

«Ναι», συμφωνεί. «Μπορεί να είναι χειρότερη».

«Δεν μπορεί να γίνει χειρότερη», διαφωνώ.

Τα χειρότερα, τα χείριστα είναι πολλά, αλλά ανήκουν στο παρελθόν. Πρέπει ν' ανήκουν εκεί...

Η έκφρασή του Ζεέρνεμποχ μεταμορφώνεται από χαριτωμένη και λίγο σαρκαστική σε ψυχρή, σχεδόν μοχθηρή.

«Πάντα μπορεί να γίνει χειρότερη», είναι η υπόσχεση που μου δίνει λίγο προτού εξαφανιστεί. «Ευτυχώς για εσένα, όταν αυτό συμβεί εγώ θα είμαι κάπου εδώ γύρω...»

«Φίλε...», βαρυγκωμάει ο Κάι Γκρίνγουντ όταν επιστρέφει στο τραπέζι μας, έχοντας πιει κάμποσα λίτρα νερό για να ξεγελάσει τη δίψα του.

«Τι είναι;», ρωτάω, χωρίς να μπω στον κόπο να του πω ότι η θηλυκή εκδοχή του «φίλος» είναι «φίλη ή φιλενάδα». Είτε έχουμε μόλις ιδρύσει μια μικρή αδελφότητα, είτε δεν τον κόφτει να αλλάζει τα άρθρα των λέξεων πλέον. Ποντάρω κι εγώ στο δεύτερο.

«Μ' αυτά και μ' αυτά ξέχασα να σου πω το πιο τρανταχτό νέο απ' όλα», με ειδοποιεί πιάνοντας την τουρλωμένη απ' τα υγρά κοιλιά του σαν έγκυος στο τελευταίο στάδιο του τοκετού.

«Εάν έχει γίνει και τρίτος Παγκόσμιος και μου το κράτησες κρυφό», του λέω αυστηρά. «Δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ».

«Μπα...», αποκρίνεται. «Κάτι άλλο έγινε. Ήρθε κάποιος καινούριος στο Ίδρυμα».

«Και γιατί αυτό αποτελεί τρανταχτό νέο;», απορώ. «Έφηβοι ληστεύουν περίπτερα ή καίνε τις γάτες του γείτονα μέσα σε ντενεκέδες από λάδι όλη την ώρα και μεταφέρονται στην μικρή μας κόλαση».

«Ναι, αλλά», επιμένει λες και εγώ βλέπω μονάχα την κορυφή του παγόβουνου κι εκείνος θέλει να μου δείξει τι ελλοχεύει και κάτω από την επιφάνεια. «Όλες οι άλλες περιπτώσεις τροφίμων διαφέρουν σε δύο πράγματα: Πρώτον, έως ότου κάνει ντου κάποιος στην εξώπορτα τα νέα έχουν διαρρεύσει, οι φήμες και οι σκατοφαντίες έχουν διαδοθεί και όλοι-»

«Οι συκοφαντίες εννοείς;»

«Ναι, γιατί εγώ τι είπα;», ρωτάει, αμυδρά ενοχλημένος με την διακοπή.

«Τίποτα», δεν δίνω σημασία. «Με συγχωρείς, συνέχισε».

«Και όλοι ξέρουν τα πάντα για τον καινούριο σε πέντε ή δέκα διαφορετικές εκδοχές. Τα θυμάσαι, τα ίδια γίνονταν και όταν ήρθες εσύ».

Πράγματι, με θυμάμαι να εισέρχομαι στην αίθουσα διδασκαλίας του κυρίου Λοκ, ώστε να παρακολουθήσω την πρώτη διάλεξη της Άλγεβρας και αντ' αυτού να έρχομαι αντιμέτωπη με ένα τσούρμο αφηνιασμένων συμμαθητών που είχαν ακούσει κάποια διαφορετική, εναλλακτική gore βερσιόν του θανάτου της Μία.

«Και τώρα;»

«Και τώρα κανείς δεν ήξερε τίποτα για τον ερχομό του τύπου», μου εκμυστηρεύεται. Η φωνή του ξαφνικά χαμηλώνει και γίνεται ένας συνωμοτικός ψίθυρος, θαρρείς και φοβάται μην τον ακούσει κανείς. Προς τι τέτοια μυστικοπάθεια; αναρωτιέμαι. «Είναι σαν αέρας, σαν καπνός, σαν φάντασμα. Δεν τον γνωρίζει κανείς και κανείς δεν τον έχει δει. Είναι και γαμώ τα αλλόκοτα. Σου λέω, ρώτησα τους πάντες, -τους πάντες!- και κανείς δεν γνωρίζει το παραμικρό για αυτόν. Μέρες μετά και ακόμα να μάθω ένα όνομα, μια καταγωγή, μια αιτία εισαγωγής. Ποιος είναι ο λόγος του ερχομού του και ποιος είναι τέλος πάντων αυτός ο άντρας;»

«Α-άντρας;»

«Είναι γέρος», μου αποκαλύπτει και από τον τόνο του, βάζω στοίχημα πως εάν είχε τύμπανα αγωνίας θα τα έβαζε να παίζουν ως μουσική στο background. «Μικρόσωμος και ζαρωμένος και μονόφθαλμός! Έχει ένα κανονικό, καστανό μάτι και ένα ψεύτικο από γκριζωπό γυαλί που σε κοιτάει διαπεραστικά και σε κόβει σαν ξυράφι! Έχεις δει τις Συμμορίες της Νέας Υόρκης;»

«Αυτό το έργο με τον ΝτιΚάπριο;», λέω.

Ο Κάι νεύει. «Ο τυπάς είναι σαν μπασμένος Ντάνιελ Ντέι Λούις**! Μια ματιά και σου παγώνει το αίμα!»

«Να σου πω», λέω και σκύβω κι εγώ πάνω απ' το τραπέζι για να έρθω πιο κοντά του. Πιάνω στο χέρι μου το μυτερό του πιγούνι και τον αναγκάζω να με κοιτάξει στα μάτια. «Μήπως το νερό που ήπιες είχε τίποτα μέσα; Μήπως δεν ήταν νερό;»

Ο Κάι αποτραβιέται προβληματισμένος με την αντίδρασή μου. Δεν του αρέσει που το ρίχνω στην πλάκα. Θέλει να με κάνει να καταλάβω, να καταλάβω ότι ο ερχομός του γέρου είναι μια μεγάλη εξέλιξη, κρίσιμη.

Γιατί όμως;

«Ίσως να τέζαρε ο Ίστμαν και η Ντέιβις να προσέλαβε νέο επιστάτη για να μας κάνει τη ζωή δύσκολη», δίνω την εξήγησή μου.

«Ο Ίστμαν ζει και βασιλεύει και δεν θα πάψει να μας καταστρέφει τη ζωή στο έμμεσο μέλλον», με αντικρούει με πείσμα. «Ο νάνος Ντάνιελ Ντέι Λούις έχει κάποιον άλλο λόγο που ήρθε εδώ. Έναν λόγο που ούτε η Έντνα δεν ξέρει...»

«Καλά, καλά», του λέω και πιάνοντας τα χέρια του τα κατεβάζω επάνω στο τραπέζι για να τον αποτρέψω να κάνει νευρικές, σπαστικές κινήσεις που με αποσυντονίζουν. «Αστυνόμε Σαΐνι, κούλαρε λίγο. Κούλαρε, σκέψου και πες μου... πού τον είδες για πρώτη φορά; Τι σου έκανε εντύπωση και τον πρόσεξες; Σου μίλησε; Σου 'πε κάτι που σε αναστάτωσε;»

Αφιερώνει μια στιγμή για να ανακαλέσει το σκηνικό. «Ήταν... την περασμένη Κυριακή», θυμάται. «Βρισκόμασταν στην εκκλησία με τους άλλους, τον Ντόρμαντ, τον Γκάβιν, τον Φαρμακοποιό, τον Κέιτζ και την Μπρίντλοβ και όπως κάθε εβδομάδα καθόμασταν στα στασίδια και μαστουρώναμε με τα θυμιατά. Σε κάποια φάση έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και κοίταξα ψηλά, και τότε τον είδα».

«Τον γέρο;»

«Τον Μπιλ», ισχυρίζεται. «Τον Μπιλ Μαρς, στεκόταν σε κάποιο στενό, εσωτερικό μπαλκόνι της εκκλησίας. Σκέφτηκα τότε ότι είχα πολύ καιρό να δω τους Μαρς και έτσι απόμεινα εκεί, κοιτάζοντάς τον, απορώντας που είχε χαθεί τόσες μέρες ο αγριάνθρωπος. Με... με παραξένεψε που το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σκιές, καλυμμένο όλο από σκιές, λες και κάτι δεν πήγαινε καλά με δαύτον, λες και κάτι τον έτρωγε. Ο Μπιλ δεν κοινώνησε εκείνη την μέρα», μου λέει σοβαρά. «Φαινόταν τόσο σκεπτικός που αναρωτήθηκα εάν είχε ακούσει έστω και μια λέξη από τη λειτουργία. Εγώ πάλι μια άκουγα, μια δεν άκουγα. Σε κάποια φάση, εκεί που είχα γλαρώσει για τα καλά, ο Μπιλ κατέβασε το κεφάλι του και με κοίταξε, με εντόπισε μέσα στο πλήθος, σαν να ήξερε απευθείας που καθόμουν. Νομίζω ότι σκαλώσαμε για λίγο, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Άρχισα να αγριεύομαι», παραδέχεται κι ένα ρίγος τον διαπερνά. «Ήταν λες και ήθελε να μου πει κάτι με τα μάτια... λες και ήθελε να μου πει κάτι αλλά να μην μπορούσε...»

«Σίγουρα δεν ήταν τα θυμιατά που σνύφαρες;», τον πειράζω.

«Όχι σου λέω!», αγανακτεί. «Ο Μπιλ ήταν εκεί και παρακολουθούσε, -με παρακολουθούσε- και τότε, όταν τα μάτια μας κλείδωσαν, εμφανίστηκε μια σκιά πίσω του, μια κοντή, στραβή σκιά. Η σκιά του γέρου. Ο γέρος στάθηκε πίσω του, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μπιλ και τον έκανε να σκύψει για να του ψιθυρίσει κάτι στο αφτί. Όπως του μιλούσε, το γαλακτερό του μάτι έπεσε πάνω μου!», ο Κάι είναι στα όρια της υστερίας. «Μιλούσαν για εμένα! Είμαι σίγουρος ότι μιλούσαν για εμένα».

«Και τι έγινε μετά;», τον ρωτάω, ελπίζοντας να κατανικήσω την αδικαιολόγητη ταραχή του με την κουβέντα. 

«Ο Μπιλ ένευσε μια φορά σε ότι κι εάν του πάρλαρε ο άντρας και μετά εξαφανίστηκαν. Άφησαν το μπαλκόνι και χώθηκαν σε κάποια μυστική πόρτα του ναού, σε κάποια κόγχη ή κρύπτη... δεν ξέρω... κάπου».

Τώρα πια τον ακούω με προσοχή. Όχι επειδή πιστεύω ότι ο μονόφθαλμος παππούς τον διαβουλεύεται στρέφοντας τους Μαρς εναντίον του, αλλά επειδή βλέπω ξεκάθαρα πόσο πολύ τον ταράζει το ενδεχόμενο. «Και ποια είναι η θεωρία σου για όλα ετούτα;»

«Δεν ξέρω... δεν ξέρω... δεν ξέρω...», μουρμουρίζει μέσα στη σύγχυσή του. Ρίχνει το κεφάλι του στις παλάμες του και βογκάει. «Έχω σκεφτεί τόσα πολλά...»

Ο Κάι έβαλε όντως το μυαλό του σε λειτουργία; Να και κάτι πραγματικά καινούριο!

«Αλλά καταλήγω ξανά και ξανά στο ίδιο σενάριο: Ο γέρος είναι μέλος της μυστικής φατρίας του Μπιλ και της Γκουέν, του Τάγματος του Πολεμιστή της Φωτιάς και έχει έρθει για μένα».

Πάλι έκανε λάθος το όνομα του Τάγματος. Ονομάζεται Τάγμα του Πολεμιστή του Φωτός.

«Γιατί να έρθει για σένα;», δοκιμάζω να εκμαιεύσω τη συνέχεια.

«Δεν ξέρω!», ο Κάι κοντεύει να σκάσει. «Είναι το μόνο λογικό! Ίσως... ίσως οι Μαρς ανακάλυψαν ότι κάτι δεν πάει καλά με εμένα... ότι έχω τον δαίμονα μέσα μου... Και κάλεσαν τον γέρο για να με ξεπαστρέψει!»

«Κάι. Κάι! ΚΆΙ!», του βάζω τις φωνές. «Λες ανοησίες, είσαι μια χαρά! Ο γέρος δεν είναι ο μπαμπούλας, κατά πάσα πιθανότητα είναι πρόγονος των Μαρς που τους επισκέπτεται ή κάποιος μέντορας που τους επιβλέπει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εάν είχες δαιμονιστεί, δεν θα ήσουν πια εσύ, άρα δεν θα ανησυχούσες», αρχίζω να τον καθησυχάζω, παίρνοντας πάλι το χέρι του στο δικό μου, αγγίζοντάς τον στοργικά, φιλικά. «Θα ήσουν πια κάτι σαν... σαν ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί». Με κοιτάζει κατάματα, με τα θολά, πράσινα μάτια του ν' αλλάζουν έκφραση λίγο λίγο. Να γαληνεύουν. Με πιστεύει. «Και παρότι οι Μαρς δείχνουν συνέχεια σαν να ισορροπούν σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ ευφυΐας και τρέλας», προσθέτω. «Δεν είναι τόσο παράτολμοι, ώστε να αφήνουν την βόμβα τους ελεύθερη να κατρακυλάει από 'δω κι από 'κει μέχρι να σκάσει στα μούτρα κάποιου. Θα σε είχαν μπουζουριάσει».

«Σωστά... σωστά... σωστά...», λέει κατ' επανάληψη. «Έχεις δίκιο. Παραλογίζομαι... Είμαι καλά, είμαι καλά. Είμαι ο εαυτός μου και είμαι καλά».

«Κόλλησε η κασέτα;», τον τσιγκλάω πάλι.

Με αυτό τον βλέπω να σκάει ένα μικρό, αγορίστικο χαμόγελο όλο συστολές. «Κάπως...», ομολογεί. «Αλλά εάν μου δώσεις το λόγο σου ότι θα ψάξουμε και θα ξετρυπώσουμε τον γέρο και ότι θα μάθουμε τι σκατά θέλει, θα ξεκολλήσει τελείως».

«Τότε», απαντώ, τοποθετώντας το ένα μου χέρι στο στήθος μου, επάνω απ' το σημείο της καρδιάς. «Έχεις το λόγο της προσκοπικής μου τιμής. Θα βρούμε τι ρόλο βαράει ο γκαβός παππούλης».

Το στραβούτσικο χαμόγελο του Κάι φαρδαίνει, κάνοντάς με κι εμένα να μειδιώ.

Έως ότου τον βλέπω να τινάζεται, θαρρείς και τον χτυπά ηλεκτρικό ρεύμα. «Να πάρει...», βλαστημάει ξαφνικά, καθώς τα μάτια του μετατοπίζονται βιαστικά από εμένα, σε κάτι πίσω μου. Κάτι είδε, συνειδητοποιώ, κάτι άσχημο...

«Τι;», ρωτάω με την ανησυχία ν΄αποκρυσταλλώνεται στον κόρφο μου.

Η επόμενη λέξη του Κάι σκάει στα αφτιά μου σαν κροτίδα. «Αθληταράδες», γαβγίζει.

Προτού βρω τον χρόνο να επεξεργαστώ τι μου λέει ο Κάι, αισθάνομαι μια κίνηση. Προέρχεται από δύο χέρια μακριά και γεροδεμένα που κλείνουν κάτω απ' το στήθος μου και σφίγγοντας την μέση μου, με σηκώνουν με το έτσι θέλω από την καρέκλα. Ένα φαρδύ στέρνο εφάπτεται στην πλάτη μου και νιώθω τον δυνατό κτύπο μιας καρδιάς να βροντά.

Δική μου είναι ή ξένη;

Αμέσως μετά νιώθω το καυτό, υγρό χνότο μιας ανάσας που θωπεύει το αφτί, το λαιμό και το σβέρκο μου. Ανατριχιάζω. «Μμμμ», κάποιος παίρνει μια βαθιά, παρατεταμένη εισπνοή και την κρατάει, σαν να θέλει να φυλακίσει το άρωμά μου στα πνευμόνια του. «Μου έλειψες τόσο...», ψιθυρίζει επάνω στο δέρμα μου.

Ανατριχιάζω ξανά ολάκερη, μα ετούτη την φορά δεν ευθύνεται η αναπνοή για το ρίγος που κατακλύζει το κορμί μου σαν ηλεκτροσόκ, δεν είναι η άγνωστη ανάσα αυτή που κάνει το στομάχι μου να δεθεί σαν γόρδιος δεσμός, ούτε που κάνει την καρδιά μου να σκιρτά όπως η καρδιά ενός ετοιμοθάνατου.

Είναι η φωνή.

Αυτή η φωνή κι ο κάτοχος της.

Ο Γκρίφιν.   

«Κάτω τα ξερά σου!», ο Κάι στέκεται όρθιος μέσα σε ένα πετάρισμα των βλεφάρων μου. «Κάθαρμα, σου απαγορεύω να την αγγίζεις...» Είναι η πρώτη φορά που βλέπω την αφηρημένη, νυσταλέα έκφραση, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του να εξαφανίζεται τόσο γοργά. Ο Κάι που στέκεται εμπρός μου είναι ένας Κάι διεκδικητικός, εξοργισμένος, ασυγκράτητος, είναι ένας Κάι με τον οποίο δεν έχω γνωριστεί.

Από το τραπέζι μας απουσιάζουν αισθητά μαχαίρια και παρόμοια αιχμηρά αντικείμενα για να αποφεύγονται καταστάσεις σαν και την τωρινή ανάμεσα στους φυλακισμένους, αλλά αυτό δεν σταματά τον Κάι. Βουτάει αποφασιστικά το πιρούνι με τα στρεβλά δόντια από το πλαϊνό του πιάτου του, αναγνωρίζοντας ότι αυτό το μικρό, ανεπαρκές αντικείμενο είναι το μοναδικό όπλο που έχει στην διάθεσή του και μετά κάνει να μας συναντήσει.

Την ίδια στιγμή εγώ βιώνω ένα πρωτόγνωρο αίσθημα κλειστοφοβίας μέσα στην ασφυκτική σαν μέγγενη αγκαλιά του βασανιστή μου, ενώ το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι η ανάγκη μου να δραπετεύσω απ' αυτήν. Παράλληλα, όμως, αντιλαμβάνομαι πολύ καλά ποιος είναι εκείνος που με κρατάει, αντιλαμβάνομαι για τι είναι ικανός.

Είναι εκείνος που με ατίμωσε και με εξευτέλισε μέσα σε εκείνο το σκοτεινό κι έρημο υπόγειο, εκείνος που μόλυνε το σώμα μου και μου διέλυσε την ψυχή.

Αυτή η συνειδητοποίηση μου παγώνει το αίμα, με μαρμαρώνει και με αφήνει άκαμπτη σαν άγαλμα. Δεν τολμώ να παλέψω, να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ. Δεν βγάζω κιχ. Μονάχα παρακολουθώ σαν βουβός, παθητικός θεατής που βλέπει ένα κινηματογραφικό έργο από την γαλαρία. Είμαι ανίκανη να αντιδράσω, ο Κάι όμως όχι.

Έχει ξεχυθεί στην καφετέρια του Ντέιβις Πλέις, αποζητώντας μια μάχη σώμα με σώμα με τον παντοδύναμο Γκρίφιν Σέιγουορθ, τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη των Αθληταράδων, το χρυσό αγόρι της Κονστάνς Ντέιβις, της διευθύντριας, τον αιώνιο δυνάστη του Ιδρύματος. Και το κάνει έχοντας αποκλειστικά και μόνο ένα πιρούνι στην διάθεσή του –ένα καταραμένο πιρούνι!-. Μες στο μυαλό μου, αναδύεται ξανά το ερώτημα του Ζίρο: Είναι ο Κάι θανάσιμα θαρραλέος ή τέρμα ηλίθιος; Δεν ξέρω, δεν τολμώ ν' αποφανθώ. Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι από τότε που πέρασα την πύλη του Ιδρύματος ο Κάι Γκρίνγουντ έχει αποδειχτεί ότι πιο αγνό και αυθεντικό έχω συναντήσει σε άνθρωπο.

Ο Κάι είναι φίλος μου, ίσως ο μοναδικός. Δεν θέλω να είναι κοντά του ο Γκρίφιν.

Κι όμως, η απόσταση που τους χωρίζει όλο και μικραίνει...

«Άκουσες τι σου είπα;», ωρύεται. «Μην την αγγίζεις, γαμώτο! Μην την ακουμπάς! 'Ασ' την! Άφησέ την! ΤΏΡΑ!»

Ο Γκρίφιν του σκορπάει ένα προκλητικό χαμόγελο και έπειτα κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που προστάζει ο αντίπαλός του. Με το ένα του χέρι με τραβάει δυνατά, με κολλάει άγρια επάνω στο σώμα του, καθώς το άλλο του χέρι αφήνει την μέση μου και αρχίζει να προχωράει, να περιπλανιέται επάνω μου πασπατεύοντας και χουφτώνοντας ότι βρίσκει στο διάβα του. Αξιώνει την κυριαρχία του στο κορμί μου.

«Μ-μ-μ-μη...», κάνω να πω, αλλά τη δεδομένη στιγμή, ακόμη και η ομιλία είναι για εμένα ένας ακατόρθωτος άθλος.

«Πες στον φίλο σου τον χλιμίντζουρα», με διατάζει και παρότι απευθύνεται σε εμένα, μιλάει σε τέτοια ένταση, ώστε να τον ακούν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Κάι. «Ότι εγώ δεν παίρνω οδηγίες από κανέναν. Εγώ τις δίνω. Εδώ μέσα γίνεται πάντα το θέλημά μου. Εάν θέλω μπορώ να τον στείλω στην απομόνωση με ένα μου νεύμα στους φρουρούς». Ξαφνικά το χέρι του επιστρέφει στην μέση μου και τα δάχτυλά του αδράχνουν το στρίφωμα της μπλούζας μου. «Εάν θέλω», συνεχίζει επαρμένα. «Μπορώ να του σπάσω τα παΐδια ένα-ένα σαν να 'ναι τα αβγά για την ομελέτα μου». Μαζεύει το ύφασμα της μπλούζας μου στην χούφτα του, κι ύστερα το αφήνει τσαλακωμένο και γλιστράει το χέρι του από κάτω, ψηλαφώντας την επιδερμίδα μου, ιχνηλατώντας τις γραμμές των πλευρών μου. Η επιδερμίδα του που έρχεται σε επαφή με την δική μου με σκιάζει, είναι λες κι έρχομαι σε επαφή με ένα γυμνό καλώδιο. «Εάν θέλω μπορώ να σε ρίξω επάνω στο τραπέζι», δηλώνει. «Και να σε γαμήσω μπροστά του, μπροστά σε όλους». Το χέρι του έχει τώρα σκαρφαλώσει αρκετά ψηλά ώστε να βρει τα στήθη μου, τα οποία πιάνει, τα μαλάζει, τα ζουλάει απροκάλυπτα. «Μπορώ!», εμμένει. «Και τότε αυτός και το πιρουνάκι του θα δουν πόσο μικροί και ασήμαντοι είναι. Ανίκανοι να αλλάξουν κάτι, οτιδήποτε». Κάτω από το κράτημά του Γκρίφιν, η καρδιά μου κλωτσά και αφηνιάζει, έως ότου ο χτύπος της επιταχύνεται τόσο πολύ που ξεκινώ να νιώθει δυσφορία.

Άραγε πόσο απέχω από την λιποθυμία; αναρωτιέμαι. Άραγε να είναι η λιποθυμία αρκετή για να καταπραΰνει αυτό που μαίνεται;

Μολαταύτα δεν λιποθυμώ, όχι εγκαίρως. Το σώμα και το μυαλό μου δεν συνεργάζονται. Όλες οι αισθήσεις μου έχουν θολώσει από τον τρόμο και τον πανικό. Είμαι ένα άψυχο σκεύος, έρμαιο στα χέρια του Γκρίφιν. Αυτό είμαι.

Θυμός αστράφτει στο ωχρό πρόσωπό του Κάι κι εκείνος ορμάει μπροστά μ' έναν ζωώδη βρυχηθμό.

Ο Γκρίφιν δεν με αφήνει, δεν αφήνει ούτε την θέση του, παρά μόνο στέκεται εκεί μες στην μέση της καφετέριας, δείχνοντας ξαναμμένος και αυτάρεσκος κι υπεροπτικός. Μοιάζει σαν να θέλει να του επιτεθεί ο Κάι, μοιάζει σαν να αδημονεί για αυτό, αν και την τελευταία στιγμή παραδίδει αλλού την σκυτάλη. «Μαρκ», επικαλείται τον υπαρχηγό των Αθληταράδων. «Ανέλαβε τον Γκρίνγουντ και το πιρούνι του. Προτιμώ ν' ασχοληθώ με την δεσποσύνη από 'δω».

Με αυτό συνειδητοποιώ καθυστερημένα ότι ο Γκρίφιν δεν έχει έρθει μόνος του, οι άλλοι Αθληταράδες είναι κοντά. Πού όμως; Τα μάτια μου σαρώνουν αλαφιασμένα τον περιβάλλοντα χώρο. Οι άλλοι τρόφιμοι –ακόμη κι εκείνοι που δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον προηγουμένως με την Μπένετ- έχουν αρχίσει να μας περικυκλώνουν τώρα, σαν όρνια που ίπτανται γύρω από την λεία τους. Αμέτρητα μάτια μας παρατηρούν εξονυχιστικά, κάποια γουρλωμένα και έκπληκτα, άλλα μισόκλειστα κι εχθρικά, διψασμένα για βία. Όλοι τους πάντως ανυπομονούν να δουν πώς θα εξελιχθεί το πράγμα, αν και είναι πασιφανές ότι κανείς στα πέριξ δεν στοιχηματίζει υπέρ του Γκρίνγουντ.

Ο Μαρκ, το πρωτοπαλίκαρο του Γκρίφιν Σέιγουορθ, φανερώνεται μέσα από τον πολύβουο όχλο. Τον ακολουθούν κατά πόδας άλλα δύο αγόρια, ο Πιτ κι ο Άσερ.  

Μπαίνουν εμπόδιο στον δρόμο του Κάι και τον σταματούν πριν μας προφτάσει. Τα χέρια τους γραπώνουν τους ώμους του και τον τραβάνε, τον αφοπλίζουν, τον πετάνε πίσω. Ο Κάι είναι μονάχα ένας, ενώ εκείνοι είναι τρεις. Νευρώδεις, μυώδεις, ολέθριοι.

Ο Κάι μουγγρίζει από το πάτωμα της καφετέριας και τον βλέπω να στηρίζει τα χέρια του κάτω, προσπαθώντας να στυλωθεί ξανά. Δεν τα παρατάει τόσο εύκολα...

«Αδιόρθωτε βλάκα...», σχολιάζει ο Γκρίφιν εναποθέτοντας ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλό μου. «Γιατί μπαίνει καν στον κόπο; Γιατί σηκώνεται; Αφού οι δικοί μου θα τον ξαπλώσουν πάλι χάμω... Μήπως ο δικός σου είναι βλαμμένος, καθυστερησάκιας; Μήπως έχει υποανάπτυκτο εγκέφαλο ή τίποτα τέτοιο;» Η σκέψη τον διασκεδάζει κι ένα βραχνό γελάκι του ξεφεύγει. «Ποιος ξέρει;», λέει. «Υποθέτω θα μας δείξει η νεκροψία». 

Οι Αθληταράδες περικυκλώνουν τον Κάι, σχηματίζοντας έναν απειλητικό κλοιό γύρω του. 

Εκείνος τους αψηφά. 

Ο Άσερ τον κλωτσάει στο πίσω μέρος των μηρών του και τον κάνει να τρεκλίσει. Με μια παραπάνω σπρωξιά από τον Πιτ, ο Κάι σωριάζεται στο έδαφος. Αυτή την φορά δεν του επιτρέπουν να σηκωθεί. Ο Μαρκ πηγαίνει και στέκεται μπροστά του χαμογελώντας χαιρέκακα, αμέσως μετά τραβάει το πόδι του προς τα πίσω –για να πάρει φόρα, συνειδητοποιώ έντρομη- και όταν το φέρνει πάλι μπροστά το καρφώνει στην κοιλιά του Κάι. Ο Κάι βογκάει δυνατά, φτύνει αίμα και κοντανασαίνοντας διπλώνεται στα δύο. Ο Μαρκ, ο υπαρχηγός των Αθληταράδων, συνεχίζει να τον κλωτσάει και να τον κλωτσάει και να τον κλωτσάει, θέλοντας να κάνει κάθε του σκούξιμο να βγαίνει πιο πονεμένο από το προηγούμενο.   

Οι κινήσεις του είναι μηχανικές: κλωτσιά, υποχώρηση, κλωτσιά.

Νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται σαν σφουγγάρι και θέλω τόσο μα τόσο πολύ να τους φωνάξω να σταματήσουν, να αφήσουν τον Κάι μου ήσυχο! Ξέρω όμως ότι δεν υπάρχει περίπτωση να με υπακούσουν οι Αθληταράδες, ούτε οι φωνητικές μου χορδές δεν με υπακούν καλά καλά. Είμαι άλαλη, για ακόμη μια φορά ενεή.

Οι Αθληταράδες τον ξυλοκοπούν ακόμη, βυθίζοντας τις γροθιές, τους αγκώνες, τα γόνατα και τις φτέρνες τους στα πιο τρωτά του σημεία. Κατά βάθος, νιώθω λες και χτυπούν κι εμένα μαζί. Κάθε φορά που οι Αθληταράδες επιτίθενται στον Κάι, αισθάνομαι έναν πόνο στα κόκαλά μου.

Γιατί δεν στασιάζει κανείς; εκλιπαρώ να μάθω, καθώς η προσοχή μου μετατοπίζεται στο κοινό. Γιατί ποτέ δεν στασιάζει κανείς; Γιατί δεν μας βοηθούν; Γιατί δεν εναντιώνονται, παρά μόνο στέκονται στις παρυφές του κύκλου, κάνουν χειρονομίες και βρυχιόνται σαν κανίβαλοι; Γιατί εξαπλώνουν την φρενίτιδα και το μένος σαν ιό;

Η υπόκωφη βοή μέσα στο κεφάλι μου είναι το απόλυτο χάος. Τα λόγια του Ζεέρνεμποχ αναδύονται ξαφνικά στην επιφάνεια της μνήμης μου. Πάντα μπορεί να γίνει χειρότερη η μέρα εδώ, πάντα μπορεί να γίνει χειρότερη... 

Άραγε προσπαθούσε να με ειδοποιήσει ότι κάποιος θα πάθει κακό ή έπαιζε απλά τον ρόλο του;

«Στ' αλήθεια σε πεθύμησα», μου εκμυστηρεύεται ψιθυριστά ο Γκρίφιν, κι όταν βλέπει ότι δεν ανταποκρίνομαι, παρά μόνο χάσκω, με στριφογυρίζει μες στα μπράτσα του, έτσι που ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. 

Τα χαρακτηριστικά του που κάποτε τα έβρισκα τόσο μαγευτικά όμορφα, τώρα πια έχουν μετουσιωθεί στην προσωποποίηση του πιο σκοτεινού, του πιο διεστραμμένου εφιάλτη μου. Ζαρώνω.

«Και μόνο στην ανάμνηση εκείνου του υπογείου, και μόνο στη θύμηση του τι σου κάναμε εκεί μέσα...», προσποιείται ένα τρέμουλο. «Έχω σηκωμάρες», λέει ανενδοίαστα. «Δεν μπορώ να ξεχάσω πως με κοίταζαν τα μάτια σου τότε. Ορθάνοιχτα, με κόρες διεσταλμένες από τον φόβο, τον πόθο, την έξαψη... Έχεις και τώρα αυτό το βλέμμα», λέει όπως με περιεργάζεται. «Ακριβώς αυτό». Σαν να μη μπορεί ν' αντισταθεί άλλο, ο Γκρίφιν σκύβει και με φιλάει. Τα χείλη του συνθλίβουν τα δικά μου, ενώ θυμάμαι άθελά μου πώς το στόμα του κινούνταν επάνω στο δικό μου, σκληρό και αιχμηρό σαν ξυράφι στο σκοτάδι του υπογείου.

Τα χείλη του γλιστρούν στο μάγουλό μου και χαράζουν ένα μονοπάτι από φιλιά, έως ότου εντοπίζουν το αφτί μου. «Θυμάμαι πως άλλαξα χρώμα στον ωραίο, ασπρουλιάρικο πισινό σου και πώς το μουνάκι σου έσταζε σαν ψιλόβροχο όταν τελείωσα μέσα σου...» Τα δόντια του γδέρνουν μαλακά τον λοβό μου. «Νομίζω πως πρέπει να το επαναλάβουμε...», μου ζητά.     

Το ένα του χέρι είναι περασμένο γύρω από την μέση μου, συγκρατώντας με επάνω του, αλλά το άλλο κυλά στο δέρμα μου, στέλνοντας φρικτά κύματα ανατριχίλας στο κορμί μου. Σιγά σιγά τα δάχτυλά του κατηφορίζουν ώσπου φωλιάζουν στο κενό ανάμεσα στους μηρούς μου κι αναπαύονται εκεί. Το άβολο ύφασμα του τζιν παντελονιού μου χωρίζει την σάρκα του από τη δική μου, αλλά δεν τον πτοεί. Ο Γκρίφιν με παίζει σαν χορδή κιθάρας. «Πες μου ότι σε ερεθίζει εξίσου όλο αυτό...», μου συρίζει. «Ότι σε διεγείρει... Πες το... πες το...»

Εάν ήμουν ακόμη κυρίαρχη της φωνής μου, θα του έλεγα ότι δεν με διεγείρει διόλου, δεν με ερεθίζει και δεν με εξιτάρει. Με κάνει να νιώθω βρώμικη, μαγαρισμένη, σαν να είμαι φορέας κάποιου φονικού μικροβίου. Ανάξια να στέκομαι στην καφετέρια ανάμεσα στα άλλα παιδιά, τα οποία μπορεί να είναι αποπαίδια, αλλά το μυαλό και το σώμα τους είναι αμόλυντα από το δικό του μίασμα.

«Δ-δ-δεν... δεν...», τραυλίζω ακατάληπτα. «Δ-δεν...»

Ο Γκρίφιν γελάει ξανά. Ξέρω ότι με νιώθει να τρέμω. «Είδες τι ωραία που είναι, ε; Σ' αρέσει; Νομίζω πως ναι, νομίζω πως υγραίνεσαι και πως σύντομα θα τελειώσεις στα δάχτυλά μου-»

«Ο Κ-Κάι...», ψελλίζω.   

«Ο Γκρίνγουντ;», ο Γκρίφιν ακούγεται έκπληκτος, σαν να τον είχε ξεχάσει ολότελα. Αποτραβιέται ελαφρά για να με κοιτάζει κατάματα με τα αμυγδαλωτά μάτια του που διαθέτουν κάθε απόχρωση της ώχρας και του χρυσού, να γουρλώνουν. «Πάει αυτός», κομπάζει. «Μας τελείωσε...»

Τι;...

Η τελευταία διαπίστωση έρχεται σαν ψυχρολουσία, αλλά τουλάχιστον καταφέρνει να με βγάλει από την παγωμένη, γυάλινη και απόμακρη αίσθηση που με έχει κυριέψει.

Τι εννοεί μας τελείωσε; Τι εννοεί ο Γκρίνγουντ μας τελείωσε!;!

Το σώμα μου παραδίδεται σε έναν νευρικό σπασμό, έναν σπασμό αρκετά ισχυρό για να με διαπεράσει βαθιά ως τον πυρήνα μου, έναν σπασμό που με κάνει να τιναχτώ έξω από την αγκαλιά του Γκρίφιν Σέιγουορθ. Αν θέλω να είμαι αντικειμενική, οφείλω να ομολογήσω ότι ίσως και να με αφήνει ο ίδιος να δραπετεύσω απ' τα δεσμά του, αφού πλέον ο σκοπός του επετεύχθη. Με εξευτέλισε ξανά, μπροστά σε ολόκληρο το Ίδρυμα, μέσα σε αυτή την ζούγκλα από αφιλόξενα πρόσωπα και ακατάληπτες φωνές που με κάνουν να νιώθω οικουμενικά μισητή. Εντούτοις, η αντικειμενικότητα είναι μια εκ των πιο υποτιμημένων αξιών του Ντέιβις Πλέις.

Συνεπώς δεν μετρά.

Σε αλλόφρονα κατάσταση τρεκλίζω μακριά του, αλλά μερικά βήματα πιο πίσω σκοντάφτω επάνω σε κάποιο εμπόδιο του πατώματος και σωριάζομαι στο πάτωμα. Δεν μου παίρνει και πολύ έως ότου συνειδητοποιώ ότι το πράγμα που με έριξε, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου πράγμα, αλλά άνθρωπος.

Ο Κάι.

  

Το απόκοσμο, συγκλονιστικό θέαμα του Κάι που κείτεται στο κέντρο της αφιλόξενης τραπεζαρίας με σοκάρει. «Ω, όχι...», η φωνή μου σπάει σ' έναν ισχνό λυγμό. «Όχι, όχι, όχι...» Αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα, πέφτω επάνω του και τον σκουντάω, τον ταρακουνάω απαλά. Ψυχορραγώντας.

Ένας παγωμένος φόβος αγκιστρώνει την καρδιά μου και δεν λέει να την αφήσει.

Η εικόνα του αιμόφυρτου αγοριού με τα φαρδιά, σκισμένα ρούχα και τα δεκάδες piercing που με ατενίζει με μια έκφραση απόλυτου δέους από το έδαφος είναι φρικιαστικά γνώριμη. 

Κάπως έτσι έπεσε νεκρή και η αδερφή μου στις ξύλινες σανίδες της σοφίτας του πατρικού των Βάλενταϊν κάποιους μήνες πριν.

Στο βασανισμένο μου νου και οι δύο τους φαντάζουν σαν ξεχαρβαλωμένες, σπασμένες μαριονέτες που τους έχεις κόψει τα σχοινιά.

Γιατί μοιάζουν τόσο μεταξύ τους;

Η Μία είναι νεκρή, γιατί μοιάζει τόσο η στάση του με την στάση της Μία;

Η Μία είναι νεκρή...

Η Μία είναι νεκρή...

Γιατί υπάρχει ένα εφιαλτικό βαθούλωμα στο μέτωπο του Κάι;

Γιατί είναι το γόνατό του λυγισμένο σε ετούτη την αφύσικη γωνία;

Γιατί δεν ανεβοκατεβαίνει το στήθος του, που να πάρει η οργή;

Οι ερωτήσεις είναι αναρίθμητες, κι εγώ έχω απομείνει να τον κοιτάζω σαν βετεράνος του πολέμου που βρίσκεται σε άρνηση. Στην ουσία έχω τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις μου, το να τις αυτό-απαντήσω, όμως, είναι δυσβάσταχτο.

Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ να το κάνω...

«Έλα...», κλαψουρίζω τραντάζοντας το μπράτσο του Κάι. «Σήκω πάνω, σήκω, σήκω...», τον ικετεύω.

Αλλά ο Κάι δεν σηκώνεται και εγώ καταλαβαίνω ότι δεν θα σηκωθεί ούτε αργότερα. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει, καθώς κάθε τριχοθυλάκιο στο κεφάλι μου σφίγγεται από άφατο, ατόφιο τρόμο.

Είχα αντιληφθεί ότι όσο ο Γκρίφιν μονοπωλούσε την προσοχή μου, οι άλλοι Αθληταράδες σταμάτησαν να ουρλιάζουν στον Κάι λόγια ψυχασθενικά, επιθετικά, παράλογα, είχα αντιληφθεί επίσης ότι ο Κάι έπαψε να βγάζει γοερές κραυγές και να σφαδάζει. Ωστόσο, όσο ο Γκρίφιν μονοπωλούσε την προσοχή μου, δεν επέτρεψα στον εαυτό μου ν' αναλογιστεί τι σήμαινε αυτό.

Τώρα όμως το βλέπω ξεκάθαρα, θέλοντας και μη.

Είναι ένα γεγονός αναντίρρητο, αυταπόδεικτο, ευθεία μπροστά μου.

«Είναι στ' αλήθεια νεκρός;», ρωτάει με πένθιμο ύφος ένα μικρό κορίτσι από το πλήθος που μας περικυκλώνει. Δεν είναι πάνω από δώδεκα χρονών.

Το αγόρι που στέκεται στο πλάι της νεύει εντυπωσιασμένο. «Γαμάτο», κάνει εκστατικά. «Ε;»

  

*I Want To Break Free: Είναι ένα από τα πιο διάσημα τραγούδια των Queen και το μήνυμα που περνάνε οι στοίχοι έχει να κάνει με την απόδραση που αναζητάει ο άνθρωπος από τις κοινωνικές επιταγές και την εικόνα που περιμένουν οι άλλοι να παρουσιάζει. Το νόημα γίνεται ακόμη βαθύτερο, εάν σκεφτεί κανείς ότι ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Φρέντι Μέρκιουρι ήταν ομοφυλόφιλος. 

(Φρέντι άι λαβ γιού, ρεστ ιν πις).  

**Ο Ντάνειλ Ντέι Λούις είναι ένας βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, ο οποίος πρωταγωνίστησε στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης (2002), μια ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε. Ο ρόλος του στην ταινία ήταν ο μονόφθαλμος Μπιλ Κάτινγκ, γνωστός και ως Χασάπης.

  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top