Κεφάλαιο 16°
Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω...
Νόμιζα πως είχα, αγκαλιά τον τελευταίο...
➿➿➿➿➿➿
Η δροσουλα που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο , χαλάρωνε το αίμα που είχε σκαρφαλώσει και πονούσε τα μηλίγκια του.
Η Ισμήνη είχε διπλωθεί στο διπλανό κάθισμα και κοιμόταν σχεδόν σε ολόκληρη τη διαδρομή. Σε λιγάκι έφταναν πίσω.
Τη κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Πόσο πεισματάρα ήταν... σκέφτηκε βλέποντας τη μπλούζα που της άφησε και ήταν πια πεταμένη στα πόδια της. Προτίμησε να φορέσει δύο διαφορετικά μπλουζάκια προσπαθώντας να κρύψει το κορμί της παρά τη μπλούζα του. Κατέβηκε μπήκε στο αμάξι και την πέταξε κάτω.
Δεν μάλωσαν. Ο Χριστόφορος απλά ξεκίνησε και εκείνη φώλιασε στη θέση της. Δύο ξένοι μέσα σε ένα όχημα προς τον ίδιο προορισμό. Αυτό ήταν. Σαν να μην είχαν ενώσει τα κορμιά τους... Να μην ξημέρωσε ο ουρανός βρίσκοντας τους, αγκαλιά...
Χαμήλωσε το βλέμμα του στη κοιλιά της μόλις σταμάτησε σε ένα φανάρι.
Ο επίδεσμος γύρω της ήθελε αλλαγή. Το αίμα είχε βγει προς τα έξω και είχε βάψει εκείνα τα υφάσματα. Ήξερε όμως ότι, δεν είχε νόημα να της πει κάτι. Έπιασε τον εαυτό του να μένει έκπληκτος από τη στάση της. Ούτε δάκρυ άφησε να πέσει μπρος στα μάτια του.
Έφταναν, και εμέναν παγιδευμένα μέσα στα μικρά της μάτια. Πόσο συνονθύλευμα άντεχαν όμως; Για πόσο θα κρατούσε τα κομμάτια της ενωμένα εκεί μέσα; Δεν είχε χώρο η ψυχή για να τα κρατήσει άλλο.
Κοιμόταν και έμοιαζε με έναν αγνό, καθαριο ουρανό. Σαν να ήταν άγγελος που δεν βίωσε και έζησε τη βρωμιά στο πετσί της. Είχε μια νηνεμία στο πρόσωπο που κάποιος θα μπορούσε να παρομοιάσει με την ήρεμη θάλασσα. Χαμογέλασε στα βουβά...
Πόσες παρομοιώσεις μπορούσαν να χωρέσουν μέσα σε ένα πρόσωπο; αναρωτήθηκε και κοίταξε πάλι το δρόμο.
Για πολλά αναρωτήθηκε από την ώρα που έκλεισε εκείνη τη πόρτα και κατέβηκε στο αμάξι... Ήταν ικανός να πατήσει τη σκανδάλη όταν ένιωσε τη σφαίρα μέσα; Ή μήπως το να την κρατήσει ζωντανή δεν ήταν αδυναμία αλλά μια δικαιολογία ότι την χρειάζεται εν ζωή; Γιατί τη χρειάζεται όμως; Πόσοι κανόνες είχαν μείνει πια για να καταπατήσει μαζί της;
Έφτασε κάτω από το σπίτι της με το χρόνο να κυλάει σαν νεράκι. Αναμασουσε τις ίδιες σκέψεις συνεχώς και η διαδρομή , έγινε μηχανικά. Η ζωή του ήταν άστατη σε αντίθεση με το χαρακτήρα του. Ήταν ακόμα όμως; Η αστάθεια από τη μέρα που διασταυρωσε το δρόμο του μαζί της, φλέρταρε με τη καθημερινότητα του.
Ρώτησε τον εαυτό του, τι ζητούσε από εκεινη. Τι ήθελε... Να πηδήξει την εξουσία; Αυτό το έκανε. Να την εξευτελίσει; Σίγουρα το κατάφερε και αυτό... Μετά; Τι άλλο είχε μείνει να κάνει μετά; Η Χριστίνα προφανώς δεν νοιαζόταν για τη τύχη της ειδάλλως θα άνοιγε το στόμα της και θα κελαηδούσε σαν πουλάκι. Εκείνη επέλεξε τη σιωπή. Πώς θα ένιωθε άραγε αν έβλεπε την αδερφή της σε αυτή τη κατάσταση; Θα έσπαγε ο πάγος της αναισθησίας μέσα της; Ή θα συνέχιζε απροκάλυπτα να επιμένει ότι δεν έχει εκείνα τα έγγραφα;
Ένα τεστ ήταν όλοι γύρω του...
Εξετάσεις που τους έβαζε να περνάνε καθημερινά. Μερικοι τα κατάφερναν και άλλοι βουλιαζαν στις ίδιες τους τις παγίδες.
Για πόσο θα τραβούσε το σχοινί γύρω από το λαιμό τους , ούτε και εκείνος ήξερε...
Το μόνο που κατάφερε να παραδεχτεί με φοβερή δυσκολία στον εαυτό του, ήταν πως βλέποντας την να αιμορραγεί, του κόπηκαν τα πόδια. Πόσα πτώματα είχαν περάσει από το διάβα του; Πολλά... Η σκέψη το δικό της να ήταν ένα από αυτά όταν είδε τα μάτια της να ανοίγουν, δε του άρεσε. Δεν είχε θέση η Ισμήνη μέσα σε εκείνο το κόσμο. Δε θα έβγαινε αλώβητη όσο σκληρή κι αν πίστευε ότι είναι. Θα μπορούσε άραγε όλο αυτό να ήταν ένα καπρίτσιο του; Κάτι να παίζει μέχρι να τους βάλει όλους να πληρώσουν για τα κρίματα τους; Δε ήξερε. Μαζί της έπιανε τον εαυτό του να μη ξέρει και να μην έχει απαντήσεις για πολλά. Ποιος; Ο Χριστόφορος... Ένας άντρας που πάντα είχε απαντήσεις πριν καν γίνουν ερωτήσεις.
Αυτό έφταιγε και έπαιζε και με τα νεύρα του σαν μαριονέτα καθημερινά. Η ανικανότητα να κρίνει και να διαχωρίσει μια κατάσταση μαζί της. Η ανυπαρξία του βίαιου και σκληρού εαυτού του. Εκείνου που το πρωί, θα πατούσε τη σκανδάλη χωρίς οίκτο και ενδοιασμό.
Το τζιπ ήταν τρία λεπτά σταματημένο.
Τα δύο του μάτια, στράφηκαν πάλι πάνω της. Δεν ήθελε να τη ξυπνήσει. Ήταν τόσο ήμερη και τόσο αθόρυβη σαν κοιμόταν. Δίχως εκείνη την εξυπνάδα στη γλώσσα και την σπιρτάδα του μυαλού της.
Ωστόσο, άπλωσε το δάχτυλο του, και τη σκουντησε τόσο όσο. Σαν να μην ήθελε να την αγγίξει...
"Ισμήνη σήκω. Φτάσαμε" Στο πρώτο τρεμόπαιγμα των βλεφάρων της, γύρισε προς το τιμόνι.
"Τελείωνε..." αποκρίθηκε κάπως πιο σκληρά και εκείνη ανασηκώθηκε. Δεν του έριξε ούτε βλεμμα. Δεν ήθελε να στρέψει τα μάτια της σε μια εικόνα που τη πλήγωνε. Τα κατάφερε τελικά... Δεν ήξερε τι ακριβώς πλήγωσε μέσα της, αλλά το πλήγωσε... Ίσως ήταν ο εγωισμός; μπορεί... Ούτε εκείνη είχε απαντήσεις σε ερωτήματα που ποτέ δεν αναγκάστηκε να έχει.
Άνοιξε τη πόρτα χωρίς να πάρει τίποτα μαζί της και κατέβηκε.
"Τι ώρα να είμαι στα σφαγεία αύριο;" αρκέστηκε να πει δίχως να τον κοιτάξει
"Δε θα έρθεις αύριο"
"Δεν θέλω τον οίκτο σου. Είμαι μια χαρά" Ανταπάντησε σοβαρή
"Πέντε το απόγευμα να είσαι εκεί"
Σαν δυο κακομαθημένα πιτσιρίκια άγριοκοίταξαν τελικά ο ένας τον άλλο ώσπου η Ισμήνη αποχώρησε πρώτη.
Πριν καν φτάσει στο πλατυσκαλο της εξώπορτας, ο Χριστόφορος πάτησε τέρμα το γκάζι και εξαφανίστηκε...
Πονούσε αρκετά για να μπει στη διαδικασία ακόμα και να τον βρίσει.
Άνοιξε και μόλις μπήκε, έτρεξε αμέσως στο μπάνιο. Πέταξε εκείνα τα βρώμικα ρούχα από το κορμί της και ανοίγοντας το ζεστό νερό χώθηκε από κάτω. Ήταν τέτοια η στιγμή που θέλησε να κλάψει. Όχι για τη συμπεριφορά του και όσα έγιναν...
Ήθελε να κλάψει γιατί της έλειψε το σπίτι της. Η ζεστασιά και η φωλιά που με τόσο κόπο δημιούργησε από το μηδέν. Καθετί δικό της. Από τα μπιμπελα μέχρι τις κουρτίνες, όλα της έλειψαν εκείνη τη στιγμή...
Το νερό, έγινε ροζ... Ο επίδεσμος είχε κολλήσει και πιάνοντας τον σιγά σιγά άρχισε να τον ανοίγει. Αν και δεν ήθελε να βρεξει το τραύμα, δεν είχε το σθένος να κάτσει και να τον ανοιξει έτσι όπως ήταν.
Πλύθηκε καλά, άδειασε το κεφάλι της και τυλίγοντας μια πετσέτα γύρω της πήγε στη κουζίνα. Άνοιξε το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη και έβγαλε ένα βαλιτσακι με πρώτες βοήθειες που έφερε όταν πήγε εκεί. Είχε τα πάντα μέσα. Τα άπλωσε και αφήνοντας τη πετσέτα να πέσει, άρχισε να καθαρίζει το τραύμα. Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια σαν αστυνομικός ένα τραύμα θα κατάφερνε να αφήσει σημάδι πάνω της. Δεν ήθελε ράμματα αλλά από τη σχισμή και μόνο η οποία ήταν πάνω από επτά εκατοστά, ήξερε ότι θα αφησει.
Τύλιξε έναν καθαρό επίδεσμο γύρω της και ύστερα τη πετσέτα. Μάζεψε τα πράγματά και βλέποντας το κονιάκ, το πήρε και κατέβασε μια γερή γουλια.
"Μαλάκα..." τα χείλη της δεν άντεξαν τόση ώρα. Είχαν ήδη κρατηθεί πολύ...
Πήγε στη κρεβατοκάμαρα και άρχισε να σκουπίζει το κορμί της όταν ξεφυσησε.
"Αλήθεια τώρα; Νωρίτερα;" αντιλήφθηκε πως αδιαθετησε λίγες μέρες νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος για το πόνο χαμηλά στη κοιλιά που ένιωθε κατά τη διαδρομή και όχι το τραύμα.
Πλύθηκε πάλι, φόρεσε ένα ζευγάρι καθαρές πιτζάμες και ξάπλωσε. Ούτε που μπήκε στο κόπο να ελέγξει το τηλέφωνο της. Ποιος θα έπαιρνε άλλωστε; Είχε άλλες δέκα μέρες άδεια από το τμήμα. Με το Μάνο το είχαν λήξει, η Χριστίνα ήταν έγκυος και δεν ήθελε να τη ταράξει με τίποτα και κανένας άλλος δεν υπήρχε περίπτωση να τη ψάξει..
Είχε φροντίσει άλλωστε πριν ξεκινήσει αυτή τη τρελα να ενημερώσει κάποιους κοντινούς της στο τμήμα ότι θα πήγαινε σε μια άρρωστη θεία της.
Κουρνιασε στη φωλιά της και αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως...
➿➿➿➿
"Και πως είπαμε ότι σε λένε;" Ο Άρης θαύμασε την δεξιοτεχνία της στα ποτά. Ήξερε να κάνει καλά τη δουλειά της.
"Ρενάτα .."
"Μάλιστα... Ρενάτα. Πολύ καλά λοιπόν, ξεκινάς απόψε. Πενήντα ευρώ μεροκάματο. Ανοίγουμε για το κοινό έντεκα η ώρα και κλείνουμε ξημερώματα. Ανάλογα πως πάει. Είτε δουλέψεις πέντε ώρες, είτε τρεις είτε έξι και επτά, ο μισθός δεν αλλάζει" Την ενημέρωσε κοιτώντας τη καλά καλά...
Το βλέμμα της ήταν έξυπνο. Του θύμισε της Ισμήνης. Την ίδια σπιρτάδα είχε και εκείνη...
Βέβαια τα μάτια της ήταν πιο μεγάλα και πράσινα. Όμορφη κοπέλα. Δεν φαινόταν βέβαια να είναι χωμένη σε τέτοιες δουλειές. Φορούσε δερμάτινο παντελόνι και κολλητό τοπ, αλλά είχε έναν άλλο αέρα επάνω της. Του είπε φυσικά ότι πάντα δούλευε σε πριβέ κλαμπ και το πρωί, έκανε το μεταπτυχιακό της. Τελείωνε ιατρική. Δεν ήταν μικρή. Ίδια ηλικία με την Ισμήνη είχε.
"Υπάρχει κάποιος κώδικας ενδυμασίας;" ρώτησε μαζεύοντας τα πράγματα της. "Επίσης δουλεύω μόνη; Να ξέρω για τις προετοιμασίες. Δε θα με πείραζε να έρθω λίγο νωρίτερα για να τα έχω όλα στημένα..."
"Αυτό θα το αφήσω πάνω σου. Σε όλα όσα ρώτησες. Εγώ θέλω την ώρα της δουλειάς να βγει όλο σωστό..." Το χαμόγελο της ήταν όμορφο. Ζεστό.
"Είσαι ο Άρης είπαμε σωστά;"
"Ναι. Το βράδυ θα γνωρίσεις και το άλλο αφεντικό. Προς το παρόν είσαι ελεύθερη... Η θέση σου ανήκει" Δεν ήθελε να φλερτάρει μαζί της, μα το έκανε χωρίς να το καταλάβει.
"Ευχαριστώ πολύ... Θα σε δω το βράδυ αν είναι..." η Ρενάτα έφυγε και εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει να περπατά..
Ωστόσο μάζεψε τον εαυτό του σχετικά γρήγορα. Εντυπωσιακή γυναικα αλλά είχε και μερικά θέματα να τακτοποιήσει όπως τον τύπο στο πορτμπαγκάζ. Τον είχε πάει σε μια από τις αποθήκες στο λιμάνι. Έβαλε και δύο άντρες να τον προσέχουν και έπρεπε να πάει από εκεί. Στον έλεγχο που έκανε με τη φωτογραφία που τράβηξε δεν κατάφερε να βρει τα στοιχεία του. Αυτοί οι τύποι, ήταν κρυμμένοι από το ίδιο το σύστημα...
Παρόλα αυτά, βαθιά μέσα του, ήξερε ότι έπρεπε να μάθει και να τον ξεκάνει...
Για οποίο λόγο κι αν ηρθε δεν ήταν σίγουρα καλός... Ήλπιζε να είχε συνέλθει ως τώρα. Είχε κοντά δύο ώρες μπροστά του πριν βρεθεί με το Χριστόφορο. Λίγο πριν φύγει όμως από το μαγαζί είδε το Φάνη να μπαίνει.
"Ακόμα εδώ είσαι;" ρώτησε πλησιάζοντας
"Και που να ήμουν;"
"Σωστό κι αυτό... Ακόμα μπορείς και κυκλοφορείς ελεύθερος. Σε λίγο θα αρχίσουν τα βάσανα!" τον κορόιδεψε
"Φάνη παιζεις με το πόνο μου κι εσύ; Τέλος πάντων. Αφού ήρθες δε θα κλειδώσω. Έχω μια δουλειά. Ο Χριστόφορος έφτασε. Πήγε σπίτι. Φεύγω και έρχομαι σε λίγο"
"Ήρθε κανένας σήμερα;" ρώτησε και ο Άρης σήκωσε το φρύδι και τον στραβοκοίταξε
"Σαν ποιος να έρθει;"
"Λέω μήπως, ήρθε κανείς για... Την αγγελία" είπε ήρεμα
"Α, ναι... Ήρθε μια κοπέλα. Την προσέλαβα. Ξεκινάει απόψε κι όλας"
"Μόνο αυτή;" Ο Άρης τον κοίταξε καλα καλά.
"Πήρες τίποτα;"
"Όχι ρε... Λέω, βάλαμε ολόκληρη αγγελία και ήρθε μόνο ένα άτομο;"
"Αυτή ήρθε πρώτη αυτή πήρα. Αν έρθει κι άλλος βλέπουμε..."
"Καλά..." Ο Άρης δεν το συνέχισε. Ο Φάνης ήταν κυκλοθυμικός και καμιά φορά έκανε άσχετες ερωτήσεις μεταξύ τους. Δεν του έδωσε καν παραπάνω σημασία. Πήρε τα πράγματα του και έφυγε...
➿➿➿➿➿➿
Είχε περάσει η ώρα και ακόμα τίποτα.
Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα όταν ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε και το σήκωσε αμέσως.
"Επιτέλους!" αναφώνησε
"Έστειλες σίγουρα κάποιον στο μαγαζί;" ρώτησε αμέσως
"Ναι, έστειλα. Το πρωί..."
"Είχες νέα του;"
"Όχι. Τίποτα. Και δεν είχε τηλέφωνο μαζί εννοείται. Είναι άνθρωπος σκιά .."
"Ενημέρωσε με μόλις έχεις νέα... Δε νομίζω να βρήκε το σωστό μέρος"
"Θα δω... Με το φαγητό τι να κάνω;" Ο άντρας κοίταξε το Μάνο που ήταν κολλημένος και δεμένος στη καρέκλα χρησιμοποιώντας μια λέξη κωδικό
"Πέταξε το. Χάλασε.
Δε το έχουμε ανάγκη. Θα πάρουμε καινούριο"
"Σίγουρα; Μη ξεχνάς ότι είναι βαρύ φαγητο..."
"Σίγουρα. Εξαφάνισε το. Να μη μπορέσει κανένας να βρει τι απέγινε ποτέ"
"Όπως αγαπάς. Για ότι νεότερο ενημέρωσε με"
"Σίγουρα έστειλες άνθρωπο έτσι;" ξανά ρώτησε πριν κλείσουν
"Ναι έστειλα"
"Καλώς" η κλήση τερματίστηκε και ο άντρας χαμογελασε. Έβγαλε ένα σουγιά και πλησιάσε το Μάνο...
"Αυτό είναι που λέμε ο λάθος ηλίθιος στη λάθος στιγμή..." είπε και σηκώνοντας το σουγιά του χάρισε μια χαρακιά στο πρόσωπο κι εκείνος άρχισε να κοπανιέται...
➿➿➿➿➿➿➿➿
"Ο Χριστόφορος ακόμα δεν ήρθε;" είχε βραδιάσει. Ο Άρης μπήκε στο μαγαζί και βρήκε το Φάνη να μιλάει με μερικές κοπέλες.
"Όχι. Ούτε η Ισμήνη ήρθε"
"Μάλιστα...Η καινούρια;"
"Ούτε αυτή. Βλέπεις κανένα; Κοίταξε το ρολόι. Είχαν μείνει πέντε λεπτά για να έρθει. Το μεσημέρι του φάνηκε συνεπής. Όχι πως άργησε, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα έρθει νωρίτερα. Οι σκέψεις του δε πρόλαβαν να φωλιάσουν πολύ οταν μυαλό όμως
"Τι είναι αυτό ρε;!" ο Φάνης γύρισε και κοίταξε τη πόρτα ενθουσιασμένος και μαζί του γύρισε και ο Άρης.
"Αυτή, είναι η καινούρια..." ψέλλισε και τη κοίταξε. Φορούσε μια ολόσωμη μαύρη φόρμα, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά και έμοιαζε με δολοφόνο έτοιμο να εκτελέσει κάθε θύμα. Αρκετά γοητευτική εικόνα...
"Καλησπέρα. Με συγχωρείτε αν άργησα. Δε θα επαναληφθεί. Κόλλησε το αμάξι μου από έναν βλάκα στο πάρκινγκ..." αρκέστηκε να πει
"Δεν πειράζει. Δεν πέρασες και το χρονικό όριο μη σκας..."
"Γκχμ..." Ξεροβηξε ο Φάνης "Δε θα με συστήσεις;" πετάχτηκε
"Ναι, φυσικά. Ρενάτα από εδώ το μικρό αφεντικό...."
"Όχι και μικρό!" Ο Φάνης της χαμογέλασε. Δεν είχε τη στόφα της γυναίκας που δίνει το κορμί της αλλά ήταν σίγουρος μπλεγμένη με τη νύχτα. Έβγαζε μάτι. Δεν ίδρωσε καν το αυτί της όταν το βλέμμα της έπεσε στο όπλο που είχε ο Φάνης δύο ζωνάρι του.
"Γοητευμένος..." τη κοίταξε πονηρά και εκείνη χαμογέλασε στιγμιαία.
"Παρομοίως... Λοιπόν, να ξεκινήσω;" επέστρεψε το βλέμμα στον Άρη
"Φυσικά... Όλο το μπαρ δικό σου..."
Η Ρενάτα δεν καθυστέρησε. Μπήκε και ξεκίνησε να στρώνει το πάγκο της ενώ την ίδια στιγμή, έφτασε και ο Χριστόφορος
"Επιτέλους. Είχα αρχίσει να ανησυχώ!" Ο Άρης τον πλησίασε και αντάλλαξαν από ένα χτύπημα στη πλάτη "Όλα καλά;" Ρώτησε αλλά το βλέμμα του καρφώθηκε στο μπαρ.
"Ποια είναι αυτή;" ρώτησε κοιτώντας τη εξονυχιστικά
"Βάλαμε αγγελία και ήρθε. Τη δοκίμασα και είναι μια χαρά. Φυσάει..."η Ρενάτα τους κοίταξε με την άκρη του ματιού της αλλά συνέχισε.
"Μπάτσος είναι...;" είπε ήρεμος παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά της αφού στο παρελθόν, ο Άρης είχε τύχει να φέρει έναν δικό του για δουλειά.
"Τι λες ρε; Πας καλά; Την έχω ελέγξει. Έτσι θα την άφηνα;"
"Έχει το ύφος της διπλωματίας... Δε ξέρω. Τα νεύρα μου δεν είναι και τόσο καλά απόψε. Τέλος πάντων. Την ελεγξες;"
"Ναι ναι. Ρενάτα Αλεξίου. Τελείωσε ιατρική. Νοσοκόμα για την ακρίβεια μη φανταστείς κάτι τρομερό. Δουλεύει σε μπαρ..."
"Καλώς" ο Χριστόφορος πλησίασε το μπαρ και ο Φάνης σηκώθηκε που τόση ώρα τη ζαχαρωνε, σηκώθηκε.
"Καλώς ήρθες αδερφέ. Η Ισ...η Χριστίνα;" το διόρθωσε αφού δεν ήταν μόνοι.
"Δε θα έρθει σήμερα. Αύριο θα πάμε στα σφαγεία. Η Μπάρμπαρα έρχεται και θέλω να έχει το μυαλό της εκεί" αρκέστηκε να πει
"Όλα πήγαν καλά;" ρώτησε με ύφος αλλά εκείνος γύρισε προς τη Ρενάτα.
"Χριστόφορος Δελής..." της είπε τραβώντας τη προσοχή της.
"Το αφεντικό, σωστά; Ρενάτα Αλεξίου..." συστήθηκε με τη σειρά της.
"Σωστά... Έχεις ενημερωθεί για τα ωράρια και το τρόπο λειτουργίας;"
"Μάλιστα. Δεν είναι η πρώτη φορά που δουλεύω νύχτα. Έρχομαι, φτιάχνω, τελειώνω, ξεχνάω όσα είδα και φεύγω και φτου και από την αρχή" η απάντηση της του άρεσε αλλά συνέχισε να τη κοιτάζει. Παρατηρούσε τους καρπούς, το δέρμα της, το ύφος της. Τα πάντα.
"Ενημερωμενη είσαι... Μου αρέσει αυτό"
"Απλά κάνω τη δουλειά μου σωστά. Αυτό είναι όλο..."
"Ωραία λοιπόν. Μη σε απασχολω. Αν προκύψει κάτι, το λες στον Άρη κι αν είναι κάτι σημαντικό σε μένα. Επίσης, μόλις περάσεις αυτή τη πόρτα, δεν θυμάσαι ούτε το όνομα σου..."
"Μην ανησυχείς. Καταλαβαίνω. Δεν με απασχολεί άλλωστε. Σε στριπτίζαδικο ήρθαμε ο μισθός είναι παραπάνω από ικανοποιητικός. Δεν έχω βλέψεις να χάσω τη δουλειά μου..."
"Η τη ζωή σου.." Της ψιθύρισε και εκείνη χαμογέλασε αμήχανα.
"Μη το τρομάζεις το κορίτσι !" ο Φάνης τη κοίταξε εγκάρδια θέλοντας να απαλύνει την ατμόσφαιρα
"Αν με χρειαστείς. Έρχεσαι στο γραφείο, χτυπάς ανακοινώνεις τη παρουσία σου και θα σου ανοίξω" Ο Χριστόφορος όμως είχε εστιάσει πάνω της. Ήταν πανέμορφη γυναίκα. Αυτό το έβλεπε... Έβλεπε όμως και κάτι ιδιαίτερο πάνω της. Ποτέ το ένστικτο του δε τον ξεγέλασε...
"Φυσικά. Μην ανησυχείς για τίποτα"
"Καλώς... Άρη; Έρχεσαι λίγο;"
"Ναι, πάμε..." έφυγαν μαζί και πήγαν στο γραφείο. "Λοιπόν; Έκλεισες το λιμάνι;" ρώτησε μόλις μπήκαν μέσα.
"Ναι..."
"Τριάντα;" Ο Χριστόφορος γέλασε
"Σαράντα πέντε τοις εκατό προμήθεια!"
"Σοβαρά τώρα;"
"Δεν παίζω Άρη. Είναι φίλος και γνωστός αλλά οι δουλειές είναι δουλειές. Αν βγάλει εκατομμύρια θέλω σχεδόν τα μισά..."
"Δε το περίμενα αυτό το ποσοστό ομολογώ..." Ο Άρης έκανε μια παύση και τον κοίταξε κάπως πιο ήρεμα "Η... Η Ισμήνη;" τόλμησε να ρωτήσει αφού δεν μίλησε μαζί της από χθες. Δεν ήθελε να τη πάρει και ο Χριστόφορος στη τελευταία τους κουβέντα ήταν περίεργος μαζί του.
"Σπίτι της..." είπε και άνοιξε την ατζέντα του. "Λοιπόν, αύριο έχουμε τη συμφωνία με τη Μπάρμπαρα. Επίσης πρέπει να πάμε Ιταλία κάποια στιγμή. Να δούμε τι θέματα έχουμε εκεί ανοιχτά. Ο Σέρτζιο, στις τελευταίες αναφορές είπε ότι χάσαμε έδαφος στη Σικελία. Έχουμε παραμερίσει το παράρτημα μας εκεί..."
"Το ξέρω... Είχες πει όμως ότι ο ξαδερος σου είχε αναλάβει να κυλήσουν όλα ομαλά..."
"Κανένας δεν είναι ικανός να κάνει κάτι σωστά αν δε δουν τον τρόμο. Και κανένας δε μπορεί να προσφέρει τρόμο εκτός από μένα..." δεν είχε άδικο. Μια φορά το χρόνο φρόντιζε να πηγαίνει εκεί. Δεν είχαν πολλά πάρε δώσε με τη σικελική μαφία αλλά αρκετές διακινήσεις τους, λάμβαναν χώρα εκεί. Έπρεπε μια στο τόσο να κάνει αισθητή τη παρουσία του σε κάθε ηλίθιο μικρομαφιοζο που νόμιζε ότι κάτι κάνει... Οι Μορέτι άλλωστε έλεγχαν αρκετές πόλεις σαν οικογένεια εκεί.
"Σκέφτεσαι να πας;, θέλεις να το αναλάβω εγώ μήπως;"
"Όχι. Την επόμενη βδομάδα σκέφτομαι να φύγω τρεις μέρες. Θα δούμε πως θα πάει. Εδώ όλα καλά;"
"Ναι..." είπε μόνο μη θέλοντας να του γεμίσει το μυαλό με προβλήματα
"Λες ψέματα. Ξαναρωτάω... Εδώ όλα καλά;" Ο Χριστόφορος τον διάβασε αμέσως.
"Ήρθε ένας μαλάκας. Ασφαλιτης φάνηκε. Δεν ξέρω όμως στα σίγουρα τι ήταν. Τον σκότωσα. Δεν μιλούσε. Έψαχνε τη Χριστίνα. Είπε είναι πρώην της. Όσο κι αν τον ανέκρινα συνέχισε τη θεωρία του πρώην. Και πίστεψέ με ξέρω να πιεζω όρια..."
"Το γνωρίζω. Θα δω... Θα το έχω υπόψιν..."
"Χριστόφορε; Δεν ήθελα να σου κρύψω το θέμα της Ισμήνης..." είπε ξαφνικά βλέποντας ότι έχει παγώσει κάπως μαζί του. "Βρέθηκα και εγώ προ εκπλήξεως αδερφέ... Σου είπα και πριν φύγεις, ήμουν μαζί της δύο χρόνια. Αυτή ήταν η κοπέλα που άφησα πίσω..."
"Είναι παρελθόν για σένα και έτσι να μείνει" είπε μόνο "Συζήτηση για εκείνη τέλος. Αύριο θέλω να πας στο λιμάνι με μερικούς άντρες. Να ενημερώσει ότι το Β56 δρομολογιο θα εξυπηρετεί πλέον το Διονύση"
Δεν ήθελε να μιλήσει για εκείνη και ο Άρης δε θέλησε να πιέσει τα όρια. Έβλεπε ότι κάτι τρέχει άλλωστε ανάμεσα τους.
"Εντάξει. Με χρειάζεσαι κάτι άλλο; Ανοίγουμε και αφήσαμε πολύ ώρα το Φάνη μόνο μαζί της..."
"Όχι. Θέλω να την έχεις από κοντά. Κάτι δε μου αρέσει πάνω της"
"Τι δε σου αρέσει πας καλά; Η κοπέλα είναι πανέμορφη..."
"Λες να μιλάω για την ομορφιά της; Δεκάρα δε δίνω για την εμφάνιση της. Αρκεί να εξυπηρετεί..."
"Καλά καλά... Πάω"
Ο Άρης έφυγε και ο Χριστόφορος αναστεναξε. Έβγαλε την ατζέντα και αδειάζοντας το κεφάλι του, εστίασε στη δουλειά. Είχαν αρκετά ζητήματα να επιλύσουν για να κυλήσουν όλα ομαλά το διάστημα που πλησίαζε...
Η σκέψη του ομως ταξίδεψε άβουλα σε εκείνη. Ξεφυσησε και την έδιωξε αμέσως...
➿➿➿➿➿➿➿
Έφτασε έξω από το γραφείο και του χτύπησε τη πόρτα. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που την έπιανε σφίξιμο στο στήθος.
"Πέρασε..." Ο Χριστόφορος έμοιαζε πάρα πολύ στο πατέρα του. Η Αμαλία άνοιξε και μπήκε στο γραφείο.
"Πόσες φορές σου είπα ρε γυναίκα να μη χτυπάς; Νόμιζα ήταν κάποιος από τους άντρες"
"Το ξέρω Λουκά, αλλά επίσης ξέρω ότι δε σου αρέσει να σε διακόπτουν..." είπε γλυκά και πλησίασε. Ο γάμος τους ήταν προξενιό. Παρόλα αυτά τον εκτίμησε με τα χρόνια και τον πόθησε. Ήταν όμορφος άντρας στα νιάτα του.
"Τι έπαθες;" ρώτησε βλέποντας τη κάπως σκεπτική
"Έχω ένα βάρος στο στήθος..." παραδέχθηκε αμέσως "Νιώθω μια τρικυμία να έρχεται..."
"Πώς να έρθει η τρικυμία σε ένα λιμάνι απάνεμο;" της απάντησε γλυκά "Πενήντα χρόνια τώρα δεν ήρθε..."
"Το ξέρω Λουκά μου...Μα αυτή τη φορά είναι αλλιώς. Αίματα είδα στο όνειρο μου. Κάτι θα γίνει... Το αισθάνομαι"
"Να μην ανησυχείς για τίποτα. Ίσως μεγάλωσα, ίσως γέρασα, αλλά ποτέ δε θα άφηνα τα παιδιά μας εκτεθειμένα σε κανένα κίνδυνο. Εκτός αυτού, ξέρουν καλά να προφυλάσσουν τον εαυτό τους..."
"Ο Μάσιμο έχει να έρθει μέρες... Νιώθω ότι κάτι κρύβει"
"Μια χαρά είναι. Τρέχει τις δουλειές. Έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις γυναίκα"
"Το καταλαβαίνω..."
"Ε τότε μην αγχώνεσαι"
"Είναι άστατος Λουκά. Δώσαμε λόγο με το Παπά. Η Μαριλένα έχει να έρθει ένα χρόνο εδώ. Ξέρω ότι πάει με άλλες γυναίκες , κι εσύ το ξέρεις... "
"Άντρας είναι. Ας πάει... Θα παντρευτεί και θα σταματήσει"
"Καθυστερεί! Τριάντα πέντε έφτασε!"
"Εκείνος ξέρει καλύτερα..."
"Κάλεσα την Μαριλένα εδώ... Μήπως αναθερμανουμε τις σχέσεις τους"
"Καλά έκανες. Το σκεφτόμουν και εγώ..."
"Αύριο θα φτάσει και θα πάμε το βράδυ από εκεί..."
"Τι δουλεια έχεις ρε γυναικα εκεί μέσα;"είπε ξεφυσωντας
"Ξεχνάς ποια είμαι; Πέντε διοικούσα στα νιάτα μου!"
"Δε ξεχνάω, αλλά δεν είσαι κοριτσάκι πια..."
"Το μυαλό δε γερνάει Λουκά.. Ξέρω να ξεχωρίζω. Εκτός αυτού, τα αγόρια μας, έχουν τα πιο καθαρά μαγαζιά. Τις προσέχουν. Άλλοι τις χτυπάνε, τους δίνουν ναρκωτικά. Οι δικοί μας τις παίρνουν από το δρόμο"
"Εσύ ξετεις. Έξυπνη γυναίκα είσαι... Θα το αφήσω επάνω σου"
"Λουκά;" η Αμαλία έκανε μια παύση και τον πλησίασε "Και ο Φάνης είναι κάπως περίεργος τελευταία.."
"Τι εννοείς; Παντού φαντάσματα βλέπεις ρε γυναίκα!"
"Δεν ξερω... Διαίσθηση ίσως της μάνας. Τέλος πάντων... Θα σε αφήσω να δουλέψεις να ετοιμάσω και το δωμάτιο της Μαριλένας.."
"Κράτησε τη μακριά μου να χαρείς για όσο μείνει" Σχολίασε
"Αμάν ρε Λουκά! Το έχεις φάει το κορίτσι!"
"Δουλειά είναι για μένα... Ο χαρακτήρας της δε μου αρέσει. Φρόντισε να της βάλεις μυαλό γιατί δε θέλω προβλήματα... Αυτός ο γάμος πρέπει να γίνει. Δώσαμε λόγο"
"Το ξέρω..."
"Αν το ξέρεις , δίδαξε την πως να είναι σωστή. Ο Χριστόφορος δεν παίζει... Ίσως ο χαρακτήρας της τον σταματάει"
"Εντάξει. Θα της μιλήσω..." Η Αμαλία πήγε ως τη πόρτα σκεπτική "Ο Άρης θα παντρευτεί πρώτος... Δε θα έχουμε προβάδισμα" είπε σιγανα
"Noi siamo i falchi, moglie mia..." (Εμείς είμαστε τα γεράκια, γυναίκα μου) της είπε στη γλώσσα του και εκείνη του χαμογέλασε...
Λάτρευε όταν της μιλούσε τη μητρική του γλώσσα. Αρκέστηκε σε ένα γλυκό τρυφερό χαμόγελο και βγήκε...
➿➿➿➿➿➿
Ξημέρωνε έξω...
Κάθισε στο μαγαζί μέχρι που έκλεισαν μα μέσα του έβραζε...
Ήταν σταματημένος ένα στενό μακριά από το σπίτι της εδώ και μία ώρα. Πάλευε με τον εαυτό του.
Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά. Από την άλλη έδωσε το λόγο του στο Χριστόφορο ότι δε θα τη πλησιάσει. Το αμάξι του Παναγιώτη ήταν παρκαρισμένο μπροστά στην είσοδο του σπιτιού της. Ακόμα τη παρακολουθούσε...
Δεν άντεξε...
Κατέβηκε και κάνοντας το κύκλο του τετραγώνου πήδηξε ένα μαντρότοιχο και ύστερα σκαρφάλωσε στο δικό της. Το γεγονός ότι ήταν μονοκατοικία τον βόλευε.
Τα παράθυρα της ήταν κλειστά.
Πήγε από το πλάι και πολύ προσεκτικά κοίταξε προς το αμάξι. Ο Παναγιώτης ήταν ξύπνιος. Έβρισε τη τύχη του. Ήθελε να τη δει μονάχα... Να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά.
Ένιωθε ότι είχε ψυχρανθεί και εκείνη μαζί του όμως ο Άρης, έτρεφε αληθινή εκτίμηση και αγάπη προς το πρόσωπο της και ήξερε ότι το συναίσθημα αυτό, έβρισκε ανταπόκριση και από εκείνη. Ίσως όχι ερωτικά πια, αλλά ανθρώπινα έβρισκε.
Κοίταξε το παράθυρο του μπάνιου. Χωρούσε να περάσει. Παρόλα αυτά ήταν στο πλάι και ίσως τραβούσε τα βλέμματα.
Λίγο πριν πάρει την απόφαση να μπει, το κινητό του δονησε και το έβγαλε αμέσως. Βλέποντας τον αριθμό της παραξενεύτηκε
"Ρενάτα; Όλα καλά;"
"Άρη χίλια συγνώμη. Ξέχασα τα κλειδιά μου κάτω από το μπαρ... Δεν ήξερα ποιον να πάρω μόνο τον αριθμό σου έχω.."
"Που είσαι;" είπε και αναστεναξε
"Γυρίσω στο μαγαζί... Εχεις τη καλοσύνη μήπως να μου ανοίξεις;"
"Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί..."
"Ευχαριστώ" έκλεισε και κοίταξε το παράθυρο... Ούτε η ζωή δεν ήθελε να πάει να τη δει. Έκανε αναστροφή και πήγε προς το αυτοκίνητο. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το μαγαζί. Δε μπορούσε να την αφήσει έτσι.
Φτάνοντας την είδε να περιμένει απ' έξω. πάρκαρε έξω από το πάρκινγκ και κατέβηκε.
"Γρήγορη είσαι.." παρατήρησε
"Ναι, δεν πρόλαβα να απομακρυνθω πολύ..." του χαμογέλασε και φωτίστηκε ολόκληρη.
Ο Άρης ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα.
"Ένα λεπτακι θα κάνω... Χίλια ευχαριστώ" η Ρενάτα πήγε στο μπαρ και πήρε τα κλειδιά της. "Πάντως για άντρας της νύχτας είσαι πολύ ευγενικός..." σχολίασε
"Έχεις γνωρίσει πολλούς;" της είπε βγαίνοντας
"Ας πούμε αρκετούς... Σε ευχαριστώ. Θα περπατήσω από εδώ και μπρος"
"Δεν έχεις αμάξι;"
"Χάλασε. Δεν μένω μακριά όμως..."
"Ξέρω"
"Ξέρεις;" Απάντησε έκπληκτη μα αμέσως γέλασε "Που έκανες έλεγχο έτσι δεν είναι;"
"Επιβάλεται..." ρε χαμογέλασε και εκείνος και έπιασε τον εαυτό του να σοκάρεται με αυτό. "Έλα, θα σε πάω εγώ..."
"Δεν πειράζει. Είναι αργά. Μη σε βγάζω από το δρόμο σου..."
"Δε σηκώνω κουβέντα. Μπες μέσα..."
"Θα στο χρωστάω..." τα μάτια της, εστίασαν πάνω του.
"Δε θα χρωστάς τίποτα..." η Ρενάτα μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησαν.
"Μόνο αυτό το μαγαζί έχετε;" ρωτησε ήρεμα
"Όχι. Αλλά εδώ είναι ας πούμε το στέκι μας"
"Καταλαβαίνω..."
"Μόνη είσαι; Γονείς;"
"Δεν έψαξες καλά;" τον κορόιδεψε
"Ήθελα να μου τα πεις εσύ,..." της αντιγυρισε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε κάπως πονηρά
"Είναι μακρια. Μόνη είμαι εδώ. Ήρθα για σπουδές και έμεινα... Δε τα πάω καλά μαζί τους άλλωστε. Αυτό δε νομίζω να δύο έβγαλε η ερευνα σου"
"Όχι δε το έβγαλε" αστείευτηκε
"Είδα... Είδα πως έχετε, όπλα..." αυτή τη φορά η φωνή της είχε έναν δισταγμό
"Δεν είσαι συνηθισμένη να τα βλέπεις τόσο απροκάλυπτα;"
"Όχι... Έχω ξαναδεί. Συνήθως τα κρύβουν όμως"
"Εμείς όχι. Σεβασμός λέγεται και τρέλα"
"Είστε αρκετά τρελοί δηλαδή;" είπε έχοντας ένα παιχνίδισμα στη φωνή της "Να φοβάμαι;"
"Αν είσαι φρόνιμη, δεν έχεις να φοβάσαι κάτι..." συνέχισε και εκείνος στον ίδιο τόνο. Κάτι στις λέξεις του όμως, ακούστηκε κάπως πιο ερωτικό. Ίσως και πρόστυχο.
"Φτάσαμε..." η Ρενάτα κράτησε τη τσάντα της και εκείνος σταμάτησε.
"Καλό βράδυ να έχεις... Και ότι θελήσεις να με παίρνεις χωρίς ενδοιασμό από εδώ και πέρα... Καλά;"
"Ενταξει... Σε ευχαριστώ πολύ"
"Τα λέμε αύριο..." κατέβηκε και μόλις μπήκε στην οικοδομή τη κοίταξε καλά καλά...
Το σπίτι αυτό το έκλεισε πρόσφατα. Έμενε σε άλλη περιοχή. Παρόλα αυτά ο βασικος έλεγχος που έκανε για εκείνη δεν έβγαλε κάτι περίεργο. Έπιασε τον εαυτό του να του αρέσει σαν άτομο. Δεν έβγαλε φόβο. Ούτε όμως και γενναιότητα. Είχε μια περίεργη μίξη στο χαρακτήρα της...
Μόλις το φως της πολυκατοικίας έσβησε, έβαλε μπρος και έφυγε. Είχε ξημερώσει εντελώς πια...
➿➿➿➿➿
Ετριψε τα βλέφαρα της και τεντώθηκε.
Πονούσε ολόκληρη...
Το ζεστό ντουζ άφησε το κορμί της εκτεθειμένο σε κάθε βία που ασκήθηκε πάνω του και όλα ήρθαν και γιγαντώθηκαν.
Έπιασε τον λαιμό της και εγυρε κάπως το κεφάλι στα δεξιά... Το σημάδι του ήταν ακόμα εκεί. Έντονο και μαύρο. Ωστόσο δεν ήταν το μοναδικό σημείο του κορμιού της που πονούσε. Κουλουριαστηκε και σκεπάστηκε. Η κοιλιά της την ενοχλούσε αρκετά. Έπρεπε να σηκωθεί να πάρει παυσίπονο αλλά δεν είχε κουράγιο. Τα μάτια της θόλωσαν... Θυμήθηκε τη μάνα της να της χαϊδεύει τα μαλλιά σαν ήταν έφηβη. Να της λέει ότι μόλις κάνει το πρώτο παιδί, δε θα πονάει πια όταν αδιαθετει... Ο θάνατος τους, άφησε τεράστιο κενό μέσα της.
Εκείνο το διάστημα ήταν με μετάθεση στη Λάρισα. Είχαν πιάσει ένα τύπο ο οποίος ξεγλιστρησε. Είχε ίδιο επίθετο με τον τότε διοικητή του τμήματος. Αλέξανδρος Παπάς.
Παρόλα αυτά ουδεμία σχέση είχε με το διοικητή της. Εκείνος ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πατάξει το έγκλημα της περιοχής. Ο Δημήτρης Παπας πάσχιζε καθημερινά για αυτό. Είχε καταφέρει μάλιστα να μειώσει αρκετά την εγκληματικότητα. Ίσως η Ισμήνη δεν έμεινε πολύ εκεί, ένα εξάμηνο μόνο, αλλά ήταν από τα πιο καθαρά τμήματα που πήγε ποτέ... Πάντα πίστευε ότι η σύλληψη του Αλέξανδρου ήταν η αιτία για τον θάνατο των γονιών της. Όσο κι αν προσπάθησαν όμως να βρουν αποδείξεις, δεν υπήρχε τίποτα... Μετά το θάνατο τους έφυγε πάλι για Θεσσαλονίκη. Ήθελε να είναι κοντά τους. Να τους ανάβει έστω το καντήλι τους..
Έδιωξε τις σκέψεις και σηκώθηκε.
Είχε μια γεμάτη μέρα μπροστά της και ήθελε να ζητήσει και από το Χριστόφορο να της επιτρέψει να δει τη Χριστίνα το βράδυ.
Έπρεπε να προετοιμαστεί ψυχολογικά και σωματικά.
Ντύθηκε και πηγαίνοντας στη κουζίνα πήρε ένα παυσίπονο. Σε τρεις ώρες είχαν το ραντεβού στα σφαγεία.
Πήγε πάλι στο δωμάτιο και άνοιξε τη ντουλάπα. Δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα έξαλλο και πονούσε ακόμα. Άρπαξε ένα τζιν, ένα μπλουζάκι που θα άφηνε εκτεθειμένο το στήθος της για να μη μοιάζει και σαν καλόγρια και άρχισε να ετοιμάζεται...
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Τα τραγουδάκια βλέπω σας άρεσαν...
Να πω ότι τα περισσότερα τα χρωστάω στα κορίτσια μου αφού αρκετά δεν τα ήξερα και μου τα έμαθαν εκείνες. ❤️ Είμαι κολλημένη στα 80ς- 90ς εγώ 😅😅😅
tzeni_spyropoulou_ Nana_Zik ευχαριστώ αγαπούλες ♥️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top