Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ/part1

΄΄Ολόκληρος ο ουρανός ταράχτηκε. Οι Άγγελοι παρατάχθηκαν κατά ομάδες και σε κάθε μία από αυτές, ένας ανώτερος διοικητής ήταν επικεφαλής. Ο Εωσφόρος πολεμούσε εναντίον του νόμου του Θεού, εξαιτίας της φιλοδοξίας του να εξυψώσει τον εαυτό του, και της άρνησής του να υποταχθεί στην εξουσία του Υιού του Θεού΄΄

Καθώς την καρτερούσε μονάχος του, έξω από το δωμάτιο νοσηλείας, η σκηνή της Πτώσης γυρνούσε στο μυαλό του ξανά και ξανά. Ο Γαβριήλ τηρούσε τον Θεϊκό νόμο κατά γράμμα και ήταν γνωστός στην ιστορία της ανθρωπότητας, για τη δουλειά του ως απεσταλμένος του Πατέρα του, προκειμένου να εξαγγείλει στην ανθρωπότητα την σωτηρία της. Πλάι του βρισκόταν πάντοτε, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Γαβριήλ στη θύμησή του μόρφασε πονεμένα. Ήταν ο Πρίγκιπας του Φωτός και της αγάπης, ο μεγαλύτερος πολεμιστής ανάμεσα στις αγγελικές δυνάμεις. Ποτέ του δεν κατόρθωσε να κατανοήσει την ιδιαίτερη σύνδεσή του με τον Εωσφόρο, τον σκοτεινό και παντοδύναμο πρώην αρχηγό των Αρχαγγέλων, τον μεγαλύτερο πολέμιο του Πατέρα. Ωστόσο, ο Μιχαήλ τον αγαπούσε. Η αγγελική τους Χάρη, ήταν ολόιδια, κυανή του κοβαλτίου, το ίδιο και τα χαρακτηριστικά τους. Παρά την Πτώση και την βίαιη σύγκρουσή τους, βαθιά μέσα τους επικρατούσε μία ανομολόγητη αγάπη. Το ήξερε, καθώς παρακολούθησε τον Μιχαήλ να υποπίπτει σε όλες τις πιθανές αμαρτίες, προκειμένου να σώσει τη σάπια ψυχή του δίδυμου αδερφού του. ΄΄Ξέρεις πώς είναι΄΄ ψιθύρισε στον εαυτό του ΄΄Κάποτε είχες και εσύ έναν αδερφό, στον οποίο πίστεψες και έδωσες δύναμη να είναι, αυτό που σήμερα όλοι απεχθάνονται΄΄ του είπε περιπαικτικά η φωνή της συνείδησής του.

Προς μεγάλη του ανακούφιση, όταν ύψωσε ξανά το βλέμμα του, αντίκρισε την Αμέλια να τον κοιτάζει εκνευρισμένη.

«Πες μου πόσο βαθιά χωμένος ήσουν στις σκέψεις σου; Τόση ώρα ωρύομαι πως θέλω να φύγω» του φώναξε και εκείνος έμεινε να την κοιτά άναυδος.

«Η λέξη ΄΄χωμένος΄΄ θαρρώ πως δεν με εκπροσωπεί και δεν περιγράφει σωστά τη ψυχική μου κατάσταση. Συγγνώμη, ήμουν αφηρημένος, καθώς οι σκέψεις μου ταλανίζονται από πολλά και διόλου ευχάριστα πράγματα τώρα τελευταία. Πιστεύω πως πρέπει να φας κάτι πρώτα, προτού επιστρέψεις στο σπίτι σου» της είπε κάπως πιο ήρεμα και η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Νιώθω πως δεν μπορώ να καταπιώ, ούτε μία γουλιά νερό. Νιώθω παραίτηση. Μερικές φορές προσεύχομαι να είχα τη δύναμη να την κάνω καλά. Εσύ ως Άγγελος, δεν διαθέτεις αυτήν την ικανότητα;» τον ρώτησε στα ξαφνικά αθώα και ο Γαβριήλ ένιωσε εγκλωβισμένος.

«Δυστυχώς όχι. Μπορώ να γιατρέψω ένα τραύμα, όμως δεν μπορώ να αλλάξω τη μοίρα του κάθε ανθρώπου. Δεν μπορώ να ανακόψω μία πορεία που πλησιάζει στον τερματισμό της, αν είναι γραφτό να τερματίσει» της απάντησε δίχως να την κοιτάζει και είδε τα πρησμένα μάτια της, να βουρκώνουν ξανά.

Tότε, στάθηκε μπροστά της και για πρώτη φορά τα μελή του μάτια την αγκάλιασαν με καλοσύνη.

«Υπόσχομαι να σταθώ δίπλα σου, αν φυσικά το θέλεις, σε όλο αυτό το δύσβατο μονοπάτι. Να αλαφρύνω λίγο την καρδιά σου» της είπε και εκείνη τον αγκάλιασε αυθόρμητα.

Τη στιγμή εκείνη, μία παράξενη μυρωδιά, πλανήθηκε στον αέρα γύρω της. Μέντα, σανταλόξυλο, τριαντάφυλλα και κανέλα. Αρώματα που βοηθούσαν το μυαλό και τη ψυχή, να ταξιδέψουν σε άλλες εποχές, ανοιξιάτικες και σε μέρη ολάνθιστα και παραμυθένια, όπου κυριαρχούσαν τα χρώματα και ο γλυκός, απαστράπτων ήλιος. Όπου βασίλευε το χαμόγελο και η χαρά.

«Μυρίζει..» πήγε να ψελλίσει.

«Παράδεισος» της απάντησε ο Γαβριήλ κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια.

Η λαβή της αγκαλιάς της, παρέμεινε γύρω από τον λαιμό του για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, καθώς προσπαθούσε να πλάσει με την φαντασία της εικόνες, που αντιπροσώπευαν πλήρως αυτές τις υπέροχες μυρωδιές.

Καθώς είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το νοσοκομείο, με τους δυο τους να παραμένουν αμήχανα σιωπηλοί, μία γνωστή φωνή ακούστηκε και ένα χέρι άρπαξε την Αμέλια για να την κλείσει στην αγκαλιά της. Ήταν η Κάιλα, η οποία είχε κατορθώσει να αναρρώσει, από τα βαθιά τραύματα της δαιμονικής επίθεσης και είχε προστρέξει στο πλευρό της συναδέλφου της για ακόμη μία φορά.

«Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω» της είπε και τότε το βλέμμα της καρφώθηκε στη θωριά του Γαβριήλ. «Καλέ πού τον κρατούσες κρυμμένο τόσο καιρό; Χαίρομαι που έχεις ένα στήριγμα δίπλα σου και τι στήριγμα...» τελείωσε καρφώνοντας τη ματιά της στον Αρχάγγελο, του οποίου το πρόσωπο είχε υιοθετήσει μία έκφραση φρίκης.

«Καταρχάς, θεωρείται ορθό από μέρους μου να παραμένω κρυμμένος από αδηφάγα βλέμματα σαν το δικό σας και κατά δεύτερον, η ιδέα μου είναι, ή μου προσδώσατε μόλις εκουσίως, τον τίτλο του συντρόφου της δεσποινίδας Σμιθ;» ρώτησε, ενώ σπίθες πετάγονταν από τα μάτια του, αφήνοντας την Κάιλα μαρμαρωμένη στη θέση της.

«Είπα κάτι που δεν έπρεπε;» ρώτησε την Αμέλια και εκείνη για πρώτη φορά χαμογέλασε.

«Μην του δίνεις σημασία Κάιλα, αλήθεια. Χαίρομαι πολύ και εγώ που σε βλέπω, είχα ανάγκη την παρέα σου»

Σύντομα όμως αποφάσισε να τους αφήσει, καθώς οι δουλειές στη ναυτιλιακή την πίεζαν.

«Θα πάρω κάτι πρόχειρο και θα το φάω στο δρόμο. Ωστόσο, δεν θα ήθελα να γυρίσω σπίτι, αλλά να πάω κάπου από όπου μπορώ να αντλήσω μονάχα ευχάριστες αναμνήσεις. Στo πατρικό μου στο Queens» τελείωσε και ο Γαβριήλ απλώς ένευσε καταφατικά.

                                                                                ***

Καθώς οι αναμνήσεις είχαν κατακλύσει το μυαλό της λαίμαργα και ταυτόχρονα ανακουφιστικά, εκείνη έμεινε ακίνητη να κοιτά τη μικρή μονοκατοικία, με τον απεριποίητο πλέον κήπο και τη σκουριασμένη καγκελόπορτα. Τα παράθυρα φαίνονταν κλειστά και το μόνο πράγμα που είχε απομείνει να της θυμίζει τις γλυκιές, παιδικές της στιγμές, ήταν η κουρελιασμένη από τα χρόνια αιώρα και το απέραντο, γεμάτο αγάπη χαμόγελο του πατέρα της, τη στιγμή που είχε κατορθώσει να την τοποθετήσει. Άκουγε το γάργαρο γέλιο του και έβλεπε τον εαυτό της, μουτζουρωμένο με όλα τα χρώματα της παλέτας, να τρέχει αμέριμνα στον κήπο, παρέα με την αδερφή της. Όμορφες, παιδικές στιγμές, τις οποίες θα φρόντιζε να είχε εκτιμήσει περισσότερο, αν ήξερε ποιο θα ήταν το μέλλον της. Τότε, μέσα της βαθιά, ευχήθηκε να είχε δίπλα της κάποιον, που θα μπορούσε να την καταλάβει. Να καταλάβει τον πόνο και το βάρος που κατάτρωγε την ψυχή της. Τον φόβο της επερχόμενης μοναξιάς, το πένθος της απώλειας που μονάχα μία ανθρώπινη ψυχή θα μπορούσε να νιώσει.

«Οι Άγγελοι, δεν είμαστε και τόσο ψυχροί, όσο πιστεύεις» άκουσε τη φωνή του Γαβριήλ.

«Διάβασες τη σκέψη μου;» τον ρώτησε η Αμέλια.

«Όχι, άκουσα την προσευχή σου. Την προσευχή του να είχες δίπλα σου κάποιον, που θα μπορούσε να σε καταλάβει» πρόφερε εκείνος.

«Σωστά, μα μονάχα ένας άνθρωπος μπορεί. Κάποιος που φοβάται και μισεί τον θάνατο και που έχει ζήσει την απώλεια. Όχι κάποιος αθάνατος που το μόνο μέρος που έχει γνωρίσει ποτέ, είναι ο Παράδεισος» αντιγύρισε η κοπέλα.

«Μερικές φορές, η ύπαρξη του Παραδείσου απαιτεί θυσίες και κόπους αιώνιους. Τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν και τίποτα δεν παραμένει, όπως ακριβώς είναι, αν πρώτα δεν μοχθήσεις για να το διατηρήσεις. Αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως έχω δώσει και εγώ τον προσωπικό μου αγώνα στην αιωνιότητα, έχω νιώσει αγάπη και κάποτε την πρόσφερα απλόχερα, για να γυρίσει πίσω με τη μορφή του μίσους από κάποιον που με πρόδωσε» της είπε ο Γαβριήλ και η κοπέλα τον πλησίασε.

«Λυπάμαι πολύ που το ακούω. Η αγάπη είναι ένα πολύτιμο δώρο και είναι αμαρτία να την πετάς»

«Ακριβώς, αλλά και οι αμαρτίες είναι μέρος της ζωής όλων μας καθώς αποδείχτηκε. Μονάχα ο Πατέρας μας είναι αναμάρτητος. Μολαταύτα, δεν έχει πια σημασία, καθώς οι αιώνες πέρασαν και η προδοσία παρέμεινε μέσα μου σαν ένα ανενεργό αγκάθι, δίχως να δηλητηριάζει τη ψυχή μου. Προσπάθησα να την κρατήσω μακριά από ποταπά συναισθήματα» της είπε και γύρισε ξανά να την κοιτάξει «Θα σε πάω σε ένα σημείο, που ονειρευόμουν από πάντα και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, πως αν βρισκόμουν στη γη, δίχως να έχω κάποια δουλειά επείγουσα, θα το επισκεπτόμουν χωρίς επιπλέον αναβολή»

«Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε η κοπέλα.

«Είναι το μέρος που έχει την ικανότητα να παίρνει μακριά τις άσχημες σκέψεις, αν απλά καθίσεις και απολαύσεις το σιγανό τραγούδι που προέρχεται από τον παφλασμό των κυμάτων. Θέλω να πάμε στη θάλασσα» της είπε και ένα αμυδρό χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό της. Λίγη ώρα αργότερα, το ανταριασμένο κυανό λιβάδι έκανε την εμφάνισή του. «Απέραντη και απρόβλεπτη σαν τη ζωή, πανίσχυρη και αυτόβουλη» άκουσε τον Γαβριήλ να λέει, έχοντας πλησιάσει μονάχα μία ανάσα μακριά από το κύμα που έσκαγε πεισματάρικα, ξανά και ξανά στην ακρογιαλιά, αφρώδες και ορμητικό.

Ο καιρός ήταν μουντός, μα αυτή ήταν μία εικόνα συνηθισμένη τις τελευταίες ημέρες. Γύρω τους επικρατούσε η απόλυτη ησυχία και ο μόνος ήχος που ακουγόταν, ήταν η φωνή της θάλασσας. Η Αμέλια κοιτούσε τον Γαβριήλ, με ένα κρυφό χαμόγελο. Η αλήθεια, δυσκολευόταν να πιστέψει πως μπροστά της στεκόταν ο πολυφημισμένος Αρχάγγελος της Χριστιανοσύνης, καθώς τη στιγμή εκείνη, έμοιαζε περισσότερο με έναν πανέμορφο άντρα, ο οποίος πάσχιζε να κατανοήσει τη φύση και τα μυστικά της, σαν να είχε ζήσει σε μία άλλη εποχή, σαν να μην είχε συναναστραφεί σχεδόν ποτέ ξανά με ανθρώπους, ή σαν να είχε κατοικήσει σε κάποιον άλλο, μακρινό πλανήτη. Έχοντας αφαιρέσει μία λευκή, κοντομάνικη μπλούζα που φορούσε, κατευθύνθηκε προς τη μεριά της αγριεμένης, χειμωνιάτικης ακόμη, θάλασσας και βύθισε το σώμα του μέχρι τη μέση, αλείφοντας ταυτόχρονα, κάθε σπιθαμή του κορμιού του, με θαλασσινό νερό. Τα χέρια του νότιζαν τα μαλλιά του με τη θαλασσινή αλμύρα, προσδίδοντας στην εικόνα του περισσότερη μαγεία και τελειότητα.

Η Αμέλια κοιτούσε τον νεαρό άνδρα με τα μελή μάτια, που αντανακλούσαν τον συννεφιασμένο καιρό και που τώρα έμοιαζε περισσότερο με ένα μικρό, αθώο παιδί που χαιρόταν με τα απλά πράγματα στη ζωή του. Η ίδια κάθισε στην αμμουδιά σκεβρώνοντας ελαφρώς, καθώς το ψυχρό, μα ελαφρύ αεράκι διαπερνούσε το κορμί της. Κατόπιν ξάπλωσε υψώνοντας τα μάτια της στον ουρανό και επιτρέποντας στον εαυτό της να χαλαρώσει, έστω και για μία στιγμή. Εν συνεχεία, σφάλισε τα βλέφαρά της, προκειμένου να επιτρέψει μονάχα στους ήχους της φύσης, να φθάσουν στα αυτιά της, μα αντί για εκείνους, τελικά ήχησε το παιχνιδιάρικο γέλιο που για πρώτη φορά έβγαινε από το στόμα του Γαβριήλ. Λίγο πριν τα ανοίξει ξανά, ένιωσε μία ψυχρή σταγόνα να προσγειώνεται στη μύτη της, ενώ αντίκρισε τα τεράστια μάτια του Αρχαγγέλου να την κοιτάζουν. Το σώμα του είχε τη μυρωδιά και την υφή της θαλασσινής αύρας, ενώ τα μαλλιά του, βρεγμένα τώρα πια, έμοιαζαν πιο σκούρα κάτω από το γλαυκό ουράνιο στερέωμα.

«Μακριά από τα καθήκοντά μου, μοιάζω πιο ανθρώπινος» μονολόγησε σχεδόν και η Αμέλια χαμογέλασε.

«Μακριά από την πίεση, όλοι είμαστε διαφορετικοί, όπως και εσύ. Αποτίναξες επιτέλους, αυτό το μαρμάρινο, δίχως την παραμικρή έκφραση προσωπείο. Δεν σου ταιριάζει» του είπε και εκείνος προσγειώθηκε κάπως άτσαλα δίπλα της.

«Δεν είναι πάντα εύκολο να πρέπει να διατηρείς διαρκώς τις ισορροπίες. Μετά την Πτώση του Εωσφόρου και πολύ περισσότερο, μετά το θάνατο του Μιχαήλ, έπρεπε να σταθώ εγώ ως αρχηγός. Ο Μιχαήλ, ήταν πάντοτε επιρρεπής στα συναισθήματα και εγώ έβλεπα, πως δεν μπορούσε να ξεριζώσει από την καρδιά του, την αδυναμία του στον δίδυμο αδερφό του. Εγώ ήμουν πάντοτε ο απόλυτα νομοταγής, σε σημείο που γνωρίζω, πως η συμπεριφορά μου γινόταν τις περισσότερες φορές δυσάρεστη. Η οποιαδήποτε παρέκκλιση από το καθήκον με τρόμαζε, γιατί πολύ απλά είχα δει τα αποτελέσματα. Είχα δει τι σημαίνει να εμπιστεύεσαι και να σε προδίδουν. Ήταν επικίνδυνο και γι'αυτό ποτέ μου δεν χώνεψα την ελπίδα του Μιχαήλ για έναν καλύτερο Εωσφόρο. Γιατί αυτή η εμπιστοσύνη που του έδειχνε με φόβιζε....» συνέχισε να λέει, μα η Αμέλια δεν ήθελε να ακούσει άλλους προβληματισμούς.

Τοποθετώντας τα δάχτυλά της μπροστά από τα χείλη του, του έκανε σήμα να σωπάσει, ενώ αργά ήρθε κοντά του και χώθηκε στην αγκαλιά του. Η οικεία πλέον μυρωδιά της άνοιξης, γαργάλησε τα ρουθούνια της, ενώ ένιωσε τα χέρια του να τρέμουν από νευρικότητα. Για δευτερόλεπτα, ακούμπησε το ζεστό του μάγουλο, στο μέτωπό της, πασχίζοντας να ρουφήξει τη στιγμή και κάθε πιθανό συναίσθημα που ξεπηδούσε μέσα από αυτήν τη σωματική επαφή που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ωστόσο, η σκιά του καθήκοντος σκέπασε το μυαλό του ξανά και διακριτικά σηκώθηκε.

«Πρέπει να φύγουμε, καθώς έχει αρχίσει να σουρουπώνει» της είπε, μα ο ήχος της φωνής του ήταν μαγκωμένος, στενάχωρος.

Η Αμέλια ένευσε σιωπηλά και σηκώθηκε και εκείνη, τινάζοντας τις άμμους που είχαν κολλήσει στα ρούχα της και πασχίζοντας να βγει στο πεζοδρόμιο. Μολαταύτα, μετά από τα δύο πρώτα τους βήματα, είδαν τις λάμπες που μόλις είχαν ανάψει για να φωτίσουν τον δρόμο, να τρεμοπαίζουν, ώσπου μία-μία ξεκίνησε να σβήνει. Τα γειτονικά σπίτια, βυθίστηκαν απότομα στο σκοτάδι και μία σκιά σύρθηκε στους τοίχους των γύρω μονοκατοικιών.

«Γαβριήλ, φοβάμαι» ήταν οι μόνες κουβέντες που ξεστόμισε, προτού ο Αρχάγγελος την κλείσει αυθόρμητα στην αγκαλιά του.

«Μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ και τίποτα κακό δεν πρόκειται να σου συμβεί» της είπε καθώς ένα υπόκωφο βουητό, έμοιασε να προέρχεται μέσα από τις ασφάλτους. Οι δυο τους παρατήρησαν χιλιάδες, μαύρα έντομα να ξεπηδούν σαν σκιά μέσα από τις χαραμάδες του δρόμου και των πεζοδρομίων και να συγκεντρώνονται σε μία απόκοσμη σωρό, ακριβώς μπροστά τους. Η Αμέλια έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του Γαβριήλ και εκείνος την κράτησε ακόμη πιο σφιχτά.

«Όταν θα σου πω, θα κλείσεις τα μάτια σου και δεν θα τα ανοίξεις αν δεν σου δώσω εγώ εντολή. Ό,τι και να γίνει, με κάθε κόστος, το υπόσχεσαι;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της θετικά.

«Η αγγελική λάμψη τυφλώνει τους ανθρώπους. Είναι τόσο ισχυρή που δεν αντέχεται και θα την χρειαστώ» τελείωσε και στάθηκε αγέρωχα ακριβώς μπροστά της.

Τότε, είδε ένα άλλο πρόσωπο του Γαβριήλ. Αυτό που άρμοζε σε έναν Αρχάγγελο και όχι σε έναν απλό, θνητό νεαρό. Το ύψος του αυξήθηκε και πάνω από το κεφάλι του, έκανε την εμφάνισή της η χάλκινη λάμψη της αγγελικής του Χάρης και το φωτοστέφανό του. Τα εντυπωσιακά, πάλλευκα φτερά του, ξεπήδησαν θαρρείς από την πλάτη του και το μελή των ματιών του χάθηκε, για να πάρει τη θέση του μία απόκοσμα επιβλητική λάμψη, όμοια με την χάλκινη του φωτοστέφανου. Η φωνή του βγήκε βροντερή και αλλαγμένη.

«Παρουσιάσου. Δείξε μου το αληθινό σου πρόσωπο κολασμένο μίασμα»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top