Εχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς κοντύτερα / part 1
«Έχε τους φίλους κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά»
Παροιμιώδης φράση, σπουδαίο γνωμικό και αρχική δική μου κίνηση. Τελικά το ανθρώπινο γένος δεν είχε σταματήσει ποτέ του να με εκπλήσσει, με την υποβόσκουσα σοφία του, που ώρα-ώρα αναδυόταν από τα Τάρταρα του εγκεφάλου του. Λαμπρό παράδειγμα αυτής της υποβόσκουσας σοφίας, μα ολοφάνερης πονηρίας, είναι και ο συγκεκριμένος τίτλος. Ωστόσο εγώ, καθώς μέσα μου συνήθιζα να κοσκινίζω κάθε πληροφορία που μου δινόταν, σκέφτηκα καλά προτού αναλάβω δράση, προκειμένου να σώσω όποιο αποκαΐδι είχε απομείνει, από την αλλοτινή μου υπόληψη. Προσπάθησα λοιπόν για ακόμη μία φορά, να ξεγελάσω τους πάντες. Αν υπάρχει όμως κάποιος από τον οποίο αδυνατείς να κρυφτείς, αυτός είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, στην περίπτωση φυσικά διακατέχεσαι από αυτογνωσία, γιατί αν σου λείπει και αυτή, μην ψάξεις γύρω σου για καμία απολύτως σανίδα σωτηρίας. Είσαι χαμένος από χέρι. Εγώ φυσικά ως Άρχων της αλαζονείας, διέθετα μία στρεβλή εικόνα του ΄΄είναι΄΄ μου, την οποία όμως ωριμάζοντας, χρειάστηκε επειγόντως να διορθώσω.
Όλα ξεκίνησαν μία αποφράδα ημέρα, όπου ένας κατώτερος υπήκοός μου βρέθηκε στα κρυφά στον Παράδεισο, προκειμένου να μου στείλει την καθημερινή μου ενημέρωση, καθώς εδώ και λίγο καιρό, επικρατούσε ουράνια αναστάτωση. Πήγε λοιπόν ο αφιλότιμος ως εκεί, προκειμένου να ενημερωθεί για τα τεκταινόμενα, ενώ δύο ώρες αργότερα, επέστρεψε με εγκαύματα στο δέρμα του, εξαιτίας του παραδεισένιου φωτός. Ξεσκονίζοντας όπως όπως τα μαύρα του φτερά και βήχοντας αμήχανα μερικές φορές, προκειμένου να κερδίσει δευτερόλεπτα σκέψης της κοτσάνας που θα μου αράδιαζε, πήρε τελικά τον λόγο, αφού με προσκύνησε τυπικά τέσσερις φορές. Εγώ από την άλλη, διακρίνοντας την αμηχανία του, αλλά και την πλεονάζουσα κίνηση της τέταρτης υπόκλισης, είχα αρχίσει να φοβάμαι πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και αυτό που απεχθανόμουν περισσότερο, ήταν να με πιάνουν απροετοίμαστο.
«Μίλα και με έσκασες !» του τσίριξα και εκείνος καταϊδρωμένος, ψέλλισε :
«Αφέντη μου, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, η ημέρα της οριστικής μας δύσης πλησιάζει. Ο Πατέρας έχει σκοπό να βάλει ένα τέλος στη βασιλεία σου και να εξυψώσει το ανθρώπινο γένος. Το άκουσα που το έλεγε ο Μιχαήλ»
Τη στιγμή εκείνη, για να αποφύγω να χειροδικήσω επάνω του, προτίμησα να χαστουκίσω τον εαυτό μου, ώστε να χαλιναγωγήσω τα νεύρα μου εξαιτίας μίας είδησης που μου ήταν γνωστή αιώνες τώρα.
«Αν διάβαζες και λίγο, θα καταλάβαινες πως όλα αυτά που μου ανέφερες, είναι εδώ και χρόνια γνωστά» του γρύλισα περιμένοντας μία απάντηση.
«Μα αφέντη μου, τώρα υπάρχει λύση» επέμεινε εκείνος και εμένα αυτή η κουβέντα ήχησε στα αφτιά μου σαν απόσπασμα από φθηνό, διαφημιστικό, σλόγκαν.
«Δηλαδή;» ρώτησα μονολεκτικά.
«Δηλαδή άκουσα τον Μιχαήλ να υπογραμμίζει, πως αν κάνεις κάποιον να σε αγαπήσει, ξεγελώντας τον φυσικά, καθώς όπως γνωρίζεις είμαστε δαίμονες, τότε θα κερδίσεις τη ζωή σου και ίσως μία δεύτερη ευκαιρία να επιστρέψεις πίσω στον Παράδεισο και στην παλιά σου αίγλη. Κοινώς ειπώθηκε, πως παρά το γεγονός πως σκέφτονται να τερματίσουν την ύπαρξή σου, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτραπεί, αν εσύ αποφάσιζες να αλλάξεις» τελείωσε εκείνος.
«Γιατί τι έχει η καινούργια μου αίγλη; Δεν τους αρέσει; Εγώ την απολαμβάνω και με το παραπάνω» συνέχισα την αυτοεπευφημία, δίχως να δώσω βάση στην λέξη- κλειδί που μελλοντικά θα με έκαιγε. Την λέξη ΄΄ξεγελώ΄΄. «Με λίγα λόγια, θα πρέπει να γίνω καλός. Δύσκολο, αλλά θα έκανα τα πάντα για να κερδίσω την αιώνια ύπαρξή μας, με μία φαινομενική επιστροφή στον Παράδεισο. Αυτό φαντάζομαι πως απαιτεί να ανακτήσω όλες μου τις αρετές. Φαινομενικά πάντα. Ακούγεται σχετικά εύκολο σαν πρόταση και ίσως τότε, κερδίσω παράλληλα και την εύνοια του Πατέρα» μουρμούρισα.
«Φαινομενικά όμως» συμπλήρωσε ο δαίμονας γελώντας.
«Ακριβώς. Όλα θα γίνουν υποθετικά, αλλά καλά σκηνοθετημένα και όταν όλοι τους πιστέψουν πως έχω πράγματι αλλάξει, θα προκαλέσω μία δεύτερη εξέγερση. Είσαι βέβαιος για όλα αυτά;» πρόφερα με έπαρση.
«Φυσικά Αφέντη. Τον άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά που συζητούσε με τον Ραφαήλ, ωστόσο δήλωναν αμφότεροι απογοητευμένοι γιατί καταβάθος ξέρουν, πως δύσκολα θα άλλαζες. Ωστόσο, προτιμούν να ελπίζουν» απάντησε, ενώ τον είδα να τρέμει σαν το ψάρι. «Πρόσεξε Αφέντη. Πρέπει να είσαι πειστικός γιατί αν κάτι πάει στραβά θα το μετανιώσουμε όλοι μαζί»
«Δε μου λες, πιάνει το μάτι σου;» ρώτησα περιπαικτικά.
«Όχι Αφέντη μου, γιατί το λες αυτό;».
«Γιατί είσαι φορέας αρνητικής ενέργειας. Πότε πήγε κάτι στραβά για να πάει τώρα; Μην απαντήσεις!» συνέχισα και εκείνος είχε μείνει με το στόμα μισάνοιχτο, την απάντηση μετέωρη και τη διχαλωτή του γλώσσα μαζεμένη προς τα πίσω, έτοιμη να ξεστομίσει την πρώτη λέξη. «Συνέχισε να μου δίνεις πληροφορίες» τον προέτρεψα πιο ευγενικά αυτή τη φορά.
«Το θέμα είναι, πως ο Πατέρας και τα αγγελούδια του, πρέπει να δουν από εσένα μία αληθινή αλλαγή. Αλλιώς, όπως φυσικά γνωρίζεις, ο Πατέρας θα τερματίσει την ύπαρξή σου και ξέρεις πολύ καλά πως έχει τη δύναμη να το κάνει» μου πέταξε στη μούρη και εγώ ένιωσα το αίμα μου να βράζει.
Τι ταπείνωση μα τα χίλια καζάνια, να σε υποτιμά το υπηρετικό προσωπικό.
«Πρόσεξε πολύ καλά τα λόγια σου. Είμαι ο πιο ισχυρός άγγελος που δημιουργήθηκε! Ο πρώτος! Η δύναμή μου θα γίνει ισάξια με του Πατέρα αν το θελήσω» μούγκρισα, αλλά δεν φάνηκε να πείθεται.
«Τότε Αφέντη, ξεκίνα την πρόβα καλοσύνης. Έχεις στη διάθεσή σου έναν ανθρώπινο χρόνο. Όχι και πολύ καιρό, αν αναλογιστεί κανείς πως έχεις υπάρξει ένα κάθαρμα εδώ και εκατομμύρια αιώνες» συνέχισε ο δαίμονας.
«Ω, έλα τώρα, σταμάτα τις κολακείες και επικεντρώσου στον στόχο μας. Εξάλλου, θα πρέπει όλοι μας να δείξουμε μετανιωμένοι με αρίστη συμπεριφορά, αλλιώς θα καταστραφείτε και εσείς μαζί με εμένα»
«Ναι, αλλά δεν θα μετανιώσουμε στ' αλήθεια» συνέχισε εκείνος.
«Μεγαλοφυές συμπέρασμα» χτύπησα άκεφα παλαμάκια.
Από τη στιγμή που έφυγε, εγώ δεν έπαψα λεπτό να επεξεργάζομαι τις πολύτιμες πληροφορίες που είχα στα χέρια μου. Ώστε, ακόμη ήλπιζαν σε μία αλλαγή μου. Ακόμη με περίμεναν χρόνια ολόκληρα, αιώνες ατελείωτους. Λοιπόν θα ερχόμουν, αλλά αυτή τη φορά παίζοντας με τους δικούς μου κανόνες. Δυστυχώς για εμένα ο πιστός μου υπηρέτης, είχε ξεχάσει να μου αναφέρει, γιατί πολύ απλά δεν το είχε ακούσει, πως σε μία τέτοια δοκιμασία αλλαγής, δεν χωρούσε κυριολεκτικά κανένα ψέμα. Εκείνος ή εκείνη που θα με αγαπούσε ειλικρινά, εξαιτίας της καλής μου διαγωγής, θα έπρεπε να το κάνει δίχως όρους, έχοντας δει πρώτα όλα όσα πραγματικά είμαι. Όλη τη φρίκη του κόσμου δηλαδή συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο. Ωστόσο, όπως προείπα, εγώ βάδιζα στα τυφλά και είχα αρκεστεί στην παραπληροφόρηση, ότι έπρεπε απλώς να ξεγελάσω ένα ανθρώπινο πλάσμα -καθώς ένα αγγελικό ήταν αδύνατον- να παραστήσω τον καλό και να κερδίσω την εύνοια όλων. Εύκολα και απλά.
Δυστυχώς για την φθονερή μου ύπαρξη, λογάριαζα και πάλι χωρίς τον ξενοδόχο, όπου ξενοδόχος στην περίπτωσή μου, θεωρούνταν διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες, σκοτεινής προέλευσης. Έχοντας μείνει μονάχος μου στην αίθουσα του θρόνου μου, προσπαθούσα να σκεφτώ, ποια θα ήταν η αφετηρία της περιπέτειάς μου στον κόσμο των θνητών. ΄΄ Άλλο να τον κυβερνάς εξ αποστάσεως και άλλο να μπλεχτείς έχοντας ενεργό ρόλο΄΄ σκέφτηκα και η ιδέα με έκανε να αναπηδήσω. Είχα μόλις ξεστομίσει τη σωστή λέξη, ΄΄ρόλος΄΄. Χρειαζόμουν λοιπόν έναν ανθρώπινο ρόλο, προκειμένου να μπορώ να κινηθώ με την άνεσή μου, ανάμεσα στα θνητά βλέμματα, δίχως να προκαλέσω τυχόν εμφράγματα.
Για λίγο βάδισα στον τόπο εκείνον που αποκαλούσα Αίθουσα του Θρόνου μου. Ψηλά, πάνω από εμένα, δέσποζε ένα ομιχλώδες και μονίμως μουντό, ουράνιο στερέωμα. Ο τόπος ολόγυρά μου έμοιαζε με ένα βουβό νεκροταφείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, σχεδόν πηχτή, σαν να πάλευε να σου κλέψει το οξυγόνο. Καμία ευτυχία δεν είχε χώρο στην Κόλαση, κανένα χαμόγελο. Με βαριά καρδιά, στάθηκα μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέπτη, πράγμα που απέφευγα συστηματικά να κάνω εξαιτίας της ασχήμιας μου. Μαυρίλα τριγύρω μου, μαύρος και εγώ, σαν πολύ μονότονο μου φάνταζε το θέαμα. Αν λοιπόν μεταμορφωνόμουν σε άνθρωπο, θα ήθελα να φοράω κόκκινο πουλόβερ, ή και κίτρινο. Κάτι που να με φωτίζει τελοσπάντων και να μου υπενθυμίζει πως η παλέτα των χρωμάτων, ήταν κάτι περισσότερο από ένα γκρι και ένα μαύρο. Κοιτάχτηκα ξανά, προσεκτικά, όταν την απόλυτη συγκέντρωσή μου, έσπασε η ενοχλητική φωνή του υπηκόου μου.
«Αφέντη, θα πρέπει να γνωρίζεις ένα πολύ βασικό πράγμα».
«Υπονοείς πως υπάρχουν βασικά πράγματα, που διαφεύγουν της προσοχής και γνώσης μου;» γρύλισα.
«Όχι φυσικά, μα πως θα μπορούσα άλλωστε. Μία απλή υπενθύμιση...» ψιθύρισε.
«Άντε να σε δω!» αναφώνησα.
«Ακόμη και άνθρωπος να γίνεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να έχεις μία όμορφη εμφάνιση».
Στην εκφορά αυτής της κουβέντας, στένεψα τα μάτια, προσπαθώντας να αποφύγω οποιαδήποτε γκριμάτσα έκπληξης.
«Αναμενόμενο» μουρμούρισα. « Η εσωτερική μου ασχήμια, θα αντικατοπτριζόταν και στην εξωτερική μου εμφάνιση. Άλλη μία γλυκιά και εμπνευσμένη τιμωρία από τον Πατέρα. Δεν πειράζει όμως, ας είναι. Η μελλοντική και αιώνια ομορφιά, απαιτεί θυσίες» είπα και αίφνης ξεκίνησα την μεταμόρφωσή μου.
Όταν επιτέλους τελείωσα και κοιτάχτηκα εκ νέου στον καθρέπτη, το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά μετριότατο.
«Ακούω σχόλια» άστραψα και βρόντηξα στον καημένο τον δαίμονα που ξεροκατάπινε, αναζητώντας επειγόντως για αποδιοπομπαίο τράγο.
«Περιττά» μου απάντησε χαμογελώντας ψεύτικα και τότε τον άρπαξα βίαια από τον λαιμό
«Λέγε μου αμέσως, αλλιώς θα βασανιστείς σκληρά για μία αιωνιότητα!» του φώναξα.
«Επιθυμείς την πάσα αλήθεια;» ρώτησε ιδρωμένος.
Στο άκουσμα αυτής της λέξης, μου ήρθε να γελάσω, αλλά αποφάσισα να συνεχίσω αυτήν την κωμωδία.
«Πάντα»
«Είσαι αυτό ακριβώς που πρεσβεύεις».
«Διπλωματική απάντηση για να μην με αποκαλέσεις άσχημο. Ελεύθερος» διέταξα και εκείνος εξαφανίστηκε τρέχοντας.
Κοίταξα ξανά το ανθρώπινο είδωλό μου. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας σχετικά ψηλός, όχι και τόσο γεροδεμένος, με σκούρα, κοντά μαλλιά και ένα πρόσωπο γεμάτο ουλές. ΄΄Γαμώτο!΄΄ αναφώνησα, αλλά ήξερα πως το αποτέλεσμα δεν θα άλλαζε. Έχοντας ετοιμαστεί να μετατρέψω σε μικροσκοπικά θρύψαλα το άθλιο κάτοπτρο, πρόσεξα μία λεπτομέρεια που μου είχε διαφύγει. Τα μάτια μου. Σε αντίθεση με το υπόλοιπο συνολάκι, τα μάτια μου είχαν ακόμη εκείνο το υπέροχο, κυανό χρώμα, από τότε που ήμουν ακόμη άγγελος. Έμοιαζαν σαν δύο πολύτιμες χάντρες που γυάλιζαν στο σκοτάδι, ερχόμενες σε πλήρη αντίθεση με τα σκούρα, σχεδόν μαύρα μαλλιά μου και τα αποκρουστικά χαρακτηριστικά μου. Δίχως δεύτερη σκέψη, ίσιωσα το παπιγιόν μου με φινέτσα, ξεσκόνισα ανέμελα το μαύρο μου κοστούμι και γυάλισα τα σκαρπίνια μου. Είχα επιλέξει τον ρόλο μου και έμενε να εντοπίσω και το κατάλληλο θύμα. Πριν να πραγματοποιήσω όμως την οποιαδήποτε κίνηση, έπρεπε να συντάξω το βιογραφικό μου, καθώς αυτό θα αποτελούσε και το πολύτιμο διαβατήριο στον κόσμο των θνητών.
Έκατσα λοιπόν και σκέφτηκα πολύ ώρα, για το τι θα έπρεπε απαραιτήτως να περιλαμβάνει, ένα άψογο βιογραφικό, ενός προικισμένου, νεαρού επιχειρηματία. Ταυτόχρονα, προσπαθούσα να αποδιώξω την εικόνα των τριών αδερφών μου και ειδικά του Μιχαήλ, να γελούν μέχρι δακρύων βλέποντάς με να αγωνίζομαι να γίνω αρεστός στους θνητούς. Δυστυχώς όμως με τέτοια όψη, στο μόνο πράγμα που θα μπορούσα να ποντάρω, ήταν τα προσόντα του μυαλού μου. Μου πήρε μονάχα τρία δευτερόλεπτα για να το συμπληρώσω και άλλα τρία για να αποφασίσω σε πιο σημείο του κόσμου θα εμφανιζόμουν. Η επιλογή μου, θα ήταν αδιαμφισβήτητα, το κέντρο της Γης. Η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και καλά κάνει δηλαδή, γιατί ούτε εγώ κοιμάμαι, οπότε θα είχα άπειρες επιλογές ενασχόλησης, τις ώρες που θα βρισκόμουν εκτός κάποιου γραφείου και εκείνες που δεν θα βασάνιζα κάποιον θνητό. Η Νέα Υόρκη με περίμενε και εγώ εμφανίστηκα στα ξαφνικά, σε μία απόμερη γωνιά του Σέντραλ Παρκ, προκειμένου να μην τραβήξω τα αδιάκριτα ανθρώπινα βλέμματα, καθώς εκτός από αμαρτωλοί, οι άνθρωποι ήταν και αδιάκριτοι.
Ο Δεκέμβρης, ήταν ο πρώτος μήνας του Χειμώνα και άπαντες γύρω μου, ήταν τυλιγμένοι με βαριά ρούχα και κασκόλ, σε αντίθεση με εμένα που περπατούσα ανέμελα, φορώντας μονάχα το κοστούμι μου και κρατώντας περήφανα τον χαρτοφύλακά μου. Λυπάμαι άνθρωποι, μα ο Πατέρας σας έφτιαξε εντελώς άτριχους και για αυτόν τον λόγο, ώρες-ώρες σας δικαιολογώ που σφάζετε τις καημένες τις αλεπούδες. Καταβάθος τις ζηλεύετε για την ανθεκτικότητά τους στο κρύο. Εγώ όμως, είμαι καλύτερος, ακόμη και από το ζωικό βασίλειο, καθώς δεν νιώθω ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Παρατηρώντας όμως τα μάτια όλων να με κοιτάζουν, σαν να βλέπουν τον έξω από εδώ, αποφάσισα πως έπρεπε να αγοράσω επειγόντως ένα πανωφόρι, για να μοιάζω λίγο πιο φυσιολογικός. Ευτυχώς για εμένα, η λεωφόρος Μάντισον είχε άπειρες και πάνω από όλα σικάτες επιλογές ντυσίματος. Σταματώντας στο πρώτο πολυκατάστημα που βρέθηκε στο διάβα μου, εισήλθα αβίαστα, ερχόμενος αντιμέτωπος με το τρομαγμένο βλέμμα των πωλητών.
«Κύριε, είστε εντάξει; Μήπως κρυώνετε;» με ρώτησε μία ατσαλάκωτη γυναίκα, με μαλλί πιασμένο πίσω σε σφιχτό και αυστηρό κότσο.
Για λίγο δεν αποκρίθηκα, αλλά μετά σκέφτηκα πως κάτι έπρεπε να κάνω. Κάτι που να θυμίζει ανθρώπινη συμπεριφορά. Ω, ναι, να της χαμογελάσω και να είμαι ευγενικός.
«Σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας. Βρίσκομαι εδώ, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Θα ήθελα να αγοράσω ένα μαύρο παλτό και... ένα κόκκινο κασκόλ αν έχετε. Θερμή παράκληση να μην είναι πολύ χοντρό γιατί με πνίγει» της απάντησα φανερώνοντας το αστραφτερό μου χαμόγελο.
Εκείνη, με αντιμετώπισε πρόσχαρα και με εξυπηρέτησε αμέσως. Μολαταύτα, καθώς τίποτε δεν διαφεύγει της προσοχής μου, διέκρινα μία αμηχανία από μέρους της, τη στιγμή που με κοιτούσε. Ήταν αδύνατον να διαισθανθεί ποιος πραγματικά ήμουν. Οι ουλές μου όμως, έρχονταν σε βροντερή αντίθεση με τα υπέροχα μάτια μου και οι άνθρωποι πάντοτε προσέχουν το διαφορετικό, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Δίχως να χάσω ούτε στιγμή, αγόρασα το παλτό και το κασκόλ, με χρήματα που ως δια μαγείας είχαν εμφανιστεί στα χέρια μου και ξεχύθηκα ξανά στους πολύβουους δρόμους της παγκόσμιας πρωτεύουσας, έτοιμος να ενδώσω σε κάθε πειρασμό που θα εμφανιζόταν στο δρόμο μου, εκτός από έναν : τον σαρκικό. Απεχθανόμουν να με ακουμπάνε και θεωρούσα απίθανο το ενδεχόμενο να μοιραστώ το αθάνατο κορμί μου, με κάποιο ανθρώπινο πλάσμα. Τώρα, το πώς με τις παρούσες αντιλήψεις, θα κατάφερνα να γίνω αξιαγάπητος και να κερδίσω τη θέση μου στον Παράδεισο, ήταν μεγάλη συζήτηση και απαιτούσε πολύ σκέψη. Χρόνος όμως για σκέψεις δεν υπήρχε ουδένας και ειδικά όταν μπροστά σου εμφανίζονταν βιτρίνες με σοκολατένια γλυκά.
Καθώς τις πλησίαζα, ανακάλυψα πως τα αμαρτωλά εδέσματα είχαν σχήμα Αγγέλων. Μα φυσικά, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και εγώ σκεφτόμουν να πέσω σε χειμερία νάρκη, μέχρι να περάσει αυτός ο μήνας. Μολαταύτα, χαμογέλασα σαρδόνια στη σκέψη και μόνο πως θα διασκέδαζα τρομάζοντας τις μπάντες που τραγουδούσαν τα κάλαντα στις γειτονιές και μου δημιουργούσαν πονοκέφαλο. Συνεχίζοντας για λίγο ακόμη την πορεία μου στη Μάντισον και κατόπιν στρίβοντας αριστερά για την Λέξινγκτον, βρέθηκα μπροστά στην υποψήφια εταιρεία, όπου θα περνούσα τον υπόλοιπο χρόνο μου, παριστάνοντας τον αγαπησιάρη υπάλληλο, υψηλών όμως προδιαγραφών. Blueground Navigation, ήταν το όνομα της εταιρείας και τα γραφεία βρίσκονταν στον τριακοστό όροφο. Όπως ήταν φυσικό και επόμενο δεν μπήκα στον κόπο να πάρω τον ανελκυστήρα. Φροντίζοντας να μη με δει κανένα μάτι, διακτινίστηκα κατευθείαν στον όροφο που βρισκόταν η γραμματεία. Για την ακρίβεια μερικά σκαλιά πιο πριν, ώστε να φανεί πως τα ανέβαινα. Φτάνοντας τελικά μπροστά στην υποδοχή, παρατήρησα δύο γυναίκες που παρίσταναν πειστικότατα πως δούλευαν.
«Καλημέρα σας» πρόφερα αεράτα στην πρώτη, η οποία με στραβοκοίταξε κάτω από τα μικροσκοπικά μυωπικά γυαλιά της. Ταυτόχρονα, μασούσε επιδεικτικά μία τεράστια, ροζ τσιχλόφουσκα, κάνοντας απρεπείς θορύβους με τη στοματική της κοιλότητα.
«Είστε ο κύριος;» με ρώτησε.
΄΄Έλα μου ντε; Την ίδια ακριβώς απορία είχα και εγώ. Μα, ποιος ήμουν τελοσπάντων; Έπρεπε να σκεφτώ κάτι άμεσα. Σκέψου, κοίταξε γύρω σου, ψάξε για αφίσες με ανθρώπινα ονόματα και...Σταμάτα να καρφώνεις την γυναίκα σαν να έχεις ακούσει τη χειρότερη βρισιά΄΄.
Τότε, για καλή μου τύχη, το βλέμμα μου έπεσε σε μία μικρή κάρτα που βρισκόταν ακουμπισμένη μπροστά μου και την οποία τα σαΐνια της γραμματείας δεν είχαν καν προσέξει.
«Το όνομά μου είναι Λίαμ, Λίαμ Χελ για την ακρίβεια» απάντησα περήφανα για την μικρή αλλαγή στο ονοματεπώνυμο και τις είδα να φτύνουν διακριτικά τον κόρφο τους. Στο σημείο αυτό, μου δημιουργήθηκαν υποψίες πως οι ρίζες τους θα έπρεπε να ήταν ελληνικές.
«Καλωσήρθατε κύριε... κύριε Χελ» μου απάντησε η άλλη, προφέροντας την λέξη ΄΄Χελ΄΄ με πολύ κόπο. Προλήψεις. « Εχθές είχε έρθει ένας άλλος κύριος, ισχυριζόμενος πως είναι εσείς. Βέβαια δεν προσέξαμε το ομολογούμενος πικάντικο επίθετο, ωστόσο διέθετε το ίδιο όνομα με εσάς και εξίσου μαύρα μαλλιά. Είχε μπερδέψει τις ημέρες μάλλον, καθώς σήμερα ήταν η συνάντηση με τον εργοδότη μας»
«Ήταν ο καημένος ο αδερφός μου. Με ζηλεύει πολύ ξέρετε, αλλά δεν τον παρεξηγώ. Τον αφήνω να ισχυρίζεται πως είναι εγώ, αν αυτό τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα. Ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την προφύλαξη του ψυχικού του κόσμου που καθώς διαπιστώσατε, είναι εύθραυστος. Επομένως, παρά το γεγονός πως μόλις πληροφορήθηκα πως πήγε να μου φάει τη θέση, θα τον συγχωρέσω» απάντησα πειστικότατα, θεωρώντας δαιμονική τη σύμπτωση των μαύρων μαλλιών.
«Αχ, καλοσύνη σας κύριε. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε τον αέρα σας και την κορμοστασιά σας. Πάντως, ήρθατε πάνω στην ώρα θα έλεγα, γιατί ο κύριος Τόμας Μίλερ σας περιμένει και πιστέψτε με, δεν έχει καθόλου υπομονή» συνέχισε κοφτά η υπάλληλος.
΄΄ Το βέβαιο είναι, πως δεν γνωρίζει τι τον περιμένει. Αν το γνώριζε και υπομονή θα έδειχνε και μεταμέλεια μη σου πω, προκειμένου να μην καταλήξουμε στο μέλλον αγκαλίτσα να κατευθυνόμαστε στο πρώτο καζάνι΄΄ σκέφτηκα και τα κυανά μου μάτια στράφηκαν ψυχρά προς μία πόρτα στο βάθος του διαδρόμου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top