Εν μέρει καλός...ή εν μέρει κακός?/part 5
Σε ό,τι και αν είχα μετατραπεί, τρόπους γνώριζα και συνόδευα μία πραγματικά υπέροχη γυναίκα, πρώτα εσωτερικά και έπειτα εξωτερικά. Σταμάτησα ένα ταξί και τη βοήθησα να επιβιβαστεί. Συχνά, κοιτούσα τα μάτια μου μέσα από τον καθρέπτη του οδηγού. Ήταν όμορφα. Ίσως το μοναδικό όμορφο κληρονόμημα του αλλοτινού μου παρουσιαστικού. Τα μάτια όμως καθρεπτίζουν πολλά πράγματα και τα δικά μου πάντοτε αναζητούσαν την εικόνα της Αντέϊρα. Την είδα να με κοιτάζει και εκείνη. Ένιωσα την παρόρμηση να σταθώ μισό βήμα πιο κοντά της. Υπήρχε κάτι που φοβόμουν. Το ανεπτυγμένο μου ένστικτο με προειδοποιούσε διαρκώς.
Η αίθουσα της εργασίας μας ήταν τώρα κατάμεστη από κόσμο, ενώ τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλο το χώρο, σαν τον κρυμμένο θησαυρό που έπρεπε να ανακαλύψεις, καθώς είχαν την τιμητική τους. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και εγώ είχα τα μάτια μου καρφωμένα σε εκείνη.
«Κύριε Χελ, φρέσκος φρέσκος!» άκουσα τη γνωστή, στριγκή φωνή της δεσποινίδας Μουρ. ΄΄Γιατί τις άλλες μέρες πως είμαι δηλαδή;΄΄
«Κρίνομαι ως μαραμένος τις λοιπές μέρες δεσποινίς Μουρ;»
΄΄Μην απαντήσεις αφιλότιμη!΄΄
«Όχι φυσικά, αλλά σήμερα διαθέτετε αυτήν την επιπλέον λάμψη» το έσωσε την τελευταία στιγμή.
Φυσικά, ακολούθησε ο διευθυντής μας, ο κύριος Μίλερ ΄΄και μελλοντικός μου σύντροφος στην Κόλαση με τον χαρακτήρα που είχε΄΄.
«Την έχετε βάλει στον ίσιο δρόμο κύριε Χελ» μου είπε δείχνοντάς μου την Αντέϊρα. ΄΄Δικαίως τον αποκάλεσα πριν μελλοντικό συνοδοιπόρο μου, καθώς θεωρεί ίσιο, τον δρόμο της Κολάσεως΄΄
Φυσικά, αρκέστηκα σε ένα αχνό χαμόγελο, δίχως επιπλέον σχολιασμούς, όταν το βλέμμα μου έπεσε σε μία φιγούρα, η οποία παραλίγο θα με οδηγούσε να αποκαλύψω μία σειρά από μυτερά δόντια. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν με θράσος και εκείνος με μικρές δρασκελιές, ήρθε προς το μέρος μου. Προτάσσοντας το χέρι του για έναν τυπικό χαιρετισμό που δεν του ανταποδόθηκε ποτέ, ο Λεόν στράφηκε αμήχανα προς το μέρος της Αντέϊρα.
«Είσαι πολύ όμορφη απόψε» της είπε σε τόνο προκλητικό και ένιωσα τα μάτια μου να κοκκινίζουν.
«Ευχαριστώ. Όμως τι γυρεύεις εσύ εδώ;» ρώτησε εκείνη κοφτά, δείχνοντάς του πως τα όρια είχαν τεθεί για να μη ξεπερνιούνται.
«Τους είπα πως σε συνοδεύω»
«Εγώ είμαι ο αποψινός της συνοδός» γρύλισα και τη στιγμή που στάθηκα μπροστά του, το επιβλητικό μου ύψος σκέπασε το μειονεκτικό του μέγεθος. Το μέτωπό του, έφτανε λίγο πιο κάτω από το σφιγμένο μου σαγόνι. Πραγματοποίησα μισό βήμα μπροστά και του έκανα νόημα να με ακολουθήσει.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις από την Αντέϊρα;» τον ρώτησα.
«Είμαι εκείνος που τη συμπληρώνει. Μας χώρισαν οι συνθήκες, όμως είναι γραφτό μας να είμαστε μαζί. Το ξέρω και εκείνος το ξέρει»
Σταύρωσα ευθύς τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
«Ας μιλήσουμε ανοιχτά. Σε ποιον αναφέρεσαι;»
«Φέρεις το επίθετο του βασιλείου του. Η όψη σου, το παρουσιαστικό σου γενικότερα, δεν είναι τυχαία. Σε έχω καταλάβει. Σε παρακαλώ όμως, άφησέ με να πάω κοντά της»
«Στο ζήτησε ο αφέντης σου αυτό;» γρύλισα.
«Ν-ναι...Ναι εκείνος. Τη χρειάζεται»
΄΄Σαφώς και τη χρειάζεται χειριστικό κάθαρμα!Αλλά δίπλα του, όχι δίπλα σου! Υποκριτικό δίποδο!΄΄
«Θα ήταν ορθό να μην ψεύδεσαι» τον αγνόησα και πλησίασα την κοπέλα. Ήταν αγχωμένη.
Κατόπιν, άρπαξε το χέρι μου για να χαθούμε μέσα στο πλήθος που χόρευε, μιλούσε και διασκέδαζε. Προσπαθώντας να κατευνάσω τα νεύρα μου, πήρα τη βεβιασμένη απόφαση να δοκιμάσω αλκοόλ, πράγμα που σε λίγες ώρες θα μετάνιωνα πολύ πικρά. Γέμισα το ποτήρι μου ως πάνω με το πρώτο αλκοολούχο ποτό που βρέθηκε στο διάβα μου και βούτηξα μέσα τη γλώσσα μου. ΄΄Φρίκη΄΄ σκέφτηκα, αλλά αν ήταν να με ηρεμήσει, θα την έκανα τη θυσία. Τα φώτα, σιγά σιγά χαμήλωναν, ελαφρύνοντας την ατμόσφαιρα και δίνοντας τη δυνατότητα σε κινήσεις και συναισθήματα να βρούνε τον κρυφό δρόμο της εκδήλωσης, μέσα από την κάλυψη που τους πρόσφερε το ημίφως.
«Χορεύουμε;» με ρώτησε, ενώ τα ήρεμα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο. ΄΄Πόσο χειρότερος μπορεί να είναι ο χορός από το πατινάζ;΄΄
«Δεκτό το αίτημά σας» απάντησα κάνοντάς τη να γελάσει.
Τότε, ένιωσα τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου απαλά, ενώ εμένα το δέρμα μου ξεκίνησε να φλέγεται. ΄΄Αφού δεν είναι αγιασμός, εσύ γιατί φλέγεσαι δηλαδή;΄΄ γεννήθηκε η απορία μέσα μου, μα αμέσως έσβησε, όταν άρχισα να αναρωτιέμαι για το πώς έπρεπε εγώ να την κρατήσω. Εκείνη, φάνηκε να αντιλαμβάνεται την εμφανή δυσκολία που αντιμετώπιζα και έπιασε απαλά το ένα μου χέρι, για να το κατευθύνει στη μέση της.΄΄ Έ, βάλε και το άλλο καταραμένε, αγκύλωση έχεις πάθει;΄΄ μου ούρλιαξε το υποσυνείδητο και ευθύς, με μία ελαφρώς απότομη κίνηση, τοποθέτησα και το άλλο. ΄΄Εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα. Μην ρουθουνίζεις!΄΄
Τα λεπτά περνούσαν, ουδόλως βασανιστικά μπορώ να πω και η απόσταση μεταξύ μας, συρρικνωνόταν επικίνδυνα. Βαστώντας την αγκαλιά, αισθανόμουν και εγώ ο ίδιος μία ασφάλεια πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Η αίσθηση του γυμνού της δέρματος στα δάχτυλά μου, ήταν πρωτόγνωρη και τότε συνειδητοποίησα, πως δεν ήθελα να την αφήσω. Ευχήθηκα λοιπόν, να μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο. Να έβλεπα κολλημένους τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού και τον κόσμο να εξαφανίζεται, για να μας αφήσει μόνους. Έτσι, δεν θα φοβόμουν μήπως κάτι κακό της συμβεί, γιατί το ένιωθα εδώ και πολύ ώρα να πλησιάζει. Μολαταύτα, όπως προείπα, η κατάποση μίας γενναίας ποσότητας αλκοόλ, είχε μειώσει τα αντανακλαστικά μου και είχε ρίξει τις άμυνές μου. Αισθανόμουν μία ελαφριά ζάλη και ευφορία, ενώ γύρω μας ο κόσμος είχε σταματήσει να χορεύει. Εντούτοις, εμείς λικνιζόμασταν σε έναν αργό ρυθμό, με εκείνη να έχει αφεθεί πλήρως στην αγκαλιά μου και εμένα να την κρατώ γερά κοντά μου.
Το πρόσωπό της βρισκόταν ακουμπισμένο στο στήθος μου. Η ανύπαρκτη καρδιά μου βροντοχτυπούσε, όταν την ένιωσα να αναδεύεται και να με κοιτάζει.
«Η μυρωδιά σου...Μου θυμίζει κήπο ολάνθιστο τις ανοιξιάτικες μέρες»
΄΄Με βεβαιότητα το αλκοόλ προκαλούσε παρενέργειες. Η βοηθός μου περιέγραφε χαρακτηριστικά που μου ανήκαν πριν την Πτώση. Ήταν απλώς αδύνατον΄΄
«Καλοσύνη σας για την ομολογουμένως λεπτομερή περιγραφή της φιλοφρόνησής σας» απάντησα αβέβαια, ευελπιστώντας να ήταν το αφρόλουτρο με άρωμα ροδάκινο που είχα αγοράσει στις ανθρώπινες εκπτώσεις.
Τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως ήμασταν οι μόνοι που εξακολουθούσαμε να χορεύουμε σαν έφηβοι, σταματήσαμε κάπως αμήχανα, ενώ εμένα η ματιά μου καρφώθηκε στον Λεόν και στο σκοτεινό, όλο μίσος βλέμμα που στα ξαφνικά είχε υιοθετήσει. Εντάξει, η ζήλεια ήταν ικανή να προκαλέσει αντίδραση, μα η περίπτωσή του άγγιζε τα όρια της υπερβολής. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για δευτερόλεπτα, μονάχα για να συνειδητοποιήσω πως είχε εξαφανιστεί από μπροστά μου και από το οπτικό μου πεδίο γενικότερα. Ένιωσα τότε ένα σκίρτημα στην καρδιά, σαν εσωτερική προειδοποίηση.
Λίγα λεπτά είχαν απομείνει για την αλλαγή του χρόνου και οι θνητοί φαίνονταν να ανυπομονούν. Προσωπικά εμένα καρφάκι δεν μου καιγόταν, γιατί τι να σου κάνει ένας ακόμη χρόνος, μπροστά σε εκατομμύρια ανούσιες αιωνιότητες; Η Αντέϊρα στεκόταν δίπλα μου, έχοντας ανοίξει κουβέντα με την Κάιλα και εγώ ασυναίσθητα, άρπαξα το χέρι της. Για πρώτη φορά στην αιώνια ζωή μου, ένιωσα φόβο. Όχι για την δική μου ζωή, αλλά για τη δική της και έπρεπε με κάθε τρόπο να την κρατήσω ασφαλή. Τα δάχτυλά μας μπλέχτηκαν μεταξύ τους, προκαλώντας μου ξανά ένα αδικαιολόγητο χτυποκάρδι. Τα φώτα όλα έσβησαν και άπαντες οι παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν να μετρούν αντίστροφα. Εμένα όμως το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, ενώ ένιωσα το χέρι της Αντέϊρα να αφήνει το δικό μου. Όταν ο δείκτης του μεγάλου μας ρολογιού έδειξε δώδεκα, τα πυροτεχνήματα ξεκίνησαν και οι χαρμόσυνες φωνές απλώθηκαν από άκρη σε άκρη, σε όλο το γραφείο, ενώ το τσούγκρισμα και το αλκοόλ συνεχίζονταν ακάθεκτα. Καθώς απεχθανόμουν τους εναγκαλιασμούς, ακόμη και με την Κάιλα που την γνώριζα τυπικά, αποσύρθηκα από το κέντρο της αίθουσας, αναζητώντας μία ήσυχη γωνιά για να καθίσω. Τα πάντα γύρω μου στριφογυρνούσαν αδιάκοπα και έτσι αποφάσισα να πολεμήσω το αλκοόλ με μία γενναία ποσότητα νερού.
Καθώς ο πονοκέφαλος υποχωρούσε σταδιακά και τα λογικά μου επέστρεφαν, με το βλέμμα μου έψαξα να βρω την Αντέϊρα. Κοίταξα γρήγορα, μα προσεκτικά ολόγυρα, ωστόσο εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. ΄΄Ωπ, τι έγινε, πανικοβληθήκαμε;΄΄ με ειρωνεύτηκε το υποσυνείδητο και ήταν αλήθεια. Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Η ματιά μου σταμάτησε στην Κάιλα που φλέρταρε απροκάλυπτα με έναν θνητό. Εγώ φυσικά προχώρησα προς την μεριά της και την άρπαξα από το μπράτσο ελαφρώς άτσαλα, με τον θνητό να με κοιτά φοβισμένος.
«Που είναι η Αντέϊρα;» τη ρώτησα κοφτά.
«Κύριε Χελ και εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά δεν κάναμε και έτσι. Η Αντέϊρα είναι μεγάλη κοπέλα και μπορεί να προσέχει τον εαυτό της. Μην ανησυχείτε, κάπου εδώ γύρω θα είναι» μου απάντησε, ωστόσο διόλου καθησυχάστηκα.
«Εδώ γύρω δεσποινίς Μουρ, βρίσκεται και ο Λεόν, μας εσάς σας διέφυγε η γαργαλιστική αυτή λεπτομέρεια».
Την είδα να παγώνει.
«Δεν είναι δυνατόν! Διέφυγε πράγματι της προσοχής μου»
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας, δεσποινίς Μουρ. Ο Λεόν είναι επικίνδυνος. Έχω την εντύπωση πως....πως...πως» τραύλισα ΄΄Πως είναι οπαδός μου΄΄
«Πώς;»
«Πως είναι τελοσπάντων μπλεγμένος σε αιρέσεις» πάλεψα να το περιγράψω «Ξέρετε τώρα, δεν είναι οπαδός ας πούμε των φτερωτών Αγγέλων. Προτιμά πιο αφιλόξενα μέρη, μακριά από τους κήπους της Εδέμ»
Η Κάιλα τοποθέτησε το χέρι της στο στόμα της συγκαλύπτοντας μία κραυγή.
«Είναι Σατανιστής;» με ρώτησε κραυγάζοντας σχεδόν.
«Κάτι τέτοιο. Ακούει φωνές και το επίθετό μου, απλώς τον παρέσυρε μακριά από το λαγούμι του»
«Μην μου πείτε πως σας πέρασε...»
«Με έχετε εσείς περάσει τόση ώρα γενεές δεκατέσσερις...Σας εξηγώ πως είναι επείγον»
«Κύριε Χελ, μην καταλήξουμε αστυνομικό μυθιστόρημα μέρα που είναι. Η βραδιά είναι για απόλαυση. Χαλαρώστε και θα βρεθεί και η καλή σας. Δεν μπορώ να πιστέψω πως...» ήταν η τελευταία απάντηση που πήρα και ένιωσα τον θυμό μου να βράζει μέσα μου.
Δίχως να πω ούτε μία λέξη παραπάνω, άρπαξα το μαύρο μου παλτό και έφυγα τρέχοντας από το κτίριο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, στολίζοντας με μικρές νιφάδες τα μαύρα μου μαλλιά. Ο κόσμος της Νέας Υόρκης, πανηγύριζε τον ερχομό του νέου έτους, αλλά οι φωνές τους δεν έφταναν στα δικά μου αφτιά. Στάθηκα για λίγο μπροστά από ένα γυάλινο κτίριο. Το πρόσωπό μου είχε σχεδόν παραμορφωθεί από την ανεξέλεγκτη οργή. Έσπαγε σαν πορσελάνινη καταραμένη κούκλα. Τα μυτερά μου δόντια χαμογελούσαν σατανικά. Το τέρας είχε ξυπνήσει. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, καθώς το πέρασμα του χρόνου δεν ήταν υπερ μου. Το κάθε μου βήμα δημιουργούσε στο έδαφος ρωγμές που κόχλαζαν σαν σατανική άβυσσος. Είχα τη δύναμη να θρυμματίσω ακόμη και ουρανοξύστες, μα δεν ήταν εφικτό να το ρισκάρω και να προδώσω την παρουσία μου. Αυτός ο άνδρας δεν είχε ιδέα πού είχε μπλέξει. Θα του έδινα μία αληθινή γεύση από αυτό που πίστευε πως υπερασπιζόταν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top