Εν αρχή ην η Αγάπη/ part 3 (τελος)
Σήκωσα αποφασιστικά το χέρι μου και το τοποθέτησα στο ανάγλυφο κενό που βρισκόταν χαραγμένο στην πόρτα. Κατόπιν, πήρα μία βαθιά ανάσα. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να αναμετρηθώ με το μεγαλύτερο τέρας που υπήρξε ποτέ. Η Πύλη άνοιξε και καυτός άνεμος μου έκοψε την ανάσα. Το περιβάλλον γύρω μου, έμοιαζε με την τερατώδη σκιά, ενός αλλοτινού Παραδείσου. Τα πάντα φλέγονταν και τότε, μέσα από την πυρακτωμένη άμμο και τις φλόγες της πυρκαγιάς που έγλυφαν παθιασμένα τον τόπο, διέκρινα εκείνη. Ήταν γονατισμένη και κουλουριασμένη, με τα χέρια της δεμένα πισθάγκωνα. Η ματιά της ήταν τρομαγμένη και στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, καθρεπτιζόταν ο πόνος και η οργή.
Την πλησίασα σχεδόν τρέχοντας και εκείνη γύρισε το κεφάλι της απότομα για να με κοιτάξει μπερδεμένη.
«Κατέληξα στην Κόλαση γιατί σε αγάπησα»
Τα λόγια της έπεσαν επάνω μου, σκληρά και κοφτερά σαν μαχαίρια.
«Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό» προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
«Σε μισώ!» φώναξε μέσα από κλάματα και τότε, είδα μία φιγούρα, να ξεπροβάλει από το βάθος. Ήταν μαύρη και επιβλητική, με γιγάντια φτερά νυχτερίδας και ένα σατανικό χαμόγελο να αυλακώνει το απαίσιο πρόσωπό της.
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, γιατί πολύ απλά αναγνώριζα απόλυτα τη συγκεκριμένη μορφή. Ήμουν εγώ.
Μπροστά μου είδα την Αντέϊρα να σφαδάζει από τους πόνους και να παρακαλά τον δεύτερο εαυτό μου να σταματήσει. ΄΄Δεν γίνεται αυτό, δεν μπορεί να της έκανα εγώ κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να την υπέβαλα σε τόσο φρικτά βασανιστήρια΄΄ σκέφτηκα. ΄΄Και όμως΄΄ ακούστηκε μία φωνή μέσα στο κεφάλι μου ΄΄Αυτή ήταν η δουλειά σου, η φύση σου. Να είσαι βασανιστής των ψυχών. Να μισείς τον Πατέρα που σε έφτασε σε αυτό το σημείο, που δεν αναγνώρισε την ανωτερότητά σου, έναντι των υπόλοιπων Αγγέλων, που δεν σε προτίμησε. Δεν έχεις άδικο λοιπόν που βασανίζεις τις ψυχές των θνητών. Αυτοί σου έκλεψαν την πρωτιά και την αγάπη του Πατέρα. Κοίταξε αυτήν την ψυχή και αρνήσου, πως εξαιτίας της έχασες τον Παράδεισο΄΄ άκουσα τον εαυτό μου να μονολογεί.
Άξαφνα, το μυαλό μου ταξίδεψε πολλούς αιώνες πίσω. Σε εκείνη την ημέρα της απόλυτης ντροπής για εμένα. Πράγματι, είχα χάσει την αίγλη μου και κειτόμουν ταπεινωμένος και αδύναμος, μπροστά στα μάτια των Αρχαγγέλων και του Μιχαήλ που με περιγελούσαν και με έδιωχναν. Η ψυχή μου ξεκίνησε να γεμίζει μίσος και για δευτερόλεπτα, ένιωσα μία εσωτερική χαρά που έβλεπα την ψυχή της Αντέϊρα να τυραννιέται. Κοιτούσα τον απόκοσμο εαυτό μου, να στέκεται μπροστά μου περήφανος και για λίγο ήθελα να μπω στη θέση του.
«Εωσφόρε!» άκουσα μία φωνή από τα βάθη της φρικτής, φλεγόμενης ερήμου.
Ήταν ο Γαβριήλ που στα χέρια του κρατούσε το σπαθί μου.
«Ποτέ σου μην ξεχνάς, από πού ξεκίνησες. Πίστη, δύναμη, αγάπη» μου είπε και πέταξε το σπαθί προς τη μεριά μου.
Εκείνο, εκτοξεύτηκε στον αέρα και κατέληξε στα χέρια μου. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά, μα τώρα πια στα μάτια μου, ο απόκοσμος εαυτός μου φαινόταν μικρός και αδύναμος. Έρμαιο της κακίας και του μίσους. Ένα παράδειγμα που ήθελα να αποφύγω. Στη λάμα του σπαθιού, καθρεφτίστηκαν τα τεράστια, λευκά φτερά μου και το πρόσωπο της ψυχής της Αντέϊρα έλαμψε με ελπίδα.
«Εσένα περίμενα, πάντα εσένα θα περιμένω» μου είπε.
«Και εγώ θα είμαι πάντοτε δίπλα σου, ο φύλακας Άρχάγγελος σου» της απάντησα.
Σήκωσα το σπαθί και το κάρφωσα στον απόκοσμο εαυτό μου, που είχε σκεβρώσει σε μία γωνία, σαν να περίμενε τη Θεία Δίκη. Το σπαθί καρφώθηκε στα σπλάχνα του, κάνοντάς τον χίλια κομμάτια. Τότε, έβγαλα το βραχιόλι και το πέρασα στο χέρι της Αντέϊρα.
«Ήδη μου λείπετε. Θυμάμαι ακόμη την τελευταία μας βόλτα στον υπέροχο κήπο» ξεκίνησε και τα μάτια μου άρχισαν να βουρκώνουν. «Είσαι όμορφος και γενναίος, ο πιο γενναίος και πιο γλυκός Αρχάγγελος του ουρανού. Σε αγαπώ για όλα αυτά που είσαι και μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό»
Με την ανάστροφη του χεριού μου, χάιδεψα το μάγουλό της.
«Η ζωή μου θα είναι άδεια χωρίς εσένα, μα σε περιμένει ένα μακρύ και όμορφο ταξίδι στην αγκαλιά του Πατέρα. Να θυμάσαι πως το πρώτο τριαντάφυλλο που στο διάβα σου θα συναντήσεις, θα το έχω στείλει εγώ για εσένα. Ποτέ του δεν θα μαραθεί, όχι όσο με αγαπάς και σε αγαπώ. Οι ψυχές και οι Άγγελοι δεν πάνε στον ίδιο τόπο, για να μπορώ να σου το λέω κάθε μέρα. Αναπαύσου εν ειρήνη και να θυμάσαι πως Παράδεισος, είναι όλες οι όμορφες στιγμές που έζησες, που ζήσαμε. Αγκάλιασε τες και πορεύσου» τελείωσα, με δάκρυα να κυλούν στα μάτια μου.
Τα χείλη μου κινήθηκαν στα δικά της και η εικόνα της έσβησε, για να γίνει λάμψη φωτεινή που τώρα πετούσε στα ουράνια.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Ο Γαβριήλ, είχε δεχτεί στις αγκάλες του Παραδείσου, το Δέκατο Τάγμα. Οι δυο μας, στεκόμασταν αμήχανοι στην καρδιά του Σέντραλ Παρκ, χαζεύοντας τους περαστικούς θνητούς.
«Ποια θα είναι η πορεία σου;» με ρώτησε, αλλά εμένα το μυαλό μου ταξίδευε αλλού.
«Δεν γνωρίζω. Για την ώρα θα ήθελα να περπατήσω μονάχος μου να σκεφτώ» του είπα κάπως κοφτά και τον είδα να με κοιτάζει θλιμμένος. Μολαταύτα, σεβάστηκε απόλυτα την επιθυμία μου και με άφησε να αποχωρήσω.
Καθώς βάδιζα αργά, κάτω από τον ανοιξιάτικο ουρανό, ένιωσα να με χτυπά σαν κεραυνός, η θλίψη και η μοναξιά. Έβλεπα ανθρώπους να γελάνε, παιδιά να παίζουν, ζευγάρια να τρώνε μαζί το πρώτο τους παγωτό ευτυχισμένα και εγώ να κινούμαι ανάμεσά τους, ίδιος νεκροζώντανος, με μία ψυχή τσακισμένη και μία καρδιά ραγισμένη σε χίλια κομμάτια. Αν κάποιος με ρωτούσε, πώς θα ήθελα να είναι η ζωή μου από εδώ και μπρος, δεν θα ήξερα τι να του απαντήσω, γιατί πολύ απλά δεν με ένοιαζε.
Η μέρα μου κύλησε, με εμένα να βαδίζω αδιάκοπα σκυφτός και αμίλητος στην Πέμπτη λεωφόρο. Λίγο παρακάτω, αντίκρισα το κτίριο της εταιρείας που δούλευα και ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου. Είδα την Κάιλα να βγαίνει φουριόζα, κρατώντας το κινητό της στο χέρι, μα δεν ήθελα να της μιλήσω. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν.
Το δειλινό με βρήκε καθισμένο, δίπλα από το μέρος που αναπαυόταν ο Μιχαήλ. Τα μάτια μου τα ένιωθα βαριά, το ίδιο και το σώμα μου. Άξαφνα, συνειδητοποίησα κάτι. Πως αυτό που αληθινά επιθυμούσα, με όλη μου τη δύναμη, ήταν να τερματίσω τη ζωή μου. Δυστυχώς για εμένα, ήμουν αθάνατος. Απογοητευμένος, έστρεψα το βλέμμα μου στον ουρανό και ανέβηκα σε ένα ύψωμα. Πίστευα, πως αν μίκραινα έστω και στο ελάχιστο, την απόστασή μου από το ουράνιο στερέωμα, η παράκλησή μου θα ακουγόταν πιο καθαρά.
΄΄Πατέρα, πάνε αιώνες από την τελευταία φορά που Σου μίλησα και γνωρίζω πως αυτή τη στιγμή, ίσως και να μην επιθυμείς να με ακούσεις. Ωστόσο, όλοι μας δικαιούμαστε μία δεύτερη ευκαιρία και εγώ δεν επέτρεψα στο φως μου να σβήσει εντελώς. Αν λοιπόν με ακούς, θα ήθελα μία χάρη. Θα ήθελα να δώσεις τη θέση της ψυχής μου και της ενέργειάς μου στον Μιχαήλ. Ξέρω πως σου ζητώ πολλά, όμως είμαι βέβαιος, πως ο ουρανός θα είναι κενός χωρίς εκείνον και οι άνθρωποι που τον λατρεύουν, τον έχουν ανάγκη. Τον αναφέρουν συχνά στις προσευχές τους, τον δοξολογούν στις χαρές τους και τον καλούν στις δύσκολες στιγμές τους. Είναι άδικο να τον στερηθούν. Εγώ πλήρωσα για τις αμαρτίες μου και ήρθε η ώρα να φύγω και να ξεκουραστώ, γιατί ειλικρινά κουράστηκα. Σε παρακαλώ, άκουσέ με και άσε την ενέργειά μου να απλωθεί στην αγκαλιά του σύμπαντος΄΄ τελείωσα και με δυσκολία κινήθηκα, για να ξαπλώσω βαρύς δίπλα ακριβώς από το σημείο ταφής του Μιχαήλ.
Τα μάτια μου έκλεισαν και ένα όμορφο συναίσθημα πλημμύρισε τη ψυχή και το κορμί μου. Έφευγα, το ένιωθα, μα αισθανόμουν τόσο ανάλαφρος, όσο δεν έχω αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου.
***
Εκείνο το ηλιοβασίλεμα, ήταν διαφορετικό για τον κόσμο, καθώς το πρώτο του αστέρι, το πιο λαμπερό και πιο φωτεινό, είχε πλέον δύσει. Όσοι έστρεψαν τυχαία τη ματιά τους στον ουρανό, θα παρατήρησαν σίγουρα την απουσία του, όπως ο Γαβριήλ, ο οποίος δεν είχε κουνηθεί ούτε χιλιοστό, από την αρχική του θέση στο παγκάκι του Σέντραλ Παρκ. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα, με εκείνο της θλίψης να κυριαρχεί έναντι των υπόλοιπων. Ο Εωσφόρος αποτέλεσε για εκείνον, έναν συχνό λόγο πονοκέφαλου και νεύρων, ωστόσο ήταν αδερφός του. Σηκώθηκε μουδιασμένος από τη θέση του και προχώρησε αργά, αφήνοντας το μυαλό του έρμαιο, των χιλιάδων εικόνων που του πρόσφερε η μεγαλούπολη. Αξαφνα, σταμάτησε να βαδίζει και άρχισε να τρέχει. Να τρέχει με όλη του τη δύναμη και όλη του την ενέργεια προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Μπροστά του υψωνόταν η γέφυρα του Μπρούκλιν. Για λίγο σταμάτησε για να θαυμάσει τα χιλιάδες φώτα των ουρανοξυστών, που κοσμούσαν τον ορίζοντα και να νιώσει τον δροσερό αέρα να παρασέρνει τα μαλλιά του. Χαμογέλασε και συνέχισε να τρέχει μέχρι την απέναντι όχθη. Τα γοργά του βήματα, τον οδήγησαν μπροστά από την πόρτα του διαμερίσματος της Αντέϊρα. Χτύπησε το κουδούνι αμήχανα, καρτερώντας την Αμέλια να ανοίξει με την καρδιά του να χτυπά ακανόνιστα. Όχι όμως εξαιτίας της κούρασης, αλλά ενός συναισθήματος εντελώς διαφορετικού. Το τρίξιμο της πόρτας που υποχωρούσε, συνοδεύτηκε από ένα χαρούμενο νιαούρισμα και μία Αμέλια που στεκόταν στο κατώφλι, με το χαμόγελο της συγκίνησης. Εκείνος δεν της είπε τίποτε, μονάχα προχώρησε προς την μεριά της, αρπάζοντάς την στην αγκαλιά του και φιλώντας την τρυφερά. Το είχε καταλάβει, το είχε νιώσει πως μία απαγόρευση είχε τερματιστεί και ήταν ελεύθερος να εκφράσει όσα η καρδιά του ποθούσε. Γιατί η αγάπη και ο έρωτας ο αληθινός δεν έκρυβαν μέσα τους καμία αμαρτία.
«Νομίζω τελικά πως έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας» ήταν οι μόνες κουβέντες που της είπε.
Εκείνη, έχοντας μπλέξει τα χέρια της στα μαλλιά του, αποφάσισε απλώς να μην χαλάσει τη στιγμή με λόγια. Μία στιγμή που έμοιαζε σαν να την περίμενε χρόνια έχοντας κατορθώσει να συναντήσει έναν άντρα σκέτο Άγγελο. Ή ακόμη καλύτερα, Αρχάγγελο. Λίγο τον γνώριζε μα ο δεσμός που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν μεταφυσικά άρρηκτος και ας ερχόταν φαινομενικά από το πουθενά. Γιατί πολύ απλά κάποιες ψυχές ταξιδεύουν στο σύμπαν για να συναντηθούν.Τα πράγματα πια είχαν αλλάξει και ο Παράδεισος, ήταν έτοιμος να υποδεχτεί πολλές και ραγδαίες μετατροπές.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Όταν η ψυχή σου φεύγει, εσύ νιώθεις πως μετατρέπεσαι σε παθητικό θεατή της ζωής σου, η οποία κυλά μπροστά σου σαν ταινία μικρού μήκους. Μετά, ακολουθεί το χάος και η σιωπή. Οι εικόνες παύουν και οι αναμνήσεις το ίδιο, σαν να προσπαθείς να κάνεις μία νέα αρχή. Πάρα ταύτα, το συναίσθημα της ευφορίας, δεν με εγκατέλειψε λεπτό, παρά την απίστευτη ζαλάδα μου και ένα ενοχλητικό φως, που πάλευε να διαπεράσει με τη βία τα ερμητικά κλειστά βλέφαρά μου. Με κόπο, άνοιξα το ένα μου μάτι διστακτικά, κατόπιν και το δεύτερο. Οι εικόνες ήταν ακόμη θολές και εγώ έβλεπα μία σκιά να δεσπόζει πάνω από το κεφάλι μου. Δευτερόλεπτα αργότερα, η σκιώδης φιγούρα, αντικαταστάθηκε από ένα ζευγάρι κυανά σκούρα μάτια που με κοιτούσαν πειρακτικά. Μα τα καζάνια, τα Τάρταρα και τις Εννέα Πύλες μαζί! Αυτά τα μάτια εγώ τα ήξερα.
«Μιχαήλ;» ακούστηκε η βραχνή μου φωνή, εξαιτίας των ρευμάτων αέρα.
«Καλημέρα αδερφέ, δεν ήξερα πως ήσουν τόσο κουρασμένος. Κοιμάσαι τρία ανθρώπινα εικοσιτετράωρα» πρόφερε με θυμηδία και εγώ τινάχτηκα επάνω σαν το λάστιχο.
΄΄Τον θάνατο τελικά, τον βαφτίζουν παντού αιώνιο ύπνο, καθώς για να βλέπω τον Μιχαήλ, τα είχα σίγουρα τινάξει τα πέταλα΄΄
Σηκώθηκα παραπατώντας και τον κοίταξα παγωμένος. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να αρθρώσω επιτέλους μία σωστή κουβέντα, ένα δυνατό φτέρνισμα με πρόλαβε και ύστερα άλλο ένα. Με την άκρη του ματιού μου, τσάκωσα την φτερούγα του Μιχαήλ, να γαργαλά πειρακτικά τον ώμο μου.
«Μου έλειψες» τον άκουσα να λέει και τότε, οι κακές συνήθειες που είχα ξεσηκώσει κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Γη, με οδήγησαν σε μία απαράδεκτη κίνηση. Τον αγκάλιασα σφιχτά και μείναμε εκεί για λίγη ώρα.
«Τελικά ο θάνατος, διόλου άσχημος δεν είναι» κατέληξα.
«Μα, για ποιόν θάνατο μιλάς;» μου απάντησε θέτοντας ερώτηση και τον κοίταξα μπερδεμένος.
«Για τον δικό μου και τον δικό σου»
«Μα, δεν πέθανες Εωσφόρε» συνέχισε κομπιάζοντας ο Μιχαήλ.
«Αφού βλέπω εσένα το στοιχειό, πώς είναι δυνατόν να μην πέθανα;» συνέχισα, μα ο Μιχαήλ απλώς χαμογέλασε, ενώ ταυτόχρονα τον είδα να απομακρύνεται.
Έμεινα μονάχος μου και πάλι, σε μία απέραντη και καταπράσινη κοιλάδα. Το ολόφρεσκο γρασίδι, μύριζε ποτισμένη γη και ένας γλυκός άνεμος που φύσηξε, το παρέσυρε στον δικό του ρυθμό. Ψηλάφισα το σώμα μου με προσοχή. Ήταν όπως το θυμόμουν τον καιρό της μεγάλης μου αίγλης. Τα κατάξανθα, μακριά μαλλιά μου χόρευαν στους ρυθμούς αυτού του ανέμου και αμέσως, αναδύθηκαν οι στιγμές εκείνες, όταν ακόμη ερχόμουν σε αυτό ακριβώς το σημείο μαζί με τον Μιχαήλ, προκειμένου να κάνουμε όνειρα για την αιώνια ζωή μας.
΄΄Εωσφόρε΄΄ άκουσα μία βαθιά, αντρική φωνή που αντιλαλούσε τώρα σε ολόκληρο τον χώρο.
Κοίταξα γύρω μου ξαφνιασμένος, όταν μία δυνατή λάμψη κάλυψε τον ορίζοντα.
΄΄Εωσφόρε, γύρισε το πρόσωπό σου και κοίταξέ με΄΄ ακούστηκε ξανά η φωνή.
«Π-Πατέρα;» τραύλισα.
΄΄Δεν θα έπρεπε ούτε για ένα λεπτό να πιστέψεις, πως όλη αυτήν την ώρα ήσουν νεκρός. Αντιθέτως, είσαι πιο ζωντανός από ποτέ΄΄ Τον άκουσα και άξαφνα, ένιωσα ντροπή. ΄΄Για μία φορά στη ζωή σου, θα έπρεπε να πιστέψεις σε Εμένα και σε αυτό που είναι η πηγή όλης της δύναμης του κόσμου και της αρμονίας, αλλά είναι και η πηγή της δικής σου δύναμης. Μιλώ για την αγάπη. Ένας σπλαχνικός Πατέρας, δεν θα μπορούσε ποτέ Του να κάνει κακό στα παιδιά Του, ακόμη και αν εκείνα κάποια στιγμή, λοξοδρομήσουν. Με υπομονή και ελπίδα, Εκείνος θα τα καρτερά να επιστρέψουν στην αγκαλιά Του. Εωσφόρε, οι αμαρτίες σου ήταν πολλές και ποικίλες, απαρνήθηκες το σπίτι σου και παρασυρμένος από τη ζήλεια και την αλαζονεία, Μου γύρισες την πλάτη. Ωστόσο, η ψυχή μου λύγισε, μπροστά στην απόλυτη πράξη μεγαλοψυχίας σου, να δώσεις τη θέση της ύπαρξής σου στον αδερφό σου, κατανοώντας τη σημασία του για την ανθρωπότητα΄΄
Κάπου εκεί, έκανε παύση, με εμένα να ακούω την κάθε Του κουβέντα πολύ προσεκτικά. Βαθιά μέσα μου, χαιρόμουν που Τον άκουγα. Που άκουγα την φωνή του δικού μου Πατέρα.
«Κάποια στιγμή, φθάνεις στο σημείο να κάνεις έναν εσωτερικό απολογισμό. Ο Μιχαήλ δεν είχε μονάχα σημασία για τον κόσμο, αλλά και για εμένα. Γνωρίζω εξάλλου, πως το δικό μου πρόσωπο, είναι απόλυτα αποκρουστικό για την ανθρωπότητα, καθώς με θεωρούν έναν δόλιο πολέμιό τους. Δεν το αρνούμαι, τους φθόνησα μέχρι να τους καταλάβω. Μέχρι να καταλάβω τι τελικά σημαίνει, να είσαι κατ' εικόνα και ομοίωση. Κάπου εκεί, Σε παράκουσα για ακόμη μία φορά, καθώς μέσα μου πίστεψα πως είχα βρει το νόημα της ζωής μου στο πρόσωπο μίας θνητής γυναίκας»
Στο σημείο αυτό, ήμουν σίγουρος πως Τον ένιωσα να χαμογελά.
΄΄Είμαι βέβαιος, πως και στο μέλλον θα Με παρακούσεις ξανά αν χρειαστεί. Μερικές καρδιές δεν υποτάσσονται ποτέ, είναι στη φύση σου, μα τώρα πια ξέρεις ποιόν δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις και είμαι περήφανος για εσένα Υιέ της Αυγής. Το φως το αληθινό που σου χάρισα, ποτέ σου δεν το πέταξες, δεν το απαρνήθηκες, αλλά το άφησες να φωλιάσει σε ένα μικρό σημείο της καρδιάς σου. Με άφησες να υπάρχω μέσα σου και τελικά Με πίστεψες, βάζοντας τέλος στον κακό σου εαυτό. Μα να θυμάσαι κάτι, στο διάβα σου πάντα θα συναντάς και την Κόλαση, αλλά και τον Παράδεισο, έχοντας την ελευθερία της επιλογής του ενός ή του άλλου. Έτσι θα είναι πάντα. Αν λοιπόν, πιστεύεις στον Παράδεισο, πιστεύεις στην αγνότητα και την αγάπη, το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσεις το γνωρίζεις καλά. Στο τέρμα ακριβώς εκείνου του μονοπατιού, ύψωσε το βλέμμα σου και κοίταξε εμπρός σου΄΄ ήταν και τα τελευταία Του λόγια.
Τη στιγμή εκείνη, δεν Τον κατάλαβα, μα γνώριζα το μονοπάτι. Οι μελωδίες με καλούσαν, μία παράξενη ενέργεια με τραβούσε με το ζόρι να συνεχίσω να προχωρώ ευθεία. Ευθεία ανάμεσα από πανέμορφα μέρη, με έναστρους ουρανούς, με ποιητικά ηλιοβασιλέματα, με τον ήχο τον γλυκό της θάλασσας και τις μυρωδιές της άνοιξης. Όλα αυτά υπήρχαν στον Παράδεισο, αλλά εγώ είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στο μονοπάτι που ανοιγόταν μπροστά μου. Με τις υπέροχες εικόνες να εναλλάσσονται διαδοχικά, έφθασα σε ένα σημείο όπου ήταν ο τερματισμός. Ύψωσα το βλέμμα μου και στο βάθος, διέκρινα ένα μονάχα, ξύλινο παγκάκι όπου πάνω του βρισκόταν καθισμένη μία κοπέλα που κρατούσε ένα τριαντάφυλλο. Ένιωσα την καρδιά μου, να βροντοχτυπά και τα χέρια μου να μουδιάζουν. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος της. Οι καστανές της μπούκλες ανέμιζαν με χάρη και εγώ βρέθηκα να την κοιτάζω τρομοκρατημένος.
Μόλις με κατάλαβε, γύρισε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος μου. Το βλέμμα της έπεσε γλυκά επάνω μου και εγώ ένιωσα πως ήθελα να ουρλιάξω. Οι μαύροι κύκλοι της αρρώστιας, είχαν εξαφανιστεί και το ροδαλό χρώμα της υγείας, ήταν και πάλι εκεί να την στολίζει. Προσπάθησα να μιλήσω, μα τελικά το όνομά της, ακούστηκε ψιθυριστά.
«Αντέϊρα...» μουρμούρισα αμήχανα και την είδα να χρωματίζει παιχνιδιάρικα τον ορίζοντα με τα δάχτυλά της. Αργά σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε μπροστά μου αλλιώτικη. Μαγικά αλλιώτικη «Μα πως, αφού εμείς οι Άγγελοι δεν βλέπουμε τις ψυχές»
«Τον δρόμο τον ξέρεις» μου απάντησε και ένιωσα τα δάκρυα να βρέχουν το πρόσωπό μου. «Σε αυτό εδώ το παγκάκι, κάθε στιγμή που θα επιθυμούμε να δούμε ο ένας τον άλλο, για όσο θα έχουμε την ανάγκη και όποτε το θελήσουμε» μου είπε και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Και αν εγώ θέλω να σε βλέπω συνέχεια;» ρώτησα αθώα.
«Εδώ, όλες οι όμορφες επιθυμίες πραγματοποιούνται γιατί υπάρχει αγάπη» μου απάντησε και ευθύς την έκανα να σωπάσει με ένα φιλί. Το μέτωπό μου, έμεινε ακουμπισμένο στο δικό της για ώρα.
΄΄Σε ευχαριστώ΄΄ πρόφερα συγκινημένος και μία ηλιαχτίδα, χάιδεψε απαλά τα λευκά μου φτερά, ως απάντηση από Εκείνον.
Μερικές μέρες αργότερα, κάπου στον Παράδεισο....
«Εωσφόρε!» ήχησε η ενοχλητική φωνή του Μιχαήλ.
«Ρίχτο το άτιμο, που αν δεν είμαι εγώ παρών καμία δουλειά δεν γίνεται σωστά εδώ πέρα» μουρμούρισα νευριασμένος, ενώ τσάκωσα τον Αλάστορα να χαχανίζει. Ω, ναι ο μικρός πρώην δαιμονίσκος, είχε επιστρέψει στην παλιά, εμφανισιακή του αίγλη. Καλά, όση αίγλη τελοσπάντων μπορεί να έχει ένας Άγγελος κατωτέρας κατηγορίας.
«Υπερβάλλεις αλαζονικό αδερφάκι, αλλά έφτασε η ώρα της καθημερινής σου αναγγελίας και οι αγγελικές χορωδίες, καρτερούν για να σε εξυμνήσουν» μου είπε.
Σωστά, μου είχαν διαφύγει αυτές, καθώς είχα γλυτώσει από τον πονοκέφαλο της παραφωνίας τους εδώ και πολλούς αιώνες. Ωστόσο, να που έφθασε η στιγμή, να χειροκροτήσω σιγανά την ανθρωπότητα και να προσκυνήσω με όλη μου τη μεσούλα λυγισμένη σε τέλεια καμπύλη, την ανάπτυξη της τεχνολογίας τους. Με θράσος, άρπαξα τις δύο ωτοασπίδες που βαστούσα κρυμμένες στις φτερούγες μου, τις τοποθέτησα θριαμβευτικά στα αφτιά μου και ύψωσα το ανάστημά μου χαρούμενος, με τον Μιχαήλ να με κοιτά με το στόμα ανοιχτό και κατόπιν να ξεσπά σε ασυγκράτητα γέλια, βλέποντάς με να φτερνίζομαι βιαίως, εξαιτίας της αλλεργίας μου στα πούπουλα. Μολαταύτα, δεν έχασα λεπτό το χαμόγελό μου. Η συμφωνία ήταν συμφωνία και εγώ είχα παραγγείλει στον Πατέρα, ένα ζευγάρι υποαλλεργικά φτερά, μπας και έβλεπα επιτέλους μία άσπρη μέρα.
Ωστόσο, το καλύτερο δεν σας το έχω πει ακόμη. Τα ωράριά μου είχαν αλλάξει, μοιράζοντας τις ώρες μου μεταξύ Παραδείσου και Γης, καθώς εννέα με πέντε, δούλευα ως λογιστής, στον μελλοντικό κολασμένο, τον κύριο Μίλερ. Το δεξί μου χέρι, θα ήταν η Κάιλα φυσικά, καθώς δέχτηκε σχεδόν χοροπηδώντας να πάρει τη θέση της Αντέϊρα με συνεργάτη εμένα. Προϋπόθεση; Η καθημερινή επίβλεψη, της επιβεβλημένης από τον Πατέρα αγαθοεργίας του Μπελιάλ και Αζαζήλ. Φυσικά είμαι απολύτως βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή διερωτάστε εντόνως, για το είδος της αγαθοεργίας που θα μπορούσαν να αναλάβουν, αυτά τα δύο τρισκατάρατα πλάσματα. Λοιπόν, ο Πατέρας είχε τη λαμπρή ιδέα, να τους επιβάλλει τη συντήρηση, όλων των εκκλησιών του κόσμου, κόβοντας την κορδέλα των εγκαινίων, από εκείνη του Αγίου Βαρθολομαίου στην Νέα Υόρκη. Όσο για τον Γαβριήλ; Η φλόγα της αγάπης, έλαμψε και για αυτόν, τον εριστικό αδερφό μου και έτσι πήρε γήινη υπόσταση, ώστε να μπορέσει να ζήσει μία ανθρώπινη ζωή, στο πλάι της Αμέλια και να αναστηθεί έπειτα μετά θάνατον, επιστρέφοντας ξανά στον Παράδεισο ως Αρχάγγελος. Η Κόλαση πλέον είχε περιοριστεί και η τιμωρία των ψυχών συνεχιζόταν μηχανικά από όσα δαιμόνια πεισματικά προτιμούσαν την παραμονή στη συγκεκριμένη διάσταση. Τρέχα γύρευε δηλαδή, περίπλοκες καταστάσεις.Τις λάτρευα όμως ιδιαίτερα όταν ήμασταν ομαδικώς προσκεκλημένοι, όλες οι ουράνιες παρουσίες για έναν μαραθώνιο ταινιών, στο σπίτι της δεσποινίδας Μουρ.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
«Ένα βήμα πιο κει, γιατί δεν χωράω! Υποπτεύομαι εντόνως, πως ως θνητός έβαλες μερικά κιλά» πέταξα περιπαικτικά στον Γαβριήλ, ο οποίος πάλευε να βολευτεί στον καναπέ, με τον μικρό κέρβερο, την Μπουμπού στην αγκαλιά του.
«Τελικά τον σαρκασμό, δεν τον απέβαλες ποτέ σου»συνειδητοποίησε κοιτώντας παράξενα τα υποαλλεργικά μου φτερά, τα οποία γυάλιζαν περίεργα για τα δεδομένα των Αρχαγγέλων. Δυστυχώς, όπως και να το κάνουμε, σαν τα αυθεντικά δεν ήταν, απεναντίας, έβγαζαν μία εικόνα αταίριαστη και ίσως κακόγουστη, αλλά τα φορτώθηκα αγόγγυστα και είπα και ευχαριστώ.
«Ήρθαν τα φαγητά» άκουσα την τσιριχτή φωνή της Καιλα, ενώ είδα την Μπουμπού να τρέχει πρώτη.
΄΄Μη χάσεις εσύ΄΄ σκέφτηκα καθώς την κοιτούσα να τινάζεται μπροστά, διαπράττοντας ευθαρσώς το θανάσιμο αμάρτημα της λαιμαργίας.
Ο Μιχαήλ από την άλλη, απτόητος, είχε αρπάξει το μικροσκοπικό πιατάκι με τους ξηρούς καρπούς, περιμένοντας με αγωνία την ταινία να ξεκινήσει. Τα φώτα έσβησαν και η τηλεόραση επιτέλους άναψε.
«Ποια ταινία θα δούμε;» ρώτησα μην έχοντας την παραμικρή ιδέα.
«Τον Εξορκιστή» απάντησε κοφτά και σοβαρά η Αμέλια και όλοι μας ξεσπάσαμε σε γέλια.
Αχ, αυτοί οι άνθρωποι και οι λαμπρές τους ιδέες για το πρόσωπό μου.
Και πάλι όμως, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε και εσείς, ήμουν ξανά ο πρωταγωνιστής τους.
Nα ξέρετε πως μία μέρα θα ήθελα να την εκδώσω την ιστορία. Για την ώρα έρχεται η Κατάρα του Ορφανού που είναι 4 βιβλία οπότε έχουμε μέλλον.Εύχομαι να την απολαύσατε!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top