Κεφάλαιο 13: Υπενθύμιση: Να μην σκοτώσω κανέναν στο σχολείο σήμερα (μέρος 2)
✖
Όταν ο Κάι με διαβεβαίωσε ότι κατά την διαμονή μου στο αναρρωτήριο δεν έχασα τίποτε το σημαντικό, προφανώς δεν μπορούσε να ξέρει πόσο λάθος έκανε από την εκπαιδευτική σκοπιά. Η ύλη που έχουν καλύψει η δεσποινίς Άρτερτον και η τάξη της από χαμίνια του δρόμου είναι εντυπωσιακή.
Εντυπωσιακά τρομακτική. Μέσα σε τρία μόλις μαθήματα έχουν μελετήσει τον Μαύρο Γάτο, την Βερενίκη, την Πτώση του Οίκου των Άσερ, την Μορέλα, το Χειρόγραφο σε μπουκάλι και μερικά άλλα έργα του Πόε, γεγονός που σημαίνει ότι στον ελεύθερό μου χρόνο θα πρέπει να αφοσιωθώ αποκλειστικά και μόνο στην σχολαστική μελέτη τους, εάν θέλω να συμβαδίσω με τους ρυθμούς του μαθήματος.
Και το θέλω. Θέλω απελπιστικά πολύ να κρατήσω τις σχολικές μου επιδόσεις ψηλά. Όχι τόσο για να εξασφαλίσω ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον για τον εαυτό μου. Είμαι πεπεισμένη πως το Μπράουν, το Χάρβαρντ, το Στάνφορντ ή το Γέιλ δεν θα δέχονταν ποτέ μια κρατούμενη του Ντέιβις Πλέις να φοιτήσει στους κόλπους τους.
Ο λόγος είναι διαφορετικός.
Εξ αρχής αδυνατούσα να εγκλιματιστώ στο αφιλόξενο περιβάλλον του Ιδρύματος. Μια ματιά επαρκούσε για να δει κανείς ότι ξεχώριζα από το κοπάδι, όπως η μύγα από το γάλα. Με μαλλιά που χύνονταν σε κοινότυπα, ομοιόμορφα σοκολατένια κύματα και ρούχα επωνύμων σχεδιαστών σε όλες τις χαρούμενες αποχρώσεις της γρανίτας, παρουσίαζα μια απόκληση από τον μέσο τρόφιμο του Ιδρύματος. Ο μέσος τρόφιμος του Ντέιβις Πλέις είχε για κόμμωση ατίθασα καρφάκια, περίτεχνα ξυρισμένα σχέδια, ξεμαλλιασμένα, πολύχρωμα εξτένσιονς ή ψείρες, για ένδυση σκούρα ανθρακί, μαύρα και μπορντό του αίματος χιλιοφορεμένα ρούχα και για τιμή και καμάρι του το μαχαίρωμα του αντιπάλου ντίλερ ή την ληστεία του περιπτέρου της γειτονιάς του.
Την βλέπετε την απόκλιση; Αν όχι ακόμα, τότε ας μιλήσουμε για φυσιογνωμίες... Το να συγκρίνεις εμένα με οποιονδήποτε άλλο εδώ μέσα, θα ήταν σαν να συγκρίνεις την καστανή εκδοχή της Bibi Bo με τον έφηβο Chucky, την κούκλα του Σατανά.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι από την πρώτη στιγμή που διάβηκα την πύλη του Ιδρύματος ήμουν... διαφορετική. Μια καλοαναθρεμμένη, λεπτεπίλεπτη πριγκίπισσα που εξορίστηκε από το παραμυθένιο παλάτι της σε ένα σκοτεινό δάσος γεμάτο αρπακτικά θηρία.
Η διάκριση αυτή με έφερε σε δύσκολη θέση ευθής εξαρχής και γρήγορα κατάλαβα πως είτε θα έπρεπε να εξημερωθούν τα θηρία, είτε να εξαγριωθώ εγώ. Ως τώρα, βέβαια, καμία από τις δυο πλευρές δεν έχει σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο επί του θέματος. Τέλος πάντων...
Η τωρινή διάκριση απέναντί μου έχει να κάνει με κάτι άλλο.
«Αυτό είναι το κορίτσι που κακοποίησαν οι Αθληταράδες;», άκουσα μια τρόφιμο να ψιθυρίζει πίσω απ' την πλάτη μου, όπως εισερχόμουν στην αίθουσα Α.
«Ναι», συμφώνησε με δέος μια δεύτερη φωνή. «Η Βάλενταϊν. Κακόμοιρο πλάσμα, την ξεσκίσανε κανονικά, ξέρετε. Και οι τέσσερεις τους...»
«Τέσσερεις;», απόρησε ένας τρίτος τρόφιμος. «Ποιοι τέσσερεις, καλέ; Εγώ άκουσα ότι ήταν τουλάχιστον εννιά και ότι ένας από όλους την άφησε έγκυο με δίδυμα που...»
Μέχρι να καθίσω στο θρανίο μου, το οποίο βρισκόταν, δυστυχώς, στο κέντρο της αίθουσας, είχα αντιληφθεί ότι όλα τα μάτια είχαν στυλωθεί επάνω μου. Τα κουτσομπολιά, τα γέλια και οι φλυαρίες εις βάρος μου έδιναν και έπαιρναν και συνειδητοποίησα, προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια, ότι συνέχιζα να αποτελώ αστείρευτη πηγή ξεκατινιάσματος.
Για αυτό είναι τόσο σημαντικό το να προοδεύσω στα μαθήματα του Ντέιβις Πλέις.
Αυτή την στιγμή ολόκληρος ο περίγυρος με ξέρει ως το Θύμα των Αθληταράδων, μα εάν βάλω τα δυνατά μου, εάν προσπαθήσω πολύ πολύ πολύ τότε ίσως μια μέρα, στο εγγύς μέλλον, καταφέρω να μείνω στην συνείδησή τους ως η επιμελής κοπέλα που πάντοτε αριστεύει και που ορισμένες φορές βοηθά και εκείνους να αριστεύσουν. Πότε αφήνοντάς τους να αντιγράψουν τις ασκήσεις της και πότε επιτρέποντάς τους να κρυφοκοιτάζουν στα διαγωνίσματα.
Ίσως, έτσι, μπορέσω να τους κάνω φίλους μου. Ακούγεται υπερβολικά αισιόδοξο, ε;
Δεν ξέρω...
Ίσως.
Ίσως, έτσι, κατορθώσω κάποτε να ξεχωρίζω σαν φωτεινό παράδειγμα, κι όχι ως η δακτυλοδεικτούμενη, απρόθυμη παλλακίδα του Γκρίφιν.
Προκειμένου να το επιτύχω αυτό, πρέπει να μεταμορφωθώ σε ένα άριστα με σάρκα και οστά. Και ένα άριστα με σάρκα και οστά δεν νοιάζεται για την ακατάπαυστη λογοδιάρροια ή την κακοπροαίρετη φλυαρία εναντίον του. Συνεπώς, γυρίζω μπροστά μου και αγνοώ σκόπιμα κάθε ψίθυρο, κάθε χάχανο, κάθε ματιά...
«Το σημερινό αφήγημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1843», ανακοινώνει με στεγνή, λαρυγγική φωνή η δεσποινίς Άρτερτον στην τάξη. «Στο περιοδικό The Pioneer του Τζέιμς Ράσελ Λόουελ».
Ενώ διδάσκει, η λιπόσαρκη καθηγήτρια πηγαινοέρχεται αργόσχολα μέσα στην μικρή λυόμενη αίθουσα, κόβοντας βόλτες ανάμεσα στο θρανία. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να την παρακολουθήσω προσεκτικά και σύντομα συνειδητοποιώ τα εξής: α) Η Άρτερτον αποφεύγει επιμελώς να πλησιάσει το δικό μου κάθισμα ή να σταθεί γύρω του. Και β) αρνείται πεισματικά να εναποθέσει την ματιά της επάνω μου.
Δείχνει θαρρείς και δεν με υπολογίζει πλέον, μοιάζει λες και δεν με βλέπει.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω εάν πρέπει να εκλάβω ετούτη την συμπεριφορά ως κάτι το θετικό ή το αποθαρρυντικό. Από την μία μεριά, η αδιαφορία της για εμένα δεν με διευκολύνει στον αγώνα μου για αριστεία. Και από την άλλη, την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε της όρμησα σαν σαλεμένη και την πέταξα βίαια στο πάτωμα τραυματίζοντάς την.
Είμαι σίγουρη πως εάν η καθηγήτρια μου έδινε καθόλου χρώμα, θα ήταν για να με επιπλήξει και να καταστήσει σαφές ότι δεν αισθάνεται και πολύ ευγνώμων για το ελαφρύ κούτσαμα που της άφησα ως ενθύμιο.
Οπότε, καταλήγω, είναι μάλλον προς το συμφέρον μου το να μένω στην αφάνεια.
Εκεί είμαι ασφαλής.
«Το συγκεκριμένο αφήγημα», συνεχίζει. «Είναι μια αναφορά στην παμπάλαια δεισιδαιμονία σύμφωνα με την οποία όσοι είναι αλλήθωροι, έχουν γυάλινο μάτι ή πάσχουν από καταρράκτη, όπως ο γέρος του αφηγήματος μας, είναι φορείς κακού ματιού. Παράλληλα, το έργο έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως σπουδή επάνω στην παράνοια, πρώιμη ψυχαναλυτική διερεύνηση της σχέσης με τον πατέρα ή λογοτεχνική πραγματεία περί ενοχής. Όπως κι εάν έχει, η Μαρτυριάρα Καρδιά είναι μια από τις πιο γνωστές ιστορίες τρόμου του συγγραφέα».
Κάποιοι από τους συμμαθητές μου έχουν φορέσει βαριεστημένες, απαθείς μάσκες στα πρόσωπά τους, καθώς βεβηλώνουν θρανία, κολλώντας μασημένες τσίχλες επάνω τους σαν να είναι αυτοκόλλητα, μουτζουρώνοντάς τα με χοντρούς μαρκαδόρους ή χαράζοντάς την επιφάνειά τους με αιχμηρά αντικείμενα που υποτίθεται ότι απαγορεύεται να έχουν στην κατοχή τους. Ταυτόχρονα, κάποιες από τις συμμαθήτριές μου είναι εξαιρετικά απασχολημένες κάνοντας διάφορα σχέδια στα περιθώρια των βιβλίων τους, ψάχνοντας για ψαλίδα στο μαλλί και μαζεύοντας την πιτυρίδα.
Τους αγνοώ όλους, αποφασισμένη να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό στο μάθημα. Καθαρίζω το μυαλό μου, ισιώνω την πλάτη μου, κι αφού οπλιστώ με το λεπτό PARKER στυλό μου, επιδίδομαι ολοκληρωτικά στην καταγραφή των λεγομένων της φιλολόγου.
Στην Μαρτυριάρα Καρδιά ακολουθούμε έναν νεαρό, ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος, αφού πρώτα μας διαβεβαιώνει πολλάκις για την διανοητική του υγεία, αρχίζει να μας περιγράφει τον φόνο που διέπραξε. Το θύμα του στέκεται ένας μονόφθαλμος γέρος άντρας. Το έγκλημα συντελείται μέσα σε λίγες, απέριττες, υπολογισμένες κινήσεις, κι ο δολοφόνος κρύβει την άψυχη σωρό, διαμελισμένη κάτω από τις ξύλινες σανίδες του πατώματος. Εν κατακλείδι, το αβάσταχτο αίσθημα ενοχής ή η διανοητική αστάθεια του φονιά, εξίσου απτά και τα δύο, τον ωθούν στην παράνοια κι εκείνος αρχίζει να ακούει τον χτύπο της καρδιάς του νεκρού...
Εξακολουθώ να κρατώ σημειώσεις για την πλοκή και την ανάλυση του κειμένου, εναποθέτοντας όλη την αδιάσπαστη προσοχή μου στην Άρτερτον, η οποία, όμως, με έχει αποκηρύξει ξεκάθαρα ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Δεν πειράζει, σκέφτομαι παρήγορα, κάποια στιγμή θα της περάσει η τσαντίλα και θα με δεχτεί πίσω. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, εξάλλου, είμαι η μόνη που την παρακολουθεί. Οι άλλοι την γράφουν εις τα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Θα με συγχωρέσει. Αργά ή γρήγορα...
Συνεχίζω να καθησυχάζω τον εαυτό μου κατ' αυτό τον τρόπο, ώσπου, ξαφνικά, το νιώθω.
Το αισθάνομαι.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που με αφυπνίζει, αφού ούτε μιλά, ούτε κάνει κάποιον άλλο ήχο. Κι όμως, το ξέρω ότι είναι εδώ. Νομίζω πως απλώς... τον αισθάνομαι, καταλαβαίνω την παρουσία του ή κάτι τέτοιο, σαν να αλλάζει αίφνης κάτι μέσα στην αίθουσα ή στην ποιότητα του αέρα.
Ο Ζίρο είναι εδώ.
Ωχ, γαμώτοοοο...
✖
Πιστεύω ότι κάπως έτσι είναι να παθαίνεις καρδιακή προσβολή, απανωτά εγκεφαλικά και ανεύρυσμα συγχρόνως. Και γιατί όχι, άλλωστε; Μοιάζει να είναι η σωστή αντίδραση, όταν ο νεκρός και εν δυνάμει φανταστικός εχθρός του εχθρού σου -δεν μπορώ να τον αποκαλέσω φίλο- κάνει ντου από παντού μέσα σε μια τάξη γεμάτη κόσμο.
«Τι μάθημα έχουμε;», ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ θέτει την ερώτηση, την οποία διαδέχεται ένα νυσταλέο χασμουρητό. Τον κοιτάζω έχοντάς μείνει στήλη άλατος, ανίκανη να αφομοιώσω το όλο θέαμα.
Ο Ζίρο έχει θρονιαστεί στο διπλανό θρανίο, που μέχρι πρότινος ήταν άδειο, καθισμένος με τον κόκκυγα του στο χείλος της καρέκλας, σε μια βαριεστημένη, άχαρη στάση, με το μισό χέρι του χωμένο στην τσέπη του μαύρου τζιν παντελονιού του και το άλλο να κρέμεται στο πλάι σαν παράλυτο.
«Π-πρώτων βοηθ-βοηθειών», ψελλίζω. «Με χάνετε!»
Όσο περισσότερο τον θωρώ τόσο δυσκολότερο μου είναι να πιστέψω ότι τον βλέπω στο δεδομένο μέρος, τη δεδομένη στιγμή, καθώς όλες οι περασμένες εμφανίσεις του έχουν γίνει σε σκοτεινά μέρη ή απόμερες γωνίες, καθιστώντας τον πιο νυκτόβιο και από νυχτερίδα.
Κι όμως, είναι εδώ στο φως της ημέρας!
Το γεγονός δε ότι είναι ντυμένος σαν πρώην μέλος των KISS, αλλά ετοιμάζεται να πιεί τσάι σαν σιτεμένη αγγλίδα ευγενής δεν αφαιρεί ούτε ρανίδα από την σουρεαλιστικότητα της εμφάνισης.
Τι εννοώ;
Θα δείτε.
Στην ίσια του μύτη, ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ στηρίζει ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια Ray-Ban γυαλιά με σκούρους κόκκινους φακούς που αστράφτουν. Στο σώμα του φορά ένα κατάμαυρο πέτσινο τζάκετ διακοσμημένο με μεταλλικά σαν γαλόνια καρφάκια στους ώμους, τρουκς, χοντρά φερμουάρ και κρόσια, μαζί με ένα ζευγάρι βαριά άρβυλα που ντύνουν τα πόδια του και ισορροπούν ανάμεσα σε πανκ και στρατιωτικό στιλ. Η αντίφαση εγγυείται στον δίσκο που βρίσκεται στο θρανίο μπροστά του και ο οποίος φέρει ένα συμπαθητικό, γιαγιαδίστικο σερβίτσιο τσαγιού από λευκή και γαλάζια πορσελάνη.
Έχω πιάσει να κάνω αέρα στον εαυτό μου, αλλά λίγα λεπτά αργότερα παρατάω το τετράδιο, που μάταια προσπαθώ να χρησιμοποιήσω σαν βεντάλια, συνειδητοποιώντας ότι μάλλον δεν θα γλιτώσω την λιποθυμία.
«Έ-έχεις σαλτάρει εντελώς;», του γρυλίζω μέσα από τα σφιγμένα μου δόντια. «Γ-γιατί είσαι στην τάξη μου; Και ιδίως τ-τ-τώρα, είναι πρωί πρωί και υπάρχουν τόσοι άνθρωποι εδώ... τόσοι άνθρωποι...»
Ανακάθεται σε μια λιγότερο παθητική στάση σαν να κρίνει ότι αυτή που ήδη είχε δεν ήταν κατάλληλη για κουβέντα. «Χμμμ», κάνει χρησιμοποιώντας μια μικροσκοπική δαγκάνα για να πιάσει έναν κύβο ζάχαρης και να τον στείλει στο αχνιστό του φλυτζάνι. Πλοπ! «Αυτή πρέπει να είναι η πρώτη φορά που με κράζει κάποιος διότι παρακολουθώ κλασική αμερικανική πεζογραφία και ποίηση από την γκιόσα, την Άρτερτον. Συνήθως, έβρισκα τον μπελά μου, όταν απέκλινα από το πρόγραμμα και τις κοινωνικές επιταγές εν γένει, όχι όταν προσαρμοζόμουν σε αυτά», βυθίζει ένα κουταλάκι στο φλυτζάνι του κι ανακατέβει αναπολώντας. «Όχι πως έχω χάσει και πολλές διαλέξεις γύρω από την λογοτεχνία, βέβαια», σπεύδει να συμπληρώσει. «Πάντοτε έβρισκα την τέχνη του λόγου εκλεπτυσμένη και φίνα και την εκτιμούσα ανέκαθεν».
Λογικό να αγαπά την λογοτεχνία. Κάθε φορά που συναντιόμαστε μιλάει σαν να έχει καταπιεί ένα λεξικό και να ξερνάει ψαγμένες λέξεις, σπάνιες και βαρύγδουπες. Κάθε φορά που συναντιόμαστε με πνίγει σε χείμαρρους από λόγια.
Αρχίζει να απαρυθμεί τα πλεονεκτήματα του διαβάσματος. «Τρέφει το πνεύμα, εξευγενίζει το νου, γαληνεύει την ψυχή...».
Σίγουρα όχι τη δική μου, συρίζω από μέσα μου.
«Αν και», συνεχίζει σαν να έχει φάει γλιστρίδα. «Μεταξύ μας, η μουσική είναι μακράν ανώτερη...»
Παρότι κάθε φορά καταφέρνει να με καθηλώσει με τα λόγια του, αυτή την στιγμή κάνει το ακριβώς αντίθετο. Δεν ξέρω τι τσαμπουνάει, τι καταρρίπτει, τι υπερασπίζεται...
Ο αφηρημένος του μονόλογός είναι σαν σταθμός στο ραδιόφωνο γεμάτος παράσιτα. Κάποια μέρη του ακούγονται, κάποια χάνονται, κάποια άλλα σιγοσβήνουν στο φόντο.
Αδιαφορώ.
Το μόνο που με νοιάζει εν τω παρόντι χρόνω είναι η Άρτερτον και οι άλλοι.
Το κεφάλι μου αρχίζει να γυρίζει ανήσυχα γύρω γύρω σαν περισκόπιο υποβρυχίου.
Βλέπουν όλοι αυτό που βλέπω;
«Δ-δ-δεν είναι μαζί μου...», πασχίζω απελπισμένα να εξηγήσω στα γειτονικά θρανία, λες κι ο Ζίρο είναι κανένα αδέσποτο κουτάβι που με έχει πάρει από πίσω. «Ούτε... ούτε που τον ξέρω τον περίεργο, το ορκίζομαι! Δεν τον έφερα εγώ...».
Σε απάντηση εισπράττω τα ίδια βλέμματα που θα εισέπραττα, εάν τους μιλούσα Κινέζικα.
Τι τρέχει; Δεν με πιστεύουν; Μα γιατί;
Γράφει «Τερατόφιλη» στο μέτωπό μου;
Μήπως έχω καμιά πινακίδα My Ouija brings all the ghosts in the yard να κρέμεται από το λαιμό μου;
Α, όχι στάσου. Τον δαίμονα έφερε ο πίνακας Ouija, τον δαίμονα που παραμένει ο άγνωστος Χ. Ο Ζίρο δεν χρειάστηκε πρόσκληση. Μου φορτώθηκε από μόνος του.
Αχ, πρέπει να με πιστέψουν, όταν τους λέω ότι δεν τον συναναστρέφομαι.
Ειδάλλως θα με κάψουν ζωντανή ως μάγισσα ή θα με απομονώσουν ακόμη πιότερο.
«Λ-λέω αλήθεια. Πρέπει να με πιστέψετε... σας παρακαλώ...»
Καμία απόκριση. Το μόνο που ακούγεται είναι η μονότονη διάλεξη της Άρτερτον που συνεχίζει ανεπηρέαστη από την μικρή, φιμωμένη μου κρίση κι ένας δυνατός, ειρωνικός καγχασμός. Ο ήχος που κάνει κάποιος που προσπαθεί ανεπιτυχώς να κρύψει το γέλιο του.
Ο Ζίρο.
«Ξέρεις...», σαρκάζει άκεφα κι αφήνει μια ζεστή γουλιά τσαγιού να κυλήσει στο λαιμό του. «Οι μικρές, κοριτσίστικες υστερίες σου είναι αρκετά χαριτωμένες, αλλά εντελώς αχρείαστες. Οι κρετίνοι που έχεις για συμμαθητές δεν μπορούν να με δουν, το προνόμιο αυτό ανήκει αποκλειστικά σε εσένα».
Ξινίζω τα μούτρα μου. Για καλό μου το λέει αυτό; «Είναι ένα προνόμιο που θα αντάλλαζα κάλλιστα με μια γαστρεντερίτιδα», του πετάω. «Και πώς γίνεται να σε βλέπω μόνο εγώ, Κόπερφιλντ;»
Εξακολουθώ να ρίχνω κλεφτές ματιές στον περίγυρο, για να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν έχει ψυχανεμιστεί τι παίζει. Το να τους εξηγήσω γιατί συνδιαλέγομαι με έναν νεκρό ροκά που παίρνει το τσάι του παραδίπλα, θα ήταν τρελό ζόρι.
Ακουμπά στην πλάτη της καρέκλας, γέρνοντας τη προς τα πίσω και στηρίζοντάς τη στα πίσω πόδια της. «Τι γνωρίζεις για τα φαντάσματα;», με ρωτάει, ενώ τραμπαλίζεται.
«Ότι έχουν αρχίσει να μου προκαλούν αλλεργία», απαντάω υπαινικτικά.
Σαφώς και πιάνει την σπόντα μου, αλλά δεν πτοείται. Υπομειδιά.
«Τα φαντάσματα είναι άνθρωποι, των οποίων οι ζωές διακόπηκαν ξαφνικά ή βίαια αφήνοντάς τους να...»
«Έχουν ανοιχτές υποθέσεις στον κόσμο των ζωντανών», συμπληρώνω.
«Πολύ σωστά», επιδοκιμάζει. «Έκτοτε τα καημένα είναι εξαναγκασμένα να βολοδέρνουν στο ενδιάμεσο των δύο κόσμων, του κόσμου των ζώντων και του κόσμου των νεκρών και για αυτόν τον λόγο αναζητούν την βοήθεια των πρώτων», καταλήγει, νεύοντας προς την μεριά μου. «Καλή ώρα».
«Τι καλή;», αρπάζομαι. «Μαύρη η ώρα και η στιγμή».
Από τότε που με επισκέφθηκε στο αναρρωτήριο του Ντέιβις, μου έχει γίνει εμμονή. Τα τατουάζ του που του χαρίζουν όψη σκελετού, η ιστορία του που μοιάζει τόσο με τη δική μου, τα λόγια του που πάντα βρίσκουν τον δρόμο τους ως την καρδιά μου και με πληγώνουν ή με εμπνέουν να προβώ σε ανήκουστα έργα... Είναι όλα τους πράγματα που πρέπει να αποβάλλω.
Δεν με παίρνει να τα ενστερνιστώ. Όποτε βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια του Βάλχοφ έχει μια τάση να γίνεται ζοφερός. Έχει μια τάση να με κάνει να θέλω να τον λούσω στο φως.
Αλλά δεν μπορώ.
Δεν είμαι ηρωίδα.
Ποτέ δεν ήμουν.
Κι ας το ήθελα.
Κι ας το θέλω.
Η ιδέα να γίνω μια αυτόκλητη τιμωρός είναι... συναρπαστική, σαγηνευτική και κατά πάσα πιθανότητα θα με σκοτώσει. Είναι μια ιδέα που έγινε σχισμή που όλο πλαταίνει μέσα μου, σαν ρωγμή που γίνεται βαθιά χαράδρα. Οφείλω να την καλύψω κάπως, προτού γίνει γκρεμός και πέσω μέσα.
«Σε κάθε δωμάτιο γεμάτο ζωντανούς, έχεις περίπου το ένα έκτο σε νεκρούς», μου ανακοινώνει. «Ορισμένοι συνδέονται με συγκεκριμένους ανθρώπους, κάποιοι με το χώρο, ενώ υπάρχουν και οι περιπλανώμενοι. Στην αμερικανική πεζογραφία οι τακτικοί είναι γύρω στους επτά ή οκτώ. Για παράδειγμα, υπάρχει ο προηγούμενος επιστάτης, ο Γουόλτ Ίστμαν, πατέρας του δικού μας Νόα Ίστμαν. Ένα φεγγάρι, πάτησε επάνω στα σφουγγαρισμένα του, γλίστρησε και το καύκαλο του άνοιξε στα δύο. Σαν αβγό. Μετά είναι και η Γκλάντις, η πρώην αρχιμαγείρισσα που περιφέρεται σαν άδικη κατάρα. Πότε από 'δω και πότε από 'κει. Πάντα όμως επιστρέφει στην κουζίνα της για να επιπλήξει τους τροφίμους που της καίνε το μεσημεριανό. Α, ναι, έχουμε και τον κύριο Γιάκομπσεν στο Ψοφογκρούπ. Τέως Φυσικός», επεξηγεί ο Ζίρο κι έπειτα στέλνει ένα αδιόρατο νεύμα προς την κατεύθυνση που, υποθέτω ότι, κάθεται ο νεκρός καθηγητής. «Τέλος, υπάρχει ο Χένρι, ο Φρανκ, ο Μπι-Τζέι, η Έμμα, η Λι Ανν και η Τζένη Κόλλινς». Σε αυτό το σημείο ο Ζίρο σέρνει την καρέκλα του πιο κοντά στην δική μου. Τα πόδια της καρέκλας του ξύνουν το πάτωμα με έναν ανατριχιαστικό σκουριασμένο ήχο που με κάνει να ριγήσω. Μα καλά, δεν ακούει κανείς άλλος αυτό το απαίσιο τρίξιμο; Πώς γίνεται; Η εκκωφαντική φασαρία παύει μόνο όταν ο Ζίρο κολλάει το κάθισμά του στο δικό μου. «Όσο κοιτάζω την Τζένη», μου ψιθυρίζει σε συνωμοτικό τόνο. «Τόσο πείθομαι ότι δεν θα υπάρξει ποτέ πιο ατυχής χρονιά για να πεθάνεις από το 1983. Φίλε», αναστενάζει δραματικά. «Τα '80s ήταν σκέτη καταστροφή... Περμανάντ, παγέτες, βάτες, πούλιες, λαμέ και ψηλόμεσα». Και άλλος αναστεναγμός. «Και μετά λέω εγώ ότι έχω προβλήματα...»
Τον κοιτάζω άναυδη. «Θες να μου πεις δηλαδή, ότι εσύ τώρα βλέπεις την Τζένη ντυμένη εϊτίλα του κερατά;»
«Όπως τα λες», συναινεί. «Του κερατά. Ω! Έι!», βάζει τις φωνές σε κάποιον άφαντο για τα δικά μου μάτια. «Αυτό δεν είναι καθόλου πρέπον! Τι; Σοβαρά τώρα; Έτσι θέλεις να παίξεις;», φουρκίζεται. «Ε, λοιπόν, να το βάλεις εκεί που ξέρεις αυτό, γλύκα!» Υψώνει το μεσαίο του δάχτυλο, πιθανότατα σε απάντηση ενός ξένου μεσαίου δαχτύλου που υψώνεται για εμάς.
«Η Τζένη;», μαντεύω καταπτοημένη.
«Η Τζένη», μου το επιβεβαιώνει. «Είναι λίγο ευαίσθητη στο άκουσμα της λέξης κέρατο. Βλέπεις, πριν τα τινάξει ανταγωνιζόταν πολλές ελαφίνες».
Στέλνω ένα απολογητικό βλέμμα προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο Ζίρο.
«Λυπάμαι Τζένη», μουρμουρίζω αφηρημένα.
Ταυτόχρονα, επιστρέφω στην ιδέα ότι μάλλον μου έχει λασκάρει κάποια βίδα και ότι είναι ζήτημα χρόνου, έως ότου ο Οκένζουα, ο ψυχαναλυτής μου, το καταλάβει και με στείλει πακέτο στην ψυχιατρική πτέρυγα του Ιδρύματος. Στο νέο μου δωμάτιο δεν θα υπάρχουν παράθυρα, αλλά θα φοράω ένα όμορφο, λευκό φουστάνι με μακριά μανίκια που δένουν πίσω από την πλάτη. Η διατροφή μου θα περιλαμβάνει σταθερή ενδοφλέβια χορήγηση λιθίου και για συγκάτοικο θα έχω ένα παιδί που μασουλάει χαλίκια.
Α, όχι, όχι, όχι, όχι. Αρνούμαι να ενδώσω στην παράνοια τώρα. Τώρα που τα πράγματα αρχίζουν να βρίσκουν κάπως τον δρόμο τους, τώρα που ο Κάι και οι Μαρς έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους με τις δικές μου για να εξαλείψουμε τον δαίμονα και να αποκαταστήσουμε την αλήθεια γύρω από τον θάνατο της αδερφής μου. Απλά αρνούμαι.
«Ζίρο», του λέω γλυκερά. «Καλέ μου...»
«Μμμμ;»
«Τι λες να πάρεις την Τζένη και το υπόλοιπο Ψοφογκρούπ και να πάτε να κάνετε το Ψοφομίτινγκ σας κάπου αλλού; Προσπαθώ να ακούσω τι αναλύει η καθηγήτρια».
Αργά αργά γυρίζει προς το μέρος μου κι εφόσον καθόμαστε κολλητά, ερχόμαστε σχεδόν μύτη με μύτη. Μπορώ να αισθανθώ την αναπνοή του στο δέρμα μου, μπορώ να δω τον εαυτό μου να αντικατοπτρίζεται στους κόκκινους σαν αίμα φακούς των γυαλιών του, ενώ η ένταση που αναδίδει το κορμί του, φτάνει και περισσεύει για να μου τηγανίσει ολόκληρο το νευρικό σύστημα.
Ναι, ο Ζεέρνεμποχ είναι απτός κι αληθινός, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα, ότι εγώ έχω γλιτώσει την παράνοια, την σχιζοφρένεια ή τις παραισθήσεις. Νιώθω παλαβή.
«Αντριάννα», μου απαντά στον ίδιο μελιστάλακτο τόνο. «Καλή μου, δεν πάω πουθενά».
«Μα γιατί;», επιμένω ήπια.
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί», αποκρίνεται. Μια υποψία χαμόγελου εμφανίζεται στις άκρες των χειλιών του, που επάνω τους έχουν ζωγραφισμένα δόντια.
Αυτό με αποσυντονίζει, και ξεχνώ τι ήθελα να πω. «Μπορείς να μη χαμογελάς;», του ζητάω.
«Όχι». Το χαμόγελό του είναι αμετακίνητο. Σκωπτικό.
«Σταμάτα να χαμογελάς», πεισμώνω. Η φωνή μου που τόση ώρα πασχίζει να ακουστεί πειθήνια, τώρα ταλαντεύεται από εκνευρισμό.
«Σου είπα όχι», το αρνείται. Παρότι το χαμόγελό του κινείται, δεν σβήνει, φαρδαίνει. Στο τέλος μοιάζει σαν τον Γάτο του Τσεσάιρ. «Μου αρέσει να χαμογελώ. Κυρίως επειδή σου την δίνει».
«Ωραία τακτική ακολουθείς. Μπράβο», τον συγχέρω. «Εξοργίζεις το μοναδικό άτομο, που κατά τα λεγόμενά σου, μπορεί να κλείσει τις ανοιχτές σου υποθέσεις και να σε στείλει στην αστροφώτιστη Βαλχάλα που ονειρεύεσαι».
Ξαφνικά, είναι λες και έχω χτυπήσει κάποιο ευαίσθητο νεύρο του με τα λόγια μου. Το πρόσωπό του παραλύει, οι άκρες του στόματός του πέφτουν συναντώντας την κατιούσα.
Κατσουφιάζει. «Δ-δεν υπάρχει καμία αστροφώτιστη Βαλχάλα μετά από 'δω», κάνει δύσθυμα.
«Καλά», υποχωρώ αδιάφορα, θέλοντας απλά να βάλω τέλος στην συζήτηση. «Στον Παράδεισο, τότε».
«Ου-ούτε Παράδεισος υπάρχει...», ψελλίζει σιγανά. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ τραυλίζει. «Δ-δεν... ε-εγώ δεν πιστεύω σε αυτά. Ποτέ δεν πίστεψα».
Αναμενόμενο. Εάν πίστευε στον Θεό, τον Βράχμαν ή τον Βούδα δεν θα ήταν τόσο παθιασμένος υποστηρικτής της αυτοδικίας. Το να πιστεύει ότι δεν θα κριθεί, ότι δεν θα λογοδοτήσει σε καμία ανώτερη δύναμη, του προσφέρει ελευθερία κινήσεων. Μπορεί να κάνει ότι θέλει, σε όποιον θέλει, όπως το θέλει. (Θεωρητικά τουλάχιστον, διότι πρακτικά χρειάζεται εμένα).
Την ίδια στιγμή, όμως, δεν έχει να περιμένει, να καρτερεί ή να ελπίζει σε τίποτα.
Κανένας Παράδεισος δεν θα τον υποδεχτεί. Καμία Χανάχ ή Βαλχάλα.
Μονάχα η Μεγάλη Ανυπαρξία.
Φαίνεται να το συνειδητοποιεί για πρώτη φορά.
Φαίνεται να τρομάζει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του.
Θα είμαι πολύ άκαρδη εάν πω ότι με ικανοποιεί αυτή η αλλαγή ρόλων; Κουράστηκα να είμαι η μόνη που φοβάται, φρικάρει και πασχίζει να κρατήσει μια επαφή με την πραγματικότητα.
Ας παιδευτεί κι εκείνος λίγο. Ας τον πιάσουν τα υπαρξιακά του.
Ή... και όχι. Ο Ζίρο δεν αφήνει τα αυθεντικά του συναισθήματα να φανούν για πολύ, μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου αρκούν για να φορέσει ξανά την αδιαπέραστη μάσκα του. «Όπως κι αν έχει», ξεροβήχει, καθαρίζοντας τον λαιμό του. «Μια φορά πεθαίνει κανείς, σωστά; Ας το κάνει όσο καλύτερα μπορεί τουλάχιστον, κι ας συμπαρασύρει τους δεινάστες του μαζί του».
«Κοίτα...», του λέω σοβαρά. «Το πάθος σου για αιματοκύλισμα είναι στα αλήθεια εντυπωσιακό, όσο και του Ταραντίνο. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι θα υπάρχει και κάποιος άλλος που μπορεί να σε βοηθήσει με αυτό».
«Ασφαλώς και υπάρχει», λέει κι εκείνος με τη σειρά του από απόσταση αναπνοής. «Αλλά εγώ προτιμώ εσένα», προσθέτει και μου κλείνει το μάτι όλο σκέρτσο.
«Γιατί;», απορώ απεγνωσμένα.
Ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα και τα καρφάκια λαμπυρίζουν στο τζάκετ του. «Σε συμπαθώ», παραδέχεται. «Κάπως. Μου θυμίζεις τον εαυτό μου όταν ήμουν νέος και ανόητος».
Και ζωντανός...
«Κολακευτικότατο, δεν λέω. Αλλά δεν θα πάρω».
Ο Βάλχοφ πάντα εμμένει στο ότι εγώ πρέπει να είμαι αυτή που θα εξαφανίσει τους Αθληταράδες από προσώπου γης, κι αυτό είναι κάτι που ειλικρινά δεν μπορώ να κατανοήσω. Γιατί εγώ; Γιατί μόνο εγώ;
Καθώς οι απορίες μου πιάνουν να πέφτουν σαν καταρρακτώδης βροχή πάλι, θυμάμαι κι ένα άλλο ερώτημα που είχα πριν και, το οποίο παραμένει αναπάντητο.
«Α, και γιατί, είπαμε, ότι δεν μπορούν να σε δουν όλοι οι υπόλοιποι;»
«Δεν το είπαμε».
«Γιατί λοιπόν;»
Ο Ζίρο παίρνει μια βαθιά ανάσα (παράδοξο, το ξέρω). «Είναι μια από τις πολλές ιδιότητες των φαντασμάτων», πιάνει να μου εξηγεί. «Έχει να κάνει με το εάν θα αποφασίσω εγώ να φανερωθώ σε κάποιον ζωντανό, κι έχει να κάνει και με το εάν θα θελήσει να με δει κι εκείνος. Οι περισσότεροι είναι δύσπιστοι κι έτσι μας αγνοούν υποσυνείδητα. Για να τους ανοίξουμε τα μάτια, πρέπει να καταβάλουμε υπέρμετρη προσπάθεια, κι ακόμη και τότε, μπορεί να μην τα καταφέρουμε. Συνήθως, απομένουμε απλά να τους κοιτάμε, καθώς εκείνοι περπατούν γύρω ή περνάνε από μέσα μας, χωρίς ποτέ να μάθουν ότι βρεθήκαμε εδώ και-».
«Όπα, όπα», παρεμβαίνω βιαστικά. «Στάσου. Τι θέλεις να πεις περνάνε από μέσα σας;»
«Ω, αυτό», ο Ζίρο δείχνει να θυμάται ξαφνικά ότι έχω μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος. «Αυτό θα σου αρέσει. Κοίτα».
Κάνω όπως με προστάζει και περιμένω να δω, εάν η νέα ιδιότητα που θα μου αποκαλύψει θα συνάδει με την λαϊκή κουλτούρα ή με την πλοκή τηλεοπτικών σειρών, όπως το Medium και τα Φαντάσματα με τη Τζένιφερ Λαβ Χιούιτ.
Αρχικά, ο Ζίρο είναι συμπαγής σαν τοίχος, ένας μακρόστενος όγκος αποτελούμενος από σκληρούς μυς και χειροπιαστή ασπρόμαυρη σάρκα, μα ύστερα από λίγο αποκτά μια αμυδρή, μαργαριταρένια λάμψη που τρεμοσβήνει και μαζί της τρεμοσβήνει κι εκείνος, ώσπου γίνεται ημιδιάφανος κι αρχίζει να εξαϋλώνεται.
Νομίζω, ότι κάπου μέσα μου περίμενα ότι ο Ζίρο μπορεί να γίνει αόρατος, αφού κάθε φορά εμφανίζεται και εξαφανίζεται από μπροστά μου κατά βούληση.
Εντούτοις, αυτό δεν μειώνει την έκπληξή μου που τον βλέπω έτσι. «Πωπω», χαχανίζω αμήχανα και κάνω να περάσω το χέρι μου μέσα από τον (αν)υπαρκτό του ώμο. Το χέρι μου τον διαπερνά σαν να μην είναι εκεί. «Είσαι στα αλήθεια διάτρητος!»
Η κοπέλα που κάθεται πίσω από τον Ζίρο με βλέπει να μιλάω εκστασιασμένη στο τεντωμένο μου χέρι και με κοιτάζει σαν να έχω χτυπήσει κόκκινο στο Τρελόμετρο.
«Ναι», κάνει ειρωνικά. «Είμαι το απόλυτο See-Through, η Τζένη έχει σκάσει απ' τη ζήλια της».
«Τι άλλο μπορείς να κάνεις;», ρωτάω αχόρταγα. Είναι παιδιάστικο, ωστόσο, η περιέργεια μου έχει εκτοπίσει κάθε αρνητικό συναίσθημα που είχα για εκείνον πρότερα.
«Μπορώ να σου πω», λέει αμέριμνα. «Ότι η Άρτερτον ετοιμάζεται να σου τα σούρει επειδή κάνεις ασταμάτητη φασαρία εδώ και ένα εικοσάλεπτο».
«Όντως...;»
«Δεσποινίς Βάλενταϊν!», χλιμιντρίζει πάνω στην ώρα η άκρως δυσαρεστημένη φιλόλογος.
Ωχ.
Ζαρώνω επάνω στο κάθισμά μου. «Π-παρακαλώ;», ψελλίζω αθώα.
«Τι πρεμούρα είναι όλη αυτή;», απαιτεί να μάθει. Στέκεται μπροστά από το θρανίο μου με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη της, καθώς ταλαντεύεται πάνω στις φτέρνες της.
Δεν είμαι η μόνη μαθήτρια που μιλά. Μετά την ελαφριά χειροδικία μου, όμως, η Άρτερτον με έχει βάλει στην μπλακ λιστ. Κάθε τοσοδούλικο ολίσθημα μου θα ψέγεται.
«Εεεε...», με έχει πιάσει εξαπίνης και δεν ξέρω τι να απαντήσω. «Εεεε...»
Ανάθεμα σε, Βάλχοφ, βρες μου μια δικαιολογία, βρες μου μια δικαιολογία.
«Λοιπόν;», κρώζει εκείνη επιτακτικά.
«Να...»
Ο Ζίρο με παρακολουθεί να πασχίζω και δέεται να με βοηθήσει να τα μπαλώσω. «Πες: Δεν είναι πρεμούρα, δεσποινίς», μου υπαγορεύει στο αφτί.
Επαναλαμβάνω τα λόγια του μεγαλόφωνα, ώστε να ακούσει η γυναίκα την εξήγησή μου. «Δεν είναι, εε, πρεμούρα, δεσποινίς Άρτερτον».
«Αλλά;», με προκαλεί.
«Απλώς το μάθημά σας...», συνεχίζει να καθοδηγεί τις λέξεις μου ο Ζίρο.
«Απλώς το μάθημά σας...», επαναλαμβάνω υπάκουα.
«Είναι τόσο επώδυνα βαρετό που αντί να το παρακολουθήσω, διαπραγματεύομαι με έναν νεκρό, περιθωριοποιημένο τύπο την στυγερή εκδίκηση που θα πάρω από τους Αθληταράδες».
«Είναι τόσο επώ...», αφήνω την πρόταση μετέωρη. Στάσου, δεν μπορώ να της το πω αυτό.
«Επώ-τι;»
«Επώ... επονείδιστα υπέροχο», πετάω βλακωδώς την πρώτη ακατάληπτη μπαρούφα, που μου περνάει απ' το νου. «Τόσο ασύλληπτα ενδιαφέρον, που αντί να κρατήσω απλά σημειώσεις, τις διαβάζω παράλληλα, για να τις κατανοώ καλύτερα. Καταλάβατε;»
«Χμμμ», καγχάζει η Άρτερτον. Τα μάτια της σμίγουν και κάνουν μια νευρική σύσπαση στις άκρες τους, όπως όταν την ενοχλεί κάτι. «Μάλιστα». Κοντοστέκεται, αλλά όσο κι εάν προσπαθεί να βρει κάτι νέο να μου προσάψει δεν τα καταφέρνει. Στο τέλος με αφήνει στην ησυχία μου με μια προειδοποίηση. «Εφεξής να διαβάζεις από μέσα σου».
Δυστυχώς, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον νεκρό, περιθωριοποιημένο τύπο στα αριστερά μου. Αυτός λιμπίζεται ακόμη στυγερές εκδικήσεις.
«Πού είχαμε μείνει...», αναρωτιέται φωναχτά. «Α, ναι...»
«Όχι, ξέρεις κάτι; Δεν έχει σημασία», τον κόβω απρόθυμα. «Έχει έρθει η ώρα να φύγεις. Με βάζεις σε μπελάδες».
«Δεν το νομίζω», απορρίπτει την κατηγορία μου μεμιάς. «Στο θέμα των μπελάδων κάνεις απίστευτη δουλειά και μόνη σου. Δεν χρειάζεσαι εμένα για να μπλεχτείς σε φασαρίες».
Θέλω να διαφωνήσω, αλλά τα γεγονότα συμφωνούν μαζί του.
«Αληθεύει», αναγκάζομαι να παραδεχτώ. «Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για... ξέρεις τι. Το μόνο που θέλω είναι να μελετήσω την Μαρτυριάρα Καρδιά. Μείνε ή φύγε, εάν το επιθυμείς, αλλά κάτσε φρόνημα».
Για λίγο μένει βυθισμένος στη σιωπή και τις σκέψεις του, λες και διχάζεται ανάμεσα στο να προσαρμοστεί ή να εξεγερθεί. Στο τέλος συμμορφώνεται. «Όπως θες», αποφασίζει. Σηκώνεται κι πιάνοντας την καρέκλα του απομακρύνεται. Φτάνει ως το δικό του θρανίο και στρογγυλοκάθεται εκεί. Σε απόσταση.
Θέλοντας να δείξει μια στάση ψυχρής ανωτερότητας, γέρνει προς τα εμπρός και στέκεται ευθυτενής στην καρέκλα του. Ύστερα επιστρέφει στο κουκλίστικο σερβίτσιο του. Αρχίζει να παίζει με το δοχείο του σιροπιού, χτυπάει ρυθμικά το νύχι του στην κανάτα, ρίχνει επιδεικτικά τρία γαλατάκια στο τσάι του και αρχίζει να το ρουφάει. Ηχηρά. Σαν γριά που έχει χάσει την μασέλα της. Πφσσσσσσρπ.
Όλα αυτό δεν είναι παρά ένα σιωπηλό σπάσιμο νεύρων, συμπεραίνω. Κάνω έναν μορφασμό και προσπαθώντας να τον αγνοήσω, επικεντρώνομαι στην φιλόλογο.
Η Άρτερτον έχει κυριολεκτικά κολλήσει την μύτη της στις σελίδες του φθαρμένου αντιτύπου της, της αμερικανικής πεζογραφίας, και διαβάζει θαρρετά την σκηνή του φόνου. «Η ώρα του γέρου είχε φτάσει!», μας λέει κρυμμένη πίσω από το βιβλίο. «Με μια δυνατή κραυγή, άνοιξα εντελώς τα φύλλα του φαναριού και όρμησα στο δωμάτιο».
Η Άρτερτον, συνήθως, είναι ότι πιο βαρετό βγαίνει σε καθηγήτρια, μολαταύτα τώρα, ενσαρκώνει πολύ καλά τον ρόλο του αφηγητή, προσέχω με θαυμασμό. Ο δισταγμός, η αγωνία, ο αβίαστος τόνος της, καθώς μοιράζεται την ιστορία. Όλα στη σωστή δόση. Είναι σχεδόν σαν να είμαι μέσα στο δωμάτιο, με τον γέρο και τον παραβάτη και...
Πφσσσσσσσσσσσρπ, άλλη μια δυνατή γουλιά.
Και τον Ζίρο. Γκρρρ... δεν μπορώ να τον αποφύγω.
Οι τυχαίοι ήχοι που κάνει εσκεμμένα δεν με αφήνουν να «μπω» στην ιστορία. Παρόλα αυτά, προσπαθώ να ακούσω πως εξελίσσεται.
«Τσίριξε μια φορά», βροντοφωνάζει με υποκριτικό οίστρο η καθηγήτρια. «Μια φορά μονάχα. Αυτοστιγμεί τον έσυρα στο πάτωμα και αναποδογύρισα το βαρύ κρεβάτι πάνω του. Ύστερα χαμογέλασα χαρούμενα γιατί το κατόρθωμά μου είχε ολοκληρωθεί».
Πφσσσσσσσσσσσσσσσσσσσρπ. Τσιτώνομαι.
«Βέβαια, για αρκετό διάστημα, η καρδιά του γέρου παλλόταν μ' έναν πνιχτό ήχο. Αυτό ωστόσο δεν με ενοχλούσε, δεν μπορούσε να ακουστεί μέσα απ' τον τοίχο. Στο τέλος σταμάτησε», εκμυστηρεύεται μακάβρια στην τάξη η Άρτερτον. «Ο γέρος ήταν νεκρός. Τράβηξα το κρεβάτι και εξέτασα το πτώμα».
Πφσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσσρπ. Με τι τον παρομίασα πριν; Με φαφούτα γιαγιά; Ξεχάστε την. Τώρα ο Ζίρο είναι τόσο επίμονος με τις γουλιές του, που ακούγεται λες και έχουν έρθει οι Παράφρονες από τον Χάρι Πότερ για να μου ρουφήξουν τη ψυχή.
«Ναι, ήταν τέζα, εντελώς κοκαλωμένος. Έβαλα το χέρι μου πάνω στην καρδιά και το κράτησα εκεί για αρκετά λεπτά. Δεν υπήρχε παλμός. Ήταν ολότελα νεκρός», ολοκληρώνει δραματικά την αφήγησή της.
«Ωραία», επιδοκιμάζει ένθερμα κάποιος. Μαντεύετε ποιος; «Να παίρνουν κι άλλοι σειρά!»
Δυστυχώς, δεν κρατιέμαι άλλο. Γυρίζω και τον κατακεραυνώνω με ένα μου βλέμμα, χάνοντας έτσι την μάχη για υπεροχή. Με βλέπει να ενοχλούμαι και χαμογελάει ξανά προκλητικά, αφήνοντας το φλιτζάνι του σε ένα λευκό πιατάκι με περίτεχνα σκαλίσματα.
«Μου αρέσει και μόνο που το σκέφτομαι», παραδέχεται ευδιάθετα.
«Έκτακτα», συρίζω κακιωμένα. «Γιατί με την σκέψη θα μείνεις».
Ο τόνος μου ηχεί πολύ πιο μνησίκακος κι εκδικητικός από ότι σκόπευα. Δηλητηριώδης. Δεν θα έπρεπε να απευθύνομαι έτσι στον Ζίρο, συνειδητοποιώ με την χορδή της μετάνοιας να πάλλεται μέσα μου. Εκείνος δεν ευθύνεται για την καταδίκη μου, δεν μου έχει κάνει κάτι (εκτός από τα νεύρα τσατάλια). Προσπαθώ να τον αντικρούσω ξανά, πιο ήπια. «Εγώ... απλώς... Δεν θέλω να το κάνω, δεν θέλω να κάνω κάτι μη αναστρέψιμο, καταλαβαίνεις; Και το να εκδικηθώ με τον τρόπο που εσύ προτείνεις, είναι ακριβώς αυτό, μη αναστρέψιμο».
Τον θυμάμαι να μου εμπιστεύεται πως τίποτα καλό κι αγνό δεν είναι ασφαλές, όσο οι Αθληταράδες είναι ζωντανοί. Και πως για αυτό κάποιος πρέπει να τους αντισταθεί, να σηκώσει το ανάστημά του. Να αρχίσει να τους αντιμάχεται, να τους νικήσει και να τους βγάλει απ' τη μέση. Εντούτοις, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπάρχει μια σκέψη που τρεμοσβήνει συνεχώς, σαν πινακίδα νέον.
Το να σκοτώσω τους Αθληταράδες μπορεί να προσφέρει λύτρωση στα άλλα θύματα τους, αλλά σε εμένα θα προφέρει μια νέα καταδίκη. Την καταδίκη του να ζεις με αίμα στα χέρια σου. Πρέπει να είναι τρομερό το να μεταμορφώνεσαι από θύμα σε θύτης.
Δεν μπορεί να είναι καλό.
Πρέπει να συνοδεύεται από κάποιο καρμικό τίμημα.
«Λένε ότι όποιος σχεδιάζει να πάρει εκδίκηση», του λέω χαμηλόφωνα. «Πρέπει να σκάψει δύο τάφους. Έναν για τον άλλο κι έναν για τον εαυτό του».
Το να θάψω τον Γκρίφιν, συνεπάγεται να θάψω την Αντριάννα.
Να σκοτώσω το κορίτσι που είμαι.
Δεν μπορώ να το κάνω.
Δεν τολμώ να το κάνω.
«Πρέπει να το κάνεις», επιμένει ακράδαντα. «Δεν έχει σημασία εάν το θέλεις ή όχι».
Δεν έχει; «Μα...», ψελλίζω. Η φωνή μου είναι πλέον τόσο σιγανή, τρεμουλιαστή κι ανασφαλής που δεν χρειάζεται να προσέχω μήπως με ακούσει ο περίγυρος. Ακόμη κι εγώ η ίδια μετά βίας με ακούω. «Μα μου ζητάς να πάρω ζωές... να τις τερματίσω... τις ζωές ανθρώπων...»
Δεν απαντά αμέσως, αλλά η μεταστροφή στο βλέμμα του, όταν βγάζει τα βαθυκόκκινα Ray-Ban και τα πετάει επιθετικά στο θρανίο τα λέει όλα. Τα μάτια του έχουν γίνει σκληρά, αδιαπέραστα σαν ασπίδες από μαύρο τιτάνιο. Δεν παίζει πια, δεν χρονοτριβεί, δεν αστειεύεται. Η αλλαγή επάνω του είναι τόσο ακραία, τόσο ακαριαία που δεν μπορώ παρά να εντυπωσιαστώ με το ταλέντο του να πηγαίνει από Κάσπερ το Φαντασματάκι σε Φρέντυ Κρούγκερ μέσα σε νανοδευτερόλεπτα.
«Γνωρίζεις τι σημαίνει ανθρωπιά, Αντριάννα;», με ρωτά με μια φωνή απογυμνωμένη από κάθε ίχνος χιούμορ, ζεστασιάς, συναισθήματος. «Προφανώς όχι. Ως ανθρωπιά ορίζεται η αλληλεγγύης και η συμπόνια προς τον συνάνθρωπο. Ο Γκρίφιν», προφέρει το όνομά του απρόθυμα, σαν να μισεί τον ήχο του. «Και οι όμοιοι του δεν την κατέχουν. Ουχ ήττον, κατέχουν άριστα έννοιες όπως μένος, κακία, οργή, ψέμα, αλληλοσπαραγμός, μαρτύριο, κτηνωδία. Μόνο κάποιος απύθμενα κυνικός θα χαρακτήριζε αυτά τα πλάσματα άνθρωπους».
«Και πάλι», προσπαθώ από κάπου να πιαστώ. «Με το να δολοφονήσεις έναν δολοφόνο, ο αριθμός των δολοφονών επάνω στη γη δεν μειώνεται. Γίνεσαι δυνάστης στη θέση του δυνάστη. Δεν αλλάζεις κάτι προς το καλύτερο».
«Εάν δολοφονήσεις τέσσερεις δολοφόνους όμως, και μείνεις μόνο εσύ πίσω...»
«Όχι, όχι», σπεύδω να πω. «Με τίποτα. Όχι. Έχεις άδικο, εάν πιστεύεις ότι έχεις δίκιο».
«Γύρνα μπροστά σου, Έριν Μπρόκοβιτς», με συμβουλεύει παγερά. «Υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να καταλάβει η Άρτερτον ότι μιλάς την ώρα του μαθήματος, αν δεν κοιτάζεις αλλού».
Πάει να μου αλλάξει θέμα; Ε, όχι λοιπόν! Εγώ δεν είμαι έτοιμη να αλλάξω θέμα. Δεν είπα ακόμα την τελευταία μου λέξη. «Δεν με νοιάζει», ενίσταμαι.
Ναι, θέλω να επανορθώσω στα μάτια της φιλολόγου και να αναρριχηθώ πάλι στην κορυφή της εκτίμησης της, αλλά αυτό που προέχει είναι να ξεκαθαρίσω την θέση μου στον Ζεέρνεμποχ. Μου την δίνει αφάνταστα, όταν μιλάει όπως τώρα, όταν με αντιμετωπίζει σαν να έχω παρωπίδες. Διότι δεν έχω. Ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται και ξέρω ότι ο κόσμος μας μαστίζεται από άτομα σαν τον Σέιγουορθ και την παρέα του. Είναι, όμως, φρικτό και άδικο να πρέπει να γίνω σαν αυτούς, προκειμένου ν' απαλλαγεί ο κόσμος από αυτούς.
Είναι φρικτά άδικο.
«Οι Αθληταράδες-», ξεκινάω να πω.
«Δεσποινίς Βάλενταϊν!», η απηυδισμένη φωνή της Άρτερτον διακόπτει την υπερασπιστική γραμμή μου. Όλη η αίθουσα γυρίζει, ώστε να δει τι κάνω λάθος πάλι. «Βλέπω ότι δεν μπορείτε να κρατήσετε το μικρό, θρασύ σας στοματάκι κλειστό. Μήπως θέλετε να σας πετάξω έξω απ' την τάξη;»
«Είναι τ' όνειρό της...», αντιμιλά χολωμένα ο Ζίρο για χάρη μου.
Δυστυχώς, η απάντησή του πάει στο βρόντο.
Είναι η πρώτη και η μοναδική του απάντηση που εύχομαι να μην πήγαινε στο βρόντο.
«Ό-όχι, δεσποινίς», ψελλίζω αποσυντονισμένη. «Δεν θα το ήθελα αυτό. Σας ενόχλησαν πάλι οι σημειώσεις μου; Ζητώ συγγνώμη, δεν συνειδητοποίησα ότι μελετούσα ψιθυριστά».
«Οι συγγνώμες», η Άρτερτον ισιώνει τον στρεβλό σκελετό των γυαλιών της που γέρνει επάνω στη μύτη της. «Είναι κάτι που δίνει ένας ιερέας, όχι μια ακαδημαϊκός. Εάν θέλεις να κερδίσεις την θέση σου μέσα στην τάξη μου», μιλάει υπεροπτικά λες και δεν αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στο Ντέιβις Πλέις κι όχι στο Κέμπριτζ. «Τότε απαιτείται συνέπεια».
«Φυσικά», πάω με τα νερά της.
«Ω», αναφωνεί πιότερο αλαζονικά, παρά έκπληκτα. «Θεωρείς τον εαυτό σου συνεπή, δεσποινίς Βάλενταϊν; Πες μας, τότε, γιατί νομίζεις ότι ο πρωταγωνιστής ομολόγησε τον φόνο του στις αρχές;»
Κοιτάζω κλεφτά στο πλάι και ρίχνω μια πικαρισμένη ματιά στον Ζίρο, την οποία δεν διστάζει να μου ανταποδώσει. Λέω: «Επειδή άκουγε σκ... διάφορα»
«Τι διάφορα;» Είναι φως φανάρι ότι η Άρτερτον προσπαθεί να με στριμώξει, να πιαστεί από την απροσεξία μου για να μου την πει ή να με τιμωρήσει για αυτήν.
Η αλήθεια όμως, είναι ότι δεν θα νιώσει ετούτη την συγκίνηση, δεν θα της την δώσω. Όσο κι εάν αρνείται να το δει, είμαι η καλύτερη μαθήτρια στο τμήμα της, μια χρόνια δεινή αναγνώστρια με ανεπτυγμένη αντίληψη και το εξής ατού: Μπορώ να στήσω αφτί και να παρακολουθήσω μια συζήτηση, ενώ συμμετέχω σε μια άλλη. Χρησιμότατη ικανότητα.
Με δαύτην ενεργή, διαξιφιζόμουν με τον Ζίρο, ενώ άκουγα τον επίλογο, ο οποίος πάει κάπως έτσι: Ο ανισόρροπος πρωταγωνιστής του αφηγήματος φονεύει τον γέρο, τον διαμελίζει και τον χώνει κάτω από τις σανίδες του πατώματος. Η αστυνομία ειδοποιείται από κάποιον γείτονα που άκουσε τον πρότερο σαματά. Του χτυπάει την πόρτα. Εκείνος ανοίγει. Ψάχνουν εξονυχιστικά το σπίτι, δεν βρίσκουν τίποτα. Κάνουν να φύγουν. Ο ήρωας αρχίζει να ακούει έναν θόρυβο, σιγανό, πνιχτό, επαναλαμβανόμενο... Τον χτύπο μιας καρδιάς. Τον χτύπο της καρδιάς του νεκρού. Τρελαίνεται. Παρανοεί. Παραδίνεται.
Καθάρματα, κραύγασα, μην προσποιείστε άλλο πια ότι δεν ακούτε το χτυποκάρδι! Ομολογώ την πράξη μου, ξηλώστε τις σανίδες! Εδώ, εδώ! Εδώ χτυπάει η απαίσια καρδιά του!
«Το αφήγημα», παραθέτω τα ίδια της τα λόγια, «Όπως μας διδάξατε προ ολίγου, είναι μια ψυχολογική μελέτη της ενοχής και συχνά στοιχίζεται με τον Μαύρο Γάτο. Και στα δύο ένας δολοφόνος καλύπτει προσεκτικά το έγκλημά του, θεωρεί ότι θα παραμείνει ως το τέλος ασύλληπτος, όμως τελικά καταρρέει και αυτοαποκαλύπτεται ωθούμενος από ένα ανυπόφορο αίσθημα ενοχής. Οτιδήποτε άκουσε ο ήρωας πριν την ομολογία του δεν ήταν παρά οι Ερινύες του», προσθέτω κατανυκτικά.
«Χμμμ», μουγγρίζει εκείνη μη έχοντας για τι να με ψέξει. «Πολύ σωστά». Το αυστηρό της ύφος μαλακώνει και νομίζω ότι διακρίνω ένα μικρό, αδιόρατο χαμόγελο θριάμβου στις άκρες του ρυτιδιασμένου της στόματος. «Εύγε, δεσποινίς Βάλενταϊν!»
Ουφ, ξεφυσάω νοερά βλέποντας τους συμμαθητές μου να αποστρέφουν τις αδιάκριτες ματιές τους από επάνω μου. Δεν ξεφτιλίστηκα. Καλό αυτό. Μου είχε λείψει να μην εξευτελίζομαι...
Αν και εδώ που τα λέμε, δε γλίτωσα απλά μια ντροπιαστική κατσάδα από την φιλόλογο, αλλά ανακηρύχτηκα η νέα αγαπημένη της φυλακόβια. Τι καλά!
Όταν έχω φύγει πια για τα καλά από το επίκεντρο της προσοχής, στρέφομαι προς τον Ζίρο.
«Είδατε τι μπορώ να καταφέρω όταν δεν έχω εσάς να με αποσπάτε, κύριε Βάλχοφ;», κάνω δεικτικά.
«Ναι», συγκατανεύει. «Το είδα πράγματι, δεσποινίς Βάλενταϊν. Προσφέρετε μετριοπαθή ικανοποίηση σε μια αποτυχημένη και πέρα για πέρα σιτεμένη φιλόλογο σωφρονιστικού Ιδρύματος, η οποία πάσχει από ανία, αγαμία, κατάθλιψη και έλλειψη αυτοεπάρκειας». Προσποιείται ένα βαριεστημένη χασμουρητό. «Αυτό θα μπορούσε να το πετύχει και μια αδέσποτη γάτα ή ένα οποιοδήποτε περιοδικό για σταυροβελονιά, αλλά δεν παύει να είναι πληκτικά εντυπωσιακό, μίζερα εντυπωσιακό. Συγχαρητήρια».
«Δεν παύει να είναι μια νίκη», προσκολλούμαι στην θετική πλευρά του πράγματος.
Κάνει ν' ανοίξει το στόμα του, ώστε να μειώσει το επίτευγμά μου και πιθανότατα να το συγκρίνει με την απαλλαγή του κόσμου από τα κτήνη που λέγονται Αθληταράδες, αλλά τον κόβω. Εγκαίρως. «Είναι η μόνη νίκη που με ενδιαφέρει προς το παρόν. Δεν φεύγω από εδώ μέσα και δεν αναλώνομαι σε τίποτε άλλο, εάν δεν μου παραχωρήσει η Άρτερτον το Νόμπελ Λογοτεχνίας ή έστω, εάν δεν χτυπήσει για διάλλειμα. Το 'πιασες;»
«Το 'πιασα. Εντάξει, λοιπόν... Θα περιμένω στωικά ως το διάλειμμα. Ποσώς με πειράζει. Βλέπεις, Μ. Θ. έχω όλη την αιωνιότητα δική μου... μπορώ να υπομείνω και να επιμείνω».
Θέλω να τον αγνοήσω, αλλά έχω μια τελευταία ερώτηση. «Τι στο καλό είναι Μ.Θ.;»
Με κοιτάζει σαν να ρωτάω το προφανές. «Μετά Θάνατον», λέει, «Άιντε...»
«Καλά», λέω. «Περίμενε μια αιωνιότητα».
«Ή ώσπου να χτυπήσει για διάλειμμα», με διορθώνει.
«Ή ώσπου να χτυπήσει για διάλειμμα», συμβιβάζομαι αδιάφορα.
Ο Ζίρο μοιάζει να ικανοποιείται τα τελικά. Πέφτει πίσω στο κάθισμά του, κοιτάζει το ταβάνι και, σχεδόν σαν να το επιβάλει με τη δύναμη της θέλησής του, το κουδούνι χτυπάει.
Να πάρει!
✖
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top