Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part2

Βγήκα τρέχοντας από την πολυκατοικία. Γύρω μου ο κόσμος γιόρταζε, αλλά αυτή η μικρή συνοικία έμοιαζε πάντοτε σκοτεινή και σιωπηλή. Μονάχα μερικά παράθυρα φωτίζονταν και εγώ κοιτούσα τις οικογένειες που σφιχταγκαλιάζονταν και μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι, για να ακολουθήσουν τα έθιμα της ημέρας. Από κάποια σπίτια, ακούγονταν χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα τραγούδια και από κάπου αλλού γέλια. Μέσα σε όλο αυτό το συναισθηματικό χάος, εγώ βρισκόμουν μονάχος μου, ακουμπισμένος σε έναν τοίχο με μερική θέα στη θάλασσα και τους ολοφώτιστους ουρανοξύστες να δεσπόζουν σαν θεριά μέσα στη νύχτα. Θα μπορούσα απλώς να μετατραπώ σε πνεύμα, σε σκιά. Για κάποιον όμως λόγο είχα επιλέξει να μην το κάνω. Για πρώτη μου φορά ήμουν μπερδεμένος και εικόνες της προηγούμενης ζωής μου αναδύονταν από τα άδυτα της μνήμης μου των αιώνων.

«Συγγνώμη, είσαι εντάξει;» άκουσα την κουρασμένη φωνή της Κάιλα. Είχα σχεδόν ξεχάσει την παρουσία της.

«Εσύ;» της αντιγύρισα την ερώτηση και παραξενεύτηκε

«Έτσι νομίζω. Μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Όχι δηλαδή πως θα με πίστευαν κιόλας» ξεκίνησε τον σχεδόν εσωτερικό μονόλογο και συνέχισε « Μιας που το έφερε και η συζήτηση, λες να έχω το χάρισμα και να μπορώ να σας βλέπω;» συνέχισε και εμένα μου ξέφυγε ένα ελαφρύ γέλιο. ΄΄Άτιμο θα ήταν τέτοιο χάρισμα, αν υπήρχε΄΄

Ποτέ και κανένας, εδώ και εκατομμύρια αιώνες, δεν με είχε ρωτήσει, αν ήμουν καλά. Ωστόσο, αυτή η θνητή που ανήκε στο ανθρώπινο είδος, το οποίο τόσο πολύ και ολόψυχα είχα μισήσει, είχε μόλις βάλει στην άκρη το θέαμα που είχε αντικρίσει πριν, προκειμένου να με ρωτήσει απλώς, αν ήμουν καλά. Δεν είχε σημασία αν μπροστά της έβλεπε τον Εωσφόρο, ή τον Λίαμ. Οι τίτλοι δεν είχαν απολύτως καμία σημασία μάλλον.

«Νομίζω πως ένα χάρισμα το διαθέτεις. Άλλοι στην θέση σου, δεν θα άντεχαν στη θέα μου ή ακόμη και στην ιδέα της ύπαρξής μου» της είπα.

«Ω, έλα τώρα δεν είναι και τόσο τρομερό. Συνηθίζεται αν το δεις πολλές φορές και σε επανάληψη» συνέχισε εκείνη και εγώ σηκώθηκα επάνω «Έχω τόσες πολλές ερωτήσεις...»

«Το φοβόμουν»

«Πράγματι μπορείς να καταλάβεις το σώμα κάποιου; Ακόμη και να τον σκοτώσεις;»

Έγειρα για λίγο το κεφάλι μου στο πλάι. Τελικά, η ζημιά που είχε προκαλέσει ο Αμερικάνικος κινηματογράφος, ήταν ανυπολόγιστη.

«Υποθετικά, ναι. Ωστόσο, δεν θα καταδεχόμουν σε καμία περίπτωση να κυκλοφορώ με δανεικό σώμα. Μπορεί να έπεσα από τον Παράδεισο, μα αυτό, δεν αναιρεί την αλήθεια πως ήμουν ο πιο ισχυρός Αρχάγγελος. Και μόνο αυτό μου αρκεί, για να μην φτάσω ποτέ στα αποτρόπαια σημεία που ανέφερες»

«Και τότε γιατί...;»

«Γιατί το κακό, λειτουργεί σαν φόβητρο για να μην ξεστρατίσει κανείς. Η ουσία είναι πως πρέπει να κάνεις το σωστό, όχι γιατί φοβάσαι, μα γιατί το θέλεις πραγματικά»

«Είσαι σοφός!» ενθουσιάστηκε.

«Είμαι απλώς πανάρχαιος και ένα πνεύμα δημιουργημένο με ανώτατη ευφυΐα, που διαθέτουν και άλλοι Αρχάγγελοι, όπως ο Μιχαήλ. Λοιπόν, καλή χρονιά δεσποινίς Μουρ, πρέπει να πηγαίνω» της είπα.

«Και η Αντέϊρα; Λείπει τόσες ώρες!» μου φώναξε.

«Ίσως, να είναι μαζί με φίλους της και να περνούν καλά. Ίσως ήμουν υπερβολικός, όπως πάντα άλλωστε».

«Δεν έχω καλό προαίσθημα, ωστόσο και επίτρεψέ μου για το θάρρος που παίρνω, αλλά νομίζω πως μαζί σου θα περνούσε καλύτερα, Θεέ μου συγχώρα με» συνέχισε εκείνη και ειλικρινά το διασκέδαζα εν μέρει το σκεπτικό της.

«Πολύ καλά δεσποινίς. Θα περάσω από το σπίτι μου για να βάλω κάτι πιο άνετο»

«Από την Κόλαση;» συνέχισε εκείνη. ΄΄Μα τους δαίμονες, θα χειροδικήσω΄΄

«Όχι δεσποινίς Μουρ, από το Μανχάταν. Είμαι ακόμη ο Λίαμ Χελ, αν θυμάσαι καλά»

«Σωστά» απάντησε μονολεκτικά.

«Καληνύχτα δεσποινίς» της είπα, μα ένα χέρι με σταμάτησε.

«Μπορώ να έρθω μαζί σου; Ανησυχώ για εκείνη...» ψιθύρισε σχεδόν.

«Αν πράγματι έχει πάθει κάτι, θα είναι επικίνδυνο και για εσένα. Ειλικρινά δεν μπορώ να έχω την προσοχή μου στραμμένη και στη δική σου ασφάλεια. Πέρασες αρκετά για σήμερα» προσπάθησα να την πείσω.

«Σε παρακαλώ» συνέχισε και ένιωσα τα μάτια μου να βγάζουν σπίθες.

«Με το ύψος έχεις καλές σχέσεις;» την ρώτησα τότε ξαφνικά.

«Δεν έχει χρειαστεί να το διαπιστώσω μέχρι σήμερα» μου απάντησε κομπιάζοντας.

«Καιρός είναι, γιατί θα πετάξουμε. Αν βασιστώ στις γόβες σου, ούτε σε τρείς μέρες δεν θα είμαστε στο κέντρο του Μανχάταν. Μην τρομάξεις με το θέαμα» την προειδοποίησα παίρνοντας τη μορφή του γιγάντιου, σκοτεινού Αγγέλου και γυρνώντας την πλάτη μου της είπα :

« Τύλιξε τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου σφιχτά και κράτα με γερά»

Τότε την είδα να χάνει το χρώμα της ξανά.

«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι...Αν μας δει κανείς; Αν δουν την μορφή σου;» ξεκίνησε.

«Θα πετάξουμε ψηλά, είναι βράδυ Παραμονής και όλοι θα είναι μεθυσμένοι και αποπροσανατολισμένοι. Τώρα κλείσε το στόμα σου και κάνε αυτό που σου είπα, προτού το μετανιώσω» τελείωσα και οι δυο μας βρεθήκαμε να αιωρούμαστε πάνω από τους ουρανοξύστες, με την θνητή να παλεύει να βγάλει φωτογραφία από το κινητό της. Εν συνεχεία, άλλαξε θέση έχοντας τα άστρα για θέα ενός εβένινου ουρανού.

«Όλο αυτό είναι μαγεία και ταυτόχρονα τόσο παράξενο. Έχουμε μάθει να σε μισούμε και να σε φοβόμαστε. Ποτέ μας δεν έχουμε σκεφτεί αυτό που υπήρξες. Την ιστορία σου δηλαδή πριν την Πτώση σου. Σκέφτηκες ποτέ να επιστρέψεις πίσω;»

Για λίγο το σκέφτηκα. Ερωτήσεις τέτοιου είδους μου προκαλούσαν νευρικότητα, ωστόσο ήμουν αποφασισμένος πλέον να μην αποφεύγω τις αλήθειες και ας μάτωναν.

«Δεν θα μπορούσα να επιστρέψω. Όχι, όσο κρατώ γύρω μου τα τείχη του εγωισμού μου»

Τη στιγμή που προσγειωνόμασταν όσο πιο αθόρυβα γινόταν, διαπίστωσα πως τα φώτα του σπιτιού μου ήταν ανοιχτά και μα την Κόλαση, ήμουν βέβαιος πως τα είχα κλείσει πριν φύγω. Καθώς άνοιγα την πόρτα, η μυρωδιά του αίματος και του θειαφιού πλημμύρισε τα ρουθούνια μου. Προτού η θνητή ουρλιάξει, της έκλεισα το στόμα.

«Θεέ μου...» προσπάθησε να πει. ΄΄Αυτή η επίκληση του Πατέρα τις πιο ακατάλληλες στιγμές, με τρέλαινε΄΄

Το διαμέρισμά μου ήταν ακατάστατο, με πράγματα πεταμένα εδώ και εκεί, ενώ κάποιος είχε γράψει με αίμα στην μπροστινή τζαμαρία την πρόταση΄΄Αν μπορείς, έλα και πάρε την΄΄.

Για λίγο, ένιωσα να μουδιάζει ολόκληρο το σώμα μου και εκατοντάδες σκοτεινές σκέψεις παρέλασαν αγέρωχα από το μυαλό μου. Το διαμέρισμά μου, έμοιαζε με σφαγείο, ή καλύτερα τηλεοπτική, εμπόλεμη ζώνη και εμένα είχε διακοπεί ο σφυγμός μου για τα καλά, καθώς δεν ήμουν βέβαιος για την προέλευση του αίματος. Αρκετοί Δαίμονες κατά καιρούς, υπήρξαν εφευρέτες διάφορων, ατυχώς στημένων, ψευδών θεαμάτων, μα δεν ήμουν σίγουρος για την περίπτωση ενός ανώτερου Δαίμονα.

«Ποιόν σκότωσες;» σιγοψιθύρισε τρομοκρατημένη η Κάιλα, ενώ το σώμα της ήταν έτοιμο να καταρρεύσει.

Τα χέρια της έτρεμαν συνεχώς και αδιαλείπτως, στην προσπάθειά της να στηριχτεί στην πρώτη καρέκλα που βρήκε εύκαιρη. Η τραγελαφική αυτή η εικόνα, είχε επαναληφθεί πολλές φορές μέσα στην αποψινή βραδιά.

«Κάιλα, κοίταξέ με!» της φώναξα επιτακτικά και εκείνη έστρεψε αργά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Την πλησίασα και στάθηκα μπροστά της, αρπάζοντας τους ώμους της προκειμένου να την σταθεροποιήσω «Κάιλα, δεν είμαι δολοφόνος, παρά μονάχα ένας επαναστάτης και αποστάτης Άγγελος, επομένως σταμάτα να επηρεάζεσαι από τις χιλιάδες αμερικάνικες ταινίες. Δεν θα σκότωνα ποτέ μου άνθρωπο, καθώς δεν έχει νόημα. Γνωρίζω τη δύναμή μου, η οποία δεν συγκρίνεται και δεν έχει καμία σχέση με εκείνη των θνητών. Δεν θα μπορούσα λοιπόν, ποτέ μου να δώσω μία τόσο άνιση μάχη, η οποία θα κρινόταν στο πρώτο δευτερόλεπτο. Είμαι ο πρώτος και δυνατότερος Αρχάγγελος που δημιουργήθηκε. Η αρχαία μου υπερηφάνεια, δεν μου επιτρέπει μία τόσο ποταπή πράξη» ολοκλήρωσα για την δω να ανακτά το χαμένο της κουράγιο και το φυσικό χρώμα της επιδερμίδας της, εγκαταλείποντας το εκρού του νεκρού.

«Τότε, γιατί οι άνθρωποι που δηλώνουν οπαδοί σου, σκοτώνουν άλλους αθώους και κυρίως αγνές γυναίκες, προκειμένου να σε καλέσουν ή να σε ευχαριστήσουν; Τα ακούμε και στις ειδήσεις» επέμεινε και γέλασα στριγκά. ΄΄Αυτές οι ανθρώπινες απορίες, μπορούσαν να σε στείλουν στα Τάρταρα ημίτρελο΄΄

«Γιατί εσείς οι άνθρωποι, διαθέτετε, ένα, ορισμένες φορές αρρωστημένο μυαλό και κατεβάζετε λαμπρές ιδέες, προκειμένου να βρείτε μία καλή δικαιολογία για να σκοτώσετε. Έξυπνο να χρησιμοποιήσετε εμένα, τον κακό και παράφρονα Άγγελο που μισεί τον Θεό. Ωστόσο, ούτε με ευχαριστείτε με αυτόν τον τρόπο, ούτε πρόκειται να έρθω όποτε με καλέσετε, καθώς δεν είμαι το τζίνι των ευχών. Γραμμένους σας έχω, καθώς τα προβλήματα τρέχουν δεσποινίς Μουρ και εμείς καθόμαστε και αναλύουμε τη στρεβλή ανθρώπινη ψυχολογία» της είπα, αλλά δυστυχώς όπως διαπίστωσα, ο σκοτεινός αδερφός μου, μάλλον διαφωνούσε με αυτή μου την άποψη.

Τα φώτα όλα έσβησαν, για να ανάψουν εκ νέου μονομιάς, ενώ ένα παράξενο ρεύμα αέρα πλημμύρισε τον χώρο. Παγωμένου αέρα για την ακρίβεια, που μετέφερε μίσος, θειάφι και Κόλαση.

«Στάσου πίσω μου δεσποινίς Μουρ» της είπα, μα προτού ολοκληρώσω, είχε ήδη κρυφτεί, βαστώντας με γερά και αγνοώντας το γεγονός πως σε ύψος, έφτανε το πολύ μέχρι τη μέση μου.

Τα μαύρα μου φτερά απλώθηκαν και μία φωνή μίλησε μέσα στο κεφάλι μου.

΄΄Αδερφούλη μου, χάλασες και οι συνέπειες φάνηκαν. Έφθασες στο σημείο να σε φτύσει κατάμουτρα ο Μιχαήλ, ο μεγαλύτερος εχθρός σου και τώρα παίρνω σειρά εγώ. Η απουσία σου, δήθεν για να ξεγελάσεις τον Πατέρα, είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν οι Κολασμένοι, ενώ τα υπόλοιπα σκοτεινά αδέρφια μας, ξεκίνησαν να αμφιβάλλουν για το πρόσωπό σου και την φερεγγυότητά σου. Κάτι τέτοιο όμως, θαρρώ πως δεν το επιθυμείς και γι'αυτό έχω μία πρόταση να σου κάνω : σκότωσε για την ώρα αυτήν τη θνητή που βρίσκεται πίσω σου και μετά, έλα να ασχοληθούμε λίγο με τη γλυκιά σου τη βοηθό. Για αρχή θα παίξουμε μαζί της και αφού τη φέρουμε σε σημείο να χάσει εντελώς τα λογικά της, θα την σκοτώσουμε μαζί. Εκτός βέβαια και αν έχεις φθάσει σε τέτοιο αξιοθρήνητο βαθμό, να αναπτύξεις αισθήματα για εκείνη, καθώς Αφέντη, τα αισθήματα ανήκουν στο υπηρετικό προσωπικό του Παραδείσου και όχι σε εμάς΄΄ τελείωσε ο σατανικός ψίθυρος και εγώ ευθύς κατάλαβα, πως ήταν ο Ασμοδαίος. ΄΄Δεχόμουν το ένα χτύπημα, μετά το άλλο΄΄

«Για αρχή, εμφανίσου μπροστά μου» τον διέταξα σοβαρά.

Ο ψυχρός άνεμος κόπασε και μία σκιά κινήθηκε στον απέναντι τοίχο, μέχρι που τη θέση της πήρε μία εξίσου φριχτή με εμένα φιγούρα. Ο Ασμοδαίος, σε αντίθεση με εμένα που είχα κατορθώσει να κρατήσω τα κυανά μου μάτια, είχε απαρνηθεί κάθε αγγελικό χαρακτηριστικό. Τα μάτια του θύμιζαν κάποιο τυφλό, φρικτό πλάσμα, καθώς ήταν θολά και δυσδιάκριτα. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και μακριά, ενώ το χρώμα του δέρματός του, είχε το καφέ της σκουριάς. Ήταν λίγο πιο μικρόσωμος από εμένα, αλλά η όψη του ήταν εξίσου ζοφερή, αν και όχι τόσο επιβλητική όσο η δική μου.

«Θα σου δώσω μία συμβουλή: να μην τολμήσεις ποτέ ξανά, να σκεφτείς να με ειρωνευτείς. Μπορεί να αποστάτησα από τον Παράδεισο, αλλά η φύση μου και κυρίως η δύναμή μου, δεν μου επιτρέπουν να σκοτώνω. Εγώ, επιθυμώ τον αντίπαλο να τον κοιτώ ίσια στα μάτια και το κέντρο του ενδιαφέροντός μου, ήταν η κατάκτηση του Παραδείσου. Οι άνθρωποι θα αποτελούσαν το εισιτήριό μου, αν αυτός ο ανεπρόκοπος ο Αλάστωρ, δεν ξεχνούσε να μου υπενθυμίσει, πως η φαινομενική αλλαγή κοστίζει. Ο Πατέρας δεν ξεγελιέται και έτσι εγώ, είχα σκοπό να στραφώ στην Κόλαση, ώστε να ετοιμαστούμε για μία ξαφνική έφοδο στην Πύλη του Παραδείσου. Όσο για την Αντέϊρα, εάν τολμήσεις να την αγγίξεις, θα το μετανιώσεις πικρά. Θα σε δέσω και το κορμί σου θα βασανίζεται αιώνια, εκεί όπου ούτε εγώ δεν θα μπορούσα να φτάσω για να σε γλιτώσω» του απάντησα, μα εκείνος γέλασε ειρωνικά.

«Αφέντη, ώστε τρέφεις λοιπόν αισθήματα για αυτό το ανθρώπινο μίασμα. Εσύ, που κάποτε είχες την δυνατότητα να κοιτάζεις το πρόσωπό του Πατέρα και όλοι σε υπάκουαν, έπεσες τελικά τόσο χαμηλά. Ωστόσο, τρέφεις και αυταπάτες, εκτός από αισθήματα, καθώς η Αντέϊρα δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιος είσαι. Μολαταύτα, εγώ μπορώ να σου το υπενθυμίσω. Είσαι ένα τέρας και ο αρχηγός της Κόλασης. Το πιο μισητό πρόσωπο, τόσο του Παραδείσου, όσο και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εκείνος, που κατάντησε φόβος και τρόμος, μέσα από τις αφηγήσεις και τις ταινίες των θνητών. Εκείνος, που όλοι παρακαλούν να μην τον δουν ποτέ μπροστά τους. Τι σε κάνει λοιπόν να πιστεύεις, πως αυτή η θνητή θα αντιδράσει διαφορετικά; Στο τέλος, θα μείνεις ολομόναχος στην εξορία, όπου κανείς δεν θα σε δέχεται. Γι' αυτό, κόψε τους συναισθηματισμούς και πάμε να τελειώνουμε στο μέρος όπου συγκεντρώνονται, όσοι δήθεν κάνουν τελετές για να σε καλέσουν. Θα σε περιμένω» πρόφερε.

Ένα φριχτό χαμόγελο αποκάλυψε τα δόντια μου. Αυτό θα το πλήρωνε ακριβά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top