Εφιάλτης

Γνώριζα πολύ καλά, πως η μέρα μου δεν θα κυλούσε όμορφα από την στιγμή που ξύπνησα με έντονο πονοκέφαλο και ειδικά, όταν τα παυσίπονα δεν μου χάρισαν καμία ανακούφιση ή έστω να μου απαλύνουν για λίγο τον πόνο.
Στα τριάντα μου χρόνια, με εξαίρεση τα πρώτα πέντε, οι ημικρανίες με συντρόφευαν όλη μου την ζωή, αλλά δεν ήταν δυνατό να κάνω πολλά. Έτσι, απλώς συνέχισα να ζω με την ελπίδα πως μία μέρα θα εξαφανιστούν, με κάποιον μαγικό τρόπο.

Τα όνειρα είχαν γίνει πλέον ένα μέρος παρηγοριάς και συντροφιάς,με βοηθούσαν να ξεφύγω από τις δύσκολες μέρες της καθημερινότητας. Διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο για εμένα, οπότε τα εκμεταλλευόμουν όσο περισσότερο μπορούσα.
Ωστόσο, πλέον, είχα βρει μία λύση, η οποία με βοηθούσε να πάρω μια ανάσα από τους πόνους και αποτελούσε και αυτό ένα μέρος συντροφιάς. Και αυτή, ήταν το Δάσος της Ελπίδας. Το όνομα δόθηκε από μία νεαρή κοπέλα, η οποία φρόντισε για την ανάκαμψη του, μετά από μια τραγική φωτιά.

Στο συγκεκριμένο δάσος, γνωρίστηκα με τον σύζυγό μου, ήμασταν μαζί έξι χρόνια τώρα. Έτσι, πήρα την απόφαση να βγω έξω. Ντύθηκα με χοντρά ρούχα και έφυγα από σπίτι, με προορισμό την λύτρωση μου, την σωτηρία μου.
Ο σύζυγός μου, είχε δικιά του εταιρεία, έλειπε συχνά από το σπίτι και ακόμα πιο συχνά ήταν απών από την ζωή μου, αλλά έγινε πλέον συνήθεια.
Άφησα το αυτοκίνητο πάνω στον αυτοκινητόδρομο και κατέβηκα σιγά-σιγά, με μικρά βήματα, το μικρό λασπωμένο μονοπάτι, ώσπου έφτασα στο μικρό ξέφωτο.

Ήμουν περικυκλωμένη από τα ψηλά και γέρικα δέντρα, τα οποία εξαιτίας του χειμώνα, ήταν γυμνά και άσχημα.
Αποφάσισα να κάτσω ακριβώς στο κέντρο του χώματος και να πάρω μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια μου.
Ο καθαρός αέρας με βοήθησε να καθαρίσω το μυαλό μου και να διώξει μακριά τον οποιοδήποτε και το οτιδήποτε. Ήμουν μόνη, σε ένα γκρίζο δάσος με την ομίχλη ακόμα να φαίνεται στην επιφάνεια. Ένιωθα πιο ελεύθερη από ποτέ, έτοιμη να αδράξω την μέρα και να πάρω σοβαρές, καθοριστικές αποφασίσεις για την ζωή μου.

Ξαφνικά άρχισε να βάζει μια ψύχρα, που διαπέρασε μέχρι και το χοντρό μου μπουφάν. Άνοιξα απότομα τα μάτια μου, στην στριγκλιά ενός μικρού κοριτσιού.
Σηκώθηκα απότομα και κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν είδα τίποτα. Ο φόβος με είχε κυριεύσει και τα πόδια μου σταμάτησαν να υπακούουν σε οποιαδήποτε εντολή μου.
Νόμιζα πως το χώμα είχε αρχίσει με "τρώει" και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
«Ποτέ δεν θα γλιτώσεις!», άκουσα μία παρά πολύ γνώριμη φωνή και προσπάθησα να την εντοπίσω.
«Δεν είμαι κάτω...πρέπει να κοιτάξεις πάνω».

Και αυτό έκανα, σιγά-σιγά σήκωσα το βλέμμα μου, μέχρι που αντίκρισα μία μεγαλόσωμη ανδρική φιγούρα να κάθεται πάνω, σε ένα χοντρό κλαδί. Αυτή την φιγούρα, θα την αναγνώριζα ακόμα και με τα μάτια κλειστά, ήταν ο άνθρωπος που μου είχε δώσει ζωή, που με είχε μεγαλώσει.
Πώς θα μπορούσα να την ξεχάσω;
«Πώς ανέβηκες εκεί πάνω;», ρώτησα με την φωνή μου να τρέμει ελάχιστα.
«Έχει μια σκάλα, εκεί, δίπλα», έδειξε με το δάχτυλο του,το οποίο διακοσμούσε το δαχτυλίδι με το οικόσημο μας.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο σημείο εκείνο που μου υπέδειξε και μια σκάλα εμφανίστηκε. Κοίταξα μία την σκάλα και μία την φιγούρα, όμως δεν μπορούσα να την φτάσω, τα πόδια μου παρέμεναν κολλημένα και εγώ αδυνατούσα να σκεφτώ κάτι αποτελεσματικό εκείνη την στιγμή.

«Κατέβα κάτω, θα πέσεις!», αναφώνησα και αυτός, απλώς, μου έδωσε ένα αλαζονικό χαμόγελο.
«Πάντα τόσο φοβισμένη, πάντα τόσο δειλή! Φοβάσαι την αποτυχία, γιατί νιώθεις πως κάνεις δεν θα σε αγαπήσει.
Νομίζεις ότι ο άντρας σου σε θέλει; Εννοείται πως όχι! Αφού δεν μπορείς να του χαρίσεις απογόνους. Είσαι μια αποτυχία», είπε η μαύρη φιγούρα και ένιωθα να μουδιάζω σε όλο μου το σώμα.

Ο άνδρας μόλις είχε βρει την αχίλλειο πτέρνα μου και εγώ είχα υποκύψει στα διεστραμμένα του παιχνίδια.
Χωρίς καν να το καταλάβω, βρέθηκα ακριβώς δίπλα του, πάνω στο κλαδί, εκείνος, όμως, δεν φοβήθηκε. Αντίθετα, το αλαζονικό του χαμόγελο είχε μεγαλώσει περισσότερο, έδειχνε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ικανοποίηση.
«Επιτέλους, έφτασες στο επίπεδο σου, αλλά και πάλι, δεν θα κάνεις τίποτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί είσαι μία δειλή, μία δειλή γυναικούλα», διευκρίνισε και μου χάιδεψε απαλά το φουσκωτό κατακόκκινο μάγουλο μου.

Στο αριστερό μου χέρι κρατούσα ένα μικρό ατσάλινο μαχαίρι, το οποίο δεν είχα ιδέα πως εμφανίστηκε, όμως η σκέψη γινόταν όλο και πιο έντονη. Ένιωθα την φαγούρα να με ενοχλεί υπερβολικά πολύ, σε συνδυασμό με τα λόγια του, δεν ήθελα πολύ. Άλλη μια λέξη να έβγαινε από το απαίσιο στόμα του και την επόμενη στιγμή δεν θα είχε γλώσσα.
«Νομίζεις, ότι είσαι ικανή να μου κάνεις κακό, με ένα τόσο μικρό μαχαιράκι, γυναικάκι;», ρώτησε ειρωνικά και την επόμενη στιγμή, στο στόμα του, δεν υπήρχε η γλώσσα και αυτός είχε πέσει κάτω από το δέντρο.

Τον έβλεπα να παλεύει για να παραμείνει ζωντανός, όμως δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο τον θάνατο. Ο χάρος θα εμφανιζόταν σε μερικά δευτερόλεπτα.
Ωστόσο δεν μου ήταν αρκετό. Κατέβηκα από το γερό κλαδί και στάθηκα ακριβώς μπροστά του.
«Μην με υποτιμήσεις ποτέ ξανά, αν για κάτι είμαι ικανή, είναι να σκοτώνω. Ξέρεις εσύ», δήλωσα και έσκυψα από πάνω του.

Επιτέλους, ήταν φοβισμένος, ο τρόμος έκανε ταξίδι από το ένα μάτι στο άλλο.
Μπορεί να άξιζε να υποφέρει, όμως ήθελα να του κλέψω εγώ, η ίδια, την τελευταία του πνοή. Έβαλα το γόνατο μου στον λαιμό του και άρχισα να το πιέζω. Εκείνος δεν έκανε τίποτα, έστεκε ακίνητος, ήξερε πως είχε νικηθεί και εγώ ένιωθα δικαίωση. Καρφί δεν μου καιγόταν πως γινόμουν δολοφόνος.
Όταν δεν υπήρχε πλέον σφυγμός, απομακρύνθηκα από κοντά του.
Το θέαμα μου προκάλεσε ικανοποίηση,ωστόσο δεν κράτησε για πολύ.

Κοίταξα γύρω μου και είδα ένα κορίτσι. Ήταν στην ηλικία των δεκαοκτώ. Στο βλέμμα της υπήρχε απαξίωση και μίσος.
Κατέκρινε αυτήν μου την πράξη και ξαφνικά ένιωσα τόσο μικρή και απαίσια, βλέποντας τον εφηβικό μου εαυτό να στέκεται ακίνητο,αγέλαστο. Δίπλα της, εμφανίστηκε και ο άντρας μου με πρόσωπο γεμάτο μίσος και θυμό.
«Με απογοήτευσες!», σχολίασε και το βλέμμα του σκοτείνιασε.
«Πώς...πώς ήξερες ότι είμαι εδώ;»
Ένιωσα τον λαιμό μου ξηρό, λίγο ακόμα και δεν θα είχα την δυνατότητα να μιλήσω.
«Γυναίκα μου είσαι,σε ξέρω.»
«Συγγνώμη, σε παρακαλώ», σταμάτησα και έκανα ένα βήμα να τον πλησιάσω αλλά αυτός έκανε ένα βήμα πίσω και κρύφτηκε πίσω από τον εφηβικό μου εαυτό,ο οποίος ήταν εκεί, σαν απλώς, παρατηρητής.
«Τέλος.»

«Όχι, όχι, όχι, μην με αφήνεις,ΟΧΙ!», φώναξα τόσο δυνατά, που μερικά μαύρα πουλιά έκαναν την εμφάνιση τους.
Όμως το ουρλιαχτό μου, δεν έκανε μόνο αυτό, έδιωξε και τον σύζυγό μου και τον εαυτό μου, τους σκόρπισε σαν σκόνη. Και εγώ έμεινα μόνη, με το σώμα μου γυμνό, γεμάτο αίμα και τον νεκρό άνδρα να με κοιτάζει με ένα χαμόγελο.
«Έχασα.», ψιθύρισα και ένιωσα τις πρώτες σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου και να ξεπλένουν, κάθε κηλίδα αίματος κάθε αμαρτία του σώματος μου.

Η ψυχολόγος, έβλεπε το χαμένο βλέμμα της ασθενούς της, ωστόσο δεν είπε τίποτα και έγραψε την τελευταία λεπτομέρεια στο τετράδιο της.

Η νεαρή κοπέλα, άφησε το μυαλό της ελεύθερο και γύρισε πίσω στις σκοτεινές πτυχές του εαυτού της. Ήλπιζε πως η συνομιλία με την ψυχολόγο της θα την βοηθούσε να σε συνέλθει και να γίνει κυρίαρχος, πάλι, του εαυτού της.

«Και πως ξύπνησες από αυτόν τον φριχτό εφιάλτη;», ρώτησε με περιέργεια η μεγάλη, σε ηλικία, ψυχολόγος.

«Μα, ποιος είπε πως ήταν εφιάλτης;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top