Κεφάλαιο 15°
Θέλω να σε σπάσω σε χιλιάδες κομμάτια...
Εσύ θα σπάσεις εμένα; Ή εγώ εσένα;
Κι αν σπάσουμε μαζί;
Φοβάμαι το ~Μαζι~
➿➿➿➿➿➿➿
Μπήκε φουριόζος στο σπίτι.
Ανέβηκε δύο δυο τα σκαλιά και φτάνοντας στο γραφείο του πατέρα του άνοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα.
"Πώς μπαίνεις έτσι μέσα; Και τι κάνεις άγρια μεσάνυχτα εδώ; Σπίτι δεν έχεις;"
"Πατέρα πρέπει να μιλήσουμε"
"Και να πούμε τι;"
Κομπιασε λίγο μπροστά στο σκληρό παρουσιαστικό του αλλά το είχε πάρει απόφαση...
"Θέλω να καθυστερήσουμε το γάμο με τη Νένα.." το βλέμμα του Στράτου άλλαξε. Έβγαλε τα γυαλιά του, σταύρωσε τα δάχτυλα πάνω στο γραφείο και τον κοίταξε καλά καλά
"Τι είπες;"
"Θέλω να κάνουμε μια παύση..." ο Άρης επέμεινε.
"Έχεις αντίληψη των λέξεων σου;"
"Ναι"
"Ο λόγος; Θέλω έναν καλό λόγο που μου ζητάς να σταματήσω μια συμφωνία εκατομμυρίων..." ειρωνεύτηκε αμέσως
"Δεν είμαι έτοιμος"
"Τι μαλακίες είναι αυτές; Περιμένουμε χρόνια αυτό το γάμο! Ο Λουκάς επίσης. Είπαμε το καλοκαίρι θα κλείσει το θέμα. Είστε πέντε χρόνια αρραβωνιασμένοι, προχθές δώσατε έναν ακόμα λόγο στα γενέθλια της. Τι θα πω στον Παπά; Έχεις τρελαθεί; Γνώρισες καμιά γκόμενα; Τι σου έχω πει;!" ο Στράτος άρχισε να εξαγριώνεται
"Δεν γνώρισα καμιά. Δε θέλω τη Νένα! Προσπάθησα αλλά δε μου βγαίνει! Δε θα κοιμάμαι πλάι σε μια γυναίκα που δε μου αρέσει! Πώς διάολο περιμένεις να τη πηδήξω;" Μίλησε πιο χύμα "Δεν με ελκύει καν!"
"Άρη, φύγε. Έχω δουλειές. Ο λόγος σου απορρίπτεται"
Ο Άρης έσφιξε τα σαγόνια του.
"Δε γουστάρω είπα!"
"Και εμένα δε με απασχολεί. Η συμφωνία είναι κλεισμένη από τότε που ήσασταν παιδιά. Και εσύ και ο Χριστόφορος θα παντρευτείτε τις κόρες του. Τέλεια και παύλα!"
"Δε φτάνει πια με αυτό; Σε τι εποχή νομίζεις ότι ζούμε;!"
"Στην εποχή που καμιά γυναικούλα δε μπορεί να έχει θέση σε αυτή τη ζωή! Δε θα σε αφήσω να πάρεις τη πρώτη που θα βρεις μπροστά σου και δεν έχει στον ήλιο μοίρα! Αυτές οι γυναίκες δεν αντέχουν λεπτό τη ζωή μας. Δε θα το συζητήσω άλλο! Φύγε" κάθισε και συνέχισε τη δουλειά του σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ο Άρης ξεφυσησε.
"Δώσε μου λιγάκι χρόνο τουλάχιστον"
"Καθόλου χρόνο" απάντησε χωρίς να τον κοιτά και εκείνος έσφιξε τις γροθιές του, γύρισε και δίνοντας μια κλωτσιά τη πόρτα έδειξε την ασέβεια του και έφυγε...
➿➿➿➿➿
"Επ! Πώς και από εδώ αφεντικό;" Ο άντρας κατέβασε το παράθυρο βλέποντας τον. Αφεντικό του ήταν άλλωστε..
"Κλείσαμε νωρίτερα. Επάνω είναι αυτή;"
"Ναι. Κανένας δεν ήρθε"
"Έγινε. Ανεβαίνω για λίγο"
"Ο αδερφός σου είπε να μην ανέβει κανένας."
"Δεν είμαι ο κανένας!" ο Φάνης κατέφερε να μάθει εύκολα τη διεύθυνση της Ισμήνης. Όταν πλησίασε δε και είδε ένα από τα αμάξια τους, κατάλαβε αμέσως ότι η Χριστίνα ήταν εκεί. Ίσως τον θεωρούσαν χαζό, αλλά οι γνώσεις του στα ηλεκτρονικά και το διαδίκτυο ήταν μεγάλες.
"Εντάξει. Αν θελήσεις κάτι, πες μας..." Πέρασε το δρόμο και μπήκε στη πολυκατοικία. Αδυμονουσε να τη δει. Ίσως για το Χριστόφορο ήταν ένα παιχνίδι να το τελευταίο διάστημα είχε δεθεί μαζί της. Εκτός αυτού, ήθελε και εκείνος μερικές απαντήσεις που κανένας δε του έδινε.
Έφτασε έξω από τη πόρτα και την παραβίασε με ευκολία. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα. Μπήκε σιγά σιγά και κοίταξε το χωρο. Καμιά σχέση με το σπίτι της Χριστίνας... Αυτό ήταν καθαρό. Χωρίς έντονα χρώματα. Ήπιο και πράο. Προχώρησε και βλέποντας το διάδρομο, κίνησε για το δωμάτιο. Όπως το φαντάστηκε. Η Χριστίνα κοιμόταν...
Μπήκε στη κρεβατοκάμαρα και πλησίασε. Στάθηκε πάνω από το κρεβάτι και τη κοίταξε.
Πώς του απέκρυψε ότι είχε δίδυμη αδερφή;
Ήταν άραγε όντως έγκυος και απέβαλε;
Κι αν ήταν, θα μπορούσε να ήταν δικό του;
Αν ήξερε ότι ήταν έγκυος τότε ίσως τίποτα από αυτά να μην είχε συμβεί...
Μόλις κάθισε στο κρεβάτι εκείνη πετάχτηκε τρομαγμένη και άναψε το φως
"Φάνη;!!!" η φωνή της γαργαλησε τα αυτιά του. Έδειχνε τόσο διαφορετική μέσα σε εκείνες τις καθαρές πιτζάμες. Το πρόσωπο της δεν είχε καθόλου μακιγιάζ και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια απλή κοτσίδα. Καμιά σχέση οπτικά με τη Χριστίνα που έβλεπε πάντα.
"Πώς... Πώς ήρθες εδώ, τι... Τι συμβαίνει;" Κοίταξε προς τη πόρτα τρομαγμένη
"Μόνος ήρθα" αρκέστηκε να πει. "Ήθελα να σε δω..." ακούγοντας τον η καρδιά της ημερεψε.
"Αλήθεια;"
"Έχεις ομορφυνει... Σου πάει το.. Το απλό"
Βλέποντας τον, κάτι μέσα της μαύρισε.
Αντιλήφθηκε ότι προς έκπληξη της, της είχε λείψει και εκείνος. Έκανε σεξ με το Μάνο, έχασε ένα μωρό, ίσως το δικό του, είπε ψέματα, είχε κρύψει στοιχεία που ανάγκαζαν την αδερφή της να παραμείνει μέσα στο βούρκο, κάποιος την κρατούσε στο χέρι με ένα βίντεο, αλλά μέσα σε όλα αυτά, και μέσα στις ηλίθιες σκέψεις που είχε κάνει για το Χριστόφορο, βλέποντας τον Φάνη, ράγισε.
"Δε θα πεις κάτι; Γιατί με κοιτάζεις έτσι;"
"Φοβάμαι να το πω..." παραδέχθηκε κοιτώντας τον ακόμα έκπληκτη
"Τι φοβάσαι να πεις;"
"Ότι... Ότι μου... Μου έλειψες..." κατάφερε τελικά να πει και το χαμόγελο στα χείλη του, ήρθε αμέσως. Η Χριστίνα όρμησε και τον αγκάλιασε. Δεν τον φίλησε. Δεν έκανε τίποτα πονηρό. Απλά τον αγκάλιασε και τον έσφιξε με όλη τη δύναμη της. Μέσα σε εκείνη τη σάπιλα της νύχτας τόσα χρόνια, πάντα ήταν αυτός που θα τη πλήγωνε λιγότερο , ο πιο αυθόρμητος. Αυτός που θα θύμωνε και θα έκανε σαν μωρό... Πόσες φορές έπιασε τον εαυτό της να τον βρίζει από μέσα της και πόσες να τον αναζητά...
"Ρε Χριστίνα, ηρέμησε.." Άρχισε να κλαίει ξαφνικά. Έκλαιγε τόσο δυνατά που ο Φάνης σαστισε. "Ρε συ, σταμάτα!"
"Φάνη τα έχω κάνει θάλασσα!" φώναξε απελπισμένη "Έκανα κάτι και έχω μπλέξει άσχημα!" συνέχισε και εκείνος παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, μίκρυνε το βλέμμα του προς το κενό και σοβαρεψε όσο ποτέ άλλοτε...
➿➿➿➿➿➿➿
Δύο ολόκληρες ώρες μέσα σε εκείνο το γιαπί που αποκαλούσαν μπουρδέλο, και ήθελε να βγάλει τα σωθικά της. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με το μαγαζί του Χριστόφορου.
Τα φώτα ήταν αρκετά πιο χαμηλά. Η ατμόσφαιρα δεν αεριζοταν επαρκώς, οι κοπέλες ήταν ξεδιάντροπες εντελώς και το αλκοόλ σκέτη μπόμπα. Ούτε ο Χριστόφορος ήταν άγιος, αλλά τουλάχιστον υπήρχε μια περίεργη φινέτσα συγκριτικά με εκείνο το μέρος. Σιχαίνονταν ακόμα και το καναπέ που καθόταν. Ο Διονύσης με τον Χριστόφορο είχαν κάτσει στο διπλανό καναπέ και μιλούσαν εδώ και δύο ώρες.
Κανένας δε της έδωσε σημασία που την ώρα που έφτασαν. Κάθισε σε μια γωνιά και απλά παρατηρούσε. Έφτανε κοντά τέσσερις το ξημέρωμα και είχε κουραστεί όμως. Ένιωθε ότι βρωμουσε ολόκληρη εκείνη την ιδρωτιλα από τους πελάτες. Στο μαγαζί του Χριστόφορου πήγαιναν πιο καθώς πρέπει άντρες. Τους έβλεπε. Εδώ ήταν όλα ρεμαλια.
Ο κόσμος βέβαια άρχισε να λιγοστεύει αλλά και πάλι ένιωθε τη βρωμιά να κάθισε σαν πέπλο στο δέρμα της.
Ξαφνου έπιασε μια σερβιτόρα να πηγαίνει στο τραπέζι τους. Είχαν ήδη πιει αρκετά και τους άφησε ακόμα ένα μπουκάλι. Γελούσαν όμως. Υπέθεσε ότι , είχαν κλείσει κατά πάσα πιθανότητα τη συμφωνία που ήθελαν αφού ο Χριστόφορος γύρισε και τη κοίταξε και εκείνος. Της έκανε νόημα να πλησιάσει και η Ισμήνη πήρε μια γκριμάτσα αηδιας. Σηκώθηκε όμως. Δεν ήθελε εντάσεις.
"Καλώς την!" Ο Διονύσης της χαμογέλασε φαρδιά πλατιά. Ήταν ντυμένος σαν κλόουν.
"Τώρα θα αρχίσει το γλέντι!" Είπε και γεμίζοντας ένα σφηνάκι από κάτι πράσινο, της το έδωσε "Πιες!" είπε και εκείνη τον κοίταξε αηδιασμένη
"Πιες Χριστίνα.." Ο Χριστόφορος τη κοίταξε έντονα. Έσυρε το ποτήρι ως τα χείλη της και το κατέβασε. Αψέντι... Τα μέσα της πήραν αμέσως φωτιά. Πώς διάολο βρήκε αψέντι αυτός; Είχαν απαγορευτεί στην αγορά... Σίγουρα ήταν απο τα δυνατά. Έκαιγε ακόμα το στήθος της.
"Ελάτε εδώ!" Ο Διονύσης σήκωσε το χέρι και δύο κοπέλες από τους στύλους κατέβηκαν. Φορούσαν αστεράκια στα στήθη τους και μικροσκοπικά εσώρουχα. Και οι δύο, προχώρησαν και κάθισαν πάλι στο Χριστόφορο. Η μία δεξιά η αλκή αριστερά "Ας αρχίσει το πάρτυ!" φώναξε ο Διονύσης και της γέμισε πάλι το ποτήρι. "Πιες... Σήμερα έχουμε γιορτή!" είπε και εκείνη το πήρε και το κατέβασε. Οι κοπέλες άρχισαν να τρίβονται πάνω στο Χριστόφορο χωρίς ίχνος ντροπής. Όχι ότι περίμενε να έχουν...αλλά αυτές το είχαν πάει σε άλλο επίπεδο. Η μία του εγλυψε το λαιμό, η άλλη άπλωνε τα χέρια της παντού... Ακόμα και μέσα από το πουκάμισο του ενώ εκείνος είχε αραξει προς τα πίσω και απολάμβανε. Η εικόνα άρχισε να τσιτωνει το νευρικό της σύστημα χωρίς να ξέρει το γιατί. Πόσο χυδαία τον άγγιζαν... Το επόμενο σφηνάκι το γέμισε μονη της.
"Τι είναι αυτά ρε! Δείξτε του πώς το κάνουμε εδώ στην Αθήνα! Εμπρός!" Φώναξε ο Διονύσης και εκείνες γέλασαν. Μια από τις κοπέλες σκαρφάλωσε πάνω του και άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω ενώ η άλλη, δαγκώνε τα χείλη της προκλητικά και αναστεναζε μέσα στο αυτί του. "Θες άλλη μια;!" του είπε ο Διονύσης και ο Χριστόφορος γέλασε
"Καμιά τρύπα δε θα είναι ποτέ αρκετή!" του απάντησε και ο Διονύσης του πασαρε ένα σφηνάκι
"Στις χαρές μας!" είπε και τα ήπιαν. "Πιες και εσύ μάνα μου...." Γύρισε προς την Ισμήνη κρατώντας το μπουκάλι αλλά δεν γέμισε το ποτήρι της. "Ελα, άνοιξε μου τα χειλάκια σου..." είπε προκλητικά πιέζοντας το μπουκάλι στο στόμα της.
"Άνοιξε τα..." ο Χριστόφορος μίλησε από δίπλα της και εκείνη τα άνοιξε. Ο Διονύσης άφησε το αλκοόλ να κυλήσει στον ουρανίσκο της και τραβώντας σιγά σιγά το μπουκάλι το υγρό κατρακύλησε και στο ντεκολτέ της. "Για γλυψιμο είσαι..." της είπε πρόστυχα μα στη κίνηση της γλώσσας του προς το στήθος της, η Ισμήνη τραβήχτηκε. "Ζορικη είσαι ε; Για αυτό και κάναμε αμάν να σε σώσουμε εκείνη τη μέρα..." σχολίασε και κοίταξε τις δικές του. "Δώστε χαρά στον άνθρωπο!" Η κοπέλα που καθόταν πάνω στο Χριστόφορο σηκώθηκε. Γονάτισε μπροστά του και η Ισμήνη πανιασε. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει τέτοιο πράγμα δημόσια...έτσι δεν είναι; Σκέφτηκε μα κάθε της σκέψη έγινε εικόνα. Η κοπέλα άρχισε να πιάνει το μόριο του πάνω από το παντελόνι και να το τρίβει ενώ η άλλη, κατέβηκε και εκείνη
"Τώρα θα δεις τις τρύπες που έχουμε εδώ!" Φώναξε ο Διονύσης χαρούμενα και γύρισε προς την Ισμήνη "Αυτή η φόρμα σου, με εξιταρει... Νομίζω μπορώ να σε γαμήσω και πάνω από αυτή..." είπε κάπως σιγανα αλλά πρόστυχα "Χόρεψε μου..." την άρπαξε ξαφνικά και σηκώνοντας την, την έβαλε πάνω στα πόδια του. Ένα όπλο ήθελε να του τιναξει τα μυαλά στον αέρα. Τα βρωμοχερα του απλώθηκαν στη πλάτη της αμέσως "Κουνήσου ντε... Τι σας μαθαίνουν εκεί πάνω!" Η Ισμήνη είδε τη κοπέλα να ανοίγει το φερμουάρ του Χριστόφορου και τον κοίταξε. Είχε πιει. Κι εκείνη είχε πιει όμως και το αψέντι άρχισε να δρά αρνητικά μέσα της.
"Θέλεις να σου χορέψω;" μίλησε ξαφνικά και ο Διονύσης δαγκωθηκε
"Με αυτή τη φωνή μάνα μου, όχι μόνο να μου χορέψεις θέλω, αλλά να σε κάνω να ουρλιάζεις κι όλας..."
"Είσαι ικανός να με κάνεις να ούρλιαξω;" τον προκάλεσε
"Ωωωω δεν ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω... Κουνήσου πάνω στο καυλί μου και θα νιώσεις τι θα κάνω σε λίγη ώρα... Κι αν ντρέπεσαι εδώ, έλα πάμε στα πίσω δωματιάκια να σου δείξω πως γαμαμε εδώ...Θα κάνω το μουνάκι σου να στάζει..." τα χέρια του κατρακύλησαν προς τα κάτω αλλά δεν κατάφερε να αγγίξει τα οπίσθια της.
Η Ισμήνη ενιωσε το κορμί της να μετατοπίζεται. Το χέρι του Χριστόφορου αγκάλιασε τη μέση της και σαν να ήταν πούπουλο τη σήκωσε και τη κατέβασε.
"Τι έπαθες ρε;!"
"Φεύγουμε" είπε ξερά.
"Μόλις άρχισε το γλέντι ρε!"
"Προέκυψε δουλειά. Φεύγουμε. Δεν έχω ωρα"
"Τώρα; Μαλάκα για πήδημα θα πήγαινα!"
"ΕΙΠΑ ΦΕΥΓΟΥΜΕ! ΚΟΥΝΗΣΟΥ!" Άρπαξε την Ισμήνη από το χέρι και άρχισε να τη τραβάει προς τα έξω. Το ξενοδοχείο ήταν απέναντι. Πέρασε το δρόμο χωρίς να την αφήσει
"Θα πέσω με τα ηλίθια τα τακούνια σταμάτα!" του φώναξε αλλά εκείνος δεν άκουγε. Έφτασαν και μπαίνοντας μέσα, άνοιξε τη πόρτα του ασανσέρ και την έσπρωξε προς το εσωτερικό.
"Τι σε έπιασε;! Εσύ δεν με κουβαλησες εκεί; Ή μήπως σου χάλασα τη διασκέδαση;" τον ειρωνεύτηκε "Δεν έκανα κάτι σωστά;"
"Τίποτα δε κάνεις σωστά. Άλλωστε, εκτός από το να ανοίγεις τα πόδια σου, δε ξέρεις να κάνεις και τίποτα άλλο!"
"Αλήθεια; Γιατί δεν κάθισες τότε να απολαύσεις το δωράκι σου;"
"Μη σκας. Θα γυρίσω να το απολαύσω μόλις σε κλειδώσω στο δωμάτιο. Μου χαλάς την αισθητική. Δε ψήνομαι να σε γαμησω. Θα πάω να μου κάνουν όσα άφησα στη μέση..."
"Κακώς φύγαμε... Δεν ξέρω να ανοίγω μόνο τα ποδαράκια μου... Θα έδειχνα κι εγώ στο Διονύση πως γίνεται... Και μάλιστα σωστά..." Η Ισμήνη δάγκωσε τα χείλη της και τον κοίταξε. "Μόνο τα πόδια μου ξέρω να ανοίγω ε;" του ψιθύρισε και γονάτισε ξαφνικά. Ο χώρος ήταν μικρός μα δεν πτοήθηκε. Ξεκουμπωσε το παντελόνι του, και σηκώνοντας το προκλητικό της βλέμμα πάνω του, του χαμογέλασε πονηρά.
Ο Χριστόφορος από την άλλη είχε ένα περίεργο υφος... Ήταν ζαλισμενη αλλά μπορούσε να διακρίνει την αλλαγή πάνω του. Δεν κατάφερε όμως να το διαβάσει.
Απροσδιόριστο εντελώς...
Λίγο πριν κατεβάσει το φερμουάρ, τα χέρια του απλώθηκαν πάνω της και τη σήκωσε. Τη ζουπηξε και τη κόλλησε πάνω του.
"Δεν είσαι εσύ για αυτά...Στάσου στο ύψος σου" τα μάτια του χάθηκαν στα χείλη της και τα δικά της, πάνω του. "Με γαμας..." στο τελείωμα , την τράβηξε εντελώς και πιάνοντας τη από τα μάγουλα, άνοιξε τα χείλη της και άφησε τη γλώσσα του να κυλήσει μέσα τους. Το φιλί τους δεν είχε προηγούμενο. Μόλις το ασανσέρ σταμάτησε, τη σήκωσε και εκείνη τυλίχθηκε σαν χταπόδι πάνω του. Με το ένα χέρι έβγαλε τη κάρτα, άνοιξε το δωμάτιο και μπαίνοντας μέσα έδωσε μια κλωτσιά τη πόρτα και γυρίζοντας τη πέταξε στο κρεβάτι. Δεν κάθισε λεπτό άπραγος. Η φόρμα έγινε ύφασμα πεταμένο σε κομμάτια στο πάτωμα και το κορμί της ξεγυμνώθηκε μπρος στα μάτια του. Έπιασε απαλά τα ποδια της και χαϊδεύοντας τα, έφτασε ως τα κορδόνια από τα πέδιλα της...
Τα ξελυσε, και πιάνοντας τα , τα πέταξε στο πάτωμα.
Έβγαλε το πουκάμισο του, και το παντελόνι χωρίς βιαστικά και σκαρφάλωσε πάνω της. Πρώτη φορά είχε το κορμί της ξαπλωμένο για εκείνον... Άρχισε να αφήνει ρουφηχτα φιλιά στα στήθη και τη τριγύρω σάρκα της και φιλί στο φιλί, βρέθηκε στο λαιμό της. Το ρουφηγμα που της είχε κάνει, ήταν όνειρο στο λαιμό της. Το εγλυψε και ρουφηξε ξανά το σημείο ξέροντας ότι θα τη πονέσει. Μόλις τα πόδια της αγκάλιασαν τον κορμό του, τα έπιασε και τα κατέβασε. Της έδωσε ένα βαθύ φιλί στα χείλη και τη κοίταξε. Τα ζωηρά της μάτια έμοιαζαν σαν να χαμογελούν μέσα στη παραζαλη του. Άνοιξε τα χείλη του και βγάζοντας τη γλώσσα του έξω, εγλυψε το σαγόνι και κατέβηκε κατά μήκος του κορμιού της. Σε κάθε σημείο που το αλκοόλ κατρακύλησε πάνω της νωρίτερα. Το γεύτηκε στη γλώσσα του και φτάνοντας χαμηλά στη κοιλιά, ένιωσε την ανάγκη να γευτεί για πρώτη φορά όχι μόνο το αλκοόλ αλλά και την ύπαρξη της...
Πρώτη φορά στη ζωή του, κατέβηκε και χώθηκε χαμηλά στα μπούτια μιας γυναίκας...
Άφησε τη γλώσσα του να ζεστάνει την κλειτορίδα της και το κορμί της πήρε φωτιά.
Θαρρείς και ήταν ότι πιο γλυκοπιοτο είχε δοκιμάσει ποτέ , άρχισε να ρουφάει έντονα το σημείο εκστασιασμένος. Ενθουσιασμένος στην γεύση και την αίσθηση... Τα δάχτυλα της έσφιξαν το σεντόνι και εκείνος αγκαλιάζοντας τα πόδια της, κατέβηκε πιο χαμηλά. Φτάνοντας στην εσοχή του κόλπου της, βύθισε τη γλώσσα του μέσα μονομιάς και εκείνη στεναξε βαθιά και ασταμάτητα.
Ήταν γλυκιά... Ένιωσε να μη θέλει να σταματήσει να τη γλυφει σε εκείνο το σημείο. Δεν χρησιμοποίησε ούτε τα δάχτυλα του. Δεν ήθελε... Έκλεβε τις γεύσεις της, μονάχα με τα χείλη και τη γλώσσα. Ήταν μεθυστική...
Δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη δίψα του, όταν ξαφνικά το σώμα της αναρρίγησε και σφίχτηκε ολόκληρη. Ήθελε να ζήσει εκείνη την αίσθηση και σκαρφαλώνοντας ψηλά βυθίστηκε μέσα της απροειδοποίητα. Όπως ακριβώς το φαντάστηκε ο κόλπος της έτρεμε σύγκορμος. Βγήκε από μέσα της. Δεν βιαζόταν. Το κορμάκι της στα χέρια του πάνω σε ένα κρεβάτι ήταν κάτι που εξωθούσε και προκαλούσε τον εαυτό του, να το πάει αργά.
Έτσι όπως ήταν χωμένος στα πόδια της, η Ισμήνη έβαλε δύναμη και εκείνος την άφησε. Γύρισε το κορμί του και βρέθηκε εκείνη από πάνω. Ήταν πανέμορφη...
Εκείνο το αναψοκοκκινισμα δε στα μάγουλα της, άναβε το πόθο του αμέσως. Πόσο προκλητική και θελκτική μπορούσε να γίνει μια γυναίκα; Πώς ήταν δυνατόν να έβλεπε σε εκείνη κάτι παραπάνω από τρύπες; Κι όμως... Πρώτα πήδηξε το μυαλό της και το σωμα της.
Πίστεψε ότι ήθελε να πάρει τα ηνία αλλά η Ισμήνη δεν τον άφησε να βυθιστεί μέσα της... Αντί αυτού, άρχισε να τον φιλάει και να κατηφορίζει προς τα κάτω. Υγρά αισθησιακά φιλιά έφτασαν και σταμάτησαν εκατοστά πριν τον ανδρισμό του. Τα χέρια του έπιασαν τα δικά της και εκείνη τον κοίταξε.
"Άφησε με... Θέλω να σε γευτώ. Ζήστο για μια στιγμή... Πες ότι είμαστε ζευγ..." έκοψε τη λέξη και αναστεναξε "Απλά άφησε με..." Εστίασε στα χείλη της δίχως να ακούει σε βάθος τα λόγια της σαν υπνωτισμένος. Δεν άκουγε... Μόνο τα κοίταζε να κουνιούνται...
Μόλις όμως άγγιξε τον ανδρισμό του και τον βύθισε στο στόμα της, ο Χριστόφορος σφίχτηκε ολόκληρος. Τι έκρυβε μέσα της αυτή η γυναίκα; Πόσο καταραμένα πρόσωπα είχε; Πρώτη φορά τα χείλη μιας γυναίκας ήταν ικανά να σπείρουν ευφορία στο μυαλό του μέσω της σαρκικής απόλαυσης.
Του είχαν κάνει αρκετές φορές στοματικο πολλές πόρνες. Έπεφταν σαν γόνατα σαν δούλες. Σαν άβουλα πλάσματα για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις του καθενός. Εκείνη ομως, ήταν τόσο διαφορετική...
Για μια στιγμή, άφησε τα λόγια της να τον παρασύρουν... Να του δείξουν ότι δεν ήταν ανάγκη να είσαι πόρνη για να ικανοποιήσεις τον σύντροφό σου. Έφτανε η θέληση και το πάθος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Όπως ακριβώς έκανε και εκείνος λίγα λεπτά πριν...
Στις σκέψεις αυτές, έπιασε απαλά τα χέρια της, έφερε το κορμί της μια στροφή και τη ξάπλωσε. Η ανάγκη να μπει μέσα της είχε ξεφύγει από τα όρια που είχε ως τώρα.
Τα σώματα τους ενώθηκαν από μόνα τους.
Έφτανε μόνο να χωθεί στα πόδια της για να τον ρουφήξει σαν μαγνήτης μέσα της.
Τα δάχτυλα τους μπλέχτηκαν και μέσα στο μεθύσι , ενώθηκαν καθόλη τη διάρκεια που έκαναν έρωτα. Ξέχασαν ποιοι είναι. Το σκοπό τους. Πώς άρχισαν όλα και ποια θα ήταν η κατάληξη. Ζούσαν μονάχα τη στιγμή και τη ζούσαν ως το τέρμα της.
Δεν άφησαν σημείο του κρεβατιού που να μην φτάσουν τα κορμιά τους. Ούτε είχαν ανάγκη να επιταχύνουν τη πράξη. Κανένας από τους δύο δεν προσπάθησε να πάρει τα ηνια. Είχαν δημιουργήσει ένα τόσο μελωδικό ρυθμο που είχε σβήσει κάθε ένστικτο κυριαρχίας ανάμεσα τους.
Τα χείλη της, είχαν κοκκινησει από την έντονη συνεχόμενη τριβή. Τα φιλούσε σε κάθε ευκαιρία αλλά δεν έμενε μονάχα σε αυτά. Γεύτηκε τον ιδρώτα που κύλησε στο λαιμό της, στα στήθη της... Τα πάντα της. Δεν ήταν ο μόνος όμως... Η Ισμήνη ήταν εξίσου διαφορετική. Δεν τον έβλεπε σαν έναν άντρα που έπρεπε να ικανοποιήσει τις ανάγκες του γιατί κινδύνευε. Ήθελε να τον ικανοποιήσει. Ήθελε να τον νιώθει. Αναζητούσε το άγγιγμα και το φιλί του, σαν να κρεμόταν η ζωή της από αυτά. Κάθε φορά που της χάριζε βαθιά φιλία, έκλεβε τις ανάσες του για δικές της και του τις χάριζε πίσω. Όσο τρελό κι αν ακουγόταν, παγιδευμένη έτσι μέσα στα χέρια του, ένιωθε ασφαλής. Χωρούσε ολόκληρη μέσα στο ένα του μόνο μπράτσο ενώ όταν την αγκάλιαζε και έβαζε τα χέρια του ολόγυρα της, έφτανε στο απόλυτο.
Δεν πάτησε αξιες...
Τον εαυτό της ολόκληρο καταπάτησε εκείνη τη στιγμή...
Στο κρεβάτι, και όχι σε κάποια όρθια στάση, ολόκληρη η πράξη ανάμεσα τους είχε μεταμορφωθεί εντελώς.
Η συνειδητοποίηση στο ταραγμένο της μυαλό ήρθε και ράγισε το κόσμο της.
Ήταν ερωτευμένη μαζί του;
Αυτός ήταν και ο λόγος της ζήλειας που φύτρωσε ώρες νωρίτερα στα στήθη της βλέποντας να τον αγγίζουν άλλες γυναίκες;
Ξάφνου σταμάτησε να τον φιλάει.
Τον άρπαξε από το πρόσωπο και αλληλοκοιταχθηκαν.
Ο Χριστόφορος όμως δεν έδειχνε καθόλου μπερδεμένος. Δεν είχε ίχνος μεταμέλειας και μετανοίας στο βλέμμα για όσα έκαναν. Δεν βρήκε ούτε μια χαραμάδα όμως για να τρυπώσει και να δει τις σκέψεις του. Ο τοίχος ήταν ακόμα όρθιος.
"Τι ψάχνεις Ισμήνη;" την αποκάλεσε σιγανα με το όνομα της, και σκύβοντας άνοιξε τα χείλη του, και κλείδωσε μέσα τα δικά της. Οι ωθήσεις του ήταν ακόμα αργές μα πιο έντονες στη δυναμική του.
"Εσένα..." Η λέξη βγήκε ξεπνοη και σηκώνοντας λίγο παραπάνω το κεφάλι της, τον έπιασε και βάθυνε το παιχνίδι που έπαιζαν τα χείλη του στα δικά της.
Ο Χριστόφορος βγήκε από μέσα της ξαφνικά και εκείνη αμέσως αμέσως τη παγωνιά στο κορμί της. Στο βύθισμα του, πήρε πάλι ζωή. Σε κάθε της εκπνοή, οι ωθήσεις του αγριευαν και ήταν πιο δυνατές. "Αργά... Σε θέλω, αργά..." ζήτησε θέλοντας να το ζήσει παραπάνω και της το χάρισε...
Λεπτά αργότερα οι αναστεναγμοί της, βύθισαν το δωμάτιο στην απόλυτη αμαρτία της ψυχής της και έχοντας τη παραδοχή για να σέρνει τις τύψεις της, η Ισμήνη του δοθηκε.
Ο τρόπος που το κορμί της έφτανε στην ευχαρίστηση για εκείνον ήταν διαφορετικός κάθε φορά. Ποτε τον έκλεινε μέσα της, πότε βεντούζαρε πάνω του τρελαμενη, άλλες φορές τελείωνε για εκείνον συνεχόμενα πριν φτάσει στο μέγιστο... Όπως κι αν ήταν όμως, κάθε φορά ήταν πάντα έντονη και πάντα τον ανάγκαζε να τελειώνει μετέπειτα και εκείνος. Ποτέ στη ζωή του δεν θα τελείωνε μέσα σε μια γυναίκα και μαζί της, δεν είχε σταματημό. Όπως ποτέ δε θα τον ένοιαζε αν την αγγίζει άλλος...
Στην σκέψη των χεριών του Διονύση όμως πάνω της, η καταιγίδα που σηκώθηκε μέσα του ήταν αρκετή για τους πνίξει όλους.
Την αγκάλιασε και την έσφιξε ως το τέρμα ξαφνικά... Η ζεστασιά της , η κάψα της και κάθε τι που προκάλεσε στο κορμί της, είχαν φτάσει τις αντοχές του στα άκρα. Σε καμία περίπτωση δε θα υπέκυπτε στις ανάγκες μιας γυναίκας αλλά εκείνη τη στιγμή, όπως ακριβώς του ζητησε, τιθασευσε τις άγριες ορμές του και αρχίζοντας να φιλάει βαθιά τα χείλη της, απελευθέρωσε τον εαυτό του μέσα της.
Η Ισμήνη ένιωσε αμέσως τις συσπάσεις του στο κόλπο της. Ήταν και για εκείνη μια πρωτόγνωρη αίσθηση κάθε φορά την οποία προς έκπληξη της απολάμβανε.
Έμεινε μέσα της μέχρι να ημερεψει και συνέχισε να τη φιλάει ώσπου ένα αναπάντεχο ζωηρό χαμόγελο φώτισε τα λακκάκια της και εκείνος τα έχασε...
Δεν του είπε τίποτα όμως...
Αντί να μιλήσει, του έδωσε ένα πεταχτό φιλί και ανασηκώθηκε. Μόλις τα χέρια του άδειασαν ομως από τη παρουσία της, ένιωσε να θυμώνει... Την γραπωσε από το χέρι πριν προλάβει να σηκωθεί εντελώς και τη ξάπλωσε στο κρεβάτι.
"Εδώ θα μείνεις..." Διέταξε κοφτά. Ναι, της είχε πει ότι θα κοιμηθεί στο καναπέ... Πόσο ανόητος ήταν τελικά... Φεύγοντας από τα χέρια του, εκείνα μαραζωσαν και αναζήτησαν τη θέρμη του κορμιού της λυσσασμένα. Ήταν το αλκοόλ που έκανε καλά τη δουλειά του; Ήταν εκείνη η ίδια; Δεν τον ένοιαξε. Ο κακομαθημένος εαυτός του, την ήθελε και θα την είχε πλάι του εκείνη τη στιγμή. Τη τράβηξε με τη πλάτη , αγκάλιασε το κορμί της και έμπλεξε τα πόδια του με τα δικά της. Σιγή επικρατούσε πια στο δωμάτιο. Ο μόνος ήχος που έφτανε στα αυτιά του, ήταν η καρδιά της η ίδια... Χτυπούσε μανιασμένα στο στήθος. Την άκουγε και την ένιωσε στο κράτημα του.
"Κοιμήσου..." Η φωνή του έφτασε κάπως απότομα στα αυτιά της και ζουλώντας τη λιγάκι παραπάνω την έκλεισε ολόκληρη μέσα στα μπράτσα του και αποκοιμήθηκε...
➿➿➿➿➿
Με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου, σήκωσε το τηλέφωνο και τον κάλεσε. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί και έφτανε στα όρια.
"Έχεις τα χαρτιά;" ρώτησε σοβαρός
"Όχι ακόμα"
"Όχι ακόμα; Έπρεπε να είχες ήδη!"
"Εστειλα στη πουτανα το μήνυμα. Δώσε χρόνο να ωριμάσει η σκέψη της. Να δει ότι ο μόνος δρόμος είναι αυτός"
"Έχεις καθυστερήσει υπερβολικά. Έπρεπε να τελείωνε ένα μήνα πριν. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο!"
"Θα τα πάρω. Δώσε μου χρόνο. Δεν είσαι ο μόνος που τα καρτερει!"
"Δε θα κάνω άλλη υπομονή. Στο λέω να το ξέρεις. Μέσα στο επόμενο δεκαήμερο θέλω να τελειώσει. Μόλις μπει φυλακή, όλα θα τελειώσουν. Ούτε ο πατέρας του δε θα είναι σε θέση να τον βγάλει"
"Κάνω ότι μπορώ. Δε θα χαλάσω δουλειά μηνών με τη βιασύνη σου! Ένα λάθος και καηκαμε!"
"Δέκα μέρες ακόμα. Ούτε λεπτό παραπάνω!"
"Μπήκαμε στη τελική ευθεία διαολε! Σταμάτα τις πιέσεις" απάντησε δε πήρε. Η κλήση τερματίστηκε χωρίς άλλη κουβέντα ...
➿➿➿➿➿➿➿
"Ναι, απόψε είναι μια χαρά. Έχεις αρκετές γνώσεις; Καλώς. Δέκα η ώρα να είσαι στη διεύθυνση που θα σου στείλω" έκλεισε και έστειλε αμέσως τη διεύθυνση. Γυναίκα πήρε για την αγγελία αλλά αν ήξερε να κάνει σωστά τη δουλειά της, δε τον ενδιέφερε. Ο Άρης έκανε ένα πρωινό έλεγχο στα μαγαζια, ύστερα έλεγξε τις αποθήκες και τα φορτία όπως έκαναν μια φορά τη βδομάδα και κίνησε για το στριπτίζαδικο. Η ώρα κόντευε δώδεκα. Οι καθαρίστριες θα είχαν φύγει και ήθελε να κάνει και τον τελευταίο έλεγχο, να πιει ένα καφέ και να χαλαρώσει πριν φτάσει ο Φάνης. Τα νεύρα του ήταν στο θεό. Χωρίς να ρωτήσει κανένα πήγε από το σπίτι της Χριστίνας. Ο Χριστόφορος ήταν ξεκάθαρος. Απαγόρεψε άνθρωπο να μπει εκεί μέσα.
Πάρκαρε και κατέβηκε βιαστικά μα λίγο πριν μπει, είδε έναν άντρα να στέκεται στο πλάι του τοίχου. Από την ενδυμασία του και μόνο έμοιαζε για ασφαλιτης. Είχε τη στόφα του μπάτσου και όσο πλησίαζε άλλο τόσο σιγουρευοταν.
"Χρειάζεσαι κάτι;" ρώτησε φτάνοντας πια κοντά.
"Είσαι ο;"
"Εγώ ρωτάω εδώ..." Ο Άρης τον κοίταξε καλά καλά.
"Ψάχνω τη Χριστίνα Μακρή. Ξέρω πως δουλεύει εδώ"
"Κάνεις λαθος. Δεν έχουμε καμία τέτοια. Ποιος είσαι;"
"Μάλλον κάνω λαθος. Να φεύγω τότε..." Ο άντρας γύρισε για να φύγει και ο Άρης τον σταμάτησε
"Ίσως τη ξέρω..." είπε ήρεμα
"Ξέρεις και που θα τη βρω;"
"Ανάλογα ποιος ζητάει.."
"Πρώην μου είναι.." είπε αδιάφορα
"Σε αυτή τη περίπτωση, έλα μαζί μου..." ο Άρης ξεκλείδωσε το μαγαζί και τον κοίταξε "Τι με κοιτάς; Δε δαγκώνω!"
"Ξέρεις που είναι;"
"Ναι, έλα και θα σου πω... Όχι εδώ έξω, μη μας πάρει και κανένα μάτι..."
Ο άντρας τον ακολούθησε
"Πήγαινε στο μπαρ και έρχομαι. Μισό λεπτό να ανάψω τα φώτα..." στο πρώτο βήμα που έκανε, ο Άρης έβγαλε το όπλο και γυρίζοντας το ανάποδα, τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Ο άντρας σωριάστηκε αλλά δεν έχασε τις αισθήσεις του. Ένα ακόμα χτύπημα όμως, ήταν αρκετό για να τον αποτελειώσει. Μόλις λιποθύμησε, έτρεξε στο μπαρ, έπιασε μερικά ταιράπ και τον έδεσε σφιχτά. Τον έσυρε από τη πίσω πόρτα , τον φόρτωσε στο δεύτερο αυτοκίνητο και λίγο πριν κλείσει το πορτμπαγκάζ, τον έβγαλε μια φωτογραφία. Ποιος διάολος ήταν τώρα αυτός; αναρωτήθηκε αλλά δε θα έμενε κρυφό για πολύ...
➿➿➿➿➿➿
Η θερμότητα στο κορμί του, τον ξύπνησε...
Ακόμα και το χειμώνα τον ενοχλούσαν μέχρι και τα σεντόνια. Δεν μπορούσε να σκεπάζεται. Μέσα στη ζάλη του άπλωσε το χέρι να τιναξει τα σκεπάσματα μα αντί για αυτά, ένα γυμνό κορμί ανάγκασε τα βλέφαρα του να ανοίξουν μονομιάς. Το χέρι της αγκάλιαζε το στήθος του, το κεφάλι της ήταν χωμένο στην δεξιά πλευρά του και τα πόδια της, σκαρφαλωμένα πάνω του.
Έκλεισε τα βλέφαρα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κοκκίνισε από θυμό. Πώς αφέθηκε έτσι; Όσο ξυπνούσε το μυαλό άλλο τόσο οι αναμνήσεις από το προηγούμενο βράδυ, εσκαγαν ανεξέλεγκτα από παντού.
Καμιά γυναίκα δεν κοιμήθηκε στο ίδιο κρεβάτι μαζί του όλα αυτά τα χρόνια.
Έπιασε το χέρι της σιγά σιγά, το σήκωσε και ύστερα με αργές κινήσεις σηκώθηκε χωρίς να τη ξυπνήσει.
Έπιασε ένα από τα πουκάμισα, το φόρεσε ίσα ίσα και ύστερα έβαλε και ένα παντελόνι και κάθισε στη πολυθρόνα ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι. Είχε τρελαθεί εντελώς. Δεν πίστευε στον ίδιο τον εαυτό του. Ήταν σαφέστατος ότι εκείνη θα κοιμόταν στο καναπέ. Να τη σπάσει ήθελε διαολε και όχι να σπάσει τον εαυτό του, σκέφτηκε τριζοντας τα σαγόνια του.
Κάθε καμπύλη τους κορμιού της ήταν έρμαιο των ματιών του αλλά εκείνη τη στιγμή, έκλεισε κάθε πόρτα που παρεσερνε την ανδρική του φύση και απλά τη κοίταζε.
Πώς διάολο συνέβη αυτό;
Τι στα κομμάτια είχαν τα ποτά που ήπιαν χθες;
Η σκέψη να γονατίζει μπροστά του στο ασανσέρ προκαλώντας τον, το αρπαγμα που της έκανε, η απόλαυση που θέλησε να του χαρίσει μετέπειτα. Όλα ένα προς ένα, έπαιρναν μορφή στο κεφάλι του και αυτό θόλωνε ακόμα περισσότερο.
Για πάρτη της, δεν παρενέβη απλώς τους κανόνες του. Τους κατέστρεψε ολοσχερώς.
Μάγισσα ήταν η καταραμένη; γρυλισε σαν θηρίο που είναι έτοιμο να αρπάξει το θήραμα ενώ έκανε τον εσωτερικό του απολογισμό. Πώς ήταν δυνατόν να αφέθηκε; Πώς ήταν δυνατόν να της έκανε έρωτα όλη τη νύχτα; Αργά... Του ζήτησε να πάει αργά και εκείνος έκανε ακριβώς αυτό που εκείνη θέλησε...
Τα χέρια του βρέθηκαν στο κεφάλι.
Είχε τόσα πολλά να αγχώνεται και να ανησυχεί και εκείνος πηδιοταν μαζί της ασταμάτητα σαν ξαναμμενος έφηβος.
Πήρε μια ανάσα μεγάλη και στην εκπνοή της, σηκώθηκε. Περπάτησε και στάθηκε πάνω από το κρεβάτι. Τι ήθελε; Τι ζητούσε;, γιατί του έδινε το κορμί της τόσο γαμημένα θελκτικά; Κι αυτός; Πώς ήταν δυνατόν να αφήνει το μυαλό του να παρασυρθεί από τα τερτίπια της;
Κάποιος εκεί έξω προσπαθούσε να τον βγάλει από τη μέση και αυτός καθόταν και γαμιοταν μαζί της. Αυτό ήταν ότι χειρότερο στις σκέψεις του. Άφηνε εκτεθειμένο τον ίδιο τον εαυτό του. Τον μύθο που έχτισε όλα αυτά τα χρόνια... Είχε κάνει σαφές στο Διονύση που δε θα πειράξει ούτε τρίχα της και εκείνος τη προηγούμενη νυχτα τον τεσταρε. Μα πόσο ηλίθιος ήταν;το Γεράκι δεν είχε αδυναμίες. Δεν έπρεπε να έχει... Κι όμως έδειξε μια , τόσο εύκολα για πάρτη της... Αυτό ήταν; Κι αν ήταν γιατι να ήταν; Από πού ως που αυτή η γυναίκα θα ήταν ικανή να γίνει αδυναμία ενός άντρα που δεν έχει και δεν είχε ποτέ; Η σκέψη να της τιναξει τα μυαλά στον αέρα πήρε σάρκα και οστά. Κι αν ξυπνούσε πρώτη; Αν έπαιρνε το όπλο του; Από κάθε άποψη είχε αφήσει τον εαυτό του εκτεθειμένο. Έσκυψε στο σάκο, έβγαλε το περίστροφο και το κοίταξε.
Άνοιξε τη ρόδα, έβγαλε τις σφαίρες και άφησε μέσα μονάχα μια. Εκλεισε, γύρισε και όπλισε.
Τοποθέτησε το όπλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα σκεπτικός.
"Για να δούμε τι λένε τα άστρα λοιπόν για σένα... Ήλιος και φεγγάρι. Ποιος θα καταστρέψει ποιον;" Πίεσε τη σκανδάλη ελαφρά κι εκείνη κουνήθηκε. Στο κούνημα της, τη πίεσε ως το τέρμα. Πυροβόλησε μα σφαίρα δεν υπήρχε μέσα...
Ο Χριστόφορος γύρισε τον κύλινδρο ξανά και όπλισε πάλι...
"Τι θα κάνω με σένα;" Αναρωτήθηκε "Ούτε η τύχη δε σε αφήνει να πεθάνεις..." πίεσε πάλι τη σκανδάλη και πυροβόλησε...
Τίποτα... Δεν έγινε απολύτως τίποτα...
Δεν σταμάτησε...
Για τρίτη φορά γύρισε τον κύλινδρο και μόλις σταμάτησε όπλισε.
Αυτή τη φορά, πίεσε τη κανη στη καρδιά της.
Το δάχτυλο του άγγιξε τη σκανδάλη και χαμογέλασε...
"Το ξέρεις ότι όταν η σφαίρα βρίσκει το θύλακα παράγει έναν τόσο όμορφο και γλυκό ήχο που κάνει τα μέσα μου να φλέγονται;" ψελλισε και πατώντας τη σκανδάλη ως το τέρμα ο κρότος που ακούστηκε πλάι στο αυτι της, την έκανε να πεταχτεί έντρομη. Είδε τον καπνό στη κανη, και γυρίζοντας τρελαμενη προς τα δεξιά, αντίκρυσε μια τρύπα στο προσκέφαλο λίγα εκατοστά πλάι από το κεφάλι της...
"Δεν υπάρχει ρώσικη ρουλέτα... Σήκω! Σήκω ντύσου και φεύγουμε!" φώναξε ενώ εκείνη ήταν ακόμα στα χαμένα... Τι είχε κάνει; Προσπάθησε να τη σκοτώσει; Θα τη σκότωνε; "Ισμήνη μη με κοιτάς το διάολο μου μέσα! Σήκω και ντύσου!"
"Είσαι τρελός..." είπε χωρίς να ρωτήσει...
"Μπράβο σου που το κατάλαβες. Αν δε θέλεις να βρω την επόμενη φορά στόχο, σε πέντε λεπτά να είσαι έτοιμη..." Ο Χριστόφορος έβγαλε τις υπόλοιπες σφαίρες από τη τσέπη και το γέμισε. "Αργείς..."
"Θα με σκοτωνες..."
"Πράγματι. Για αυτό φρόντισε από εδώ και πέρα να μη μου δώσεις λόγο να το κάνω. Ντύσου!" σηκώθηκε και πιάνοντας το σεντόνι, έκρυψε τη γύμνια της μπερδεμένη.
Λίγο πριν υπακούσει όμως, η ατίθαση καρδιά της, δεν άντεξε...
Πέταξε το σεντόνι και προχώρησε. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε σοβαρή.
"Άιντε! Τι με κοιτάς; Πάτησε τη να τελειώνουμε!" φώναξε μέσα στα μούτρα του και κάνοντας τα χέρια της δύο γροθιές τα χτύπησε στο στήθος του. Εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει. Η Ισμήνη όμως , είχε σαλταρει. Τον γραπωσε από το πηγούνι και τον ταρακούνησε δίχως φόβο "ΤΕΛΕΙΩΝΕ!" Τσιριξε "Νομίζεις πως φοβάμαι το θάνατο; Αυτό νομίζεις ότι κάνω;! Μάθε λοιπόν, ότι πέθανα και γύρισα τρία χρόνια πριν! Τότε που εξαιτίας μου, ένα κάθαρμα σαν εσένα πείραξε τα φρένα των γονιών μου, για να μου δώσει ένα μάθημα! Νομίζεις σε φοβάμαι; Ποτέ δε σε φοβήθηκα παναθεμα σε! Ποτέ! Για αυτό τελείωνε ότι άρχισες και μη με κουράζεις! Δεν έχω τίποτα από πίσω ! Δεν χρωστώ σε κανένα! Την αδερφή μου μόνο μη πειράξεις. Στα παντελόνια που υποτίθεται φοράς, άφησε την απ' έξω" άρπαξε το χέρι της και το τίναξε από πάνω του.
"Τελείωσες το μονόλογο της ζωής σου;" της είπε ύστερα από λίγο σχεδόν αδιάφορα
"Τι θέλεις πια από μένα που να σε πάρει η ευχή;!" Σιωπή. Τη κοιτούσε χωρίς απάντηση. "Αφού δε δίνεις εσύ το τέλος, θα το δώσω εγώ!" είπε και προσπάθησε να του αρπάξει το όπλο ώσπου ένας ακόμα κρότος ακούστηκε στο δωμάτιο. Τα χέρια τους πάλεψαν μα ο Χριστόφορος ήταν σαφώς πιο δυνατός από εκείνη. Όσους ελιγμούς και να έκανε έπεφταν στο κενό. Ένας ακόμα κρότος και η σφαίρα εκτοξεύθηκε στο ταβάνι.
"Άφησε το τη τρέλα μου μέσα!" Ούρλιαξε καθως εκείνη γραπωσε το χέρι του και στο κατέβασμα , ο επόμενος κρότος , άνοιξε τα βλέφαρα της διάπλατα. Το χέρι της απελευθέρωσε το δικό του και έκανε ένα βήμα πίσω.
"Ισμήνη;" Ο Χριστόφορος πέταξε το όπλο και τη κράτησε. Η σφαίρα εξυσε τη κοιλιά της δημιουργώντας ένα κόκκινο ρυάκι και εκείνη παραπάτησε.
"Είμαι καλά. Μη με αγγίζεις..." η φωνή της ήταν σταθερή.
"Ανάθεμα σε! Γιατί μου κάνεις δύσκολη τη ζωή μου!"
"Μη με αγγίζεις είπα!" άρπαξε το σεντόνι και το έβαλε πάνω στη πληγή της. Ήξερε και η ίδια ότι δεν ήταν βαθιά η πληγή. "Σε δέκα λεπτά θα είμαι έτοιμη"
"Άφησε με να το δω!"
"Χριστόφορε; Απλά φύγε... Τελείωσε. Εντάξει; Τέλος... Θα κάνω ότι θες. Μόνο παράτα με και βγες έξω..." η φωνή της είχε αλλάξει. Η σπιρτάδα είχε αλλοιωθεί και χλωμιασε. Έριξε ένα βλέφαρο στο χέρι της και αρπάζοντας το σεντόνι το πέταξε κάτω και την πλησίασε. Γονάτισε μπροστά της χωρίς να τον ενδιαφέρουν τα λόγια της. Άνοιξε το σάκο, έβγαλε έναν επίδεσμο, και λίγο οινόπνευμα και τη κοίταξε. Πάντα έπαιρνε μαζί του αυτά τα δύο οπου κι αν πήγαινε.
"Βούλωσε το... Ραψτο. Σταμάτα να μιλάς" δεν ήταν σοβαρός. Ούτε όμως είχε ακούσει ξανά αυτό το τόνο του... Έριξε οινόπνευμα επάνω και εκείνη αμέσως σφίχτηκε. Έκοψε ένα κομμάτι γαζας με τα δόντια το μουλιασε και καθάρισε το αίμα για να μπορεί να δει το μέγεθος. Η σφαίρα την είχε γδάρει. Έπιασε τον υπόλοιπο επίδεσμο και τον τύλιξε γύρω της. Έτσι όπως ήταν πεσμένος , ανασηκωσε το βλέμμα και την κοίταξε. Πρώτη φορά έβλεπε τετοια θολούρα στα μάτια της...
Θαρρείς και ήρθε από το πουθενά μια ομίχλη και τα σκέπασε. Του γύρισε τη πλάτη πριν κλάψει, πήρε το σεντόνι και πήγε ως τη τσάντα που της είχε δώσει.
Ο Χριστόφορος σηκώθηκε.
Κροταλισε το κεφάλι του πέρα δώθε, πήρε το σακο του, έβγαλε από μέσα ένα κοντομανικο και τη πλησίασε από πίσω. Είχε ήδη πετάξει εκείνα βρωμόρουχα από εδώ και από εκεί προσπαθώντας να βρει κάτι να φορέσει.
"Φόρα αυτο... Σε δέκα λεπτά φεύγουμε" είπε και άφησε τη μπλουζα πάνω στα χέρια της.
Πήρε τα πράγματα του και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς πολλά πολλά..
Μενοντας μόνη, την έπιασε στις παλάμες της και την έσφιξε. Ήταν δυνατός άνθρωπος...
Ωστόσο τα δάκρυα που κύλησαν έκαιγαν σαν φωτιά τα μάγουλα της...
🤍🩶🩶🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top