Κεφάλαιο 13: Υπενθύμιση: Να μην σκοτώσω κανέναν στο σχολείο σήμερα (μέρος 1)


Το καλό όταν στεγάζεσαι σε ένα μέρος σαν το Ντέιβις Πλέις είναι ότι είσαι 5 λεπτά από τα πάντα. 5 λεπτά από την τραπεζαρία, το πλυσταριό, την εκκλησία, την βιβλιοθήκη, το γήπεδο ποδοσφαίρου, τη σχιζοφρένεια, την κατάθλιψη και την αυτοκτονία ή το φόνο.

Μάλιστα αυτά τα τελευταία δύο ενδεχόμενα έχουν αρχίσει να βρίσκουν όλο και περισσότερο πρόσφορο έδαφος μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό. Έρχονται, φεύγουν κι επανέρχονται στις σκέψεις μου με τρομακτική συχνότητα και δεν θα ήταν υπερβολή εάν σας έλεγα πως τις τελευταίες ώρες διχάζομαι συνεχώς ανάμεσα στο να σκοτώσω τον εαυτό μου ή να σκοτώσω τους πάντες γύρω μου.

Ειδάλλως θα παραμείνω εγκλωβισμένη στα Τάρταρα. Αυτή είναι η εναλλακτική.

Δεν μου αρέσει καμία από τις επιλογές μου.

Παλεύω να βγάλω αυτά τα διλήμματα από το νου μου, να κλείσω νοερά κάποια πόρτα και να τα κλειδώσω απ' έξω, αλλά κάθε τέτοια απόπειρα είναι χάσιμο χρόνου. Το μυαλό μου έχει μετουσιωθεί σε ένα πεδίο μάχης.

Ποια πλευρά θα επικρατήσει;

Δεν γνωρίζω.

Το μόνο που ξέρω δίχως αμφιβολία είναι ότι ολάκερη τη νύχτα ξαγρύπνησα, έχοντας τα τελευταία λόγια του Ζεέρνεμποχ να κρέμονται επάνω από το κεφάλι μου σαν δαμόκλειος σπάθη:

Αυτό το Ίδρυμα δεν είναι μέρος για ανθρώπους, αλλά για κτήνη, μου είχε πει. Είναι μια ζούγκλα που ξεσκεπάζει την πραγματική φύση του καθενός. Το κυνήγι έχει αρχίσει, τα θηρία είναι ελεύθερα. Κι εσύ δεν μπορείς να είσαι ασφαλής εδώ μέσα. Κι αν δεν μπορείς να είσαι ασφαλής, τότε έχεις μόνο μια εναλλακτική: Να γίνεις θανάσιμη.

Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, γαμώτο, σκέφτομαι. Δεν θέλω να γίνω θανάσιμη, δεν θέλω να γίνω σφοδρή, βάναυση και φονική.

Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω. 

Θέλω να ζήσω. Θέλω να ζήσω... να ζήσω... να ζήσω... 

Να ζήσω...

Τόσο εξωφρενικό είναι;

Εάν με ρωτούσε κάποιος: Αντριάννα, τι περιμένεις να βρεις σήμερα το πρωί έξω από την πόρτα του κοιτώνα 41; τότε η απάντηση που θα του έδινα αβίαστα θα συνοψιζόταν σε: Μπελάδες, περιμένω μπελάδες.

Και γιατί όχι; Άλλωστε, οι μπελάδες αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου στο Ίδρυμα, αν όχι την καθημερινότητά μου αυτή καθεαυτή.

Με την φαντασία μου θα ενσάρκωνα πιθανότατα τους μπελάδες αυτούς ως τις Λατίνες που θα μου την είχαν στημένη απ' έξω για να με λιντσάρουν πάλι, ή ως κάποιο ύπουλο μπλόκο των Αθληταράδων. Βέβαια, εξίσου πιθανή θα ήταν και μια επίσκεψη από την αγαπητή Αυγουστίνα Μπένετ, η οποία θα είχε έρθει ως εδώ με μια λίμα νυχιών ανά χείρας, όχι για να βελτιώσει το παραμελημένο μου μανικιούρ, αλλά για να μου βγάλει τα μάτια, ένα ένα.

Αλλιώς θα ανάμενα τον Ζίρο με ένα ηλεκτρικό αλυσοπρίονο και μια μανιώδη εμμονή να κόψουμε κομματάκια όλους τους προαναφερθέντες.

Η αίσθηση που με πλημμυρίζει, όμως, όταν ανοίγω την πόρτα μου χωρίς να πέσω μούρη με μούρη με κανέναν από αυτούς τους ανισόρροπους είναι μια αίσθηση που δεν έχω νιώσει για εβδομάδες.

Αγαλλίαση. Καθαρή, ατόφια, γνήσια αγαλλίαση. 

Ο Κάι Γκρίνγουντ εμφανίζεται στο οπτικό μου πεδίο. Ο Κάι με το επιμελώς ατημέλητο, σχεδόν παρακμιακό πανκ λουκ, τα ξεχειλωμένα μαύρα converse, τα δεκάδες piercing στο πρόσωπο και τα αυτιά του και τα καστανά σαν μαόνι μαλλιά του στιλιζαρισμένα μόνιμα σε ατίθασα καρφάκια.

Τον κοιτάζω νιώθοντας λες και έχουν περάσει αιώνες ολόκληροι από την τελευταία μας συνάντηση. Πού είχε χαθεί τόσες μέρες; Πού είχε εξαφανιστεί; Και γιατί δείχνει τόσο... αλλιώτικος;

Είναι αυτός, αλλά την ίδια στιγμή δεν είναι. Μοιάζει διαφορετικός, άγνωστος, σαν να έχει έρθει ένας νέος Γκρίνγουντ για να εκτοπίσει αυτόν που ήδη ξέρω. Κανονικά, ο Κάι έχει μια παιδαριώδη γοητεία, μια αγορίστικη αφέλεια που τον χαρακτηρίζει και τον κάνει συμπαθητικό, σαν ένα μικρό, φιλικό, χαριτωμένο κουταβάκι με εθισμό στον μπάφο.

Παρόλα αυτά, καθώς τον κοιτάζω τώρα δεν εντοπίζω πουθενά αυτή την απλότητα, την έλλειψη επιτήδευσης, τουναντίον μοιάζει σφιγμένος και επιφυλακτικός, ενώ είναι τόσο πολύ συνοφρυωμένος που μπορώ να δω ξεκάθαρα πως θα είναι όταν γεράσει.     

«Κ-Κάι;», λέω απορημένα. «Γεια σου, ό-όλα καλά;»

Δεν απαντάει απευθείας, τα χείλη του πιέζονται σε μια λεπτή γραμμή.

«Αυτά είναι για 'σένα», μουρμουρίζει βεβιασμένα και χώνει στην αγκαλιά μου κάτι που δεν είχα προσέξει ότι κρατούσε πριν.

Κοιτάζω το αντικείμενο. Ύστερα τον ίδιο τον Κάι.

Εντάξει, τώρα είμαι ακόμη πιο απορημένη.

«Τι είν' αυτό;», μου βγαίνει να πω ασυναίσθητα. «Γ-γιατί μου το δίνεις;»

Στα χέρια μου κρατώ μια αυτοσχέδια ανθοδέσμη, ή έτσι νομίζω τουλάχιστον.

Διάφορες απροσδιόριστες πρασινάδες, λουλούδια του αγρού και αγριόχορτα, βάτα, τσουκνίδες, κισσοί κι άλλα περίεργα, αγκαθωτά φυλλώματα βρίσκονται ασφυκτικά τυλιγμένα σε ένα λαδωμένο κομμάτι μπεζ λαδόκολλας τυλιγμένο πρόχειρα με λεπτό σπάγκο.

Στάσου, τι γίνεται εδώ; Ο Κάι... μου φέρνει λουλούδια;

Μπερδεμένη ετοιμάζομαι να ζητήσω διευκρινίσεις, αλλά δεν προλαβαίνω.

Διότι με κόβει.

«Όχι», λέει αποτρεπτικά, σηκώνοντας αυστηρά το χέρι του σαν τροχονόμος που με προστάζει να παύσω. «Μην πεις τίποτα, Άντρι. Έχω καρφιτσώσει ένα σημείωμα στο μπουκέτο. Θέλω να του ρίξεις ένα βλέφαρο πρώτα και μετά να πεις ότι έχεις να μου πεις».

Η προτεταμένη παλάμη του είναι κατακόκκινη και ερεθισμένη και μαντεύω ότι για αυτό ευθύνεται η τσουκνίδα που μάζεψε για εμένα.

Δεν του είπε κανείς ότι προκαλεί φαγούρα;

Υπακούω φρόνημα κι αρχίζω να ψάχνω για το σημείωμα του, με τα ερωτηματικά μου να πυκνώνουν και να αιωρούνται μέσα στο μυαλό μου σαν σύννεφα επερχόμενης καταιγίδας. 

Τι τρέχει;

Κάπου ανάμεσα στα φύλλα και τα άγουρα μπουμπούκια ξεφυτρώνει μια λεκιασμένη χαρτοπετσέτα από την τραπεζαρία, διπλωμένη στα δύο σαν κάρτα. Την ανοίγω κι έρχομαι ξανά αντιμέτωπη με τις προχειρογραμμένες και ουκ ολίγον μουτζουρωμένες προτάσεις του Κάι. Προσπαθώ να αποβάλλω την σκέψη πως ακόμα και ένα πεντάχρονο θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί στην ορθογραφία και τη σύνταξη και διαβάζω το μήνυμα.

Αντριάννα,

Έμαθα. Και λιπάμε τόσο πολύ!

Η αλήθια ίνε ότι δεν-

Κοίτα, το ξέρω ότι φέρομε σαν βλάκας, αλλά δεν μπορώ καν να σου περιγράψω πόσο-

Ίμε ένας ένοχος ηλίθιος. Δεν έπρεπε να σε τραβύξω μαζί μου σε εκείνο το καταραμένο πάρτι. Ίταν λάθος μου, ένα από τα πολά...

Αυτό που θέλω να πω ίνε-

Δεν έπρεπε να καλέσω τον δέμονα ή να σε γεμίσω με θαύλες ελπίδες.

Σου ζητάω συγνόμη, Αντριάννα.

Ήπα ότι θα τα διορθώσω όλα, αλλά τα έκανα σκατά και απόσκα-

Τα έκανα θάλασα.

Το ξέρω.

Ξέρω ότι δεν σου αξίζω. Δε σ' αξίζει ένας αποτυχιμένος σαν εμένα για φίλος και θα το καταλάβω απόλητα εάν δεν θέλεις να με-

Δηλαδή, εγώ απλά-

Πίστεψέ με, ώμος, το μόνο που θέλω πάντα ίνε να βοηθήσω και ας δίχνουν το αντίθετο τα αποτελέσματα...

Θα με αφήσεις να σου το αποδίξω;

Αν νε δώσ' μου μια τελευταία ευκερία.

Αν όχι φέρε μου το μπουκέτο στη μάπα.

Η Έντνα μου είπε ότι τα φήλα της τσουκνίδας ίνε εξανθιματικά και όποιος τα ακουμπάει βγάζει βλατίδες και σπιθούρια.

Μακάρι να μου το 'λεγε πριν την κόψω, η παλιομαλακίσμεν-

Κάι :'(

Ε; Ορίστε; Έχω μείνει ενεή, εμβρόντητη διαβάζω το μήνυμά ξανά και ξανά από την πρώτη ως την τελευταία του γραμμή, θαρρείς και είναι κάτι πιο περίπλοκο και δυσνόητο και από την λίθο της Ροζέττας.

Έμαθα, μου έγραψε λακωνικά. Έμαθα.

Μπορώ να φανταστώ τι έμαθε. Στο Ντέιβις Πλέις οι φήμες εξαπλώνονται πιο γοργά από την πανούκλα την εποχή του Μεσαίωνα κι έτσι το νέο για την κλεμμένη μου αγνότητα, το μαντάτο για την χαμένη μου παρθενιά δεν είναι πια μαντάτο.

Είμαι ένας ένοχος ηλίθιος, σημείωσε λίγο παρακάτω. Ναι, οκέι, ο Κάι δεν είναι και καμία λαμπρή ιδιοφυία, ωστόσο γιατί αισθάνεται ένοχος; Η απάντηση μου ανταποδίδει το βλέμμα μέσα από την χαρτοπετσέτα. Δεν έπρεπε να σε τραβήξω μαζί μου σε εκείνο το καταραμένο πάρτι...

Αμφιθυμικά συναισθήματα με κατακλύζουν και δεν μπορώ παρά να νιώσω το πρώτο, μικρό κέντρισμα θυμού για το αγόρι που στέκεται εμπρός μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Κάι τα παίρνει όλα τόσο πάνω του. Είναι αλήθεια πως βρίσκεται πάντοτε εκεί όταν κακά πράγματα συμβαίνουν, έγινε αυτόπτης μάρτυρας στον θάνατο της Μία, του Τζέηκ και της Εστέλλα, οργάνωσε την σεάνς που βλακωδώς απελευθέρωσε τον δαίμονα και με συνόδευσε στο ξεφάντωμα της περασμένης Πέμπτης που αποδείχθηκε καταστροφικό.

Όλα αυτά όμως δεν τον καθιστούν ένοχο ή κακό ή διαβολικό, αφού ποτέ δεν θέλησε να βλάψει κανέναν μας.

Μπορεί να διεκδικήσει μονάχα ένα μικρό μερίδιο από τον εφιάλτη.

Όχι μεγαλύτερο από το δικό μου.

Δεν ξέρω πως ακριβώς να του δείξω την ενόχλησή μου για την μοιρολατρική του στάση, κι έτσι αρκούμαι στο να τον κατακεραυνώσω με ένα μου βλέμμα.

Αλλά, όπως είναι φυσικό, ο Κάι παρερμηνεύει την ματιά μου.

(Εδώ δεν συνεννοούμαστε με την κανονική ομιλία, η γλώσσα του σώματος θα μας σώσει;)

«Απλά πες το», λέει χαμηλόφωνα, χώνοντας τις κατακόκκινες παλάμες του στις φθαρμένες τσέπες του τζιν του. «Πες ότι η περίοδος Χάρυβδης τελείωσε για μένα και θα την κάνω από 'δω. 'Ντάξ;»

«Δεν σε αγριοκοιτάζω για αυτόν τον λόγο», του γρυλίζω. «Δεν έληξε η περίοδος Χάριτος, ποτέ δεν υπήρξε περίοδος Χάριτος μεταξύ μας! Σε αγριοκοιτάζω, διότι συμπεριφέρεσαι σαν κανένα ανίκανο, φαταλιστικό ζωντόβολο!»

«Τώρα», αντιγυρίζει άκεφα. «Θα σου απαντούσα αναλόγως, αλλά δεν ξέρω τι είναι φαλτα-φταλα-φαταλιστικό. Με το ανίκανο ζωντόβολο, όμως, είμαι πλήρως εξοικειωμένος».   

«Το βλέπω». Εξακολουθώ να στέκομαι στο κατώφλι κοιτάζοντάς τον, με την ενόχληση που νιώθω για δαύτον να αναβαθμίζεται σε εκνευρισμό και αργά αλλά σταθερά σε οργή. 

Ο Κάι έχει πραγματικά αφεθεί στην μοίρα του, σαν πλοίο ακυβέρνητο που σεργιανίζει δίχως καπετάνιο σε φουρτούνα στην μέση του Ατλαντικού ωκεανού. Νιώθει χάλια και δείχνει ακόμη χειρότερα. Η άλλοτε χαλαρή κορμοστασιά του είναι ζαρωμένη και μίζερη και αποπνέει μια κακομοιριά που μου προκαλεί αποστροφή, ενώ το πρόσωπό του είναι πρησμένο από τις συνηθισμένες του κραιπάλες. Το βλέμμα μου κατηφορίζει και προσέχω ότι το πάτωμα έξω από την πόρτα μου είναι σπαρμένο με αποτσίγαρα, απόδειξη πως όσο με περίμενε, κάπνιζε χόρτο σαν να μην υπήρχε αύριο.

«Φαταλιστής είναι ο μοιρολάτρης», τον ενημερώνω. «Που σημαίνει αυτός που σηκώνει τα χέρια ψηλά και περιμένει από την τύχη ή το κάρμα ή ότι άλλο υπάρχει να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του, ενώ ο ίδιος οφείλει να πράξει! Είναι ο αδρανής, ο άπραγος».

Ο Κάι μοιάζει με κινούμενο ερείπιο, είναι ένα συναισθηματικό ράκος, ασταθής και αφερέγγυος και πολύ, πολύ αυτοκαταστροφικός.

Θυμώνω μαζί του επειδή δεν προσέχει καθόλου τον εαυτό του.

Εάν η Μία μπορούσε να τον δει τώρα θα απογοητευόταν οικτρά.

Θυμώνω μαζί του επειδή εάν συνεχίσει έτσι, θα πρέπει να τον φροντίσει κάποιος άλλος, θα πρέπει να τον φροντίσω εγώ.

Και τέλος, θυμώνω επειδή θέλω και εγώ πιάσω τέλμα σαν εκείνον, να αφεθώ μοιρολατρικά, να απεργήσω από τη ζωή που μου φέρεται τόσο άδικα.

Θυμώνω επειδή γίνομαι σαν τον Κάι, γίνομαι ο Κάι.

Μα, περιέργως, μόλις το συνειδητοποιώ αυτό παύω να θυμώνω, να οργίζομαι ή να του κακιώνω. Ξέρω ότι περνάει δύσκολα, κι εγώ το ίδιο.

Στην αρχή η φλόγα της ελπίδας έφεγγε δυνατά μέσα του, η φλόγα της ελπίδας να αποκαταστήσει την αλήθεια, να βρει τις πολυπόθητες απαντήσεις. 

Για τη Μία, για χάρη της.

Και ξεκίνησε πράγματι να τις βρίσκει, μία μία, με πρώτη και κύρια την ανακάλυψη πως ναι, όντως υπάρχουν υπερφυσικές δυνάμεις, ακατανόητες ενέργειες, πλάσματα από το υπερπέραν. Ψυχές νεκρών, φαντάσματα, δαίμονες... όντα που κατέστησαν φανερό ότι ο θάνατος της Μία ήταν πολλά περισσότερα από μια κρίση επιληψίας.

Έπειτα, όμως, μετά την απώλεια του Τζέηκ και της Εστέλλα, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μια πολύ ζοφερή τροπή... και η αναζήτηση σταμάτησε.

Κι όμως, κάτι μέσα στον Κάι, κάτι μέσα σε εμένα έλεγε ότι είχαμε δει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Ότι είχαμε πολλά πράγματα να ανακαλύψουμε ακόμα, πολλά στοιχεία να φέρουμε στο φως.

Και φυσικά τα νιώθαμε σαν να ήταν δική μας ευθύνη.

«Κάι», λέω πιο μαλακά τώρα. Μπορώ ακόμα να διακρίνω εκείνη την παλιά φωτίτσα μέσα του, αλλά τώρα δεν είναι παρά μια αχνή, θαμπή λάμψη που τρεμοπαίζει. Δεν θέλω να την δω να σβήνει οριστικά. «Στράβωσα επειδή όπως γράφεις στο γράμμα σου, θεωρείς τον εαυτό σου έναν αποτυχημένο κλαψιάρη, και εγώ... εγώ δεν αντέχω να είμαι με έναν αποτυχημένο κλαψιάρη για φίλο μου. Επειδή είμαι και εγώ μια αποτυχημένη κλαψιάρα και χρειάζομαι κάποιον δυνατό και στιβαρό σαν βράχο για να με στηρίζει. Έχω ανάγκη από ένα απάγκιο ν' ακουμπήσω, ένα καταφύγιο».

Ο Κάι αναδεύεται νευρικά στη θέση του και χώνει τις παλάμες του πιο βαθιά στις τσέπες. «Στιβαρό σαν βράχο, ε;», επαναλαμβάνει κατσούφικα. «Κοίτα με, είμαι ένα μάτσο χάλια. Αυτός που ζητάς ακούγεται σαν τον Μαρς. Εγώ...», κομπιάζει. «Εγώ δεν είμαι βράχος...»

«Δεν θέλω τον Μαρς», διαφωνώ απευθείας.

Ή είμαστε μαζί σε όλο αυτό ή δεν είμαστε, Γκρίνγουντ. Μην μπλέκεις τον Μπιλ και την Γκουέν. Εκείνοι έχουν αναλάβει τα δικά τους καθήκοντα και ξέρω ότι θα τα φέρουν εις πέρας. Εσύ; Μην μου κάνεις πίσω τώρα...

«Και εγώ δεν είμαι βράχος», επιμένει παιδιάστικα.

Ξεφυσάω δυσανασχετώντας. «Ελαφρόπετρα, έστω;» Πες ναι.

«Καλά», υποχωρεί. «Ελαφρόπετρα ίσως, αλλά μόνο επειδή είμαι ελαφρόμυαλος και θα πηγαίνουν ασορτί». Βλέπω την αριστερή γωνία του στόματός του να τρεμουλιάζει, σχηματίζοντας ισχνά ένα αβέβαιο, αγορίστικο χαμόγελο και τότε τα πάντα μέσα μου λύνονται.

Ο Γκρίνγουντ επέτρεψε!

Ξαφνικά αισθάνομαι μια ακατανίκητη ανάγκη να τον αγγίξω. Πετάω την ανθοδέσμη της κακής ώρας στο πάτωμα και ορμάω κατά πάνω του. Ο Κάι παραπατάει στ' αλήθεια αιφνιδιασμένος και γελάει με ένα πνιχτό, αμήχανο γέλιο. Στο άκουσμά του ένα αίσθημα θέρμης με συνεπαίρνει.

Είναι εδώ, ο φίλος μου, ο βοηθός μου, ο συνοδοιπόρος μου είναι και πάλι πίσω!

Όταν ανακτά την κλονισμένη του ισορροπία τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με ζουλάει επάνω του.

Αδυνατώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που κάποιος με έκλεισε στην αγκαλιά του.

«Ελπίζω να έχεις μια καλή δικαιολογία που δεν με επισκέφτηκες στο αναρρωτήριο», ψιθυρίζω έχοντας θαμμένο το πρόσωπό μου στη λακκουβίτσα που ενώνει το λαιμό με τον ώμο του. «Οι μέρες που πέρασα εκεί μέσα ήταν σωστό μαρτύριο».

«Έχω», απαντά, δίχως να με απομακρύνει από επάνω του. Νομίζω πως έχουμε και οι δύο μας ανάγκη αυτή την σωματική επαφή, την εγγύτητα, την αλληλεγγύη. «Η κυρία στο αναρρωτήριο, αυτή η πενηντάρα με την ελαφριά, σλάβικη προφορά και τα καστανά μαλλιά που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν... ξέρεις ποιαν λέω, μου απαγόρευσε άρρηκτα να σε δω. Συνολικά ήρθα τρεις φορές στο αναρρωτήριο αλλά έφαγα πόρτα».

«Τι;», τινάζομαι, θαρρείς και με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Ο εναγκαλισμός λαμβάνει τέλος. «Η Πιλάρσκι σου απαγόρευσε ρητά να με δεις; Από πού κι ως πού; Με... με ποιο δικαίωμα;»

«Είπε ότι χρειαζόσουν ηρεμία και ξεκούραση και να αποφεύγεις τις συγκινήσεις και ότι άπαξ και της ζητούσα να με αφήσει να σε δω για τέταρτη φορά θα με έκανε πάσα στον Ίστμαν και εκείνος θα με έχωνε στην απομόνωση για αντίσταση κατά της αρχής».

«Α, την πολωνική νυφίτσα, έτσι σου 'πε;»

Νεύει.

«Είπε επίσης ότι γκρεμοτσακίστηκες από κάτι σκάλες», θυμάται μπερδεμένος. «Τι φάση;»

«Τίποτα», του πετώ συγχυσμένη. «Ακολουθεί οδηγίες να καλύψει τον Γκρίφιν και τους ομοίους του».

«Α, την πολωνική νυφίτσα», καγχάζει κι ο ίδιος χολωμένα.

«Ναι, στα λόγια μου έρχεσαι. Τέλος πάντων, άσ' την αυτή για την ώρα και κάνε μου μια περίληψη των όσων συνέβησαν όσο έλειπα. Θέλω να μάθω τι έχασα».

«Χμμμ, για να δούμε...», κάνει συλλογισμένα. «Θυμάσαι το βράδυ που κάναμε τη σεάνς; Λέω για τότε που ο Ίστμαν έπιασε εμένα, τον Τζέηκ και την Νιβ στα πράσα να καταπατάμε τον κανόνα απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις εννιά. Θυμάσαι που η Κονστάνς Ντέιβις μας υποχρέωσε να σουλουπώσουμε τον κήπο για τιμωρία; Ε, με την Νιβ ξεκινήσαμε να καθαρίζουμε το βορειοανατολικό ιγμόρειο του προαυλίου και από την ερχόμενη εβδομάδα θα αρχίσουμε και την δεντροφύτευση. Μας έχει βγει ο πάτος. Έκτακτη είδηση νούμερο 2: στην λειτουργία της Κυριακής οι Μετανοημένοι αρπάχτηκαν με τις Λατίνες επειδή κατά την γνώμη τους δεν είχαν ντυθεί αρκετά σεμνά, ώστε να εισέρθουν εις τον Οίκο του Κυρίου και έγινε το έλα να δεις. Έκτακτη είδηση νούμερο 3: έβαψαν τους τοίχους στο πλυσταριό μπλε ηλεκτρίκ και τώρα εάν θέλεις να πλύνεις ένα σώβρακο χρειάζεσαι εντομοκτόνο, όχι, άσ... ασφυξιογόνο μάσκα. Φίλε, δεν ήξερα ότι το νέφτι βρωμάει τόσο! Αναρωτιέμαι εάν μπορείς να μαστουρώσεις με την μυρωδιά. Τέλος πάντων, κάνε ότι δεν με άκουσες να λέω αυτό το τελευταίο. Είδηση νούμερο δεν-θυμάμαι: την Δευτέρα φάγαμε αυγά σκράμπλ που με έκαναν να συνειδητοποιήσω πώς θα ήταν η ιλαρά ένα σερβιριζόταν για μεσημεριανό. Αυτά σε γενικές γραμμές», καταλήγει. «Προσπάθησε πάντως να μην κατασκηνώσεις ξανά στο αναρρωτήριο, Άντρι, χάνεις πολύ σημαντικά πράγματα».

«Αυτά ήταν όλα;», ρωτάω, δύσπιστη που ένα μέρος σαν και το Ντέιβις Πλέις πέρασε έστω και λίγες ημέρες σε καταστολή.

«Μμμμ, ναι, ναι αυτά είναι όλα».

«Δεν σημειώθηκαν καθόλου περίεργα περιστατικά; Εξάρσεις έντονης βίας; Θανάσιμες επιθέσεις; Άτομα με κρίσεις; Σπασμούς; Αφρισμένα στόματα; Αναποδογυρισμένους βολβούς;»

«Όχι, κανείς δεν μας άφησε χρόνους», με διαβεβαιώνει. «Ξέρω για τι ανησυχείς και έχω να σου πω πως το... πλάσμα δεν εμφανίστηκε πουθενά και σε κανέναν».

Ώστε, ο δαίμονας είναι ακόμη άφαντος. «Υποθέτω ότι αυτό είναι ενθαρρυντικό σημάδι», μουρμουρίζω ανέλπιστα. «Έτσι;»

«Μάλλον», συμφωνεί.

Λίγα λεπτά αργότερα αφήνουμε τον κοιτώνα 41 πίσω μας και πιασμένοι χέρι χέρι αρχίζουμε να διασχίζουμε το Ντέιβις Πλέις όπως ο Χάνσελ και η Γκρέτελ το σκοτεινό δάσος.

Αν και η απουσία του τέρατος αποτελεί ένα μυστήριο που με ρίχνει στην αβεβαιότητα για το τι έπεται, προς το παρόν νιώθω πραγματική ευφροσύνη που έχω τον Κάι μαζί μου. Επειδή με τον Κάι μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους φόβους και τις ίδιες ελπίδες. Συμπάσχουμε. Επειδή ο Κάι καταλαβαίνει, καταλαβαίνει περισσότερο από όσο θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει ο Τόμας ή η Αϊλίν Βάλενταϊν, ο Μπιλ ή η Γκουέντολιν Μαρς. Ή ο Ζίρο.

Βέβαια, ο νεκρός τρόφιμος επιμένει κάθε λίγο και λιγάκι ότι έχουμε αδιάσειστα κοινά να μας ενώνουν, ότι είναι σαν εμένα, ότι έχει βρεθεί στην θέση μου και ξέρει πώς είναι. Και παρότι δεν τον αμφισβητώ, δεν μπορώ να τον αφήσω να αντικαταστήσει τον Κάι.

Ο Κάι είναι αναντικατάστατος. Είναι στο πλάι μου από την αρχή, είναι καλόκαρδος, μεστός, φιλικός, περιποιητικός και ευκολοδιάβαστος σαν ανοιχτό βιβλίο.

Ο Ζίρο αντίθετα μου φανερώθηκε από το πουθενά και παρότι έχει αγνές προθέσεις και ιδανικά αξιοθαύμαστα, είναι επικίνδυνος με τον τρόπο του. Η αλληλεπίδρασή μαζί του με αποσταθεροποιεί, με αναστατώνει και γεμίζει το μυαλό μου με παράτολμες σκέψεις, σκέψεις ολέθριες που κανονικά δεν θα έπλαθα ποτέ μου.

Μια άλλη διαφορά τους έγκειται στην πνευματική οξυδέρκειά τους.

Ο Ζίρο είναι τετραπέρατος και μιλά σαν ειδήμονας επί παντός επιστητού, ο Κάι δεν ξέρει καν τι θα πει οξυδέρκεια.

Συνεχίζοντας, ο Κάι είναι πάντα εδώ όταν τον χρειάζομαι, ο Ζίρο απ' την άλλη, είναι σαν γάτα, μυστηριώδης, αψυχολόγητος, απόμακρος και κάπως αλαζονικός, έρχεται όταν το θέλει, όχι όταν το θέλεις.

Ο Κάι είναι ο βράχος μου ή η ελαφρόπετρά μου, ο Ζίρο απέχει έτη φωτός από αυτό. Με τυραννάει αλύπητα λες και αυτός είναι ο σκοπός της ζωής (ή του θανάτου) του. Είναι μεγάλο, κολοσσιαίο ταλέντο στην αποδιοργάνωση και ταραξίας με «Τ» κεφαλαίο.

Με τρελαίνει και με βγάζεις συνεχώς εκτός εαυτού!

Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, που είναι τα ξεθωριασμένα κοντέινερ που αποτελούν τις αίθουσες διδασκαλίας, έχω εκτιμήσει τον Κάι δέκα φορές περισσότερο.

Τελικά έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται πως η πρώτη εντύπωση τείνει να είναι λάθος.

Πρέπει να χωριστούμε, καθώς εγώ έχω αγγλική λογοτεχνία με την δεσποινίς Άρτερτον, ενώ ο Κάι έχει Άλγεβρα με τον κύριο Λοκ.

Αφήνουμε ο ένας το χέρι του άλλου και ετοιμαζόμαστε να πάρουμε διαφορετικό δρόμο, αλλά προτού αυτό συμβεί, τον σταματώ λέγοντας: «Κάι;»

Λέει: «Ναι;»

«Θέλω να ξέρεις ότι για εμένα είσαι ένας ακριβοθώρητος φίλος», λέω.

Χαμογελάει υπερήφανα. «Αλήθεια το λες;»

«Φυσικά», λέω.

«Σε ευχαριστώ», απαντά.

«Παρακαλώ».

Είναι έτοιμος να κάνει μεταβολή και να μπει στην τάξη του, όταν ξαφνικά κοντοστέκεται. «Άντρι;»

«Ναι;», κάνω καρτερικά.

Λέει: «Τι είναι ακριβοθώρητος;»

Χαμογελάω. Φυσικά και του δημιουργήθηκε αυτή η απορία...

  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top