Λύτρωση ή Τιμωρία; /part 2

Πίσω στο Μπρούκλιν, ο Μιχαήλ βρισκόταν σε δυσμενέστατη θέση. Το διαμέρισμά του για πρώτη φορά τον έπνιγε. Το ένιωθε σαν μία άτιμη θηλιά που ολοένα και τυλιγόταν γύρω από τον λαιμό του. Κοίταξε τις εικόνες που απεικόνιζαν τα αδέρφια του και προσευχήθηκε σιωπηλά να έπαιρναν όλα το σωστό δρόμο. Μολαταύτα, ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα, τον επανάφερε στην πραγματικότητα. Άνοιξε ευθύς και στο κατώφλι είδε να στέκεται μία Αντέϊρα διαλυμένη. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα, ενώ σχεδόν έπεσε στην αγκαλιά του παραπατώντας, για να μη σωριαστεί στο πάτωμα. Φυσικά εκείνος διατηρούσε ακόμη τη μορφή της ηλικιωμένης γειτόνισσας.

«Είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον και ειλικρινά δεν υπάρχει πιο κατάλληλο άτομο από εσένα» μουρμούρισε μέσα από αναφιλητά και βήχα.

«Έκανες πολύ καλά που ήρθες. Τη στεναχώρια δεν πρέπει να την κρατάμε μέσα μας γιατί μας τρώει τη ψυχή. Κάθισε Αντέϊρα και πες μου αν χρειάζεσαι κάτι ζεστό και μυρωδάτο για να σου φτιάξει την διάθεση» της είπε και η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

« Μου αρκεί η συντροφιά σου» απάντησε γλυκά και εκείνος χαμογέλασε.

«Σε ακούω λοιπόν. Τι είναι εκείνο που βασανίζει την όμορφη ψυχή σου;»

«Πιστεύεις στην ύπαρξη Αγγέλων και Δαιμόνων;» τον ρώτησε και ο Μιχαήλ ξαφνιάστηκε.

«Νομίζω πως η διακόσμηση του σπιτιού μου, σου έχει ήδη δώσει την απάντηση»

«Έχεις δει ποτέ σου; Θέλω να πω, σου έχει τύχει ένα θαύμα ή μία κατάρα;» τελείωσε και η λέξη ΄΄κατάρα΄΄ τον έβαλε σε σκέψεις.

«Η ΄΄κατάρα΄΄ είναι σοβαρή κουβέντα. Γιατί μιλάς έτσι για τον εαυτό σου;» τη ρώτησε.

«Γιατί εμένα μου εμφανίστηκε κάποιος, μονάχα που δεν τον αποκαλείς Άγγελο» συνέχισε εκείνη.

«Δηλαδή;» την πίεσε.

«Δηλαδή μου εμφανίστηκε το αντίθετο. Ο Εωσφόρος!» του είπε προφέροντας το όνομα ΄΄Εωσφόρος΄΄ ψιθυριστά, κάνοντάς τον να του ξεφύγει ένα μικρό γελάκι.

«Και ποιος σου είπε, πως ο Εωσφόρος δεν υπήρξε κάποτε Αρχάγγελος και μάλιστα ο πιο όμορφος;»

«Ώ, είχα τέτοια τιμή! Ξέρω πως μου κάνεις πλάκα, αλλά τα χειρότερα δεν στα έχω πει ακόμη» συνέχισε η Αντέϊρα και ο Μιχαήλ στρογγυλοκάθισε πιο αναπαυτικά. «Εγώ... Εγώ ένιωσα συναισθήματα, όμως όχι για τον Εωσφόρο φυσικά, αλλά για τον τύπο που υποδυόταν όσο δούλευε στη Γη» τελείωσε.

«Μπορεί το περιτύλιγμα να ήταν διαφορετικό, ωστόσο αυτό που πραγματικά μέτρησε, ήταν το περιεχόμενο. Μπορεί να είχε την όψη του Λίαμ, όμως εσύ ερωτεύτηκες τη ψυχή, το Είναι. Σημασία έχει το αποτέλεσμα όμως. Πως έμεινες μακριά του» συνέχισε ο Μιχαήλ και η Αντέϊρα τον κοίταξε παραξενεμένη.

«Μα, πώς μπορείς και μιλάς σαν να είναι φυσιολογικά όλα αυτά; Μόλις σου είπα πως αντίκρισα τον έξω από εδώ και κατ' επέκταση ένιωσα πράγματα! Κοντεύω να τρελαθώ!» ξεκίνησε να φωνάζει «Είμαι ένα καλό και θετικό στη ζωή μου άτομο. Ποτέ μου δεν προκάλεσα κακό και η μοίρα μου έστειλε....ίσως το μεγαλύτερο...»

«Μιλώ έτσι, γιατί σε γνωρίζω. Πιστεύω σε εσένα και στις επιλογές σου. Είσαι λογική και ενάρετη κοπέλα. Κανένας δεν μπορεί να σε διαφθείρει, ούτε καν η μοίρα»

«Μόλις το έκανε! Με έκανε να...Να τον αγαπήσω» ξεστόμισε σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό της για κάτι απαγορευμένο.

«Επομένως, δεν διέφθειρε εκείνος εσένα. Απεναντίας θα έλεγα, εσύ τον τράβηξες στη φωτεινή πλευρά» απάντησε ο Μιχαήλ.

«Τον έδιωξα και του είπα πως τον μισώ. Ωστόσο, στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν μισώ εκείνον, ή τα ψέματά του. Υποδύθηκε κάποιον άλλον και ένας Θεός ξέρει γιατί. Ή μήπως ούτε Εκείνος το γνωρίζει;» συνέχισε με τη φλυαρία της και ο Μιχαήλ την πλησίασε.

«Η λέξη ΄΄μίσος΄΄ δεν αρμόζει σε μία ψυχή σαν τη δική σου. Ωστόσο, έκανες καλά που έκοψες το σχοινί μεταξύ σας. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα. Κοίταξε μπροστά και θα βρεις την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Εξάλλου, την αξίζεις και με το παραπάνω» της απάντησε και η Αντέϊρα τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Σε ευχαριστώ που με άκουσες και που δεν με έβγαλες παράφρονα. Χρειάζομαι ξεκούραση για να καθαρίσει το μυαλό μου» του είπε και σηκώθηκε κατευθυνόμενη προς την μεριά της πόρτας.

«Μη διστάσεις να ζητήσεις τη βοήθειά μου για οτιδήποτε θελήσεις. Πάντοτε πίστευα στους Αγγέλους και γι' αυτό δεν εκπλήσσομαι με την εμπειρία σου, αν και ήταν παράδοξη και τρομακτική. Αυτή είναι η δουλειά μου όμως» τελείωσε και η Αντέϊρα συνοφρυώθηκε.

Κάτι στα λόγια της ηλικιωμένης, της ξύπνησε ένα παράξενο συναίσθημα, ενώ συνάμα, η διαίσθησή της, της ούρλιαζε πως κάτι γύρω της δεν ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν.

Επιστρέφοντας πίσω στο διαμέρισμά της, ένιωσε την ψυχή της ανάλαφρη σαν να είχε κάνει εξομολόγηση. Άνοιξε αργά την πόρτα του διαμερίσματός της, σκεπτόμενη ακόμη τα λόγια της γυναίκας, για να την υποδεχτεί ανήσυχα η Μπουμπού νιαουρίζοντας επίμονα. Η Αντέιρα την χάιδεψε μελαγχολικά και το ζώο, γουργούρισε ευχαριστημένο, τρίβοντας τη στιλπνή της γούνα στα πόδια της κοπέλας.

«Είχες αρχίσει να τον συνηθίζεις, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε τρυφερά, ενώ ταυτόχρονα έσυρε τα πόδια της μέχρι τον καθρέπτη, όπου λίγο πριν στεκόταν μαζί της ο σκοτεινός Αρχάγγελος.

Έφερε ξανά στο νου της, την εικόνα του παραμορφωμένου και φρικτού του προσώπου, το βλέμμα του το κυανό που ξεχώριζε σαν πινελιά παράταιρη και που έκρυβε οργή, ανάμεικτη με απόγνωση. Στη θύμησή του μόρφασε, ωστόσο υπήρχε κάτι το αναμφισβήτητα αγγελικό πάνω του. Τα μάτια του όπου μέσα τους είχε διακρίνει να καθρεπτίζονται για μερικά δευτερόλεπτα έστω, συναισθήματα αληθινά και ειλικρινή. Τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει εδώ που είχε φτάσει, καθώς το είχε απόλυτη ανάγκη στη ζωή της. Τα στηρίγματά της, που δεν ήταν άλλα από τους γονείς της, δεν βρίσκονταν πια εν ζωή. Έχοντας μία μικρότερη αδερφή να σπουδάζει μακριά της και να έχει συχνή οικονομική ανάγκη, είχε παραμελήσει εντελώς τον εαυτό της και τις συναισθηματικές της ανάγκες, τοποθετώντας τα σε δεύτερη μοίρα. ''Αυτό θα φταίει '' συλλογίστηκε ''που έφθασα στο σημείο να νιώσω πράγματα, για τον πιο σκοτεινό χαρακτήρα της ανθρωπότητας ''. Είχε μάλιστα παρακολουθήσει και σκηνές της πολυφημισμένης ταινίας τρόμου, του εξορκιστή και μονάχα στην ανάμνηση της εικόνας αυτής πάγωνε. Στη σκέψη δε και μόνο, πως καταχθόνια πλάσματα και γεγονότα, που μέχρι χθες ήταν πεπεισμένη πως ανήκαν μονάχα στη σφαίρα της φαντασίας και του άρρωστου μυαλού του εκάστοτε σεναριογράφου, πράγματι υπήρχαν, πάθαινε κρίση πανικού.

Έπειτα, ήταν και ο χαμός του Λεόν. Η κηδεία του θα πραγματοποιούταν την επόμενη μέρα. Στο σήμερα όμως, εκείνη σκεφτόταν πως υπήρχε πιθανότητα να μην βρισκόταν κανένας ληστής, πίσω από το θάνατό του. Πως ακόμη χειρότερα, υπεύθυνος, θα μπορούσε να ήταν μία σκοτεινή, δαιμονική φιγούρα με δυνάμεις που ουδείς μπορούσε να φανταστεί ή να προβλέψει. Φοβήθηκε και η καρδιά της ξεκίνησε να βροντοχτυπά. Οι σκοτεινοί Άγγελοι, ήταν άυλοι, ασώματοι, επομένως θα μπορούσαν να βρεθούν οπουδήποτε και την οποιαδήποτε στιγμή.

Προκειμένου για λίγο να απαλλαγεί από τα αρνητικά συναισθήματα και τα μαύρα και πνιγηρά σύννεφα του φόβου, άναψε ένα μικρό, λευκό κερί με άρωμα βανίλιας, το οποίο λάτρευε, καθώς της θύμιζε πολύ το απαλό και γλυκό άρωμα που φορούσε κάποτε η μητέρας της. Καθώς το άναβε και το μεθυστικό του άρωμα απλωνόταν και γαργαλούσε τα ρουθούνια της, ένιωσε ένα λεπτό στρώμα δακρύων, να εμποδίζει την όρασή της. ''Μανούλα μου '' ψιθύρισε στον εαυτό της και έκατσε βαριά στον καναπέ, με τη σκέψη της συγκεντρωμένη τώρα στην παράξενη συμπεριφορά της ηλικιωμένης γειτόνισσας, η οποία έμοιαζε να ήταν απόλυτα συνηθισμένη στην παρουσία και ύπαρξη ασώματων αγγελικών και μη πλασμάτων. Είχε αναφερθεί μάλιστα και στον Εωσφόρο με μία βεβαιότητα, σαν να τον γνώριζε καλά, σαν να ήταν σίγουρη για εκείνον, για το ποιόν του. Απόδιωξε όμως και αυτή τη σκέψη στα βάθη του ασυνείδητου, γέρνοντας ελαφρώς την πλάτη της και κλείνοντας τα μάτια κουρασμένη.
Άξαφνα, ένιωσε ένα ανεπαίσθητο ρίγος να διαπερνά το κορμί της και έσφιξε μηχανικά γύρω από τα πόδια και τη μέση της, μία μάλλινη κουβέρτα. Όσο περνούσαν όμως τα λεπτά, τόσο η θερμοκρασία στον χώρο έπεφτε και η Αντέιρα σηκώθηκε για να ελέγξει τα θερμαντικά σώματα, τα οποία προς μεγάλη της έκπληξη, λειτουργούσαν κανονικά. Κοίταξε ξανά γύρω της ανήσυχα για τυχόν ανοιχτά παράθυρα, μα τα πάντα ήταν ερμητικά κλειστά, καθώς το κρύο του χειμώνα ήταν νωρίς για να υποχωρήσει. Στα παράθυρα μπροστά της, είχε αρχίσει διακριτικά να σχηματίζεται ένα λεπτό στρώμα πάγου. Γύρισε ξανά τη ματιά της τριγύρω, για να την σταματήσει σε έναν μικρό καθρέπτη και σε μία απόκοσμη σκιά που κινήθηκε μπροστά του αστραπιαία. Ένιωσε την καρδιά της να σφυροκοπά έντονα στο στήθος της, ενώ ξεκίνησε έναν εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό της, προκειμένου να πειστεί, πως πιθανότατα ο φόβος γιγάντωνε τη φαντασία της και έπαιζε με τα γρανάζια του μυαλού της. Στην συνέχεια όμως, ένα τρεμόπαιγμα του φωτός στο σαλόνι, κλόνισε και την τελευταία της ελπίδα.

Τα φώτα τώρα όλου του σπιτιού, άρχισαν να χορεύουν ρυθμικά και το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τη φλόγα του κεριού, δίχως να υπάρχει ίχνος ρεύματος αέρα. Η Αντέιρα πισωπάτησε, αρπάζοντας ένα μαχαίρι από την κουζίνα με το τρεμάμενο χέρι της. Η ματιά της κινήθηκε ξανά ταχύτατα, εξαιτίας του άγχους και της αγωνίας, μα όλα φάνηκαν προ στιγμήν να επιστρέφουν στο φυσιολογικό, όταν στάθηκε στον ολόσωμο καθρέπτη, όπου την είχε οδηγήσει πριν από λίγες ώρες ο Εωσφόρος. Μέσα του όμως, αυτή τη φορά, είδε να αντανακλάται μία εξίσου απόκοσμη φιγούρα, διαφορετική από τον Μαύρο Άγγελο. Στην περίπτωσή της, ως και τα μάτια της έμοιαζαν με δύο εβένινες τρύπες του απόλυτου χάους, δίχως να ελλοχεύει το παραμικρό συναίσθημα μέσα τους.

«Ποιος είσαι; Σε προκαλώ να μου αποκαλυφθείς!» Τσίριξε σχεδόν η κοπέλα και ένα εκκωφαντικό, σατανικό γέλιο αντιλάλησε στο χώρο γύρω της.
Πράγματα ξεκίνησαν να κινούνται μόνα τους, να αιωρούνται και να εκτοξεύονται πάνω της από όλες τις κατευθύνσεις.

Η Αντέιρα, προσπάθησε με κόπο να τα αποφύγει , ώσπου ένα μαχαίρι εκσφενδονίστηκε με ταχύτητα από το πουθενά και καρφώθηκε χιλιοστά μακριά της, γρατζουνώντας της ελαφρώς το μπράτσο. Ένας διαπεραστικός πόνος έκανε την εμφάνισή του και άλικο αίμα λέρωσε το μανίκι από την μπλούζα της. Είχε σαστίσει. Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί από τον τρόμο και η ανάσα της κοβόταν.

Λίγα λεπτά αργότερα, ένα γιγαντόσωμο πλάσμα στεκόταν μπροστά της, το οποίο έμοιαζε με Άγγελο σε προχωρημένη αποσύνθεση. Τα νεύρα και οι φλέβες, εξείχαν από το σώμα του και τα εβένινα φτερά του έμοιαζαν σκισμένα και ταλαιπωρημένα σε αρκετά σημεία.

«Καλησπέρα Αντέιρα. Να λοιπόν που εμείς οι δύο ανταμώνουμε ξανά. Αυτή τη φορά φυσικά, έχεις τις αισθήσεις σου» έκανε μία παύση «Έτσι θα αφήσεις τον καλεσμένο σου; Δεν θα μου ετοιμάσεις μία καθωσπρέπει υποδοχή; Εκτός φυσικά από το αίμα σου, το οποίο θα στραγγίσω μέσα σε λίγα λεπτά, θα επιθυμούσα να δοκιμάσω και κάποιο άλλο δροσερό ρόφημα» μούγκρισε το πλάσμα.
«Πάψε!» ούρλιαξε εκείνη με μίσος, εκτοξεύοντας παράλληλα το μαχαίρι προς την κατεύθυνσή του, σε μία βεβιασμένη προσπάθεια να αμυνθεί.

Όπως όμως ήταν φυσικό, το μαχαίρι διαπέρασε το άυλο κορμί του, αφήνοντάς τον ανέγγιχτο.

«Ποιος είσαι και γιατί ισχυρίζεσαι πως ανταμώνουμε ξανά; Από πού με γνωρίζεις;» συνέχισε να τον ρωτά αγχωμένη.

« Το όνομα μου είναι Ασμοδαίος και έχω χαρακτηριστεί, ως ο Δαίμονας της λαγνείας και φυσικά, ως ένας από τους τέσσερις Πρίγκιπες της Κολάσεως. Μα, δεν σου μίλησε ο αδερφούλης μου για την τρυφερή μας συνάντηση το βράδυ εκείνο;» πρόφερε ειρωνικά και η Αντέιρα τον κοίταξε με μίσος.

«Για ποιόν αδελφό και σε ποια συνάντηση αναφέρεσαι;» ρώτησε κοφτά η κοπέλα.
«Έπρεπε να το φανταστώ πως θα σε πότιζε με τα ψέματά του. Εξάλλου, πάντα αυτό κάνει προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Ξέρεις Αντέιρα, για τον αδελφό μου τον Εωσφόρο, δεν υπήρξες τίποτε άλλο, από ένα υπάκουο και πειθήνιο πιόνι στα βρώμικα σχέδιά του, να κατακτήσει τον Παράδεισο. Έπρεπε να γίνει αξιολάτρευτος και εσύ, ήσουν το κλειδί ή καλύτερα το κορόιδο. Δεν πιστεύω λοιπόν, να θεώρησες έστω και για μία στιγμή, πως σε συμπάθησε αληθινά; Καθώς, αν δεν γνωρίζεις την ιστορία, απλώς να σου τονίσω, πως από την ημέρα που δημιουργήθηκε, αγάπησε αληθινά ένα και μοναδικό πράγμα: τον εαυτό του. Λυπάμαι γλυκιά μου, μα κανείς δεν νοιάζεται για σένα, πόσο μάλλον ο άκαρδος ο αδερφός μου, ο βασιλιάς του κακού» τελείωσε ο Ασμοδαίος γελώντας και η Αντέιρα ένιωσε την καρδιά της να διαλύεται σταδιακά, σε πολλά, μικρά κομμάτια.

Δεν ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό ή γιατί είχε επιτρέψει έστω και στο ελάχιστο στον εαυτό της, να τρέφει ελπίδες, πως κάποιες στιγμές τους ίσως και να υπήρξαν αληθινές. ''Ηλίθια '' μάλωσε τον εαυτό της. ΄΄Είναι ποτέ δυνατόν να καρτεράς αγάπη από έναν Δαίμονα; Από έναν Έκπτωτο και φρικιαστικό Άγγελο; Από πότε σε μαγνητίζει το κακό;΄΄ διερωτήθηκε, μα το χέρι του δαίμονα, βρέθηκε να σφίγγει άξαφνα τον λαιμό της με λύσσα.

« Μήπως σου είναι οικείο αυτό το άγγιγμα; Γιατί κανένας και ποτέ δεν προσπάθησε να σε ληστέψει. Εγώ σε πήρα, για να σε θυσιάσω στους διψασμένους μου πιστούς, αλλά κάποιος μου χάλασε τελικά τα σχέδια» συνέχισε ο Ασμοδαίος.

«Ποιος; Ποιος σου χάλασε τα σχέδια;» βόγκηξε η Αντέιρα, τη στιγμή που η αναπνοή της κοβόταν και το οξυγόνο ολοένα και λιγόστευε.

« Ως μελλοθάνατη, δικαιούσαι να γνωρίζεις. Ο αδερφός μου σε έσωσε γιατί σε χρειαζόταν ως πιόνι του, αναθεματισμένη θνητή» σύριξε φιδίσια και την πέταξε με φόρα στον τοίχο. '' Ούτε ο Μιχαήλ δεν σε σώζει '' σκέφτηκε καταπίνοντας δηλητήριο. ''Φρόντισα να απουσιάζει από δίπλα. Είμαστε οι δυο μας, εγώ και εσύ'' μονολόγησε και πλησίασε αργά την Αντέιρα.

Τότε εκείνη, βαστώντας σφιχτά το κεφάλι της που διαρκώς αιμορραγούσε από το δυνατό και βίαιο χτύπημα, μουσκεύοντας τις καστανές της μπούκλες, ένωσε τα χέρια της σαν να προσευχόταν και άφησε την παράκληση για πρώτη φορά, να κυριεύσει την ψυχή της.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Στον Παράδεισο, η αγαπημένη συζήτηση όλων, ήταν πάντοτε η δύναμη που έκρυβε μέσα της η προσευχή, καθώς και η προσφορά της στις ζωές των θνητών. Ήταν λόγια που αναδύονταν από τα βάθη της ψυχής τους σαν έκκληση, ενώ άλλοτε έκρυβαν και μία ταπεινότητα και ανιδιοτέλεια. Φυσικά εγώ έμενα πάντοτε αμέτοχος, καθώς τέτοιου είδους συζητήσεις, τις θεωρούσα χάσιμο πολύτιμου χρόνου. Εξάλλου, οι προσευχές και οι παρακλήσεις απασχολούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατ' αποκλειστικότητα τον Πατέρα, ο οποίος όμως στο πέρας των καιρών, άλλαξε τελικώς γνώμη, εξαιτίας του υπερβολικού φόρτου εργασίας. Πόσες μουρμούρες να ακούς καθημερινά και ταυτοχρόνως μέσα στο κεφάλι σου και να μην τρελαίνεσαι; Διόλου δεν τον αδικούσα. Αποφάσισε λοιπόν μία μέρα, να μοιράσει τις προσευχές στον αντίστοιχο Φύλακα Άγγελο του κάθε θνητού, ώστε να αναλαμβάνει να τις πραγματοποιεί ο ίδιος. Τώρα θα αναρωτιέστε, γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Φυσικά, όχι για να εμπλουτίσω τις εγκυκλοπαιδικές σας γνώσεις περί θρησκείας και βίου στον Παράδεισο, αλλά για να τολμήσω να ομολογήσω δημοσίως, πως αγιοποιούμουν. Ναι, μονάχα έτσι μπορούσα να εξηγήσω το γεγονός, πως τα τελευταία λεπτά άκουγα μέσα στο μυαλό μου μία προσευχή. Μία έντονη παράκληση από μία φωνή ιδιαιτέρως οικεία.

Σηκώθηκα μουδιασμένος από τον τόπο αυτοεξορίας μου, κλείνοντας όσο πιο σφιχτά μπορούσα τα αφτιά μου, μήπως με αυτόν το τρόπο έκανα την μαρτυρική γκρίνια να σωπάσει. Μα, τι μου συνέβαινε επιτέλους; Εγώ δεν ήμουν πλέον Άγγελος, αλλά Έκπτωτος και μάλιστα ο Αρχηγός της Κόλασης, επομένως η περίπτωση να φθάνουν σε εμένα προσευχές, ήταν απλά αδύνατη. Εξάλλου, τέτοιου είδους παρακλήσεις που προέρχονταν από ψυχές αθώες και καθάριες, ενώ τις τύλιγε ταυτοχρόνως, η αύρα της αγνότητας του περιεχομένου τους, έφθαναν μονάχα και αποκλειστικά στους Αγγέλους και Αρχαγγέλους του Παραδείσου.

΄΄Βοήθησέ με, αν με ακούς σε παρακαλώ΄΄ ήχησε ξανά η φωνή μέσα στο κεφάλι μου και πλέον, μπορούσα να υποστηρίξω με βεβαιότητα, πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, καθώς η χροιά αυτής της φωνής, ανήκε ξεκάθαρα στην Αντέϊρα. Κινδύνευε και γι' αυτό με καλούσε επίμονα. Κάτι τέτοιο ωστόσο, έμοιαζε απίθανο, καθώς ο αληθινός φύλακας Άγγελός της, ήταν ο Μιχαήλ. Κοίταξα γύρω μου για μία τελευταία φορά τον λευκό καμβά, που τώρα έμοιαζε με ραγισμένο κάτοπτρο, έτοιμο να τινάξει επάνω μου, όλα του τα κομμάτια. Τότε, ανάμεσα από τις ραγισματιές, διέκρινα την απόκοσμη μορφή του Ασμοδαίου. ΄΄Την είχε βρει΄΄ συλλογίστηκα και δίχως καθυστέρηση άνοιξα τα φτερά μου και ευχήθηκα να προλάβαινα τα χειρότερα.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Το άυλο σώμα μου κινούταν με εξωφρενική ταχύτητα ανάμεσα από τους ουρανοξύστες και πάνω από την πολυφημισμένη γέφυρα του Μπρούκλιν. Φθάνοντας έξω ακριβώς από την πόρτα του διαμερίσματός της, άκουσα μία γνώριμη, σατανική φωνή να ψιθυρίζει : ΄΄Ανόητη θνητή, μάθε πως οι προσευχές δεν λειτουργούν. Αποτελούν μονάχα ένα παραμυθάκι ελπίδας για την άθλια ανθρωπότητα΄΄. Η φωνή, ανήκε φυσικά στον Ασμοδαίο και τότε, δίχως να διστάσω, διαπέρασα την πόρτα και βρέθηκα μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Η Αντέϊρα αιωρούνταν δίπλα από τον γιγαντόσωμο Δαίμονα, πνιγμένη στο άλικο, κολλώδες αίμα, ενώ εκείνος μόλις με αντίκρισε, έφτυσε στο πρόσωπό της, προκειμένου να την ταπεινώσει και να την εξευτελίσει.

«Αδερφούλη, μα τι έκπληξη είναι αυτή; Πριν λίγα λεπτά εξηγούσα σε αυτήν την άθλια θνητή, τον λόγο που αποφάσισες να της πουλήσεις έρωτα και λατρεία» πρόφερε με μίσος ο Ασμοδαίος και ένιωσα τα κυανά μου μάτια να λάμπουν από θυμό. Κατόπιν, αρπάζοντας βίαια το πρόσωπό της, συνέχισε «Τελικά έπεσες πολύ χαμηλά διαλέγοντας αυτό το πλάσμα»

«Σκάσε!» ήρθε η απάντηση μου και ο Ασμοδαίος, εναπόθεσε με βία στο πάτωμα την Αντέϊρα. «Αν τολμήσεις να της κάνεις κακό, σου ορκίζομαι πως θα διαλύσω ολόκληρη την Κόλαση, με εσένα πρώτο και καλύτερο. Δεν σου αξίζει να υπάρχεις σε αυτή τη Γη, ούτε και σε καμία άλλη διάσταση» μούγκρισα ανοίγοντας διάπλατα τα μαύρα μου φτερά.

«Τι έγινε φτωχέ μου δαιμονάκο; Δεν λαμπυρίζεις σήμερα;» ξεκίνησε να με χλευάζει και εγώ τον άρπαξα από τον λαιμό στριμώχνοντάς τον στον τοίχο.

Ωστόσο, δεν είχα προσέξει τον δαιμονικό σουγιά που κρατούσε στο χέρι του και τον οποίο μου κάρφωσε με όλη του τη δύναμη στον ώμο, ρίχνοντάς με κάτω. Η ανάσα μου, μονομιάς κόπηκε και εκείνος βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου, κοιτάζοντάς με μέσα στα μάτια και φέρνοντας την τραυματισμένη Αντέϊρα κοντά μου.

«Θα πρέπει να της ανακοινώσω κάτι, προτού πεθάνει. Πως εξαιτίας της χάθηκε από μέσα σου το φως του Παραδείσου, χάρη στα συναισθήματα μίσους που τρέφει για εσένα» πρόφερε και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο και την όρασή μου να θολώνει. Κατόπιν, τον είδα να γυρνά το κεφάλι του προς το μέρος της Αντέϊρα, της οποίας τα δάκρυα είχαν μουσκέψει το πρόσωπό της. «Πριν σου αφαιρέσω τη ζωή, θα ήθελα να σου ψιθυρίσω κάτι» της είπε και κόλλησε τον σουγιά στο λαιμό της «Σε αγάπησε αληθινά μίασμα, μα εσύ τον πρόδωσες γιατί πολύ απλά είσαι άνθρωπος και οι άνθρωποι είστε προδότες!» ούρλιαξε, μα τη στιγμή που ήταν έτοιμος να της κόψει το νήμα της ζωής, μία κραυγή ξέφυγε από το απόκοσμο στόμα του και ο σουγιάς πετάχτηκε μακριά, με τον ίδιο να βαστά το χέρι του και να ουρλιάζει από τον πόνο, καθώς το δάχτυλό του είχε μόλις κοπεί. Μαύρο αίμα ξεπήδησε, λεκιάζοντας το πάτωμα και ένα χέρι άρπαξε την Αντέϊρα από την σατανική αγκαλιά του.

«Μιχαήλ!» φώναξα ξέπνοα και ο Αρχάγγελος με έναν ελιγμό, βρέθηκε δίπλα μου.

«Αδερφέ, ξεκουράσου και θα αναλάβω εγώ αυτό το μίασμα» μου είπε και τον είδα να ορμά σαν αστραπή στον Ασμοδαίο ρίχνοντάς τον κάτω.

Ο δαίμονας κάλεσε πίσω τον σουγιά του και τον εκτόξευσε προς το μέρος μου. Με έναν πιο αργό ελιγμό, κατάφερα και τον απέφυγα, μολαταύτα η ζημιά είχε γίνει.

«Μιχαήλ, μην τον αφήσεις να ξεφύγει!» ξεκίνησα να φωνάζω, μα ήταν πλέον αργά.

Ο Ασμοδαίος εξαφανιζόταν μέσα από ένα πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού, αφήνοντας πίσω του, εκτός από τα συντρίμμια και ένα απόκοσμο γέλιο, προερχόμενο από τα σπλάχνα της Κολάσεως.

Σηκώθηκα αργά και με πολύ κόπο, βαστώντας τον ώμο μου, ενώ η ματιά μου πλανήθηκε στον χώρο, προκειμένου να εντοπίσω την Αντέϊρα και να βεβαιωθώ πως ήταν καλά και ασφαλής. Είδα τον Μιχαήλ να την βαστά στην αγκαλιά του τρυφερά, πατρικά θα έλεγα και η καρδιά μου ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας. Την εναπόθεσε προσεκτικά στον καναπέ και εκείνη, έχοντας ανοίξει τα μάτια της, τον κοίταξε σαστισμένη.

«Εσύ, ποιος είσαι;» τον ρώτησε βουτηγμένη στην αγωνία και τον φόβο.

«Ησύχασε Αντέϊρα. Είμαι ο Φύλακας Άγγελός σου από τότε που ήσουν μικρό παιδί. Έχω ζήσει μαζί σου πολλές όμορφες, μα και άσχημες στιγμές σου και ήμουν εκείνος που φρόντιζε να παίρνει πάντοτε, μακριά τον πόνο σου, όποτε το είχες ανάγκη. Όπως αυτήν ακριβώς τη στιγμή» της είπε και ακουμπώντας τα χέρια του πάνω στις πληγές της, τις γιάτρεψε αμέσως. «Ονομάζομαι Μιχαήλ» της είπε και εκείνη ανασηκώθηκε αμέσως.

«Ο Αρχάγγελος; Ο γνωστός Αρχάγγελος, είναι ο Φύλακάς μου;» συνέχισε εκείνη.

«Πάντοτε ήμουν και νομίζω πως η διαίσθησή σου, το είχε καταλάβει» της είπε δείχνοντάς της προς την κατεύθυνση του διπλανού διαμερίσματος.

« Η ηλικιωμένη γειτόνισσα! Εσύ ήσουν! Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Μιλούσες για τους Αγγέλους και...Τον Εωσφόρο σαν να τους γνώριζες προσωπικά. Σαν να ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό για εσένα» του είπε και ένιωσα το βλέμμα μου να χαμηλώνει.

«Είσαι πολύ όμορφος Μιχαήλ, αλλά μου είπες και εσύ ψέματα παριστάνοντας τη γειτόνισσα» πρόφερε και ο Μιχαήλ της χαμογέλασε ζεστά.

«Δεν είχα άλλη επιλογή. Αυτές ήταν οι διαταγές από τον Πατέρα μας. Να μην αποκαλύπτουμε ποτέ την ταυτότητά μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, κρίθηκε αναγκαίο» τελείωσε και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω Αντέϊρα, καθώς στον Παράδεισο επικρατεί αναταραχή. Εξάλλου, νομίζω πως με κάποιον έχετε πολλά να συζητήσετε» συνέχισε κοιτάζοντας εμένα και καθώς με πλησίασε, μου ψιθύρισε:

«Πρόσεχε αδερφέ. Είσαι ένα βήμα πριν τον απόλυτο θάνατό σου»

«Ή την στιγμιαία, απόλυτη ευτυχία μου» του απάντησα και εκείνος εξαφανίστηκε βαθιά προβληματισμένος.

Τη στιγμή που μείναμε οι δυο μας, βαθιά σιωπή βασίλεψε, η οποία λίγο κόντεψε να αποκτήσει υπόσταση, καθώς την ένιωθα να μου πιέζει ολοένα και περισσότερο το στήθος μου. Είχα πάρει ξανά την ανθρώπινη μορφή μου, μα δυστυχώς σε αρκετά σημεία του σώματός μου, το δαιμονικό δέρμα δεν εννοούσε να υποχωρήσει.

«Αντέϊρα, συγχώρεσέ με για τα ψέματά μου και για το γεγονός πως η ζωή σου μπήκε σε κίνδυνο εξαιτίας μου» πρόφερα, μα εκείνη δεν με κοιτούσε στα μάτια. Ίσως να μην άντεχε στη θέα μου, ή ίσως απλώς αδυνατούσε να με συγχωρέσει.

«Δεν φοβάμαι κανέναν κίνδυνο, ποτέ μου δεν φοβήθηκα, αρκεί να έχω δίπλα μου αυτούς που αγαπώ και με αγαπούν. Αν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Ασμοδαίος...» πήγε να πει, μα της έκλεισα το στόμα.

«Είναι αλήθεια όλα όσα είπε» την πρόλαβα για να την δω να ταράζεται «Στην αρχή σε χρησιμοποίησα, αλλά δεν υπολόγισα ποτέ μου τη σαγήνη που πηγάζει μέσα από την μυστηριώδη ανθρώπινη φύση. Με τον καιρό, άρχισα να νιώθω πράγματα για εσένα, πρωτόγνωρα και τρομακτικά για εμένα. Ένα όργανο ξεχασμένο στους αιώνες, ξεκίνησε να χτυπά ακανόνιστα κάθε φορά που σε έβλεπα να εισέρχεσαι στο γραφείο. Αντέϊρα, μέχρι πριν λίγο καιρό, ήμουν μονάχα ένας Δαίμονας που ζούσε απομονωμένος στα έγκατα της Κολάσεως. Δεν είχα ποτέ ξανά επαφή με κάποιον άνθρωπο και σας υποτιμούσα, θεωρώντας πως η πιο τέλεια δημιουργία του Πατέρα, ήμουν εγώ και κατ΄επέκταση οι Άγγελοι. Όμως τώρα βλέπω πως έκανα λάθος, καθώς δεν υπάρχει το αντικειμενικά τέλειο, αλλά αυτό που θεωρεί ο καθένας μας ξεχωριστό. Εγώ ανακάλυψα σε εσένα την τελειότητα, Αντέϊρα» της είπα και την είδα να ορθώνει το κεφάλι με κόπο και να με καρφώνει με τα υπέροχα, καστανά, εκφραστικά της μάτια.

«Δείξε μου την μορφή σου ξανά» πρόφερε και δίστασα.

«Δεν θέλω να έρχεσαι σε επαφή με αυτό το τέρας» παραπονέθηκα, μα με έναν μορφασμό, με παρακίνησε να αλλάξω. Όπως και να είχε, το τέρας που ελλόχευε διακριτικά μέσα μου, αποτελούσε κομμάτι του αληθινού μου εαυτού.

Η όψη μου ξεκίνησε να σκοτεινιάζει. Το χλωμό, ανθρώπινο δέρμα, ζάρωσε αφύσικα και η στάση του σώματός μου άλλαξε σε μία προσπάθεια να ελέγξω το θηρίο που αργά ξεπηδούσε, μέσα από έναν κόσμο σκιερό, αλλιώτικο, μόνο για να απελευθερώσει τον γιγαντόσωμο, ερεβώδη Άγγελο. Με τα δυο μου χέρια, έκρυψα το πρόσωπό μου, βυθισμένος σε μία πρωτόγνωρη ντροπή. Εκείνη της τιμωρίας του Θεού.

«Δεν αντέχω να με κοιτάς. Όχι έτσι όπως είμαι» ψέλλισα με τη φωνή μου να τρέμει για πρώτη φορά.

Τότε, ένιωσα ένα απαλό χάδι και ένα χέρι να απομακρύνει με τρυφερότητα τις παλάμες από το πρόσωπό μου. Η Αντέϊρα στεκόταν εκατοστά μακριά μου, χαϊδεύοντας τώρα με γλυκύτητα τα χέρια μου. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια, το μόνο αγγελικό μου στοιχείο, αγνοώντας για ακόμη μία φορά την παραμορφωμένη και τρομακτική μου όψη.

«Όσοι κρίνουν με βάση την εμφάνιση, τότε δεν ξέρουν να αγαπούν αληθινά» μου απάντησε και της χαμογέλασα παίρνοντας ξανά την ανθρώπινη μορφή μου, ώστε να μπορεί να με φτάνει καλύτερα.

Απαλά πήρα τα χέρια της στα δικά μου. Μία ανάγκη προστασίας ξεπήδησε από μέσα μου. Προστασίας ενός θησαυρού σπάνιου και πολύτιμου.

«Αντέϊρα, είσαι απόλυτα σίγουρη, πως μπορείς να αντέξεις την ιδέα του τι πραγματικά είμαι; Θέλω να πω, δεν έχω την ομορφιά και την καλοσύνη του Μιχαήλ» τη ρώτησα μουδιασμένος καρτερώντας την απόρριψη.

«Τι πραγματικά είσαι;» μου επέστρεψε την ερώτηση. Μία ερώτηση που ομολογουμένως με ξάφνιασε.

«Ίσως ο πιο ισχυρός Πρίγκιπας της Κόλασης, με την πιο ζοφερή μορφή» πρόφερα κάπως πιο κοφτά τις λέξεις.

«Είσαι βέβαιος; Και γιατί όχι, ο πιο ισχυρός Αρχάγγελος; Καθώς, αν δεν κάνω λάθος, σύμφωνα με την ιστορία, αρχικά τουλάχιστον, αυτό ήσουν. Ο πρώτος και πιο ισχυρός Αρχάγγελος» μου απάντησε χαμογελώντας.

«Γιατί επέλεξα να μην είμαι» επέμεινα.

«Δεν είσαι όμως ούτε και ο ζοφερός Δαίμονας που πιστεύεις. Όχι για εμένα τουλάχιστον» τελείωσε και πιάνοντας το χέρι μου, με οδήγησε στο σαλόνι και κάθισε δίπλα μου «Πες μου, πώς είναι να ζεις στον Παράδεισο; Πώς μοιάζει ο Θεός, καθώς από όσο γνωρίζω, μονάχα εσύ Tον έβλεπες» ξεκίνησε τις επικίνδυνες ερωτήσεις.

Για λίγο, έκλεισα τα μάτια μου στην προσπάθειά μου να θυμηθώ εκείνες τις ημέρες, όπου βασίλευε η ειρήνη και η αρμονία. Προτού τα καταστρέψω όλα εγώ και οι λαμπρές επαναστατικές μου ιδέες περί ισότητας, ανωτερότητας και ανθρώπινης ασημαντότητας.

«Ο Παράδεισος, όπως και η Κόλαση, έχουν διαφορετική έννοια και σημασία για τον καθένα. Στο δικό μου το μυαλό, Παράδεισος σημαίνει άνοιξη και ένα υπέροχο, συνεχές φως, που έκανε κάποτε τα χρυσά μου μαλλιά, να λάμπουν και να κυματίζουν στους ρυθμούς του ανέμου, ενός ανέφελου ορίζοντα, που μετέφερε μαζί του τη φρεσκάδα όλης της πλάσης. Ο Θεός, ο Πατέρας μου, μοιάζει με μία άυλη πηγή λάμψης και δύναμης. Με μία αόρατη και άπιαστη ενέργεια καλοσύνης. Έτσι, την ημέρα που δημιούργησε εμένα, μου πρόσφερε σαν δώρο, λίγη από αυτήν την ενέργεια, την οποία εγώ με την σειρά μου κράτησα μέσα μου. Θυμάμαι επίσης και τη δημιουργία των υπόλοιπων Αρχαγγέλων και κυρίως εκείνη του Μιχαήλ. Οι δυο μας, έχουμε κάτι που μας συνδέει από την ημέρα εκείνη. Μοιραζόμαστε ένα μικρό κομμάτι της ενέργειάς μας. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο σαν δίδυμοι. Μάλιστα η όψη μας, είναι στην πραγματικότητα πανομοιότυπη, με εμένα να έχω μαλλιά στο χρώμα του ήλιου και εκείνον, στο χρώμα των πρώτων ημερών του φθινοπώρου» κάπου εδώ δίστασα να συνεχίσω την αφήγηση που με είχε ομολογουμένως συνεπάρει, καθώς μάντευα ποια θα ήταν η επόμενη κρίσιμη ερώτηση.

«Πώς έπεσες;» άκουσα το κελάηδισμά της και κατέβασα το βλέμμα μου στη Γη. «Θέλω να πω, ένα υπέρλαμπρο δημιούργημα, με τόση ομορφιά και τελειότητα» συνέχισε μήπως και το έσωζε.

«Γιατί επιθυμούσα περισσότερα και διαφορετικά πράγματα. Γιατί ήμουν αλαζόνας και επαναστάτης. Γιατί δεν δέχτηκα την ύπαρξη του Πατέρα, ως κάτι ανώτερο, το οποίο θα μπορούσε να διατάζει εμένα και την ελεύθερή μου βούληση. Τα υπόλοιπα, σου είναι γνωστά. Το Δέκατο Τάγμα με ακολούθησε, ο δίδυμός μου με πολέμησε και εγώ έπεσα στα Τάρταρα, παραμορφωμένος και γεμάτος μίσος και κακία. Λίγο αργότερα, ήρθε στο φως ο άνθρωπος και εγώ ζήλεψα βλέποντάς τους όλους να ασχολούνται μαζί του, ενώ εγώ έλιωνα τιμωρημένος στην Κόλαση. Άδραξα λοιπόν την ευκαιρία και προκάλεσα το προπατορικό αμάρτημα και εν συνεχεία, ο Μιχαήλ με έκλεισε σε ένα κλουβί, το οποίο είχε ο ίδιος φτιάξει, καθώς ο Πατέρας ήταν οργισμένος μαζί μου. Μερικούς αιώνες αργότερα, η τιμωρία έπαψε και εγώ συνέχισα απλώς την άθλια ζωή μου εκεί κάτω, μέχρι που φθάσαμε στο σήμερα» τελείωσα.

«Σε ένα σήμερα εντελώς διαφορετικό» συνέχισε εκείνη.

«Σίγουρα διαφορετικό, καθώς ακόμη και τα αθάνατα πλάσματα, έχουν το περιθώριο να διδαχθούν πράγματα που ούτε καν τα φαντάζονταν. Αφιέρωσα τη ζωή μου στο να πολεμώ τον άνθρωπο, γιατί πολύ απλά δεν τον γνώριζα. Δεν ήξερα τι ήταν ικανός να διδάξει εκείνος σε εμένα» της είπα και η Αντέϊρα μετακινήθηκε ένα βήμα πιο κοντά μου. «Πώς να χαμογελώ, ή πώς να ερωτεύομαι ας πούμε» πρόφερα με δυσκολία το τελευταίο ρήμα. Μου φαινόταν σχεδόν αδύνατη αυτή η εύθραυστη παραδοχή.

«Τι αισθάνεσαι για εμένα;» με ρώτησε τελικά και εγώ ένιωσα, σαν να έδινα κατατακτήριες εξετάσεις για το Χάρβαρντ.

«Έλξη. Λατρεύω να με χαϊδεύεις, παρά το γεγονός πως μέχρι πριν λίγο καιρό, δεν διανοούμουν την ύπαρξη οποιασδήποτε σωματικής επαφής. Όταν είμαι μαζί σου, αφήνω στις σκιές το τέρας που κρύβεται μέσα μου και διασκεδάζω σαν να μην υπάρχει αύριο. Αυτός ήταν και ο λόγος που άκουσα την προσευχή σου, Αντέϊρα» της ομολόγησα και ξαφνιάστηκε.

«Την προσευχή μου;»

«Ναι. Ζήτησες απεγνωσμένα βοήθεια και εγώ σε άκουσα γιατί είμαι συνδεδεμένος συναισθηματικά μαζί σου. Με έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έστρεψε την προσοχή του στις άσχημες ουλές μου, παρά με αγάπησε γι' αυτό που είμαι»

«Εωσφόρε, εγώ...Εγώ θέλω...» ξεκίνησε και την είδα να μπλέκει τα δάχτυλα της στα μαλλιά μου και το πρόσωπό της να βρίσκεται χιλιοστά από το δικό μου.

Για λίγο πάγωσα τον χρόνο, καθώς είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Τι ήμουν έτοιμος να κάνω; Αν τη φιλούσα, θα υπέγραφα αυτομάτως την καταδίκη μου για πάντα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, χώθηκαν σαν σφήνα στο μυαλό μου τα λόγια της Κάιλα. Πως η αληθινή και στιγμιαία έστω, απόλυτη ευτυχία, αξίζει όσο δέκα ζωές μαζί. Αν έκανα πίσω, θα ζούσα για πάντα μισός και μίζερος, ανίκανος να χαρίσω στον εαυτό μου κάτι αληθινό. Εξάλλου, πάντα αυτό υπήρξα. Μία δυστυχισμένη και μίζερη ύπαρξη που έσερνε το κουφάρι της δεξιά και αριστερά στο πυρ το εξώτερον, με μοναδικό και γνώριμο συναίσθημα, αυτό του μίσους και της εκδίκησης. Όμως, φθάνει πια. Είχα αποφασίσει να κινηθώ στο όριο της ευτυχίας και ας πέθαινα. Αργά λοιπόν, μετακίνησα τα χέρια μου και έκλεισα μέσα τους το πρόσωπό της.

«Σ' αγαπώ Αντέϊρα» ξεστόμισα ο ανεπρόκοπος και τότε ένιωσα πάλι εκείνη τη λάμψη, να παλεύει να βγει από μέσα μου, σαν κάποιο ζώο που πνιγόταν, βυθιζόμενο στα έλη.

«Και εγώ σε αγαπώ, Λίαμ» μου απάντησε γελώντας και τότε ένιωσα ένα βελούδινο άγγιγμα στα χείλη μου. Η αναπνοή της είχε ενωθεί με την δική μου, είχαμε γίνει σχεδόν ένα.

Με μία κίνηση, την έσφιξα στην αγκαλιά μου, ενώ αισθανόμουν το σώμα μου να θερμαίνεται και να λάμπει ολόκληρο. Το φιλί της ήταν τρυφερό και αργό, ίσως παιδαριώδες και άγουρο στην αρχή σαν να απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο. Ένιωσα τα χέρια της να χαϊδεύουν το στήθος μου και λίγο λίγο, να πασχίζουν να ξεφορτωθούν το γαλάζιο πουκάμισο που φορούσα σαν άνθρωπος. Δεν αντιστάθηκα, καθώς δεν μπορούσα πια, μα και δεν ήθελα. Δεν ήθελα να αντισταθώ στην ειλικρινή ευτυχία, στο συναίσθημα του έρωτα που με ξεσήκωνε επικίνδυνα, που με μετέφερε νοητά στον Παράδεισο, αγγίζοντας τα όρια της έκστασης.  Παραμερίζοντας τρυφερά τα μαλλιά της, ξεκίνησα να ξεκουμπώνω και εγώ αργά το φόρεμά της, ενώ σηκώνοντάς την ψηλά, τη μετέφερα στο δωμάτιό της. Εναποθέτοντάς την τρυφερά στο κρεβάτι, το ογκώδες σώμα μου, σκέπασε το δικό της, μένοντας για λίγο στάσιμο. Ήθελα να χορτάσω την εικόνα της, να φωτογραφίσω στη μνήμη μου ως και την τελευταία λεπτομέρεια, ώστε να την κλέψω μαζί μου σαν την μόνη φλογίτσα, που θα εξακολουθεί να με φωτίζει στο αιώνιο σκοτάδι που με καρτερούσε.

Το συναίσθημα του να κάνεις έρωτα, ξεπερνούσε σε δύναμη ακόμη και την διαμονή στον Παράδεισο. Καθώς το σώμα μου ενωνόταν με το δικό της, άρχισα να κατακλύζομαι από τις δικές της αναμνήσεις και στιγμές από τη ζωή της. Την είδα να τρέχει στην αυλή ενός σπιτιού, όταν ακόμη ήταν παιδί, παρέα με την αδερφή της και να υποδέχεται έναν άντρα που εν μέρει της έμοιαζε. Υπέθεσα πως θα ήταν ο πατέρας της και αν έκρινα από την λατρεία στα μάτια της, τη στιγμή που τον αντίκριζε, θα έπρεπε να της είχε κοστίσει πολύ ο θάνατός του. Καθώς η ανάσα μου γινόταν όλο και πιο γρήγορη, το φως της ψυχής μου ξεχύθηκε μονομιάς σαν χείμαρρος χρυσαφένιος, κάνοντάς την να κλείσει ελαφρώς τα μάτια. Εγώ έγειρα στο πλάι της αποκαμωμένος, μα για πρώτη μου φορά πλήρης, όταν την είδα να με κοιτά σοκαρισμένη.

΄΄Την τύχη μου τη μαύρη, τι έβλεπε; Σε τι είχα μεταλλαχθεί αυτή τη φορά;΄΄ σκέφτηκα με απόγνωση, αλλά μία αμήχανη κίνηση του χεριού μου προς το μέρος του κεφαλιού μου, με έκανε να ανατριχιάσω. Στην παλάμη μου κλεισμένη, βρισκόταν μία ξανθιά τούφα.

«Ε-Εσύ είσαι; Βασικά, είσαι ό,τι πιο υπέροχο έχω δει» την άκουσα να μονολογεί και ευθύς σηκώθηκα για να κοιταχτώ στον καθρέπτη.

Μέσα του, αντικατοπτριζόταν ένας πανέμορφος Άγγελος, με έντονα, ανοιχτά, κυανά μάτια και κατάξανθα μαλλιά. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, είτε από τρόμο, είτε από συγκίνηση, όταν ένιωσα το καθησυχαστικό της άγγιγμα.

«Υπόσχεσαι να μην με αφήσεις ποτέ;» με ρώτησε έχοντας χωθεί στην αγκαλιά μου και τότε συνειδητοποίησα τη ζοφερή πραγματικότητα, η οποία με τίναξε απότομα από το όνειρο. Είχα τελειώσει. Η επανεμφάνιση της αληθινής μου όψης, έμοιαζε με την τελευταία και πιο εντυπωσιακή λάμψη ενός άστρου, λίγο πριν χαθεί, πριν ξεψυχήσει. Ενός άστρου που ετοιμαζόταν να δύσει για πάντα. Ένα αίσθημα πόνου και σιωπηλού λυγμού στραγγάλισε την ψυχή μου.

«Λυπάμαι Αντέϊρα, αλλά δεν μπορώ να σου δώσω μία υπόσχεση που ξέρω πως δεν θα κρατήσω» της είπα περίλυπα και την παρακίνησα να καθίσει μαζί μου για λίγο στο κρεβάτι, με εμένα να μην την αφήνω λεπτό από την αγκαλιά μου. Τα δάχτυλά μου όργωναν το τρυφερό της δέρμα που μύριζε βανίλια. Τα γυμνά μας κορμιά βρίσκονταν μπλεγμένα, το ένα στην αγκαλιά του άλλου. Τα όμορφα σαρκώδη χείλη μου, άφηναν τρυφερά φιλιά στο λαιμό της. Τα χέρια μου την έκλεισαν σφιχτά.

«Τι συμβαίνει; Μίλησέ μου, σε παρακαλώ» ψέλλισε ανήσυχη, με το πρόσωπό της ακουμπισμένο στο στήθος μου, που μέσα του έκλεινε το ταραχώδες καρδιοχτύπι μου.

«Αντέϊρα, αυτές θα είναι και οι τελευταίες μας στιγμές μαζί» συνέχισα κομπιάζοντας και την είδα να βουρκώνει.

«Γιατί; Δεν με αγαπάς αρκετά; Δεν θέλεις να είσαι μαζί μου;» με ρώτησε ψιθυριστά.

«Σε αγαπώ τόσο, που επιθυμούσα κόντρα σε όλους τους νόμους του κόσμου, να μοιραστώ την ψυχή μου μαζί σου για λίγα λεπτά, με αντάλλαγμα την ίδια μου την ύπαρξη» της απάντησα και εκείνη εξακολουθούσε να δείχνει χαμένη στις σκέψεις της.

«Δεν καταλαβαίνω» πρόφερε τρέμοντας.

«Η σχέση μεταξύ ενός Άγγελου ή και Δαίμονα και ενός ανθρώπου, είναι απαγορευμένη. Η τιμωρία είναι απίστευτα βαριά. Για την ακρίβεια περιλαμβάνει τον αιώνιο εγκλεισμό στο κλουβί των Ταρτάρων και τον αργό και βασανιστικό θάνατο, με την οριστική και αργή απώλεια των αγγελικών δυνάμεων» τελείωσα και την είδα να σοκάρεται τόσο πολύ, που κάλυψε το στόμα της με το χέρι για να μην ουρλιάξει.

«Γιατί; Γιατί θυσίασες τη ζωή σου για εμένα; Γιατί το έκανες αυτό; Τι θα απογίνεις τώρα;» άρχισε να με ρωτά ανάμεσα από τους λυγμούς της.

«Τη ζωή μου τη θεωρούσα τελειωμένη από πριν, μέχρι που η μοίρα έφερε εσένα στο διάβα μου και απέκτησε νόημα η ύπαρξή μου. Σε ευχαριστώ για τις στιγμές που μου χάρισες» της είπα αγκαλιάζοντάς την και εκείνη μούσκεψε το στήθος μου με τα δάκρυά της. Τότε, είδα το δέρμα μου να σχηματίζει ρωγμές και να φτύνει σιγά σιγά την δαιμονική μου εμφάνιση. «Ο χρόνος μου τελειώνει Αντέϊρα. Άκουσέ με σε παρακαλώ και δώσε μου μία υπόσχεση, πως θα ακούς τον φύλακά σου τον Μιχαήλ και θα φροντίσεις να ευτυχίσεις στη ζωή σου, με έναν άνθρωπο που θα δει σε εσένα, όλα όσα εγώ είδα και παραπάνω. Το υπόσχεσαι;» τη ρώτησα και τα μάτια μου για πρώτη φορά θόλωσαν εξαιτίας των δακρύων.

Εκείνη ένευσε θετικά βουρκωμένη, ενώ συνέχισε να με κρατά μέχρι που η λάμψη μου υποχώρησε και το σώμα μου ξεκίνησε να διαλύεται σε κόκκους σκόνης άψυχης.΄΄Σ' αγαπώ΄΄ ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσα να αντηχεί από μακριά, προτού εξαφανιστώ για πάντα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top