Κεφάλαιο 11: Δεν θα υπάρξουν άλλα θαύματα εδώ.
✖
Είναι εδώ! Ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ είναι εδώ!
Η ακαρτέρητη επανεμφάνισή του λειτουργεί σαν φιτιλιά μέσα μου που πυροδοτεί πάμπολλες μνήμες, συναισθήματα, σκέψεις... Γιατί γύρισε; Δεν είχε πει ότι θα κρατούσε αποστάσεις; Και γιατί να το κάνει τώρα, σπάζοντας την υπόσχεση;
Δεν βρίσκω καμία απάντηση, βρίσκω όμως μια νέα απορία που έρχεται θαρρείς για να εκτοπίσει όλες τις προηγούμενες. Τον βλέπω ξανά, μου φανερώνεται, σήμερα, ύστερα από έξι ημέρες απόλυτης και αδιατάρακτης απουσίας. Αλλά η παρουσία του σε αυτό το μέρος, ετούτη την στιγμή, είναι μια ενθαρρυντική ή αποθαρρυντική εξέλιξη;
Να χαρώ ή να κοπανίσω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να πέσω ξερή;
Τι να κάνω;
Αμφιταλαντεύομαι. «Ε-εσύ δεν εί-είπες ότι θα με περίμενες στις... σκ-σκιές;», ψελλίζω μη μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου. «Ό-όπου ανήκεις;»
Είναι ακριβώς όπως τον θυμάμαι: Χλωμός και ψηλόλιγνος, γεμάτος σκληρούς μύες και οξιές γωνίες στο σώμα του, ασπρόμαυρος σαν ζωντανός σκελετός που ξεπήδησε μόλις από την μεξικανική Ημέρα των Νεκρών. Μπρρρρ...
«Το είπα», παραδέχεται, ενώ ανασηκώνει τους τετραγωνισμένους του ώμους ανέμελα. «Αλλά πόσο να μείνω κι εγώ στις σκιές;», τώρα γουργουρίζει παραπονεμένα με το κεφάλι του να κρέμεται πάνω από το δικό μου, λευκό σαν φεγγάρι. «Είπαμε, περίμενα, περίμενα να με καλέσεις, τον χαβά σου εσύ, εεε, μπούχτισα μες στα μαύρα σκοτάδια της αφάνειας, δεν είμαι και ο Batman».
Σκόπιμα, οπισθοχωρώ θέλοντας να μεγαλώσω την εκμηδενισμένη απόσταση ανάμεσά σε εμένα και το φάντασμα του Βάλχοφ. Παραείμαστε κοντά...
«Και πε-περιμένεις να το χάψω αυτό;», κάνω. Προσπαθώ να καγχάσω απαξιωτικά, αλλά ο καγχασμός μου ηχεί ξεψυχισμένα, τρεμουλιάζει σαν σπαρταριστή ανάσα... Γαμώτο.
«Ποιο;», κάνει τον ανήξερο.
«Ότι έσκασες μύτη επειδή ένιωθες μοναχικά», λέω. «Καημενούλη...»
Για λίγο, δεν κάνει το παραμικρό, μόνο με κοιτάζει εξεταστικά, οργώνοντάς με από την κορυφή ως τα νύχια με το βλέμμα του. «Ναι...», αποφασίζει δήθεν πτοημένος στο τέλος. «Σίγουρα δεν χάρηκες που με είδες. Αν και...», κάνει ένα βήμα προς εμένα, ένα βήμα πιο κοντά μου λες και εάν κολλήσουμε πάλι ο ένας πάνω στον άλλο σαν παραβρασμένες παπαρδέλες, θα μπορέσει να διακρίνει κάτι σε εμένα που να εξηγεί την εχθρικότητα μου. Δεν τον αφήσω να πλησιάσει περισσότερο. Απαντώ κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω. «Δεν καταλαβαίνω το γιατί», μουρμουρίζει.
«Ώ-ώστε δεν το καταλαβαίνεις...», επαναλαμβάνω τραυλίζοντας. «Ίσως τότε να μην είσαι τόσο διο-διορατικός όσο πιστεύεις».
Είναι απλό όμως, πραγματικά απλό. Την τελευταία φορά που τον είδα, ο Ζεέρνεμποχ έβγαλε έναν λόγο αυθεντικό, ορμητικό, παθιασμένο, ανόμοιο με οτιδήποτε άλλο είχα ακούσει ποτέ μου. Έναν λόγο που συνοδευόταν από μια τόσο άρτια επιχειρηματολογία, που με έκανε να φλερτάρω με την ιδέα της μαζικής δολοφονίας.
Είναι χαρισματικός ρήτορας, πονηρά ταλαντούχος, τετραπέρατος. Οι λέξεις του είναι όπλα, με διαπερνούν και με κόβουν σαν φλογισμένα μαχαίρια, και με χτυπούν πάντοτε εκεί που πονάω περισσότερο.
Οι Αθληταράδες χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία και κάθε μέσον διαθέσιμο σε αυτούς για να θρέψουν τας ορέξεις τους, είχε πει και, δυστυχώς, είχε βγει αληθινός. Χτυπάνε, βιάζουν, τσακίζουν, σκοτώνουν. Τους ξέρω. Δεν θα σταματήσουν να πληγώνουν εσένα και τα υπόλοιπα θύματα, μέχρι να σκοτώσουν κάθε ψήγμα αθωότητας σε ακτίνα χιλιομέτρου.
Πίστεψέ με όταν σου το λέω αυτό, επειδή μιλάω εμπειρικά, έχασα τη ζωή μου κάπως έτσι...
Είναι αναπόφευκτο και το να σκέφτεσαι ότι μπορείς να γλιτώσεις από ετούτη την μοίρα που είναι ήδη προδιαγεγραμμένη, Αντριάννα, είχε προσθέσει προφητικά, είναι... τουλάχιστον απατηλό. Κανείς δεν γλίτωσε...
Τα λόγια του με είχαν συνταράξει εκείνο το βράδυ, αλλά το πιο συνταρακτικό από όλα είναι, νομίζω, πως κάθε απόπειρά μου να τον διαψεύσω, καταλήγει να τον επιβεβαιώνει ακόμη περισσότερο. Καμία προσπάθειά μου να βρω βοήθεια δεν ευοδώθηκε, κανείς δεν μοιάζει πρόθυμος να λάβει τον ρόλο του ηρωικού σωτήρα, του θεόσταλτου προστάτη...
Αντιθέτως, όλοι φαίνεται πως δίνουν ασυλία στους πραγματικούς εγκληματίες, τους υποθάλπουν, επιτρέποντάς τους να συνεχίζουν να λυμαίνονται τους αδύναμους κι απροστάτευτους.
Το Ντέιβις Πλέις είναι ένα μέρος όπου τα τέρατα νικούν τους ήρωες.
Εάν υποθέσουμε πως οι δεύτεροι υπάρχουν, δηλαδή...
Κι αυτό μου φέρνει κατά νου μια άλλη δήλωση του Ζίρο:
Τίποτα καλό δεν είναι ασφαλές, όσο οι Αθληταράδες είναι ζωντανοί. Και για αυτό πρέπει να πεθάνουν. Ειδάλλως, θα πεθάνουν οι πάντες γύρω τους, κι εσύ δεν θα αποτελέσεις εξαίρεση, όχι. Η ζωή σου είτε θα τελειώσει με έναν φόνο, είτε θα ξεκινήσει με αυτόν. Απλά πρέπει να αποφασίσεις εάν η κηδεία θα είναι δική σου ή δική τους.
Μισώ που το παραδέχομαι, μα οι εξελίξεις τον επιβεβαιώνουν. Ξανά.
Και τι θα γίνει τώρα; Θα πρέπει να γίνω δολοφόνος; Εγώ; Σοβαρά; Για εμένα λέμε; Την Αντριάννα Βάλενταϊν του Τόμας και της Αϊλίν; Εγώ-εγώ; Που μια φορά είχα δει καταλάθος ένα επεισόδιο του Happy Tree Friends στην τηλεόραση και έκτοτε δεν έκλεισα μάτι για έναν μήνα και κάτι; Ακόμα για εμένα μιλάμε; Θα αρχίσω εγώ να θερίζω τον κοσμάκη, έστω τον ένοχο κοσμάκη που πάει γυρεύοντας, έχοντας αυτόν τον νεκρό, αναρχικό λούμπεν ως προσωπικό μου συμβουλάτορα;
Εγώ;
Απαπαπα, δεν γίνονται αυτά... Μα τι στο καλό σκέφτομαι; Έχω τρελαθεί τελείως;
Το βλέπετε, λοιπόν; Για αυτό βγαίνω απ' τα ρούχα μου βλέποντας ότι ο Ζίρο επέστρεψε απρόσκλητος. Δεν είμαι έτοιμη να διαχειριστώ ούτε εκείνον, ούτε τις τρομολαγνικές προφητείες του!
Απλά. Δεν. Μπορώ.
Θέλω τους Μαρς, θέλω την καθοδήγησή τους.
«Τι τρέχει, Βάλενταϊν;», με τσιγκλάει, χώνοντας τα χέρια του στις τσέπες του μαύρου του τζιν. «Έχουμε νευράκια;»
Με βλέπει που οργίζομαι και διασκεδάζει με την ψυχή του. Μιλάμε για τσακίρ κέφι.
«Ναι, Βάλχοφ», γρυλίζω. «Έχουμε νευράκια της εφηβείας και δολοφονικές τάσεις. Δίνε του».
Εσκεμμένα ή μη, ο Ζίρο δεν άκουσε το κομμάτι όπου του είπα να μην μπλέκεται στα πόδια μου, αλλά έπιασε πεντακάθαρα το κομμάτι περί δολοφονικών τάσεων. «Μπα, μπα, μπα», σχολιάζει ευδιάθετα. «Έχουμε και απ' αυτές;»
«Ναι», του πετάω κοφτά. «Και δεν τις πουλάμε. Φύγε».
Δεν το κουνάει ρούπι, τουναντίον αν υπήρχε κάποια καρέκλα εδώ γύρω θα στρογγυλοκαθόταν σαν κακιά πεθερά.
«Οκ», τσινάω, νιώθοντας όλο και πιο ευερέθιστη. «Θα φύγω εγώ».
Δίχως άλλη καθυστέρηση του γυρίζω την πλάτη και κάνοντας μεταβολή αρχίζω να απομακρύνομαι.
«Αντριάννα», τον ακούω να λέει, πνίγοντας ένα γελάκι. «Περίμενε».
Φυσικά, δεν περιμένω. Συνεχίζω ακάθεκτη, βηματίζοντας γρήγορα, διασχίζοντας τον μακρόστενο διάδρομο που είναι βυθισμένος σε μισοσκόταδο το οποίο μόλις και μετά βίας σπάνε οι παλιές λάμπες πετρελαίου στους τοίχους.
«Κάτσε λίγο...»
«Όχι, δεν κάθομαι», αρνούμαι. «Και σταμάτα να με ακολουθείς».
Δεν μπορώ να τον ακούσω να κινείται, η ακοή μου δεν ανιχνεύει βήματα ή ποδοβολητά στο κατόπι μου, παρόλα αυτά είμαι σίγουρη πως ο Ζίρο με έχει πάρει από πίσω. Ίσως οι πατούσες του αιωρούνται κάποια εκατοστά επάνω από το πάτωμα, όπως τα φαντάσματα και τα αερικά στις ταινίες, τα ρούχα του, όμως, είναι από συνηθισμένα, χειροπιαστά υλικά και τρίβονται καθώς κινείται. Ακούω το απαλό θρόισμα από το τζιν ύφασμα του παντελονιού του, και το αέρινο ανέμισμα της μακριάς γκρίζας ζακέτας του που του φτάνει ως τα γόνατα.
Ναι, με καταδιώκει.
«Θέλω να σου μιλήσω», συνεχίζει. Μοιάζει λες και ρίχνει δόλωμα. Δεν τσιμπάω.
«Εγώ πάλι όχι», του πετάω οξύθυμα.
Ανοίγω λίγο περισσότερο τον βηματισμό μου, καθώς αυξάνω ταχύτητα για να τον εμποδίσω να με φτάσει. Έτσι όπως περπατάω βιαστικά και βεβιασμένα, κοντεύω να κάνω jogging, αλλά ποσώς με ενδιαφέρει.
Μπορεί να δείχνω γελοία, αλλά δεν είμαι ανόητη. Ξέρω ότι δεν πρέπει να μείνω και να κουβεντιάσω μαζί του. Όσα πει μπορεί να είναι σωστά, αλλά δεν παύουν να είναι επικίνδυνα. Και η αλήθεια είναι πως φοβάμαι το μονοπάτι στο οποίο μπορεί να ξεστρατίσουν οι σκέψεις μου εάν τον ακούσω για ένα λεπτό ακόμα. Δεν θέλω να το ρισκάρω.
«Δεν έχει νόημα να τρέχεις από μένα», σφυρίζει, αιφνιδιάζοντάς με με το πόσο κοντά ακούγεται. Πότε με έφτασε; Ο Ζίρο πιάνει το χέρι μου, λίγο πιο ψηλά από τον αγκώνα, και με μια κίνηση αργή, σταθερή που δεν σηκώνει αντιρρήσεις βάζει τέλος στη φυγή μου και με γυρνά προς το μέρος του. «Δεν έχει νόημα να τρέχεις από μένα, ούτε να στρέφεσαι για βοήθεια και υποστήριξη σε κάποιους που σε επιβουλεύονται».
«Δεν ξέρω ποιος με επιβουλεύεται πια», αμύνομαι.
Δεν είναι κουτός, πιάνει την σπόντα μου.
Κάνω να ελευθερωθώ απ' την λαβή του, μα τα παγωμένα του δάχτυλα έχουν κλειδώσει επάνω μου. Α τέλεια, φράκαρα εδώ.
Και εντάξει, δε λέω, είναι απίθανο ο Ζεέρνεμποχ να γυρεύει το κακό μου, έχει καταστήσει σαφές ότι το μόνο που θέλει είναι να λυτρωθεί για να ελευθερωθεί η ψυχή του και να προχωρήσει παρακάτω, στον κόσμο των νεκρών. Δεν μπορεί να με επιβουλεύεται, είναι όμως ένας πεθαμένος που τριγυρνά ανάμεσα σε ζώντες, αφύσικος, κι αυτό με κάνει καχύποπτη απέναντί του. Δύσπιστη.
«Εγώ ξέρω ποιοι θέλουν το κακό σου», ισχυρίζεται. «Είναι οι ίδιοι που ήθελαν και το δικό μου κακό».
Προσποιούμαι ότι δεν τον ακούω, στριφογυρίζω ειρωνικά τα μάτια μου προς το ψηλό ταβάνι κι έπειτα τα κατεβάζω πάλι, τα προσγειώνω επάνω του και του ρίχνω το μην-αρχίζεις-πάλι-τα-ίδια ύφος μου.
«Μα καλά», συγχύζεται με την παιδιάστικη στάση μου. «Τι σε έπιασε και πήγες κατευθείαν να πηδήξεις στο στόμα του λύκου;», τα δάχτυλά του σφίγγονται σαν μικροί, κάτασπροι βόες γύρω από το μπράτσο μου και με ταρακουνάει ελαφρά. «Δεν σκέφτηκες το πιο απλό από όλα;», με ρωτά.
«Ποιο;»
«Στην Κόλαση βασιλεύει ο Διάβολος και στην Κόλαση συμβαίνουν ένα σωρό απαίσια πράγματα. Είναι δυνατόν να μην γνωρίζει για τα αποτροπιαστικά αυτά τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο ίδιο του το βασίλειο ο Διάβολος; Όχι. Και βέβαια τα γνωρίζει, μάλιστα, τα ενορχηστρώνει ο ίδιος και φροντίζει ποτέ να μην τελειώσουν. Τον ψυχαγωγούν».
«Τι παράξενο», σαρκάζω άκεφα. «Δεν το σκέφτηκα... Συνήθως, με την φαντασία μου φτιάχνω χνουδωτά, ροζ λαγουδάκια που τρέχουν επάνω σε ουράνια τόξα από πολύχρωμα ζαχαρωτά... Όχι τις κυβερνητικές γραμμές της... Κόλασης. Πες με ανώμαλη αν θες. Τέλος πάντων, όμως, πού κολλάει τώρα αυτό;»
«Το Ντέιβις Πλέις είναι η Κόλαση της Κόλασης επί της γης», με ενημερώνει. «Και εδώ πέρα κουμάντο κάνει η Κονστάνς, φυσικά και ξέρει πως συμπεριφέρονται οι δυνατοί τρόφιμοι στους ασθενέστερους, τι τους κάνουν!»
«Άουτς!», κλαψουρίζω ξαφνικά. «Με πονάς...»
«Συ-συγγνώμη», απολογείται κατευθείαν. Ανοίγει τα σφιγμένα του δάχτυλα και τα αφήνει να πέσουν από το μουδιασμένο μου μπράτσο.
Ο Ζίρο λέει όσα λέει, επειδή τα έχει περάσει κι ο ίδιος. Έπεσε θύμα των Αθληταράδων πριν αρκετούς μήνες, και τώρα, εδώ, σε αυτό το σημείο της συζήτησης αναβιώνει τα φρικτά μαρτύρια στα οποία των υπέβαλλαν. Τουλάχιστον έτσι ερμηνεύω την οργή και την ένταση που βγήκαν από την λαβή του, όταν με ζούλιξε υπερβολικά δυνατά.
Τον κοιτάζω κατσουφιάζοντας και τρίβω το χέρι μου.
«Καλά», συμβιβάζομαι, αφού αναλύω στο μυαλό μου όλη την παρομοίωση του για το Ντέιβις Πλέις με την Κόλαση, και για την διευθύντριας με τον Διάβολο. Είναι εύστοχη, κι ας μην θέλω να του το αναγνωρίσω. «Το παραδέχομαι, ήταν ηλίθιο να τρέξω να τα αμολήσω όλα στην Κονστάνς, αλλά και τι να έκανα;»
Συνοφρυώνεται. «Μπορούσες να στραφείς σε μένα», λέει. «Αλλά δεν το έκανες».
Παράπονο είναι αυτό που αλλοιώνει την χροιά του;
Ααα, το έχουμε χάσει τελείως...
«Προσπαθούσα να σε παρακάμψω», ομολογώ. «Είσαι κάποιος που δεν πιστεύει στα ημίμετρα, ενώ εγώ βαδίζω χέρι-χέρι με την μετριοπάθεια όλη μου τη ζωή, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ ξαφνικά να γίνω ο Εξολοθρευτής». Σταματάω για λίγο, θέλοντας να βάλω τις σκέψεις μου σε σειρά, να δω εάν όσα λέω βγάζουν νόημα. «Προσπαθούσα να βρω ένα ειρηνικό μονοπάτι μέσα σε όλο αυτό το πεδίο μάχης που με περιβάλει», συνοψίζω. «Στην πράξη ναυάγησε, μα θεωρητικά άξιζε να κάνω μια προσπάθεια, όσο αναποτελεσματική κι αν κατέληξε».
«Προτίμησες να ανοιχτείς στην αναθεματισμένη την... την... την Τζέλλα Δελαφράγκα*», τινάζει απαξιωτικά το χέρι του προς την δερμάτινη πόρτα του γραφείου. «Και στον Ίστμαν, τον Ίστμαν!», επαναλαμβάνει με έναν τρόπο που μαρτυρά ότι όσες φορές κι αν το πει δυνατά δεν θα το αποδεχτεί. «Τον Ίστμαν! Ο τύπος είναι λίιιιγο πιο αντιπαθητικός από τις μπάμιες, που να πάρει και να σηκώσει. Κι όμως τους προτίμησες από εμένα! Γιατί;»
Του φαίνεται αδιανόητο.
«Σου είπα ήδη, Ζίρο. Είσαι πεσιμιστής. Έχεις μια, πώς να το πω, μια τάση προς το νιχιλισμό και τελικά καταλήγεις να τα ισοπεδώνεις και να τα δραματοποιείς όλα. Και πέρα από αυτό, υπάρχει και κάτι άλλο που με έκανε να σε αποφύγω...»
«Τι;»
«Να...», μουρμουρίζω, χάνοντας ξαφνικά την τόλμη μου. Ασυναίσθητα, χαμηλώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω τα δάχτυλά μου που παίζουν νευρικά με το στρίφωμα της μπλούζας μου. «Το χάραμα της Κυριακής, όταν μου πρωτοφανερώθηκες... βρισκόμουν σε έναν τρόπον τινά νευρικό κλονισμό, βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι μόνιμα σε νευρικό κλονισμό είμαι από τότε που έφτασα στο Μέιν, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι πως τα είχα χαμένα, ήμουν ναρκωμένη κι εξουθενωμένη. Απολύτως καταβεβλημένη. Εεε, και με όλα αυτά να μου συμβαίνουν, είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δεν υπάρχεις τελικά, ότι σε φαντάστηκα... ότι σε έπλασα...»
«Σου είπα ότι δεν είμαι ανύπαρκτος», μου θυμίζει. «Υπήρξα και εξακολουθώ να υπάρχω».
Θίχτηκε; Τσαντίστηκε; Τον εκνεύρισα;
«Το ξέρω, το ξέρω...», πασχίζω. «Απλά για μια εβδομάδα ήσουν άφαντος και...»
«Δεν παίζεσαι», ξεφυσάει χτυπώντας τις παλάμες στους μηρούς του. «Ο ορισμός της γυναικείας κυκλοθυμίας είσαι! Την μια μου την λες που έρχομαι και την άλλη μου τα χώνεις γιατί έφυγα...»
«Δεν στα χώνω», δικαιολογούμαι όπως όπως. «Απλά ούσα νηφάλια δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι είσαι... αληθινός».
Ο δείκτης του αγγίζει το πιγούνι μου, το σηκώνει ψηλά αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω κατάματα. Σκατά, δεν μπορώ να του κρυφτώ.
«Γιατί είναι τόσο δυσνόητο για σένα;», ζητά να μάθει, αλλά είναι τόσο οξυδερκής που νομίζω ότι ήδη ξέρει την απάντηση. «Επειδή φαινομενικά δεν είμαι παρά ένα εξωπραγματικό... τέρας;»
Δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Δεν ξέρω εάν θέλω να απαντήσω.
«Επειδή ένα τέρας σαν εμένα, ένα πλάσμα νεκρό και ζωντανό παράλληλα, που έχει σάρκα πάνω από κόκαλα και κόκαλα πάνω από τη σάρκα δεν θα μπορούσε παρά να είναι αποκύημα μιας αρρωστημένης, κακοφορμισμένης φαντασίας;»
«Ν-ναι...», ψελλίζω.
Το δάχτυλό του γλιστρά από το σαγόνι μου αφήνοντας ένα κρύο αποτύπωμα πίσω του.
«Επειδή είμαι τέρας», ψιθυρίζει με πικρία. Ένα γέλιο διαδέχεται τον ψίθυρό του, αλλά είναι ένα γέλιο που δεν έχει ίχνος χιούμορ μέσα του, είναι πνιχτό, βραχνό και φιμωμένο σαν βήχας. Είναι ο ήχος που πηγάζει από τον κόρφο κάποιου που πονάει και υποφέρει.
Παγώνω.
«Είναι αστείο να μου καταλογίζεις εμένα τον τίτλο του τέρατος», μέμφεται. «Απλά και μόνο εξαιτίας της αλλόκοτης όψης μου. Είναι αστείο να μου τον καταλογίζεις όταν δεν έχω κάνει ποτέ τίποτε τερατώδες». Αντικαθιστώ την λέξη αστείο που χρησιμοποιεί με την λέξη άδικο. Καταλαβαίνω πως τον έχω κρίνει άδικα. «Δεν έχω βασανίσει, δεν έχω βιάσει, δεν έχω σκοτώσει... Κι όμως εμένα ονομάζεις τέρας», με κατηγορεί. «Και σου κάνει εντύπωση. Δεν θα έπρεπε όμως. Ειδικά από την στιγμή που σε περιτριγυρίζουν τόσα άλλα τέρατα. Όχι σαν εμένα, πραγματικά τέρατα».
Εντάξει, τα κατάφερε. Μέσα σε λίγες προτάσεις με έκανε να θέλω όχι μόνο ν' ανακαλέσω, αλλά και να του ζητήσω συγγνώμη, πέφτοντας γονατιστή στο πάτωμα.
Όχι, δεν θα πέσω γονατιστή στο πάτωμα! Πρέπει να ατσαλωθώ και να γίνω σκληρή και αδιαπέραστη. Με όλους και με όλα.
Άσε που η Πιλάρσκι είπε ότι έχω έναν τραυματισμένο μηνίσκο! Το γονάτισμα θα πονάει.
«Σε πλησιάζουν, σε κυκλώνουν ή σε προσπερνούν», συνεχίζει να μου λέει ο Ζίρο. «Πάντα και παντού. Επί καθημερινής και μονίμου βάσεως. Απλά δεν τα αντιλαμβάνεσαι. Αρκεί όμως να κοιτάξεις στα δεξιά και τα αριστερά σου, μπροστά και πίσω σου, το αγόρι που κάθισε δίπλα σου στις κερκίδες του γηπέδου, ο άντρας με την στολή του φύλακα που σε σκούντησε έξω στο προαύλιο, το κορίτσι που κάθεται στο μπροστινό θρανίο στη Χημεία, η νοσοκόμα που σε περιέλαβε... Τα τέρατα που λέγονται άνθρωποι είναι παντού γύρω σου, Αντριάννα, απλά δεν τα βλέπεις», καταλήγει με φωνή χαμηλωμένη σ' έναν φαρμακερό συριγμό. «Τα συνήθισες πια».
Τώρα ο Ζίρο στέκεται τόσο κοντά μου που συνειδητοποιώ ότι με νιώθει να τρέμω. Με πιάνει απ' τους ώμους και με σπρώχνει προσεκτικά προς τα πίσω, ώσπου η πλάτη μου γίνεται ένα με τον πλαϊνό τοίχο του διαδρόμου, κι εγώ κολλάω εκεί, αποζητώντας ένα στήριγμα. Συνεχίζει να με κρατάει, λες και εάν με αφήσει θα καταρρεύσω.
Μπορεί και να το κάνω.
«Σταμάτα να αυταπατάσαι», με συμβουλεύει ή μπορεί και να με μαλώνει. Δεν είμαι σίγουρη. «Άνοιξε τα μάτια σου και δες που βρίσκεσαι. Αυτοί οι τύποι δεν αστειεύονται, θα σε φάνω ζωντανή. Πρέπει να αντιδράσεις, άμεσα. Να κάνεις κάτι».
«Σ-σαν τι;», κοντανασαίνω.
Μην γνέφεις πια το κεφάλι με δουλικότητα, αποκήρυξε την αδυναμία. Διαφορετικά, μείνε όπως είσαι κι άρχισε να σχεδιάζεις τις αβέβαιες συνθήκες του βέβαιου θανάτου σου, αυτά ήταν τα λόγια του την περασμένη φορά.
Μην επαναπαύεσαι, ανασυγκροτήσου. Κάνε το μίσος τη ζωογόνο δύναμή σου.
Προσαρμόσου. Εξελίξου. Ζήσε.
«Ύψωσε το ανάστημά σου, πυροδότησε μια επανάσταση, πήγαινε εκεί όπου κανείς δεν έχει πάει ως τώρα, κάνε αυτό που όλοι οι άλλοι φοβούνται. Αντιστάσου. Πρέπει να αντισταθείς, διαφορετικά θα σε κάνουν μια από αυτούς. Ένα φυτό σε συνεχή καταστολή, ένα ανεγκέφαλο ζόμπι. Θα σε αποκαθηλώσουν από άνθρωπο, και θα σε υποβιβάσουν σε ζωύφιο, ένα μικρό, ασήμαντο ζωύφιο που ανήκει στην βάση της τροφικής αλυσίδας, κάτω, κάτω, κάτω... Αναλώσιμη».
«Όχι...»
«Ναι», επιμένει ακράδαντα. «Εάν οι άνθρωποι είναι καλοί σε κάτι αυτό είναι στο να απογοητεύουν, να προδίδουν και να χτυπούν πισώπλατα. Αυτό είναι κάτι που έμαθα με τον άσχημο τρόπο. Όσο πιο όμορφα είναι τα λόγια τους, τόσο πιο ύποπτα είναι τα έργα τους. Όσο πιο εκλεπτυσμένοι οι στοίχοι, τόσο πιο υποχθόνιοι οι στόχοι».
Με κοιτάζει στα μάτια σαν να με προκαλεί να τον διαψεύσω.
Δεν μπορώ.
«Σ-σε παρα... παρακαλώ», του λέω, ενώ καταριέμαι για το κεκέδισμά στη φωνή μου. Ποτέ δεν θα απαλλαγώ από δαύτο. «Άφησέ με ν-να φύγω». Πιάνω με τα χέρια μου τους καρπούς του που έχουν καρφωθεί στους ώμους μου και προσπαθώ να τον αποτινάξω από επάνω μου. «Δεν αντέχω να ακ-ακούσω τίποτα άλλο...»
«Δεν τελείωσα» μου εναντιώνεται, καθώς με κρατά ακόμη καθηλωμένη στον τοίχο. «Θα ακούσεις αυτά που έχω να σου πω κι ας μην σου αρέσουν, επειδή χρειάζεσαι κάποιον που θα σου πει την αλήθεια».
«Την αλήθεια...»
Έτσι όπως στέκεται εδώ, στην μέση του διαδρόμου, το ασθενικό φως από την φλόγα μιας λάμπας στα δεξιά πέφτει επάνω του, φωτίζοντας μόνο την μια μεριά του προσώπου του, αφήνοντας την άλλη να γίνεται ένα με τις σκιές. Μοιάζει λες και το κινεζικό σύμβολο του Ying και του Yang πήρε σάρκα και οστά. Ο φωτεινός Ζίρο. Ο σκοτεινός Ζίρο. Αυτός που ψάχνει δικαίωση, κι αυτός που γυρεύει εκδίκηση.
«Και μόνο την αλήθεια». Υπάρχει ένα αμυδρό λαμπύρισμα στα μάτια του, το οποίο είναι φανερό μαζί με τη δυσφορία του. «Ακόμη περιμένεις το θαύμα, έτσι; Μη. Δεν θα υπάρξουν άλλα θαύματα», συνεχίζει δίχως περιστροφές. «Ζούμε σε έναν κόσμο χτισμένο επάνω σε υποσχέσεις δοσμένες από ψεύτες. Ψεύτες που πορεύονται με μοναδικό τους άξονα την ιδιοτέλεια. Οι ισχυροί πάντα θα εκμεταλλεύονται τους αδύναμους. Εξάλλου έτσι έγιναν ισχυροί εξ αρχής. Μην προσμένεις την βοήθεια κανενός από όσους είναι μέρη αυτού του διεστραμμένου, ανθρωποφαγικού συστήματος, αυτής της γιγάντιας κρεατομηχανής. Οι αδιάφοροι καθηγητές σου, οι καιροσκόποι φύλακες, ο τρελογιατρός, η νοσοκόμα, ο επιστάτης, η διευθύντρια όλοι τους υποσκάπτουν την πραγματική δικαιοσύνη», η φωνή του Ζίρο είναι θανατηφόρα και σιγανή, σαν βέλος που εκτοξεύεται με αιχμή λουσμένη σε Μπελαντόνα. «Ακούγεται παρατραβηγμένο, το ξέρω, αλλά αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε. Ένας ζεστός, αποπνικτικός, βρωμερός κύκλος ανθρωπότητας».
Παίρνει τα χέρια του και παύει να ρίχνει το βάρος του επάνω μου. Δεν με στριμώχνει πια. Είμαι ελεύθερη να φύγω, αλλά έχω απομείνει στήλη άλατος, ανήμπορη να το βάλω στα πόδια. Τι θα πει μετά;
«Εάν δεν κάνεις κάτι, τώρα, όσο τα γεγονότα είναι ακόμα φρέσκα και η πληγή σου ανοιχτή, τότε δεν θα το κάνεις ποτέ. Πολύ σύντομα θα σε δαμάσουν, θα σε σπάσουν και θα σε ξανσυναρμολογήσουν όπως σε θέλουν αυτοί. Σιωπηλή. Υπάκουη. Υποταγμένη σε κάθε επιταγή τους. Περίμενε και θα δεις... Φόβος, ατολμία, ανυπαρξία βούλησης, αυτά τα τρία θα χαρακτηρίζουν την ζωή σου, κι ας μην ήρθες σε αυτόν τον κόσμο για να ζήσεις έτσι. Θα σκύβεις το κεφάλι, θα κάνεις τα στραβά μάτια και θα αφήνεις χιλιάδες σημάδια στην άκρη της γλώσσας σου από όλα τα πράγματα που ποτέ δεν ούρλιαξες. Στο αίμα σου θα τρέχουν αγχολυτικά, υπνωτικά και ναρκωτικά πυκνότερα από το αίμα, και το όνομά σου δεν θα είναι Αντριάννα Βάλενταϊν πια». Κάνει ένα βήμα πίσω, μακριά, μεγαλώνοντας το χάσμα μεταξύ μας, αφήνοντας ένα άδειο κενό στη θέση του.
Ένα κενό που με επηρεάζει με τον πλέον απίθανο τρόπο.
Όχι, στάσου, περίμενε, θέλω να πω. Μην φεύγεις, μην με αφήνεις, έλα πίσω!
Ωστόσο, όταν τον κοιτάζω βλέπω ότι δεν έχει όρεξη για πισωγυρίσματα.
Έχει πάλι αυτό το βλέμμα στα μάτια του, ψυχρό, σφιγμένο, αδυσώπητο.
«Αντιστάσου, γαμώτο», γρυλίζει. «Μόνο και μόνο για να μπορείς να φωνάξεις ότι στο τέλος της ημέρας υπάρχεις και αξίζεις».
✖
*Τζέλλα Δελαφράγκα: βαθύπλουτη, στιλάτη, σκληρή και εγωίστρια κακιά από την κωμωδία Το κλάμα βγήκε από τον παράδεισο (2001).
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top