Κεφάλαιο 23°

Μας έχεις βγάλει τη ψυχή αγόρι μου...
Δε το βλέπεις;
Αποφάσισε επιτέλους...
Αποφάσισε πριν να είναι αργά.
Άσε φραγμούς, δισταγμούς και έγνοιες.
Διάλεξε....
Τικ τοκ
Τικ τακ
Ο χρόνος κυλά και δεν έχεις άλλες δικαιολογίες

➿➿➿➿➿

Έφτασε η καρδιά στο λαιμό και κάθε χτύπος έγινε κόμπος που την έπνιξε βλέποντας τον να πλησιάζει.

"Έλα, εδώ είναι τα χέρια μου!" Η Ισμήνη κατάλαβε αμέσως τι του είπε στα ιταλικά. Ο Μαρσέλο από την άλλη, πρώτη φορά αγριευε μπροστά της. Μπορούσε να γίνει εξίσου σκοτεινός με το Χριστόφορο τελικά.
Τα φρύδια του, τα σαγόνια του, οι γροθιές του. Άλλαξε ολόκληρος στάση.

"Άγγιξε την... Σε προκαλώ!" του απάντησε και μόλις άπλωσε το χέρι να πιάσει τη μέση της, ο Χριστόφορος άρπαξε ένα από τα κουζινομάχαιρα και πετώντας το προς το μέρος του, εκείνο καρφώθηκε στο ξύλινο πάγκο μπροστά του. "Το επόμενο, θα βρει το στόχο... ΕΜΠΡΟΣ!"

"Χριστόφορε φτάνει..." Η Ισμήνη είχε τρομάξει. Το βλέμμα του ήταν σαλεμενο. Άφησε το Μαρσέλο στη θέση του και πλησιάζοντας τον, έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του. "Λίγο νερό ήρθα μόνο πάρω... Πάμε επάνω..." δεν ήξερε τι να κάνει. Τον είχε ξαναδεί θυμωμένο το Χριστόφορο αλλά τώρα, έδειχνε κανονικός τρελός.

"Άκουσε την... Κάνε και κάτι χρήσιμ..." Ο Χριστόφορος άρπαξε ένα ακόμα μαχαίρι και πετώντας το, τον πέρασε ξυστά από το αυτί και κατέληξε στο ψυγείο πίσω του.

"ΦΤΆΝΕΙ!" Η Ισμήνη κατατρομαξε. Δεν είχε ιδέα ότι ένας άνθρωπος μπορεί στη πραγματικότητα να χειριστεί έτσι μια λεπίδα. Φυσικά και είχε δει αρκετά στη δουλειά της, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που περίμενε. Έπιασε και με τα δύο της χέρια τα δικά και τον κοίταξε παρακλητικά

"Είσαι τυχερός που είναι μπροστά! Μόνο αυτό σου λέω!" ο Μαρσέλο άρπαξε το μαχαίρι που καρφώθηκε πίσω του, πήγε κοντά και το πέταξε πάνω στο πάγκο "Πολυ τυχερός...!" στο γρυλισμα του Χριστόφορου εκείνη έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο του. Ο Μαρσέλο βγήκε έξω και μένοντας μονοι, τον ανάγκασε να τη κοιτάξει.

"Δεν έγινε τίποτα. Θα ηρεμήσεις;" είπε σιγανα και εκείνος έστρεψε πάνω της το βλέμμα του. Ήταν του τρελού κανονικά.

"Δωσ'του λίγο ακόμα θάρρος και δε θα είναι ο μόνος που θα του κόψω τα χέρια!" της αντιγυρισε και εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω "Πήγαινε στο κρεβάτι"

"Δε πάω πουθενά! Με απειλείς κι όλας από πάνω;!"

"Είπα, πήγαινε στο κρεβάτι" Επανέλαβε αργά αργά και σταθερά

"Ξέρεις κάτι; Φεύγω!" Η Ισμήνη χαζεψε εξίσου"Τώρα! Παίρνω τα πράγματά μου και θα γυρίσω πίσω και με τα ποδια αν χρειαστεί! Τελειώσαμε!"

"Μη μου λες εμένα τελειώσαμε!" την άρπαξε από το χέρι και εκείνη τον έσπρωξε

"Παράτα  με! Κι εσύ και όλοι σας! Τέλος είπα! Και πάρε το χέρι σου από πάνω μου, γιατί ειλικρινά, θα δεις ποιος κόβει ποιον εδώ μέσα!" αστραψε και στο επόμενο τράβηγμα που έκανε, το απελευθέρωσε
"Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Τι δικαίωματα νομίζεις ότι έχεις πάνω μου;" πλησίασε το πρόσωπο της στο δικό του εντελώς απειλητικά και δίχως ίχνος φόβου στη ματιά της "Χριστόφορε σε προειδοποίησα... Δε θέλεις να με δεις να παίρνω αναποδ..." την άρπαξε από το κεφάλι και έπνιξε όλο το θυμό του πάνω στα χείλη της κάνοντας τα να σωπάσουν .

Η Ισμήνη πάλεψε να απελευθερωθεί, πάλεψε να τον σπρώξει και πάλεψε να αρνηθεί ότι θα υπέκυπτε αλλά υπέκυψε...
Τον άρπαξε με μανία και πήδηξε πάνω του. Ο Χριστόφορος τη γύρισε στο πάγκο και εκείνο το φιλί της, ήταν τόσο ανεξέλεγκτο και τόσο άγριο, που μάτωσε τα δικά του χείλη. Τον είχε γραπωσει από το πρόσωπο με τη παλάμη της και ούτε τον άφηνε.
Το φιλί, έμεινε όμως φιλί... Μόλις τα χέρια του εισχώρησαν κάτω από τα ρούχα της, και τα ένιωσε στη σάρκα της, τον έσπρωξε, τον χαστούκισε και έφυγε τρέχοντας επάνω.
Η περηφάνια της ήταν αρκετά ισχυρή για να συνεχίσει αυτή τη πράξη με έναν άντρα που δεν έχει τα κοτσια να παραδεχτεί και να διεκδικήσει. Να διεκδικηθεί και να πολεμήσει για τα θέλω του.

Ο Χριστόφορος έμεινε στη κουζίνα πιάνοντας το μάγουλο του που ετσουξε... Όπως ακριβώς τον ετσουζε και ο εγωισμός του που έπεσε στα τάρταρα. Δεύτερη φορά σήκωνε χέρι πάνω του. Ποιος; Μια γυναίκα που εκείνος δε χτύπησε ποτέ. Όχι με αυτό τον τρόπο τουλάχιστον.
Κοπανησε τα χέρια του στο πάγκο θυμωμένα. Άρχισε να παίρνει ανάσες σαν θεριό ώσπου δευτερόλεπτα αργότερα, βγήκε από τη κουζίνα και ανέβηκε δύο δυο τα σκαλιά μέχρι το δωμάτιο. Έφτασε μα η έκπληξη του σαν κατέβασε το χερούλι του έσκασε και το τρίτο χαστούκι. Η Ισμήνη είχε κλειδώσει τη πόρτα. Δεν ήθελε να ουρλιάξει. Ούτε ήθελε να βάλει τις φωνές και να σηκώσει το σπίτι στο πόδι. Η σκέψη να δώσει όμως μια κλωτσιά τη καταραμένη τη πόρτα , να μπει μέσα και να τη πνίξει, ήταν η μόνη που έκανε. Ωστόσο ανασυγκρότησε τον εαυτό του. Δεν θα έχανε τη ψυχραιμία του τόσο εύκολα. Δε θα το επέτρεπε να συμβεί. Έφυγε και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο. Πήγε κατευθείαν στο μπαρ και έπιασε ότι βρήκε μπροστά του. Γέμισε ένα ποτήρι και το ήπιε. Ύστερα γέμισε ένα ακόμα κι άλλο ένα ώσπου λίγο πριν το πετάξει και το κάνει θρύψαλα, διέταξε τον εαυτό του να ηρεμήσει εντελώς. Κάθισε στη πολυθρόνα και έμεινε εκεί... Ο διάλογος που έπρεπε να κάνει με τον εαυτό του ήταν τεράστιος. Δε χωρούσε αναβολή ούτε και πισωγυρισμα...

➿➿➿➿➿➿

"Όλα ειναι έτοιμα;" ρώτησε περιμένοντας ανυπόμονα την απάντηση

"Μάλιστα αφεντικό. Το μηχανισμός έχει τοποθετηθει. Μόλις επιστρέψει και μπει στο τζιπ του, στα δέκα χιλιόμετρα διαδρομής θα ανατιναχθεί..."
Ετριψε τις παλάμες του αυταρεσκα και χαμογέλασε.
"Δεν μας κατάλαβε κανένας. Μπήκαμε στην προσωπική του αποθήκη εύκολα. Δεν είχε τόσους άντρες"

"Υπέροχα. Είσαι ελεύθερος!"

Ο Δημήτρης κάθισε στη πολυθρόνα του και τον κάλεσε αμέσως

"Έλα..." Ακούστηκε αμέσως

"Όλα έτοιμα. Μόλις επιστρέψει από Ιταλία θα γίνει κάρβουνο"

"Εντάξει. Αφού τα γαμημενα τα χαρτια δε μας εξυπηρετούν, τουλάχιστον να βγει από τη μέση"

"Εννοείται μας εξυπηρετούν! Όλα μας εξυπηρετούν! Αυτή η μαλακισμένη αρκεί να τα δώσει! Σε κάθε περίπτωση, θα τους ισοπεδώσουμε και με το εμπόρευμα. Μόλις κλείσει τη συμφωνία, θα τους την έχουμε στημένη στα σύνορα. Από κάθε πλευρά θα διαλυθούν... Δε θα μείνει κανένας όρθιος και εμπόδιο μας ενώ με το γάμο, θα τελειώσουν όλα και θα είναι στο έλεος μας..."

"Κράτα με ενήμερο για ότι προκύψει"

"Αυτό κάνω" είπε και έκλεισε...

➿➿➿➿➿

Έβγαλε όλη τη νύχτα σε εκείνη τη καταραμένη πολυθρόνα. Ούτε μπήκε στο κόπο να πάει πίσω στο δωμάτιο ξανά. Ωστόσο έπρεπε να ντυθεί και να ετοιμαστεί. Είχαν μεγάλη μέρα μπροστά τους.
Η ώρα είχε πάει επτά. Ο ήλιος είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει και σηκώθηκε. Δεν έκλεισε μάτι όλο το βράδυ.

Βγήκε και αντιλήφθηκε ότι κανένας δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Πλησίασε στο δωμάτιο και κατεβάζοντας το χερούλι, αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν πια κλειδωμένα. Ένιωθε τόσο μα τόσο πνιγμένος στη κατάσταση. Θαρρείς και τον κλείδωσε απ' έξω για να τον τιμωρήσει.
Μπαίνοντας τη βρήκε ξαπλωμένη.
Ήταν ξύπνια όμως. Βλέποντας του, του γύρισε τη πλάτη και εκείνος αποφάσισε να μην προκαλέσει κάποιο καυγά. Δεν άντεχε άλλους καυγάδες μαζί της. Είχε πάρει τις αποφάσεις του το βράδυ που πέρασε και τίποτα μα τίποτα δε θα τις άλλαζε. Θα γύριζαν πίσω και θα τραβούσαν χωριστούς δρόμους. Η Ισμήνη αποτελούσε ολόκληρη ένα πλήγμα πάνω του.

Ντύθηκε ήρεμα χωρίς να την ενοχλήσει και πριν βγει για να κατέβει κάτω σταμάτησε

"Μεθαύριο επιστρέφουμε. Τελειώσαμε. Όπως ακριβώς το είπες..." την ενημέρωσε "Εσύ στο κόσμο σου και εγώ στο δικό μου" είδε τα χέρια της να σφίγγουν τα σεντόνια αλλά δεν έδωσε σημασία. Δεν έπρεπε να δώσει. Στη τελικη, ούτε εκείνη εξέφρασε άμεσα τίποτα. Η κατάσταση ανάμεσα τους μόνο προβλήματα έφερνε και τίποτα άλλο.

Βγήκε μα σαν έκλεισε τη πόρτα πίσω του, το φράγμα που κρατούσε το εγώ του, ράγισε. Τέλος; Αυτή θα ήταν η κατάληξη; Αυτή θα ήταν... Το άκουσμα των λέξεων όμως καθώς βγήκαν από τα χείλη του έφερε και την αλήθεια τους κι αυτό του φάνηκε κάπως... Ωραία να γίνονται σαν σκέψεις αλλά όταν ειπώθηκαν φωναχτά, ένιωσε ένα κενό να απλώνεται πριν καν εκείνη φύγει.
Παραμέρισε την εικόνα της και κατέβηκε στη τραπεζαρία. Το προσωπικό είχε ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζει το πρωινό.

Ζήτησε ένα καφέ και κάθισε.
Το απόγευμα η συμφωνία θα έκλεινε. Ο Φάμπιο του πρότεινε να πάνε να το γιορτάσουν την επόμενη σε ένα από τα εστιατόρια τους αφού θα έμεναν ακόμα μια μέρα. Τίποτα δεν ήθελε. Ούτε γιορτές ούτε πανηγύρια.

"Ορίστε ο καφές σας κύριε..." Η κοπέλα τον σέρβιρε και τον άφησε πάλι μόνο.
Έπρεπε να πάει να επιθεωρήσει και τη δική τους περιουσία. Ήταν ευκαιρία. Παρόλα αυτά δεν την ήθελε μαζί αλλά ούτε ήθελε και να την αφήσει πίσω.
Στο ζυγι, κέρδισε η απόφαση να τη πάρει μαζί. Ήθελε δεν ήθελε θα πήγαινε.

"Καλημέρα!" η φωνή του Φάμπιο και η επιβλητική του παρουσία , γέμισαν το χώρο αμέσως. Φορούσε μια κατακόκκινη βελουτε ρόμπα από αυτές που ο Χριστόφορος κορόιδευε συνεχώς.

"Καλημέρα"

"Η δεσποινίς μας; Ακόμα κοιμάται;"

"Ναι..."

"Όχι!" ακούστηκε και η δική της φωνή και τα νεύρα του, στόλισαν στα χείλη του ένα  χαμόγελο. "Καλημέρα σας..."

"Καλώς τη! Κάθισε" ο Φάμπιο έδειχνε πιο ζεστός μαζί της και ο Χριστόφορος προβληματίστηκε κάπως. "Εμείς είμαστε προς το παρόν. Ο Μαρσέλο είχε κάτι δουλειές για απόψε... Θα επιστρέψει στα συμβόλαια" δεν φάνηκε να έχει γνώση για όσα προηγήθηκαν το προηγούμενο βράδυ "Μάσιμο; Τι θα κάνεις εσύ;"

"Θα πάμε μέχρι την έπαυλη. Θέλω να επιθεωρήσω τα σκάφη και το σπίτι. Έχω να πάω από πέρσι..."

"Καλώς. Να μην αργήσετε όμως..."

"Θα είμαστε πίσω στην ώρα μας"

"Βασικά γιατί δε μένει εδώ η Ισμήνη μας;" ο Χριστόφορος σήκωσε το βλέμμα και μόλις το όνομα της βγήκε από τα χείλη του, φρενιασε

"Θα έρθει μαζί" Είπε κοφτά

"Θα βαρεθεί"

"Ας βαρεθεί"

Εκείνη ακούγοντας τους άρχισε τις βαθιές ανάσες. Ακόμα τη θεωρούσε κτήμα του. Ύστερα από όσα του είπε, και όσα έκανε, πάλι τα ίδια και τα ίδια... Είχε κουραστεί πραγματικά όμως και αποφάσισε να μη πει λέξη. Ήπιε το καφέ της σιωπηλά.

"Όπως αγαπάς... Μέχρι να δύσει ο ήλιος να είστε εδώ όμως. Σήμερα υπογράφουμε επιτέλους, αύριο βγάζουμε τα σχέδια των γραμμών που θα ακολουθήσουμε και ύστερα θα γλεντήσουμε!"

"Γλέντι;" απόρησε κοιτώντας τον

"Γλέντι, γλέντι... Ξέρω εγώ τι λέω!" Ο Φάμπιο κοίταξε τη Φλώρα και εκείνη πλησίασε αμέσως "Θα πάρω το υπόλοιπο πρωινό στο γραφείο" Την ενημέρωσε και εκείνη του έφτιαξε αμέσως ένα δίσκο. "Να με συγχωρείτε. Έχω να οργανώσω κάπως το συμβόλαιο" τους ανακοίνωσε και σηκώθηκε. Μόλις έφυγε ο Χριστόφορος γύρισε το βλέμμα στην Ισμήνη.

"Σε δέκα λεπτά φεύγουμε"

"Προτιμώ να μείνω εδώ"

"Δεν σε ρώτησα. Και ούτε θα σε αφήσω εδώ"

"Γιατί; Φοβάσαι μήπως με κλέψει ο Μαρσέλο;" τον ειρωνεύτηκε "Μη σκας. Για να με κλέψει, πρέπει να ανήκω και κάπου!" συνέχισε την ειρωνία της

"Βλέπω απολαυσες τον ύπνο σου και γέμισες μπαταρίες"

"Ξέρεις τι ωραία ήταν; Δε μπορείς να φανταστείς!"

"Χαίρομαι για σένα. Και τώρα κόψε τις μαλακίες και σε δέκα λεπτά να είσαι στο αμάξι!" σηκώθηκε και ούτε βλέμμα δε της έριξε. Βγήκε και εκείνη έμεινε να τον αγριοκοιταζει. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Δεν ήθελε να τον κλειδώσει απ' έξω αλλά δε της άφησε επιλογή με τη συμπεριφορά του.
Κοιτάξε το τεράστιο ρολόι της σάλας και σήκωσε το φλιτζάνι της ατάραχη. Σε δέκα λεπτά δεν είπε; Θα έβγαινε το τελευταίο δευτερόλεπτο...

➿➿➿➿➿➿

"Δεν είσαι καλά σήμερα..." Ο Άρης καθόταν και τη παρατηρούσε από το πρωί. Ήταν λιγομίλητη και σκεπτική.

"Καλά είμαι..." αρκέστηκε να πει.

"Ρενάτα; Δεν σε ξέρω πολύ καιρό αλλά έχω μάθει να κρίνω, πρόσωπα... Κάτι σου συμβαίνει"

"Δε θέλω να το συζητήσω..."

"Το μαγαζί θα ανοίξει σε λίγες ώρες. Ήρθαμε νωρίς. Τι λες να κλείσουμε και να πάμε για ένα καφέ;" ρώτησε και εκείνη τον κοίταξε με περίεργο υφος

"Μαζί;"

"Ναι μαζί..."

"Κι αν μας δουν;"

"Ξέρεις κάτι; Δεν με απασχολεί..."

"Είσαι λογοδοσμενος... Και από ότι ξέρω, η Νένα είναι Θεσσαλονίκη. Ήρθε και χθες το βράδυ άλλωστε..."

"Ε και; Εσύ δεν είσαι;" στην ερώτηση της η Ρένα χαμήλωσε το βλέμμα "Δεν είσαι πια... Σωστά;" η απορία στο ύφος του ήταν καθαρή

"Όχι... Δεν είμαι"

"Γιατί;"

"Άρη μη με ρωτάς... Δε θέλω να μιλήσω για αυτό"

"Ρενάτα;" μπήκε μέσα από το μπαρ και τη πλησίασε "Είσαι διατεθειμένη να..." Κομπιασε κάπως. Μέρες τώρα δεν ένιωθε καλά και ο ίδιος. Έβλεπε τη Νένα και ήθελε να φύγει μακριά της. Όλα όμως ήταν τόσο μπερδεμένα και σανδα σωτηρίας δεν υπήρχε πουθενά. Ωστόσο η Ρενάτα είχε αρχίσει να τραβάει όχι μόνο το ενδιαφέρον του αλλά να χτίζει και θεμέλια στη καρδιά του. "Θέλεις... Εννοώ..."

"Άστο ρε Άρη... Εμείς, μαζί δε γίνεται..."

"Άσε τι γίνεται και τι δε γίνεται... Θέλεις;" την έπιασε από το πρόσωπο απαλά και η ψυχή της σκίστηκε στα δύο. Τι ήταν σωστό πια και τι όχι; Ποιες αξίες έπρεπε να προδώσει και σε ποιες να υποκύψει;

"Θέλω..." η καρδιά της μίλησε και εκείνος έλαμψε ολόκληρος. "Αλλά..." όλη η λάμψη χάθηκε στην επόμενη λέξη της "Αλλά υπάρχουν πράγματα που... Που με κάνουν να σε βλέπω διαφορετικά... Που με σταματούν. Που δε με αφήνουν..."

"Τι πράγματα; Ρενάτα ποτέ δε θα σου έκανα κακο. Δεν πείραξα ποτέ γυναίκα...ίσως γίνομαι σκληρός καμιά φορά με τα κορίτσια αλλά..."

"Δεν είναι αυτό..."

"Τι είναι τότε; Μπορείς να μου πεις τα πάντα... Εμπιστευσου με..." η λέξη που ξεστόμισε κλόνισε το μυαλό της. "Εμπιστευσου με σου λέω..." επανέλαβε και δίχως φόβο, τη φίλησε...

➿➿➿➿➿

Δέκα λεπτά και τρία δευτερόλεπτα αργότερα, άνοιξε τη πόρτα του αμαξιού και μπήκε μέσα.

"Μπράβο σου... Περίμενες και το τελευταίο δευτερόλεπτο"

"Όχι. Περίμενα να αργήσω τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα" η κόντρα που είχε ξεσπάσει δεν ήταν σαν τις άλλες. Η Ισμήνη ήταν θυμωμένη και το έδειχνε. Ο Χριστόφορος έβαλε μπρος τι αμάξι και ξεκίνησε.

"Βολεψου... Σε καμία ώρα φτάνουμε"

"Δεν είχα σκοπό. Για να βουλευτώ πρέπει να νιώθω και ασφάλεια"

"Βάλε τη ζώνη σου τότε..." την ειρωνεύτηκε

"Κοίτα το δρόμο σου εσύ και άσε τι θα κάνω εγώ"

"Ισμήνη;"

"Θα με απειλησεις; Δε πιάνει. Για αυτό να πάμε στην ευχή της Παναγίας να τελειώνουμε και να φύγουμε από εδώ. Θέλω να επιστρέψω"

"Μη σκας. Κάνε δύο εικοσιτετράωρα ακόμα υπομονή"

"Εύκολο το έχεις;"

Δεν της απάντησε. Εστίασε στο δρόμο και πάτησε το γκάζι. Δε θα έπαιζε το παιχνιδι της ούτε θα την άφηνε να τον φτάσει στα άκρα.

Εκείνη από την άλλη, ήθελε να τον πιέσει. Έπεσε όμως σε τοίχος.
Ήταν διαφορετικός. Πιο ψυχρός. Πάντα ήταν αλλά τώρα έδειχνε να το εννοεί. Δεν τον επηρέασαν τα λόγια της. Ούτε και η ίδια όμως ήξερε κατά πόσο ήθελε να τον επηρεάσει πια. Ηταν σκληρό να προσπαθεί να σπάσει τη καρδιά ενός άντρα που ανάθεμα τον, αμφέβαλε αν είχε...

Όπως ακριβώς της είπε, ύστερα από περίπου μία ώρα, σταμάτησε μπροστά από μια τεράστια έπαυλη. Δεν έμοιαζε σαν του Φάμπιο. Ήταν πιο παλιά. Η αρχιτεκτονική της ήταν διαφορετική. Το κτήριο ήταν όλο από πέτρα αν και η χλιδή, ήταν εμφανέστατη. Δύο άντρες στέκονταν απ' έξω. Αναρωτήθηκε πώς ήταν να φυλάνε ένα σπίτι φάντασμα. Μόλις είδαν το τζιπ, χωρίς καν να κατεβασει το παράθυρο, εκείνοι άνοιξαν τη πύλη και μπήκαν μέσα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά όσο το κοιτούσε άλλο τόσο της άρεσε. Είχε φινέτσα. Σου έβγαζε ένα δέος εκείνο το μέρος. Δεν έβλεπες μπετόν και γρασίδι...
Ήταν άγριο σαν εκείνον...

Ο Χριστόφορος πάρκαρε και εκείνη άνοιξε πρώτη τη πόρτα και κατέβηκε.
Ήταν σχετικά περιποιημένο αλλά φαίνονταν ότι δεν κατοικείται.
"Θα ανοίξεις μήπως κι όλας;" της είπε προσπερνώντας την μα εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει. Τον ακολούθησε. Ο Χριστόφορος στάθηκε μπροστά στη πόρτα και εκείνη φτάνοντας, δαγκωθηκε.
Ήταν τεράστια. Πέτρινη...
Ένα γεράκι ήταν σκαλισμένο σε ολόκληρη την έκταση της. Ποιος να κρυφτεί από ποιον πια; Αναρωτήθηκε όταν τον είδε να βάζει τα δάχτυλα στις εγκοπές των ματιών του Γερακιού. Τα πάτησε και ξάφνου, άνοιξε στη πλευρά της ένα μικρό ηλεκτρονικό πόρτακι.
Ο Χριστόφορος έσκυψε απροειδοποίητα μπροστά της, έβαλε έναν κωδικό και η πόρτα άνοιξε. Δεν έφυγε αμέσως. Της έριξε ένα λοξο βλέμμα και εκείνη τράβηξε το δικό της. Δεν ήθελε να τον κοιτάζει από τόσο κοντά.

"Μπες.." περπάτησε πρώτη και μπαίνοντας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν πανέμορφο... Δεν είχε κόκκινα χαλιά, χρυσούς πίνακες και αγάλματα...
Είχε όμορφα ζεστά πλεκτά μιας άλλης εποχής στο δάπεδο. Το εσωτερικό ήταν κι εκείνο πέτρινο ενώ ακόμα και οι λάμπες , θύμιζαν εκείνες του Λονδίνου τη δεκαετία του 1900. Τα κάδρα και οι πίνακες δε, ήταν απλά. Λιτά.. Πορτραίτα ανθρώπων και τοπίων. Συγκριτικά με όσα είδε στην έπαυλη του Φάμπιο, αυτό το μέρος ήταν το εντελώς αντίθετο και έπιασε τον εαυτό της να της αρέσει.

"Ο παππούς μου..." είδε το χέρι του να απλώνεται πίσω της και να αγγίζει το κάδρο που κοιτούσε. Της είχε τραβήξει τη προσοχή γιατί έμοιαζε υπερβολικά στο Χριστόφορο. Η Ισμήνη δε το ήξερε αλλά όλη η οικογένεια το έβλεπε. Ήταν σχεδόν ίδιοι...

"Μοιάζετε..."

"Πολύ..."

"Και σε χαρακτήρα;" τον ρώτησε και εκείνος απέφυγε να απαντήσει. Για τη γιαγιά του, έκαψε τη μισή Νάπολη στα νιάτα του... Τι να της έλεγε; Τον ένιωσε να απομακρύνεται και εκείνη συνέχισε να κοιτάζει τα υπόλοιπα κάδρα

"Πρέπει να ανέβω επάνω. Περιπλανήσου που θέλεις. Σε μισή ώρα περίπου τελειώσαμε..."

"Καλά..." Απάντησε ξερά και πήγε στο επόμενο καδρακι. Ήταν ο ίδιος άντρας με πριν, πλάι του είχε μια γυναίκα πολύ όμορφη. "Solo per il tuo amore..."έγραφε η φωτογραφία και χωρίς να ξέρει τι σημαίνει διάβασε την επιγραφή. Κάτι για αγάπη έλεγε αλλά δεν έβγαζε άκρη.

"Μόνο για την αγάπη σου..." άκουσε ξαφνικά και πετάχτηκε τρομαγμένη. Νόμιζε ότι είχε φύγει. Γύρισε αμέσως και τον είδε να στέκεται ακόμα πίσω της. "Ήταν η ζωή του..." συμπλήρωσε κοιτώντας την

"Τι κρίμα, να χάνονται τέτοιες αγάπες..." του είπε σιγανα "Πλέον οι άντρες, ξεχνούν τι σημαίνει η λέξη αυτή..."

"Ίσως..."

"Δεν έχει ίσως... Το ίσως είναι μια αμφιλεγόμενη απάντηση..." Ήταν τόσο κοντά αλλά τόσο μακριά συνάμα "Δεν ξέρουν να αγαπούν..." η Ισμήνη του γύρισε τη πλάτη της "Κοίταξε τον... Δες με πόση λάτρεια τη κοιτάζει... Ζει στα μάτια της. Ζει για χάρη της... Υπάρχει ολόκληρος για εκείνη... Τώρα κανένας δε βάζει την αγάπη του πιο πάνω από το χρήμα. Ξεπουλαει τη λέξη και το συναισθήμα χωρίς να νοιάζεται..." Η Ισμήνη αναστεναξε "Όσο πάει αυτός ο κόσμος καταστρέφεται... Κι όσο υπάρχουν άντρες σαν εσένα εκεί έξω, σιγά σιγά, ακόμα και η λέξη θα εξαφανιστεί..."

"Δεν είναι φτιαγμένοι όλοι με ροζ σύννεφα στο κόσμο τους Ισμήνη..."

"Δεν είναι ένα ροζ σύννεφο η αγάπη... Πόσο λάθος είσαι. Η αγάπη σε παρασέρνει... Σε μεθάει. Σε βάζει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Δεν είναι φρουφρου αρώματα και ένα ζεστό φαγητό το βράδυ σπίτι... Η αγάπη αφήνει στο διάβα της,  πάντα σε κάποιον πονο. Έτσι είναι φτιαγμένη να κάνει... Κανένας δεν αγάπησε χωρίς να πονέσει. Και κανένας δε πονάει αν δεν αγαπάει... Τι σου εξηγώ όμως κι εσένα..." κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένη "Εσύ δεν έχεις ούτε καρδιά για να φωλιάσει εκεί μέσα οποιοδήποτε συναίσθημα..." άκουσε τα βήματα του να απομακρύνονται μα δε τη πείραξε. Την αλήθεια της του έλεγε...

Έφυγε από τη σάλα και μπήκε στο τεράστιο σαλόνι. Μόλις είδε το πιάνο , αναπήδησε σαν μικρό παιδί και έτρεξε. Λάτρευε να παίζει...
Πόση ειρωνία να χωρούσε στη ζωή της; σκέφτηκε αφού το μόνο κομμάτι που κατάφερε ποτέ να παίξει ολόκληρο, ήταν το Caruso... Το αγαπημένο της μάνας της. Δεν ήξερε ιταλικά. Ούτε έμαθε ποτέ...
Της είχε πει όμως, ότι ο στίχος ήταν δυνατός.
Ότι ένας άντρας αγάπησε τόσο παθιασμένα που δεν άντεχε.  Ένιωθε να λιώνουν στις φλέβες του σίδερα από αλυσίδες βαριές...
Καταδικασμένος να βρίσκεται αιώνια μακριά της.

Η Ισμήνη κάθισε και η μελωδία απλώθηκε σε εκείνο το νεκρό σπίτι...
Δεν της ενδιέφερε ούτε αν θυμώσει ο Χριστόφορος ούτε τίποτα.
Έπαιζε τη θλιμμένη μελωδία που τόσο λάτρευε και που όταν πέθαναν οι γονείς της και μετά, απέφευγε να ακούσει. Δεν ήταν πλούσιοι... Ούτε είχαν πιάνο.
Έμαθε να παίζει με τη γειτόνισσα σαν ήταν κοριτσάκι αλλά ποτέ δε ξέχασε... Ανυπομονούσε για εκείνες τις Κυριακές που πήγαιναν με τη μητέρα της εκεί. Η Χριστίνα τα θεωρούσε βλακείες αλλά η Ισμήνη τα αγαπούσε βαθιά. Αυτές ήταν και οι μνήμες που της έμειναν...

Το βλέμμα της όσο πήγαινε και θόλωνε.
Ήταν τόσα πολλά μαζεμένα τα παράπονα της. Τέτοια η ανάγκη να χωθεί στην αγκαλιά της μάνας της και να κλάψει. Για όσα περνούσε... Για όσα πέρασε. Για όσα θα έρθουν και για όσα, δεν μπορεί να κάνει...

Δεν τον κατάλαβε ότι βρισκόταν πίσω της.
Όταν η μελωδία δυνάμωσε και έφτασε στο απόγειο της , η Ισμήνη έκλεισε δυνατά το πιάνο και ξέσπασε σε λυγμούς. Έπιασε και έκρυψε το πρόσωπο της μέσα στις παλάμες της και δεν σταμάτησε να κλαίει.

Ο Χριστόφορος οπισθοχώρησε...
Δεύτερη φορά την έβλεπε να κλαίει...
Μια όταν είδε τη πληγή στο στήθος του και μια τώρα... Έκλαιγε με τόσο πόνο όμως τούτη τη στιγμή... Ήθελε να πλησιάσει, ήθελε να την ακουμπήσει, ήθελε να της μιλήσει...
Εκείνη η μελωδία, μόλις έφτασε στα αυτιά του, τον συγκλόνισε.... Η γιαγιά του πάντα έβαζε τον παππού του, να της παίζει το συγκεκριμένο κομμάτι γιατί εκείνη δεν ήξερε πιάνο και πάντα της το τραγουδούσε.
Αυτό το τραγούδι ήταν βγαλμένο από την ίδια τη ζωή... Μιλούσε για τον Caruso. Έναν παλιό τενόρο της Ιταλίας. Διάσημο... Έναν άντρα που βίωσε τεράστιο πόνο , πληγώθηκε , προδόθηκε από τον έρωτα του και όταν βρήκε επιτέλους την αγάπη, η ζωή του τη στέρησε. Η αρρώστια τον νίκησε και πέθανε κοιτώντας μέσα στα μάτια της...

Το μισούσε αυτό το κομμάτι από παιδί...
Του έβγαζε αδυναμία. Έπαψε να πιστεύει στην αγάπη. Πώς να πιστέψεις όταν βρίσκεις αυτό που αναζητάς και η ίδια η ζωή στο στερεί;
Βλέποντας όμως τα δάχτυλα της εκεί πάνω να δημιουργούν τη μελωδία, ένα κομμάτι του ράγισε κι ας μη το παραδεχόταν...

Στάθηκε στη κάσα της πόρτας και ξεροβηξε.
Την είδε να σκουπίζει βιαστικά τα μάτια της και ύστερα να σηκώνεται.

"Φεύγουμε..." Η Ισμήνη έτρεξε και προσπερνώντας τον, πωγω6ήγε αμέσως στο αμάξι.
Ο Χριστόφορος έπιασε τη 5υ
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο τη βρήκε στη θέση της. Κάθισε κι εκείνος και έβαλε μπρος σιωπηλά. Μόλις ξεκίνησε μάζεψε τα πόδια της και γύρισε προς το παράθυρο.

"Τα χέρια σου, κελαηδησαν τη μελωδία σε αυτό το σπίτι απόψε... Μια γενιά ολόκληρη είχε να ακουστεί αυτό το πιάνο..." της είπε μην αντέχοντας τη σιωπή της, σιγανα και εκείνη μαζεύτηκε ακόμα περισσότερο στη θέση της. "Ξέρεις τι αληθινά σημαίνει το τραγούδι που έπαιξες;" τίποτα... Η σιωπή της ήταν σαν να τον κάρφωσε.
"Ισμήνη;"

"Θέλω να φύγω... Δε θέλω να βρίσκομαι εδώ.." Είπε ξαφνικά "Βαρέθηκα... Ψυχικά δεν εχω άλλες αντοχές. Δενγ μπορώ να παλεύω με το τίποτα. Ένα τίποτα ως και εκείνος το κατάλαβε αμέσως. "Πίστεψα ξέρεις..." οι λέξεις αυτές έτρεμαν στα χείλη της και την έπιασε με την άκρη του ματιού του να σκουπίζει τα δάκρυα της "Πίστεψα ότι... Ότι ίσως, μέσα σε αυτή σάπιλα, μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα μας ... Άστο... Δεν έχει νόημα" κλείστηκε στον εαυτό της αμέσως. Ότι κι αν ήθελε να πει, δε το είπε.
"Κάποια στιγμή, τα λόγια μου δε θα σου φαίνονται σαν γρίφοι. Σαν μπερδεμένες λέξεις και εκφράσεις... Κάποια στιγμή, θα βρεις αυτή τη μία, που θα κάνει τα λόγια αυτά, πράξη στη ζωή σου..." του πέταξε και εκείνος συνέχισε να κοιτά το δρόμο.
"Μια θάλασσα για να γίνει ταξίδι, δε θέλει μόνο βάρκα, αλλά και καπετάνιο... Ειδάλλως βουλιάζει , χάνεται... Δεν υπάρχει καν. Όταν επιστρέψουμε, δε θέλω καμιά σχέση μαζί σου. Τίποτα. Κάνε οτι θέλεις με όσα στοιχεία έχεις. Κουράστηκα..."

Δεν ήθελε πολλά ..
Λίγη ανταπόκριση ήθελε.
Ωστόσο, έβλεπε ότι για εκείνον ήταν μονάχα ένα κορμί για να ξεσπάει τις ορέξεις του και τίποτα παραπάνω. Δεν ένιωθε αυτός ο άνθρωπος. Κι αν ένιωθε, δεν ήταν εκείνη ικανή για να τον κάνει να νιώσει...
Ήξερε πότε να φεύγει και πότε δεν είναι ευπρόσδεκτη κάπου. Και στη δική του καρδιά, σίγουρα δεν ήταν...
Παρέμεινε απροσπέλαστη. Παγωμένη...

Έφτασαν πίσω στην έπαυλη και ανοίγοντας τη πόρτα έφυγε τρέχοντας από το αυτοκίνητο πριν καν τραβήξει χειρόφρενο.
Την είδε να τρέχει προς το εσωτερικό και βάζοντας τα χέρια στο τιμόνι, χαμήλωσε το κεφάλι του.
Πνιγόταν.
Εκείνη τη στιγμή, πνιγόταν μέσα σε μια ζωή, που νόημα δεν είχε και το μόνο νόημα, έτρεχε μακριά του...
Εκείνος το ώθησε; Ναι...
Το ήθελε; Τι διάολο ήθελε πια;
Κοπανησε τα χέρια θυμωμένος ακόμα και με τον εαυτό του όταν είδε έναν άντρα να πλησιάζει. Χτύπησε το παράθυρο και εκείνος  άνοιξε τη πόρτα και κατέβηκε.

"Κύριε Μορέτι, ο θείος σου, βρίσκεται στη σάλα. Επιθυμεί να σας δει. Μου είπε να σας πω ότι είναι όλα έτοιμα..."

"Καλώς... Έρχομαι" Κατέβηκε και μπήκε μέσα. Πράγματι, στη τραπεζαρία δεν υπήρχε φαγητό στρωμένο. Ο Φάμπιο ήταν καθισμένος στη κεφαλή ξανά και αυτή τη φορά ήταν και ο Μαρσέλο εκεί.

"Δεν αργήσαμε..." Παρατήρησε μπαίνοντας

"Όχι. Απλώς είναι όλα έτοιμα και σκέφτηκα να μη καθυστερήσουμε..."

"Πολύ ωραία..."

"Πώς ήταν η έπαυλη;"

"Όπως πάντα. Στην ίδια κατάσταση..."

"Χαίρομαι. Προσπαθούμε αυτά τα οικήματα να κρατούν ακόμα την ιστορία τους. Φλώρα! Ειδοποίησε τη δεσποινίς Ισμήνη να κατέβει σε παρακαλώ..." ο Χριστόφορος σαστισε

"Γιατί;" απόρησε.

"Μη βιάζεσαι ανιψιε μου! Όλα στην ώρα τους..."

"Δεν έχει καμία δουλειά εδώ αυτή τη στιγμή θείε..."

"Έχει..."
Κροταλισε τα δάχτυλα του πάνω στο τραπέζι ώσπου την είδε να μπαίνει μέσα. Ήταν μπερδεμένη. Ωστόσο ο Φάμπιο της χαμογέλασε.
"Κάθισε γλυκειά μου..." ο Χριστόφορος άρχισε να νιώθει ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Η Ισμήνη κάθισε πλάι του προς έκπληξη του.
"Λοιπόν, τα συμβόλαια είναι έτοιμα. Ο συμβολαιογράφος καταφθάνει από στιγμή σε στιγμή. Εγώ, έχω ήδη υπογράψει το δικό μου μέρος. Υπέγραψε και εσύ, να έρθει να τα σφραγίσει... Έχουν αλλάξει κάποιοι όροι. Αποφάσισα να είμαι γενναιόδωρος και να σου δώσω το σαράντα πέντε τοίς εκατό!" ο Χριστόφορος τρελάθηκε. "Ωωωω σου άρεσε έτσι δεν είναι; Εμπρός. Ας υπογράψεις και εσύ να κλείσει ..."

"Θα το διαβάσω πρώτα..." είπε σοβαρός.

"Εννοείται. Δε θα χρειαστεί όμως να το κάνεις εσύ... Μαρσέλο; Θα μας κάνεις τη τιμή της ανάγνωσης;" ρώτησε και εκείνος χαμογέλασε.

"Μα φυσικά..." πήρε το διπλότυπο και ξεκίνησε.

"Το εμπόρευμα είναι 50 κιλά. Θα μας κατέχεις πλήρη χερσαία πρόσβαση , μεταφορά αυτού στη Μακεδονία και Θράκη καθώς και στα Βαλκάνια. Για όλα τα κιλά, τη μεταφορά και τα κέρδη, θα πάρεις το σαράντα πέντε τοίς εκατό επί των τελικών κερδών..."

"Που είναι τα ψιλά γράμματα;" ρώτησε ο Χριστόφορος. Κανένας δεν ήταν τόσο ηλίθιος για να πιστέψει ότι θα του έδιναν τόσο απλά ένα μεγάλο ποσοστό σαν αυτό.

"Ανιψιέ μου, αυτά είναι λεπτομέρειες..."

"Τις οποίες θέλω να ακούσω..." είπε σοβαρος

Ο Μαρσέλο του χαμογέλασε

"Μόνο ένας όρος υπάρχει..."

"Ο οποίος είναι;" ρώτησε κοιτώντας τον έντονα και κάτι μέσα του, του έλεγε ότι δε θα του αρέσει καθόλου.

"Δε νομίζω να αποτελέσει πρόβλημα ανιψιέ. Μια ακόμα δοσοληψία είναι για σένα" πετάχτηκε ο Φάμπιο. Η Ισμήνη δε καταλάβαινε τη παρουσία της εκεί. Ωστόσο καθόταν σιωπηλή και άκουγε.

"Λοιπόν... Δίνουμε το σαρανταπέντε τοις εκατό, με τη προϋπόθεση η Ισμήνη να μείνει εδώ και να γίνει γυναίκα μου!" μίλησε ο Μαρσέλο "Θα τη φροντίσω, θα την αναλάβω και θα γίνει δική μου άνευ όρων!"

🙄🖤🙄🖤🙄🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top