Κεφάλαιο 10: Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, ίσως για να αρχίσω τα ψυχοφάρμακα.
✖
Το γραφείο της διευθύντριας βρίσκεται στην καρδιά του κεντρικού κτιρίου διοίκησης, κρυμμένο πίσω από δύο τεράστιες δερμάτινες πόρτες με μπρούτζινες λεπτομέρειες και περίτεχνα πόμολα σαν ανθισμένα τριαντάφυλλα.
Ασυναίσθητα σχεδόν αφιερώνω λίγα δευτερόλεπτα για να χαζέψω τις ανάγλυφες λεπτομέρειες στα λεπτά, μπρούτζινα φύλλα και τις στριφογυριστές καμπύλες των κοτσανιών τους που έχουν μικροσκοπικά, περίτεχνα αγκάθια επάνω.
Αυτό κι αν είναι έργο τέχνης! Για δες κάτι πολυτέλειες που απολαμβάνει η διευθύντρια ενός μέρους που κατά τα άλλα θυμίζει καταγώγιο.
Ναι, καταλήγω, η γυναίκα αυτή σίγουρα βάζει χέρι στο ταμείο του Ιδρύματος και σπαταλάει τους χρηματικούς πόρους του για να περιτριγυρίζει τον εαυτό της με ακριβά, όμορφα πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να χαρεί...
Η ανακάλυψη αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, μα η αλήθεια είναι ότι ποσώς με νοιάζει πού ξοδεύει η διευθύντρια τα χρήματα που θα έπρεπε κανονικά να δίνει για ν' αγοράζει ποιοτικότερα γεύματα στους τροφίμους ή να τους χτίσει αθλητικές εγκαταστάσεις...
Η αλήθεια είναι ότι δεν χαζεύω απλά, χρονοτριβώ.
Χρονοτριβώ και κωλυσιεργώ, επειδή απ' το μυαλό μου περνάνε ξαφνικά σαν φιλμ μικρού μήκους οι λέξεις που μου είπε κατά την πρώτη μου ημέρα στο Ίδρυμα η Γκουέντολιν Μαρς: Η Κονστάνς Ντέιβις είναι η νυν διευθύντρια του Ιδρύματος, με είχε ενημερώσει. Τρομακτική γυναίκα. Κέρβερος. Ο Μπιλ και εκείνη είναι όλο στην κόντρα, είχε προσθέσει μετέπειτα. Καμιά φορά της την μπαίνω κι εγώ για χάρη του. Σε εσένα δεν θα το συνιστούσα πάντως. Ούτε με σφαίρες. Μην προκαλέσεις την τύχη σου μαζί της. Θα σε φάει ζωντανή.
Διστάζω να μπω μέσα, διαστάζω ακόμη και να χτυπήσω την πόρτα για να κάνω την παρουσία μου αισθητή. Για πολλές στιγμές το μόνο που κάνω είναι να στέκομαι άσκοπα και αμήχανα στον διάδρομο απ' έξω, καθώς αμφιταλαντεύομαι.
Θεούλη μου, ψιθυρίζω από μέσα μου, κάνε να μην με φάει ζωντανή.
Κάνε η Γκουέν να υπερέβαλλε επειδή ο Μπιλ είναι κεφάλι ξερό κι αγύριστο κι όλο μπλέκεται σε φασαρίες. Και κάνε να είναι η Κονστάνς Ντέιβις αυτή που θα με λυτρώσει και θα βάλει τέλος σε όλη αυτήν την αδικία, την ακρισία και την εχθρότητα που διαιωνίζεται.
Κάνε το αυτό για εμένα...
Στέλνω την άηχη ευχή μου στον Ύψιστο και ύστερα σηκώνω το χέρι μου, σφιγμένο σε μια μικρή γροθιά και χτυπώ το μακρόστενο πορτόφυλλο. Περιμένω.
Και έπειτα βλέπω τα λουλουδένια πόμολα να λυγίζουν, να στρέφονται προς τα κάτω κάνοντας την διπλή πόρτα να ανοίξει.
Ένα ορθογώνιο κενό δημιουργείται στο κατώφλι, προσκαλώντας με μέσα.
✖
Ή, τώρα που το ξανασκέφτομαι, το κενό στο κατώφλι δεν είναι και τόσο φιλόξενο.
Το ακριβώς αντίθετο.
Διότι, ο Νόα Ίστμαν, ο υπερήλικας επιστάτης εμφανίζεται από πίσω του. Ως συνήθως, ο Ίστμαν είναι μια ζαρωμένη, λιπόσαρκη φιγούρα που καταλήγει σε ένα σταφιδιασμένο πρόσωπο γεμάτο εκνευρισμό, απροθυμία και προπάντων στρυφνότητα.
«Εσύ...», συρίζει μέσα από την μασέλα του, μόλις με βλέπει στο άνοιγμα της εισόδου. Οι βαθιές ρυτίδες γύρω από το στόμα του σφίγγονται με δυσαρέσκεια. «Τι γυρεύεις 'δω;»
«Γ-γ-γειά σας», λέω κομπιάζοντας. Αισθάνομαι θαρρείς και μιλώ στον Άργκους Φιλτς, τον μόνιμα σκυθρωπό επιστάτη του Χόγκουαρτς. «Θ-θέλω να μιλήσω στην κυρία Ντέιβις, παρακαλώ».
Μου ρίχνει ένα στριμμένο, αφιλόξενο βλέμμα, όσο με περιεργάζεται. «Ατύχησες», κρώζει ξερά στο τέλος. «Η κυρία Ντέιβις δεν θέλει να μιλήσει σε σένα».
«Γιατί;»
«Έχει μια...». Ξαφνικά ο Φιλτς, εε, ο Ίστμαν εννοώ το βουλώνει. Παύει απότομα να μιλάει σαν να μην ξέρει πως να συνεχίσει, σαν ν' αναζητά μια δικαιολογία να μου πετάξει. «Μια ανειλημμένη υποχρέωση να φέρεις εις πέρας...»
Δεν με πείθει ουδόλως. «Τι είδους ανειλημμένη υποχρέ-»
«Μια σημαντική δουλειά», χάνει την μηδαμινή υπομονή του.
Νταααπ! Και έτσι απλά... ο γεροξεκούτης μου κλείνει την πόρτα κατάμουτρα.
«Έεεει!», θέλω να του φωνάξω. «Στάσου!», μα είναι ήδη αργά. Τα πορτόφυλλα έχουν σφραγίσει ξανά εμπρός μου κι εγώ έχω απομείνει ολομόναχη στον ημιφώτιστο διάδρομο.
«Λοιπόν», μονολογώ σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου. «Δεν περίμενα να εξελιχτεί ακριβώς έτσι η αποστολή απόδοσης δικαιοσύνης. Τι να κάνω τώρα;»
Απομένω εκεί, φυσώντας και ξεφυσώντας σαν τσαγερό για κάμποσα λεπτά, μέχρις ότου συνειδητοποιώ ότι ο Ίστμαν και η Ντέιβις δεν πρόκειται να μου ανοίξουν διάπλατα τις πόρτες, στρώνοντάς μου κόκκινο χαλί και ραίνοντάς με με ροδοπέταλα.
Εάν θέλω πράγματι να τους κάνω να με ακούσουν, θα πρέπει ν' αλλάξω ρότα.
Ν' αφήσω τις ντροπές και τις ευγένειες κατά μέρος και να πάρω δραστικά μέτρα.
Πολύ δραστικά.
✖
«Για ακούστε εδώ!», γαβγίζω κάνοντας ορμητική έφοδο μέσα στο γραφείο, δείχνοντας ξαφνικά ευέξαπτη και φουριόζα. «Κάτι πολύ σημαντικό συμβαίνει κάτω από την μύτη σας και εσείς κοιμάστε με τα τσαρούχια! Κάτι πάρα πολύ σοβαρό, σοβαρά αποτροπιαστικό. Σκληρό και απαίσιο και εγώ είμαι εδώ για να το καταγγείλω».
Αγνοώ τον Ίστμαν στα δεξιά μου που πιάνει να ωρύεται με το που εισβάλω ξανά στο οπτικό του πεδίο και με σκόπιμη θρασύτητα τον προσπερνώ, κινούμενη προς την διευθύντρια.
Η Κονστάνς Ντέιβις βρίσκεται θρονιασμένη σε μια πορφυρή πολυθρόνα, όμοια με θρόνο, πίσω από ένα καλλίγραμμο, μαρμάρινο γραφείο με γυάλινη επένδυση. Φτάνω μπροστά της και κοπανώ δυνατά τις παλάμες μου στην γυάλινη επιφάνεια εργασίας για να της επιστήσω την προσοχή.
«Π-ποια είσαι εσύ, παιδί μου;», ρωτάει εύλογα αναστατωμένη, όταν ερχόμαστε επιτέλους πρόσωπό με πρόσωπό. Τα βαριά βαμμένα της ματόκλαδα με την σκούρα μωβ σκιά και τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες ανοιγοκλείνουν μπερδεμένα αλλεπάλληλα, λίγο πιο ψηλά τα λεπτά της φρύδια σμίγουν απ' την σύγχυση.
«Είμαι η Αντριάννα Βάλενταϊν», της απαντώ απευθείας. Της προσφέρω λίγο χρόνο για να θυμηθεί την περίπτωσή μου, και εκμεταλλευόμενη αυτό το χρονικό κενό, την παρατηρώ καλύτερα.
Η Κονστάνς Ντέιβις είναι μια γυναίκα που κάνει εύκολα εντύπωση, αν και μάλλον αυτός είναι ο σκοπός της. Δεν θέλει να περνά απαρατήρητη, καθώς τα πάντα επάνω της από το έντονο μακιγιάζ της έως την εκκεντρική της αμφίεση μοιάζουν να απαιτούν: Πρόσεξέ με, πρόσεξέ με! Είναι τροφαντή, με σουλούπι χιονάνθρωπου κι εξίσου χιονάτη επιδερμίδα, κάτι που με κάνει να αναλογιστώ για μια ακόμη φορά ότι μάλλον ροκανίζει την κοινοτική επιδότηση και τις προμήθειες του Ιδρύματος. Είναι σίγουρα διεφθαρμένη σε ετούτον τον τομέα, αλλά εάν φιλοτιμηθεί να λύσει το ζήτημά μου, τότε ας κάνει όσα πλιάτσικα θέλει.
Εξακολουθώ να την κοιτάζω. Φοράει ένα στενό σακάκι από μαύρο ύφασμα και μια μακριά ασορτί φούστα που της έρχεται τσίμα τσίμα, αλλά δεν αρκείται σε αυτό το λιτό σύνολο. Από πάνω φοράει μια παχιά, φουντωτή γούνα σε ένα φρικαλέο καροτί χρώμα με την οποία τυλίγει ευλαβικά την καλοζωισμένη της σιλουέτα.
Αναρωτιέμαι, στιγμιαία, πόσες κουβέρτες λείπουν από τα κρεβάτια των τροφίμων ή πόσα γεύματα δεν θα σερβιριστούν ποτέ στα τραπέζια τους, για να μπορεί η Διευθύντρια να μοιάζει με Αλεπουδοκυνηγός. Το αντιπαρέρχομαι.
«Βάλενταϊν», συνειδητοποιεί, κάποιες στιγμές αργότερα.«Η νέα τρόφιμος από τη Νέα Υόρκη;»
«Μάλιστα, κυρία».
«Βάλενταϊν», ξαναλέει, αυτή την φορά προφέροντας το όνομά μου με έναν αλλιώτικο τόνο, κακεντρεχή, ενοχλημένο. «Κατανοώ ότι είσαι νεοαφιχθείσα, ωστόσο ποιος στην οργή σου είπε ότι μπορείς να μπουκάρεις στο γραφείο μου κατ' αυτόν τον αγενέστατο τρόπο;»
Εεεμ...
Προσπαθώ να σκαρφιστώ μιαν ανάλογη απάντηση, η οποία δεν θα με κάνει να ακουστώ σαν αναρχική αντιεξουσιάστρια, αλλά ο Νόα Ίστμαν δεν με αφήνει. Παραμιλάει συγκατανεύοντας από την γωνία του, ψιθυρίζοντας κάτι ακατάληπτα λόγια για: «Την ανυπόφορη αναίδεια των πιτσιρικιών σήμερα», και για το ότι: «Εμείς φταίμε που δεν τα κρεμάμε ανάποδα, που δεν τους ξυρίζουμε τα καύκαλα και που δεν τα περιφέρουμε από 'δω και από 'κει με ταμπέλες κρεμασμένες από τους σβέρκους τους που λένε: Είμαι Τέντι-Μπόις».
Τι παλαβός!
Πού είχα μείνει; Τι με ρώτησε η Κονστάνς;
«Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι, επιτέλους;», κάνει απηυδισμένη.
Ρίχνω μια ματιά στον περίγυρο.
Στο κλουβί με τις Τρελές; είναι η πρώτη μου μαντεψιά.
Η αίθουσα είναι επενδυμένη με σκαλιστή βελανιδιά, η οποία κατά τόπους παραχωρεί την θέση της σε μια σκούρα βυσσινί ταπετσαρία vintage στιλ. Στο χώρο δεσπόζει το μεγάλο γραφείο της Κονστάνς Ντέιβις από αστραφτερό γυαλί και ανοιχτόχρωμο μάρμαρο, ενώ παντού τριγύρω απλώνεται ένα πάτωμα από μαύρα και λευκά τετράγωνα, σαν τεράστια σκακιέρα.
Παρόλα αυτά, το μέρος δεν είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από το «γραφείο της διευθύντριας», με άλλα λόγια δεν είναι διακοσμημένο έτσι ώστε να διαλαλεί σε κάθε εισελθόντα ότι εκεί μέσα θα γνωρίσει αυστηρότητα, πειθαρχεία, τιμωρία, σεβασμό. Αντιθέτως, μοιάζει θαρρείς και εν μια νυκτί η Lady Gaga πενηντάρισε, απέκτησε βουλιμία και μετακόμισε στο Ντέιβις Πλέις.
Τι εννοώ;
Στους τοίχους δεν κρέμονται τα γεμάτα κύρος πορτρέτα των περασμένων διευθυντών του Ιδρύματος, τα άγρυπνα μάτια τους δεν σε κοιτάζουν με άτεγκτο ύφος μέσα από τον καμβά. Στην θέση τους βρίσκονται οι ολόσωμες φωτογραφίες της Κονστάνς, στις οποίες ποζάρει σαν νέα Μόνα Λίζα με ωραιοπάθεια, εξεζητημένη αίσθηση της μόδας και διατροφική διαταραχή. Οι δίδυμες πολυθρόνες από μαύρο δέρμα που προορίζονται για τους επισκέπτες είναι θαμμένες κάτω από σωρούς από φανταχτερά ρούχα, στοίβες από βιβλία σχηματίζουν πυραμίδες στο πάτωμα, ντάνες με κουτιά γυναικείων παπουτσιών στοιβάζονται από γωνία σε γωνία και τα ράφια της φαρδιάς βιβλιοθήκης δεν ξεχειλίζουν από σπουδαία έγγραφα και τόμους εγκυκλοπαιδειών, αλλά από γυαλιστερά προϊόντα, χρησιμοποιημένες βούρτσες και ανοιχτά συρτάρια απ΄ όπου κρέμονταν δαντελένια εσώρουχα, διάφανα καλσόν και φουλάρια με φτερά.
Ή η Κονστάνς Ντέιβις έχει μεταμορφώσει το γραφείο σε προσωπικό δωμάτιο-μπουντουάρ της ή βρίσκομαι πράγματι στο Κλουβί με τις Τρελές!
Παίρνω τα μάτια μου από όλο αυτό το απαστράπτον χάος και μουρμουρίζω σαν καλολαδωμένο ρομποτάκι πως: «Είμαι μέσα στο γραφείο σας, κυρία».
«Και αφού έχεις πλήρη συναίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκεσαι, τότε γιατί συμπεριφέρεσαι λες και είσαι στο γήπεδο, νεαρή μου;», η ερώτηση της είναι ολοφάνερα ρητορική και η παύση που κάνει τόσο σύντομη που δεν μου επιτρέπει να δικαιολογηθώ. «Ποιος σου είπε ότι θα ανεχτώ ανήλικους εγκληματίες να σαλτάρουν εδώ μέσα κοπανώντας την πόρτα μου, ουρλιάζοντας και σκορπώντας τον κακό χαμό», συνεχίζει ενοχλημένη. «Και χαλώντας το μανικιούρ μου!», προθέτει ως αποκορύφωμα, λες και ένα στραβοκομμένο ή κακοβαμμένο νύχι είναι το μεγαλύτερο από όλα τα δεινά μας.
Α, ναι, ξέχασα να σας το πω. Έχω πια αντιληφθεί ότι αυτή η ανειλημμένη υποχρέωση που δεν μπορούσε με τίποτα να διακόψει, η διευθύντρια ώστε να μου μιλήσει, κατά τα λεγόμενα του Ίστμαν, τουλάχιστον, ήταν να φτιάξει τα νύχια της και να καλλωπιστεί .
Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, έχει καλέσει και μια έφηβη τρόφιμο, γύρω στην ηλικία μου, η οποία εκτελεί ξεκάθαρα χρέη μανικιουρίστ. Η κοπέλα που από το μελαμψό της δέρμα, τα κατσαρά εβένινα μαλλιά και τα όμορφα, εξωτικά χαρακτηριστικά ανήκει προφανώς στην λίστα των Λατίνων, κάθεται γονατιστή στο σκληρό πάτωμα δίπλα στην Κονστάνς και της λιμάρει τα νύχια με ύφος επώδυνα βαριεστημένο.
Ξανακάνω τα στραβά μάτια.
«Κανείς δεν μου είπε πως θα το ανεχτείτε». Στέκομαι ανάμεσα σε μια στοίβα περιοδικά και ένα κρυστάλλινο μπολ με καραμέλες, με πολύχρωμα περιτυλίγματα και ξεροκαταπίνω προσπαθώντας να διώξω την πικρή γεύση στο λαιμό μου. «Συμπέρανα, όμως-»
«Συμπέρανες!», κομπάζει ο Ίστμαν με γλώσσα που στάζει φαρμάκι. «Συμπέρανες! Συμπέρανε λέει... από πού το συμπέρανε ούτε αυτή η ίδια δεν ξέρει. Και σάμπως τι συμπέρανε, αν έχουμε καλό ερώτημα;»
«*Allá vamos otra vez...», μουρμουρίζει η λατίνα τρόφιμος με μάτια που στριφογυρίζουν ειρωνικά προς το ταβάνι. Δεν έχω ιδέα τι λέει, αλλά φαντάζομαι πως έχει μπουχτίσει με τα εξωφρενικά κηρύγματα του επιστάτη, όσο κι εμείς οι υπόλοιποι.
«Τίποτα δεν συμπέρανε... αλλά έτσι δεν κάνουν όλοι οι συνομήλικοί της την σήμερον ημέρα;», ο Ίστμαν το 'χει πάρει μονότερμα. «Παρακινούμενοι όλοι τους από τις επαναστατικές τους ορμές, το αίμα που βράζει και τις τρελαμένες ορμόνες τους!», το αποστεωμένο του κορμί τρέμει από απέχθεια για τα νιάτα. «Πρώτα μιλάνε, πρώτα δρουν και μετά σκέφτονται. Παραχαϊδεμένα βρωμόπαιδα! Πρέπει να τους δώσουμε ένα μάθημα που θα τους μείνει αλησμόνητο! Να τους τιμωρήσουμε παραδειγματικά!»
«Ίστμαν», τον μαλώνει απαλά η διευθύντρια. «Άφησε την Βάλενταϊν να μιλήσει, επιτέλους. Τάραξε που τάραξε την ηρεμία μου, ας δω τι θέλει τουλάχιστον».
Μου κάνει νόημα να συνεχίσω κι εγώ παίρνω με άπειρη ευγνωμοσύνη τον λόγο. «Συμπέρανα ότι οι παραβάσεις που θα σας αποκαλύψω είναι πολύ πιο σημαντικές και αξιόποινες από την δική μου παταγώδη είσοδο εδώ».
Η διευθύντρια ανακάθεται αργά με το ενδιαφέρον της τεταμένο. «Τι εννοείς;», με ρωτάει περίεργη.
«Δεν ξέρω εάν το γνωρίζετε, δεν ξέρω εάν έχει υποπέσει στην αντίληψή σας, αλλά εδώ μέσα κυκλοφορούν κάποια άτομα που...», πώς το είχε πει ο Ζίρο; «Που είναι ένοχα φρικτών και ακατανόμαστων πράξεων».
Πίσω απ' τις πλαστικές τις βλεφαρίδες, η Κονστάνς Ντέιβις με κοιτάζει για πολύ ώρα με ένα βλέμμα σταθερό, αμετακίνητο, έξυπνο, ή, έτσι μου φαίνεται έως ότου... «Χα!», κομπάζει ρίχνοντας το καστανό της κεφάλι προς τα πίσω. «Χα χα χα!», γελάει τόσο δυνατά που το στήθος της ανεβοκατεβαίνει σαν ανελκυστήρας και ο αποτελούμενος από εξτένσιονς κότσος των μαλλιών της ταλαντεύεται μπρος πίσω, μπρος πίσω.
Πού είναι το αστείο; αναρωτιέμαι φουρκισμένη.
«Αχ, βρε Βάλενταϊν», κακαρίζει. «Με έκανες και γέλασα».
«Ωραία», κατσουφιάζω. «Το γέλιο είναι υγεία. Θα έλεγα ότι χαίρομαι που σας το πρόσφερα, αλλά, ξέρετε, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου».
«Άκουσε να δεις», ανταπαντά με τις άκρες των λεπτών, σκουροβαμμένων χειλιών της ακόμη ανασηκωμένες. «Δεν ήρθες εδώ επειδή δεν βρήκες δωμάτιο στο Χίλτον, ήρθες επειδή είσαι και εσύ κακούργα όπως όλοι οι άλλοι. Στο Ντέιβις Πλέις είσαι, προφανώς και θα συνδιαλέγεσαι με αλητάμπουρες και ενόχους φρικτών και ακατανόμαστων πράξεων».
«Όχι, δεν με καταλάβατε», αρνούμαι. «Δεν εννοώ ότι-»
«Δεν καταλαβαίνει;», κάνει ο Ίστμαν δύσπιστα. «Δεν καταλαβαίνει; Τι την πέρασες την διευθύντρια μας; Για χαζή; Αυτό είναι, κυρία Ντέιβις, μόλις σας αποκάλεσε χαζή!»
«Με ακούσατε να λέω την λέξη χαζή;», ενίσταμαι τσιρίζοντας.
«Εμμέσως πλην σαφώς», λέει στρυφνά. «Μην δεχτείτε αυτή την αθυροστομία, κυρία Ντέιβις! Δείξτε της ποιος κάνει κουμάντο εδώ!»
«Τιμωρώντας την;», μαντεύει την σκέψη του.
«Ναι!»
Η Κονστάνς ξεφυσάει με απόγνωση. «Πόσες φορές θα σου το πω, Ίστμαν; Αν μπουζουριάζαμε τους τροφίμους μας για ψύλλου πήδημα, το προαύλιο έξω θα ήταν άδειο και τότε ποιον θα είχαμε να δουλεύει τζαμπέ στην λάντζα, το πλυσταριό, τον κήπο;»
Ο ηλικιωμένος επιστάτης σταυρώνει τα χέρια του στο στενό, κοκαλιάρικο στέρνο του σαν παραπονεμένο παιδάκι. «Εγώ ένα έχω να πω», γκρινιάζει. «Τα κελιά της απομόνωσης δεν τα σκάψαμε για να μαζεύουν αράχνες».
Η λατίνα μουρμουρίζει μια αμετάφραστη φράση, σκάζοντας την φούξια τσιχλόφουσκα που μασάει μανιωδώς: «**Entonces, deberías ir y encerrarte allí. Danos algo de paz y tranquilidad». Πολύ θα θέλαμε να ξέρουμε τι τσαμπουνάει, αλλά καθώς κανείς από εμάς τους τρεις δεν ομιλεί την μητρική της, την αγνοούμε επιμελώς.
«Δεν...», δοκιμάζω πάλι να πω. «Δεν αναφέρομαι σε έναν οποιονδήποτε τρόφιμο του Ντέιβις Πλέις, κυρία μου, δεν αναφέρομαι σε κάποιον που διαπράττει πέντε-έξι πλημμελήματα απλά με το να ξυπνήσει. Μιλάω για τους πραγματικούς κακούς αυτού του τόπου που αντί να σωφρονίζονται εκμεταλλεύονται την θέση τους εδώ για να γίνουν χειρότεροι, πιο ύπουλοι, πιο μοχθηροί. Μιλάω για κακουργήματα όπως πρόκληση σωματικής βλάβης».
«***Bueno, eso es algo nuevo!es como si nunca te hubiera oído diciendo eso», σχολιάζει άκεφα η μελαχρινή μανικιουρίστ.
«Κακουργήματα όπως εκβιασμός και δόλος και απάτη», εξηγώ.
«****En esta institución valoremos mucho los valores clásicos», συνεχίζει ακαταλαβίστικα.
Μα τι στο καλό λέει;
Α, τέλος πάντων.
«Για τρομοκρατία», προσθέτω βιαστικά. «Εκβιασμό, οργανωμένο έγκλημα».
«*****¿Nos va a decir algo que aún no sepamos? Está bastante aburrido...», επεμβαίνει ξανά η Λατίνα, όταν κανείς άλλος δεν αποκρίνεται. Αντίθετα από την αμεταγλώττιστη φλυαρία της κοπέλας, η διευθύντρια και ο επιστάτης σωπαίνουν, ακούγοντας, ζυγίζοντας, μελετώντας.
Αυτό είναι καλό σημάδι, σωστά;
«Για βιασμό!», συμπληρώνω καταστέλλοντας πια τις προσπάθειές μου να κρύψω την ταραχή που κάνει την φωνή μου να ανεβοκατεβαίνει τρεμουλιάζοντας.
«******¡no tiene ni idea de lo que se me ha ocurrido ahora que le oigo diciendo esto! violación, si? ¡Oh dios mío! recuerdo que había momentos en los que...», εξακολουθεί να έχει λογοδιάρροια η κοπέλα.
Είναι περίεργο το να μην καταλαβαίνω λέξη απ' όσα λέει, μα δεν με ενδιαφέρουν και τόσο τα σχόλια της τώρα. Επειδή γνωρίζω πως αυτό που ετοιμάζομαι να πω εγώ είναι το πιο κρίσιμο και βαρυσήμαντο απ' όλα.
«Οι τρόφιμοι για τους οποίους σας λέω έχουν διαπράξει ακόμη και... ανθρωποκτονία!», τσιρίζω πλέον. «Εκ προ μελέτης».
Αυτή μου την δήλωση την ακολουθεί μια βαριά κι ασήκωτη σιωπή, η οποία διακόπτεται μονάχα από τον ισχνό ήχο της γκρίζας λίμας που ξύνει τα μακριά, οβάλ νύχια της Κονστάνς.
«Δεν με ακούσατε;», λέω. «Σκότωσαν κάποιον! Τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ!»
Ο Ζίρο μου φανερώθηκε την νύχτα της Κυριακής κι έμεινε μαζί μου μέχρι και λίγες στιγμές πριν την αυγή. Το όνομα του δολοφόνου μου είναι Γκρίφιν Σέιγουορθ, μου είχε εκμυστηρευτεί. Κι είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ απόψε.
Ωστόσο, έχουν περάσει κοντά έξι μέρες από τότε δίχως να έχω νέα του κι έτσι... τώρα πια... υπάρχουν φορές που αμφιβάλλω ότι τον είδα ποτέ. Αναρωτιέμαι εάν πράγματι υπήρξε εκείνο το χλωμό φάντασμα του αγοριού με το σκοτεινό βλέμμα, τα μαύρα τατουάζ που τον έκαναν όμοιο με σκελετό, και την θλιμμένη ιστορία. Σκέφτομαι πως ίσως η εμφάνισή του να ήταν μια πλάνη, μια παρενέργεια των φαρμάκων, των υπνωτικών και των τραυματικών γεγονότων.
Εάν όμως ο Ζίρο δεν είναι παρενέργεια, εάν όντως υπάρχει, τότε το λιγότερο που μπορώ να κάνω για εκείνον είναι να διηγηθώ την ιστορία του, να την φέρω στο φως τώρα που έχω επιτέλους την αμέριστη προσοχή της κυρίας Ντέιβις στραμμένη επάνω μου.
Η διευθύντρια ανακάθεται αργά στον θρόνο-κερέκλα της και κάνει νόημα στην Λατίνα να σταματήσει την περιποίηση των χεριών της. «Σαφώς και σε ακούμε», αποκρίνεται. «Και αυτό που μου μηνύεις είναι πράγματι πολύ σοβαρό. Ίστμαν», στρέφεται προς τον ηλικιωμένο άντρα. «Σταμάτα επιτέλους να ψαχουλεύεις για τα κλειδιά της Απομόνωσης, σου είπα δεν θα οδηγήσουμε εκεί την Βάλενταϊν, οπότε άσ' τα και άρχισε να ψάχνεις για το Ποινολόγιο. Εμπρός! Εμπρός!»
Εκπλήσσομαι βλέποντας τον να εισακούει την εντολή αυτή, μέχρι πρότινος ο Ίστμαν αποζητούσε απελπισμένα μια δικαιολογία για να με μπουζουριάσει, αλλά τώρα στρέφεται προς αναζήτηση του βιβλίου.
Καλό σκυλάκι!
«Το βρήκα», κρώζει ύστερα από λίγο, ανασύροντας ένα παλιό δερματόδετο βιβλίο από ένα εντοιχισμένο ράφι. «Ορίστε».
Η διευθύντρια κρατά μια χοντρή πένα καλλιγραφείς απ' την οποία τρέχει φούξια γυαλιστερό μελάνι, κι αφού σαλιώνει ένα δάχτυλο πιάνει να ξεφυλλίζει τις σελίδες του Ποινολόγιου. Αμέτρητα ονόματα τροφίμων και συνοικότροφων μου συνωστίζονται στο κιτρινισμένο χαρτί. Διακόπτει το ξεφύλλισμα όταν βρίσκει επιτέλους μια κενή σελίδα για να γράψει επάνω της.
«Θα σου ζητήσω να μου αναφέρεις τα ονόματα των τροφίμων που βίασαν, φόνευσαν, μακέλεψαν και έκαναν... ξέρεις, όλα αυτά τα ειδεχθή εγκλήματα».
Νεύω.
Ναι, ασφαλώς και θα το κάνω.
«Πρώτα όμως», μου λέει. «Θα σου ζητήσω να μου πεις κάτι άλλο, έχεις αποδείξεις για να στηρίξεις τις κατηγορίες σου;»
«Βέ-βέβαια», συγκατανεύω. «Ε-εμένα βίασαν, την Πέμπτη το βράδυ, έπεσα θύμα βιασμού από τέσσερα α-αγόρια. Έχω, όμως, λόγους να πι-πιστεύω ότι δεν ήμουν το πρώτο θύμα τους... έχουν παραβιάσει την γενετήσια σφαίρα κάμποσων κοριτσιών που στεγάζονται σε αυτό το μέρος. Οι ηλικίες ποικίλουν», συνοψίζω, ενώ θυμάμαι τον Άσερ και τον Πιτ να μιλάνε για το γυμνό κορμί και το βάρος μου.
Έχει τις καμπύλες της βέβαια, είχε αποφασίσει ο Άσερ, αλλά αυτές έρχονται μαζί με όλο το πακέτο της εφηβείας, δεν είναι χοντρή, Πιτ. Απλά εσύ έχεις συνηθίσει να πηδάς κοκαλιάρικα εντεκάχρονα και μικροκαμωμένα δωδεκάχρονα.
«Είμαι ένα από τα θύματά τους, είμαι ένας μάρτυρας. Δεν είναι αυτή η πιο τρανή απόδειξη;»
«Κατά κάποιον τρόπο», κάνει η Κονστάνς συλλογισμένα. «Είναι. Και ποιον δολοφόνησαν;»
«Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, τον έλεγαν Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ».
«Ζεέρνε... Μα τι σόι όνομα είναι αυτό;», αναρωτιέται φωναχτά, δίνοντας ολοφάνερη μάχη για να βρει πως γράφεται το ασυνήθιστο ονοματεπώνυμο του.
Και εγώ αυτό του είπα του μακαρίτη.
«Και τα ονόματα των ενόχων;», προχωρά παρακάτω.
«Ναι, ναι σπιούνε, δώσε μας τα ονόματα! Δώσ' τα μας, δώσ' τα μας!», γαβγίζει ο γέρο-επιστάτης σαν ανακριτής στη ναζιστική Γερμανία. «Όοορε και τι θα τους κάνω όταν τους συλλάβουν οι φύλακες!», προτρέχει, τρίβοντας τις παλάμες του μεταξύ τους με χαρωπή κακοήθεια.
«Όπως σας είπα ήδη είναι τέσσερεις. Ο Άσερ Πίτερσον, μαζί με τον Μαρκ Ντομπς και τον Πιτ Κάρσον. Ο ιθύνον νους, όμως, λέγεται Γκρίφιν, Γκρίφιν Σέιγουορθ».
«*******Retíralo, chicasi valora su vida, retíralo ahora mismo!», μουρμουρίζει η Λατίνα μέσα από τα δόντια της, καθώς την ίδια στιγμή... «Π-π-πώς;», τραυλίζει η στρουμπουλή γυναίκα. Η πένα γλιστράει από τα πετραδοστόλιστα δάχτυλά της και κυλάει κατά μήκος του γραφείου, ενώ εκείνη απομένει να με κοιτάζει θιγμένη, αποσβολωμένη και άκρως αιφνιδιασμένη. «Πώς είπες;»
Μα τι στο καλό έπαθε; απορώ. Γιατί της ήρθε τόσο ξαφνικό; Δεν είναι ότι οι Αθληταράδες είναι και τίποτα άτομα που τα είχε σε υπόληψη, για να πέφτει τώρα απ' τα σύννεφα.
«Ο Σέιγουορθ», επαναλαμβάνω αργά, σταθερά, αδιαμφισβήτητα. «Ο Σέιγουορθ και η παρέα του είναι ψεύτες, βιαστές και δολοφόνοι κατά συρροή».
«Α!», σκούζει ο Ίστμαν, σαν να του πάτησα τον κάλο. «Την ακούτε τι λέει;»
«Την αλήθεια;», του πηγαίνω κόντρα. Έκανα υπομονή, αλλά έχει αρχίσει σοβαρά να μου την δίνει στα νεύρα ο τύπος.
«Όχι», αντιδρά η Ντέιβις την ίδια στιγμή. «Όχι, δεν λες την αλήθεια. Όχι..», επαναλαμβάνει και τα φουσκωτά της μάγουλα τρεμουλιάζουν από την σύγχυση.
«Μα...», πάω να πω, αλλά δεν μ' αφήνει.
Γέρνει επάνω από το γραφείο της, φέρνοντας το πρόσωπό της πιο κοντά στο δικό μου. «Αποκλείεται να λες αλήθεια», μουγγρίζει με περισσότερη αυτοπεποίθηση τώρα.
Γιατί το λέτε αυτό; θέλω να ρωτήσω. Ε; Γιατί;
«Τώρα θυμάμαι», περνά στην επίθεση η διευθύντρια. «Εσύ είσαι που μαστούρωσες και κατρακύλησες από σαράντα σκαλοπάτια, η Άσα μου έδειξε τον ιατρικό σου φάκελο. Δε-δεν είσαι διανοητικά σταθερή».
«Η Άσα;», σαστίζω. «Η Πιλάρσκι; Θα σταθείτε στον λόγο της Πιλάρσκι;»
Αν είναι δυνατόν! «Της Πιλάρσκι που με νάρκωσε επειδή ήταν απρόθυμη να κάνει την δουλειά της;»
«Ναι, ναι, ναι, χίλιες φορές ναι», συναινεί με την φωνή της να αναρριχάται μεμιάς κάμποσες οκτάβες ψηλότερα. Ωρύεται, θεριεύει. «Είσαι τελείως ανισσόροπη, Βάλενταϊν, κι πολύ φοβάμαι πως εάν συνεχίσεις να διαδίδεις τέτοια συκοφαντικά ψεύδη για εκείνους τους υποδειγματικούς εφήβους θα πρέπει να-»
«Ακούω καλά;», ρωτώ, κουνώντας το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά σαν να έχει μπει νερό στα αφτιά μου. «Μόλις αποκαλέσατε τους Αθληταράδες υποδείγματα;»
«Θα πρέπει να βγάλω τον βούρδουλα».
Έχω απομείνει να την κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. «Θα με μαστιγώσετε διότι λέω την αλήθεια;»
«Ή θα σε στείλω στην Ψυχιατρική πτέρυγα», αναλογίζεται φωναχτά.
«Ή την απομόνωση», προτείνει ο Ίστμαν, με το ωχρό του πρόσωπο να λάμπει ξαφνικά από ενθουσιασμό.
«Αλλά...»
«Δεν έχεις ιδέα», μου συρίζει η διευθύντρια. «Τι είδους ποινές επισείει αυτή η κατάσταση που προκαλείς...» Με αργές, μεγαλόπρεπες δρασκελιές αφήνει την θέση της πίσω απ' το γυάλινο γραφείο, όμοια με βασίλισσα που εγκαταλείπει τον θρόνο της, κι αρχίζει να κάνει τον κύκλο του, έως ότου με φτάνει. Στέκεται ενώπιον μου και με κοιτάζει καλά καλά.
«Κ-κυρία;», ψελλίζω. Μέσα μου λυσσομανάει το απόλυτο συνονθύλεψα ανησυχίας, φόβου και θυμού. Τι να πρωτοδιαλέξω;
Η Κονστάνς γέρνει το κεφάλι της στο πλάι και τα μαύρα μάτια της αστράφτουν μια φορά. Με κοιτάζει όπως ένα πουλί θα χάζευε στο πεζοδρόμιο ένα σκουλήκι που σκέφτεται εάν θα το φάει.
Άθελά μου ανασύρω ξανά τις λέξεις του Ζίρο από το πηγάδι της μνήμης μου.
Είναι υπόθεση χρόνου μέχρι να ανακαλύψεις πόσο επισφαλής εξακολουθεί να είναι η θέση σου. Κινδυνεύεις, Αντριάννα. Και το γνωρίζεις. Το νιώθεις στο στομάχι σου. Το μυρίζεις στις νύχτες.
Ο νεκρός μου σύμμαχος είχε δίκιο.
Διότι εδώ, τώρα, μέσα σε ετούτο το ανακατωμένο δωμάτιο με αυτούς τους τρεις ανθρώπους... πράγματι διαισθάνομαι απειλή, κίνδυνο, καθώς και την υπόσχεση ανείπωτων, αιώνιων μαρτυρίων...
Πισωπατώ ένα βήμα.
«Μονάχα για αυτήν, την πρώτη φορά, προτίθεμαι να ξεχάσω την αδόκητη αναστάτωση που προκαλείς», μου λέει γενναιόδωρα. «Επειδή είσαι νέα εδώ και επειδή είσαι μουρλή, παντελώς θεότρελη, ωστόσο...»
«Σύμφωνα με ποιον;», αντιμιλώ. «Με την Πιλάρσκι; Δεν πρέπει να με εξετάσει κάποιος γιατρός για να αποφαίνεστε κάτι τέτοιο;»
Δεν θα πρέπει να εξετάσει και εκείνην; Ούτε κι αυτή δεν μου φαίνεται ότι είναι στα καλά της. Το ίδιο και η Μπένετ, παραλίγο να την ξεχάσω αυτήν. Η Μπένετ κι αν είναι για ζουρλομανδύα! Απλά αν είναι να μας κλείσετε σε θαλάμους φρενοβλαβών μην μας βάλετε δίπλα δίπλα. Θα ήταν αφόρητη γειτόνισσα!
Η Κονστάνς Ντέιβις αντιπαρέρχεται την ένστασή μου, σαν να μην την έκανα ποτέ. «Ωστόσο», με προειδοποιεί, σηκώνοντας το χέρι της κι αρχίζοντας να κουνάει το μισοβαμμένο της δάχτυλο κάτω απ' την μύτη μου με δασκαλίστικο τρόπο. «Εάν σε ξανακούσω, έστω και μια φορά, να κατηγορείς τον ανιψιό μου και τους φίλους του, αυτά τα έκτακτα παιδιά, θα μου το πληρώσεις ακρι-»
Στάσου! Στάσουστάσουστάσου! Τι ήταν αυτό που μόλις ξεστόμισε;
«Ο-ο-ο Γκ-Γκρίφιν είναι ανιψιός σου;», κάνω έντρομη. «Για αυτό θέλεις να με βγάλεις παλαβή; Για αυτό η Πιλάρσκι αλλάζει θέμα, με φοβερίζει ή με παραλύει με υπνωτικά όποτε αναφέρω το τι μου συνέβη;»
«********Εso es cierto, genio», πετάγεται η Λατίνα. «Εnhorabuena, está usted oficialmente un poco más cerca de conseguir el premio Pullinger».
Θεέ μου, τώρα όλα βγάζουν νόημα. Σχεδόν μπορώ να ακούσω τα κομμάτια του παζλ να κάνουν κλικ καθώς ενώνονται για να δώσουν την τελική εικόνα.
Τώρα όλες οι προειδοποιήσεις του Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ κι όλη η δολοφονική του μανία... εξηγούνται.
Δεν υπάρχουν εναλλακτικές.
Κανείς ποτέ δεν θα ακούσει. Κανείς ποτέ δεν θα καταλάβει. Είμαι μόνη μου.
«Για αυτό τους υποθάλπεις», συνειδητοποιώ.
«Μα τι ανοησίες είναι αυτές που λες;», διαμαρτύρεται. «Αυτές τις ασυναρτησίες έλεγες και στους γονείς σου και σε έφεραν ως εδώ; Τους τρέλανες με τις ανυπόστατες κατηγορίες και τα παραμύθια σου; Πες μου, πριν πόσο καιρό τους έδειξες πόσο πειραγμένη είσαι στ' αλήθεια στο μυαλό;», χτυπά τον δείκτη της στον κρόταφό μου, υπονοώντας ότι μου 'χει λασκάρει κάποια βίδα. Αποτραβιέμαι ακόμη πιο πολύ. «Μήπως ήταν το βράδυ της δωδεκάτης Ιουλίου; Το βράδυ που σκότωσες την αδερφή σου;»
Άουτς, σκέφτομαι. Αυτό πονάει. Άσχημα.
Το να αναφέρει την οικογένεια μου σε αυτό το σημείο ήταν πολύ έξυπνο και πολύ αδίστακτο συνάμα. Δεν ξέρω πως ν' ανταποκριθώ σε αυτό.
Μονάχα λέω: «Άσε τους γονείς μου έξω από τις πλεκτάνες σου, Ντέιβις. Δεν πιάνει. Δεν έχω αχίλλειες πτέρνες». Ψέματα. Έχω δεκάδες. Δεν είμαι άτρωτη. «Αν δεν δέχεσαι τον λόγο μου, δέξου τον λόγο του Νόα Ίστμαν, ο οποίος με βρήκε σε εκείνο το υπόγειο, αφότου ο ανιψιός σου, αυτό το θαυμάσιο παιδί, με κακομεταχειρίστηκε με κάθε δυνατό τρόπο. Εμπρός, Ίστμαν, πες της», τον παρακινώ. «Πες της πού με βρήκες! Πες της σε τι κατάσταση βρισκόμουν. Εμπρός! Εμπρός!»
Αλλά, όπως είναι φυσικό, ο επιστάτης δεν δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει. Αντίθετα, σκύβει ενοχικά το κεφάλι του, καρφώνει την ματιά του στο πάτωμα και κάνει κάτι πρωτοφανές για τα δικά του δεδομένα. Το βουλώνει.
Έτσι μπράβο, Νόα, είσαι καλό σκυλάκι, σκέφτομαι χωλωμένα για δεύτερη φορά.
«Δεν μιλάς, ε;», θυμώνω. «Τι έκπληξη!»
«Βάλενταϊν, αρκετά», προστάζει αυστηρά η διευθύντρια. «Με τα ψεύδη σου και όλες ετούτες τις χαλκευμένες κατηγορίες και τις σκευωρίες εξευτελίζεσαι μόνο. Κάνεις προφανώς λάθ-»
«Κανένα λάθος δεν κάνω. Στην πραγματικότητα, είμαι η μόνη εδώ πέρα που πασχίζει να κάνει το σωστό! Εάν δεν αποκαταστήσεις εσύ την τάξη, κυρία μου, θα το κάνω εγώ! Με κάθε κόστος», πεισμώνω.
«Φτάνει πια», χλιμιντρίζει. «Δεν θα ανεχτώ τίποτα περισσότε-»
«Θα αφιερώσω την ζωή μου όλη στην προσπάθεια να ξεσκεπάσω την βρωμιά σου!», ορκίζομαι, ασυγκίνητη από τις απειλές. Δεν με νοιάζουν πια. Δεν έχω να χάσω και πολλά. «Θα τηλεφωνήσω στους γονείς μου, θα σε καταγγείλω, θα σε βγάλω στα κανάλια!»
Από το πουθενά, η παλάμη της Ντέιβις πέφτει επάνω στο στόμα μου, καλύπτοντάς το, μπλοκάροντας τις λέξεις μου από το να δραπετεύσουν. «Επειδή έτσι δεν προάγεται ο διάλογος», διατυπώνει με μια φωνή χαμηλόφωνη και δηλητηριώδη σαν συριγμό κόμπρας. «Κλείσε το στοματάκι σου κι άκουσέ με. Δεν έχεις πια γονείς, από την στιγμή που πέρασες την πύλη του Ιδρύματός μου, μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου ορφανό ή απόκληρο. Και για όσο μένεις στην φυλακή μου δεν έχεις ανθρώπινα δικαιώματα, μήτε ατομικές ελευθερίες! Όσο γρηγορότερα το καταλάβεις αυτό, τόσο το καλύτερο για εσένα. Και τώρα που τα είπα και ξεθύμανα». Η φουσκωτή σαν μαξιλαράκι παλάμη της πέφτει από το πρόσωπό μου και η ίδια υποχωρεί κάμποσα μέτρα ισιώνοντας το σώμα της και σιάζοντας την απαίσια, καρωτί γούνα που την τυλίγει. Ξεφυσά. «Θέλω να ξεκουμπιστείς από εδώ μέσα και να φροντίσεις να μην σε ξαναδώ στο διάβα μου, γιατί τότε θα ξεχάσω πόσο ψυχικά άρρωστη είσαι και θα σε θάψω τόσο βαθιά μέσα στην απομόνωση που θα ξεχάσεις πως είναι το φως του ήλιου. Συνεννοηθήκαμε;»
✖
Δεν είχαμε συνεννοηθεί. Παρά τα όσα μου είπε, παρά τα όσα μου έταξε η αυταρχική διευθύντρια, συμπεριλαμβανομένου κι ενός εισιτηρίου χωρίς επιστροφή στο Νησί της Απομόνωσης, δεν το έβαλα κάτω.
Συνέχισα να γυρεύω το δίκιο μου για πολύ ώρα, ώσπου η Ντέιβις διέταξε τον Ίστμαν να διατάξει τους φύλακες που σεργιάνιζαν απ' έξω να με απομακρύνουν από τον χώρο της.
Για να μην σας τα πολυλογώ, με πήραν σηκωτή από εκεί μέσα, μιας και πρόβαλα λυσσαλέα αντίσταση καθ' όλη την διάρκεια. Όταν εν τέλει με άφησαν κάτω, είχα γυρίσει στον διάδρομο, είχα λάβει ακόμη περισσότερες απειλές και οδηγίες του τύπου: «Παλίοπαιδο, σταμάτα να προβάλεις αντίσταση κατά της αρχής», και είχα αρπάξει και μια σφαλιάρα.
Πράγματα που θα έπρεπε να με είχαν πτοήσει φοβερά πολύ.
Δεν το κατόρθωσαν, όμως.
Ένιωθα χάλια με την τροπή των πραγμάτων, αποκαρδιωμένη, παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο κακουχιών, αβοήθητη, ανήξερη κι αδιαφώτιστη.
Αλλά, ενιωθα, καλά με τον εαυτό μου.
Επειδή παρά τις άκαρπες απόπειρές μου, δεν είχα πάψει στιγμή να παλεύω για το σωστό.
Κι ας πάλευα μόνη.
Έτσι, λοιπόν, τώρα, περιμένω έως ότου οι φρουροί εξαφανίζονται πίσω από την στροφή του διαδρόμου, και όταν κρίνω ότι πλέον δεν μπορούν να με δουν ή να με ακούσουν κι ότι έχω απομείνει μονάχη μου πάλι, γυρίζω και πιάνω να χτυπώ τις πόρτες της Κονστάνς Ντέιβις με γροθιές, κλωτσιές και κατάρες.
Δεν σταματώ. Δεν την αφήνω να με σταματήσει.
Όμως, παρόλα αυτά, παρά το όσα νομίζω, δεν είμαι μοναχή μου στον διάδρομο.
Κι αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό, όταν ακούω κάποιον να ψέλνει: «Αξιολύπητο, μικρό κορίτσι... ακόμα προσμένεις το ευτυχισμένο τέλος σου».
Είναι μια φωνή απαλή, μελαγχολική, μα και απειροελάχιστα κυνική συνάμα.
Η φωνή ενός αγοριού που μιλώντας και μόνο, κάνει την καρδιά μου να χάσει τους κτύπους της, το δέρμα μου να ανατριχιάσει από άκρη σ' άκρη και εμένα την ίδια να σκεφτώ:
Ω, Θεέ μου... να είναι άραγε ο...; Να 'ναι εκείνος; Αποκλείεται να είναι ο...
Αργά αργά, σαν σκηνή σε slow motion κάνω μεταβολή και πέφτω πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον που είχα αρχίσει να πείθομαι ότι δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά.
Στον αιώνα τον άπαντα.
«Ζί-Ζίρο;», ψελλίζω μουδιασμένη μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξής μου.
Το χλωμό αγόρι-φάντασμα στέκεται σε απόσταση αναπνοής. «Χμμμ, αν σε ήξερα καλύτερα», ψιθυρίζει μαλακά, χαρίζοντάς μου ένα επικίνδυνο χαμόγελο που όλο και φαρδαίνει. «Θα έλεγα ότι δεν χάρηκες και πολύ που με είδες».
✖
Μετάφραση όσων λέει η Λατίνα:
*Allá vamos otra vez = Άντε πάλι τα ίδια
**Entonces, deberías ir y encerrarte allí. Danos algo de paz y tranquilidad. = Ε, τότε να πας και να κλειστείς εσύ μέσα στα κελιά. Να ηρεμίσουν και εμάς τα κεφαλάκια μας
***Bueno, eso es algo nuevo!es como si nunca te hubiera oído diciendo eso = Ε, λοιπόν, να και κάτι καινούριο! Κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει εδώ γύρω...
****En esta institución valoremos mucho los valores clásicos =Και όλα αυτά δεν είναι παρά κλασσικές αξίες του Ιδρύματος μας
*****¿Nos va a decir algo que aún no sepamos? Está bastante aburrido... = Θα μας πεις τίποτα που να μην το ξέρουμε ήδη; Καταντά βαρετό...
******¡no tiene ni idea de lo que se me ha ocurrido ahora que le oigo diciendo esto! violación, si? ¡Oh dios mío! recuerdo que había momentos en los que... = Και να 'ξερες τι μου θύμισες τώρα! Βιασμός, ε; Ω, Θεούλη μου, θυμάμαι μια φορά που...
*******Retíralo, chica si valora su vida, retíralo ahora mismo! = Πάρ' το πίσω, μικρή, αν θες την ζωή σου, πάρ' το πίσω αμέσως!
********Εso es cierto, geniο. Εnhorabuena, está usted oficialmente un poco más cerca de conseguir el premio Pullinger = Ακριβώς, ρε ιδιοφυΐα. Συγχαρητήρια, είσαι επισήμως ένα βήμα πιο κοντά στο βραβείο Πούλιντζερ.
(Ναιιι, το έχεσα με την μετάφραση...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top