Κεφάλαιο 15: Απαίσιοι άνθρωποι αφυπνίζουν απαίσια πράγματα μέσα σου (μέρος 2)
✖
Διαφωνούμε, διαφωνούμε, διαφωνούμε, διαφωνούμε και κάπου κοντά στη διαφωνία νούμερο 4.372,68888... αποφασίζουμε πως το μοναδικό πράγμα για το οποίο θα συμφωνήσουμε, είναι ότι διαφωνούμε.
Για το Ζίρο παραμένω το ίδιο μικρό, αφελές, απελπιστικά ευκολόπιστο κορίτσι που προσμένει το ευτυχισμένο τέλος που δεν θα έρθει. Αξιολύπητο.
Για εμένα εκείνος βλέπει τον κόσμο μέσα από έναν σπασμένο, παραμορφωτικό φακό. Θεωρεί ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κτήνη, ότι το κακό είναι η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν μπορεί να υπάρχει μόνο κακία γύρω μας. Από την άλλη, όμως, μπορεί ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, ως μεμονωμένη περίπτωση, να 'χει γνωρίσει μόνο την φαυλότητα των ανθρώπων.
Θέλω να του δείξω ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα μέσα τους. Μέσα μας.
Επειδή το να συμφωνήσω μαζί του, το να αποδεχτώ την ιδέα της απόλυτης, κοσμικής, κυρίαρχης κακίας θα με συντρίψει. Δεν αντέχω κάτι τέτοιο.
«Λυπάμαι που δεν σου έδωσαν την αγάπη που χρειαζόσουν», του λέω σιγανά εν μέσω του συνωστισμένου προαυλίου. «Και λυπάμαι που αυτό σε έκανε σκληρό». Εντελώς ασυναίσθητα, σηκώνω το χέρι μου και ετοιμάζομαι να το ακουμπήσω στον ώμο του. Μα ξαφνικά σταματώ και το χέρι μου μένει μετέωρο. Τι κάνω; Δεν είμαι σίγουρη γιατί μου ήρθε να τον αγγίξω. Ίσως επειδή όταν ειπώνονται τόσο ενδόμυχες κουβέντες οι άνθρωποι συνηθίζουν να αγγίζονται ή ίσως επειδή νιώθω τύψεις που ξεσκέπασα όλα τα κόμπλεξ που προσπαθούσε επιμελώς να κρατήσει κρυφά. Ίσως μου φάνηκε ότι έχει ανάγκη από ένα άγγιγμα, εντούτοις ο Βάλχοφ δεν είναι από τους τύπους που διαλαλούν «Είμαι αγκαλίτσας». Στα μισά της διαδρομής από τον ώμο του, μετανιώνω και αφήνω το χέρι μου να πέσει.
«Ναι», παραδέχομαι πως: «Υπάρχει κακοψυχία εδώ έξω, πάρα μα πάρα πολύ κακοψυχία. Υπάρχει ακαρδοσύνη και ιδιοτέλεια, σκληρότητα και δολιότητα και έλλειψη κατανόησης και συμπόνιας. Τις περισσότερες φορές τα πράγματα που μας χωρίζουν μοιάζουν να υπερισχύουν όσων μας ενώνουν, αλλά δεν χρειάζεται να συνεχίζουμε αέναα να ζούμε έτσι».
Το ύφος του Ζίρο είναι τόσο απαθές που εάν δεν τον ήξερα θα έλεγα ότι απευθύνομαι σε κουφό. Είναι όμως πασιφανές ότι με ακούει, διότι δεν αργεί να με πικάρει: «Δε μου λες, κατάπιες κανένα κακογραμμένο βιβλίο Αυτοβελτίωσης και Αυτογνωσίας όσο δεν κοιτούσα;»
«Όχι. Και φτάνει πια με τον κομπασμό σου, έχεις κάνει κατάχρηση».
«Αν δω ότι μου τελειώνει θα αγοράσω καινούρια συσκευασία».
«Όλο εξυπνάδες είσαι», απαντώ χολωμένα, σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. Ελπίζω ότι δεν δείχνω πάλι σαν θυμωμένο παιδάκι που το έσκασε από το δημοτικό. «Θα σου αποδείξω, όμως, ότι έχω δίκιο που εμμένω στην καλοσύνη των ανθρώπων, όχι όλων». Η Κόλαση έχει σίγουρα δύο θέσεις κρατημένες, μια για την Κονστάνς Ντέιβις και μια για τον ανιψιό της. «Αλλά των περισσότερων».
«Πώς;», ζητάει να μάθει με την αμφιβολία του έκδηλη όσο ποτέ.
«Εεεε...», χρονοτριβώ, αναζητώντας ξαφνικά τον τρόπο με τον οποίο θα υποστηρίξω τις πεποιθήσεις μου. Το κεφάλι μου γυρίζει γύρω γύρω, καθώς τα μάτια μου περιπλανούνται βιαστικά στο προαύλιο, μέχρις ότου αναγνωρίζουν ένα κοριτσίστικο περίγραμμα. Είναι μια δυσάρεστα γνώριμη φυσιογνωμία, αλλά ίσως να είναι η λύση της διένεξης.
«Θα συμφιλιωθώ με την τρελό-Μπένετ», ξεφουρνίζω. «Θα επιδιώξω μια ειρηνική συμβίωση. Θα της μιλήσω και θα κάνω ανακωχή μαζί της».
Ο Ζίρο ακολουθεί το βλέμμα μου και την διακρίνει μέσα στο πλήθος. «Για ξανασφύρατο μου αυτό», λέει σα να μη με άκουσε καλά.
«Θα κάνω ανακωχή», ανακοινώνω θαρρετά.
Με αυτό το κεφάλι του τινάζεται δεξιά-αριστερά σαν να θέλει να ξεβουλώσει τα αυτιά του.
«Με ποια μωρέ;», μιλάει κοροϊδευτικά για να μου δείξει πόσο απίθανο είναι. «Με τη χαμένη κόρη της Λουκά;»
«Ω, ναι». Εάν μπορώ να συνετίσω αυτήν, τότε μπορώ να συνετίσω τον καθενα.
«Δεν θα πετύχει», το προδικάζει.
«Πώς το ξέρεις;» Θέλω τόσο πολύ να τον βγάλω λάθος...
«Ξέρω πολλά πράγματα», με ενημερώνει. Το πρόσωπό του συννεφιάζει απότομα και κάτι στα μαύρα του μάτια λάμπει δυσοίωνα. «Πολύ περισσότερα από σένα». Δεν είναι απλή αλαζονεία ή υπεροψία αυτό που αλλοιώνει την χροιά του, είναι θαρρείς κι ο Ζεέρνεμποχ διαθέτει κάποια ενορατική ικανότητα που ανιχνεύει την επερχόμενη καταστροφή ή κάτι τέτοιο.
Ή τουλάχιστον, έτσι αφήνει να εννοηθεί με τον τρόπο του.
Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, ειδάλλως θα ζούσε ακόμη.
«Τι σημαίνει αυτό;», ρωτάω αναστατωμένη.
«Τι νομίζεις ότι σημαίνει;», αντιγυρίζει μεφιστοφελικά.
Νομίζω ότι μπλοφάρεις και ότι λες ότι λες για να νικήσεις στο στοίχημα που έχεις βάλει ενάντια στο ίδιο σου το είδος. Νομίζω ότι προσπαθείς σόνι και καλά να με αποτρέψεις και να μου σπάσεις τον τσαμπουκά.
«Δε με νοιάζει», του πετάω εύθικτα.
«Δε φαίνεται», σαρκάζει άκεφα.
Δεν εντοπίζω κανένα νόημα στο να συνεχίσω την συζήτηση μου μαζί του. Γυρνώντας του πλάτη κάνω μεταβολή και αφήνω τις πράξεις μου να μιλήσουν δυνατότερα από τις λέξεις μου.
Πίσω μου ο Ζίρο μουγγρίζει δυσανασχετώντας.
Τον αγνοώ δεικτικά και περπατώ με πείσμα, έτοιμη να έρθω αντιμέτωπη με την προσωπική μου νέμεση.
Την Αυγουστίνα Μπένετ.
✖
Εξ αρχής είχα σκεφτεί ότι τα πεταχτά της μάτια της προσέδιδαν μια έκφραση μόνιμης έκπληξης, αλλά έκανα λάθος. Ως έκπληξη μπορεί να περιγραφεί μόνο η έκφραση που έχει πάρει τώρα, συνειδητοποιώντας ότι επιθυμώ να της μιλήσω. Οικιοθελώς. Πίσω από τους παχουλούς, μυωπικούς φακούς των γυαλιών της, που δεν έχουν καθαριστεί προσφάτως, τα μάτια της Αυγουστίνας Μπένετ έχουν γουρλώσει τόσο πολύ που κινδυνεύουν να βγουν από τις κόγχες τους και το στόμα της που πάντοτε έχει έτοιμη μια προσβολή ή ανυπόστατη κατηγορία, έχει γίνει ένα ολοστρόγγυλο Ο.
«Να είστε ευγενικοί ο ένας με τον άλλο», αρχίζω να της παραθέτω μερικά λόγια που πηγάζουν κατευθείαν από την Καινή Διαθήκη. «Καλοπροαίρετοι και συγχωρητικοί, όπως ο Θεός μέσα από το Χριστό συγχώρεσε εσάς». Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Μπένετ φαίνεται να πιστεύει ότι είμαι σατανική, ευελπιστώ όμως ότι αυτή μου η χειρονομία θα με εξιλεώσει στα μάτια της και θα την κάνει να δει ότι είμαι τόσο θεοσεβούμενη όσο κι εκείνη. «Είναι ένα μικρό απόσπασμα από την Επιστολή προς τους Εφεσίους», εξηγώ.
Στη συνέχεια σηκώνω το χέρι μου και το τείνω αργά, προσεκτικά προς τη μεριά της νιώθοντας δισταγμό, φόβο και ελπίδα ταυτόχρονα. Είναι μια κίνηση συμφιλίωσης, αλλά δεν παύει να είναι μια κίνηση συμφιλίωσης με την Αυγουστίνα Μπένετ. Θα μπορούσε να μου γυρίσει μπούμερανγκ ανά πάσα στιγμή.
Επειδή, αν και εξωτερικά η Αυγουστίνα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κοκαλιάρικο πλάσμα με μακριά, αχτένιστα και ανάκατα μαλλιά και ρούχα υπερβολικά μεγάλα για να σταθούν επάνω στο σώμα της –σήμερα φοράει ένα ακόμη δανεικό πουκάμισο, ένα υπερμεγέθες καφετί πουλόβερ και μια λευκή, κλαρωτή φούστα που της φτάνει μέχρι τους αστραγάλους, της οποίας οι άκρες έχουν ήδη βρωμίσει-, η αίσθηση που αποπνέει δεν είναι αυτή του αδύναμου κοκαλιάρικου πλάσματος. Όταν στέκεσαι απέναντί της είναι σαν να βρίσκεσαι ξαφνικά αντιμέτωπη με έναν πάνθηρα ή μια λέαινα, απρόβλεπτη και αρπακτική. Και διόλου λογική.
Δεν πτοούμαι και κρατώ το χέρι μου τεντωμένο προς εκείνη.
Παραξενεμένη υποχωρεί, κάνοντας λίγα βήματα προς τα πίσω και όταν πια σταματά, με κοιτάζει βλεφαρίζοντας γοργά, θαρρείς για να διώξει την σύγχυση. «Τ-τι κάνεις εκεί;», απαιτεί να μάθει.
«Σου προσφέρω το χέρι μου ως επιθυμία εκεχειρίας», ψελλίζω καταφέρνοντας να χαράξω ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. «Είναι, ξέρεις, σαν να ανεμίζω μια λευκή σημαία ή να σου δίνω έναν κλάδο ελαίας. Σκέφτηκα ότι εμείς οι δύο δεν ξεκινήσαμε και πολύ καλά...»
Στη μνήμη μου αστράφτουν όλες οι στιγμές που έχουμε μοιραστεί, -το χαστούκι που μου έριξε την πρώτη μου ημέρα στο Ίδρυμα, ο φαγητοπόλεμος στην τραπεζαρία, το πώς έκανε το δωμάτιο μου φύλλο και φτερό, όσο εγώ βρισκόμουν έγκλειστη στο αναρρωτήριο, πασχίζοντας να θεραπεύσω τις πληγές μου- και προσπαθώ να θάψω κάθε αρνητικό συναίσθημα μέσα μου.
Θα τα καταφέρω! Θα συμφιλιωθώ μαζί της! Και ύστερα, μια μια θα νικήσω όλες τις άλλες μάχες μου!
«Ωστόσο», προσθέτω. «Ίσως έχει έρθει η ώρα να τα βρούμε, δε νομίζεις;»
Μάλλον δε το νομίζει, αφού ακόμη κοιτάζει το προτεταμένο χέρι μου περιφρονητικά, λες κι έχει λέπρα.
«Στο Ευαγγέλιο του Λουκά υπάρχει η εξής ρήση: Ευλόγησε όσους σε καταριούνται, προσευχήσου για όσους σε κακομεταχειρίζονται. Σίγουρα θα το έχεις διαβάσει, σίγουρα θα αντιλαμβάνεσαι πως η μεγαλοψυχία είναι αδερφή της ψυχικής σωτηρίας», λέω.
«Και κουμπάρα της μαλακίας!», φωνάζει εκνευρισμένος ο Ζίρο από απόσταση. «Σταμάτα ότι κάνεις. Η ανακωχή είναι η τελευταία κραυγή των αδύναμων και των αρρώστων! Εάν φανταστεί ότι βρίσκεσαι σε μειονεκτική θέση κι αυτή σε θέση ισχύος... θα δεινοπαθήσεις».
Τον αφήνω στο περιθώριο και επικεντρώνομαι στο καστανό κορίτσι που έχω εμπρός μου.
Η Αυγουστίνα Μπένετ, η αρχηγός της ναζιστικής νεολαίας των Μετανοημένων, η οποία έχει αυτοελεγχθεί εκπρόσωπος του Θεού στο Ντέιβις Πλέις, έχει πλέον μετουσιωθεί σε Ζυγό της Δικαιοσύνης και με ζυγίζει, με μετράει με το βλέμμα της, θέλοντας να δει εάν αξίζω αυτό για το οποίο αιτούμαι.
Μπορώ να δω ότι είναι κι εκείνη διστακτική, αβέβαιη και καχύποπτη σαν να ανησυχεί μήπως ο κλάδος ελαίας που της προσφέρω είναι στην πραγματικότητα κάποιος απαγορευμένος καρπός κι εγώ ο όφις του κήπου της Εδέμ.
Αναμένω την αντίδρασή της με αγωνία.
Άραγε θα πάρει το χέρι μου στο δικό της, θα πραγματοποιήσουμε την πολυπόθητη χειραψία;
Για να δούμε, θα υποκύψει στις χριστιανικές της αρχές ή θα προσκολληθεί στην τρέλα της;
Επιτέλους την βλέπω να κινείται, να μετατοπίζεται γέρνοντας προς το μέρος μου και να... να... «Ίου!», τσιρίζω αηδιασμένη κι αρχίζω να τινάζω το χέρι μου πέρα δώθε μπας και καταφέρω έτσι να κάνω τα σάλια να φύγουν.
Ναι, η τρελό-Μπένετ, μένοντας πιστή στον ρόλο της ψυχωτικής μέγαιρας δεν μου έδωσε το χέρι της, αλλά έσκυψε πάνω απ' το δικό μου, άνοιξε το στόμα της κι άφησε μια γενναιόδωρα μεγάλη ροχάλα να δραπετεύσει.
«Αυτό που ξέρω εγώ», μου λέει μ' έναν κακιασμένο συριγμό. «Είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να συνδιαλέγεσαι με το κακό και ποτέ μα ποτέ», εξακολουθεί με στόμφο. «Δεν συμφιλιώνεσαι μαζί του! ΠΟΤΈ!»
✖
Ανυπολόγιστα απογοητευμένη, την βλέπω να μου γυρίζει την πλάτη και να ξεμακραίνει σαν ηρωίδα κάποιου φρικτού καλλιτεχνικού δρώμενου. Τρέπεται σε φυγή, βιαστικά κατευθυνόμενη προς την τούβλινη εκκλησία που ορθώνεται στο τέρμα του προαυλίου. Προφανώς η επαφή μαζί μου την κάνει να νιώθει την ανάγκη να βρεθεί πιο κοντά στον Ουράνιο Πατέρα. Προφανώς η ίδια επαφή την κάνει να ξεχνά σκόπιμα όλα όσα μας έχει διδάξει ο Ουράνιος Πατέρας για τη μεταμέλεια και τη συγχώρεση.
Ξεφυσάω, δίνοντας την εσωτερική μου μάχη, ώστε να αποβάλλω αυτό το δεν-θέλω-καθόλου-να-το-πάρω-προσωπικά-αλλά-το-παίρνω συναίσθημα.
Γιατί είναι πάντοτε τόσο φρικτή μαζί μου; Τι στο καλό της έχω κάνει;
«Ξέρω ότι κανονικά δεν πρέπει να πω στο είπα!», ακούγεται η φωνή του Ζίρο, ο οποίος βρίσκεται κιόλας στο πλευρό μου. «Ξέρω ότι εάν αρχίσω να κομπάζω και να ξιπάζομαι υπό αυτές τις συνθήκες, κατά τις οποίες έχουν γκρεμιστεί όλες οι ελπίδες που είχες εναποθέσει στον κοινωνικό σου περίγυρο, θα είμαι ένα αναίσθητο καθίκι...», συνεχίζει ευδιάθετα. «Αλλά στο είπα, δεσποινίς Κακομοίρογλου. Στο είπα και με έγραψες επανειλημμένως. Τώρα λούσου τα».
«Πώς μπορείς να είσαι πάντοτε τόσο βέβαιος για την αποτυχία μου;», ρωτώ ενοχλημένη. «Κοντεύω να το πάρω ως προσβολή...»
«Έλα τώρα», αντιγυρίζει τον ίδιο τριαλαλούμ τριαλαλί τόνο. «Μέχρι και η Χέλεν Κέλερ θα έβλεπε ότι η Επιχείρηση: Ας-γίνουμε-κολλητάρια-με-τη-Βίδα ήταν καταδικασμένη εξ αρχής».
«Βίδα είναι η τρελό-Μπένετ;»
«Ναι», λέει κρατώντας το κεφάλι του ευθεία μπροστά και τα μάτια του καρφωμένα μονίμως επάνω της. Παρά τον ανέμελο τόνο του, όσο τη βλέπει διατηρεί ένα ύφος σαν να της παίρνει μέτρα για την κάσα. Αλλόκοτος συνδυασμός. «Έτσι αποκαλώ εγώ την φίλτατη Αυγουστίνα. Ξέρεις, επειδή της έχει λασκάρει η βίδα, επειδή της έχουν λασκάρει όλες οι βίδες...»
«Όντως», μουρμουρίζω κουρασμένα. «Ένα ολικό service το χρειάζεται».
«Όχι», διαφωνεί. «Άλλο είναι αυτό που χρειάζεται και θα το πάρει, μόλις ξεμπερδέψουμε με τον Σέιγουορθ και ΣΙΑ. Την κατάλληλη στιγμή θα την περιποιηθούμε και τη Βίδα», προσθέτει με την ανατριχιαστική χαρά του δολοφόνου σε όλο της το μεγαλείο. «Γιατί -spoiler alert- θα το κάνουμε».
Το ρήμα «περιποιούμαι» αυτό καθεαυτό δεν έχει τίποτε το ανησυχητικό νοηματικά. Ωστόσο, όταν εμφανίζεται σε προτάσεις ειπωμένες από τον Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, ξέρεις ότι δεν μπορεί να έχει την ίδια σημασία. Ξέρεις ότι όταν προσφέρεται να «περιποιηθεί» την Αυγουστίνα, θα το κάνει σε στιλ Τόνι Σοπράνο, όχι Μητέρας Τερέζας.
«Ζίρο!», αγανακτώ. «Ξεκόλλα πια! Δεν πρόκειται να την σκοτώσουμε».
«Έχεις δίκιο», αποκρίνεται και κινείται δύο φορές στις μύτες των μαύρων αρβύλων του. «Δεν θα την σκοτώσουμε. Θα την βασανίσουμε αργά αργά μέχρι να πεθάνει».
Απ' το λαιμό μου δραπετεύει ένας παράξενος ήχος, κάτι ανάμεσα σε βογκητό πόνου, δραματικό αναστεναγμό και γρύλισμα. «Δεν το πιάνεις με τίποτα», καταλήγω. «Έτσι;»
«Αντιθέτως», απαντά με το κέφι του να εξανεμίζεται σιγά σιγά. «Καταλαβαίνω πολύ καλά τι τρέχει εδώ πέρα». Αποστρέφει το βλέμμα του από την σαλταρισμένη κοπέλα και την διαδρομή της προς την εκκλησία και γυρίζει προς το μέρος μου. Οι ώμοι και το κεφάλι του εισέρχονται στο οπτικό μου πεδίο και το κατακλύζουν κρύβοντας τον ήλιο. Ρίχνει μια βαριά, γκριζωπή σκιά επάνω μου. «Δειλιάζεις», με κατηγορεί. «Νομίζεις ότι έχεις κάνει απίστευτα άλματα προόδου, ότι έχεις αφήσει τον παλιό, άτολμο εαυτό σου πίσω και έχεις γίνει κάποια άλλη. Μια καλύτερη, σοφότερη, ανθεκτικότερη εκδοχή σου. Αλλά κάνεις λάθος, είσαι ακριβώς η ίδια αβέβαιη, αδιαφώτιστη ύπαρξη που ήσουν πάντα. Αναποφάσιστη και για αυτό αδρανής. Ισχυρίζεσαι ότι θέλεις να τελειώσει ο ακήρυχτος αυτός πόλεμος, ότι προτιμάς την κατάπαυση των πυρών, αλλά το λες απλά επειδή φοβάσαι να τραβήξεις η ίδια την σκανδάλη».
«Πώς περιμένεις να μη-», κάνω να πω, αλλά με κόβει.
«Μη φοβάσαι. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα στη ζωή στα οποία οι νορμάλ άνθρωποι δεν θα έπρεπε να εκτίθενται», μου ανακοινώνει.
«Όπως;», ρωτάω αυτόματα, δίχως να ξέρω γιατί το κάνω ή τι περιμένω ν' ακούσω.
«Όπως για παράδειγμα το βιντεάκι του two girls one cup, τα πυρηνικά απόβλητα ή ο Τζάστιν Μπίμπερ. Η Αυγουστίνα Βίδα Τρελό-Μπένετ είναι ένα από δαύτα», απορρέει τελικά το συμπέρασμα. «Και το να την αφανίσεις από τον κόσμο τούτο θα αποτελεί αναντίρρητα κοινωνική υπηρεσία, όχι έγκλημα».
✖
Ένας άγγελος Κυρίου μ' ένα χρυσοποίκιλτο φωτοστέφανο στην κορυφή του κεφαλιού του, ένα ζευγάρι ασημόλευκα φτερά να απλώνονται επάνω απ' τους ώμους του και δυο χέρια ενωμένα σε στάση προσευχής, μου ανταποδίδει στωικά το βλέμμα.
Ο χώρος εδώ είναι σιωπηλός, σκοτεινός και σκονισμένος. Το μοναδικό φως της εκκλησίας πηγάζει από τα αναμμένα κεριά στα σιδερένια μανουάλια και από το αγγελικό βιτρό του τεράστιου παράθυρου ευθεία μπροστά μου. Το περίτεχνο υαλογράφημα μεταμορφώνει την αδύναμη λάμψη του παγωμένου μεσημεριού σε μικροσκοπικά, πολύχρωμα πετράδια που απλώνονται παντού στο πάτωμα.
Είναι όμορφο.
Η εκκλησία είναι υποχρεωτική μονάχα τις Κυριακές κι έτσι σήμερα που είναι καθημερινή κανείς δεν αισθάνεται ότι πρέπει να έρθει εδώ και να προσποιηθεί τον άγιο για να μη τιμωρηθεί.
Οι αληθινοί πιστοί, παρατηρώ, εκείνοι οι τρόφιμοι που επισκέπτονται την εκκλησία, επειδή το θέλουν και το νιώθουν είναι ελάχιστοι. Ρίχνω μια διακριτική ματιά γύρω γύρω. Είμαστε οκτώ άτομα όλα κι όλα. Οκτώ άτομα απέναντι στην συντριπτική πλειοψηφία των ενενήντα έξι κρατουμένων του Ντέιβις Πλέις. Οκτώ, λιγότεροι από όσους μπορώ να μετρήσω στα δάχτυλα των χεριών μου.
Και μια εκ των οκτώ είναι η Μπένετ.
Καθισμένη σε ένα από τα μπροστινά στασίδια προσεύχεται μουρμουριστά μαζί με άλλα δύο κορίτσια που εάν κρίνω από τον κώδικά ένδυσής τους, τότε ανήκουν ολοφάνερα στο κλαμπ των Μετανοημένων. Έχουν μακριά, άκοπα μαλλιά που γυαλίζουν λιγδιασμένα, ενώ φορούν παλιά, φαρδιά πουλόβερ και παλιομοδίτικες, μάξι φούστες.
Τι να ζητούν άραγε από το Θεό; αναρωτιέμαι. Να τις διαφωτίσει; Να τις καθοδηγήσει; Ή να στείλει φωτιά για να με κάψει; Εάν λάβει κανείς υπόψη το πόσο αλλοπρόσαλλη και αντιφατική είναι η φύση της Μπένετ, θα καταλάβει ότι όλα τα προαναφερθέντα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Ωστόσο, αυτό δεν δικαιολογεί τον λόγο που με αποστρέφεται, όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Προς τι όλη αυτή η εμπάθεια που τρέφει για εμένα; Ψοφάω να μάθω!
Από την άλλη, ο ήδη ψόφιος Βάλχοφ δεν νοιάζεται πια. Όσο ήταν εν ζωή, είχε και εκείνος καθημερινές αθέμιτες συγκρούσεις και άνευ λόγου διενέξεις με τους Μετανοημένους. Μα τώρα πια δεν ψάχνει να δει τι φταίει, τι τον έφερε στο στόχαστρο. Τώρα αντιμετωπίζει τους Μετανοημένους με το εξής σκεπτικό: Εάν κάποιος σε μισεί δίχως λόγο, δώσε στον γαμιόλη έναν λόγο.
Προσπαθεί να ενσταλάξει αυτόν τον τρόπο σκέψης και σε εμένα.
Αλλά τα βρίσκει σκούρα.
Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι ο Ζεέρνεμποχ, στο μικρό διάστημα που με ξέρει, έχει αποφασίσει ότι είμαι μια εκδοχή μου που δεν υπάρχει. Μια Αντριάννα αδυσώπητη, στυγερή δολοφόνος, ψυχρή εκτελέστρια.
Δίχως όρια, δίχως αναστολές, δίχως συναισθήματα.
Ικανή για κάθε δεινή και τρομερή πράξη.
Κάνει λάθος.
Δεν είμαι αυτή.
Η Αντριάννα του Πριν, που ήταν η επιτομή του φοβισμένου κοριτσιού έχει παρέλθει, η Αντριάννα του Μετά είναι εδώ, κι όμως παρότι γενναιότερη δεν είναι ο ορισμός της αδίστακτης.
Επειδή, καλώς ή κακώς, μονάχα κάποια αληθινά αδίστακτη θα μπορούσε να διαπράξει ένα έργο σαν αυτό στο οποίο ο Ζίρο με προτρέπει. Τον φόνο ενός συνανθρώπου.
Τον θυμάμαι ξεκάθαρα να με ρωτά παγερά από το διπλανό θρανίο: Γνωρίζεις τι σημαίνει ανθρωπιά, Αντριάννα; Προφανώς όχι. Ως ανθρωπιά ορίζεται η αλληλεγγύης και η συμπόνια προς τον συνάνθρωπο. Ο Γκρίφιν και οι όμοιοι του δεν την κατέχουν. Ουχ ήττον, κατέχουν άριστα έννοιες όπως μένος, κακία, οργή, ψέμα, αλληλοσπαραγμός, μαρτύριο, κτηνωδία. Μόνο κάποιος απύθμενα κυνικός θα χαρακτήριζε αυτά τα πλάσματα ανθρώπους.
Και πράγματι, οι Αθληταράδες δεν συμπεριφέρονται ανθρώπινα, αλλά κτηνωδώς.
Μα ποια είμαι εγώ για να κρίνω τους άλλους, να τους καταδικάσω ή να τους δώσω άφεση αμαρτιών;
Τι θα λέει για εμένα το να τους πληρώσω με το ίδιο νόμισμα;
Τι άλλο μπορεί να με καταστήσει το να φερθώ κτηνωδώς στα κτήνη, αν όχι όμοια τους;
Δίνω μάχη για να αποβάλλω όλη αυτή την αρνητικότητα από το μυαλό μου και στο τέλος τα καταφέρνω. Την απορρίπτω.
Ανακάθομαι στο ξύλινο στασίδι μου, σκύβω ευλαβικά το κεφάλι και με κλειστά βλέφαρα αρχίζω να προσεύχομαι, να παρακαλώ με όλη μου τη δύναμη να μου δώσει ο Θεός υπομονή, αγάπη, σθένος.
Να με προφυλάξει απ' όλους τους πειρασμούς και τις λανθασμένες αποφάσεις και να μου επιτρέψει να εξασφαλίσω την σωτηρία της ψυχής επί της γης.
Η διαμονή μου εδώ έχει μεταμορφωθεί στην σύγχρονη εκδοχή του βιβλίου του Ιώβ, μα όσες κακουχίες κι εάν βρεθούν στο διάβα μου, θα τις αντιμετωπίσω. Θα τις υπερνικήσω.
Δεν θα αφήσω τα λόγια του Ζεέρνεμποχ να λαβώσουν το ηθικό μου. Θα συνεχίσω να πιστεύω στο καλό, το καλό που υπάρχει γύρω και μέσα μας, το καλό στους άλλους, το καλό σε κάτι μεγαλύτερο, περισσότερο από εμένα την ίδια σαν άτομο. Σε κάτι συμπαντικό.
Θα εξακολουθήσω να ελπίζω. Στο κάτω κάτω, η ίδια η ζωή είναι μια πράξη πίστης.
✖
Στο Ντέιβις Πλέις έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τον θάνατο περίπου τρεις με τέσσερεις φορές κάθε ημέρα. Εγκλήματα μίσους, εγκλήματα πάθους, καβγάδες και κόντρες, ληστείες ή βανδαλισμοί, μαχαιρώματα, πνιγμοί και αιματηρές βεντέτες καραδοκούν σε κάθε στροφή, σε κάθε γωνία. Οι περισσότεροι τρόφιμοι συμφιλιώνονται από νωρίς με την ιδέα του θανάτου, καθώς αυτή είναι βασικό κομμάτι της ενσωμάτωσης τους στο Ίδρυμα.
Βέβαια, εγώ, παρά τα όσα έχω περάσει, δεν έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου μου. Ούτε κατά διάνοια. Για αυτό άλλωστε, μου κακοφαίνεται που σήμερα επιβίωσα από όλα τα άλλα θανάσιμα ενδεχόμενα για να πεθάνω από το φαγητό της καφετέριας.
Όσο κι εάν το παλεύω, δεν μπορώ να τραβήξω την ματιά μου από τον καστανοπράσινο κύβο κρέατος που σωριάζεται απειλητικά στη μέση του πιάτου μου. Ναι, καλά διαβάσατε, καστανοπράσινος. Πρόκειται για χοιρινό σκράπλ που σημαίνει όλα τα αηδιαστικά αποκομμένα μέλη του ζώου που δεν χρησιμοποιούνται ή πωλούνται μετά τη σφαγή, αλευρωμένα και αναμεμειγμένα σε μια αξεδιάλυτη σούπα, ψημένα σε ένα ημι-στερεό μείγμα και περιχυμένα με ένα πολυκαιρισμένο, σχεδόν κρυσταλλωμένο σιρόπι σφενδάμου.
Λένε ότι τρώγοντας έρχεται η όρεξη, μα όσο περισσότερο το βλέπω τόσο η πείνα μου εξαφανίζεται.
Η καφετέρια του Ντέιβις είναι γνωστή για το μενού της, το οποίο μοιάζει σαν να το ξεσήκωσαν από κάποιον καταυλισμό Ορκ του δάσους, αλλά ακόμα και έτσι, το σημερινό φαγητό δείχνει στα αλήθεια... επικίνδυνο.
«Πες μου ότι δεν σκέφτεσαι όντως να το φας αυτό», με παρακαλεί ο Κάι από την θέση του, στην απέναντι μεριά του στρογγυλού τραπεζιού.
«Π-πρέπει», κάνω μια απόπειρα να πείσω τόσο τον εαυτό μου, όσο και τον συνομιλητή μου. «Στην Αφρική υπάρχουν παιδάκια που δεν-»
«Θα πάθουν τροφική δηλητηρίαση;», δεν με αφήνει να ολοκληρώσω, θεωρώντας το ρίσκο της κατάποσης τρομακτικά μεγάλο. «Ναι, τα τυχερούτσικα».
«Δεν είναι ότι έχω την πολυτέλεια να είμαι επιλεκτική με το φαγητό εδώ πέρα, Κάι», του θυμίζω, δίχως ν' απομακρύνω το βλέμμα καχυποψίας που έχω από το κρέας. Γιατί στην ευχή είναι τόσο πράσινο; Να φταίει το συκώτι; μαντεύω. Η Μαντλέν, η γυναίκα που με σέρβιρε δεν μου έδωσε ξεκάθαρη απάντηση...
«Μπορούσες να είσαι επιλεκτική ως έναν βαθμό», αντιλέγει. «Μπορούσες να πας με την εναλλακτική, το λαχταριστό Κάσερολς». Σηκώνει το πιάτο του με σκοπό να μου δείξει επιδεικτικά το περιεχόμενό του. Παρά τα λεγόμενα του Κάι Γκρίνγουντ, το Κάσερολς μόνο λαχταριστό δεν είναι. Μιλάμε για μια δήθεν κρεμώδη σούπα από μανιτάρια και φασόλια, σκόρδο και κρεμμύδι, τόνο και ψιλοκομμένο κοτόπουλο, μπόλικο ρυζάλευρο σε συνδυασμό με ακόμη περισσότερα σπαγγέτι, καυτερές, κόκκινες πιπεριές και κάμποσο τυρί τσένταρ. Περιέχει ακόμη και εσπεριδοειδή!
«Χωρίς παρεξήγηση», λέω ξεροκαταπίνοντας. «Αλλά θα πρέπει να επιμείνω στην σπεσιαλιτέ των Ορκ. Κάτι μου λέει ότι το μαγείρεμα του Κάσερολς είναι απλά μια δικαιολογία για να απαλλαγεί το προσωπικό από τα αποφάγια όλου του περασμένου μήνα».
«Μπορεί να τρώω αποφάγια», το δέχεται. «Αλλά αυτό που τρως εσύ», συνεχίζει δείχνοντας το πιάτο μου με το πιρούνι του. «Μοιάζει με τον Τζάμπα τον Χαντ* να πεθαίνει».
Τον Τζάμπα τον Χαντ; Η εικόνα του σιχαμερού κακού από το Star Wars εισέρχεται στο νου μου. «Ναι», αποκρίνομαι με πείσμα. «Μοιάζει, αλλά το δικό σου γεύμα περιέχει ξεραμένο μπέικον το οποίο έχει εμφανώς ξεμείνει στην κουζίνα του Ντέιβις Πλέις από την εποχή που η Σερ** είχε ακόμη περίοδο. Για αυτό μη μου πηγαίνεις κόντρα».
Κάνει να πει κάτι, αλλά εάν συνεχίσουμε τον διαγωνισμό Τίνος-Το-Πιάτο-Είναι-Πιο-Σάπιο μάλλον θα μείνουμε και οι δύο νηστικοί, οπότε τον κόβω. Πιάνω την άκρη μια ξερής μπαγκέτας και την εκτοξεύω εναντίον του. Ο Κάι την πιάνει στον αέρα γελώντας.
«Αρκετά», αποφασίζω. «Ας μη μιλήσουμε άλλο για το φαί. Ας αλλάξουμε θέμα... πώς ήταν η ημέρα σου; Εγώ αρχικά παρακολούθησα Αμερικανική Πεζογραφία με την Άρτερτον, η οποία δίδασκε σε μια τάξη ανήλικων κακούργων την Μαρτυριάρα Καρδιά, ξέρεις το γνωστό αφήγημα του Πόε. Αναρωτιέμαι πώς και επιλέγει να μας κάνει τέτοια κείμενα, κείμενα με θέμα τον θάνατο, τον αλκοολισμό και την τρέλα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι βάζει ιδέες στην τάξη;», ρωτάω ρητορικά. «Μετά ακολούθησε η δεύτερη συνεδρία μου με τον Οκένζουα, τον ψυχαναλυτή. Είναι ήπιος και συγκαταβατικός, και παρότι αυτές του οι ιδιότητες μου την έδιναν στην αρχή, νομίζω ότι αρχίζω... αρχίζω να τον συμπαθώ», ομολογώ.
«Ναι», συγκατανεύει σκαλίζοντας με το πιρούνι του το δυσδιάκριτο μείγμα μπροστά του. «Ο Αρτέμης είναι ωραίος τύπος. Για να δούμε... τι έκανα 'γω όλη μέρα; Αφού χωριστήκαμε εγώ είχα Άλγεβρα με τον Λοκ που σημαίνει ότι παλουκώθηκα στο θρανίο μου για τρεις ωρίτσες κοιτώντας το ταβάνι και κάνοντας φούσκες με τα σάλια μου, σταματώντας κάθε φορά που ρωτούσε εάν κατάλαβα τις εξισώσεις για να κουνήσω μηχανικά την κούτρα μου. Μετά είχα Παγκόσμια Ιστορία με την κυρία Μοσκαλένκο», κάνει μια σύντομη παύση σαν να θυμάται ξαφνικά κάτι συναρπαστικό που ειπώθηκε στο μάθημα. «Έι», λέει κάπως πιο ζωηρά. «Το ήξερες ότι υπάρχουν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι;»
Ε; μου 'ρχεται ένα μικρό ταράκουλο. Σοβαρά τώρα; Του πήρε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια για να ανακαλύψει ότι έχουν συντελεστεί δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι; Μα πού ζει;
Γρήγορα όμως θυμάμαι ότι το πανκ αγόρι απέναντί μου καπνίζει μαριχουάνα πιο συχνά από όσο ο διαβητικός παίρνει την ινσουλίνη του. Ο Κάι είναι πραγματικά εξαρτημένος απ' τον μπάφο και κάθε τι άλλο επιβλαβές και αυτοκαταστροφικό, με αποτέλεσμα πλέον τα εναπομείναντα εγκεφαλικά του κύτταρα να μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Κάνω πίσω, ενώνοντας την πλάτη μου με την πλάτη της καρέκλας μου και χαϊδεύοντας με το δεξί μου χέρι το πηγούνι μου, υιοθετώ ένα πιο σκεπτόμενο λουκ. «Αλήθεια;», χαχανίζω δήθεν έκπληκτη. «Δύο; Άκου να δεις!» Δεν μπαίνω στον κόπο να του πω ότι αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν όλοι, επειδή δεν θέλω να μετριάσω τον ενθουσιασμό του για αυτή τη νεοαποκτηθείσα γνώση.
«Σε ευχαριστώ που με διαφώτισες επί ενός τόσο σημαντικού θέματος, Κάι».
«Παρακαλώ», απαντάει θριαμβευτικά.
«Το μόνο δίκαιο τώρα είναι να σου ανταποδώσω το καλό, να σου προσφέρω μια γνώση σε αντάλλαγμα για τη γνώση που μου 'δωσες», προθυμοποιούμαι.
«Δέχομαι», λέει χαρούμενος που για πρώτη φορά συμμετέχει στο κλαμπ των πολυμαθών. «Τι θα μου μάθεις;» Τον βλέπω να γέρνει επάνω στο τραπέζι, ανυπομονώντας να φτάσει πιο κοντά σε εμένα και τις γνώσεις μου. Μου 'ρχεται να γελάσω ξανά, εάν εξαιρέσεις τα ατίθασα καρφάκια, τα τρύπια ρούχα και τα αμέτρητα piercing, ο Κάι δεν είναι παρά ένα μεγάλο παιδί. Αγνός και χαριτωμένα χαζοβιόλης.
«Το ρήμα είναι», ανακοινώνω με σοβαρό ύφος. «Γράφεται ως Ε-Ι-Ν-Α-Ι όχι Ί-Ν-Ε».
«Εννοείς ότι βάζουμε ει στην αρχή και αι στο τέλος;», απορεί παραξενεμένος.
«Λοιπόν, εμείς βάζουμε. Εσύ όχι. Αλλά στο εξής μπορείς να το κάνεις σωστά», ανασύρω από την κωλότσεπη μου το γράμμα που μου έδωσε πριν από λίγες ώρες μαζί με την ανθοδέσμη από ζιζάνια και τσουκνίδες και το αφήνω μπροστά του, μαζί με ένα στυλό διαρκείας. «Ορίστε», προσπαθώ να τον ενθαρρύνω. «Διόρθωσέ το».
Κάνει να υπακούσει, αλλά κάτι δεν του κολλάει. «Μα... με αι; Αποκλείεται να γράφεται έτσι», κάνει μια δοκιμή στο χαρτί. «Είναι τόσο αλλόκοτο», αποφαίνεται ύστερα από κάμποσες στιγμές βυθισμένες σε σύγχυση. «Κοίταξέ το. Δεν μπορεί να γράφεται Ε-Ι-Ν-Α-»
«Κάι», τον κόβω, ενώ δαγκώνομαι για να μη γελάσω στα μούτρα του. «Πίστεψέ με. Το είναι γράφεται με ει και αι, το λυπάμαι με υ και αι, όχι με ι και ε, το συγγνώμη με γγ και ω. Και όσο για τις θαύλες ελπίδες, δεν είναι θαύλες, αλλά φαύλες».
«Καλά...», μουρμουρίζει κατσούφικα και πιάνει να διορθώνει το πέρα ως πέρα ανορθόγραφο γράμμα του. «Τουλάχιστον σου έφερα λουλούδια», παρηγορείται.
«Ναι», συμφωνώ. «Μου έφερες κάτι πρασινάδες, αν και δεν 'κάναν ούτε για βοσκή».
«Αχάριστη», με κατηγορεί και τώρα είναι η σειρά του να κάνει το χέρι του καταπέλτη και να πετάξει την μπαγιάτικη μπαγκέτα κατά πάνω μου. Με μια κοριτσίστικη στρίγγλια την αποφεύγω σκύβοντας.
Η μπαγκέτα πέφτει και προσγειώνεται κάμποσα μέτρα πιο πέρα στο πάτωμα, και κανονικά δεν θα είχα γυρίσει καν να κοιτάξω την πορεία της, εάν δεν είχα ακούσει μια φωνή να λέει: «Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ὑμῖν ἄρτους ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ὁ λαὸς καὶ συλλέξουσι τὸ τῆς ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ὅπως πειράσω αὐτούς, εἰ πορεύσονται τῷ νόμῳ μου ἢ οὔ·***».
Ω, γαμώτο... βογκάω νοερά.
Στριφογυρίζω απρόθυμα επάνω στην καρέκλα μου, ανήσυχα θαρρείς και το πλαστικό κάθισμα έχει μετουσιωθεί ξαφνικά σε αναμμένα κάρβουνα και βλέπω την Μπέννετ να στέκεται ξοπίσω μου. Δίχως να μου ανταποδώσει την ματιά, σκύβει και πιάνει την ακρούλα της μπαγκέτας, η οποία έπεσε –συγκυριακά- στα πόδια της. «Το βλέπετε;»
Aνεμίζει ψηλά το ψωμί για να βεβαιωθεί πως τα μάτια όλων μπορούν να το εντοπίσουν. «Το βλέπετε; Δεν σέβονται τίποτα!», επαναλαμβάνει με αδιανόητη επιθετικότητα. «Οι Αντίχριστοι!» Ναι, ο Γκρίνγουντ κι εγώ είμαστε αυτοί. Προφανώς. «Οι Αντίχριστοι σατιρίζουν τις Αγίες Γραφές, διακωμωδούν τον λόγο του Θεού! Προσβάλουν τα ιερά και τα όσια! Δείτε! Δείτε! Το Μάννα εξ ουρανού γι' αυτούς δεν είναι παρά ένα ανέκδοτο!»
Ξαφνικά ο Κάι παύει να την κοιτάζει διασκεδάζοντας με την παλαβομάρα της και παίρνει ανάποδες. «Τι είπε η μουρλή;», αρπάζεται. «Μου 'βρισε την μάνα;»
«Όχι», σπεύδω να πω για να τον κρατήσω μακριά της. «Κανείς δεν πρόσβαλλε την μαμά σου. Το Μάννα εξ ουρανού είναι το φαί που έστειλε ο Θεός στους Εβραίους για να τους βοηθήσει να διασχίσουν την έρημο, όταν τους κυνηγούσε ο Φαραώ».
«Πωωω... αυτό πάει να πει θεϊκό delivery», σχολιάζει πεζά.
«Εεε, στο περίπου. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι η τρελό-Μπένετ πάει γυρεύοντας να ξεκινήσει καβγά. Για αυτό αγνόησέ την και κάνε ησυχί-».
«Με προειδοποίησε για σένα!», φτάνει μια συριστική φωνή στο αφτί μου. «Μου φανερώθηκε, μου μίλησε με την επουράνια φωνή Του και πλέον όσο κι εάν εθελοτυφλούν οι άλλοι απέναντί σου, εμένα δεν με ξεγελάς! Σε ξέρω... σε ξέρω... ξέρω ποια είσαι!»
Ω, υπέροχα! Υπέροχα! Απλά έκτακτα!
Βλέποντας ότι οι υπόλοιποι τρόφιμοι δεν εκδήλωσαν ενδιαφέρον συμμετοχής για το λιντσάρισμα αλά μεσαίωνα που ήθελε να ξεκινήσει, η Αυγουστίνα Μπένετ αποφάσισε να έρθει και να με διαπομπεύσει κατά πρόσωπο.
Τώρα στέκεται στο πλάι του τραπεζιού μας και με κατακεραυνώνει με το βλέμμα της.
«Όσο ήσουν στην εκκλησία, ο Θεός έσκασε μύτη την στιγμή που κανείς δεν κοιτούσε και σαν νέα Ρετζίνα Τζωρτζ από το Mean Girls, άρχισε να σχολιάζει πόσο κακή επιρροή είμαι για τους λοιπούς μαχαιροβγάλτες εδώ μέσα; Ναι, βγάζει νόημα», απαντώ χαμηλόφωνα και υιοθετώντας μια όσο το δυνατόν υποχωρητική στάση, διακόπτω την οπτική μας επαφή, σκύβω και προσηλώνομαι στο πιάτο μου.
Χμμμ, το γλιτσιασμένο χοιρινό παρουσιάζει ξαφνικά ένα ιδιαιτέρως δελεαστικό θέαμα, ιδίως επειδή το συγκρίνω νοερά με την απέχθεια που καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της Μπένετ.
Δεν ξέρω τι κάνω λάθος, αλλά είναι πασιφανές πως δεν με συμπαθεί καθόλου.
Μα καθόλου!
«Από τα δώδεκα μου μέχρι τώρα έχω φουμάρει όλων των ειδών τα περίεργα χαρμάνια», αναλογίζεται ο Κάι μεγαλόφωνα. «Και έχω καταπιεί εκατοντάδες τριπάκια σαν να 'ταν καραμέλες. Παρά το ζήλο μου, όμως, πρέπει να 'χω μείνει πίσω, γιατί δεν την έχω ακούσει ποτέ τόσο άγρια, ώστε να βλέπω το Χριστό Φαντάρο ή το Θεό Ταχυδρόμο και τα συναφιά. Σε εκλιπαρίζω, τρελό-Μπένετ, πες μας τι πίνεις και δε μας δίνεις...»
Εντάξει, όσο και εάν με έχει συνεπάρει η φρικαλέα εμφάνιση του χοιρινού δεν αντέχω να το κοιτάζω άλλο. Το κεφάλι μου τινάζεται ψηλά και περιμένω εναγωνίως να δω πώς θα εξελιχτεί ο διάλογος του διδύμου της συμφοράς.
Αργά αργά, τα μάτια της Μπένετ με αφήνουν, καθώς στρέφεται προς τον φίλο μου. «Τι», λέει σιγαλόφωνα. «Λες», συμπληρώνει λίγο πιο δυνατά, «Ηλίθιε!;!», μπήγει ξαφνικά τις φωνές και από τη μια στιγμή στην άλλη έχει γίνει έξω φρενών.
Όλοι μας κοιτάζουν.
Φοβάμαι ότι εάν δεν κάνω κάτι αμέσως, ο Κάι θα νιώσει την παρανοϊκή οργή της που τόλμησε να αμφισβητήσει την άψογη επικοινωνία της με τον Θεό, και έχοντας βρεθεί και η ίδια σε αυτή τη θέση ξέρω πόσο άσχημο είναι κάτι τέτοιο.
«Αυγουστίνα!», λέω με στριγκή φωνή και σαν κεραυνοβολημένη πετάγομαι από το κάθισμά μου. «Εεε... ο... ο Κάι δεν εννοούσε... ότι εσύ και ο Θεός δεν είστε κολλητάρια... Ό-όλοι το ξέρουν ότι τα πηγαίνετε περίφημα... Σίγουρα τσατάρετε με επί ώρες ωρών, παίζεται Tichu και ανταλλάσετε πουλόβερ σε εβδομαδιαία βάση... Τ-το μόνο που ήθελε να εκφράσει ο Γκρίνγουντ ήταν το σύνδρομο στέρησής του... Σε παρακαλώ, ηρέμισε...»
«Ναι, μωρέ...», συμφωνεί ο Κάι και σαν να μη συνειδητοποιεί ότι η ζουρλή τον έχει ακόμη στο στόχαστρο, πέφτει πίσω στην καρέκλα του και σταυρώνει τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι του σαν να λιάζεται σε κάποια εξωτική πλαζ. «Αυτό που λέει η Βάλενταϊν παίχτηκε. Και όσο για τη μάνα που φάγανε η Εβραίοι-», στο σημείο αυτό ο Κάι κάνει μια παύση και το αργόστροφο ύφος του αναδύεται στην επιφάνεια. Εύχομαι να μη ρωτήσει δυνατά εάν οι Εβραίοι ήταν κανίβαλοι. «Κρίμα για τα παιδάκια της που ορφανέψανε και τα συναφιά, αλλά μέχρι εκείς. Ποιοι είμαστε η Βάλενταϊν και 'γω για να κριτικάρουμε το θεϊκό delivery;»
«Κάι», του ψιθυρίζω με λύσσα. «Το Μάννα εξ ουρανού ήταν ψωμί!»
«Ααα...», κάνει συρτά. «Τώρα το 'πιασα. Ψωμί μασαμπουκώσανε», ακολουθεί ένα γελάκι ανακούφισης, σύντομο σαν καλοκαιρινή μπόρα. «Πάλι καλά, γιατί για λίγο κόντεψα να πιστέψω ότι οι Εβραίοι ήταν ανθρωποφάγ-». Το βλέμμα που του ρίχνει η Μπένετ είναι αρκετό για να βάλει φρένο στις ασυναρτησίες του. «Τέλος πάντων», καθαρίζει το λαιμό του συνετισμένος και επιλογικά λέει: «Σ'χώρα μας, τρελό-Μπένετ, μιλάγαμε απλά για να περάσει η ώρα και κάπως έτσι μου 'πεσε το καρβέλι απ' το χέρι και κατρακύλησε στις ποδάρες σου. Ατυχήματα συμβαίνουν, έτσι δε λένε; Να συμπληρώσω επίσης ότι το καρβελάκι ξεγελάει, και ότι παρόλο που είναι πανάρχαιο, μάλλον δεν είναι το ψωμί που 'ριξε ο Θεός στους Εβραίους όταν έτρεχαν να γλιτώσουν από τον Τουταγχαμών... μάλλον».
«Ο Ραμσής ο Β' τους καταδίωξε», μου βγαίνει αυτομάτως η διόρθωση.
«Εεε...», αντιγυρίζει χωρίς πολύ σκέψη. «Φαραώ ο ένας Φαραώ ο άλλος... κοντοξάδελφοι θα ήταν».
Αφού σφίγγομαι και ξεσφίγγομαι τρίζοντας τα δόντια μου, φουρκισμένη με το πόσο αψήφιστα παίρνει τα πάντα, συνειδητοποιώ ότι δεν μπορώ να τον κάνω καλά με τίποτα.
Γυρίζω προς την άλλη προβληματική παρουσία στο τραπέζι και ετοιμάζομαι να εκφέρω κάτι που να μοιάζει με: «Συγγνώμη για την αφέλεια του συνοδού μου και συγγνώμη που ζω, δεν ήταν δική μου επιλογή να γεννηθώ. Το ορκίζομαι!», όταν η Μπένετ μου κλέβει το λόγο: «Ότι και να πεις», μου γρυλίζει με μένος που βράζει, με κακία που κοχλάζει σαν χύτρα. «Αργά η γρήγορα η αμαρτωλή ψυχή σου θα καεί!»
✖
*Ο Τζάμπα Χαντ είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας με ανταγωνιστικό ρόλο στην σειρά ταινιών Star Wars, δημιουργός της οποίας είναι ο Τζωρτζ Λούκας. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας απεικονίζεται σαν γιγάντιος, βδελυρός εξωγήινος με μορφή πρασινωπού σαλιγκαριού-βατράχου.
**H Σερ είναι γνωστή Αμερικανή τραγουδίστρια της Pop, η οποία αν και 71 χρονών δείχνει φρεσκαδούρα λόγω των πάμπολων πλαστικών που έχει κάνει ανά τα χρόνια.
***Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· "ιδού εγώ θα βρέξω δια σας άρτους από τον ουρανόν. Και ο ισραηλιτικός λαός θα εξέλθη και θα συλλέγουν όλοι κάθε ημέραν όσον τους είναι αρκετόν δια την ημέραν. Η εντολή μου αυτή είναι και δοκιμασία δι' αυτούς, δια να ίδω, εάν θα συμμορφωθούν με αυτή.
✖
ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΜΕ! Αγαπητοί φίλοι ψυχοπαθείς, σας έχω ετοιμάσει ένα κεφάλαιο 11.000 λέξεων, αλλά επειδή είναι εξωφρενικά μεγάλο αποφάσισα να το σπάσω στα δύο. Το κεφάλαιο 7 μέρος 5 και το κεφάλαιο 7 μέρος 6 είναι αυτό... :P
Εάν τα καταφέρω θα σας ανεβάσω και το 2ο απόψε.
Αυτά...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top