Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 3
O Aσμοδαίος χάθηκε, σαν εκείνο το κακό και ζοφερό πνεύμα που ήταν, παίρνοντας μαζί του και την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Τα φώτα τρεμόπαιξαν μερικές φορές και η Κάιλα εξακολουθούσε να παραμένει κρυμμένη πίσω μου, με το κορμί της να συνταράσσεται εξαιτίας του φόβου. Μείναμε οι δυο μας, λοιπόν,. να αλληλοκοιταζόμαστε αμήχανα. Εγώ με την κανονική μου μορφή και εκείνη, ένα νεκροζώντανο σώμα που είχε σχεδόν υποστεί κρίση πανικού μετρίου βαθμού. Είχε μόλις καλωσορίσει και επίσημα τον χορό των τεράτων. Η ώρα περνούσε βασανιστικά, ώσπου την είδα να τινάζεται με αποφασιστικότητα.
«Ξέρεις κάτι;» πρόφερε ύστερα από λίγα λεπτά «Σε παραδέχομαι» δήλωσε και ειλικρινά τα μάτια μου, αν είχαν αυτή τη δυνατότητα, θα πετάγονταν έξω από την έκπληξη. «Είσαι αρχηγός, όχι σκουλήκι που σέρνεται όπως ο υποτιθέμενος αδερφός σου. Έχω αρχίσει να μην καταλαβαίνω γιατί έφυγες από τον Παράδεισο»
΄΄Αουτς, αυτό πόνεσε. Ορίστε που έφθασες ανεπρόκοπε. Να σε θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι του Παραδείσου. Φτου σου!΄΄
«Δεσποινίς, δεν θα χάσω επιπλέον χρόνο για να σου εξηγήσω τους λόγους της αποχώρησής μου από την ουράνια πολιτεία. Θέλω να μου πεις πού είναι αυτό το τηλεφωνικό κέντρο του σκότους, από όπου με καλείτε για να σας απαντήσω» της μούγκρισα.
«Και πού θέλεις να γνωρίζω εγώ; Είμαι θεοσεβούμενη γυναίκα!» μου φώναξε.
«Το πρόβλημα με εσάς τους ανθρώπους τελικά, είναι πως είστε μονάχα θεοσεβούμενοι και καθόλου θεοφοβούμενοι και γι 'αυτό φθάσατε εδώ, στην αγκαλιά μου. Αλλάζω και φεύγουμε. Μέχρι τότε, μάθε που βρίσκεται!» την πρόσταξα και προτού αποσυρθώ συμπλήρωσα «Και ούτε καν να σου περάσει από το μυαλό να με ακολουθήσεις. Έχεις πολύ δουλειά και κυρίως σφουγγάρισμα. Δεν πιστεύω να τα περιμένετε όλα από εμένα πια;» αναφώνησα και την είδα να σκύβει πάνω από το κινητό της, αναζητώντας φαντάζομαι αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο, τηλεφωνικό μου θάλαμο, από όπου οι άνθρωποι πάλευαν να με καλέσουν, κατά πώς φαινόταν δίχως αποτέλεσμα. Ίσως εκεί κάτω το τηλεφωνικό μας δίκτυο, να παρουσίαζε διακοπές και προβλήματα, ποιος ήξερε;
Έχοντας χωθεί για δέκα ολόκληρα λεπτά στη ντουλάπα, έψαχνα μανιωδώς να βρω κάτι ευπρεπές και άνετο. ΄΄Εδώ είμαστε. Χρώματα να θες΄΄ συλλογίστηκα κοιτάζοντας με θαυμασμό την πλούσια και ευφάνταστη γκαρνταρόμπα του θνητού, ενώ έχοντας φορέσει το πρώτο υποψήφιο συνολάκι, βγήκα έξω, προκειμένου να ρωτήσω την ανεπρόκοπη που με καρτερούσε για την γνώμη της. Στο κάτω-κάτω γυναίκα ήταν, κάτι παραπάνω θα ήξερε.
«Ακούω γνώμη» της είπα.
«Σε φωτίζει» ήρθε η λακωνική της απάντηση.
΄΄Δεν θέλω να παραστήσω τον πεφωτισμένο δεσποινίς, αλλά να προσδώσω σε αυτό το θλιβερό και σκοτεινό μου είδωλο, λίγη περισσότερη ομορφιά, άντε και λίγη λάμψη΄΄.
«Δηλαδή, μου πηγαίνει;» συνέχισα να την ρωτώ, μήπως τελικά οι σκέψεις μας, κατόρθωναν να συναντηθούν σε κάποιο σταυροδρόμι.
«Γαλάζιο με μπεζ, φυσικά. Τώρα αν σκέφτεσαι να πας έτσι, σε ένα τέτοιο μέρος, όπου γύρω σου φαντάζομαι πως θα κυριαρχεί το μαύρο της Κολάσεως και οι αιμοδιψείς δολοφόνοι....Ε, καλή τύχη» συνέχισε εκείνη.
«Ω, ελάτε τώρα δεσποινίς Μουρ. Σας είχα για πιο έξυπνη. Είναι το καλύτερο καμουφλάζ, όπου κάτω από τη μάσκα του ατσαλάκωτου κολεγιόπαιδου, θα κρύβεται ο Σκοτεινός Πρίγκιπας. Πιστέψτε με, δεν θα ξέρουν από πού τους ήρθε οι θνητοί, δήθεν οπαδοί μου. Όσο για τους αθάνατους, ελπίζω εξίσου στον αιφνιδιασμό τους» τελείωσα και τότε η μυρωδιά του θειαφιού επέστρεψε εκ νέου στον χώρο και ο Αλάστωρ φάνηκε μπροστά μου κατάκοπος και λαχανιασμένος.
«Καλή χρονιά Αφέντη» μου είπε χαμογελαστά και μία γκριμάτσα αηδίας φάνηκε στο πρόσωπό μου, στη θέα της οδοντοστοιχίας του.
«Κακή, ψυχρή και ανάποδη και σε εσένα κατώτερη ύπαρξη» του απάντησα και η Κάιλα μαρμάρωσε στη θέση της.
«Φίλος σου;» με ρώτησε τραυλίζοντας μην αντέχοντας τη συνεχή παρέλαση δυσάρεστων, δαιμονικών φυσιογνωμιών.
«Ω, μα ξέχασα να σας συστήσω. Από εδώ ο Αλάστωρ, κατώτερη δαιμονική ύπαρξη της Κολάσεως και πιστός μου υπηρέτης αιώνες τώρα»΄΄ Μην σου πω και ο μοναδικός πλέον΄΄ «Από εδώ η δεσποινίς Κάιλα Μουρ, υπεύθυνη πληρωμάτων με μεταπτυχιακό στην κλινική ψυχολογία» ολοκλήρωσα και ο Αλάστωρ έμεινε να μας κοιτάζει χάσκοντας. Για την ακρίβεια μία εμάς και μία το χάος γύρω μας.
«Τι συνέβη;» με ρώτησε.
«Ο Ασμοδαίος κρατά την Αντέϊρα και αποφάσισε να μου στείλει απειλητικό μηνυματάκι λες και είμαστε νήπια» του απάντησα απότομα, όταν μέσα στο μυαλό μου άκουσα τη φωνή του Μιχαήλ να μου ψιθυρίζει μία διεύθυνση. Μα, φυσικά! Ήταν ο Φύλακάς της και ήξερε, μα καθώς κάτι τον είχε καθυστερήσει, έπρεπε να προλάβω εγώ.
«Δεσποινίς Μουρ, ίσως έπρεπε να πούμε σε αυτούς τους αλαφροΐσκιωτους θνητούς, πως θα με ευχαριστούσαν αληθινά με την προσφορά λίγης μαύρης σοκολάτας. Εκεί, υπήρχε πράγματι περίπτωση να εμφανιζόμουν εγώ ο ίδιος μπροστά τους και μάλιστα με ένα πλατύ χαμόγελο. Έχω τη διεύθυνση»
«Σκοπεύεις να πας;» συνέχισε το βιολί του το απεχθές δαιμόνιο.
«Φυσικά. Θα δώσω μάλιστα ένα γερό μάθημα, τόσο σε θνητούς όσο και σε αθάνατους» του απάντησα με αλαζονεία.
«Πηγαίνεις για να σώσεις εκείνη, θέλεις να πεις και τελοσπάντων, τι είναι αυτό το γαλάζιο φούτερ που φοράς;» τσίριξε ο Αλάστωρ.
«Της μόδας και εσύ έχεις πλήρη άγνοια πάνω σε αυτό. Ναι λοιπόν αγαπημένε μου βοηθέ. Πηγαίνω και για την Αντέϊρα. Το εισιτήριο για τον Παράδεισο το έχασα, δεν θέλω να χάσω και την ίδια»
΄΄Τι είπες μόλις τώρα σακατεμένε; Τι ξεστόμισες; Εμπρός λοιπόν, μπάλωσέ το άμεσα!΄΄ Φώναξε το υποσυνείδητο, αλλά το συνειδητό αντιστεκόταν σθεναρά.
Η εικόνα που ακολούθησε μετά από αυτή μου την ομολογία, ήταν ένας Αλάστορας σοκαρισμένος και μία Κάιλα με το βλέμμα της ερωτοχτυπημένης πεταλούδας.
«Αυτό που μόλις είπες, ήταν απλά υπέροχο και μην προσπαθήσεις να το μπαλώσεις» έσκουξε λες και είχε διαβάσει τη σκέψη μου, ενώ εγώ σώπασα. «Στο αμάξι μου γρήγορα, θα με χρειαστείτε. Φυσικά, ως εκεί θα πάμε πετώντας. Έχω παρκάρει στην εταιρεία» πρόφερε η Κάιλα η οποία πλέον αντιμετώπιζε τις πτήσεις με διαφορετική και ανανεωμένη ψυχολογία.
«Γόβες, το αιώνιο γυναικείο πρόβλημα» μουρμούρισα, ενώ η δυσαρέσκεια καθρεπτιζόταν και στο φρικτό πρόσωπο του Αλάστορα.
«Εγώ, αρνούμαι να συνεργαστώ με τους θνητούς»
«Εσύ, για να μην ψηθείς στους τετρακόσιους βαθμούς, κλείσε το στόμα σου και ετοιμάσου να υιοθετήσεις την κάτω του μετρίου, ανθρώπινη εμφάνισή σου. Δεσποινίς Μουρ, δέστε τη ζώνη σας» της είπα, καθώς άνοιγα το παράθυρο απλώνοντας τα μαύρα μου φτερά.
***
Βάδιζε αγέρωχα στο μονοπάτι ενός βοτανικού κήπου, βαστώντας τη ναρκωμένη Αντέϊρα στα χέρια του, τυλιγμένη με ένα κομμάτι βρώμικο ύφασμα. Ο Λεόν κατευθυνόταν σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο, εντός του οποίου είχαν τοποθετηθεί κεριά μαύρα για την τελετή. Στα κρυφά, ο Ασμοδαίος και ο Αζαζήλ παρακολουθούσαν. Ως Ανώτεροι Δαίμονες δεν ήταν δεμένοι με κάποιον, όπως ο Αλάστωρ μαζί μου. Μπορούσαν να μετακινούνται όπως ήθελαν. Σε μία καρέκλα, τοποθετήθηκε το αναίσθητο κορμί της Αντέϊρα. Ο Ασμοδαίος φύσηξε προσκαλώντας φωνές τις οποίες τοποθέτησε στα κεφάλια των θνητών, που ξεκίνησαν να γδύνουν την κοπέλα και ταυτόχρονα να αλείφουν το κορμί της με βενζίνη. Ο Λεόν την κοιτούσε με μία αρρωστημένη συμπόνια.
«Αφού δεν επιθυμούσες να γίνεις δική μου, τότε θα σε αναγκάσω» ψιθύρισε κοντά στο αφτί της. Σε λίγη ώρα θα ξεκινούσε η τελετή, με κατάληξη τη θυσία της. Οι δύο Πρίγκιπες της Κόλασης χαμογελούσαν. Αγαπούσαν τους θνητούς που επιδίδονταν σε εγκλήματα. Αγαπούσαν να αποδεικνύουν στα φωτεινά τους αδέρφια, πόσο λάθος είχαν κάνει να πιστεύουν στους ανθρώπους.
***
Με τους δρόμους να είναι μποτιλιαρισμένοι εξαιτίας της ημέρας, ήμασταν για ώρα ακινητοποιημένοι, με τα νεύρα μου να έχουν τεντωθεί και με τους ταξιτζήδες να έχουν αγιοποιηθεί στα μάτια μου, για την καθημερινή τους υπομονή.
«Φεύγω» ανακοίνωσα στην Κάιλα υιοθετώντας την άυλη μορφή μου, ώστε να μεταφερθώ άμεσα στον τόπο ενός εγκλήματος.
«Θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο» ακούστηκε ύστερα από αρκετή ώρα η φωνή της.
«Σοφή απόφαση εκ μέρους σου. Δεν θα ήθελες να χορτάσουν τα ματάκια σου με περισσότερες αποτρόπαιες εικόνες» της απάντησα «Αλάστωρ, κρύψου από τα ανθρώπινα μάτια και ακολούθησέ με. Δεν θα πήγαν και πολύ μακριά» του είπα μυρίζοντας έντονα το θειάφι γύρω μου.
Περπατήσαμε στα φιδογυριστά μονοπάτια του κήπου και ειλικρινά αν είχα χρόνο, θα σταματούσα να μυρίσω μερικά από τα άνθη του, αλλά δυστυχώς χρόνος δεν υπήρχε. Άκουγα ολοένα και περισσότερες φωνές και ψιθύρους, ή καλύτερα μουρμούρες. Η μυρωδιά του πυρός του εξώτερου, γινόταν εντονότερη σε κάθε μας βήμα και εγώ είδα μία ομάδα μαυροφορεμένων ανθρώπων, με τον Ασμοδαίο και τον Αζαζήλ, να στέκονται με ανθρώπινη μορφή. Ήταν όλοι τους κρυμμένοι σε ένα κτήριο αδειανό και στη μέση τους, βρισκόταν η Αντέϊρα δεμένη σε μία καρέκλα.
΄΄Πρώτη παραπληροφόρηση. Σιχαίνομαι το μαύρο χρώμα και βλέποντάς τους όλους ντυμένους έτσι, σαν να πήγαιναν σε κηδεία, εκνευριζόμουν εξαιτίας της κακογουστιάς τους΄΄.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στο ημίγυμνο κορμί που κρεμόταν σαν σακί.
Ο Ασμοδαίος την πλησίασε, γδέρνοντας το πρόσωπό της.
΄΄Προδότη!Θα το μετάνιωνες πολύ-πολύ πικρά αυτό. Για χάρη σου θα εφεύρισκα καινούργια βασανιστήρια!Αρχικολασμένε!΄΄ σκέφτηκα.
Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να της κόψει την καρωτίδα με το στιλέτο που κρατούσε, έκανα αισθητή την εμφάνισή μου αποσπώντας του την προσοχή.
«Συγχαρητήρια αδερφέ για τους θαυμαστές σου. Είναι ο ένας πιο ηλίθιος από τον άλλο!» του φώναξα χτυπώντας ειρωνικά παλαμάκια.
Τότε το πλήθος των μαυροφορεμένων, έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου, κοιτάζοντάς με έτοιμο να λυθεί στα γέλια.
«Πλουσιόπαιδο, πήγαινέ σπίτι σου καλύτερα» μου φώναξε ένας και ο Ασμοδαίος γέλασε ειρωνικά.
«Ως και οι θνητοί σε ειρωνεύονται. Τόσο χαμηλά αφέθηκες να πέσεις» μου έφτυσε και τότε, ένιωσα την οργή να με τυλίγει σε τέτοιο βαθμό, που η Γη ξεκίνησε να τρέμει, τα μάτια μου να αλλάζουν χρώμα και το μέγεθός μου να διπλασιάζεται. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων, στεκόταν πια ένας γιγαντόσωμος, μαύρος Άγγελος, με ίσως, το πιο φριχτό πρόσωπο που είχαν δει ποτέ τους.
«Το ήξερα!» άκουσα τη φωνή του Λεόν. «Εσύ ήσουν ο Αφέντης και Κύριός μου. Εγώ για εσένα, θα την θυσιάσω, αφού πρώτα περάσουμε καλά»
Τους είδα να πέφτουν ένας-ένας σαν τις μύγες στο έδαφος και να στέκονται εκεί γονατιστοί. ΄΄Ω, η αλήθεια το λάτρευα αυτό το θέαμα του υπάκουου κοπαδιού δίποδων βοοειδών΄΄
«Ως Αφέντης σου, θα σε διέταζα απλώς να πας να πνιγείς» πρόφερα βραχνά με μία φωνή που ήξερα πως θα προκαλούσε τρόμο. Τα μυώδη χέρια μου υψώθηκαν ψηλά και τα φτερά μου κάλυψαν το εβένινο κορμί μου. Τώρα θα λάμβαναν μία γεύση αληθινής δύναμης. Με μία κίνηση, έπεσαν όλοι κάτω. Ρωγμές ξεκίνησαν να ανοίγουν στους τοίχους περιμετρικά που θρυμματίζονταν. Στις παλάμες μου χόρευαν φλογισμένα κορμιά δαιμόνων, σαν να ήμουν εγώ ο διευθυντής αυτής της χορωδίας. Ήταν ψυχές τιμωρημένες και σύντομα όλοι αυτοί, θα πάθαιναν το ίδιο. Οι κραυγές μου αντήχησαν σπάζοντάς τους τα τύμπανα και τα μάτια μου στένεψαν απόκοσμα. Σε μία του προσπάθεια να ξεφύγει, ο Λεόν καταπλακώθηκε από τα ερείπια. Οι θνητοί ξεκίνησαν να τρέχουν, ενώ ο Ασμοδαίος παρέμεινε ατάραχος δίπλα στο σώμα της Αντέϊρα.
«Δώσε μου την κοπέλα» συλλάβισα επιτακτικά.
«Έλα και πάρε την» απάντησε και ευθύς υιοθέτησε και εκείνος την κανονική του μορφή, με εμένα να πέφτω επάνω του και εκείνον να ανταποδίδει την κίνηση.
Βρεθήκαμε να χτυπιόμαστε σε χαμηλό υψόμετρο, σαν δύο θηρία που ήθελε να ξεσκίσει το ένα τη σάρκα του άλλου. Τα γαμψά μου νύχια ήταν έτοιμα να σκίσουν τα πλευρά του, όταν καθώς τον κρατούσα ανάμεσα στα χέρια μου, δίχως να μπορώ να το ελέγξω, ένα φως ξεπήδησε από μέσα μου, και ξεκίνησε να με τυλίγει. Ένα φως τόσο ισχυρό, που του δημιούργησε σπασμούς στο σώμα, του καίγοντας τη σάρκα του μέχρι το μεδούλι. Τον είδα να κατρακυλά άτσαλα στο έδαφος, απόλυτα ηττημένος από τη λάμψη, ενώ και ο Αζαζήλ στη θέα της φάνηκε να υποφέρει, καθώς αδυνατούσε να υψώσει το βλέμμα του. Το φως τον τύφλωνε, όταν επιτέλους έφθασε και ο Μιχαήλ που είχε φροντίσει να κρύψει πια το θέαμα από τους υπόλοιπους θνητούς.
«Σε μισώ. Θα μου το πληρώσεις! Εσύ και αυτός! Ο Αρχιστράτηγος του ουρανού!» μούγκρισε ο Ασμοδαίος ασθμαίνοντας. Από τη στοματική του κοιλότητα, ένα μαύρο υγρό έσταζε σαν αίμα στο λεκιασμένο πάτωμα.
«Δεν θα με φτάσεις, όσο και αν παλέψεις γι' αυτό» του απάντησα και μαζί με τον Αζαζήλ, τους είδα να εξαφανίζονται σε κλάσματα του δευτερολέπτου, με το σώμα τους να σέρνεται σε άθλια κατάσταση.
Ο Αλάστωρ είχε μείνει να με κοιτάζει, πονεμένος και άναυδος.
«Τι ήταν αυτό;» με ρώτησε έντρομος.
«Δεν ξέρω» απάντησα κοφτά, μα έλεγα εμφανώς ψέματα και επίσης εμφανώς, το είχε καταλάβει.
«Αυτό, Αφέντη, δεν ανήκει στην τωρινή σου φύση. Είναι το Αρχαίο Φως του κόσμου που κάποτε κρατούσες σαν ήσουν στον Παράδεισο»
Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου ακούγοντας αυτήν την απάντηση. Μα, φυσικά. Πώς μπορούσα να το έχω ξεχάσει; Το πιο ισχυρό και Ιερό δώρο που μου είχε κάποτε δοθεί. Οι ευχές όλων των αδερφών μου, χαραγμένες στη λάμα ενός σπαθιού που κρατούσα. Το φως του πιο ισχυρού Αρχαγγέλου που υπήρξε. Το φως που απαρνήθηκα και που φυσικά συνέχιζα να απαρνιέμαι. Γιατί ήρθε; Πώς ήρθε; Ομολογώ πως δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top