Στο πνεύμα των Χριστουγέννων/part1

Κυκλοφορεί ένα σοφό ρητό στην ανθρωπότητα, το΄΄εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει΄΄. Κατά πως φάνηκε, εγώ πράγματι κοιμόμουν και κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς είχα αρχίσει να ξεσηκώνω περίεργες θνητές συνήθειες. Μετά από ένα συνεχές οκτάωρο εργασίας, ένιωθα τα βλέφαρά μου βαριά, ενώ ταυτόχρονα, είχα πλήρη άγνοια για το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης απουσίας μου από τα γνωστά, ζοφερά λημέρια, η Κόλαση κόχλαζε, ενώ στον Παράδεισο παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την κάθε μου κίνηση.

Εγώ από την άλλη, ζούσα μακάριος, έχοντας μαύρα μεσάνυχτα, ενώ είχα ξεπέσει στο σημείο να ακολουθώ μία θνητή στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Δίχως να το γνωρίζει, μπήκα μαζί της στο μετρό, αποχωριζόμενος το ανθρώπινο σώμα μου και πραγματικά ένιωσα υπέροχα με την έξυπνη επιλογή μου, καθώς οι θνητοί στοιβάζονταν κατά δεκάδες μέσα σε αυτό το υπόγειο κουβούκλιο. Εκείνη, είχε στριμωχτεί σε μία άκρη, βαστώντας στα χέρια της ένα βιβλίο με τίτλο ΄΄ Η καρδιά του ανθρώπου΄΄. Από την περίληψη, κατάλαβα πως αναφερόταν στην γνώση του καλού και του κακού. Τη στιγμή εκείνη μου ξέφυγε ένας σιγανός συριγμός στη θέση του γέλιου. Τι τα χρειαζόταν τα βιβλία, όταν δίπλα της είχε το ίδιο το κακό και μπορούσε να μάθει γι' αυτό από πρώτο χέρι; Όσο για το καλό, ας ρωτούσε καλύτερα τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Δέκα λεπτά αργότερα, κατεβήκαμε στην στάση Brooklyn Bridge City Hall, και εκείνη βάλθηκε να περπατά κατά μήκος της γέφυρας, στη μεριά της διάβασης για τους πεζούς. Ο ήλιος μπροστά μας βούλιαζε στη θάλασσα, μα ο θόρυβος της μεγαλούπολης δεν έλεγε να σταματήσει.

Αυτή η πόλη διέθετε έναν παράδοξο ρυθμό και μία δόνηση. Είχε μία στάλα ομορφιάς μέσα στην απεραντοσύνη της. Ο ουρανός προσπαθούσε να κυριαρχήσει ανάμεσα από τα γυάλινα θεριά, ενώ ο ήλιος αντανακλάτο επάνω στους καθρέπτες των κτηρίων που φιλοξενούσαν τη ρουτίνα των εκατομμυρίων θνητών. Σκέφτηκα για λίγο την ανθρώπινη κατάντια, για την οποία υπεύθυνη ήταν η περιέργεια και η βουλιμική διάθεση της Εύας. Αν ζούσαν τώρα στον Παράδεισο, θα ήταν ελεύθεροι. Στο σήμερα όμως, χειραγωγούνταν από τα χρήματα, που δεν ήταν τίποτε άλλο από πλαστικά χαρτιά ή μεταλλικά κέρματα. Εξαιτίας τους αφαιρούσαν ζωές, εργάζονταν ώρες ατελείωτες, χάνοντας προσωπικές στιγμές και κατέστρωναν μεγαλόπνοα πολεμικά σχέδια. Ακόμη και το σενάριο της ελεύθερης βούλησης φάνταζε πλαστό. Ναι, σαφώς είχαν την επιλογή να μην εργαστούν, μα η κατάληξή τους θα ήταν σχεδόν μονόδρομος. Ίσως γι' αυτό κάποιοι επέλεγαν να υπηρετήσουν δήθεν τον Πατέρα. Ώστε να έχουν για πάντα ένα πιάτο φαΐ, σε αντάλλαγμα με παράφωνες και επίπλαστες δοξολογίες. Κοινώς, εμμέσως, επέλεγαν τον δρόμο που οδηγούσε μετά θάνατον απευθείας σε εμένα.

Κοντοστάθηκα για λίγο δίπλα στην Αντέϊρα, αλλά εκείνη αδυνατούσε να με δει ή να με νιώσει. Παρά το γεγονός πως εμείς οι Άγγελοι, ή οι Δαίμονες, δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε την ανθρώπινη σκέψη, εγώ ήμουν ικανός να νιώσω έναν έντονο προβληματισμό που πήγαζε από μέσα της. Μείναμε ακίνητοι για κάμποσα λεπτά και εγώ ήμουν έτοιμος να κλείσω για τα καλά τα βαριά μου βλέφαρα, μέχρι που εδέησε να κουνήσει τα ποδαράκια της, για να κατευθυνθούμε σε ένα μικρό στενό, σε μία σχετικά φτωχή γειτονιά. Προπορευόμενη, την είδα να κοιτάζει με έγνοια τριγύρω της, σαν να φοβόταν μήπως κάποιος την παρακολουθούσε. Σχεδόν μπορούσα να μυρίσω τον φόβο της. Κατόπιν, άνοιξε την πόρτα της πρόσχαρα, για να την υποδεχτεί αμέσως ένα μαλλιαρό πλάσμα. Μία γάτα για την ακρίβεια, την οποία διατηρούσε σε άθλια κατάσταση, αν έκρινα από το αφύσικο μέγεθός της. Το πλάσμα ωστόσο, φάνηκε να διακατέχεται από την έκτη αίσθηση, καθώς οι κινήσεις της ήταν νευρικές και η φλυαρία της ανυπόφορη, σημάδι πως διαισθανόταν την αόρατη παρουσία μου.

Το διαμερισματάκι της πολυαγαπημένης μου βοηθού, ήταν κυριολεκτικά η χαρά των εορτών, ενώ μπροστά μου ξεπρόβαλε απειλητικά, ένα γιγάντιου μεγέθους χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμοιο με εκείνο που αναγκαστικά δέσποζε στην άκρη -το τονίζω άκρη- του γραφείου μου. Την είδα να κάθεται ασθμαίνοντας σε έναν σχετικά παλαιό καναπέ και να πιάνει από το τραπέζι της έναν φάκελο. Τον κοιτούσε για πολύ ώρα, σαν να προσπαθούσε να τον μαγνητίσει με το βλέμμα της και σχεδόν την άκουσα να προσεύχεται λίγο πριν τον ανοίξει, μόνο για να αντικρίσει ένα νούμερο που λίγο έλειψε να τη στείλει απευθείας στην αγκαλιά του Πατέρα.

«Μπουμπού, αν συνεχίσουν έτσι τα πράγματα, μας βλέπω να το χάνουμε το σπιτάκι μας» την άκουσα να μονολογεί απευθυνόμενη στο υπερφλύαρο κατοικίδιο με το φριχτό όνομα.

Εμένα πάλι, καρφάκι δεν μου καιγόταν για την οικονομική της στενότητα και έτσι βάλθηκα να περιπλανιέμαι στην εορταστική ατμόσφαιρα του φτωχικού της. Κατευθυνόμενος στην κρεβατοκάμαρά της, είδα φωτογραφίες της οικογένειάς της. Εκείνης, όταν ήταν μικρό παιδί, των γονιών και της μικρής της αδερφής. Στον απέναντι τοίχο, υπήρχε και μία φωτογραφία του Πατέρα. Την κοίταξα αγανακτισμένος, μέχρι που ο ήχος της φωνής της, μου απέσπασε την προσοχή. Μιλούσε απευθυνόμενη για ακόμη μία φορά, στο παραμορφωμένο της τετράποδο.

«Το μόνο πράγμα που μου φτιάχνει κάπως τη διάθεση, εκτός φυσικά από εσένα, είναι το γεγονός πως δουλεύω για έναν πολύ αξιόλογο λογιστή. Εντάξει, μπορεί να είναι λιγάκι κακοδιάθετος και μουντρούχος, σχεδόν πάντα είναι δηλαδή, μπορεί να μην τον εκπροσωπούν οι χριστουγεννιάτικοι εορτασμοί, αλλά από εκείνον θα μάθω σίγουρα πολλά και χρήσιμα πράγματα. Ποιος ξέρει; Ίσως στο μέλλον να διεκδικήσω μία καλύτερη θέση. Εργάζομαι σκληρά. Προσπαθώ τουλάχιστον».

΄΄Φυσικά και θα μάθαινε. Για το πώς να κάνει την τέλεια αμαρτία ας πούμε΄΄σκέφτηκα και ένα δαιμονικό, ανατριχιαστικό χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό μου.

Η αλήθεια ήταν πως μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα καταφέρει να με θαυμάζει για την οξυδέρκειά μου. Διόλου παράξενο δεν ήταν, αν σκεφτεί κανείς πως εξαιτίας του συγκεκριμένου μου χαρίσματος, σε συνδυασμό πάντα με τον ναρκισσισμό και την αλαζονεία μου, επαναστάτησα κάποτε παρασέρνοντας μαζί μου και ένα ολόκληρο τάγμα. Συνέχισα να την παρατηρώ με προσοχή, καθώς έμπαινε μέσα στη μικρή της κουζίνα, αναζητώντας αγωνιωδώς λύσεις για το βραδινό της γεύμα. Την είδα να πλησιάζει αργά το ψυγείο της και να πιάνει ένα πλαστικό δοχείο με έτοιμη σαλάτα, μα προτού καθίσει για να το απολαύσει, πήρε ένα άλλο πανομοιότυπο, μικρό δοχείο με φαγητό και αρπάζοντας τα κλειδιά της, βγήκε στον διάδρομο της πολυκατοικίας για να χτυπήσει μία πόρτα ακριβώς δίπλα από τη δική της. Στο κατώφλι, έπειτα από μερικά λεπτά, φάνηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα με φτωχικά ρούχα, η οποία χαμογέλασε πλατιά και ας της έλειπαν μερικά δόντια. Η Αντέϊρα έτεινε το χέρι που κρατούσε το δοχείο με το φαγητό και αφού της το έδωσε, την χάιδεψε απαλά στον ώμο.

΄΄Δεσποινίς, ο Πατέρας μου είμαι βέβαιος πως είναι περήφανος για εσάς΄΄ σκέφτηκα, μέχρι που είδα την ηλικιωμένη να κοιτά προς το μέρος μου βαθιά προβληματισμένη. Τι στο καλό; Με έβλεπε; Εκείνη, ήταν ζήτημα αν ξεχώριζε την Αντέϊρα, από τον τοίχο μπροστά της.

Τότε, της έκανε σήμα να πλησιάσει πιο κοντά.

΄΄Έννοια σου και τα ακούω όλα΄΄ μούγκρισα.

«Να προσέχεις πολύ κορίτσι μου. Ο αέρας γύρω σου είναι παράξενος. Είσαι καλή ψυχή και ευάλωτη στο κακό, εξαιτίας αυτής της καλοσύνης. Πρόσεχε» τη συμβούλεψε ύπουλα και η Αντέϊρα, χαμογελώντας αμήχανα, την καληνύχτισε.

Οφείλω να ομολογήσω, πως για λίγα λεπτά ένιωσα προσβεβλημένος. Το υπονοούμενο με τον αέρα γύρω της, δεν το είχα καταλάβει, καθώς το πρωί είχα κάνει ένα ζεστό ντους πριν φύγω για τη δουλειά. Ωστόσο, εμείς τα ουράνια και μη πλάσματα, δεν είχαμε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά, εκτός από τους φωτεινούς αδερφούς μου, που μύριζαν μύρο και με ζάλιζαν κάθε φορά που περνούσαν από δίπλα μου.

Επιστρέφοντας πίσω στο διαμέρισμά της, βάλθηκα να αναζητώ τον λόγο της τόσο μεγάλης οικονομικής της στενότητας. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, βρήκα έναν ακόμη φάκελο, λίγο πιο βαρύ από τους συνηθισμένους. Τον άνοιξα προσεκτικά προτού με δει και στο εσωτερικό του, βρήκα μία φωτογραφία εκείνης και της αδερφής της, καθώς και ένα γενναίο ποσό από τον μισθό της. Πίσω ακριβώς από τη φωτογραφία, είχε γράψει ΄΄Για να μην σταματήσεις ποτέ να κυνηγάς τα όνειρά σου. Καλά Χριστούγεννα και μου λείπεις πολύ΄΄.

Δακρύβρεχτο και ατράνταχτη απόδειξη πως τόσο καιρό, ακόμη και χρόνια πριν, βοηθούσε την αδερφή της στις σπουδές. Κοινώς, ήταν τόσο καλή, που όλοι οι άλλοι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια, συμπεριλαμβανομένης και της γιγαντόσωμης γάτας, εκτός από την ίδια. Κάπου εδώ, είμαι βέβαιος πως αντιλαμβάνεστε και εσείς, πως η καλοσύνη σε γερές και γενναιόδωρες δόσεις, βλάπτει. Αυτό που μόλις είχα αντικρίσει, με έκανε να νιώσω ανακούφιση που είχα ξεφορτωθεί το αγγελικό μου προφίλ. Σχεδόν ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω, πως η δική της προσωπική κατάντια, μου υπενθύμιζε πως βρισκόμουν στον ίσιο δρόμο και ας τον έβλεπε ο Πατέρας και όλο μου το σόι στρεβλό.

Κατηφορίζοντας έπειτα από λίγη ώρα, επιδέξια, μέχρι το σημείο που βρισκόταν η μεγάλη γέφυρα του Μπρούκλιν και έχοντας ξανά το ορατό, ανθρώπινο σώμα μου, παρατήρησα τα φώτα του Μανχάταν που κοσμούσαν τον ορίζοντα απέναντί μου. Στάθηκα για λίγο σε μία μικρή, ξύλινη αποβάθρα, όπου βρισκόταν ένα εστιατόριο. Κόσμος δεν υπήρχε πολύς εξαιτίας του τσουχτερού κρύου, το οποίο φυσικά δεν με επηρέαζε καθόλου. Ίσα ίσα με αναζωογονούσε. Είχα αφήσει πίσω μου εκείνη την κοπέλα και τη μιζέρια της, ενώ η απόλυτη σχεδόν ησυχία που ερχόταν σε αντίθεση με την ογκώδη πόλη, με βοηθούσε να ηρεμίσω και να σκεφτώ το επόμενο βήμα μου. Για λίγο έμεινα να κοιτώ την μεγαλοπρέπεια των φωταγωγημένων ουρανοξυστών, μέχρι που τη γλυκιά ησυχία, έσπασε μία οικεία φωνή.

«Κύριε Λίαμ, τι γυρεύετε εσείς εδώ;»

Τα μάτια μου ορθώθηκαν και λίγο έλειψε να εγκαταλείψουν τη θέση τους. Ο πειρασμός με καταδίωκε ολούθε. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top