Διερεύνηση των υπόπτων

Πόσο χαίρομαι που με στηρίζει σε αυτό. Λίγη σάλτσα έχει λερώσει το χέρι μου παρά τη προσπάθεια που έκανα με τις χαρτοπετσέτες οπότε κάνω πρώτα μία στάση στο μπάνιο για να καθαριστώ. Όταν μπω στο δωμάτιο της Νάντιας τη βρίσκω να ψαχουλεύει μέσα στα συρτάρια της. Μαζεύει διάφορα κουτάκια πάνω στο γραφείο της.

Κάθομαι στη καρέκλα και τοποθετώ την ανοιχτή <<Οργή>> πάνω στο γόνατό μου, η Νάντια γελάει για πρώτη φορά σήμερα. 

Νάντια: Φαίνεται πως έχεις πραγματικά μπει στο ρόλο σου. Αρχίζεις να πορώνεσαι με αυτά τα βιβλία.

Έρικα: Είναι εκπληκτικά!

Νάντια: Για εσένα... τι να πω όπως αρέσει στον καθένα... Νομίζω πως έχω ότι χρειάζομαι, ας ξεκινήσουμε!

Μου περάει ένα μαύρο φόρεμα το οποίο πιάνω αδέξια.

Νάντια: Τι περιμένεις, φορεσέ το!

Αλλάζω σε αυτό, είναι νομίζω ότι πρέπει. Λίγο πιο πάνω από το γόνατα και με αρκετά κομψή-σοβαρή μορφή.

Νάντια: Τέλειο! Φόρεσε και αυτά τα τακούνια.

Φοράω τα άβολα και ελάχιστα στενά για εμένα παπούτσια. Ρίχνω μία ματιά προς τα κάτω στον εαυτό μου.

Έρικα: Τώρα νομίζω πως φαίνομαι τουλάχιστον ενήλικη, σε ευχαριστώ Νάντια!

Νάντια: Ε! Κάτσε δεν τελειώσαμε!

Έρικα: Όχι;

Νάντια: Ε, όχι βέβαια, τι ψάχνω τόση ώρα; Κάτσε κάτω.

Με πιέζει από τους ώμους για να καθίσω στο κρεβάτι της. Εκείνη αρπάζει ένα πιστολάκι και μία βούρτσα, αρχίζει να φτιάχνει το μαλλί μου. Μέχρι να πάει πέντε και μισή με έχει βάψει, χτενίσει και διακοσμήσει.

Κοιτάζομαι στο καθρέφτη, δε μπορώ να με αναγνωρίσω. Θα μπορούσα να είμαι είτε δεκαοκτώ είτε εικοσιπέντε.

Νάντια: Τώρα είσαι πανέτοιμη! Θυμάσαι τις οδηγίες που σου έδωσε.

Της νεύω.

Νάντια: Υπέροχα! Καλές έρευνες. 

Ήσυχα για να μη ξυπνήσουμε τον μπαμπά της που κοιμήθηκε με τη τηλεόραση ανοιχτή, με ξεπροβοδίζει. Στο τέλος μου ψιθυρίζει:

Νάντια: Σήμερα θα κοιμηθείς σπίτι μου.

Και κλείνει απευθείας τη πόρτα. Δε πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Περπατάω γρήγορα στο δρόμο που μου υπέδειξε, οι γάμπες μου πονάνε και νομίζω πως έχω αρχίσει να λαχανιάζω ελαφρώς. Τρέχω γρήγορα στο μυαλό μου τις ερωτήσεις που πρέπει να τους κάνω για να εντοπιστούν.

Παραπατάω με τα τακούνια καθώς ανεβαίνω ένα πεζοδρόμιο. Θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική με αυτά. Νιώθω εξουθενωμένη από το περπάτημα, στρίβω αριστερά στο δρόμο και αυτό πρέπει να είναι το εστιατόριο. Ώρα για δράση!

 Περπατάω άνετα προς τα εκεί όπως με συμβούλεψε και η Νάντια. Τα πράγματα είναι αρκετά ήρεμα από ότι διακρίνω. Προχωράω μέσα, μμμ είναι αρκετούτσικα άτομα εδώ, γύρω στα είκοσι. Ευτυχώς οι περισσότεροι κάθονται σε παρέες και συζητάνε λίγοι είναι μόνοι τους.

Λοιπόν θα ξεκινήσω πρώτα με τα εύκολα, παρέες πολλών ατόμων. Ταυτόχρονα έτσι θα ξεκαθαριστούν πολλά άτομα μαζί. Προσπαθώντας να κρατήσω ένα σοβαρό αλλά και ευγενικό προφίλ, πλησιάζω μία μικτή παρέα.

Έρικα: Γεια σας, είμαι η Έρικα.

Κόβοντας τα περιττά χαμόγελα παρατείνω το χέρι μου προς το μέρος τους. Ένας, ένας μου συστήνεται.

Έρικα: Είναι ωραία που επιτέλους κάποιο μαγαζί διοργανώνει κάτι για εμάς τους βιβλιόφιλους.

Γρηγόρης: Σίγουρα, με τι ασχολήσε Έρικα.

Έρικα: Τελειώνω το πτυχίο μου στη φιλολογία, εσείς;

Στεφανία: Είμαστε τραπεζικοί, δουλεύουμε στη τράπεζα δίπλα.

Όπα! Αυτοί είναι που έψαχνα! Κόβω κατευθείαν το φιλικό χαμόγελό μου και το αντικαθιστώ με ένα συγκρατημένο μειδίαμα ως θετική ανταπόκριση.

Γρηγόρης: Βασικά οι βιβλιόφιλοι της παρέας είναι η Στεφανία, εγώ και ο Ιάσονας που δεν έχει έρθει ακόμα. Οι υπόλοιποι έρχονται μαζί μας για να συμπληρώσουν τη παρέα. Αλήθεια ο Ιάσονας τηλεφώνησε; Είναι στο δρόμο;

Στεφανία: Όχι.

Γρηγόρης: Περίεργο, δεν θα το έχανε με τίποτα αυτό. Συνεχώς μας μιλάει για τη συλλογή του και τη μανία που έχει με τα βιβλία.

Στεφανία: Ο φίλος μας αυτός, έχει μία τεράστια βιβλιοθήκη σπίτι του.

Έρικα: Αλήθεια;

Ντίνος: Ναι, συνέχεια για αυτό μας μιλάει και το πόσο περήφανος είναι για τα σπάνια βιβλία του.

Έρικα: Σπάνια όταν λέτε; Δηλαδή είναι συλλεκτικά; Αυτά πρέπει να κοστίζουν πολύ ακριβά!

Αγγέλα: Κανείς δεν ξέρει, πάντως για αυτόν είναι ανεκτίμητης αξίας. Για εμάς πάλι ένα βαρετό θέμα συζήτησης που θέλουμε να αποφύγουμε.

Έρικα: Καταλαβαίνω, χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, ελπίζω να τα ξαναπούμε.

Αυθόρμητα χαμογελάω σπάζοντας το χαρακτήρα μου και επιδέξια ελλίσομαι σε μία παρέα οκτώ ατόμων καθισμένους σε ένα τραπέζι,

Έρικα: Καλησπέρα σας, πειράζει να καθίσω εδώ.

Κύριος: Όχι καθόλου.

Μένω σιωπηλή, ακούω τη συζήτησή τους. Μιλάνε για ένα φεστιβάλ βιβλίων που παρεβρέθηκαν πρόσφατα. Πολύ γρήγορα καταλαβαίνω πως πρόκειται για κάποιο σύλλογο και απομακρύνομαι, δεν ήταν αυτοί.

Σε ένα καναπεδάκι κάθεται ένας νεαρός διαβάζοντας ένα βιβλίο, κοιτάζω στα κλεφτά το τίτλο.

Έρικα: Γεια σου, τι ωραίο γούστο που έχεις στα βιβλία. Αυτό εδώ το έχω διαβάσει δύο φορές.

Νεαρός: Αλήθεια;

Όχι.

Έρικα: Ναι, μου αρέσει πολύ ο τρόπος που εξελλίσεται η πλοκή. Μάλιστα, έτσι όπως σε είδα λέω μόλις πάω σπίτι να το ξαναξεκινήσω και για τρίτη φορά.

Ίσως υπερβάλλω λίγο..

Νεαρός: Και εμένα μου αρέσει πολύ, με βοηθάει στα μαθήματα της σχολής μου, ξέρεις επειδή βασίζεται στην ελληνική κουλτούρα.

Έχω ήδη ξεχάσει τον τίτλο της σαχλαμάρας που διαβάζεις.

Έρικα: Σε αφήνω λοιπόν να το απολαύσεις, το τέλος θα σε εκπλήξει να μου το θυμηθείς!

Τα πάω πολύ καλά μέχρι στιγμής. Έχω βρει τη παρέα του κοιμισμένου αυτή τη στιγμή κύριου Ιάσονα. Τώρα μου μένει να ελέγξω έναν κύριο ακόμη που διάβαζε μόνος του σε ένα άλλο καναπεδάκι.

Έρικα: Συγγνώμη κύριε σας γνωρίζω από κάπου; Μοιάζετε πολύ με έναν δάσκαλο που είχα όταν ήμουνα μικρή.

Κύριος: Όχι κοπέλα μου τι λες; Εγώ είμαι τραπεζικός, τώρα άσε με να διαβάσω με την ησυχία μου.

Ακούγεται το καμπανάκι στην είσοδο και στη πόρτα στέκεται ο κύριος Ιάσονας αλαφιασμένος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top