Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/part5

Στράφηκα για μία τελευταία φορά προς το μέρος του καθρέπτη και ένα λεπτό αργότερα, η γροθιά μου συγκρούστηκε με το γυαλί, σπάζοντάς το σε χιλιάδες, μικρά θρύψαλα. Η ανάσα μου τώρα έβγαινε γρήγορη και κοφτή. Την απόφασή μου την είχα πάρει και για μία φορά στην αιώνια ζωή μου, θα έκανα το σωστό. Θα άφηνα την Αντέϊρα στην ησυχία της, να συνεχίσει τη ζωή της, ακόμη και αν έπρεπε να την κάνω να με μισήσει. Προτού όμως συμβεί αυτό, θα ήθελα να χαρίσω στον εαυτό μου μία και μοναδική ημέρα, για να απολαύσει για τελευταία φορά, κάποια πράγματα που ίσως όλοι οι θνητοί και αθάνατοι του Παραδείσου, τα θεωρούσαν δεδομένα. Τα χρώματα. Ήθελα να δω τα χρώματα αυτού του κόσμου, καθώς από εδώ και στο εξής, θα με περίμενε ξανά το σκοτάδι και ο φριχτός μου θρόνος στο κέντρο της Κολάσεως. Θα άκουγα ξανά τα ουρλιαχτά των ψυχών που θα βασανίζονταν για τα επίγεια αμαρτήματά τους και θα άκουγα επίσης, μέσα στη σιγαλιά της μοναξιάς, τον σιωπηλό λυγμό της δικής μου ψυχής, που αιώνες τώρα επέμενα να αγνοώ παριστάνοντας τον δυνατό.

Ο ήχος του καθρέφτη που έσπασε ωστόσο, φάνηκε να ξύπνησε απότομα την Αντέϊρα.

«Βοήθεια! Σας παρακαλώ, που είμαι; Βοηθήστε με!» ξεκίνησε να ουρλιάζει και εγώ έτρεξα ευθύς προς το μέρος της ταραγμένος. Μόλις με αντίκρισε, στα μάτια της καθρεπτίστηκε ο φόβος, ανάμεικτος με την απορία και τον πόνο.

«Λίαμ; Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Εγώ πάλι τι γυρεύω εδώ και μάλιστα....Γυμνή!» ούρλιαξε ξανά και εγώ προσπάθησα να την προσεγγίσω, με καθησυχαστικό τρόπο. «Μην με πλησιάζεις! Πες μου αυτή τη στιγμή τι έγινε!» η βραχνή της φωνή ίσα που έβγαινε από τον λάρυγγά της, ενώ το σώμα της έτρεμε ελαφρώς από το σοκ.

«Αντέϊρα, σε παρακαλώ ηρέμησε. Φαίνεται πως έπεσες θύμα ληστείας. Κάποιος σε απήγαγε τη στιγμή που άλλαζε ο χρόνος. Ήσουν δίπλα μου την μία στιγμή και την άλλη εξαφανίστηκες μέσα στο σκοτάδι. Είχες ένα δύσκολο βράδυ. Εγώ και η δεσποινίδα Μουρ σε βρήκαμε και σε σώσαμε. Ευτυχώς ο ληστής δεν είχε προλάβει να πάει και πολύ μακριά, ωστόσο φαίνεται πως κατάφερε και...έκλεψε τα ρούχα σου» πρόφερα αβέβαια, μα δεν φάνηκε να πείθεται.

«Αδύνατον! Ήμουν μαζί με τον Λεόν και ξαφνικά, δεν γνωρίζω τι συνέβη, αλλά δεν θυμάμαι τίποτε. Έχω ένα τεράστιο κενό μνήμης και μου είναι αδύνατον να ανακαλέσω εικόνες» απάντησε και ανακουφίστηκα ΄΄Τέλεια! Και τώρα πλάσε το σενάριο όπως θέλεις εσύ. Στα ψέματα δεν σε πιάνει κανείς΄΄ σκέφτηκα.

«Λυπάμαι Αντέϊρα, μα ο Λεόν δεν τα κατάφερε. Οι ληστές τον..»

«Σταμάτα...» με πρόσταξε και είδα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της. «Μπορεί ο Λεόν να μην ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για εμένα, μπορεί να αντιμετώπιζε προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά αυτό δεν του άξιζε. Φτωχέ μου Λεόν, πήγε φαίνεται να αντισταθεί» ξεκίνησε να μονολογεί. ΄΄Συγχαρητήρια! Τον ηρωοποίησες κιόλας! Τι ακριβώς αναφέραμε προηγουμένως για το μυαλό σου; Α, ναι. Πως έμεινε μονάχα το κουκούτσι. Εύγε!΄΄ συνέχισε η φωνή το βιολί της.

«Λυπάμαι Αντέϊρα, μα φθάσαμε πολύ αργά» της είπα.

Την είδα να ανασηκώνεται και να κοιτάζει ολόγυρά της. Τα θρύψαλα του κάτοπτρου βρίσκονταν διασκορπισμένα στο πάτωμα μπροστά από το κρεβάτι.

«Λίαμ τι συνέβη; Τι έπαθες; Είσαι καλά;» με ρώτησε και αρπάζοντας τα χέρια μου, αναζήτησε τυχόν κοψίματα που είχαν όμως αυτομάτως επουλωθεί. Η ζεστασιά των χεριών της στα δικά μου, μου δημιούργησαν ξανά πρωτόγνωρα συναισθήματα. Τα κυανά μάτια μου κοίταξαν τα μπλεγμένα μας χέρια και αμήχανα τραβήχτηκα πίσω.

«Ο καθρέπτης έσπασε. Δώσε μου λίγο χρόνο να μαζέψω τα θρύψαλα»

«Να σε ρωτήσω κάτι;» πετάχτηκε ξαφνικά «Αν και γνωρίζω ήδη την απάντηση» με κοίταξε πλαγίως και οι τρίχες στον σβέρκο μου ορθώθηκαν μονομιάς μία προς μία. «Με είδες γυμνή;» μου έθεσε την κολασμένη ερώτηση και άμεσα ξεκίνησα να της αραδιάζω ένα τσουβάλι δικαιολογίες.

«Δεσποινίς, δεν είχα άλλη επιλογή. Σε βρήκα τυλιγμένη με ένα παλιό και βρώμικο ύφασμα. Μάλιστα, μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να σε βοηθήσω να πλυθείς από όλη αυτή τη βρωμιά, ωστόσο, δεδομένου ότι είμαι ένας κύριος με Κ κεφαλαίο, απόδιωξα ευθύς αμέσως αυτήν την κολασμένη σκέψη από το μυαλό μου και...» πήγα να συνεχίσω, αλλά με σταμάτησε. Μία υποψία χαμόγελου φώτισε στιγμιαία το πρόσωπό της.

«Σε πιστεύω και εσένα και τις προθέσεις σου. Εξάλλου, σε γνωρίζω»

΄΄Εδώ στην θέση σου, δεν θα έπαιρνα και όρκο΄΄ σκέφτηκα.

«Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα; Έξω από τον θόρυβο της μεγαλούπολης. Εξάλλου, είναι αργία σήμερα και περάσαμε αρκετά και οι δύο» άλλαξα το θέμα «αν φυσικά δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις» πρόσθεσα αστραπιαία καρτερώντας με αγωνία την άρνησή της.

Αρχικά την είδα να διστάζει, κατόπιν με πλησίασε αμήχανα.

«Εντάξει. Μετά από αυτήν την άθλια νύχτα, αλλά και με όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, νομίζω πως χρειάζομαι και εγώ ένα διάλειμμα. Θα σε πάω σε ένα μέρος που συνήθιζα να επισκέπτομαι, όταν ήμουν παιδί, για διακοπές μαζί με την οικογένειά μου» μου απάντησε και της χαμογέλασα στραβά.

΄΄Μα τίποτε δεν κάνεις ίσιο τελοσπάντων;΄΄ ρώτησε η φωνή περιπαικτικά.

«Θα σε πείραζε να περάσουμε από το σπίτι μου για να ντυθώ;»

«Όχι φυσικά. Δώσε μου λίγο χρόνο να αλλάξω ρούχα και εγώ»

Η Αντέϊρα με κοίταξε θλιμμένα.

«Μη βάλεις κοστούμι. Σε κάνει απρόσιτο» ήρθε και η θνητή συμβουλή βάζοντάς με σε επιπλέον σκέψεις. Για λίγο κλείστηκα στο μπάνιο, αφαιρώντας όλα μου τα ρούχα. Το ανθρώπινο σώμα μου διέθετε τις τέλειες αναλογίες, μα του έλειπε η ομορφιά η αψεγάδιαστη μιας και το όργωναν ουλές. Ένιωσα να πνίγομαι, ωστόσο ήταν η τελευταία μου ευκαιρία στην ουσία να αναπνεύσω και το ήξερα. Το παιχνίδι είχε τελειώσει, τον Παράδεισο τον είχα χάσει.

Στην διαδρομή προς το μέρος των νεανικών της αναμνήσεων, το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο παράθυρο, παρατηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια της φύσης. Προορισμός μας, ήταν το Mohonk Mountain house, ένα θέρετρο που έμοιαζε με μεσαιωνικό κάστρο και που οι δραστηριότητες, ήταν ποικίλες. Η Αντέϊρα, μου είχε αναφέρει πως γνώριζε τον ιδιοκτήτη, καθώς είχαν περάσει πολλά καλοκαίρια με τους δικούς της σε εκείνο το μέρος, επομένως, θα μας επέτρεπε την είσοδο δίχως να έχουμε κάνει κάποια κράτηση. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και το κρύο ελεγχόμενο.

Το ξενοδοχείο με την μεσαιωνική όψη, ήταν χτισμένο γύρω από μία λίμνη, στη μέση του ευλογημένου πουθενά. Γύρω μας, η φύση αγκάλιαζε σφιχτά τα τσιμέντα, που πάλευαν να επικρατήσουν, ενώ οι επισκέπτες απολάμβαναν τη βόλτα τους, μία τόσο γιορτινή ημέρα. Έχοντας χαιρετίσει εγκάρδια τον ιδιοκτήτη, όχι εγώ, εκείνη φυσικά, βγήκαμε στους απέραντους κήπους, όπου είχαν μόλις κάνει την εμφάνισή τους, μερικές, σκόρπιες μαργαρίτες, οι μόνες που μπορούσαν να αντέξουν το κρύο που επικρατούσε. Εκείνες, και τα χρυσοπέταλα νούφαρα που λικνίζονταν με χάρη στα γαλήνια νερά μίας τεχνητής λίμνης.

«Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ αυτό το μέρος. Όταν ακόμη ήμασταν παιδιά, έφερνε εμένα και την αδερφή μου σε αυτό το σημείο και καθώς περπατούσαμε κατά μήκος των ακτών της λίμνης, μας αφηγούταν παραμύθια για νεράιδες, ξωτικά και γλυκούς, μικρούς Αγγέλους που σιγοτραγουδούσαν. Ωστόσο μας τόνιζε πως για να ακούσουμε και εμείς το τραγούδι τους, θα έπρεπε πρώτα να ήμασταν καλά παιδιά» τελείωσε.

«Τότε, είμαι βέβαιος πως εσύ θα το είχες ακούσει πολλές φορές» της είπα καθώς βάδιζα σκεφτικός στο πλάι της και την ένιωσα να γελά.

«Μα, πιστεύεις στ΄αλήθεια πως υπάρχουν μικροί Άγγελοι που μας φυλούν;» με ρώτησε αθώα και εγώ σταματώντας μπροστά της, υιοθέτησα ένα ύφος σοβαρό.

«Πολλές φορές στη ζωή μας, είμαστε τόσο καλοί, που η μοίρα αποφασίζει να μας στείλει παραπάνω από έναν Φύλακα Άγγελο, καθώς η ψυχή, θεωρείται απελπιστικά πολύτιμη. Είμαι βέβαιος λοιπόν, πως αν ήταν στο χέρι Του, θα έστελνε για εσένα ολόκληρη στρατιά. Μερικές φορές όμως, ακόμη και οι Άγγελοι έχουν προβλήματα, οπότε στην περίπτωσή σου, οι δύο αρκούν» μου ξέφυγε και την είδα να ξαφνιάζεται.

«Δύο; Που το ξέρεις; Τους βλέπεις;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία.

«Μα και εσύ τους βλέπεις, αρκεί να ανοίξεις τα μάτια της ψυχής σου για να τους ξεχωρίσεις, ανάμεσα στους κοινούς θνητούς» τελείωσα και το πρόσωπό της, έλαμψε.

«Είσαι ό,τι πιο ιδιαίτερο έχω γνωρίσει στη ζωή μου, κύριε Χελ. Ειλικρινά, δεν πιστεύω πως στις μέρες μας, υπάρχουν άντρες που να εκφράζονται με αυτόν τον τρόπο, όπως εσύ. Άλλοι στην αναφορά και μόνο των Αγγέλων, θα γελούσαν» πρόφερε διστακτικά

΄΄Λογικότατο συμπέρασμα, αφού εγώ ανήκω άπειρους αιώνες προ Χριστού, προ ανθρώπων, προ κόσμου και μετά φωτός΄΄ σκέφτηκα.

«Η αλήθεια είναι, πως δεν έχω καλλιεργήσει ιδιαίτερα την ανθρώπινη πλευρά μου. Έχω αντιμετωπίσει αρκετές δυσκολίες, προσπαθώντας να κατανοήσω τα ανθρώπινα συναισθήματα και κατ' επέκταση την ανθρώπινη φύση. Είστε περιπλοκότεροι από όσο πίστευα» μου ξέφυγε ξανά.

΄΄ Σε έχουν κυριεύσει οι γνωστές, αυτοκαταστροφικές σου τάσεις; Πληροφόρησέ με για να προετοιμάζομαι΄΄ τσίριξε το υποσυνείδητο.

«Λίαμ, ώρες-ώρες μιλάς, σαν να μην ανήκεις στο ανθρώπινο γένος. Τόσο πολύ απεχθάνεσαι την ανθρώπινη φύση; Φταίει το παρελθόν σου γι' αυτό; Εκείνη η...οικογενειακή αψιμαχία;» συνέχισε. ΄΄Ναι, ναι και πάλι ναι!΄΄ ήμουν έτοιμος να ξεστομίσω, αλλά αυτή τη φορά μαζεύτηκα.

«Δεν το έλεγες και απλό καβγαδάκι αυτό»

«Ίσως τα προβλήματά σας να πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω. Στο παρελθόν»

«Τι εννοείτε δεσποινίς, αναφερόμενη στο παρελθόν;» ψέλλισα.

«Ω, μα είναι εμφανές. Έχετε σοβαρά προβλήματα με την οικογένειά σας, τα οποία σας έχουν με την σειρά τους οδηγήσει, σε μία παράξενη άρνηση της ανθρώπινης πλευράς σας » ΄΄Τελικά το οικογενειακό δράμα, πρωταγωνιστούσε σε όλες σχεδόν τις θνητές ιστορίες, μα και στην δική μου, την αθάνατη΄΄ «Δεν μιλάτε ποτέ για εκείνους και επίσης, μέρες γιορτινές σαν την σημερινή, εσείς προτιμάτε να την περάσετε μαζί μου» πρόφερε και στις τελευταίες κουβέντες, η φωνή της χάθηκε ελαφρώς, ενώ το βλέμμα της εστίασε στη γη. ΄΄Και που να ήξερε, πως εκείνη επικαλείται κάθε λίγο και λιγάκι όλο μου το σόι΄΄

«Προτιμώ τον ενικό όταν μιλάμε και ναι, δεν αναφέρομαι ποτέ στην οικογένειά μου, ειδικά αυτές τις μέρες. Ωστόσο, θα επιθυμούσα να μην αναφερθείς ούτε και εσύ ποτέ ξανά σε αυτό το θέμα. Με κάνει και νιώθω... άβολα» ξεστόμισα. ΄΄Τι ακριβώς υπαινίσσεσαι με την λέξη ΄΄άβολα΄΄; Με ρώτησε η φωνή, μα εγώ την αγνόησα.

«Συγγνώμη, αυτή μου η περιέργεια είναι απαράδεκτη έως λίαν ενοχλητική και το αντιλαμβάνομαι πλήρως» ΄΄Και της Εύας ήταν και γι' αυτό ο Πατέρας την πέταξε έξω με τις κλωτσιές από τον Παράδεισο. Μολαταύτα, το πάθημα δεν έγινε μάθημα καθώς φαίνεται΄΄ σκέφτηκα. «Απλώς, καταβάλω τιτάνιες προσπάθειες για να σε καταλάβω» τελείωσε και σταμάτησε απότομα μπροστά μου. ΄΄Ξεκινάμε τις βουτιές στα βαθιά ύδατα. Εδώ σε θέλω αφιλότιμε΄΄

«Γιατί επιθυμείς να με γνωρίσεις καλύτερα; Θέλω να πω, κανένας και ποτέ δεν προσπάθησε να το κάνει, παρά μονάχα έσπευσαν να με κρίνουν...»

«Ίσως γιατί δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για εσένα» συνέχισε απτόητη και εγώ ξεκίνησα να νιώθω κάθε λεπτό και πιο στριμωγμένος.

«Θέλεις να πεις δηλαδή, πως εσύ ενδιαφέρεσαι αληθινά για εμένα; Γιατί;» συνέχισα, αυτήν την ομολογουμένως τρομακτική, αλλά παράλληλα ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ήθελα διακαώς να μάθω το πολύτιμο΄΄γιατί΄΄. Ήθελα να μου πει, τονίζοντάς μου την κάθε μία λέξη ξεχωριστά, τι ήταν εκείνο που την είχε ωθήσει στο να ενδιαφερθεί, για μία μίζερη και απεχθή προσωπικότητα σαν και τη δική μου.

«Γιατί ήσουν πάντοτε εκεί όταν σε χρειαζόμουν. Γιατί με βοηθούσες δίχως να περιμένεις κάποιο αντάλλαγμα. Με βοήθησες επίσης να τα βγάλω πέρα με το ενοίκιο, δίνοντας ένα γερό μάθημα, σε αυτόν τον άνθρωπο. Με έσωσες από τα χέρια του απαγωγέα μου, δίχως να εκμεταλλευτείς την αδυναμία μου τη δεδομένη στιγμή. Κανένας άντρας δεν μου έχει φερθεί τόσο τίμια, όσο εσύ. Είσαι ιδιαίτερος και κλειστός, ωστόσο διόλου δεν με ενοχλεί αυτή σου η εσωστρέφεια. Απεναντίας, τη βρίσκω γοητευτική» τελείωσε και ένα χαμόγελο αυλάκωσε τα ροδαλά της μάγουλα.

Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα μία γροθιά βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Κάτι που ποτέ πριν, ως εκείνη την ώρα δηλαδή, δεν είχα νιώσει να μου συμβαίνει. Το αίσθημα της ενοχής. Την είχα προδώσει και το γνώριζα πολύ καλά. Είχα διαπράξει την ίδια αδικία, για την οποία κατηγορούσα τη Θεία μου Οικογένεια και τον αδερφό μου τον Μιχαήλ. Αυτό το θνητό πλάσμα, στεκόταν μπροστά μου, κοιτάζοντάς με με λατρεία και αγνότητα, δίχως να γνωρίζει ποιόν είχε στ' αλήθεια δίπλα της και σίγουρα δίχως να γνωρίζει, πως αποτελούσε μέχρι πριν λίγο καιρό, μονάχα ένα πιόνι στα αθάνατα και σατανικά σχέδιά μου. Τότε, ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του Μιχαήλ. Πως στην αγάπη δεν χωρούσε το ψέμα και εγώ έτρεφα αισθήματα για εκείνη. Αισθήματα, που ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό δεν είχα τολμήσει να παραδεχτώ. Ίσως γιατί πίστευα, πως ήμουν ανίκανος να τα νιώσω, ή πως δεν μου άξιζε να τα ζήσω. Μολαταύτα, ακόμη και αν τα άξιζα, δεν θα τα ζούσα ποτέ, δεν μου επιτρεπόταν.

Στάθηκα μπροστά της για πρώτη φορά χαμογελαστός. Ένα χαμόγελο ανάλαφρο και ειλικρινές, που αυλάκωνε το πρόσωπό μου και τέντωνε τις ουλές μου, τονίζοντάς τες. Εκείνη, αντιλήφθηκε αμέσως την αμηχανία που ένιωθα, εξαιτίας της ασχήμιας μου και απλώνοντας αέρινα το ένα της χέρι, δίχως να εγκαταλείπει το βλέμμα της το δικό μου, χάιδεψε απαλά το πρόσωπό μου. Αρχικά, έκανα μία γκριμάτσα φόβου. Κανείς και ποτέ δεν με είχε ακουμπήσει. Δεν ανεχόμουν τα χάδια, όμως αυτό ήταν διαφορετικό. Είχε μία αίσθηση καταπραϋντική, γλυκιά, που μου απέπνεε σιγουριά. Τα βελούδινα δάχτυλά της, διέσχισαν τα σημάδια μου και μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου. Για λίγο, ένιωσα τον χρόνο να σταματά, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησα κάτι σοκαριστικό. Πως άλλαζα δίχως την θέληση μου. Το δέρμα μου, σε ένα σημείο του χεριού μου, το οποίο για καλή μου τύχη κάλυπτε το φούτερ που φορούσα, είχε γίνει ολόμαυρο. Ένιωσα να πανικοβάλλομαι και να οργίζομαι. Για άλλη μία φορά, η μία και μοναδική στιγμή ευτυχίας που είχα την τύχη να βιώσω, καταστρεφόταν με αργό και βασανιστικό τρόπο.

Απομακρύνθηκα απότομα από κοντά της, ελαφρώς ιδρωμένος σαν να με είχε τινάξει το ρεύμα. Η πίκρα και η μελαγχολία με κύκλωναν, σαν μία επικίνδυνη θηλιά που πάλευε βιαίως να με στραγγαλίσει.

«Αντέϊρα, λυπάμαι πολύ, μα θα πρέπει να φύγουμε» της είπα κάνοντας προσπάθεια να ξεστομίσω την κάθε μου κουβέντα. Έμοιαζα σαν να έχω τρέξει εις διπλούν σε μαραθώνιο και να μου έχει κοπεί η αναπνοή.

«Είσαι καλά; Νομίζω πως χλόμιασες» μου είπε ανήσυχη.

΄΄Που να μαυρίσω κιόλας, να δεις μετά πόση χαρά θα νιώσεις!΄΄ σκέφτηκα μέσα στην απόγνωσή μου.

«Όχι, δεν είμαι καθόλου καλά» απάντησα βήχοντας ελαφρώς, ώστε να προσδώσω έναν τόνο υπερβολής στο δράμα μου.

«Κανένα πρόβλημα, φεύγουμε τότε» μου απάντησε ελαφρώς θλιμμένη και κατευθυνθήκαμε στο αμάξι της.

Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής, απέφευγα την οπτική επαφή μαζί της. Για την ακρίβεια, δεν άντεχα να διακρίνω στα μάτια της την απογοήτευση που προερχόταν καθαρά από εμένα. Τελικά είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι, πως είχα μάλλον απογοητεύσει τους πάντες. Όλοι τους, είχαν κάποτε πιστέψει σε εμένα. Στην πρώτη, την τέλεια, την αψεγάδιαστη δημιουργία και τελικά είχαν απογοητευτεί, όπως και η Αντέϊρα που καθόταν δίπλα μου, βυθισμένη στη σιωπή. Είχα καταλάβει τι ήταν αυτό που περίμενε από εμένα. Τι ήταν αυτό που ήλπιζε, βαθιά μέσα της, σαν την πιο σκοτεινή επιθυμία, την οποία φυσικά φοβόταν να εκφράσει δυνατά. Ήλπιζε σε έναν άνθρωπο, που θα της πρόσφερε απέραντη αγάπη και σιγουριά. Που θα γινόταν το στήριγμά της, το καταφύγιό της και που μέσα στην αγκαλιά του θα έβρισκε εκείνο το απάγκιο από τους φόβους της. Εξάλλου, είχα δει πόσο εύθραυστη ήταν, μα και πόσο δυνατή μπορούσε να γίνει και ας μην το γνώριζε ακόμη.

Ωστόσο, εγώ δεν ήμουν ικανός να της προσφέρω τίποτε από αυτά που ζητούσε. Ήμουν ένας Δαίμονας με φρικιαστική μορφή. Ήμουν ο Άρχοντας του Σκότους, μία ύπαρξη μοναχική και μαθημένη να μην μοιράζεται συναισθήματα με κανέναν. Πόσο μάλλον, το ένα και μοναδικό, παντοδύναμο συναίσθημα. Εκείνο της αγάπης. Εγώ είχα έναν θρόνο, μακριά από εδώ. Έναν θρόνο που είχε σαν ουρανό, τον χλωμό και αδύναμο ήλιο της Κολάσεως, όπου τίποτε δεν άλλαζε, όπου βασίλευε μία αποκρουστική στασιμότητα, μία άτεγκτη και αιώνια Τιμωρία.

΄΄Είσαι δειλός΄΄ άκουσα το υποσυνείδητο. ΄΄Φυσικά και μπορείς να μοιραστείς αυτά τα συναισθήματα, γιατί πολύ απλά με αυτά γεννήθηκες και ας τα απέρριψες. Ωστόσο, φοβάσαι να τα παραδεχτείς, γιατί πολύ απλά φοβάσαι πως θα απορρίψει, αυτό που πραγματικά είσαι. Επιπλέον φοβάσαι και την τιμωρία που καραδοκεί στην γωνία. Εδώ ομολογουμένως, δεν σε αδικώ΄΄ μου ψιθύρισε η φωνή και εγώ έστρεψα αργά το βλέμμα μου στο παράθυρο.

Ο ήλιος έδυε στον απέραντο ορίζοντα, φιλώντας απαλά τις κορφές των λόφων, χαρίζοντας τους εκείνο το χαλκοκόκκινο χρώμα που είχα μάθει να αγαπώ. Εγώ βάλθηκα να μετρώ αφηρημένα όλα τα χρώματα που δέσποζαν στον ουρανό, πλαισιώνοντας το ροδαλό του ηλιοβασιλέματος. Το χρυσό, το κυανό απαλό και το έντονο κόκκινο, το λευκό. Χρώματα οικεία στο άκουσμα, μα τόσο ξένα ταυτόχρονα, ύστερα από αιώνες σκότους και απομόνωσης. Μία σπίθα φάνηκε να διαπερνά το βλέμμα μου, σαν ένα σκούντημα γενναιότητας. Θα της έλεγα την αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια και ας με απέρριπτε. Εξάλλου, ήμουν πλέον συνηθισμένος στην απόρριψη. Το πιο δύσκολο κομμάτι, θα ήταν ο τρόπος για να το εκφράσω, καθώς ήμουν άξεστος και απόλυτα συνειδητοποιημένος γι' αυτό μου το χαρακτηριστικό.

Τη στιγμή που φθάναμε σπίτι της, ένιωσα την καρδιά μου να σταματά. Δεν ήξερα αν αυτό που ήμουν έτοιμος να κάνω, ήταν σωστό ή λάθος, ωστόσο διόλου δεν με απασχολούσε. Το χνουδωτό και τερατόμορφο πλάσμα που είχε για κατοικίδιο, την περίμενε συμφεροντολογικά πίσω από την πόρτα, απαιτώντας με ένα επιτακτικό νιαούρισμα, να την ταΐσει. Εκείνη, έσκυψε αμήχανα προς το μέρος της και κατόπιν, έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερα, στράφηκε σε εμένα μπερδεμένη.

«Λίαμ, γιατί με ακολούθησες ως εδώ; Μίλησέ μου επιτέλους, βγάλε από μέσα σου αυτό που σε βασανίζει» πρόφερε και ο τόνος της φωνής της, έκρυβε απόγνωση και σαδιστική θέληση να μάθει την αλήθεια.

«Δεν ξέρω πώς να σου το πω...» άρχισα. ΄΄Ξεράδια! Λέγε! Τόσο καιρό ήξερες όμως να αραδιάζεις ψέματα! Κακούργε΄΄ μίλησε ξανά το υποσυνείδητο. «Αντέϊρα, εγώ..» ξεκίνησα και την είδα να με πλησιάζει.

Με μία ανάλαφρη κίνηση, πήρε τα χέρια μου στα δικά της, μα εγώ τα τράβηξα ευθύς πίσω και το βλέμμα της σκοτείνιασε.

«Μη συνεχίζεις, κατάλαβα. Μάλλον προσπαθείς να μου πεις όμορφα, πως δεν με βλέπεις με τον τρόπο που σε βλέπω εγώ» ψέλλισε ντροπιασμένη. ΄΄Για αρχή θα πρέπει να παραδεχτούμε, πως εσύ δεν με βλέπεις καθόλου, γιατί αν το έκανες, αυτή τη στιγμή θα είχες ήδη βρεθεί στο Μανχάταν από το τρέξιμο΄΄ διαπίστωσα με μελαγχολία.

«Με παρεξηγείς...» απάντησα.

«Το γνωρίζω Λίαμ. Γνωρίζω πως σε παρεξήγησα, εσένα και τις φιλικές σου προθέσεις, ωστόσο εγώ τρέφω αισθήματα για το πρόσωπο σου. Δεν μπορώ να στέκομαι δίπλα σου μονάχα ως φίλη σου, λυπάμαι πολύ και με συγχωρείς γι' αυτό, όμως για μία στιγμή ένιωσα και από εσένα κάτι παρόμοιο ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Τη στιγμή που χάιδευα το πρόσωπό σου, σε κοίταξα μέσα σε αυτά τα τόσο φωτεινά, μα και τόσο θλιμμένα μάτια και είδα... είδα αγάπη» τελείωσε και ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν.

«Λυπάμαι Αντέϊρα, μα δεν είμαι αυτό που αποζητάς διακαώς να συναντήσεις στο διάβα σου. Το χειρότερο όμως είναι, πως δεν μπορώ και δεν θα γίνω ποτέ» απάντησα κοφτά, μα υπήρχε ένα τρέμουλο στη φωνή μου.

«Μα, εγώ δεν έχω την απαίτηση να γίνεις κάτι άλλο. Εγώ θέλω τον Λίαμ, όπως ακριβώς είναι» ΄΄Μπίνγκο!Δηλαδή καμία σχέση με εμένα΄΄

«Αυτό είναι το ζητούμενο Αντέϊρα, πως δεν είμαι ο Λίαμ» της πέταξα και την είδα να ετοιμάζεται να απελευθερώσει ένα γέλιο από το σοκ.

«Τι θέλεις να πεις;» συνέχισε.

«Πως δεν είμαι ο Λίαμ Χελ, αλλά ολόκληρη η Κόλαση μαζεμένη σε ένα πρόσωπο. Το δικό μου» συνέχισα.

«Έχεις τρελαθεί εντελώς; Τι είναι αυτά που λες;» συνέχισε εκνευρισμένη και διόλου δεν την αδικούσα.

Τότε, την άρπαξα απότομα από το χέρι και την έσυρα μπροστά από έναν καθρέπτη.

«Κοίταξε μέσα!» τη διέταξα και μόλις έστρεψε το κεφάλι της προς την μεριά του κατόπτρου, έμεινε άφωνη.

«Τι είδους κόλπο είναι πάλι αυτό; Πώς το κάνεις γαμώτο; Λέγε!» άρχισε να ουρλιάζει και παράλληλα, ένιωσα το σώμα της να τρέμει ολόκληρο και τα χέρια της να παγώνουν.

«Δεν υπάρχει κανένα κόλπο. Αυτός είμαι, αυτή είναι η αληθινή μου όψη» απάντησα και άξαφνα έφυγε από δίπλα μου. Ένιωσα να κρυώνω για πρώτη φορά.

Δάκρυα ξεκίνησαν να αναβλύζουν από τα μάτια της.

«Τι είσαι;» με ρώτησε μέσα από σιγανά αναφιλητά και δίχως να είναι βέβαιη για την ορθότητα της ερώτησης.

«Ο Εωσφόρος» της απάντησα μονολεκτικά.

«Δεν μπορεί, μα δεν υπάρχουν δαίμονες που...» πήγε να πει.

«Υπάρχουν Αντέϊρα και εγώ είμαι ο θλιβερός βασιλιάς τους» συνέχισα και άξαφνα η μορφή μου η ανθρώπινη, άρχισε να αλλάζει, παρακινώντας την να τρέξει προς τη μεριά της κουζίνας και να αρπάξει ένα μαχαίρι που βρήκε πρόχειρο στον πάγκο. Τα μάτια μου ευθύς καθρέπτισαν τη θλίψη. Ήθελε απεγνωσμένα να με σκοτώσει. Με μισούσε σε τέτοιο βαθμό, που θα προτιμούσε να μην υπάρχω καν.

«Φύγε από μπροστά μου!» μου ούρλιαξε κραδαίνοντας λυσσασμένα το μαχαίρι.

«Αντέϊρα, σε παρακαλώ» πήγα να προφέρω και άξαφνα μου εκτόξευσε το μαχαίρι, το οποίο όμως με διαπέρασε, καταλήγοντας δίπλα στην Μπουμπού, που τινάχτηκε ευθύς για να σώσει το δικό της το τομάρι.

«Έχεις έρθει για να με σκοτώσεις, έτσι δεν είναι;» μου πέταξε οργισμένα.

«Όχι! Δεν είμαι δολοφόνος και ό,τι είδες στιγμιαία στα μάτια μου, τη στιγμή εκείνη, ήταν αληθινό»

«Σκάσε! Με χρησιμοποίησες και ένας Θεός ξέρει για ποιόν λόγο. Α, συγγνώμη ξέχασα, τον μισείς και αυτόν! Γι'αυτό δεν μου έλεγες τίποτε για εσένα, γιατί είσαι ένα τέρας! Πάντοτε πίστευα, πως το θέμα με τους Αγγέλους και τον Παράδεισο και όλα αυτά, ήταν εν μέρει αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας, αλλά μπροστά μου έχω έναν, έχω τον Εωσφόρο τον ίδιο!» συνέχισε πανικόβλητη.

«Με φοβάσαι;» τόλμησα να αρθρώσω.

«Όχι. Μακάρι να επικρατούσε αυτή τη στιγμή το συναίσθημα του φόβου και όχι της αηδίας. Σε απεχθάνομαι γιατί είσαι σκοτεινός, ψεύτης και φρικιαστικός. Μακριά από εμένα» τελείωσε απειλητικά και μου γύρισε την πλάτη.

Κατεβάζοντας το βλέμμα μου στη γη, πήρα ξανά την ανθρώπινη μορφή μου, εκτός από μερικά σημεία του σώματός μου, που δεν υπάκουαν και παρέμεναν μαύρα. Γύρισα να την κοιτάξω για μία τελευταία φορά, ψιθυρίζοντας ΄΄συγγνώμη΄΄ και γνωρίζοντας στα σίγουρα πως δεν ήταν αρκετό. Ο προορισμός μου πλέον ήταν άγνωστος. Η Κόλαση; Ο Παράδεισος; Ή κάτι ενδιάμεσο, μοναχικό και αποξενωμένο από κάθε ύπαρξη; 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top