Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part3

Την επομένη, εγώ και η βοηθός μου παριστάναμε τους γνωστούς – άγνωστους. Γνωστοί στη δουλειά και σε ό,τι αφορούσε τη λογιστική, άγνωστοι ως προς όλα όσα είχαμε ζήσει έξω από ετούτη την αίθουσα. Δεν με κοιτούσε και δεν την κοιτούσα. Καλά, ίσως να την λοξοκοιτούσα ενίοτε, αλλά σε γενικές γραμμές ανταλλάσσαμε μεταξύ μας μονάχα τις απαραίτητες κουβέντες και πληροφορίες. Τίποτε το περιττό. Στο γραφείο μου ήδη από τα άγρια χαράματα, μπήκε φουριόζα, ως συνήθως, η δεσποινίδα Μουρ, γνωστή και με το μικρό της όνομα ως Κάιλα. Στο ένα της χέρι κρατούσε έναν κίτρινο φάκελο με τιμολόγια και στο άλλο ένα ποτήρι νερό, το οποίο πολύ θα ήθελε να μου το έχυνε μία ημέρα στα μούτρα και διόλου δεν την αδικούσα, καθώς εκτός από μισάνθρωπος, ήμουν και πολύ απότομος και αγενής μαζί της. Καθώς όμως είχαμε μοιραστεί ορισμένες εσωτερικές πληροφορίες, είχα πάρει ελαφριά άφεση αμαρτιών.

«Αυτά είναι για εσάς» μου είπε ορθά κοφτά και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γυρίσαμε και οι δύο να κοιτάξουμε έναν νεαρό, με σγουρά μαλλιά και όμορφα χαρακτηριστικά που κατευθύνθηκε απευθείας στο γραφείο της Αντέϊρα, δίχως να μου απευθύνει τον λόγο, ή να με καλημερίσει. Κοινώς με αντιμετώπισε στην καλύτερη περίπτωση σαν να μη υπήρχα. Η Κάιλα κοιτάζοντάς τον, κατάπιε με δυσκολία μία γουλιά νερό, ενώ εγώ την κάρφωνα διαρκώς, με μάτια που καθρέπτιζαν τη δίψα για κουτσομπολιό και άμεσες πληροφορίες.

«Αυτός που σου έλεγα, ο Λεόν» μου ψιθύρισε σιγανά και εγώ αρπάζοντάς της το ποτήρι με το νερό, κατέβασα γρήγορα και αμήχανα μία γουλιά σαν να ήταν ουίσκι. «Έχω και ώμο για να ακουμπήσεις ή να κλάψεις, διάλεξε και με ενημερώνεις, δεν χανόμαστε, μία οικογένεια είμαστε όλοι εδώ»

«Δεσποινίς Μουρ;» ακούστηκε η φωνή μου.

«Παρακαλώ;» απάντησε.

«Τσακιστείτε από μπροστά μου, μην ξεσπάσω επάνω σας!»

«Να ξεσπάσετε επάνω του καλύτερα. Λίγοι γνωρίζουν τι καθίκι υπήρξε! Μη σας πω, μονάχα εσείς και εγώ. Πρέπει να κάνουμε κάτι άμεσα» σκέφτηκε για λίγο και με κοίταξε ξανά «Να βρείτε και μία σύντροφο κύριε Χελ. Θα σας γλυκάνει» μου πέταξε με δόλο και με τσαχπινιά, ίσως και μία υποβόσκουσα χαιρεκακία, εγκαταλείποντας τελικά τον χώρο μου, για να κατευθυνθεί στο γραφείο της Αντέϊρα.

«Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Πέρασε έξω τώρα!» στάθηκε μπροστά του και τότε τον είδα να χαμογελά παράξενα, όπως ας πούμε θα μπορούσα να χαμογελάσω εγώ. Πού στο καλό ήταν μπλεγμένος και πώς βρέθηκε εκτός φυλακής;

«Τι ακριβώς θέλεις από εμένα;» άκουσα τη φωνή της Αντέϊρα

«Να μου δώσεις ακόμη μία ευκαιρία. Σε αγαπούσα Αντέϊρα, απλώς...»

«Απλώς δεν ταιριάζαμε σε τίποτε Λεόν και πολλά ακόμη. Φύγε σε παρακαλώ αν μπορείς, μη μου το κάνεις πιο δύσκολο, καθώς βρίσκομαι στον χώρο εργασίας μου. Φύγε και άσε με ήσυχη»

«Να σου το κάνω εγώ εύκολο;» πετάχτηκα τότε διακόπτοντας.

«Όχι Λίαμ, εσύ να κάτσεις εκεί που κάθεσαι» την άκουσα να βαριανασαίνει.

«Ο κύριος;» ρώτησε δήθεν από ενδιαφέρον ο Λεόν, του οποίου τα μάτια σπινθήριζαν παράξενα. ΄΄Το δικό σου το βλέμμα μπροστά στο δικό μου, μοιάζει σαν φλογίτσα από τσακμάκι, μπρος σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά΄΄ σκέφτηκα.

«Λίαμ Χελ, λογιστής» του απάντησα και του έδωσα το χέρι πονηρά.

Στο άκουσμα του επιθέτου, του ξέφυγε ένα πνιχτό γελάκι που σύντομα κατέληξε σε έναν παράξενο θαυμασμό. Μα τα καζάνια! Ήταν δαιμονολάγνος;

«Χελ; Όπως εννοούμε την Κόλαση;» ΄΄Σε αυτή θα μετατραπεί η ζωή σου ανώριμε νεανία αν αρνηθείς να συνετιστείς΄΄ σκέφτηκα ξανά και του έσφιξα με τόση δύναμη το χέρι, που για να μην φωνάξει, απλώς έβηξε μερικές φορές. «Αυτό είναι υπέροχο κύριε Χελ. Τόσα χρόνια, δεν περίμενα ποτέ μου να γνωρίσω κάποιον σας εσάς. Θαρρώ πως μου έδωσε επιτέλους δείγμα ύπαρξής του» μου ψιθύρισε, κάνοντάς με να τα χάσω. Ο άνθρωπος ήταν παρανοϊκός. Σε ποιον αναφερόταν; Τον κοίταξα ξανά θέλοντας να τον χειραγωγήσω. Χαμογέλασα σαρδόνια και τον απομόνωσα από τους υπόλοιπους.

«Δεν είναι τυχαίο το επίθετό μου» ύψωσα το φρύδι.

«Το ξέρω» ψέλλισε «Είσαστε απεσταλμένος του. Χάρηκα που σας γνώρισα»

΄΄Ω, μα την κατάρα μου! Αυτός είχε ψευδαισθήσεις, αλλά το κυριότερο, ήταν επικίνδυνος για την Αντέϊρα. Χρησιμοποιούσε δήθεν την ύπαρξη των υπηκόων μου, παριστάνοντας τον ευνοημένο. Ποιος; Αυτός που είχε επάξια κερδίσει μία θέση ήδη στα Τάρταρα, στο τελευταίο βρομερό υπόγειο΄΄

«Θα επιθυμούσα να αποχωρήσετε» πρόφερα πιο δυνατά.

«Λίαμ σε παρακαλώ...»μούγκρισε η Αντέϊρα.

«Μα δεν χρειάζομαι παρακλήσεις» του έκλεισα το μάτι, παίζοντας το παιχνίδι του «Ο κύριος έφευγε»

Τον είδα να χαμογελά σαρδόνια.

«Χάρηκα κύριε Χελ» ακούστηκε ξανά η φωνή του ΄΄Θα γινόσουν ένα εκπληκτικό, κατώτερο φυσικά, δαιμόνιο αν εμείς οι δύο γνωριζόμασταν υπό άλλες συνθήκες. Υπό αυτές όμως, είναι ο θάνατός σου, η ζωή μου΄΄ σκέφτηκα και του έριξα ένα υποτιμητικό βλέμμα.

«Θα το κάνουμε να φανεί σαν ατύχημα» σκούντησα την Κάιλα που ήταν έτοιμη να ρίξει αγιασμό πίσω του.

Η αλήθεια ήταν πως αυτός ο άντρας δεν μου άρεσε καθόλου. Φαινόταν έξυπνος για τα δεδομένα των θνητών, ωστόσο έκρυβε κάτι σκοτεινό, το οποίο έπρεπε να ανακαλύψω. Τον είδα να φεύγει και τα ίχνη της αύρας που έμειναν πίσω του, είχαν ένα εβένινο χρώμα, το οποίο μονάχα εγώ ή κάποιο άλλο ον σαν εμένα, θα μπορούσε να διακρίνει. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως είχε διαπράξει πολύ σοβαρά αμαρτήματα, κηλιδώνοντας τη ψυχή του για πάντα. Άξαφνα στον χώρο μας, εισέβαλε εκ νέου, η δεσποινίς Μουρ.

«Αντέϊρα αν δεν νιώθεις καλά, θα μπορούσα να σε φιλοξενήσω» την άκουσα να τραυλίζει. «Καλά έκανες γλυκιά μου και τον άφησες» συνέχισε απευθυνόμενη στην κοπέλα και ύστερα με κοίταξε «Μη χαίρεσαι εσύ» μου ψιθύρισε τη στιγμή που περνούσε από μπροστά μου.

Τότε, είδα την Αντέϊρα να σηκώνεται και να με πλησιάζει, με βλέμμα απαλό και βελούδινο θα έλεγα, έτοιμη να ξεστομίσει την καλή της την κουβέντα .

«Σε ευχαριστώ που με υπερασπίζεσαι, αλλά μερικές φορές μπορώ και μονάχη μου. Κάποτε, πιστεύω στην αλλαγή. Ίσως και να έχει αλλάξει» μου είπε και εγώ πάλεψα να αποκωδικοποιήσω τις πληροφορίες.

«Αλλάξει σε σχέση με τι ακριβώς;» τη ρώτησα.

«Σε σχέση με αυτό που ήταν» συνέχισε.

«Η αλλαγή δεν είναι απλή υπόθεση. Χρειάζεται ειλικρινή και εκ βαθών μεταμέλεια. Θέλω να μείνεις μακριά του. Αυτός ο άνδρας είναι σκοτεινός και πίστεψέ με, μπορώ με μεγάλη ευκολία να διακρίνω το σκοτάδι» της είπα σιγανά, καθώς κάτι στην ιστορία δεν μου ταίριαζε. Μόλις άκουσε το επίθετό μου άλλαξε. Σχεδόν ενθουσιάστηκε. Αν λοιπόν υπηρετούσε κάποιον σαν εμένα, όπως υποψιαζόμουν, τότε αργά ή γρήγορα θα έκανε κακό χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία το όνομά μου. Έπρεπε να τον σταματήσω.

«Λίαμ, σου εξήγησα πως δεν χρειάζομαι προσταγές και επιπλέον πίεση. Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω» πρόφερε εκνευρισμένη. ΄΄Όπως ήξερες και με τον αλήτη τον νοικάρη΄΄ μουρμούρισα.

«Απόψε, δέχεσαι να είσαι η συνοδός μου;» τη ρώτησα προσπαθώντας να αλλάξω κουβέντα. ΄΄Λοιπόν, εσύ το έχεις φθάσει σε άλλο επίπεδο. Όμορφες εκφράσεις όπου και όταν πρέπει, λυρικότητα, εξυπνάδα και τρυφερότητα, σε αρμονικές εναλλαγές με το κτήνος που κρύβεις μέσα σου. Εύγε!΄΄ ήρθε ξανά η φωνή της αλαζονείας.

Την είδα να διστάζει και εμένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πάρα ταύτα, το αναγκαστικό χαμόγελο της υποτιθέμενης ευτυχίας, δεν το έχασα λεπτό από το πρόσωπό μου.

«Δέχομαι» μου είπε χαμογελαστά και ταυτόχρονα, είδα την Κάιλα να παραπατά μουρμουρίζοντας ΄΄από το καλό στο καλύτερο αυτή η κοπέλα΄΄.

Την ημέρα εκείνη της αλλαγής του χρόνου, σχολάσαμε νωρίτερα, προκειμένου να ετοιμαστεί κατάλληλα ο χώρος για τη μεγάλη στιγμή. Το ίδιο φυσικά συνέβαινε σε ολόκληρο το Μανχάταν, που ζούσε κυριολεκτικά παραδομένο στον ρυθμό των γιορτών, με επίκεντρο την Timeς Square, όπου το πλήθος συγκεντρωνόταν κάθε χρόνο για να γιορτάσει την αλλαγή. Εγώ καθόμουν στον καναπέ του διαμερίσματός μου, έχοντας ανάψει στο φουλ την ενδοδαπέδια θέρμανση και φυσικά έχοντας απλώσει τριγύρω κάθε πιθανό χρώμα κοστουμιού και πουκαμίσου. ΄΄Αν είχα προσλάβει ενδυματολόγο, θα γλίτωνα τον πονοκέφαλο΄΄ σκέφτηκα και τότε ένιωσα μία παρουσία.

«Αλάστορα;» του φώναξα, μα τον είδα να στέκεται μπροστά μου εμφανέστατα εκνευρισμένος.

«Αφέντη τι είναι όλα αυτά;» με ρώτησε κοφτά.

«Άλλαξε τον τόνο της φωνής σου, αλλιώς ο διάλογός μας, θα μετατραπεί σε μονόλογο ικεσίας από μέρους σου» του απάντησα.

«Πολύ καλά, θέτω ξανά την ερώτηση : τι είναι όλα αυτά τα ρούχα;»

«Φυσικά για το πάρτι της Παραμονής. Πρέπει να είμαι άψογος» του απάντησα και τον είδα να φουντώνει περισσότερο.

«Γιατί να είσαι άψογος; Για εκείνη; Άκουσέ με Αφέντη, η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο διαφορετικά πράγματα, των οποίων τα όρια πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα και μπορεί να μπερδευτούν» συνέχισε.

«Που το πας Αλάστορα;» μούγκρισα ενώ άρχισα να μεταμορφώνομαι.

«Μόνο του πάει Αφέντη. Η αρχική συμφωνία, ήταν να αλλάξεις φαινομενικά και να κάνεις κάποιον ή και κάποιους θνητούς να σε αγαπήσουν, όπως φαντάζομαι αγαπούν και πιστεύουν στα φωτεινά μας αδέρφια. Αυτό θα έπειθε τον Πατέρα για την καλή σου διαγωγή και θα σε καλούσαν πιθανότατα στον Παράδεισο, προκειμένου να διαπιστώσουν την αλλαγή σου από μόνοι τους. Αν αυτά τα όρια ξεπεραστούν, τότε θα μπούμε σε επικίνδυνα μονοπάτια δίχως επιστροφή» πρόφερε.

«Συνέχισε» απάντησα μονολεκτικά με τα νύχια μου να σκίζουν το κάλυμμα του καναπέ.

«Η ερωτική σχέση Αφέντη, είναι απαγορευμένη μεταξύ θνητών και αθανάτων» μου πέταξε ύστερα από πολύ προσπάθεια και εμένα μου ξέφυγε ένα γέλιο.

«Δεν μου λες κάτι που δεν γνωρίζω κατώτερη ύπαρξη, ωστόσο εξακολουθώ να μην σε καταλαβαίνω»

«Καταλαβαίνεις. Ήσουν ο πρώτος Άγγελος. Το τελειότερο δημιούργημα. Παρά τον δρόμο που ακολούθησες, η σοφία αυτή δεν χάθηκε, μήτε καταστράφηκε. Πρόσεχε καθώς δεν είμαι βέβαιος για τα συναισθήματά σου απέναντι στη θνητή και ξέρω πως την αλήθεια, δεν θα την παραδεχτείς ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Είναι όμως η μόνη συμβουλή που μπορώ να σου δώσω, καθώς ήδη στην Κόλαση, οι Δαίμονες οπαδοί σου, έχουν αρχίσει να στρέφονται ενάντιά σου» τελείωσε και εξαφανίστηκε περνώντας μέσα από το τζάμι.

Η εμφάνισή μου άλλαξε ξανά.

΄΄Ο πρώτος...΄΄ σκέφτηκα βυθιζόμενος σε αναμνήσεις. Πράγματι. Πριν από την επανάστασή μου, ήμουν ένας έξοχος και εξυψωμένος άγγελος, ο πιο τιμημένος, μετά από τον αγαπητό Υιό του Θεού, με τον οποίο χάλασε κάθε καλή σχέση. Το παρουσιαστικό μου αντικατόπτριζε την ευτυχία. Η διάπλασή μου ήταν τέλεια και η στάση μου μεγαλόπρεπη και ευγενική. Ένα ιδιαίτερο φως, αστραφτερότερο όλων των υπόλοιπων αγγέλων, ακτινοβολούσε από την όψη μου και έλαμπε ολόγυρά μου. Εγώ διηύθυνα την ουράνια χορωδία, έδινα την πρώτη νότα και κατόπιν, όλη η ουράνια στρατιά ενωνόταν μαζί μου. Και τώρα; Τα είχα κάνει εμφανώς μούσκεμα. Σκέφτηκα την εικόνα μου. Τι ήταν εκείνο που μου έλειπε; Μία επίπλαστη καλλιέργεια δόξας; Η ουράνια θέση μου; Ή κάτι άλλο; Βαθύτερο;

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

«Σε βλέπω κουρασμένο» ακούστηκε η φωνή του Γαβριήλ και ο Μιχαήλ ταράχτηκε.

«Έχεις απόλυτο δίκιο αδερφέ. Η δουλειά του Αρχαγγέλου και του φύλακα των θνητών, είναι μία περίπλοκη διαδικασία και μου απομυζά πολύ ενέργεια» απάντησε ο Μιχαήλ ειλικρινά, ωστόσο η έκφραση απορίας εξακολουθούσε να αυλακώνει το τέλειο πρόσωπο του Γαβριήλ.

«Τι συμβαίνει αδερφέ; Εμείς τα συζητάμε όλα μεταξύ μας» έκανε μία παύση και συνέχισε «Απόψε, όλα τα Τάγματα θα συναντηθούν, προκειμένου να συζητήσουν κάτι ιδιαιτέρως σοβαρό» του είπε ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ χλόμιασε.

«Ξέρω τι εννοείς, ο αδερφός μας..» πήγε να πει, αλλά ο Γαβριήλ απελευθερώνοντας μία εκτυφλωτική λάμψη, του απάντησε κοφτά :

«Μην τον αποκαλέσεις ποτέ ξανά αδερφό μας, Μιχαήλ. Πρόδωσε τον Πατέρα δίχως κανέναν δισταγμό. Εκείνον που του εμφύσησε όλη τη δόξα και τη χάρη, όλων των Αγγέλων μαζί. Αλλά όχι όμως. Δεν του αρκούσε, καθώς επιθυμούσε επιπλέον χαρίσματα. Διατάραξε ολόκληρη την ουράνια αρμονία και όλα αυτά, εξαιτίας του κακού του χαρακτήρα. Θες και καλύτερα; Σου έχω και τα γνωρίζεις. Ετοιμάζεται να διαπράξει ακόμη ένα αμάρτημα, χειρότερο αυτή τη φορά από όλα τα προηγούμενα μαζί. Της λαγνείας μίας θνητής! Θα μας τινάξει όλους στον αέρα κυριολεκτικά» κραύγασε ο Γαβριήλ, ο οποίος σιχαινόταν να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο κατωτέρας διαλογής και ο Μιχαήλ ακούγοντας όλα αυτά, δάκρυσε βουβά.

«Δεν θέλω να καταλήξει στη μαύρη άβυσσο και στο κλουβί ξανά. Ήταν ο μεγάλος μου αδερφός, κατά μερικά δευτερόλεπτα πάντα, ακόμη και αν ατίμασε όλο το γένος των Αγγέλων. Εγώ ο ίδιος τον σταμάτησα τότε και εγώ ο ίδιος έφτιαξα το κλουβί εκείνο, σαν προσωρινή τιμωρία. Ωστόσο, αυτή η τότε προσωρινή τιμωρία, θα μετατραπεί σε αιώνια, μέχρι που οι δυνάμεις του θα τον εγκαταλείψουν και ο ίδιος θα χαθεί, ανοίγοντας μονοπάτι στην Κόλαση, για να επαναστατήσουν οι Δαίμονες και οι Πρίγκιπές της. Καλώς ή κακώς, κρατά την ισορροπία και δεν ξεχύνονται όλοι αυτοί στη Γη και στον Παράδεισο» μουρμούρισε σιγανά ο Μιχαήλ, βλέποντας τον αδερφό του σε έξαλλη κατάσταση.

«Μιχαήλ για χάρη του Πατέρα, σε ανακαλώ στην τάξη. Δώσαμε σε αυτήν την ντροπή του είδους μας, ακόμη μία ευκαιρία με το σχέδιο να αλλάξει στάση και αυτός υποπίπτει στο αμάρτημα της λαγνείας με την πρώτη ευκαιρία. Λοιπόν, ως εδώ τον ανέχτηκα και αυτόν και τον καταραμένο όμοιό του, τον Ασμοδαίο. Απόψε συγκαλώ συμβούλιο και δεν επιθυμώ να λείπεις, εσύ ο Αρχιστράτηγος της ουράνιας στρατιάς, που κάποτε μας έκανες περήφανους με τη φράση σου ΄΄Στώμεν καλώς, στώμεν μετα φόβου» του είπε και απλώνοντας τα φτερά του πίσω με δύναμη, έφυγε για να τον διαδεχθεί ο Ραφαήλ.

«Εγώ σε καταλαβαίνω, είχατε μία ιδιαίτερη σχέση με τον Εωσφόρο πριν την Πτώση του» είπε και ο Μιχαήλ μειδίασε θλιμμένα.

«Δεν κρατώ κακία μέσα μου Ραφαήλ, για κανέναν. Αγαπούσα πολύ τον αδερφό μου και δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το ουράνιο κενό που δημιουργήθηκε, αφού έφυγε. Ξέρω πως έκανε πολλά λάθη, αλλά είχα φθάσει πια σε σημείο να πιστεύω, πως υπήρχε ελπίδα για αλλαγή. Ωστόσο, αυτό που πάει να κάνει τώρα, θα τον καταδικάσει για πάντα» απάντησε ο Μιχαήλ.

«Σκέφτεσαι να τον βοηθήσεις;» ρώτησε ο Ραφαήλ και ο Αρχάγγελος του χαμογέλασε συνωμοτικά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top