Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως/ part 1

Βάδιζα με γοργούς ρυθμούς στους δρόμους της μεγαλούπολης, οι οποίοι κυριολεκτικά έσφυζαν από ζωή θυμίζοντας πασαρέλα ή τρελό καρναβάλι. Το μυαλό μου ήταν ακόμη θολωμένο από τα ξαφνικά γεγονότα, όταν άκουσα μία φωνή πίσω μου, η οποία παρά την αφόρητη οχλαγωγία κατόρθωσε να ξεχωρίσει.

«Κύριε Χελ, περιμένετε!» ΄΄Άψογα, θνητοί και αθάνατοι εν δράση΄΄ σκέφτηκα.

«Τι γυρεύεις εδώ Κάιλα;» τη ρώτησα κάπως κοφτά.

«Άλλαξα γνώμη και αποφάσισα να σε βοηθήσω. Η αλήθεια είναι πως έψαξα και εγώ την Αντέϊρα και κάποιος με ενημέρωσε, πως την είδε να εξαφανίζεται με τον Λεόν. Μετά συνδύασα όλα αυτά που μου είπατε περί επικινδυνότητας και περί...Θεέ μου!Περί Σατανισμού» ψιθύρισε. «Ε, δεν θέλει και πολύ, με ταράξατε είχατε δεν είχατε και μέρα που είναι» μου απάντησε λαχανιασμένη και κουνώντας εκφραστικά τα χέρια της σε ένδειξη αγανάκτησης.

«Η σύντομη αντίδραση και ανταπόκρισή σας, ομολογώ πως με εκπλήσσει. Λοιπόν, ας μην χάνουμε χρόνο, θα περάσουμε από το σπίτι της πρώτα» πρόφερα και έτρεξα ταχύτατα προς το μέρος των υπόγειων συρμών, ξεκινώντας να κατεβαίνω με φόρα τα σκαλιά, απλά για να διαπιστώσω, πως η Κάιλα είχε μείνει χιλιόμετρα πίσω, αγκομαχώντας να με φθάσει και ισορροπώντας σε αυτές τις απαίσιες λουστρίνι, δήθεν εορταστικές γόβες της.

Μολονότι σιχαινόμουν τη σωματική επαφή, με μοναδική εξαίρεση τη θνητή-εισιτήριο στον Παράδεισο, δεν έβλεπα άλλη λύση στην περίπτωσή μου. Στράφηκα ευθύς προς το μέρος της και τη σήκωσα στην αγκαλιά μου, μπας και φθάναμε αυτόν τον χρόνο στον προορισμό μας  και προτού μας βρει η είσοδος του επόμενου.

«Τελικά σας διακατέχει μία γοητεία. Μπορώ να την καταλάβω εν μέρει τη φίλη μου» ακούστηκε η φωνή της και εγώ σχημάτισα ένα ψεύτικο χαμόγελο.

Στο μετρό μέχρι το Μπρούκλιν, παραμείναμε και οι δύο σιωπηλοί, ενώ εμένα το μυαλό μου σχημάτιζε εκατοντάδες πιθανές υποθέσεις, όλες άσχημες. Φτάνοντας τελικά μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός της, χτύπησα μερικές φορές, αλλά κανένας δεν απάντησε. ΄΄Λες να σκότωσαν και τη γριά;΄΄ αναρωτήθηκα, αλλά μετά από πέντε λεπτά, η πόρτα η διπλανή άνοιξε αργά και στο κατώφλι φάνηκε η γειτόνισσα αναμαλλιασμένη, με μία ρόμπα να χύνεται στο γερασμένο της κορμί, η οποία άνετα θα την συνόδευε σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα.

«Κοιμόσουν καλή μου;» την ειρωνεύτηκα και η Κάιλα με σκούντησε.

«Μην μου πεις πως ήρθες ως εδώ για να μου ευχηθείς;» μου απάντησε.

«Ω, θα ήσουν ανόητη αν το πίστευες και αυτός ο τίτλος θαρρώ πως δεν σου ταιριάζει» μουρμούρισα μελιστάλακτα. «Πού είναι η Αντέϊρα;» ρώτησα μπαίνοντας στο ψητό και δίχως περιστροφές και την είδα να ξαφνιάζεται.

«Υποθετικά ήταν μαζί σου».

«Εξαφανίστηκε» πρόφερα και την είδα να ταράζεται.

«Μήπως να καθόσασταν; Έχετε και μία ηλικία...» πετάχτηκε η Κάιλα και όλοι μας κατευθυνθήκαμε στον καναπέ του σαλονιού. Μέγα λάθος και ακριβοπληρωμένο στην πορεία.

«Μα πόσο ανόητος είσαι; Ένα βράδυ την άφησα στα χέρια σου θεωρώντας πως θα την πρόσεχες! Τόσο ανόητη στάθηκα και εγώ!»

«Δεν είναι δική μου ευθύνη που...» πάλεψα να ψελλίσω για να την δω να ορθώνεται στα ξαφνικά λες και ήταν έφηβη.

«Πάψε! Ήταν δική σου ευθύνη! Αρχάγγελος υπήρξες! Ο πιο ισχυρός! Τι στο καλό...;» ετοιμάστηκε να αναρωτηθεί, μονάχα που κατάπιε κάθε θυμό σχηματίζοντας μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας. «Έχεις πιει;»

«Μία γουλιά» ομολόγησα ένοχα.

«Ω, μα τους Αγίους όλους!» συνέχισε να ωρύεται η γηραιά οχιά, όταν το ουρλιαχτό της δεσποινίδας Μουρ, μου τρύπησε τα αυτιά.

«Μα τις Σειρήνες δεσποινίς! Τι σας έπιασε;» της φώναξα και την είδα να μου δείχνει κατάχλομη προς τη μεριά ενός καθρέπτη, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς απέναντί μας και που φυσικά εγώ δεν είχα προσέξει, μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Μέσα του, καθρεπτιζόταν ένας γιγαντόσωμος, μαύρος άγγελος με αγκαθωτά φτερά και παραμορφωμένο πρόσωπο. Το σώμα του ήταν ανδρικό, μυώδες και τα χέρια του κατέληγαν σε γαμψά και κοφτερά νύχια. Κοινώς το ΄΄είναι΄΄ μου σε όλο του το μεγαλείο μας χαμογελούσε με σαδιστική ευχαρίστηση. Η εικόνα ήταν τόσο αποτρόπαια, που μέχρι και εγώ δεν έβρισκα λόγια για να την περιγράψω.

«Πρέπει να φταίει το αλκοόλ, δεν εξηγείται διαφορετικά» ξεκίνησε να τραυλίζει και σηκώθηκε τρέμοντας από δίπλα μου παλεύοντας να απομακρυνθεί. «Όμως μέσα από τον καθρέπτη βλέπω πως εγώ κινούμαι κανονικά, ενώ αυτό κάθεται, όπως εσύ. Σήκω αμέσως επάνω!» τσίριξε και αγανακτισμένος ακολούθησα την προσταγή της. «Και αυτό σηκώθηκε μαζί σου. Θεέ μου, τι είσαι; Λέγε τι είσαι! Θέλω να φύγω..» συνέχισε να φωνάζει στα πρόθυρα της υστερίας, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, παρασέρνοντας το μακιγιάζ και αφήνοντας πίσω ένα αποτέλεσμα που μου προκαλούσε γέλιο.

«Ηρέμησε» ήταν η μόνη λέξη που μου ήρθε πρώτη στο μυαλό.

«Μη με ακουμπάς!» συνέχισε την συμπεριφορά του πανικού.

«Ποιος σου είπε πως θέλω; Απλά κλείσε επιτέλους το στόμα σου και άφησέ με να σου εξηγήσω» της γρύλισα. «Καταρχάς, να σου κάνω την τιμή να δεις τη μορφή και εκτός καθρέπτη ή δεν θα το αντέξεις; Να ξέρεις πάντως, πως αυτή εδώ η γυναίκα το άντεξε, που είναι μεταξύ ογδόντα και τάφου. Άρα και η δική σου καρδιά μπορεί» της είπα και την είδα να κουνά αρνητικά το κεφάλι της, μα ήταν πολύ αργά για να αλλάξω γνώμη. Η ανθρώπινη μορφή μου, έδωσε τη θέση της στο τερατούργημα της Κόλασης μέσα σε δευτερόλεπτα. «Να συστηθώ ξανά. Εωσφόρος»πρόφερα όσο πιο χαριτωμένα μπορούσα και σαν απάντηση, έλαβα τον ήχο από το πέσιμο του κεφαλιού της στο πάτωμα.

Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, έπειτα από δικές μου υπερπροσπάθειες και θαυματουργά σκευάσματα από τη γηραιά οχιά, ήταν ιδρωμένη, αναμαλλιασμένη και παραμιλούσε διαρκώς. Η ανθρώπινη μορφή μου είχε επιστρέψει, καθώς ήθελα να αποφύγω το ενδεχόμενο να την στείλω στο τρελάδικο και μάλιστα μία τόσο εορταστική μέρα.

«Όλα καλά δεσποινίς;» τη ρώτησα σαν να μην είχε συμβεί τίποτε και εκείνη μου χαμογέλασε στραβά.

«Είδα ένα παράξενο όνειρο με τον έξω από εδώ. Τελικά το ποτό με πείραξε πιο πολύ από ό,τι περίμενα και πρέπει να το κόψω» μου απάντησε και τη στιγμή που σηκωνόταν, είδε και πάλι τη μορφή μου στον καθρέπτη.

«Όχι! Δεν μπορεί, δεν ήταν όνειρο! Ήσουν εσύ. Θεέ μου, που έχει πάει και έχει μπλέξει η φίλη μου; Σε επικαλέστηκε μέσα από τελετές; Είναι εν αγνοία μου αμαρτωλή; Έπαιξε ίσως εκείνο το δαιμονικό επιτραπέζιο και αντί για κάποιον δικό της πεθαμένο, άνοιξε καταλάθος την πύλη του Κάτω Κόσμου;» ξεκίνησε το παραλήρημα.

«Όχι, συνήθως έρχομαι απρόσκλητος και εκτός φαιδρών επιτραπέζιων. Σε εκείνα ανταποκρίνονται τα δαιμονικά κατακάθια. Η αφρόκρεμα, όπως εγώ, είναι ακατάδεχτη. Επίσης, πίστεψέ με και εσύ έχεις τις δεκαπλάσιες αμαρτίες σε σχέση με εκείνη. Σε περίπτωση που αμφιβάλεις, την έχω εντοπίσει τη λίστα σου και την μελετώ ενδελεχώς εκεί κάτω» της απάντησα.

«Ώστε, αυτό είναι! Ήρθες για εμένα και με προσέγγισες μέσω εκείνης!» συνέχισε.

«Για την ακρίβεια, ήρθα για εμένα και η αιώνια ατυχία που με δέρνει, πέταξε και εσένα στο διάβα μου, σαν να μην μου ήταν αρκετά τα δικά μου προβλήματα» ξεκίνησα να γρυλίζω.

«Έχεις και εσύ προβλήματα;» ρώτησε στα ξαφνικά αθώα.

«Ω, δεν φαντάζεσαι πόσα και εσύ αποτελείς σίγουρα ένα από αυτά, διπλασιάζοντας παράλληλα και τα ήδη υπάρχοντα»

Τότε, είδα την ηλικιωμένη να στέκεται παράμερα και να με κοιτάζει με νόημα.

«Πες το» της πέταξα επιτακτικά.

«Την αγαπάς, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε θρασύτατα.

«Αυτήν;» ρώτησα και εγώ κοιτάζοντας την Κάιλα.

«Την Αντέϊρα εννοώ. Χάθηκε και εσύ έχεις χάσει τη γη κάτω από τα πόδια σου» συνέχισε η γυναίκα.

«Το εισιτήριο του Παραδείσου έχασα, θες να πεις, και άντε βρες το τώρα» συνέχισα.

«Μη λες ψέματα σε εμένα» είπε πονηρά. «Για μία φορά, στάσου με θάρρος και παραδέξου την αλήθεια, υιέ της Αυγής»

«Ναι» ήταν η μόνη κουβέντα που ξεστόμισα με απελπιστική δυσκολία, ενώ είδα την Κάιλα να βάζει την παλάμη της στο στόμα, ώστε να μην αρχίσει εκ νέου να ουρλιάζει.

«Εκείνη;» συνέχισε η γυναίκα την ανάκριση.

«Φαίνεται να ανταποκρίνεται» απάντησα ξανά λακωνικά, ενώ κάθε μου κουβέντα έκανε την καρδιά μου να χτυπά σε γοργούς ρυθμούς. Ξαφνικά με είχαν πιάσει και οι ανασφάλειες. Ακόμη ένα γελοίο, ανθρώπινο μειονέκτημα.

«Ανταποκρίνεται στον Λίαμ, όχι στον Εωσφόρο» πρόφερε σαδιστικά, αλείφοντας τις κουβέντες της με ειρωνεία.

«Γνωρίζω πως είμαι ένα τέρας, δεν χρειάζεται να μου το χτυπάς και εσύ»

«Η αλήθεια να λέγεται...» ακούστηκε ο ψίθυρος της Κάιλα, αλλά ένα βλέμμα μου την επανάφερε στην τάξη.

«Είμαστε αυτό που επιλέγουμε και εσύ επέλεξες να είσαι ένα τέρας. Κανείς και ποτέ δεν πρόκειται να σε αγαπήσει, με μία εικόνα βασισμένη στο ψέμα. Είναι κάτι που στον χώρο της αγάπης, της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης, δεν έχει θέση. Άρα, δεν την αγαπάς αρκετά» συνέχισε η γυναίκα και ένιωσα να οργίζομαι.

«Αυτό που λες δεν είναι αλήθεια και δεν έχεις δικαίωμα να με κρίνεις! Είσαι μία καταραμένη θνητή! Δεν με γνωρίζεις, για να με κρίνεις, κανείς δεν με γνώρισε ποτέ!» σχεδόν μονολόγησα.

«Ω, σε ξέρω καλύτερα από όσο νομίζεις» χαμογέλασε εκείνη και για πρώτη φορά, το βλέμμα μου έπεσε σε εκείνον τον αναθεματισμένο καθρέπτη του σαλονιού.

«Μιχαήλ;» ψιθύρισα ασθμαίνοντας.

«Γειά σου αδερφέ» άκουσα μία ανδρική φωνή. Δίπλα μου δεν στεκόταν πια η ηλικιωμένη γυναίκα, μα ένα όμορφος, νεαρός άνδρας. Ο μικρός μου αδερφός.

Η Κάιλα είχε μείνει να μας κοιτάζει άναυδη και για την ακρίβεια, είχε καρφώσει το βλέμμα της στο υπέροχο πρόσωπο του Μιχαήλ, με τα ανάλαφρα καστανά μαλλιά και τα κυανά, σκούρα μάτια. Θυμάμαι πως κάποτε, όταν ακόμη βρισκόμουν στον Παράδεισο, τον πείραζα διαρκώς, λέγοντάς του πως ο Πατέρας, είχε κάνει μάλλον λάθος και είχε χαρίσει σε εκείνον τον αγριεμένο ωκεανό στο βλέμμα, ενώ σε εμένα τον φωτεινό και ξάστερο ουρανό. Τώρα όμως, βρισκόμουν απέναντί του, ένα παραμορφωμένο και λυσσασμένο κτήνος, έτοιμο να τον ξεσκίσει, ζηλεύοντας μία ομορφιά που είχα αποχωριστεί αιώνες τώρα.

«Με κορόιδεψες!» του ούρλιαξα. «Όλον αυτόν τον καιρό, παρίστανες δήθεν τη σακατεμένη γριά γειτόνισσα, προκειμένου να με πλησιάσεις. Ο Πατέρας σε έστειλε, έτσι δεν είναι; Γιατί είμαι βέβαιος πως αυτή τη στιγμή, θα γελούν όλοι εις βάρος μου, μέχρι τον τελευταίο αγγελίσκο της πιο παράφωνης χορωδίας!» ξεκίνησα.

«Δεν με έστειλε ο Πατέρας, αδερφέ. Μην προτρέχεις, όπως πάντα. Είμαι ο Φύλακας Άγγελος της Αντέϊρα από τότε που γεννήθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια, την προσέχω και τη φροντίζω. Με την μορφή της ηλικιωμένης γειτόνισσας, συνειδητοποίησα το πόσο μεγάλη είναι η καρδιά της και πόσους πολλούς χωρά, δίχως διακρίσεις. Έκανε μέχρι και εσένα να την αγαπήσεις με τον τρόπο σου και αυτό και αν είναι άθλος» μου πέταξε, μα εμένα με είχε τυφλώσει το μίσος.

«Θέλεις να πεις, πως δεν έχω καρδιά;» μούγκρισα.

«Εδώ και πολλούς αιώνες, η αληθινή σου καρδιά παραμένει θαμμένη και ξεχασμένη»

«Κλείσε το στόμα σου και φύγε από εδώ» τον πρόσταξα.

«Έχω έρθει να σε προειδοποιήσω για δύο πράγματα. Πρώτον, ο Πατέρας είναι πολύ οργισμένος μαζί σου, γιατί τόλμησες να Τον κοροϊδέψεις και να υποτιμήσεις τη νοημοσύνη Του. Η ευκαιρία σου να επιστρέψεις στον Παράδεισο, πεθαίνει απόψε. Δεύτερον, μείνε μακριά από την Αντέϊρα, καθώς μονάχα πόνο μπορείς να της προκαλέσεις. Η θέση σου είναι πίσω στα Τάρταρα, παρά το γεγονός πως αμφιβάλλω αν σε δέχονται πλέον και εκεί. Το μόνο καλό που μπορείς να προσφέρεις, είναι να με βοηθήσεις να την βρούμε» τελείωσε και με μία μου κίνηση έσφιξα τον λαιμό του.

«Η δύναμή μου, υπηρέτη του Πατέρα, γιατί αυτό είσαι, δεν συγκρίνεται με τη δική σου. Η Αντέϊρα μου ανήκει και εσύ καλά θα κάνεις, να επιστρέψεις πίσω στο υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό» τελείωσα και φλόγες ξεπήδησαν από τα χέρια μου.

Το φως του Μιχαήλ για λίγο με αποπροσανατόλισε και άφησα τον λαιμό του ελεύθερο.

Η Κάιλα, είχε εκ νέου λιποθυμήσει και έτσι εγώ τη σήκωσα ψηλά, διαλύοντας παράλληλα όλο το διαμέρισμα. Τα πάντα πίσω μου γκρεμίζονταν, και εγώ δεν έστρεψα ποτέ το κεφάλι μου να κοιτάξω τον όλεθρο. Ο αδερφός μου, ο οποίος από την οργή του, πρόταξε το σπαθί του τραυματίζοντάς με στο χέρι, στάθηκε ξανά εμπόδιο στο δρόμο μου. Οι σωματικές πληγές για εμένα, εύκολα θα έκλειναν. Για τις ψυχικές ωστόσο, δεν μπορούσα να ορκιστώ.

«Θα μετανιώσεις για πολλά πράγματα, αλλά τότε θα είναι αργά. Πόσες αμαρτίες μπορεί να σηκώσει η αιώνια ζωή σου; Ελπίζω την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε, να μην είναι και ο τελικός πόλεμος της κρίσης. Η Αντέϊρα κινδυνεύει εξαιτίας σου και εξαιτίας των ομοίων σου, καθώς όπως πάντα, η αγάπη σου είναι βουτηγμένη στον εγωισμό. Ντρέπομαι για αυτό που είσαι και λυπάμαι γι'αυτό που υπήρξες. Δεν σου άξιζε» άστραψε ο Μιχαήλ και αμέσως εξαφανίστηκε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top