Κεφάλαιο 12: Τ' ανθρώπινα όντα πάντοτε θα σε προδίδουν
✖
Δικαιούσαι αυστηρά ένα τηλεφώνημα μια φορά την εβδομάδα, μου είχε εξηγήσει η Έντνα την πρώτη μου ημέρα στο Ίδρυμα.
Μα.... είχα σκεφτεί αμέσως με πικρία. Μα μόνο ένα τηλεφώνημα; Μια φορά την εβδομάδα;
Περνώντας την ανεμοδαρμένη πύλη του Ντέιβις Πλέις είχα αποχαιρετήσει τον έξω κόσμο και όλες τις σύγχρονες πολυτέλειες του 21ου αιώνα, όπως το facebook, το instagram, το twitter ή το youtube ή κάθε άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Και σαν να μην έφταναν αυτές οι στερήσεις, με ανάγκασαν να παραδώσω και το πολυαγαπημένο μου iPhone, γεγονός που θα οδηγούσε οποιαδήποτε άλλη, φραγκάτη και μονίμως δικτυωμένη Νεοϋορκέζα έφηβη να βγάλει φλύκταινες.
Όχι όμως κι εμένα. Εμένα με οδήγησε με ιλιγγιώδη, τερματική ταχύτητα να τρακάρω με την συνειδητοποίηση του πόσο απόλυτα, πόσο απελπιστικά μόνη θα ήμουν στο εξής.
Εγκαταλελειμμένη.
Αποκομμένη.
Από όλους κι από όλα.
Άραγε οι γονείς μου το γνώριζαν εξ αρχής πως το Ντέιβις Πλέις θα μείωνε τόσο τραγικά πολύ την επικοινωνία μας; Ή πρόσμεναν πως θα κάναμε κλήσεις και βιντεοκλήσεις κάθε μέρα; Κι εάν συνέβαινε το δεύτερο... είχαν ήδη αρχίσει να θρηνούν την έλλειψη επικοινωνίας με την μοναχοκόρη τους;
Ετούτες ήταν μερικές από τις σκέψεις που ταλάνιζαν το νου μου τον πρώτο καιρό. Παρόλα αυτά, ο χρόνος που έχουμε περάσει χώρια με τους δικούς μου, έχει δώσει απαντήσεις σε πολλά από τα πρότερα ερωτήματά μου και πλέον ξέρω πως όχι, ο πατέρας και η μητέρα δεν θέλουν διακαώς να με δουν ή να με ακούσουν. Δεν καίγονται.
Είναι κι εκείνοι αποκομμένοι. Κατ' επιλογήν.
Αφότου ο Ζίρο κι εγώ πολιορκήσαμε και υπεραναλύσαμε τις έννοιες ζωή, θάνατος, δικαιοσύνη κι εκδίκηση, θάρρος και Θεέ-μου-τι-κότα-που-είσαι-ρε-Αντριάννα, εκείνος εξαφανίστηκε ανικανοποίητος, ενώ εγώ το έβαλα ξανά στο πόδια. Μα ετούτη την φορά, εν αντιθέσει με όλες τις προηγούμενες, ήξερα καλά προς τι κατευθυνόμουν.
Τους τηλεφωνικούς θαλάμους που στοιχίζονταν στην στροφή του διαδρόμου.
Στο κάτω κάτω δικαιούμουν ένα τηλεφώνημα μια φορά την εβδομάδα, σωστά;
Άνοιξα την πόρτα του ενός θαλάμου κι όρμησα βιαστικά στο εσωτερικό του. Μετά, δίχως καμία καθυστέρηση άρπαξα το ακουστικό και γαντζώθηκα από πάνω του, θαρρείς και ήταν σανίδα σωτηρίας.
Πληκτρολόγησα το σταθερό του σπιτιού των Βάλενταϊν στη Νέα Υόρκη και περίμενα εναγωνίως.
«Άντε...», έσκουξα στο λιγδιασμένο ακουστικό. «Σηκώστε το, σηκώστε το, σηκώστε το...»
Ανυπομονούσα απίστευτα για το υπόκωφο κλικ που θα σηματοδοτούσε την εμφάνιση του Τόμας ή της Αϊλίν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ανυπομονούσα να τους ενημερώσω για όλη την ηθική παρεκτροπή που λάμβανε χώρα εδώ, για όλη την σήψη και την ανθρώπινη ρυπαρότητα που βασίλευαν σ' ετούτον τον ακάθαρτο τόπο, λαχταρούσα όσο τίποτε να τους δω να έρχονται απευθείας εδώ για να με πάρουν πίσω. Στο σπίτι.
Εντούτοις, οι φωνές τους δεν ακούστηκαν ποτέ μέσα από το ακουστικό, το μόνο που ακούστηκε ήταν το μονότονο του του του του τουουουτ της γραμμής που παρέμενε μετέωρη, έως ότου έπεσε.
Και μαζί της έπεσε και η καρδιά μου σε ένα κατάμαυρο, βαθύ χαντάκι.
Δεν έχεις πια γονείς, εισβάλουν τώρα τα λόγια της Κονστάνς στο μυαλό μου και καρφώνονται εκεί σαν πρόκες, από την στιγμή που πέρασες την πύλη του Ιδρύματός μου, μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ορφανό ή απόκληρο.
«Έχει δίκιο», συνειδητοποιώ, καθώς ολόκληρος ο κόσμος μου εκρήγνυται σε χίλια κομμάτια. «Η απαίσια μέγαιρα έχει δίκιο. Είμαι ορφανή, είμαι απόκληρη, είμαι μόνη...»
Μόνη. Ναι, αυτή είναι η λέξη κλειδί, η φρικτότερη λέξη σε όλη την Αγγλική γλώσσα. Μόνη.
Λέξεις όπως βιασμός, φόνος, θάνατος δεν πιάνουν μια μπροστά της.
Λέξεις όπως Κόλαση και Καθαρτήριο δεν είναι παρά φτωχά συνώνυμα.
Μόνη.
Είμαι μόνη μου.
Μόνη στο Ντέιβις Πλέις, την Κόλαση της Κόλασης επί της γης...
Ο Θεός μου δεν μπορεί να με δει εδώ πέρα...
✖
Αναπόδραστα προχωράω στο σχέδιο Γ. (Το Α ήταν να ζητήσω την αρωγή του ψυχοθεραπευτή κι της διευθύντριας, αλλά απέτυχε παταγωδώς, το σχέδιο Β να καλέσω τους γονείς μου και να τους αποκαλύψω την αλήθεια, αλλά κι αυτό ναυάγησε. Το Γ περιλαμβάνει καταγγελία του Ντέιβις Πλέις κι όσων το κυβερνούν μέσα από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της βιβλιοθήκης, εάν καταφέρω να αποκτήσω πρόσβαση σε αυτούς βέβαια. Όσο για το σχέδιο του Ζίρο, το σχέδιο μαζικού μακελέματος αυτό είναι σίγουρα το σχέδιο Δ, επειδή ΔΕΝ το συζητάω καν).
Αποθαρρυμένη και απογοητευμένη διαβαίνω το τούβλινο κατώφλι της παλιάς, ερημωμένης βιβλιοθήκης του Ντέιβις Πλέις. Δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση που οι συνοικότροφοι μου δεν συρρέουν και δεν συνωστίζονται ανά μάζες εδώ μέσα, καθώς οι περισσότεροι δείχνουν σαν άτομα που δεν σκαμπάζουν καν από γραφή κι ανάγνωση. Παρόλα αυτά μου κάνει εντύπωση που η βιβλιοθήκη του Ιδρύματος είναι ένα αξιοπρεπές και λειτουργικό μέρος. Ακόμη κι ευχάριστο.
Είναι ένα μεγάλο, ορθογώνιο κτήριο δύο ορόφων από καστανοκόκκινα τούβλα, γκρίζα πέτρα και ζεστό ξύλο.
Προχωρώντας στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης βλέπω ότι οι τοίχοι είναι γεμάτοι με βιβλία και τα παραφορτωμένα ράφια φτάνουν τόσο ψηλά που κάθε τόσο είναι τοποθετημένες μπροστά τους σκάλες με ροδάκια. Ανά διαστήματα έχουν τοποθετηθεί μακρόστενα τραπέζια με καρέκλες και μικρά εύχρηστα φωτιστικά για τους αναγνώστες και τους λάτρεις των βιβλίων.
Περίμενε... για ποιους; Κανείς δεν φαίνεται να μελετά ιδιαίτερα εδώ γύρω...
Συνεπώς ολόκληρη η εγκατάσταση πάει στράφι. Θλιβερό.
Υπεύθυνη της βιβλιοθήκης, καθώς και της προφύλαξής της από τους εμπρηστές μας, είναι η Άρτερτον, η καθηγήτρια που πασχίζει να διδάξει στα δίποδα ζώα που έχω για συμμαθητές λογοτεχνία, πεζογραφία και ποίηση.
«Δεσποινίς Βάλενταϊν», με προσφωνεί όταν με βλέπει. Απιθώνει το φθαρμένο, ταλαιπωρημένο αντίτυπο από την Μεταμόρφωση του Κάφκα που διαβάζει στην άκρη και σηκώνεται όρθια, ψηλόλιγνη σαν οδοντογλυφίδα. «Καλώς όρισες στην βιβλιοθήκη μας», λέει. Με νευρικές κινήσεις ισιώνει το στενό, ανθρακί σακάκι της παρόλο που δεν είναι στραβά. Έπειτα με κοιτάζει πίσω από τα γυαλιά της με το βλέμμα της ατόφιας περιέργειας.
Γιατί στο καλό με κοιτάζει έτσι; αναρωτιέμαι, μα δεν αργώ να καταλάβω. Ω, μάλιστα... Η Άρτερτον, όπως και όλοι οι υπάλληλοι, ξέρει... Έμαθε σε τι με υπόβαλαν οι Αθληταράδες και προσπαθεί να το δει, να το διακρίνει επάνω μου, να βρει κάποια διαφορά ανάμεσα στον παλιό, αγνό εαυτό μου και αυτή τη νέα, βασανισμένη μου εκδοχή.
Ωστόσο, όσο κι αν ταξιδεύει επάνω μου η αδιάκριτη ματιά της, η Άρτερτον δεν μπορεί να βρει αυτό που ψάχνει. Χαμηλώνει το βλέμμα.
«Πώς θα μπορούσα να σε εξυπηρετήσω;», καθαρίζει τον λαιμό της.
«Θέλω κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή αυτό τον καιρό κι έτσι αποφάσισα να κάνω μια εκτενή έρευνα για τον Έρνεστ Χέμινγκγουει», λέω ψέματα. «Φοβάμαι όμως πως οι πληροφορίες που χρειάζομαι δεν υπάρχουν σε έντυπη μορφή. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσω τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σας».
«Χμμμ...», μουγγρίζει. «Για τον Έρνεστ Χέμινγκγουει, ε; Ανέκαθεν υπήρξε ένας από τους αγαπημένους μου λογοτέχνες».
Χέστηκα.
«Σκέφτεσαι να επικεντρωθείς σε κάποιο συγκεκριμένο έργο του;», συνεχίζει.
«Ε... δεν θα το 'λεγα», απαντώ όσο πιο αόριστα γίνεται. Ας μην μπαίνουμε σε λεπτομέρειες...
«Κακώς», με μαλώνει. «Η αναφορά στα μεγαλύτερα πονήματά του θα προσέδιδε μονάχα βάθος και κύρος στην έρευνά σου».
Ξαναχέστηκα, απλώς άσε με να χρησιμοποιήσω τους αναθεματισμένους υπολογιστ-
«Σε βλέπω να πέφτεις σε περισυλλογή. Έκτακτα», χτυπάει μικρά, συγκρατημένα παλαμάκια με τις παλάμες των χεριών της. «Μου φαίνεται ότι ήδη πείσθηκες. Θα σε ξαναρωτήσω, λοιπόν... Με ποιο έργο του σκέφτεσαι να καταπιαστείς».
Να τες, τόση ώρα προσπαθώ να παρακάμψω τις επικίνδυνες ερωτήσεις που απαιτούν συγκεκριμένες απαντήσεις και μπορούν να ξεσκεπάσουν την μπλόφα μου, αλλά να τες.
Σκαλίζω τα τοιχώματα της μνήμης μου, τι στο καλό έχει γράψει ο Χέμινγκγουει; Θυμάμαι την Άρτερτον να μας μιλάει κάποτε για την αλληγορική ιστορία ενός καπετάνιου, ο οποίος κυνηγούσε μανιασμένα ένα γιγάντιο ψάρι, θέλοντας να πάρει την εκδίκησή του, δίχως στο τέλος να τα καταφέρνει... Αχ, έλα... πώς το 'λέγαν εκείνο το βιβλίο;
«Μόμπι Ντικ;», δοκιμάζω, αλλά εάν κρίνω από το ύφος της, πέταξα κοτσάνα. «Ξέρετε, εννοώ, τον μύθο για τον, εε, καπετάνιο που κυνηγούσε την μεγάλη, λευκή φάλαινα...;»
«Ψαράς. Ο Σαντιάγο ήταν Κουβανός ψαράς που πάσχιζε επί 85 ημέρες να πιάσει έναν ξιφία. Και το έργο στο οποίο αναφέρεσαι είναι Ο Γέρος και η Θάλασσα. Ο Μόμπι Ντικ είναι έργο του Χέρμαν Μέλβιλ».
«Σωστάαα...», κάνω σέρνοντας την λέξη, προσπαθώντας να τα κουκουλώσω κάπως. «Βλέπετε λοιπόν γιατί χρειάζομαι τον υπολογιστή; Σαλάτα τα έχω κάνει».
Χαχανίζω αμήχανα.
Η Άρτερτον με κοιτάζει άτεγκτα, θαρρείς και δεν αξίζω μήτε ένα της χαμόγελο, αφού δεν μπορώ να ξεχωρίσω τον ψαρά του Χέμινγκγουει από τον καπετάνιο του Μέλβιλ.
«Δεύτερος όροφος», λέει τελικά, με ένα ξερακιανό, ένρινο τόνο. «Όλο αριστερά, στο βάθος. Για να χρησιμοποιήσεις τους υπολογιστές πρέπει να γράψεις το όνομά σου στη λίστα και να περιμένεις τη σειρά σου. Υπάρχει χρονικός περιορισμός στη χρήση: δέκα λεπτά αν περιμένει και κάποιος άλλος, είκοσι λεπτά αν δεν υπάρχει ουρά. Προσδοκώ να συνειδητοποιήσεις την τεράστια διαφορετικότητα και σπουδαιότητα των δύο αυτών δημιουργών και να ερευνήσεις σε βάθος τα αριστουργήματά τους, δεσποινίς Βάλενταϊν».
Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι... «Μείνετε ήσυχη», απαντώ λιτά.
Ύστερα εκτινάσσομαι σαν σαΐτα προς την στριφογυριστή σκάλα που οδηγεί στο επάνω πάτωμα.
✖
Το να πω πως με πιάνει ανυπομονησία βλέποντας τους δύο υπολογιστές του παγωμένου, ψηλοτάβανου δωματίου κατειλημμένους από κάποια κορίτσια, θα είναι τουλάχιστον ο ευφημισμός της χρονιάς.
Δεν ανυπομονώ απλώς, στέκομαι επάνω σε αναμμένα κάρβουνα.
Από την άλλη πλευρά, η Νιβ και η Εχάντι (μια τρόφιμος που δεν έχω ξαναδεί), οι οποίες έχουν στρογγυλοκαθίσει εδώ και μισή ώρα μπροστά απ' τις σκονισμένες οθόνες μονοπωλώντας τες, δεν φαίνονται να συμπάσχουν.
Δείχνουν σαν άτομα που έχουν απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή τους για σκότωμα.
Σκότωμα είπα; Ω, να πάρει, γιατί το είπα τώρα αυτό; Η λέξη ετούτη γεννά αθέμιτους συνειρμούς στο μυαλό μου κι εγώ πασχίζω να αποδιώξω ξανά τον Ζεέρνεμποχ από τις ταραγμένες μου σκέψεις...
Ρίχνω ένα άγριο (λέμε τώρα...) βλέμμα στη Νίβ που κάθεται στον έναν υπολογιστή.
«Τι;», με ρωτάει η Νιβ με ύφος αθώας περιστεράς. «Γράφω ένα μέιλ!»
Δεν το χάφτω.
«Περιμένω παραπάνω από δέκα λεπτά, και δε γράφεις μέιλ. Κοιτάς άντρες χωρίς πουκάμισο», της χρεώνω.
Με αυτό νομίζω ότι την έχω βάλει στη θέση της, αλλά η Νιβ είναι πάντα η Νιβ. Αναδεύεται στο κάθισμά της, χωρίς να το αφήσει. Η αταίριαστα αφελής της έκφραση πονηρεύει σταδιακά και τα ωραία, μαύρα μάτια της σπιθίζουν παιχνιδιάρικα. «Αν θες μπορείς να έρθεις να κάτσεις δίπλα μου, Βάλενταϊν, για να ζαχαρώσεις κι εσύ αυτά τα μωρά...»
Καλά, εντάξει, είναι αδιόρθωτη. «Όχι, ευχαριστώ», αποκρίνομαι.
Αρκετά γυμνά μωρά είδα τoν τελευταίο μήνα, δεν στα 'πανε;
«Έλα ρε κρύφο-σαχλοκούδουνο, μόλις ανακάλυψα ένα νέο σάιτ γνωριμιών που έχει φοβερό ενδιαφέρον», επιμένει. «Λέγεται Έλα να ξεσκιστούμε, ντάρλινγκ και έχω ήδη σταμπάρει κάτι καλά κομμάτια. Μπορεί να βρούμε και κανέναν του γούστου σου».
«Δεν είναι αυτό το ζητούμενο». Δαγκώνω τη γλώσσα μου και στρέφομαι προς το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Βράζω, γιατί καίγομαι να μπω στο διαδίκτυο και δεν ξέρω πώς να απαντήσω όταν η Νιβ με τσιγκλάει.
Περνάει περίπου ένα ακόμη τέταρτο της ώρας ώσπου η Νιβ και η Εχάντι να δεηθούν να φύγουν, αλλά μόλις το κάνουν ορμάω ασυγκράτητα στον υπολογιστή της πρώτης. Αν και τόση ώρα αδημονούσα να πάρω θέση μπροστά από το παλαιολιθικό μηχάνημα, τώρα που το καταφέρνω... διστάζω.
Ξέρω πως πρέπει να συντάξω την καταγγελία μου και να την στείλω σε κάποιον αρμόδιο, αλλά πώς θα την συντάξω έτσι ώστε να γίνει πιστευτή και ακόμη ποιος θα είναι ο παραλήπτης της;
«Ας ξεκινήσουμε από τα υψηλά πατώματα», μουρμουρίζω αγχωμένα στον εαυτό μου. «Υπουργείο Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σου 'ρχομαι».
Δέκα αργόσυρτα, βασανιστικά λεπτά αργότερα ο υπολογιστής εξασφαλίζει αναλογική σύνδεση στο διαδίκτυο. Πληκτρολογώ την ονομασία του Υπουργείου στο Google και γυροφέρνω τα δάχτυλά μου πάνω από το enter, με τον φόβο ότι αν περάσω αυτό το στάδιο και βρεθώ σε απόσταση αναπνοής από την επίτευξη του στόχου, θα συμβεί πάλι κάτι που θα ματαιώσει τα σχέδια μου και θα συνθλίψει τις ελπίδες μου.
Αλλά πάλι... τι μπορεί να συμβεί; Είμαι εδώ και ο υπολογιστής είναι εδώ και οι λέξεις ξεχύνονται από τα δάχτυλά μου και εγώ το κάνω, πραγματικά το κάνω.
Είμαι online.
Περίπου.
Πρέπει να περιμένω να φορτώσει η σελίδα. Οι υπολογιστές είναι πιο παλιοί κι απ' την Ακρόπολη και η σύνδεση αργή, σέρνεται σαν μισοπατημένο σαλιγκάρι. «Έλα...», ψιθυρίζω στην οθόνη, προσπαθώντας μάταια να επισπεύσω τη διαδικασία. «Έλα, έλα, έλα...»
Επιτέλους γραμμή τη γραμμή εμφανίζεται η σελίδα που θέλω, έχει φορτώσει κατά το ένα τέταρτο όταν αρχίζω να ψυλλιάζομαι πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά. Ανεβαίνει η μισή σελίδα, και...
«Γαμώ την καταδίκη μου πια!», ξεσπάω κοπανώντας τις μικρές, σφιγμένες μου γροθιές στο πληκτρολόγιο. Η ακόλουθη πρόταση μου ανταποδίδει χλευαστικά το βλέμμα μέσα από την οθόνη:
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΈΝΟ.
Δεν έχετε άδεια πρόσβασης σε αυτή την ιστοσελίδα.
✖
«Πάρε το απόφαση», ψελλίζω στον εαυτό μου μεμψιμοιρώντας τρεις ώρες αργότερα. «Όλα εις μάτην βαδίζουν. Δεν θα εξιλεωθείς, Άντρι, δεν θα εξιλεωθείς».
Προσπάθησα πάμπολλες φορές να σπάσω το μπλοκάρισμα των ιστοσελίδων, κλίκαρα σε εκατοντάδες συνδέσμους, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν ήμουν και καμία διάνοια όσον αφορούσε τους Η/Υ. Κι επιπλέον, ήταν ευκατανόητο πως ακόμη κι εάν ήμουν κάποια μεγαλοφυής χάκερ, το Ντέιβις Πλέις δεν σκόπευε να μου παραχωρήσει ούτε μια τόση δα χαραμάδα στον έξω κόσμο.
Τώρα, βέβαια, το πώς στην ευχή κατόρθωσε η Νιβ να κάνει μπανιστήρι ημίγυμνους σεξομανείς που σεργιάνιζαν στον Κυβερνοχώρο... αυτό παραμένει μυστήριο.
«Οι υπολογιστές σας δεν μου δίνουν πρόσβαση στο διαδίκτυο», είχα ενημερώσει την Άρτερτον. Εκείνη με κοίταξε με το ενοχλημένο Διαβάζω τώρα ύφος της, αλλά στο τέλος έβαλε ξανά στην άκρη τον Κάφκα και με ακολούθησε ως το δεύτερο πάτωμα, ώστε να διαπιστώσει ποιο ήταν το πρόβλημα.
«Τώρα καταλαβαίνω», η καθηγήτρια διατύπωσε μεγαλόφωνα τις σκέψεις της με χλιαρό ύφος. «Έχουμε απαγορεύσει την είσοδο των τροφίμων μας σε όλες τις πιθανές ιστοσελίδες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να φαλκιδεύουν το Ίδρυμά μας. Πιθανότατα η ιστοσελίδα που αναζητάς συγκαταλέγεται σε εκείνες».
Αρνούμουν να συμβιβαστώ με όσα μου έλεγε, καθώς ήταν επιτακτική ανάγκη να αποκτήσω πρόσβαση στην σελίδα του Υπουργείου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ή οποιαδήποτε παρεμφερή σελίδα, τέλος πάντων.
«Μα πρέπει να ερευνήσω τον Μόμπι Ντικ!», υπερθεμάτισα. «Εξωνυχιστικά».
«Τον Γέρο και την Θάλασσα», με διόρθωσε.
«Ναι, καλά, ναι», υποχώρησα μεμιάς. «Σόρρυ, αυτόν εννοώ. Έχω κολλήσει λίγο Γκρίνγουντίαση. Θα με βοηθήσετε;»
«Καλώς», η Άρτερτον αναστέναξε συγκαταβατικά κι έπειτα έγειρε πάλι πάνω από την προϊστορική οθόνη και έπιασε το ποντίκι ανά χείρας.
Εγώ στεκόμουν στο πλάι της, χρονομετρώντας το κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε σαν βόμβα πριν την έκρηξη, ενώ εκείνη επιδιδόταν σε διάφορες διαδικασίες για να αναιρέσει το μπλοκάρισμα του κομπιούτερ.
Ωστόσο, κάποια στιγμή η εξώλης και προώλης ιστοσελίδα που είχε τόσο ενθουσιάσει την Νιβ επανεμφανίστηκε απροειδοποίητα μπροστά μας.
Δυστυχώς, η Άρτερτον, η ανύπαντρη κι ανέραστη εξηντάρα φιλόλογος, δεν έδειξε τον ανάλογο ενθουσιασμό, παρά μόνο απόμεινε να κοιτάζει την οθόνη με τα μάτια της γουρλωμένα πίσω απ' τους τετράγωνους φακούς των γυαλιών της.
«Αυτό είναι αρκετά...», δίστασε ανίκανη να περιγράψει το θέαμα. «Ποιητικό, αλλά δεν θυμίζει και τόσο Χέμινγκγουει», αποφάσισε με το ύφος κάποιας που ετοιμάζεται για εγκεφαλικό επεισόδιο. «Δεν θυμίζει καν Μέλβιλ».
Και είχε δίκιο. Ο τσίτσιδος πλην λαδωμένος συνομιλητής της Νιβ, ονόματι HotDick δεν είχε καμία σχέση με τον Μόμπι Ντικ ή τον Γέρο και την Θάλασσα...
«Εεε...», τραύλισα ανόητα, παρακολουθώντας την ξεφτίλα μου να αποκτά καθέτως ανοδική πορεία, να εκτοξεύεται και να σκάει σαν ρουκέτα προς το διάστημα. «Εεε... δηλαδή... εεε...».
Η Άρτερτον με αγνόησε. Μετά από λίγο κατάφερε να μισοκλείσει τα έκπληκτα μάτια της, τα οποία ήθελαν λίγο ακόμα για να πεταχτούν απ' τις κόγχες τους, μόνο και μόνο για να εντρυφήσει λίγο πιο βαθιά μέσα στην υπερδραστήρια, σεξουαλική ζωή της Νιβ, την οποία πίστευε ότι κατείχα εγώ.
«HotDick», η καθηγήτρια διάβασε το ψευδώνυμο του τύπου. «Είσαι σκέτη καύλα, φωτιά και λάβρα», η φωνή της γυναίκας έτρεμε, αλλοιωμένη απ' τη δυσπιστία, μη μπορώντας να πιστέψει τα αίσχη που ξετυλίγονταν επί της οθόνης. «Λυσσάρα99: Dick, να είσαι καλός μαζί μου, τρυφερός και στοργικός... Δεν σου το έχω πει, αλλά... είμαι παρθένα».
Η Άρτερτον δείχνει απολύτως αποτροπιασμένη, μα και τόσο μαζοχιστικά αιχμαλωτισμένη από τον ηδονοθηρικό χαρακτήρα του chat που δεν μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση. «Αλήθεια; Παρθένα;», προχωρά παρακάτω. «Δεν θα είσαι για πολύ, Λυσσάρα99, γιατί εγώ θα στο κάνω μεγάλο και φαρδύ σαν σωλήνα από Pringles».
Σε εκείνο το σημείο η γυναίκα τινάχτηκε όρθια, θαρρείς και την είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Δεσποινίς Βάλενταϊν, απαιτώ εξηγήσεις! Τι είναι ετούτη η αιδώς;»
«Κ-κ-κοιτάξ-ξ-ξτε...», κεκέδισα. «Μπ-μπορώ να σ-σ-σας εξηγήσω...»
Για άλλη μια φορά είχα βρεθεί στην γνωστή μου θέση, την θέση του γεμάτου ενδοιασμούς παιδιού που απόμενε να κοιτάζει τους πάντες φοβισμένα, λες και το είχαν μόλις συλλάβει να σπάει ένα βάζο ή να τρώει όλα τα κουλουράκια.
«Περιμένω», μούγγρισε η καθηγήτρια, σταυρώνοντας τα χέρια στο επίπεδο στέρνο της.
«Εεε να...» Προσπαθούσα, όχι, πάσχιζα να βρω μια δικαιολογία για να δικαιολογήσω τ' αδικαιολόγητα. Όμως δεν έκανα σημαντική πρόοδο. Βρισκόμουν σε αδιέξοδο και δεν είχα καμία σκέψη για το πώς να βγω από εκεί. Καμία απολύτως. Είχα μόνο ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων που μπερδεύονταν μεταξύ τους.
Ντροπή. Εξευτελισμός. Αναστάτωση. Ταπείνωση. Ανησυχία.
Το βλέμμα μου μετατοπιζόταν συνεχώς από το Έλα να ξεσκιστούμε, ντάρλινγκ στην βλοσυρή καθηγήτρια και πάλι πίσω, έως ότου συνειδητοποίησα ότι...
Ίσως το αδιέξοδό μου να μην ήταν και τόσο αναπόδραστο. Μπορούσα να δραπετεύσω... έρεπε μόνο να κάνω κάτι πολύ αγενές, θρασύ, αντιδεοντολογικό και απολύτως έξω από τον χαρακτήρα μου.
Κοίταξα την Άρτερτον για μια ακόμη φορά και την είδα να ετοιμάζεται να μου πετάξει μια νέα φαρμακερή ατάκα. Δεν πρόλαβε. Έπεσα επάνω της σαν πολιορκητικός κριός και την έσπρωξα με δύναμη στο πλάι, πετώντας την στο πάτωμα.
Ο συνεσταλμένος εαυτός μου ήθελε να γυρίσει και να κοιτάξει πού είχε προσγειωθεί η γυναίκα, σε τι κατάσταση βρισκόταν κι εάν είχε τραυματιστεί. Εντούτοις, ο ριψοκίνδυνος, νεοαποκτηθείς εαυτός μου δεν τον άφησε.
Επέστρεψα γρήγορα γρήγορα στον υπολογιστή και στην πικάντικη συνομιλία της Νιβ, όπου ο HotDick συνέχιζε να υμνεί τον πόθο του.
Με δάχτυλα που έτρεμαν από την αδημονία και την ψυχολογική πίεση, έγραψα το ακόλουθο μήνυμα:
Λυσσάρα99: Ονομάζομαι Αντριάννα Βάλενταϊν. Είμαι εσώκλειστη στο Ντέιβις Πλέις. Στο Μέιν. Με βίασαν και τώρα η ζωή μου κινδυνεύει. Στείλε βοήθεια.
«Βάλενταϊν!», μου γάβγισε μια φωνή από τον διάδρομο. Αναπήδησα τρομαγμένα από τη θέση μου και είδα την Έντνα Ρέζνικοφ, την γεροδεμένη υπάλληλο του Ιδρύματος. Τα μάτια της πετούσαν μαχαίρια. Έτσι κοίταζε πάντα. Δίπλα της στεκόταν η στραπατσαρισμένη φιλόλογος, το ύφος της οποίας δεν ήταν ούτε κατά διάνοια πιο φιλικό.
«Τώρα!», έπιασε να ωρύεται η Έντνα, υψώνοντας ξαφνικά την φωνή της, έτσι όπως δεν είχε κάνει ποτέ κανείς άλλος σε καμία βιβλιοθήκη του κόσμου. «Κι εννοώ τώρα αμέσως! Απομακρύνσου από το κομπιούτερ και τσακίσου από μπροστά μου!»
Αναστέναξα γνωρίζοντας ότι δεν είχα άλλη επιλογή.
Εάν παραφερόμουν λίγο ακόμα θα με περίμενε μονάχα η εκπλήρωση των χειρότερων απειλών που είχα ακούσει εδώ μέσα.
Έριξα μια τελευταία, κλεφτή ματιά στην οθόνη κι ύστερα τα παράτησα.
Βγαίνοντας από την βιβλιοθήκη πρόβαλα ακόμα τις τελευταίες γραμμές του chat στο νου μου.
Λυσσάρα99: Ονομάζομαι Αντριάννα Βάλενταϊν. Είμαι εσώκλειστη στο Ντέιβις Πλέις. Στο Μέιν. Με βίασαν και τώρα η ζωή μου κινδυνεύει. Στείλε βοήθεια.
HotDick: Τι διάολο... #!?
Ο χρήστης HotDick είναι εκτός σύνδεσης.
✖
Να σας πω την αλήθεια, η εμπειρία του ομαδικού ντουζ με δυο άλλα κορίτσια, παραβάτες-του-νόμου, ήταν κάτι που -ως κόρη των Βάλενταϊν- δεν περίμενα να ζήσω. Παρόλα αυτά είχαν περάσει σχεδόν δύο ολόκληρες εβδομάδες (η εβδομάδα της εισαγωγής μου στο ίδρυμα κι η εβδομάδα της διαμονής μου στο αναρρωτήριο) κατά τις οποίες δεν είχα καταφέρει να ρίξω λίγο νερό στο δέρμα μου, και όπως καταλαβαίνετε, η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Κάπως έτσι αναγκάζομαι να επισκεφτώ το κοινόχρηστο μπάνιο που βρίσκεται στο πίσω μέρος του κτιρίου των κοιτώνων. Πολύ σύντομα, συνειδητοποιώ πως το Ντέιβις Πλέις λειτουργεί κατά το απάνθρωπο σύστημα των φυλακών ακόμη και στο επίπεδο της προσωπικής υγιεινής.
Οι τρόφιμοι οφείλουν να απογυμνώνονται μπροστά σε όποιον τυχαίνει να βρίσκεται στο μπάνιο, εάν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις φρικτά παλαιολιθικές ντουζιέρες.
Υπάρχουν γύρω στις δώδεκα κεφαλές ντουζ, όλες βρωμερές, στραβές, σκουριασμένες. Καθεμιά χτισμένη δίπλα στην άλλη, χωρισμένη με χαμηλά, άχρηστα ημιτοίχια, όχι ότι υπάρχουν πόρτες ή κουρτίνες ή τίποτα τέτοιο για να κρατήσουν εσένα και το γυμνό κορμί σου από το να γίνετε ζωντανά εκθέματα για τον κάθε ηδονοβλεψία.
Από την άλλη ούτε οι καμπινέδες έχουν πόρτες.
Ρίχνω μια ματιά στον χώρο. Ο ηδονοβλεψίας που μοιάζει τόσο απωθητικός με τα μάτια της φαντασίας μου δεν υπάρχει πουθενά τριγύρω. Στο μπάνιο αντηχούν μονάχα τα χαχανητά και τα τραγούδια δύο κοριτσιών που πλένονται λίγο πιο πέρα. Δείχνουν πολύ απασχολημένες με το λούσιμο των μαλλιών τους ή το σαπούνισμα των πλευρών τους για ν' ασχοληθούν μαζί μου, αλλά παρόλη την αδιαφορία τους (η οποία είναι πέρα για πέρα ευπρόσδεκτη), εγώ εξακολουθώ να αισθάνομαι αμήχανα.
Επειδή... πώς να το πω... αν και είμαστε όλες κορίτσια, δεν θα 'λεγα ότι εγώ είμαι ιδιαίτερα εξοικειωμένη με την ιδέα του ομαδικού ντουζ ή του γυμνισμού.
Κι επειδή η τελευταία φορά που με είδε κάποιος γδυμένη ήταν τραυματική και δίχως την συγκατάθεσή μου.
Για αυτούς τους λόγους περιμένω καρτερικά μέχρι να δω τις κοπέλες να αφήνουν το μπάνιο και μόνο τότε νιώθω αρκετά άνετα για ν' αποτινάξω τα ρούχα μου και να πάρω θέση κάτω από μια ντουζιέρα.
Σαν ζόμπι στέκομαι εκεί κάνα δύο δευτερόλεπτα, προτού συνειδητοποιήσω ότι δεν έχω ανοίξει το νερό. Ένας παγωμένος χείμαρρος ξεχύνεται επάνω μου κάνοντάς με να τσιρίξω σαν καρικατούρα, δεν αργώ, όμως, να καταλάβω πως το νερό δεν πρόκειται να ζεσταθεί, όχι φέτος τουλάχιστον. Είναι είτε αυτές οι κρυστάλλινες πευκοβελόνες που πέφτουν ορμητικά και με τρυπούν από την κεφαλή της ντουζιέρα ή τίποτα.
Τρέμοντας και τουρτουρίζοντας συμβιβάζομαι.
Επιτρέπω στους παγωμένους υδρατμούς να γεμίσουν τα πνευμόνια μου κι αφήνω το πολικό ψύχος να ξεπλύνει τον θυμό και τη θλίψη. Κάνει θαυμάσια δουλειά, επειδή έπειτα από λίγο το σώμα μου αρχίζει να μουδιάζει, να ναρκώνεται, σύντομα δεν αισθάνομαι τα περισσότερα μέλη του.
Πλέω σε ένα πέλαγος αναλγησίας.
Και για πρώτη φορά ύστερα από μέρες δεν θέλω να κλάψω.
Δεν έχω ανάγκη να κλάψω.
Ναι, δεν θα κλάψω.
Δεν θα κλάψω.
Κλαίω.
Με το που παύω να αισθάνομαι τα δάχτυλά των ποδιών μου, αρχίζω να οδύρομαι. Με δυνατούς λυγμούς και αναφιλητά που συγκλονίζουν όλο το κορμί μου και με δυσκολεύουν να σταθώ όρθια. Είμαι τόσο κουρασμένη. Τα πόδια μου υποχωρούν και πέφτω στο δάπεδο της ντουζιέρας, όπου συνεχίζω να κλαίω, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου κοντά στο στέρνο μου, κοιτάζοντας τις φυσαλίδες του νερού που τρέχουν γύρω μου προτού φτάσουν στο σιφόνι.
Δεν ξέρω τι να κάνω πια.
Παλεύω να παραμείνω στον δρόμο του καλού και της αρετής, μα όπως λέει ο Ζίρο δεν είμαι παρά ένα αξιολύπητο, μικρό κορίτσι που προσμένει το ευτυχισμένο τέλος του, το ξεχωριστό του θαύμα. Αλλά σε έναν κόσμο χτισμένο επάνω σε υποσχέσεις δοσμένες από ψεύτες... δεν μπορούν να ανθίσουν θαύματα.
Τα κατασπαράζουν και τα καταπνίγουν τα ζιζάνια.
Ζιζάνια όπως η Κονστάνς ή ο Ίστμαν, η Πιλάρσκι και οι άλλοι συνένοχοί τους.
Εάν θέλεις να δεις τα θαύματα σου να ανθίζουν και να καρποφορούν, τότε οφείλεις να ξεριζώσεις τα ζιζάνια πρώτα.
«Δεν θέλω να ξεριζώσω τα ζιζάνια», ψιθυρίζω μοιρολογώντας. «Δεν θέλω...»
Ξέρω πως ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ένας ζεστός, αποπνικτικός, βρωμερός κύκλος ανθρωπότητας, όπου οι αδίστακτοι θριαμβεύουν εις βάρος των λιγότερο τολμηρών, το ξέρω αυτό.
Ξέρω επίσης ότι εάν θέλω να ευημερήσω τότε πρέπει να γίνω κι εγώ αδίστακτη και πρέπει να το κάνω εδώ και τώρα, όσο η πληγή μου είναι ακόμη ανοιχτή, γιατί εάν κλείσει θα είναι αργά.
Εν κενό δεν αναπτύσσεται τίποτα.
Όμως δεν μπορώ, μου είναι αφόρητο να αλλάξω το ποια είμαι για κάποιαν αδυσώπητη, σκληρή και θανάσιμη, μου είναι αβάσταχτο να αφήσω την πονηριά και την κακία του κόσμου να βρει πρόσφορο έδαφος στην ψυχή μου, να μεγεθυνθεί μέσα της σαν τοξικός, κακοήθης όγκος που όλο και θα με διαστρέφει.
Μια τέτοια διαστροφή θα είναι ανεπανόρθωτη.
Ο Ζίρο απειλεί ότι εάν δεν αντισταθώ, το Ίδρυμα θα με αλλάξει, θα με υποτάξει, θα με μετατρέψει σε κάτι που δεν είμαι. Όπως το βλέπω εγώ όμως, είτε γονατίσω, είτε παλέψω... θα πρέπει να χάσω τον εαυτό μου.
Η φόνισσα Αντριάννα. Η Αντριάννα με την πλύση εγκεφάλου.
Καμία τους δεν φαίνεται να είναι εγώ, μονάχα η Αντριάννα που είμαι τώρα.
Αλλά για πόσο θα είμαι αυτή;
Βγαίνω από το ντουζ, τυλίγω γύρω μου μια χνουδωτή πετσέτα και κατευθύνομαι προς τον πλησιέστερο καθρέφτη. Φέρνω την παλάμη μου επάνω στο νοτισμένο γυαλί και το σκουπίζω.
Ένα κορίτσι εμφανίζεται πίσω από τους υδρατμούς. Έχει ένα πελιδνό πρόσωπο, ένα λεπτό, οβάλ πρόσωπο με αδύνατο πιγούνι, ένα πρησμένο ροδαλό στόμα και μια μικρή, τριγωνική μύτη πασπαλισμένη με καστανοκόκκινες φακίδες, σαν κόκκους κανέλλας.
Τα στρογγυλά του μάτια είναι ευάλωτα και μονίμως τρομαγμένα, σαν ελαφίσια.
Κάνω ένα βήμα προς τα πίσω για να παρατηρήσω καλύτερα το κορίτσι του καθρέφτη, κι εκείνο κάνει το ίδιο για να παρατηρήσει εμένα. Περνά τα καστανά κύματα των μαλλιών του επάνω απ' τον έναν του ώμο, την ίδια στιγμή με εμένα κι απομένει να με κοιτάζει μες από το γυαλί όλο παράπονο.
Ταλαντεύομαι. Ταλαντεύεται κι εκείνη.
Παρότι έκλεισε τα δεκαέξι κάποια στιγμή μέσα στους προηγούμενους μήνες, μοιάζει ακόμη με μικρό παιδάκι.
Η ματιά μου κατηφορίζει ασυναίσθητα από το πρόσωπο στο σώμα της κοπέλας.
Δεν είναι παρά μια μικροσκοπική, υποτυπώδης, ανθρώπινη φιγούρα. Οι άλλοτε τετράγωνοι ώμοι της δείχνουν τώρα καχεκτικοί και καμπουριασμένοι, έτσι όπως στέκεται μαζεμένη και ζαρωμένη σαν να μην θέλει να πιάνει πολύ χώρο, σαν να προσπαθεί σκληρά να περνάει απαρατήρητη. Εάν μπορούσε θα γινόταν αόρατη...
Στο λαιμό της φαίνονται ευδιάκριτα οι γρατζουνιές από την αιχμή του μαχαιριού που χρησιμοποίησε ο Γκρίφιν Σέιγουορθ για να την φοβερίσει και να την κρατήσει ακινητοποιημένη στο στρώμα του παλιού κρεβατιού εκείνο το μοιραίο βράδυ της Πέμπτης. Τα μπράτσα της είναι μωλωπισμένα από τα δάχτυλα που μπήχτηκαν στην σάρκα τους, μπλαβίζοντάς την, αφήνοντας μελανιασμένες δαχτυλιές πίσω τους, σκούρες σαν το λουλάκι.
Παρατηρώ την αντανάκλαση μου κι εκείνη εμένα, ανταποδίδοντάς μου το σιωπηλό, παρατεταμένο, μελαγχολικό βλέμμα. Κι ύστερα, σαν να μη μου φτάνει το ήδη επίπονο θέαμα, προχωρώ παρακάτω, ξετυλίγοντας την βρεγμένη πετσέτα από επάνω μου, φανερώνοντας το γυμνό μου σώμα στον καθρέφτη.
Ξανακοιτάζω την εκτεθειμένη κοπέλα. Είναι μάλλον κοντούλα, το σώμα της είναι νεανικό, σφριγηλό, και παρότι είναι ομοιόμορφο, δεν διαθέτει τέλειες αναλογίες, ούτε γεωμετρική συμμετρία. Η επιδερμίδα της είναι κάτωχρη, μα η χλομάδα της «σπάει» ανά τόπους από κατακόκκινες οπές και πρησμένες εκδορές. Το σημάδι στο στήθος της, μαγνητίζει αμέσως το βλέμμα μου. Είναι το σημάδι εκείνο που της είχε κάνει ο Μαρκ όταν την δάγκωσε άγρια επάνω στην έξαψη του πάθους του. Λίγο πιο κάτω στο πλευρό της έχει φυτρώσει μια ολοστρόγγυλη μελανιά ίση με ένα δαμάσκηνο, ενθύμιο από τον Πιτ Κάρσον. Τα μάτια μου διασχίζουν το κορμί της πληγωμένης κοπέλας στον καθρέφτη, προσπερνούν το στομάχι της, ώσπου φτάνουν κάτω, χαμηλά, στους μηρούς της. Θυμάμαι πως την στιγμή της ηδονής ο Άσερ τραβήχτηκε από μέσα της και το σπέρμα του την πλημμύρισε, κυλώντας στους γοφούς της.
Ήταν φοβερά και ολέθρια τα όσα έκαναν τα τέσσερα αγόρια σε εκείνο το σώμα, επειδή η κάτοχός του δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να το αντικρίσει με τον ίδιο τρόπο. Στο εξής, κάθε φορά που θα το ατενίζει στον καθρέφτη δεν θα βλέπει το σώμα της, θα βλέπει μια πληγή.
Εγώ. Εγώ θα βλέπω μια πληγή.
Και δυστυχώς αυτό δεν είναι κάτι που ισχύει μόνο για το φυσικό κομμάτι μου, αλλά και για το πνευματικό.
Πώς θα μπορέσω να εμπιστευτώ ξανά κάποιον, ύστερα από το μάθημα που μου έδωσαν οι Αθληταράδες, το μάθημα που λέει ξεκάθαρα: Πρέπει να είσαι πάντοτε καχύποπτη, να φυλάγεσαι και να μην πιστεύεις ποτέ κανέναν.
Είναι ένα μάθημα που θα μου μείνει αλησμόνητο.
Πώς θα μπορέσω να ανοιχτώ σε κάποιον, να τον αγαπήσω και να τον αφήσω να μου κάνει έρωτα, όταν την ίδια στιγμή στο μυαλό μου θα καίνε σαν μασιές, σαν πυρωμένα σίδερα τα λόγια του Γκρίφιν: «Πάντα θα είμαι εδώ, Άντρι. Πάντα και κανείς, ποτέ, δεν θα με σβήσει από μέσα σου. Κάθε φορά που θα ανοίγεις τα πόδια σου σε κάποιον, θα θυμάσαι τι σου έκανα, πώς σου το έκανα και πόσο μπορώ να το κάνω να πονέσει».
Κάπου διάβασα ότι η ελπίδα είναι σαν το αίμα, όσο κυλάει μέσα στις φλέβες σου, παραμένεις ζωντανή. Εάν αυτό αληθεύει, τότε πώς θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω, να επιβιώνω έστω, δίχως ελπίδα; Δίχως πίστη σε ένα καλύτερο αύριο;
Ναι, τα αγόρια διέλυσαν το σώμα μου, κι εάν είχαν σταματήσει εκεί ίσως να μπορούσα να το διαχειριστώ, να το αντέξω. Όμως δεν αρκέστηκαν σε αυτό. Ακρωτηρίασαν και την ψυχή μου.
Κι αυτός είναι ο πιο βαθύς, ο πιο ανεξίτηλος κι ο πιο ανυπέρβλητος πόνος από όλους.
Ο πόνος της τσακισμένης ελπίδας.
✖
Η οχλοβοή που φτάνει από τον διάδρομο με πιάνει εξαπίνης. Συνειδητοποιώ πως κάποια, λάθος, εδώ ταιριάζει πληθυντικός, κάποιες έρχονται προς το μπάνιο και σπεύδω να κουκουλωθώ ξανά με την πετσέτα μου.
Ίσα που προλαβαίνω να καλύψω την γύμνια μου όταν ένας συρφετός από κορίτσια εμφανίζεται στην είσοδο. Είναι οι όμορφες, εξωτικές Λατίνες του Ντέιβις Πλέις, τυλιγμένες σε μικροσκοπικές, πολύχρωμες πετσέτες σε όλα τα χρώματα των πολύτιμων λίθων.
Ως συνήθως, είναι θορυβώδεις, γελούν, τσιρίζουν, η γλώσσα τους πάει ροδάνι.
Ώσπου με βλέπουν.
«-Mariano dijo que no le gustaba en absoluto en mí. Lo miré y le dije que desarma, mi bebé deja que te diga algo...»*.
Ξαφνικά σταματούν επί τόπου και γυρνούν για να με κοιτάξουν συγχρονισμένα σαν κάποιο μακάβριο, οικογενειακό πορτρέτο από την Βικτοριανή εποχή που ζωντάνεψε.
«Ε...», τραυλίζω αμήχανα, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο μεταξύ μας με τα απειροελάχιστα ισπανικά που ξέρω. «Hola, que tal?**»
Σιωπή εις το ακροατήριον.
Ξαναδοκιμάζω στα αγγλικά, την ασφαλή επιλογή. «Πολύ κομψή», συνεχίζω ανέλπιστα κάνοντας νόημα σε μια μελαμψή κοπέλα με πράσινη, σμαραγδί πετσέτα και αντίστοιχο τουρμπάνι. «Ωραίο χρώμα».
Παράλληλα, σκέφτομαι: Παράτα τα, Άντρι, δεν θα κάνεις φίλες απόψε. Τουλάχιστον προσπάθησες...
Αποφασίζω να τις αφήσω ήσυχες και να γυρίσω στον κοιτώνα μου, αλλά πάνω που το παίρνω απόφαση, ένα ψηλό, καλλίγραμμο κορίτσι, πιθανότατα η αυτό-εκλεγμένη ηγέτιδα του γκρουπ, σηκώνει το χέρι της και μου κάνει νόημα να σταματήσω.
«Τι;», απορώ.
«***Vea vea vea...», κελαηδά ένα άλλο κορίτσι που φορά έντονη κίτρινη πετσέτα σε χρώμα τροπικού φρούτου. Μάνγκο ίσως; «Ποιον έχουμε εδώ;»
«Όπα», κάνω έκπληκτη. «Μι-μιλάτε αγγλικά;»
«Si», πετάγεται θιγμένη μια τρίτη. «Δεν είμαστε estupidas!»
Εντάξει, όλοι μιλάνε αγγλικά στην σημερινή εποχή, πόσο μάλλον ένα τσούρμο νέες, ευπροσάρμοστες μετανάστριες δεύτερης γενιάς. Και πάλι όμως, δεν μπορώ παρά να πέσω από τα σύννεφα ακούγοντάς τες. Τόσο καιρό παρίσταναν τις κουτές μόλις τους απευθυνόσουν.
«Εσύ δεν είσαι Αντριάννα Βάλενταϊν;», με ρωτάει ξανά το Μάνγκο.
«Ε... ναι», ομολογώ. «Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν;», τσινάει απότομα. «Και λοιπόν, έκλεψες άντρα Γκλόρια».
Ε; Ποιος ήρθε;
«Μπα...», διαφωνώ όσο ηπιότερα μπορώ. «Θα το θυμόμουν αυτό, ρε κορίτσια».
«****Y sin embargo!», βάζει τις φωνές μια συν-συμμορίτισσά τους. «Me robaron mi marido!»
«Ε-εσύ είσαι η Γκλόρια;», ζητάω να μάθω αντικρίζοντας το κορίτσι με την μωβ πετσέτα που με κοιτάζει σαν ταύρος σε υαλοπωλείο.
«Me robaron mi Pit!»
Πιτ; Πιτ είπε; Όπως λέμε Πιτ Κάρσον;
Δεν προλαβαίνω να θέσω την ερώτησή μου, καθώς την επόμενη στιγμή η έξαλλη Γκλόρια πέφτει επάνω μου. Με σπρώχνει με μίσος, σαν να θέλει να με ρίξει κάτω. Θυμός αστράφτει στο ηλιοκαμμένο της πρόσωπο. Το σινάφι της ακολουθεί δημιουργώντας έναν αδιάσπαστο κλοιό γύρω μου. Είμαι παγιδευμένη. Πάλι.
Σκατά, πώς το καταφέρνω αυτό κάθε φορά;
Χαχανιτά, γέλια, γρυλίσματα και ισπανικές κατάρες ακούγονται από τον περίγυρο.
Η Γκλόρια λέει κάτι που δεν μπορώ να μεταφράσω. Στρέφομαι για βοήθεια στο Μάνγκο που μας παρακολουθεί από την μεριά του με το ύφος του θεατή που βλέπει κάποιο επιτυχημένο Blockbuster που έσπασε τα ταμεία. «Τι λέει η φίλη σου; Σε παρακαλώ, βοήθησέ με, δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει!»
«Άνοιξες πόδια σου σε Πιτ», μου εξηγεί. «Γκλόρια ζηλεύει, Γκλόρια θυμώνει. Και Σίλβια το ίδιο, επειδή άνοιξες πόδια σου σε Άσερ».
«Τι; Είναι και αυτός λογοδοσμένος;», μαντεύω. «Άντε βρε, καλά στέφανα. Μην το χάσεις τέτοιο κελεπούρι».
«No», λέει το Μάνγκο. «Σίλβια y Άσερ, no λογοδοσμένοι. Σίλβια γουστάρει Άσερ. Άσερ δεν ανταποκρίνεται».
«Τέλος πάντων!», υψώνω την φωνή μου σε όλες τις ύαινες που με έχουν περικυκλώσει. «Κορίτσια, ακούστε. Δεν θέλω τους άντρες σας, το μόνο που θέλω είναι να απαλλαγώ από δαύτους! Εντάξει; Capito;»
Αχ, αυτό το τελευταίο ήταν ιταλικό, όχι ισπανικό... Πώς στο καλό τις ρωτάς εάν κατάλαβαν στα ισπανικά;
Μάλλον δεν έχει και τόση σημασία...
Δεν φαίνονται να χαμπαριάζουν σε όποιαν γλώσσα κι αν τους μιλάω.
Πισωπατώ θέλοντας να αποφύγω έναν πιθανό διαπληκτισμό με την Γκλόρια, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να πέσω επάνω σε μια άλλη κοπέλα, η οποία γελάει ξεδιάντροπα και με μια ξαφνική κίνηση μου τραβάει την πετσέτα. Δίνω μάχη για να συγκρατήσω το μουσκεμένο ύφασμα επάνω μου, μα η προσπάθειά μου αποβαίνει μάταιη.
Κι απογυμνώνομαι.
Η γύμνια μου ξεσηκώνει ένα νέο κύμα ακατανόητης φασαρίας, κι εγώ πασχίζω να την καλύψω, αλλά έχω μονάχα δύο μικρά, τρεμάμενα χέρια.
Τι να πρωτο-σκεπάσω με τις παλάμες μου;
Τα στήθη, τον ποπό ή τον μικρό θάμνο του εφηβαίου μου;
«*****Pero lo que encontró?», αναρωτιέται φωναχτά η Γκλόρια σε ρόλο απατημένης συζύγου. «Mira, mira!», συνεχίζει δείχνοντάς με με το δάχτυλο της προτεταμένο. «No se atrapa un frente a mí!»
Θεέ μου, όλη η ντροπή, όλη η αυτοαπέχθεια που μου έχουν ενσταλάξει οι Αθληταράδες επανέρχεται. Πόσο φτηνή και ποταπή νιώθω, καθώς τα υπόλοιπα κορίτσια, οχυρωμένα πίσω από τις μαλακές, πολύχρωμες πετσέτες τους επικρίνουν την μωλωπισμένη σάρκα μου!
«Σταματήστε», κλαψουρίζω. «Σας παρακαλώ, πάψτε! Δεν καταλαβαίνετε ότι παραλογίζεστε;»
Μια από αυτές ανασύρει ένα τενεκεδένιο αποσμητικό σπρέι από την τσάντα της, το φέρνει κάτω από την μύτη μου και πατάει χαιρέκακα το κουμπί που απελευθερώνει το αποπνικτικό εκνέφωμα κατευθείαν μέσα στα ρουθούνια μου.
Βήχω πνιγμένη κι ασφυκτιώντας αναζητώ απελπισμένα οξυγόνο.
«******Ver qué tan grueso mirar sus piernas y el blanco culo son a la vez caído», κοροϊδεύει το κορίτσι με το πράσινο τουρμπάνι.
«Δεν ήθελα... να πάω... με τον Πιτ, ούτε... με... τον Άσερ!», ασθμαίνω, προσπαθώντας ν' αποτινάξω την ενοχή που μου προσάπτουν. «Δεν... δεν ήθελα... τον Μαρκ! Αναθεματίζω την ώρα... και την στιγμή που ακολούθησα... τον Γκρίφιν σε εκείνο το... υπόγειο! Πρέπει να με πιστέψετε!»
Δεν με πιστεύουν.
Δεν με ακούνε καν.
Ψάχνω με το θολωμένο μου βλέμμα για την λατινοαμερικανή κοπέλα που συνάντισα στο γραφείο της Κονστάνς το πρωί, εκείνη που άκουσε αναλυτικά όλη μου την διήγηση.
Δεν την βρίσκω, δεν είναι μαζί τους.
«*******Para mostrarnos cómo arrojar Griffin pequeña!», κομπάζει η αρχηγός των Λατίνων. Στα χέρια της κρατάει ένα μπουκάλι σαμπουάν, το ανοίγει και αρχίζει να το ζουλάει από επάνω μου, το λευκό, παχύρρευστο υγρό με λούζει, κάνοντάς τες να ξεσπάσουν ολες τους σε υστερικά γέλια. «Vamos, no seas tímido, aquí es el lugar vouixei! No lo hizo?»
«Έι, έι, σταματήστε! Σταματ-», προσπαθώ να πω μέσα από τα δικά τους γέλια, τα δικά μου κλάματα.
Το σαμπουάν έχει καλύψει τα ήδη γλιστερά πλακάκια από κάτω μου δημιουργώντας ένα απίστευτα ολισθηρό χαλί. Παραπατώ για κάμποσο, αγωνίζομαι να μείνω όρθια, μα στο τέλος η ήδη κλονισμένη μου ισορροπία με προδίδει.
Σωριάζομαι στα πόδια τους και μένω εκεί σαν ένα μικρό ανθρώπινο κουβάρι, να δέχομαι τα πυρά τους, ώσπου ξεθυμένουν, χάνουν το ενδιαφέρον τους και με εγκαταλείπουν.
Για τα επόμενα λεπτά δεν διανοούμαι να κάνω το παραμικρό. Δεν κινούμαι, δεν σκουπίζω το αφρισμένο σαμπουάν από το δέρμα μου, δεν προσπαθώ να σηκωθώ ή να μαζέψω τα κομμάτια μου. Το μόνο που εξακολουθώ να κάνω είναι να κοιτάζω δύσπιστα το γλιτσιασμένο πάτωμα μπροστά μου, υπό τους ήχους του τρεχούμενου νερού που φτάνουν από τις ντουζιέρες στο βάθος συνοδευόμενοι από τις κοριτσίστικες τσιρίδες και τα ομαδικά ξεκαρδίσματα.
Γελούν, μετά από το λιντσάρισμά που μου έκαναν. Γελούν.
Εγώ προσπάθησα να τις προειδοποιήσω για το ποιόν τον αγοριών τους κι εκείνες με αντάμειψαν με τον έσχατο τρόπο. Με περιγέλασαν, με στιγμάτισαν, με ατίμωσαν και με εξευτέλισαν με τον πιο μισογύνικο τρόπο που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Θα περίμενε κανείς ότι σε ένα μέρος σαν το Ντέιβις Πλέις, όπου το γυναικείο σώμα αντιμετωπίζεται σαν ένα ευτελές κομμάτι κρέατος, οι γυναίκες, ή τα κορίτσια στην περίπτωσή μας, θα δένονταν με δεσμούς αδελφοσύνης και αλληλεγγύης, μα δεν είναι έτσι.
Δεν είναι καθόλου έτσι.
«Ίσως τελικά οι Λατίνες και οι Αθληταράδες να είναι το έτερον ήμισυ ο ένας του άλλου», ψιθυρίζω απαρηγόρητη στον εαυτό μου. «Ίσως ν' αξίζουν ο ένας τον άλλον».
«Ε, καλά», σχολιάζει ατάραχη μια φωνή. «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο».
Αιφνιδιασμένη ακολουθώ την κατεύθυνση της φωνής και βλέπω ένα ζευγάρι γυμνά, νεκρικά πανιασμένα πόδια, καλυμμένα με μαύρα, δαντελένια τατουάζ. Ο Ζίρο.
«Τ-τ-τι κάνεις εσύ εδώ;», ψελλίζω κι επανέρχομαι στην προσπάθειά να κρύψω το κορμί μου.
«Πως δεν με νοιάζει που ο διασυρμός σου δεν έχει τέλος», αποκρίνεται μ' ένα ανεπαίσθητο ίχνος συμπόνιας στην φωνή του. «Αλλά η αλήθεια είναι ότι με πειράζει, λίγο, λιγουλάκι, τόσο δα. Επειδή μου θυμίζεις εμένα εν ζωή».
Με κοιτάζει, εμένα, όχι την γύμνια μου, με κοιτάζει και βλέπει πόσο χαμηλά έχω πέσει. Βλέπει ότι η διαδικασία της αποκαθήλωσής μου από ανθρώπινο ον σε κάτι πολύ λιγότερο έχει ήδη αρχίσει. Η εντύπωση αυτή μόνο επιδεινώνεται έτσι όπως σέρνομαι στα βρεγμένα πλακάκια του βρώμικου πατώματος.
Δεν θέλω να με κοιτάζει, δεν θέλω να με λυπάται.
Όχι, ότι ο Ζεέρνεμποχ με οικτίρει ακριβώς, πιο πολύ με επιπλήττει σιωπηλά για τις λανθασμένες μου επιλογές. Τις επιλογές που με έκαναν να έρπω σαν σκουλήκι, σαν ένα μικρό, ασήμαντο, αναλώσιμο ζωύφιο.
Το ξέρω ότι είναι θυμωμένος μαζί μου. Κι εγώ είμαι θυμωμένη μαζί μου.
«Εννοώ στις τουαλέτες των κοριτσιών», εξηγώ καρφώνοντας πεισματικά το βλέμμα μου στα γυμνά του πέλματα. Είναι πιο εύκολο να κοιτάζω αυτά, παρά τα μάτια του που είναι όλο κρυφές, ανείπωτες κατηγορίες.
Γιατί το κάνεις αυτό, Αντριάννα; μοιάζουν να ρωτούν. Γιατί λυγίζεις; Γιατί λακίζεις; Γιατί δεν αντιστέκεσαι;
«Έκρινα ότι αφού πήγες τον φεμινισμό μερικούς αιώνες πίσω», μου συρίζει κακιωμένα. «Θα ήταν συνετό να σε βοηθήσει κάποιος να σταθείς ξανά στα πόδια σου μετά την αποτυχημένη σου αναμέτρηση με αυτές τις παλιοβαμμένες κουνίστρες».
«Δεν χρειάζομαι κανέναν να με αναστηλώσει», διαμαρτύρομαι. «Και δεν πήγα τον φεμινισμό αιώνες πίσω».
«Ω, μα ναι, σαφώς», λέει χλευαστικά. «Έχεις δίκιο. Κάθε ισχυρή, ανεξάρτητη κοπέλα του 21ου αιώνα που φέρεται σαν σύγχρονη απόγονος της Σιμόν Ντε Μποβουάρ, πρέπει τουλάχιστον μια φορά να κυλιστεί στο σιχαμερό πάτωμα ενός ξεχασμένου απ' τον Ύψιστο αναμορφωτηρίου, πασαλειμμένη με υγρό, άσπρο κρεμοσάπουνο που συμβολίζει τα φλόκια του Γκρίφιν!»
Προς το τέλος η φωνή του μαρσάρει σε ένα μανιασμένο γρύλισμα που κάνει την καρδιά μου να βροντήξει μέσα στο στήθος μου.
Έχει αδιαμφισβήτητα δίκιο σε όσα λέει. Όπως πάντα άλλωστε, γιατί πάντα τα λέει αυτά σαν να σκαλίζει με τα λόγια του ένα φρεσκοψημένο κακάδι, σαν ν' αλατίζει μια πληγή.
«Απέτυχα. Αυτό θέλεις ν' ακούσεις, Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ; Επέλεξα το ειρηνικό μονοπάτι και απέτυχα», παραδέχομαι ηττημένη. «Γιατί είσαι λοιπόν πάλι εδώ; Σε ευχαριστεί να με βλέπεις έτσι;»
«Όχι», απαντά λιτά. «Όχι ιδιαίτερα...» Ο Ζίρο σκύβει επάνω στις φτέρνες του για να με φτάσει. Βάζει τον αντίχειρά του κάτω από το πιγούνι μου και μου σηκώνει το κεφάλι με το έτσι θέλω.
Τώρα δεν μπορώ παρά να τον κοιτάξω κατάματα.
Είναι οργισμένος, αλλά όχι όσο αυστηρός νόμιζα.
Όση ώρα με κοιτάζει κάτι μαλακώνει στο σημαδεμένο του πρόσωπο. Η οργή φθήνει.
«Έχεις δει πώς είσαι όταν σε πιάνουν οι μαύρες σου;», με ρωτάει. «Σαν το Gollum είσαι. Σκυμμένη έτσι, καμπούρα και αποστεωμένη να μυξοκλαίς και να λιμοκτονείς».
Από το πουθενά ένας παράξενος λυγμός δραπετεύει απ' το πίσω μέρος του λαιμού μου, κάνοντας το στήθος μου να σκιρτήσει, ν' ανεβοκατέβει αλλόκοτα.
Όχι, δεν κλαίω. Νομίζω πως γελάω. Αν είναι δυνατόν, γελάω!
Το νεκρό κάθαρμα κατάφερε να με κάνει να γελάσω πνιχτά.
Σαν το Gollum, σκέφτομαι τοποθετώντας τον εαυτό μου σε κάποια, οποιαδήποτε σκηνή φρενίτιδας του παλαβού χαρακτήρα. Ναι, δείχνω σίγουρα σαν το Gollum την δεδομένη στιγμή.
«Πολύ καλύτερα», επιδοκιμάζει εκείνος, σκάζοντας μου με την σειρά του ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.
Ύστερα με σηκώνει, με στήνει στα πόδια μου. Εκτοπίζει τις άτονες, βρεγμένες τούφες μαλλιών που μου πέφτουν στο πρόσωπο με αργές, τρυφερές κινήσεις που όλο και με καθησυχάζουν. Με κάνουν να έρθω στα συγκαλά μου. Βγάζει την μακριά γκρίζα ζακέτα του που την φοράει όλη την ημέρα και με κάνει να την φορέσω.
Εκείνου του φτάνει ως τα γόνατα, εμένα ως τους αστραγάλους.
Σφίγγω το πλεκτό, γκρίζο μαλλί του ρούχου επάνω μου και τον κοιτάζω με ευγνωμοσύνη.
Καμιά φορά, ο Ζίρο μου την δίνει στα νεύρα κάνοντας ότι τα ξέρει όλα.
Καμία φορά, ο Ζίρο μου την δίνει στα νεύρα επειδή τα ξέρει όλα.
Είναι όμως και φορές σαν κι ετούτην που δεν ξέρω τι θα έκαναν χωρίς αυτόν.
Είναι ανακουφιστικό να ξέρω ότι μπορώ να στηριχτώ επάνω του.
Είναι ανησυχητικό να ξέρω ότι μπορώ να στηρίζομαι επάνω του.
Κι αν φύγει;
Υποβαστάζοντάς με με οδηγεί μέχρι τον κοντινότερο νιπτήρα, ανοίγει την σκουριασμένη βρύση και με βοηθάει να ξεπλύνω το γαλακτερό σαμπουάν από πάνω μου.
«Είναι τόσο περίεργη η νοοτροπία των ανθρώπων εδώ μέσα», συλλογίζομαι ρουφώντας περίλυπα την μύτη μου. «Των νέων και των γέρων, αυτών που είναι στην εξουσία κι αυτών που εξουσιάζονται...»
«Ναι, είναι», συμφωνεί λυπημένα, τρίβοντας μαλακά λίγο υγροσάπουνο απ' τον λαιμό και το πιγούνι μου.
«Πό... πότε πιστεύεις ότι θα σταματήσουν, επιτέλους;», ρωτάω με την φωνή μου ασυνήθιστα λεπτή και κουδουνιστή. «Πότε θα είναι αρκετά γι' αυτούς τα... βάσανά μου; Ήδη με έχουν πληγώσει με κάθε δυνατό τρόπο! Πότε θα είναι αρκετό για να πάψουν;»
Το χέρι του ακινητοποιείται ξαφνικά στην μικρή γωνία του λαιμού και του σαγονιού μου. Παγώνει. «Ποτέ», λέει. Η απάντηση του είναι ψυχρή, ακριβής κι αιχμηρή σαν λεπίδα που βυθίζεται στα σωθικά μου. «Δεν θα πάψουν ποτέ να σε ταλαιπωρούν, Αντριάννα. Για αυτό πάψε να επικαλείσαι την ανθρωπιά τους». Από το πρόσωπό του σβήνει μεμιάς κάθε καλοσύνη, κάθε γλυκύτητα. Τώρα μοιάζει με σκληρή, αδιαπέραστη μάσκα από λευκό ασήμι. «Μπορεί να στέκονται στα δύο πόδια και να 'χουν όψη ανθρώπου, μα μέσα τους παραμένουν θηρία, αρπακτικά, πρωτόγονα, επικίνδυνα και ανηλεή», συρίζει. «Άγρια. Αυτό το Ίδρυμα δεν είναι μέρος για ανθρώπους, αλλά για κτήνη. Είναι μια ζούγκλα που ξεσκεπάζει την πραγματική φύση του καθενός. Το κυνήγι έχει αρχίσει, τα θηρία είναι ελεύθερα. Κι εσύ δεν μπορείς να είσαι ασφαλής εδώ μέσα. Κι αν δεν μπορείς να είσαι ασφαλής, τότε έχεις μόνο μια εναλλακτική: Να γίνεις θανάσιμη».
Τώρα δείχνει, θαρρείς κι έχει χάσει κάθε διάθεση για ανθρώπινες δραστηριότητες μεταξύ εφήβων, όπως φιλικές κουβέντες, αλληλεγγύη, αλληλοϋποστήριξη και συμπαράσταση ή αστεία από το Lord Of The Rings.
Τώρα δείχνει, θαρρείς κι έχει ξεχάσει πάλι πώς είναι να είσαι άνθρωπος, θαρρείς και θυμάται μόνο ότι δεν ανήκει εδώ, μαζί μου, αλλά κάπου αλλού, σε ένα σκοτεινό μέρος, μαύρο, ζοφερό και μίζερο που φέρει το έμβλημα του θανάτου.
Κι έτσι απλά, ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ χάνεται ξανά από τα Εγκόσμια.
Επιστρέφει στην δική του άφταστη διάσταση, αφήνοντας πίσω τις δύο τελευταίες του λέξεις να αιωρούνται στην υγρή ατμόσφαιρα, να στοιχειώνουν το βασανισμένο μου μυαλό.
Γίνε θανάσιμη, γίνε θανάσιμη, γίνε θανάσιμη, γίνε θανάσιμη...
Εγώ;
Θανάσιμη;
Πώς;
✖
*Mariano dijo que no le gustaba en absoluto en mí. Lo miré y le dije que desarma, mi bebé deja que te diga algo... = Ο Μαριάνο είπε ότι αυτό δεν του άρεσε καθόλου επάνω μου. Τον κοίταξα αφοπλιστικά και του είπα, μωρό μου άσε με να σου πω κάτι...
**Hola, que tal? = Γειά, πώς πάει;
***Vea vea vea... = Βρε βρε βρε...
****Y sin embargo! Me robaron mi marido! Me robaron mi Pit! = Κι όμως, τον έκλεψες από μένα, έκλεψες τον Πιτ μου.
*****Pero lo que encontró? Mira, mira! No se atrapa un frente a mí! = Μα τι της βρήκε; Δείτε την, δείτε την! Δεν πιάνει μια μπροστά σε εμένα!
******Ver qué tan grueso mirar sus piernas y el blanco culo son a la vez caído = Δείτε πόσο χοντρά φαίνονται τα πόδια της, και ο άσπρος κώλος της είναι τόσο πεσμένος
*******Para mostrarnos cómo arrojar Griffin pequeña! Vamos, no seas tímido, aquí es el lugar vouixei! No lo hizo? = Για δείξε μας πώς σε έχυσε ο Γκρίφιν, μικρή. Έλα, μην ντρέπεσαι, εδώ έχει βουήξει ο τόπος! Μήπως το έκανε έτσι;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top