Εν μέρει καλός....ή εν μέρει κακός?/ part 2
Όση ώρα μαγείρευε, χωμένη στον μικρόκοσμο της κουζίνας της, εγώ την παρατηρούσα. Παρατηρούσα τις ανάλαφρες κινήσεις της, που έκρυβαν σχεδόν μία ξεγνοιασιά, το σιγανό της τραγούδι που συνόδευε κάθε ανακάτεμα του φαγητού, την αφέλειά της, την οποία όμως είχα καταλήξει να συμπαθώ, παρά τις στιγμές που με τρομοκρατούσε. Ναι, μου άρεσε εμφανώς αυτό που έβλεπα.
΄΄Φυσικά, γιατί η ευτυχία της οφείλεται σε εσένα και στο κατόρθωμά σου να την σώσεις από τα νύχια αυτού του αλήτη. Άρα, βρίσκεσαι στον ίσιο δρόμο του αρχικού σου σχεδίου. Συνέχισε έτσι΄΄ προσπάθησε να πει η εσωτερική μου φωνή, ωστόσο αυτή τη φορά δεν ακουγόταν καθαρή, μα ραγισμένη.
Η αλήθεια ήταν πως ένιωθα να με καταβροχθίζει αργά-αργά το ίδιο μου το σχέδιο. Ένιωθα να περνάνε από το μυαλό μου κολασμένες σκέψεις, όπως για παράδειγμα η προσπάθειά μου να θυμηθώ, πώς έμοιαζα πριν την Πτώση μου και πώς ο ουράνιος άνεμος παράσερνε ανάλαφρα τα μαλλιά μου στο χρώμα του ξανθού σταχιού και όχι της μαύρης πίσσας. Το μυαλό μου έπλαθε ακατάπαυστα εικόνες απαγορευμένες , φθάνοντας στο σημείο να αναρωτιέμαι, τι αίσθηση να είχε άραγε το χάδι στο κορμί μου. Κοίταξα αμήχανα και για μία μονάχα στιγμή τα χέρια της που κινούνταν με δεξιοτεχνία, χειριζόμενα τα χιλιάδες μαγειρικά σκεύη και τα φανταζόμουν να με αγγίζουν. Ευτυχώς όμως για εμένα, η φωνή της με έβγαλε από τις απαγορευμένες σκέψεις, προτού επιθυμήσω να γίνουν πράξεις.
«Τι σκεφτόσουν;» ΄΄Για να με ρίξει εκ νέου στον Καιάδα των ακατάλληλων ερωταπαντήσεων΄΄ «Φαινόσουν πάντως πολύ ευτυχισμένος» συνέχισε ακάθεκτη.
«Φυσικά δεσποινίς. Είχα το νου μου στο φαγητό που μαγειρεύατε και που ομολογουμένως, μυρίζει υπέροχα» εφηύρα ευθύς την απάντηση.
«Τα έχω όλα έτοιμα, μπορείς να καθίσεις»
Μαζί βρεθήκαμε να τρώμε, με εμένα να κοιτάζω το φαγητό ελαφρώς έκπληκτα στην αρχή, σαν να ήταν κάτι εξωκοσμικό ας πούμε.
«Μην ανησυχείς. Το κοτόπουλο είναι καλά ψημένο, αποκλείεται να πετάξει» προσπάθησε να αστειευτεί παρατηρώντας το βλέμμα του τρόμου, με το οποίο κοιτούσα το πιάτο μου.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία γι 'αυτό δεσποινίς» πρόφερα και δίχως να το σκεφτώ δεύτερη φορά, έκοψα ένα κομμάτι και το τοποθέτησα στο στόμα μου, κάπως αφύσικα βέβαια για τα δεδομένα των ανθρώπων.
Η γεύση του ευθύς πλημμύρισε τον ουρανίσκο μου και μούδιασε το μυαλό μου. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και ομολογώ πως οι θνητοί είχαν αρχίσει να με εκπλήσσουν ευχάριστα.
«Λοιπόν;» ρώτησε εκείνη με ανυπονησία.
Για λίγο δίστασα, ψάχνοντας να βρω την κατάλληλη λέξη για να το χαρακτηρίσω και να το περιγράψω με σαφήνεια.
«Απίθανο!» είπα στο τέλος και βαλθήκαμε να γελάμε.
΄΄ Μα τα μύρια δαιμόνια, είχα αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου. Γελούσα. Αυτό ήταν απαράδεκτο. Δεν είχα γελάσει ποτέ στη ζωή μου, μήτε σαν Αρχάγγελος, μήτε σαν Δαίμονας. Ήμουν πάντοτε σοβαρός και μετρημένος. Έπρεπε να φύγω άμεσα. Αυτή η θνητή μου έβγαζε στην επιφάνεια κάτι, που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στην αιωνιότητα. Την αίσθηση του γέλιου, που για δευτερόλεπτα σου πάγωνε κάθε αρνητική σκέψη, κάθε άσχημο συναίσθημα. Φύγε να σωθείς...΄΄ ψιθύρισα στον εαυτό μου και μόλις κατάφερα να καταπιώ λαίμαργα και την τελευταία μου μπουκιά, σηκώθηκα απότομα πάνω.
«Πρέπει να φύγω. Σε ευχαριστώ για το γεύμα, μα έχω να τελειώσω μία δουλειά» πρόφερα με έκδηλο τον πανικό στη φωνή μου και την είδα για μία στιγμή να χάνει το χαμόγελό της.
«Τελικά ο κύριος Μίλερ σε στοιχειώνει και τα βράδια» πρόφερε προσπαθώντας να σπάσει την μεταξύ μας αμηχανία.
΄΄Και να ήταν μονάχα εκείνος΄΄ μονολόγησα.
«Η θέση μου είναι υψηλή και απαιτεί θυσίες» συνέχισα με τις απότομες απαντήσεις. ΄΄Και πειθαρχία την οποία δεν δείχνεις τώρα τελευταία΄΄
«Καλώς, μη σε καθυστερώ τότε» απάντησε και με συνόδεψε ως το κατώφλι της πόρτας της. «Πέρασα πολύ όμορφα απόψε και θα ήθελα να το γνωρίζεις. Τελικά, όταν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, εκείνες τις ελάχιστες στιγμές, μεταμορφώνεσαι»
΄΄Άυτό φοβάμαι και εγώ. Το θέμα είναι σε τι μεταμορφώνομαι΄΄.
«Καληνύχτα Αντέϊρα» πρόφερα συγκρατημένα και τότε, μπροστά στα μάτια μου, συντελέστηκε ένα γυναικείο έγκλημα. Με αγκάλιασε. Για την ακρίβεια, με σφιχταγκάλιασε και εμένα τα χέρια μου, έμειναν να αιωρούνται στο πλάι, σαν τα πλοκάμια ενός χταποδιού, μέχρι που το ένα κινήθηκε τελικά αργά, πολύ αργά, προς την πλάτη της. Το άλλο εξακολούθησε να μένει ασφαλές και μετέωρο.
«Σε ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες και σου ζητώ ξανά συγγνώμη» μου είπε.
«Να μην ζητάς»
Κίνησα να φύγω απελευθερωμένος από τις γυναικείες δαγκάνες, ξεφυσώντας σε κάθε μου βήμα.
«Λίαμ!» μου φώναξε και γύρισα το κεφάλι μου απότομα ξανά «Είσαι όμορφος όταν χαμογελάς» μου φώναξε και εγώ σχηματίζοντας έναν μορφασμό χαμόγελου, έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά πίσω μου.
Η καταιγίδα δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό, μουσκεύοντας τα μαύρα μου μαλλιά και δημιουργώντας λασπώδεις λακκούβες στους δρόμους. Καθώς βάδιζα γρήγορα, ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται. Για πρώτη φορά, μετά από πολλούς αιώνες, ερχόμουν αντιμέτωπος με ένα πλήθος πρωτόγνωρων συναισθημάτων τα οποία και αδυνατούσα να διαχειριστώ. Για κάποιον λόγο, βαθιά μέσα μου πίστευα, πως δεν μου άξιζαν. Πως ήμουν τόσο σάπιος εσωτερικά και εξωτερικά, που κυριολεκτικά δεν είχα καμία σωτηρία. Ένιωθα παραίτηση, ωστόσο το σχέδιό μου να καταλάβω τον Παράδεισο, με έβγαζε από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο. Έπρεπε λοιπόν να παραμείνω συγκεντρωμένος σε αυτόν και μόνο τον στόχο. Η Αντέϊρα ήταν το κλειδί της επιτυχίας μου και το γνώριζα. Ωστόσο, η επαφή μαζί της ήταν επίπονη και το ένιωθα κάθε στιγμή που βρισκόμουν δίπλα της, όπως επίσης γνώριζα με βεβαιότητα, πως σε κάθε πόλεμο θα υπήρχαν αναγκαστικά τραυματισμοί και απώλειες. Αυτό όμως που με τρομοκρατούσε ακόμη πιο πολύ, ήταν ο ενδόμυχος φόβος της δικής της απώλειας. Όταν όλα θα τελείωναν, κανένας λόγος δεν θα υπήρχε να βρίσκομαι στη Γη, επομένως οι δρόμοι μας θα έπαιρναν χωριστές κατευθύνσεις. Αυτήν την έκβαση δεν επιθυμούσα να τη σκέφτομαι, την προσπερνούσα. Εξάλλου, είχαμε ακόμη πολύ καιρό μπροστά μας.
ΚΟΛΑΣΗ
Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά σε αυτήν την απόκοσμη διάσταση. Ο Ασμοδαίος στεκόταν στο μέρος, όπου κάποτε βρισκόταν παγιδευμένος ο Αφέντης, στο τελευταίο επίπεδο, μέσα σε ένα κλουβί φτιαγμένο από την αγγελική δύναμη του Μιχαήλ. Ωστόσο, είχαν πάρει κάποτε στον Παράδεισο την απόφαση, για την τελική του απελευθέρωση, αφήνοντάς τον να κυβερνά την Κόλαση, τον τόπο βασανιστηρίων, όχι μονάχα των ανθρώπινων ψυχών, αλλά εμμέσως και της δικής του.
Ο ανώτερος Δαίμονας, πέρασε μπροστά από το σημείο βασανισμού των βιαστικών και αγενών ψυχών, που δεν ήταν άλλος από ατελείωτες ουρές, στις οποίες οι ψυχές έστεκαν μερόνυχτα, αιώνες τώρα, απλά καρτερώντας. Αφού τις προσπέρασε καμαρωτά χλευάζοντάς τες, φώναξε τον Αζαζήλ, το δικό του αντίστοιχο δεξί χέρι και δεύτερο κατά σειρά Πρίγκιπα της Κόλασης, όπως ήταν και ο Αλάστωρ για τον Εωσφόρο. Οι δυο τους μπήκαν στον προσωπικό χώρο του Ασμοδαίου και εκείνος με μία κίνηση του χεριού του, έκλεισε απότομα την τεράστια, πέτρινη πόρτα.
«Σε ακούω» του είπε κοφτά ο Αζαζήλ που μισούσε να τον διακόπτουν την ώρα της εκτέλεσης των καθηκόντων του.
«Θα σου κάνω μία πρόταση γιατί σε εμπιστεύομαι» του απάντησε ο Ασμοδαίος και ο Δαίμονας φανέρωσε τα κοφτερά και απόκοσμα δόντια του. «Όταν με το κακό γίνω εγώ ο Άρχοντας της Κόλασης, γιατί θα γίνω να είσαι βέβαιος, θα ήθελες να αναλάβεις στο πλευρό μου τα νέα σου καθήκοντα;»
Ο Αζαζήλ στο άκουσμα της συγκεκριμένης κουβέντας χλόμιασε.
«Κανείς δεν μπορεί να ρίξει τον Εωσφόρο, μη γίνεσαι ανόητος και σε τρώει η υπερηφάνεια. Εκείνος έχει το κλειδί που μας κρατά όλους σε ισορροπία» του απάντησε.
«Μα, δεν θα τον ρίξω εγώ αγαπητέ. Μονάχα μερικές σπρωξιές θα του δώσω» συνέχισε ο Ασμοδαίος κρυφογελώντας.
«Ο σκοπός αδερφέ, είναι να εγκαταλείψουμε την Κόλαση. Αυτό εδώ δεν είναι το βασίλειό μας, αλλά η τιμωρία μας και ο Εωσφόρος υποσχέθηκε πως θα μας βγάλει από εδώ, με βάση το σχέδιό του να υποδυθεί τον καλό, ώστε οι φωτεινοί μας αδερφοί να τον καλέσουν για μία πρώτη ανάκριση στον Παράδεισο» πρόφερε ο Αζαζήλ.
«Το πρόβλημα αγαπητέ μου τρισκατάρατε, είναι πως μας πρόδωσε. Ο Εωσφόρος έχει πάψει να υποδύεται πλέον και είναι έτοιμος να κατρακυλήσει σε ένα αμάρτημα που θα τον στείλει με μαθηματική ακρίβεια, πίσω στο κλουβί του αιώνια. Είναι έτοιμος να συνάψει σχέση με άνθρωπο» του είπε και ο Αζαζήλ έχασε το χρώμα του ξανά.
«Αυτό δεν γίνεται. Οι Άγγελοι και οι Δαίμονες απαγορεύεται να συνάπτουν σχέσεις ερωτικές με ανθρώπους. Είναι ένας πανάρχαιος κανονισμός ισορροπίας»
«Το γνωρίζω. Στην προσπάθειά του όμως να γίνει αξιολάτρευτος, είναι έτοιμος να διαπράξει το μεγαλύτερο αμάρτημα. Έπειτα, αφού τιμωρηθεί επαρκώς, θα μπορώ να του κλέψω το κλειδί που κρατά, προκειμένου εμείς όλοι να ξεχυθούμε και στη Γη, εκτός φυσικά από τον Παράδεισο. Τουτέστιν, θα επικρατήσουμε παντού και εσύ θα στέκεις δίπλα μου σε έναν καθωσπρέπει θρόνο και όχι αυτή τη σορό από τούβλα. Μιλάω για αληθινό θρόνο» τελείωσε και ο Αζαζήλ γέλασε στριγκά.
«Είμαι έτοιμος λοιπόν, γιατί όχι; Ας αρχίσουν να κινούνται τα πιόνια αν το μέλλον το δικό μας πρόκειται να βελτιωθεί»
Πίσω από την πέτρινη πόρτα ωστόσο, ξεροστάλιαζε με τις ώρες ο Αλάστωρ, ο οποίος είχε εμποδίσει το φτέρνισμα τρείς φορές, προκειμένου να μην προδοθεί. Άκουγε προσεκτικά τα λόγια του Ασμοδαίου, όχι δηλαδή πως περίμενε και τίποτε καλύτερο και φωτεινότερο από τον Δαίμονα της λαγνείας. Είχε παρασύρει πολλούς ανθρώπους σε αυτό το αμάρτημα, αλλά πώς ήταν δυνατόν να παρασύρει και τον Αφέντη; Απεχθανόταν τόσο το θνητό τους είδος, όσο και την οποιαδήποτε σωματική επαφή. Αφήνοντας πίσω του την αίθουσα των τεσσάρων Πριγκίπων της Κολάσεως, μπήκε στο δωμάτιο του Εωσφόρου για να σκεφτεί με την ησυχία του. Οι εβένινες, ξεσκισμένες κουρτίνες, το κατακερματισμένο κάτοπτρο, η μυρωδιά του θειαφιού και η σκόνη που είχε κατακαθίσει σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο, πλαισίωναν ένα μέρος που αιώνες φιλοξενούσε την έννοια του Κακού. Τελικά, έπειτα από αρκετή σκέψη, κατέληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να μιλήσει ο ίδιος μαζί του και μάλιστα άμεσα. Δυστυχώς τόσο σε εκείνον, όσο και στους υπόλοιπους κατώτερους Δαίμονες, απαγορευόταν να κινούνται οπουδήποτε, εκτός αν βρισκόταν στο πλάι τους κάποιος ανώτερος. Έτσι και εκείνος, θα μεταφερόταν κατευθείαν στο σημείο που βρισκόταν και ο Αφέντης του.
Βγήκε για λίγο από το κενό, σκοτεινό δωμάτιο και κατευθύνθηκε στους χώρους των διαφόρων βασανιστηρίων, όπου είδε τα τάγματα των Δαιμόνων να σιγοψιθυρίζουν ύποπτα μεταξύ τους .
«Τι κοιτάτε εσείς; Πίσω στις δουλειές σας» τους φώναξε και τα δύσμορφα πλάσματα σώπασαν μουγκρίζοντας.
Τότε, είδε τον Ασμοδαίο να περνά από μπροστά του, έτοιμος να τον φτύσει.
«Πες στον Αφέντη σου» του είπε τονίζοντας το ΄΄σου΄΄ «Πως οι στιγμές ευτυχίας του δεν θα κρατήσουν και πολύ. Ίσως μερικές ημέρες ακόμη. Ξέχασε δυστυχώς τον λόγο που επαναστάτησε και αυτήν την προδοσία δεν θα του την συγχωρήσω ποτέ. Σύντομα θα τον μισήσουν όλοι και δεν θα έχει τα μούτρα να πατήσει ξανά το πόδι του εδώ»
«Πρόσεχε πώς μιλάς για εκείνον, στο είπα και την προηγούμενη φορά» του γρύλισε ο Αλάστωρ.
«Αν νομίζεις πως σε εμπιστεύεται απόλυτα, πλανάσαι πλάνην οικτρά. Μην έχεις αυταπάτες. Γνωρίζεις πως πάντοτε ενεργούσε σύμφωνα με το συμφέρον του και το ίδιο θα κάνει και τώρα. Η αλαζονεία και η υπερηφάνεια τον έριξαν και θα το επαναλάβουν για άλλη μία φορά. Έχεις αρκετό χρόνο για να το σκεφτείς να έρθεις μαζί μου και μαζί με όλα τα αδέρφια σου. Σου υπόσχομαι, πως την ημέρα που θα εγκαταλείπουμε αυτό το φριχτό μέρος και θα κερδίζουμε τον Μιχαήλ και τους ομοίους του, εσύ θα στέκεις τιμητικά δίπλα μου» τελείωσε ο Ασμοδαίος και τον έσπρωξε επιδεικτικά για να περάσει.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Το βράδυ με βρήκε να περιφέρομαι σαν την άδικη κατάρα, στους υγρούς δρόμους της μεγαλούπολης. Ευτυχώς η καταιγίδα είχε σταματήσει και τότε βρέθηκα μπροστά σε ένα σύνηθες θέαμα, για τα δεδομένα των ανθρώπων. Μία ληστεία. Έτριψα τα χέρια μου πρόσχαρα και αφού κρύφτηκα από τα ανθρώπινα βλέμματα, στάθηκα δίπλα στους ληστές που ήταν έτοιμοι να ανοίξουν ένα μαγαζί. ΄΄Αξίζει τον κόπο΄΄ ψιθύρισα μέσα στη συνείδησή τους και τους είδα να ξαφνιάζονται. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αρχικά με τρόμο, αλλά έπειτα επικεντρώθηκαν ξανά στον στόχο τους, με τον έναν να σφίγγει έναν λοστό στα χέρια του. ΄΄Ω, πόσο μου έμοιαζαν. Η τρέλα και η κακία απεικονίζονταν στο βλέμμα τους και εγώ γουργούριζα ευχαριστημένος΄΄
Άξαφνα, το μυαλό μου πάγωσε σε μία εικόνα. Στην εικόνα της Αντέϊρα να τρέχει ξοπίσω μου, φωνάζοντας ΄΄είσαι όμορφος όταν χαμογελάς΄΄. Στην δήλωσή της δεν υπήρχε ίχνος ψέματος. Ήταν ίσως το μοναδικό πλάσμα που μου είχε κάνει κομπλιμέντο και το εννοούσε. Αν λοιπόν αυτοί οι ληστές την επισκέπτονταν αργότερα; Γιατί όσο τριγυρνούσαν ελεύθεροι, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να χτυπήσουν και τη δική της πόρτα. Και αν πάθαινε κακό, εγώ θα έχανα το εισιτήριο για τον Παράδεισο. Έπρεπε να δράσω άμεσα. Τη στιγμή που ο ένας ληστής προσπαθούσε να απενεργοποιήσει τον εξωτερικό συναγερμό, εγώ τον έσπρωξα με δύναμη στην τζαμαρία του κοσμηματοπωλείου, με αποτέλεσμα ο συναγερμός να ξεκινήσει να χτυπά. Τη στιγμή που πήγαν να φύγουν έντρομοι και αποδιοργανωμένοι εξαιτίας του ατυχήματος, εμφανίστηκα ξαφνικά μπροστά τους με την ανθρώπινη όψη μου.
«Φύγε από την μέση!» μου φώναξε ο ένας, αλλά εγώ τον άρπαξα και με μία κίνηση τον πέταξα με φόρα στον τοίχο, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του.
Ο άλλος τρομοκρατημένος, έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, ωστόσο για εμένα αρκούσαν μερικές δρασκελιές μέχρι να τον φθάσω.
«Σε παρακαλώ άφησέ με να φύγω» με ικέτεψε.
΄΄Ω, αγαπούσα τους ικέτες, αλλά με είχαν κουράσει αφάνταστα΄΄
«Έχεις τελειώσει» του ανακοίνωσα με στόμφο και με μία κίνηση του χεριού μου, το κεφάλι του βρέθηκε να χτυπά στην άσφαλτο.
Τότε άκουσα τη σειρήνα της αστυνομίας και δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά στον αιμόφυρτο άντρα, εξαφανίστηκα μέσα στο σκοτάδι σαν τον εφιάλτη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top