Το σπαθί του Αρχαγγέλου/ part3

Οι τρεις τους βάδισαν στο μαρμάρινο μονοπάτι, που αλλιώς ονομαζόταν και δρόμος της σιωπής. Δεξιά και αριστερά τους, Άγγελοι λαμπεροί κάθε Τάγματος, πετούσαν ανάλαφρα και κινούνταν αργά, έχοντας τα μάτια τους κλειστά, ενώ το μυαλό τους ήταν απόλυτα συγκεντρωμένο στις προσευχές και τις εσωτερικές σκέψεις. Η διαδικασία, έμοιαζε πολύ με ψυχικό εξαγνισμό. Δεν τους άκουγαν, μήτε τους έβλεπαν όσο βρίσκονταν σε εκείνη την κατάσταση ύπνωσης.

«Θα σου πρότεινα να ακολουθήσεις το παράδειγμά τους αδερφέ, μήπως και τελικά αλλάξεις γνώμη και σωθούμε όλοι» ακούστηκε η φωνή του Ραφαήλ.

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Το μονοπάτι που πρόκειται να ακολουθήσω, έχει ήδη χαραχτεί μέσα μου. Γνωρίζω πως είναι παράτολμο και πως αντιβαίνει στους θεϊκούς κανονισμούς από κάθε άποψη, ωστόσο βαθιά μέσα μου πιστεύω, πως κάνω το σωστό» του απάντησε ο Μιχαήλ και οι άλλοι δύο αναστέναξαν, καθώς ήταν και εκείνοι έτοιμοι με την σειρά τους, να προδώσουν τον Γαβριήλ και όλα τα αγγελικά Τάγματα μαζί. Μολαταύτα, βαθιά μέσα τους είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μιχαήλ. Γνώριζαν πόσο πιστός και ταπεινός ήταν απέναντι στον Πατέρα τους, καθώς επίσης και τις αγαθές του προθέσεις.

Φύλακες της Ιερής αίθουσας, αποτελούσαν δύο Χερουβείμ. Τα συγκεκριμένα ασώματα και θεία όντα, ήταν και υπερασπιστές του θρόνου του Θεού. Πάνσοφα, με τα χιλιάδες μάτια τους να κοσμούν την αλλόκοσμη εμφάνισή τους και τα τέσσερα κεφάλια να παρακολουθούν όσα συνέβαιναν στον Παράδεισο. Η θωριά τους, δημιουργούσε φόβο και παράλληλα σεβασμό από τα υπόλοιπα αγγελικά τάγματα. Έπρεπε λοιπόν, να τους αποσπάσουν για λίγο την προσοχή, ώστε να κατορθώσει ο Μιχαήλ να μπει στην αίθουσα και να πάρει το σπαθί. Ωστόσο, με φύλακες τον Ζοφιήλ, ο οποίος καθώς λέγεται, ήταν εκείνος που εξόρισε τον Αδάμ και την Εύα από τον Παράδεισο, αλλά και τον Ρικβιήλ, ο οποίος ήταν ένας από τους ηγέτες των Χερουβείμ, τα πράγματα δυσκόλευαν αισθητά πολύ.

Οι τρεις τους προχώρησαν κάπως σκυφτά προς το μέρος των δύο Φυλάκων, προσπαθώντας παράλληλα να κρύψουν την εμφανή τους αμηχανία.

«Ορθώστε το ανάστημά σας γιατί καρφωνόμαστε!» ψιθύρισε ο Μιχαήλ και οι άλλοι ευθύς υπάκουσαν.

Στη θέα τους, το βλέμμα των Χερουβείμ σκοτείνιασε, καθώς απεχθάνονταν να τους αποσπούν από το ιερό τους καθήκον. Τότε, τον λόγο πήρε ξεροκαταπίνοντας ο Ουριήλ :

«Χαίρε λαμπροί μου Φύλακες» τους είπε και τα τέσσερα κεφάλια των Χερουβείμ, καρφώθηκαν με μία απότομη κίνηση πάνω τους.

«Σας χαιρετούμε Αρχάγγελοι. Θα μπορούσαμε να πληροφορηθούμε τον λόγο της τόσο ξαφνικής σας επίσκεψης, σε ένα μέρος σαν και αυτό;» ρώτησε ο Ρικβιήλ καχύποπτα και ο Μιχαήλ, είδε τους άλλους δύο να χλομιάζουν.

«Έχει δοθεί έκτακτη εντολή από τον Γαβριήλ, να μαζευτούν όλοι οι αρχηγοί των Ταγμάτων καθώς τα πράγματα οδεύουν αργά επί τα χείρω» ολοκλήρωσε ο Ουριήλ, βλέποντας ωστόσο μία σκιά αμφιβολίας να καθρεπτίζεται στο βλέμμα των Χερουβείμ.

«Κατανοούμε τον υψηλό κίνδυνο, ωστόσο η θέση μας εδώ κρίνεται απαραίτητη. Θα πρέπει να ενημερώσετε τον Γαβριήλ, πως ευχαρίστως θα μπορούσαμε να του στείλουμε αντικαταστάτες. Εμείς θα πρέπει να παραμείνουμε, καθώς η φύλαξη της αίθουσας, θεωρείται υψίστης σημασίας» μίλησε τώρα ο Ζοφιήλ.

«Κατανοούμε την κατανόησή σας περί κινδύνου, ωστόσο θα πρέπει να τον ενημερώσετε εσείς οι ίδιοι. Το δικό μας καθήκον σταματά εδώ» τους είπε ο Μιχαήλ, γνωρίζοντας πως ο δικός του λόγος μετρούσε λίγο περισσότερο.

«Καλώς, ωστόσο μείνετε εδώ να προσέχετε την αίθουσα για όσο θα λείπουμε. Αν αυτό το καταραμένο σπαθί χαθεί, ο Πατέρας δεν θα μας το συγχωρέσει ποτέ» συμπλήρωσε ο Ζοφιήλ και οι δυο τους αργά, πήραν το δρόμο της σιωπής, προκειμένου να φτάσουν στη διάσταση των Αρχαγγέλων.

Τη στιγμή που απομακρύνονταν, τα βλέμματα έπεσαν στον Μιχαήλ.

«Μην με κοιτάτε, γνωρίζω πως οι μέρες μου ως Αρχάγγελος είναι μετρημένες»

Οι άλλοι δύο σκοτείνιασαν.

«Μιχαήλ, ξανασκέψου το» συνέχισε ο Ραφαήλ.

«Το έχω κάνει ήδη. Αν δεν ελευθερώσω τον αδερφό μου, η Κόλαση θα πλημμυρίσει και τη Γη και τον Παράδεισο»

Το βλέμμα του στράφηκε στην χρυσοποίκιλτη πόρτα.

Με το ένα του χέρι την άνοιξε και εισήλθε αργά, αφήνοντας πίσω του τους άλλους δύο Αρχαγγέλους. Όπως και όλες οι υπόλοιπες αίθουσες του Παραδείσου, ήταν εσωτερικά λιτή, με μόνο της στολίδι, μία αρχαϊκού τύπου μαρμάρινη και ελαφρώς κοντή κολόνα, πάνω στην οποία βρισκόταν το πιο διάσημο σπαθί στην ιστορία των Αγγέλων. Προχωρώντας προς την κατεύθυνσή του μαγεμένος, διαπίστωσε πως τους τοίχους, στόλιζαν τοιχογραφίες που απεικόνιζαν έναν Άγγελο, διαφορετικό από τους άλλους. Τα γιγάντια λευκά του φτερά, τα δαχτυλίδια της δύναμης που κοσμούσαν τα χέρια του και τα κυανά του μάτια στο χρώμα του πρωινού ουρανού, δεν γινόταν να περάσουν απαρατήρητα. ΄΄Αδερφέ΄΄ σκέφτηκε ο Μιχαήλ, μα η προσοχή του στράφηκε ξανά στο τεράστιο, χρυσό σπαθί, με το κατακόκκινο ρουμπίνι σε σχήμα δακρύου, ακριβώς στο μέσον του. Τότε, θυμήθηκε πως πριν από πολλούς αιώνες, σε αυτήν ακριβώς την αίθουσα, εκείνος και τα άλλα τρία του αδέρφια, είχαν χαρίσει σε αυτό το σπαθί τις προσευχές τους, σαν ασπίδα προστασίας και δύναμης, για τον μελλοντικό χρήστη του, τον Εωσφόρο.

Με προσοχή, το πήρε στα χέρια του και παρατήρησε λεπτομερώς τα σύμβολα που καθρεπτίζονταν στη λάμα του, καθώς επίσης και το είδωλό του που τον κοιτούσε με πυγμή και βεβαιότητα, με το κυανό φωτοστέφανο να κοσμεί την κεφαλή του. Εκείνος και ο αλλοτινός φωτεινός αδερφός του, είχαν την ίδια αύρα και έτσι ο Μιχαήλ, ήταν ο μόνος που μπορούσε να διαβάσει τα σύμβολα που απεικονίζονταν πάνω στην λάμα του σπαθιού. ΄΄Πίστη, Δύναμη, Αγάπη΄΄ σκέφτηκε. Έννοιες ξεχασμένες στην σφαίρα του ασυνείδητου για τον Εωσφόρο ή μήπως όχι; Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε την πόρτα της αίθουσας να ανοίγει με δύναμη, με τον ίδιο να παγιδεύεται μέσα. Κατόπιν, τα χιλιάδες κεριά που τη φώτιζαν, έσβησαν μονομιάς σαν από κάποιο αόρατο ρεύμα και εκείνος κρύφτηκε σαν τον κλέφτη πίσω από την αρχαϊκή κολόνα.

Eν συνεχεία, η πόρτα έκλεισε με πάταγο και στο κατώφλι στάθηκαν τα δύο απόκοσμα Χερουβείμ, με βλέμμα που καθρέπτιζε την οργή, ενώ τα χιλιάδες μάτια τους, όργωναν τον χώρο αναζητώντας το σπαθί και κατ' επέκταση τον κλέφτη. Ο Μιχαήλ το έκρυψε, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, ώστε να μην κατορθώσουν να τον αναγνωρίσουν με την πρώτη. Τα Χερουβείμ συνέχισαν να βαδίζουν προς την μεριά της κολόνας και εκείνος μην έχοντας άλλη επιλογή και παίρνοντας μία τελευταία βαθιά ανάσα, εμφανίστηκε με την ανθρώπινη αμφίεσή του μπροστά τους. Το μαύρο φούτερ που είχε επιλέξει σαν σκιά μεταμόρφωσης, έκρυβε το πρόσωπό του και τα Χερουβείμ για λίγα λεπτά, πίστεψαν πως είχαν να κάνουν με δαίμονα- εισβολέα. Εξαπολύοντας ισχυρή ενέργεια προς το μέρος του, περίμεναν το αποτέλεσμα, αλλά ο Μιχαήλ, όντας ο αρχηγός του Τάγματος των Αγγέλων, κατόρθωσε έστω και με κάποια δυσκολία, να αποκρούσει το χτύπημα. Τα Χερουβείμ συνέχισαν με απανωτά χτυπήματα και ο Αρχάγγελος, καθώς βρισκόταν σε μία θέση διαρκούς άμυνας, είχε αρχίσει να κουράζεται.

Τη στιγμή εκείνη, για καλή του τύχη, άκουσε φωνές και η προσοχή των Χερουβείμ, στράφηκε τώρα στην πόρτα και σε μία απόκοσμη μορφή που στεκόταν εκεί, βαστώντας ένα ξίφος.

«Δαίμονας» μούγκρισε ο Ζοφιήλ και για λίγο εγκατέλειψαν τη μάχη με τον Μιχαήλ, για να στραφούν στο πλάσμα που στεκόταν στην είσοδο.

Φανερώνοντας τα δόντια τους και με τα κεφάλια να βρυχώνται, επιτέθηκαν στο πλάσμα, το οποίο πάλεψε να τους αποκρούσει, αφήνοντας το περιθώριο στον Μιχαήλ να δραπετεύσει. Με το σπαθί να τον βαραίνει, έριξε το σώμα του από τον ουρανό, έχοντας σαν τελευταία εικόνα, τα ουρλιαχτά που έβγαζε αυτό το δαιμονικό πλάσμα, το οποίο καιγόταν από την δύναμη του πυρός που προερχόταν από την καρδιά του Παραδείσου.

***

Καθόταν μονάχη της, έχοντας το μυαλό της προσηλωμένο στη θάλασσα και στα κρωξίματα των γλάρων που πετούσαν ελεύθεροι ψηλά στον ουρανό. Η καθημερινότητά της στη δουλειά είχε αλλάξει, καθώς τον αλλοτινό Λίαμ, είχε αντικαταστήσει ένας μεσήλικας λογιστής. Ωστόσο, ο κύριος Μίλερ, ακόμη ήλπιζε στην επιστροφή του λαμπρού του άστρου, του κυρίου Χελ. ΄΄ Εδώ που τα λέμε, με το θέμα του χαρακτηρισμού ως άστρου, δεν είχε πέσει και πολύ έξω΄΄ σκέφτηκε η Αντέϊρα, προσπαθώντας να χαμογελάσει. Κάποιες φορές, άπλωνε το χέρι της μπροστά, σαν να προσπαθούσε να αγγίξει έναν αόρατο τοίχο. Σαν να ήλπιζε πως από κάπου αλλού, ίσως από κάποια άλλη διάσταση, ένα άλλο χέρι θα απλωνόταν ταυτόχρονα, για να κρατήσει το δικό της σφιχτά. Στο μυαλό της έτρεχαν όλες οι στιγμές που είχε ζήσει με αυτό το τόσο αλλόκοτο πλάσμα. Τον υπέρτατο Αρχάγγελο, παγιδευμένο στο σώμα ενός τερατόμορφου Δαίμονα.

Ο ορισμός του κακού για τον κόσμο και ο δυνατός έρωτας για εκείνη. Για εκείνη, που είχε την τύχη να δει αυτήν την απόλυτη δύναμη, να λυγίζει κάτω από το άγγιγμά της, που τον είχε δει να φοβάται, τη στιγμή που κοιτούσε το πρόσωπό του εξαιτίας της ασχήμιας του και τον είχε δει να συγκινείται τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν την αποχωριστεί για πάντα. ΄΄Το για πάντα΄΄ σκέφτηκε, είχε πολλές σημασίες ανάλογα με τον τρόπο και την πρόταση την οποία συνόδευε. Στην περίπτωσή της, ακουγόταν σκληρό και αμείλικτο, μα πάνω από όλα αμετάβλητο. Τέλος, στο μυαλό της εμφανίστηκε η εικόνα τους, τη στιγμή που έκαναν έρωτα. Τη στιγμή που μπροστά της δεν είχε κανέναν Εωσφόρο, αλλά έναν άνδρα σαγηνευτικά άπειρο. Έναν άνδρα που την είχε αγγίξει τόσο απαλά και τρυφερά, σαν να ήταν το σώμα της μία εύθραυστη και πολύτιμη πορσελάνη. Έναν άνδρα του οποίου η ψυχή, είχε στην κυριολεξία φωτιστεί μέσα από την ερωτική τους επαφή σε τέτοιο βαθμό, που είχε αποτινάξει το απόκοσμο κουβούκλιο του Δαίμονα και είχε προσωρινά έστω, δώσει τη θέση του στον πιο όμορφο Άγγελο που είχε δει ποτέ της.

Το μυαλό της όμως, άφησε κατά μέρος τις όμορφες αναμνήσεις, για να συγκεντρωθεί στο θλιβερό παρόν και στην ακόμη χειρότερη αλήθεια, πως μία τέτοια αγάπη ήταν εκ φύσεως καταδικασμένη. Εκείνος, ήταν αθάνατος και εκείνη μία θνητή, ανίκανη φυσικά να τον βοηθήσει αυτήν την τόσο σημαντική στιγμή. Εκείνος θα έλιωνε στα έγκατα της Κολάσεως, εξαιτίας αυτού του βδελύγματος που ονομαζόταν Ασμοδαίος και εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να περιμένει καρτερικά τις εξελίξεις. Γνώριζε όμως, πως τις πιο μύχιες σκέψεις της, τις πιο εσωτερικές της προσευχές, μονάχα ένας μπορούσε να τις ακούσει. ΄΄Μου λείπεις΄΄ ψιθύρισε μέσα από έναν υπόκωφο λυγμό, όταν ένιωσε ένα χέρι να απλώνεται στον ώμο της και έναν όμορφο, καστανομάλλη νεαρό να στέκεται μπροστά της.

«Μιχαήλ!» αναφώνησε και τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Έχω το σπαθί» της χαμογέλασε και συνέχισε «Πάμε γρήγορα στο διαμέρισμά σου. Είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ο αδερφός μου ο Γαβριήλ έχει αντιληφθεί το ψέμα που διαρρεύσαμε προκειμένου να πάρω το σπαθί και θα το αναζητά, αν όχι και τον κλέφτη μαζί» της είπε και ευθύς κατευθύνθηκαν προς την παλιά πολυκατοικία του Μπρούκλιν, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γινόταν.

Τη στιγμή που άνοιγαν την ξύλινη πόρτα, μία έντονη μυρωδιά καμένης σάρκας πλημμύρισε τον χώρο, ενώ στο βάθος φάνηκε η φιγούρα ενός παραμορφωμένου πλάσματος.

«Αλάστορα;» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ.

«Αφού καταφέρνεις ακόμη να με αναγνωρίσεις, υποθέτω πως αυτό είναι καλό σημάδι και πως δεν πρόλαβε να λιώσει ολόκληρο το κορμί μου» μούγκρισε ο δαίμονας πονεμένα. «Και τώρα, ερώτηση βασική, επιμορφωτικής σημασίας και μάλιστα στα γρήγορα, καθώς η Κόλαση θα με τραβήξει πίσω. Δίχως κάποιον ισχυρό Δαίμονα, δεν μπορώ να βρίσκομαι στη Γη. Πώς τα αντέχεις; Θέλω να πω, αυτά τα τετρακέφαλα πλάσματα, βρίσκονται ένα επίπεδο υψηλότερα από τα τερατουργήματα που έχει φτύσει η Κόλαση! Δεν ήξερα ποιο από όλα τα κεφάλια να αποφύγω, καθώς είχε ξεσπάσει πάνω μου όλη η οργή της ζούγκλας, αν αναλογιστούμε πως τα Χερουβείμ, έχουν ένα κεφάλι βοδιού, ένα λιονταριού, ένα αετού, ενώ το τελευταίο σου ξυπνά όλες τις θλιβερές αναμνήσεις του προπατορικού αμαρτήματος, καθώς μοιάζει στον Αδάμ. Σκέτος εφιάλτης!» αναφώνησε ο Αλάστορας και ο Μιχαήλ γέλασε.

«Σου ομολογώ με βεβαιότητα, πως ακόμη και εμείς δεν είμαστε εξοικειωμένοι πλήρως μαζί τους, καθώς βρίσκονται στις ανώτερες διαστάσεις και φυλούν τον θεϊκό θρόνο. Σε ευχαριστώ για τη βοήθεια» τελείωσε και ο δαίμονας τον πλησίασε.

«Μην τρέφεις αυταπάτες Αρχάγγελε. Το έκανα καθαρά και μόνο για να σώσω το μαύρο και κολασμένο τομάρι του Αφέντη» συνέχισε ο δαίμονας.

«Διόλου δεν διαφωνώ πως ο αδερφός μου είναι ένα μαύρο και κολασμένο τομάρι. Ωστόσο, ο χρόνος μας πιέζει επικίνδυνα. Θα πρέπει το σπαθί να μεταφερθεί στην Κόλαση»

«Δεν πάτε πουθενά δίχως εμένα» ακούστηκε αποφασιστικά η φωνή της Αντέϊρα και οι δυο τους αλληλοκοιτάχτηκαν, προτού ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια.

«Κακόγουστο το αστείο και παραδέξου το» της είπε ο Δαίμονας.

«Καθόλου!Δεν αντέχω να κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια, καρτερώντας το αποτέλεσμα. Θέλω να τον δω» επέμεινε ενώ μία μικρή αστάθεια εμφανίστηκε στη φωνή της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο κόσμος άρχισε εκ νέου να γυρίζει γύρω της και προτού πέσει, ο Μιχαήλ την άρπαξε στον αέρα.

«Αντέϊρα τι σου συμβαίνει;» επέμεινε αν και βαθιά μέσα του γνώριζε.

«Τίποτε απολύτως. Όπως σου είχα πει, θα οφείλεται στις κρίσεις πανικού. Δεν έχω περάσει και λίγα τον τελευταίο καιρό» του απάντησε αβέβαια.

«Νομίζω πως δεν φροντίζεις τον εαυτό σου όπως πρέπει. Κοίταξέ το» την προέτρεψε ο Μιχαήλ.

«Ακόμη και κάτι σοβαρό να είναι, διόλου δε με απασχολεί. Εγώ θέλω να έχω την ευκαιρία να τον δω, έστω και για μία τελευταία φορά. Είναι προσωπική μου επιθυμία και εσείς δεν έχετε το δικαίωμα να μου την στερήσετε»

«Η Κόλαση θα σε αλλάξει, τόσο εσένα, όσο και τον Αγγελούκο από εδώ. Θα πρέπει να κλείσετε τα μάτια σας και τα αυτιά σας στους πειρασμούς και τις άσχημες εικόνες» είπε ο Αλάστορας. «Το ρίσκο είναι καθαρά δικό σας»

«Πού βρίσκεται η Πύλη;» ρώτησε ο Μιχαήλ.

«Υπογείως φυσικά» απάντησε ο δαίμονας και οι τρεις τους βγήκαν από το σπίτι, κατευθυνόμενοι στον πιο κοντινό σταθμό του μετρό, με προορισμό τον grand central terminal.

Έχοντας υιοθετήσει την ανθρώπινη μορφή τους και με την Αντέϊρα στο πλάι τους, στάθηκαν για λίγο στις σκάλες, ώστε να θαυμάσουν τον πιο διάσημο σταθμό της Νέας Υόρκης. Πλήθος ανθρώπων πηγαινοερχόταν και ο Αλάστωρας κατευθύνθηκε σε μία κρυφή έξοδο κινδύνου, η οποία τους οδηγούσε όλο και πιο βαθιά μέσα στη γη. Έχοντας κατεβεί και το τελευταίο σκαλοπάτι, κατευθύνθηκαν προς μία κενή αποβάθρα- φάντασμα. Ομίχλη ελαφριά, θόλωνε την όρασή τους. Κανένας ήχος δεν έφτανε εκεί κάτω. Ίσως μερικές σκιές να χόρευαν στα κλεφτά, μα ανθρώπου φωνή δεν ακουγόταν.

«Νομίζω πως είναι εκτός λειτουργίας» ακούστηκε η φωνή της Αντέϊρα.

«Για εσάς τους θνητούς σίγουρα. Το τρένο αυτό, περνά σε μία άλλη διάσταση, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Είναι σαν να κοιτάς το ίδιο ακριβώς πράγμα, αλλά από την πίσω μεριά του καθρέπτη. Την πιο απόκοσμη, την πιο εφιαλτική» τελείωσε ο δαίμονας και το σώμα της κοπέλας πάγωσε. Ο Μιχαήλ το διαισθάνθηκε και φρόντισε να την κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο γνωστός ήχος του τρένου που πλησίαζε, έφτασε στα αφτιά τους. Μπροστά τους, σταμάτησε ένα σκοτεινό και παλιό βαγόνι. Στο εσωτερικό, η σκόνη είχε κατακαθίσει παντού, ενώ ίχνος ανθρώπινης παρουσίας δεν υπήρχε, ούτε καν οδηγός. Οι σιδερένιες πόρτες άνοιξαν με φόρα, τρίζοντας εκνευριστικά, ενώ τη στιγμή που έκλειναν πίσω τους, η Αντέϊρα προσευχήθηκε σιωπηλά να ξανάβλεπαν το φως του ήλιου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top