Στο πνεύμα των Χριστουγέννων /part 2
ΚΟΛΑΣΗ
Μέσα στη σκοτεινιά και στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του θειαφιού, ο Ασμοδαίος προχωρούσε περήφανα, κραδαίνοντας ένα πύρινο μαστίγιο. Ήθελε να συγκαλέσει συμβούλιο των ανώτερων δυνάμεων των Ταρτάρων, καθώς πίστευε πως το σεργιάνι του Εωσφόρου στη γη, κάθε άλλο, παρά θα βοηθούσε την υπόθεση. Κάλεσε λοιπόν, το δεξί χέρι του αρχηγού της Κολάσεως, τον Αλάστορα, προκειμένου να του δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ο Αλάστωρ από την άλλη, σιχαινόταν υπερβολικά αυτόν τον ανώτερο δαίμονα και είχε ζητήσει πολλές φορές από τον κύριό του, να τον αλυσοδέσει, καθώς ξεσήκωνε συχνά πυκνά την Κόλαση, αλλά και τις ψυχές των αμαρτωλών. Κατευθυνόμενος στο σκοτεινό δωμάτιο του Ασμοδαίου, έβριζε από μέσα του την τύχη του, που ο κύριός του έκανε διακοπές στη Νέα Υόρκη, ενώ εκείνος βασανιζόταν και μοχθούσε, με το να βλέπει τα ξινά μούτρα του συγκεκριμένου πλάσματος με το βαρύτερο δαιμονικό μητρώο, μετά τον Εωσφόρο.
«Πέρασε μέσα Αλάστορα» άκουσε τη γλοιώδη και στριγκή του φωνή.
Ο Αλάστωρ μπαίνοντας, προσποιήθηκε δήθεν ανικανότητα κίνησης εξαιτίας βλάβης μεσοσπονδύλιου δίσκου, αγκομαχώντας και βογκώντας ρεαλιστικά, προκειμένου να αποφύγει να προσκυνήσει τον Πρίγκιπα της Κόλασης.
«Με φωνάξατε;» πρόφερε έπειτα από λίγο.
«Για να βρίσκεσαι εδώ, λογικά σε κάλεσα. Ούτε εμένα με ευχαριστεί που σε αντικρίζω, εσένα και το καχεκτικό σου σώμα, αλλά εδώ που φτάσαμε δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ήσουν η τελευταία λύση απελπισίας. Βλέπεις, εδώ και καιρό, έχω αρχίσει και ανησυχώ και με ζώνουν τα φίδια»
΄΄Αν σε δέναμε όμως, όπως είχα συμβουλέψει τον αρχηγό, τώρα δεν θα ανησυχούσαμε εμείς τουλάχιστον΄΄ μουρμούρισε ο Αλάστωρ από μέσα του.
«Τι θέλετε να πείτε με αυτό;» πρόφερε τελικά.
«Θέλω να πω, πολυαγαπημένη μου νυφίτσα, ότι έχω αρχίσει και πιστεύω πως το σχέδιο του μεγάλου μου αδερφού, τρομάρα του και αυτουνού, δεν θα πάει όπως το έχετε εσείς σχεδιάσει»
«Εμείς; Νόμιζα πως συμφώνησες και εσύ σε αυτό» συνέχισε ο Αλάστωρ.
«Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Η Κόλαση τον εμπιστεύεται τυφλά. Μέχρι και οι αμαρτωλοί έχουν αρχίσει να τον βλέπουν με καλό μάτι τώρα τελευταία» μούγκρισε.
«Η ψήφος τους δεν πιάνεται όμως» μουρμούρισε ο δαιμονίσκος και ο Ασμοδαίος έκανε μία γκριμάτσα απελπισίας.
«Το γνωρίζω κατώτερη ύπαρξη, ωστόσο, τον μεγάλο αδερφό δεν τον εμπιστεύομαι, ειδικά αν λάβω υπόψιν μου την παταγώδη αποτυχία του ξεσηκωμού του στον Παράδεισο και την εξορία μας εδώ κάτω. Παρόλα αυτά συμφώνησα, καθώς ο Εωσφόρος είναι ίσως η πιο αρχαία φιγούρα που άπαντες φοβούνται και μισούν»
«Αυτό είναι μέγιστη προσβολή!» τσίριξε ο Αλάστωρ και ο Ασμοδαίος γέλασε.
«Γι' αυτό, αποφάσισα να βάλω και εγώ το χεράκι μου, μέχρι ο αδερφούλης μου να γίνει από κάθαρμα, αγαπησιάρης. Με αυτόν τον τρόπο θα ελαττώσουμε το ρίσκο της αποτυχίας» έφτυσε και πρόσταξε τον Αλάστορα να φύγει.
Μόλις η πέτρινη πόρτα έκλεισε πίσω του, εκείνος βάλθηκε να πηγαινοέρχεται νευρικά. Η ανάμειξη ενός ακόμη δαίμονα και μάλιστα, ύψιστου κινδύνου και βαθμού στην Ιεραρχία, θα έφερνε την απόλυτη καταστροφή.
΄΄Πρέπει να πάω να βρω τον Αφέντη και μάλιστα άμεσα΄΄ μουρμούρισε ο δαιμονίσκος και αμέσως ξεκίνησε να πραγματοποιεί την ανθρώπινη μεταμόρφωσή του. Το αποτέλεσμα ωστόσο, ήταν πολύ χειρότερο εμφανισιακά και από εκείνο του Αφέντη του.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Γύρισα και κοίταξα πνευματικά εξουθενωμένος πάνω από τον ώμο μου και μόλις οι ματιές μας αντάμωσαν, έψαξα άμεσα να βρω μία πειστική δικαιολογία για την αδικαιολόγητη παρουσία μου εκεί. Δεν με φοβόμουν καθόλου όμως σε αυτά. Στο ψέμα ήμουν πάντα πρώτος.
«Εξερευνούσα την πόλη. Το βράδυ μοιάζει πιο θεαματική»
«Έχετε δίκιο κύριε Λίαμ. Οι χριστουγεννιάτικοι στολισμοί φαίνονται πολύ πιο εκθαμβωτικοί και λαμπεροί» μου απάντησε πρόσχαρα.
΄΄Δεν το πήγαινα ακριβώς εκεί το θέμα, αλλά αφού το πας εσύ, καλώς, ας παίξουμε΄΄
«Έχετε τα μέγιστα του δίκιου δεσποινίς. Γιατί δεν πάτε να τα θαυμάσετε όλα από κοντά;» ρώτησα μπας και την ξεφορτωνόμουν, δίχως ωστόσο να συνειδητοποιήσω πως είχα μόλις βάλει τα χεράκια μου και είχα βγάλει τα ματάκια μου ολομόναχος.
«Η αλήθεια είναι πως το Μανχάταν, είναι λίγο μακριά και εγώ μένω εδώ. Ωστόσο, καθώς δεν είναι πολύ αργά, η ιδέα σας φαντάζει εκπληκτική. Εσείς πού μένετε;» ρώτησε σχετικά διακριτικά.
«Κοντά στη Δημόσια Βιβλιοθήκη» απάντησα λακωνικά εξαιτίας της βαρεμάρας μου.
Για λίγο περιεργάστηκα το βλέμμα της. Υπήρχε φόβος και ήμουν βέβαιος πως δεν οφειλόταν στο παρουσιαστικό μου, μήτε στη σκοτεινή μου αύρα. Όταν της ζήτησα να περιπλανηθεί στην πόλη, με σκοπό να θαυμάσει τα χριστουγεννιάτικα τερατουργήματα, εκείνη δίστασε.
«Τι είναι αυτό που φοβάστε;» την ρώτησα, ωστόσο τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου είχαν διαστρεβλωθεί τόσο στον σχηματισμό της ερώτησης, που φάνταζα με εν δυνάμει δολοφόνο.
«Τι εννοείτε;» αντιγύρισε με το αδύνατο κορμί της να τρέμει και εγώ έριξα το κεφάλι μου στο πλάι.
«Φοβάστε τη μοναξιά. Υπάρχει κάποιος λόγος που κωλύεστε να κυκλοφορήσετε μονάχη σας;»
«Σας αρέσει το πατινάζ;» ξεστόμισε στα ξαφνικά, προσπερνώντας όλες τις προαναφερθείσες απορίες μου. Τι είδους ερώτηση εξέφρασε μόλις τώρα;
΄΄Όχι καλή μου γυναίκα. Δεν μου αρέσει. Δεν βρίσκω τίποτε το σπουδαίο με το να τσουλάω πάνω σε ένα γήπεδο πάγου βραδιάτικα, ανάμεσα σε θνητές, χαρωπές πεταλουδίτσες, που θα τσουλάνε εξίσου γύρω μου΄΄ Ωστόσο η φωνή της συνείδησης, μου έκρουσε τον προειδοποιητικό κώδωνα. ΄΄Γίνε χαριτωμένος. Αν αυτό σημαίνει να αναπαραστήσεις τη λίμνη των κύκνων, σφίξε την καρδιά, που δεν έχεις και κάνε το΄΄
«Δέχομαι την υποβόσκουσα πρόκληση δεσποινίς Αντέϊρα» ξεστόμισα ξεφυσώντας για να δω το χαμόγελό της να πλαταίνει, έχοντας ξαφνιαστεί.
«Μα, πώς γνωρίζατε ότι....»
«Το μάντεψα. Δεν υπήρχε εξάλλου κανένας άλλος λόγος για να μου θέσετε αυτήν την ερώτηση»
«Πράγματι» παραδέχτηκε «Ίσως αν έχω την παρέα κάποιου...το σκοτάδι να μην με τρομάζει τόσο»
Κάπου εκεί κόντεψα να πνιγώ με το ίδιο μου το σάλιο. Βάδιζε δίπλα στην πιο σκοτεινή ύπαρξη των αιώνων. Ποιο ήταν εκείνο το αντικείμενο ή υποκείμενο του σκότους, λοιπόν, που θα μπορούσε να είναι πιο τρομακτικό από εμένα; Εμένα που σύμφωνα με την ανθρωπότητα σκοτώνω, δίνοντας δήθεν προσταγές και καταλαμβάνοντας σώματα, πέφτοντας παράλληλα θύμα των ιερέων που πασχίζουν να με εξορκίσουν. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν άγγιζε μήτε τα όρια της δαιμονικής παραπληροφόρησης. Κανένας θνητός δεν μπορούσε να με σταματήσει, ενώ οι προσευχές στον Πατέρα μου περνούν απλώς αδιάφορες. Κανένα θυμίαμα δεν καίει το κορμί μου, καθώς μεγάλωσα πλάι σε αυτό λίγο πριν πάρω την απόφαση να φύγω.
Βαδίζοντας νωχελικά στις φαρδιές λεωφόρους της μεγαλούπολης, το θηλυκό είχε ξεκινήσει έναν καταιγισμό ερωτήσεων, λες και μου έπαιρνε συνέντευξη.
«Τώρα που πλησιάζει η αλλαγή του χρόνου, θα πάτε καθόλου στην οικογένειά σας;» ρώτησε αθώα και εμένα με επισκέφθηκε το γνωστό μειδίαμα στο πρόσωπο, που εγώ αποκαλούσα για τα μέτρα μου, πλατύ χαμόγελο. ΄΄Ναι, θα ανυψωθώ στους ουρανούς κρατώντας ένα καλόγουστο και ακριβό μπουκάλι σαμπάνια. Ο Πατέρας θα εκτιμήσει δεόντως εξάλλου, το καλό και ακριβό μου γούστο΄΄ σκέφτηκα.
«Όχι δεσποινίς. Θαρρώ πως θα κοιμάμαι εκείνη την ώρα» απάντησα κοφτά. ΄΄ Ή θα κολάζω κανέναν θνητό΄΄
«Ω, αυτό είναι πολύ θλιβερό κύριε Λίαμ. Δεν έχετε κάποια οικογένεια, κάπου, που να σας καρτερά αυτές τις ξεχωριστές μέρες;» συνέχισε να με πιέζει.
΄΄Φυσικά και έχω, μονάχα που δεν με καρτερά με δωράκια και μπισκότα από τζίντζερ όπως πιστεύεις΄΄
«Έχω οικογένεια δεσποινίς, αλλά προτιμώ να γιορτάσω μόνος» πρόφερα σφιγμένα.
«Αυτός είναι και ο λόγος που μισείτε τόσο τις γιορτές; Τσακωθήκατε με τους δικούς σας; Μπορούμε να τους ετοιμάσουμε ένα σπίτι από μπισκότα και να τους το πάτε δώρο. Σε όλους αρέσουν οι λιχουδιές»
Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση της, ένιωσα ξαφνικό θυμό να με κατακλύζει, σε σημείο που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ανά πάσα στιγμή, θα μεταμορφωνόμουν στο τέρας της Κολάσεως και με περίσσια αίγλη μάλιστα. Οι ερωτήσεις της μου προκαλούσαν οργή και σχεδόν αδυνατούσα να καταλάβω το γιατί. Δεν ήθελα να μιλώ για τον Πατέρα. Δεν ήθελα να θυμάμαι την Πτώση και αυτή η θνητή, είχε πολύ θράσος για να εισβάλει έτσι απότομα στα προσωπικά μου. Στην αντανάκλαση μίας γυάλινης επιφάνειας, ενός ουρανοξύστη, είδα τα μάτια μου να αποκτούν στα ξαφνικά μία κόκκινη λάμψη. Το Τέρας με κοιτούσε χλευαστικά και εγώ κρύφτηκα στις σκιές. Έπρεπε να ηρεμήσω άμεσα.
«Πάμε να τσουλήσουμε τα πόδια μας στον πάγο και να περάσουμε καλά. Για να συμβεί όμως αυτό, δεν θέλω ούτε μισή ερώτηση ξανά σχετικά με τους δικούς μου. Αυτό είναι κάτι που δεν αφορά κανέναν άλλο, εκτός από εμένα» πρόφερα κοφτά και την είδα να χάνει το χρώμα της. Με είχε εμφανέστατα φοβηθεί και ο φόβος ήταν έκδηλος στο πρόσωπό της.
Η αλήθεια είναι πως αρχικά κολακεύτηκα. Είχα μάθει να τρέφομαι και να ευχαριστιέμαι με τον φόβο των θνητών, ο οποίος μου υπενθύμιζε την εμφανή υπεροχή μου. Ωστόσο, το βλέμμα της κοπέλας μου επιβεβαίωνε, πως ο φόβος, της ήταν ένα οικείο συναίσθημα. Τη στιγμή που είχα υψώσει τη φωνή μου, την είχα δει να ζαρώνει περιμένοντας τα χειρότερα. ΄΄Πόσο χειρότερα από τη σκληρή και ανάγωγη συμπεριφορά σου, τέρας της Κολάσεως; Όχι απλώς δεν γίνεσαι χαριτωμένος, σε λίγο θα κατορθώσεις και το ακατόρθωτο. Να σε μισήσει κάποιος σε διάστημα μόλις τριών ημερών. Εύγε!΄΄
Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή και η ανύπαρκτη καρδιά μου χτυπούσε γοργά και ανεξέλεγκτα, στην προσπάθειά μου να τιθασεύσω τον θυμό μου. Όταν τελικά ηρέμησα, ήρθα απότομα αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
«Συγγνώμη κύριε Λίαμ. Εγώ φταίω και η φριχτή μου περιέργεια. Δεν έπρεπε να σας είχα θέσει όλες αυτές τις απαράδεκτες ερωτήσεις. Δεν με αφορά η ζωή σας και το ξέρω, αλλά..» τη στιγμή εκείνη, της έκλεισα το στόμα με το χέρι μου απαλά.
«Αλλά αν συνεχίσετε τη μουρμούρα δεσποινίς, θα με αναγκάσετε να χαπακωθώ, εξαιτίας του πονοκεφάλου που μου έχετε δημιουργήσει και είμαι κατά των φαρμάκων» της απάντησα, ωστόσο βλέποντάς την να εξακολουθεί να είναι διστακτική συνέχισα «Δεν έπρεπε να σας φωνάξω πριν» τελείωσα και την είδα να χαμογελά στραβά, ενώ το βλέμμα της εξακολουθούσε να κοιτά τη γη.
΄΄Γυναίκες΄΄ συλλογίστηκα, για να μην κάτσω να σκεφτώ καν, τι κουβέντα είχα μόλις ξεστομίσει λίγο πριν σε αυτό το θνητό πλάσμα. Είχα για πρώτη φορά στα χρονικά, ακυρώσει τον ίδιο μου τον εαυτό, παραδεχόμενος πως κακώς της είχα φωνάξει. Στην πραγματικότητα, πολύ καλώς είχα πράξει και υπό άλλες συνθήκες, αν δεν με ενδιέφερε να την εκμεταλλευτώ, θα της έδινα ένα πολύ γερό μάθημα για την ασέβειά της και τις λαμπρές της ιδέες να προσφέρω στον Πατέρα, σπιτάκι από μπισκότο κανέλας.
«Ελάτε...»ξαφνικά η φωνή μου είχε αλλάξει «Μπορεί να ύψωσα τον τόνο μου, ωστόσο...» ο ιδρώτας της προσποίησης κύλησε αβίαστα από το μέτωπό μου «Δεν θα σας έκανα ποτέ κακό. Θέλω να το γνωρίζετε»
Τα μάγουλά της απέκτησαν ένα χρώμα ροδαλό. Συνεχίζοντας τον ταχύ βηματισμό μας, που πλέον ήταν πιο ανάλαφρος, κατά μήκος της πέμπτης λεωφόρου, η οποία θεωρείται από τους θνητούς, ίσως η πιο διάσημη λεωφόρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στρίψαμε αριστερά στην τεσσαρακοστή ένατη, για να αντικρίσουμε ένα ψηλό κτήριο, στολισμένο σε σημείο πνιγμού από την κορυφή ως τη βάση του. ΄΄ Πόσο κιτς θέαμα΄΄ σκέφτηκα.
«Φτάσαμε στο συγκρότημα κτηρίων, Ρόκφελερ και το διασημότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι γιορτές ξεκινούν με την έναρξη του φωτισμού του» μου εξήγησε. ΄΄Κοινώς, είχαμε βρεθεί στην πηγή του κακού, η οποία μερικώς δικαιολογούσε αυτόν τον άσκοπο και πλεονάζων στολισμό σε βαθμό κακουργήματος΄΄ σκέφτηκα, ενώ μπροστά μας απλωνόταν ένα τεράστιο παγοδρόμιο. Τότε, την είδα να βγάζει από τον σάκο της ένα ζευγάρι ειδικά πέδιλα, ενώ με πλησίασε με συνωμοτικό βλέμμα που ούρλιαζε ΄΄μπελάδες΄΄:
«Θα σας πω ένα μυστικό, αλλά μη γελάσετε»
΄΄Ναι, γιατί το γέλιο κρέμεται ολημερίς από τα χείλη μου΄΄ σκέφτηκα.
«Δεν γνωρίζω πατινάζ»
΄΄Και γιατί, μα τα χίλια καζάνια της Κολάσεως, με σέρνεις βραδιάτικα άμυαλη γυναίκα να τσουλήσουμε τα πόδια μας στον πάγο; Να σου πω εγώ γιατί. Είσαι δίχως αμφιβολία η μετενσάρκωση της Εύας και την βρίσκεις με το να με γελοιοποιείς!''
«Κύριε Λίαμ, είστε καλά;» η φωνή της με τράβηξε από το εσωτερικό μου παραλήρημα.
«Δεν πειράζει δεσποινίς, θα μάθετε» της πέταξα κοφτά.
«Τώρα, αν σας έλεγα ότι φοβάμαι, θα εκνευριστείτε και το ξέρω»
΄΄Τότε γιατί μου το λες ελαφρόμυαλο θηλυκό; Μάλλον για να δοκιμάσεις τις αντοχές μου΄΄
«Η αλήθεια, έναν εκνευρισμό μου τον προκαλέσατε και συγχαρητήρια δεσποινίς Αντέϊρα, ωστόσο, όπως προείπα, θα μάθετε ευθύς αμέσως» της απάντησα και την είδα να με κοιτά παραξενευμένη.
«Εσείς γνωρίζετε;» με ρώτησε.
«Ω, ελάτε τώρα δεσποινίς, εσείς την σκίζετε τη λογιστική και τώρα κολλάτε στα απλά βήματα; Δεν είναι δα και πυρηνική φυσική. Για αρχή, έχω την εντύπωση πως οι τρεις νόμοι του Νεύτωνα, θα σας φανούν ιδιαιτέρως χρήσιμοι» πρόφερα με έκδηλο σαρκασμό και αφού νοίκιασα και εγώ ένα ζευγάρι παγοπέδιλα, στάθηκα στην πίστα με απόλυτη ευκολία, λυγερός και επιβλητικός. Ευτυχώς για εμένα, οι θνητοί αδυνατούσαν να διακρίνουν πως τα πόδια μου δεν ακουμπούσαν εντελώς στο έδαφος.
Εκείνη από την άλλη ανασκουμπώθηκε και αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, στάθηκε απέναντί μου. Τότε, έσφιξα τα δόντια και ξεστόμισα μία αναγκαστική κουβέντα :
«Πιάστε το χέρι μου»
«Είστε απολύτως βέβαιος γι'αυτό; »
΄΄Όχι, είμαι απολύτως βέβαιος για το αντίθετο αυτού΄΄
«Μην με κάνετε να το μετανιώσω» συνέχισα και την είδα να πραγματοποιεί ακόμη ένα διστακτικό βήμα και να καρφώνει τη ματιά της στη δική μου.
΄΄Μα τους αμαρτωλούς, αυτή η γυναίκα δεν είχε κοιτάξει ούτε μία φορά τα σημάδια του προσώπου μου. Σαν να μην υπήρχαν. Με κοιτούσε πάντοτε ίσια στα μάτια, λες και ήμουν ένας φυσιολογικός θνητός, όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό την καθιστούσε το τέλειο θύμα΄΄ συλλογίστηκα και άρπαξα το χέρι της με χάρη.
Ήταν ζεστό και το δέρμα της απαλό. Για λίγο η ματιά μου κατηφόρισε εκεί ακριβώς που βρίσκονταν τα ενωμένα μας χέρια.
«Είστε σίγουρος πως δεν θα βρεθούμε και οι δύο ανάσκελα, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητας;» με ρώτησε περιπαικτικά.
«Απολύτως, αλλά ακόμη και αν πέσουμε, αυτό που θα μετρήσει στο τέλος είναι η δύναμή μας να σηκωθούμε ξανά»
Είδα τότε το πρόσωπό της να φωτίζεται και ομολογώ πως ένιωσα επιτέλους το σώμα της να χαλαρώνει και για λίγο να ακουμπά κόντρα στο δικό μου. Τελικά οι κουβέντες που εμπεριείχαν και ένα κρυφό, φιλοσοφικό μήνυμα μαγνήτιζαν το δίχως άλλο τις γυναίκες. Θα έπρεπε λοιπόν να το σημειώσω στα υπέρ μου, καθώς οι αιώνες ύπαρξής μου, με καθιστούσαν αναμφισβήτητα γνώστη χιλιάδων γνωμικών και αποφθεγμάτων. Δίχως ωστόσο να το συνειδητοποιήσω, βρέθηκα να κρατώ και τα δυο της χέρια και σιγά σιγά να μετακινούμαστε προς τα πίσω.
΄΄Σταμάτα ευθύς αμέσως αυτές τις κολασμένες σκέψεις΄΄ έσκουξε η φωνή της λογικής, γιατί η άλλη παρέμενε μουγκή και μετέωρη.
«Δεσποινίς, το πατινάζ είναι τέχνη. Κρύβει μέσα του τσαχπινιά. Αλλάξτε τη στάση του σώματός σας, δεν κρατάτε σκούπα στο χέρι, αλλά άντρα» της είπα βλέποντάς την να πασχίζει να σταθεί και κατόπιν να γελά με την παρατήρησή μου.
«Κύριε ό,τι και να πείτε..»
«Έχω τα μέγιστα του δίκιου, ξέρω»
«Αλλά εγώ φοβάμαι κάπως, ξέρετε με το θέμα της ισορροπίας» τραύλισε και τότε μου βγήκε εντελώς φυσικά, μία απαράδεκτη κουβέντα :
«Μην φοβάσαι, σε κρατάω εγώ» ψιθύρισα σχεδόν και η Αντέϊρα άξαφνα, από άγαρμπη νοικοκυρά, μετατράπηκε σε χορεύτρια των Μπολσόι.
Τελικά, οι γυναίκες διψούσαν για άντρες που τους ανέβαζαν την αυτοπεποίθηση και τις προστάτευαν. Όλο αυτό το πρωτόγονο σενάριο του άντρα- προστάτη της γυναίκας και της εκάστοτε σπηλιάς συνάμα, ήταν καταγεγραμμένο στην ανθρώπινη φύση. Αν έκρινα όμως από τη συμπεριφορά της, δεν είχε βρεθεί ακόμη ο κατάλληλος θνητός και αυτό στα σίγουρα εξυπηρετούσε εμένα και τους σκοπούς μου τους δόλιους ιδιαίτερα πολύ. Όπως όμως προανάφερα, η πολυετής εμπειρία μου και η αρχαιότητα της φύσης μου, μου είχαν φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμα, παρά το γεγονός πως αποστρεφόμουν τους ανθρώπους. Όσο περνούσε η ώρα, είχα αρχίσει κυριολεκτικά να ξεχνιέμαι περιπλανώμενος στα δρομάκια της φυσιολογικότητας. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, μην σας πω και την αίσθηση ταυτότητας. Οι θνητοί γύρω μας αραίωναν όσο η νύχτα προχωρούσε και εγώ τολμώ να πω, πως είχα αρχίσει να το διασκεδάζω και με το παραπάνω, όταν ένα δυνατό ουρλιαχτό με έβγαλε από τον προσωρινό μου λήθαργο και λαβύρινθο. Μπροστά μας στεκόταν μία θνητή, η οποία με τα γουρλωμένα και έκπληκτα μάτια της κοιτούσε πότε το παγωμένο πάτωμα και πότε εμένα τσιρίζοντας υστερικά. Μα γιατί; Τα μπλε σκούρα σκαρπίνια μου, δεν ταίριαζαν καθόλου με το λευκό πουκάμισο και το γκρίζο παντελόνι, μήπως; Αποτελούσαν ίσως έναν απεχθή συνδυασμό;
Όταν εδέησα λοιπόν και εγώ ο αφιλότιμος να κοιτάξω επιτέλους προς το παγωμένο πάτωμα, ομολογώ πως σοκαρίστηκα. Ο πάγος, αντανακλούσε έστω και θολά τα είδωλά μας, μονάχα που η δική μου αντανάκλαση, διόλου ανθρώπινη δεν ήταν. Μα την μοίρα μου τη μαύρη! Η αληθινή μου μορφή αχνοφαινόταν και εγώ προκειμένου να αποτρέψω την απόλυτη καταστροφή που ήταν προ των πυλών, έπεσα δήθεν κάτω, παραπατώντας και παρασέρνοντας μαζί μου στην πτώση και την Αντέϊρα, η οποία φαινόταν κυριολεκτικά σοκαρισμένη με την αντίδραση της γυναίκας.
«Ο Σατανάς! Τον είδα! Τρέξτε να σωθείτε, γιατί η Αποκάλυψη είναι κοντά!» ούρλιαζε σε έξαλλη κατάσταση.
΄΄Ω, μα τους Πρίγκιπες της Κόλασης υστερική γυναίκα! Λες ο Πατέρας να έστελνε εμένα πρώτο για να μηνύσω την επανεμφάνισή του; Από πού τα διαβάζετε αυτά;΄΄
Για καλή μου τύχη, η οποία σπανίως μου χαμογελούσε γενναιόδωρα, ο άντρας της έτρεξε και την μάζεψε όπως όπως, ζητώντας μου ταπεινά συγγνώμη, ενώ η Αντέϊρα, ήταν έτοιμη να την χαστουκίσει.
«Νομίζω πως αρκετά για σήμερα» της είπα κοφτά έχοντας σηκωθεί και φύγει σχεδόν τρέχοντας από το παγοδρόμιο.
Με κοίταξε προβληματισμένη.
«Τελικά οι γιορτές αποτρελαίνουν τον κόσμο. Μην ακούτε κανέναν, εγώ πέρασα υπέροχα απόψε»
΄΄Στόχος επετεύχθη τότε, καλή μου αρχή λοιπόν΄΄ σκέφτηκα ευχαριστημένος.
«Παραδέχομαι πως με κάνατε να ξεχαστώ, πριν από την ομολογουμένως ιδιάζουσα παρεμβολή της καλοσυνάτης κυρίας» πρόφερα μελιστάλακτα.
«Λοιπόν..» μουρμούρισε αμήχανα «Καληνύχτα κύριε Λίαμ» μου είπε.
«Νομίζω πως το κύριε,περιττεύει πλέον ανάμεσά μας, καθώς επίσης και ο πληθυντικός ευγενείας» της απάντησακαι για μία στιγμή την είδα να ξαφνιάζεται. «Καληνύχτα Αντέϊρα» τελείωσα, με τοσατανικό χαμόγελο να αυλακώνει το πρόσωπό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top