Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part3
ΜΑΪΑΜΙ
Το μοναδικό φως που αυτή τη στιγμή φώτιζε τον μικροσκοπικό χώρο, ήταν μία λάμπα που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κρεβάτι της. Η Αμέλια κοιτούσε με αγωνία το κινητό της, καθώς η αδερφή της δεν είχε δώσει κανένα απολύτως σημάδι ζωής, καμία ανταπόκριση στις απανωτές της κλήσεις. Προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της, πως όλα τα άσχημα σημάδια ήταν εντελώς τυχαία, πήρε στα χέρια της την πετσέτα της και κατευθύνθηκε στα κοινόχρηστα μπάνια του ορόφου της. Με τους περισσότερους φοιτητές να κοιμούνται, θα απολάμβανε τουλάχιστον ένα ήρεμο, αν και ολιγόλεπτο ντους.
Το αρρωστιάρικο φως των λουτρών, άνοιξε με δυσκολία τρεμοπαίζοντας. Η Αμέλια κοίταξε για λίγο τον εαυτό της, μέσα από τον καθρέπτη των νιπτήρων, απλά για να διαπιστώσει, πως οι μαύροι κύκλοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα κάτω από τα μάτια της. ΄΄Χρειάζομαι οπωσδήποτε ύπνο΄΄ σκέφτηκε, μα τη στιγμή που ήταν έτοιμη να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από το κάτοπτρο, μία αχνή σκιά φάνηκε να διασχίζει τον χώρο πίσω της, σαν να ήταν ένα παραστράτημα του μυαλού, ένα παιχνίδισμα της φαντασίας. Γύρισε έντρομη το βλέμμα της προς τα πίσω, μα η ησυχία και η ακινησία είχαν εκ νέου επιστρέψει. ΄΄Για όλα φταίνε τα ξενύχτια και η εξεταστική΄΄ προσπάθησε να αυτοκαθησυχαστεί και με μία δρασκελιά, μπήκε στο ντους, αφήνοντας να κυλήσει πάνω της το ζεστό νερό, κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια της για να γαληνέψει η ψυχή της. Μολαταύτα, τη στιγμή που τα άνοιξε ξανά, μία δυνατή κραυγή ξέφυγε από μέσα της. Τη θέση του ζεστού νερού που κυλούσε λίγο πριν στο κορμί της, είχε τώρα πάρει το καθαρό αίμα, αφήνοντας την μεταλλική μυρωδιά να κάνει εισβολή στα ρουθούνια της. Στο πάτωμα είχε ξεκινήσει να απλώνεται το άλικο ρυάκι, λεκιάζοντας τα πλακάκια, την πετσέτα και τα πόδια της.
Πνιγμένη στην παραζάλη του αποκρουστικού θεάματος, πετάχτηκε έξω, ενώ το σκηνικό γύρω της θύμιζε ταινία τρόμου για γερά νεύρα. Η σκιά φάνηκε εκ νέου να περνά μέσα από τον καθρέπτη και η Αμέλια λαχανιασμένη, ντύθηκε γρήγορα, παλεύοντας να σκουπίσει άτσαλα τα αίματα που κοσμούσαν το ξεθωριασμένο πάτωμα. Εν συνεχεία, έτρεξε στο δωμάτιό της, προσπαθώντας να θυμηθεί σε ποιόν όροφο έμενε το παράξενο αγόρι του αναγνωστηρίου, που άκουγε στο όνομα Μπράντον, καθώς τώρα φάνταζε ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας της. Φορώντας ένα ζευγάρι παλιές σαγιονάρες, βγήκε στον διάδρομο κινούμενη νευρικά προς τις σκάλες, με προορισμό το δωμάτιο με τον αριθμό τριάντα τρία, όπου της είχε αναφέρει πως έμενε. Φτάνοντας, του χτύπησε πολλές φορές την πόρτα, ευχόμενη να είναι μέσα. Έπειτα από λίγα λεπτά, της άνοιξε ένα κορίτσι.
«Καλησπέρα. Όλα καλά;»
«Είναι εδώ μήπως ο Μπράντον;»
Το κορίτσι φάνηκε να το σκέφτεται.
«Ξέρεις τι έτος είναι;»
«Δεν έχω ιδέα. Νομίζω πως μου είχε αναφέρει τον συγκεκριμένο αριθμό δωματίου. Τον συναντώ κάποτε στη βιβλιοθήκη. Είναι λίγο παράξενος»
«Δεν γνωρίζω κανέναν Μπράντον. Λυπάμαι» της έκλεισε ευγενικά την πόρτα και εκείνη αναστέναξε φοβισμένα.
«Αμέλια!Τι σου συμβαίνει;» ακούστηκε η οικεία φωνή του και εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω.
«Σε έψαχνα! Νομίζω πως κάποιος θέλει να μου κάνει κακό. Κάποιος που δεν είναι...άνθρωπος. Στην αρχή ομολογώ πως μου φάνηκε τρελό. Καμία λογική δεν υπήρχε. Ποτέ μου δεν πίστεψα στο υπερφυσικό, ποτέ έως σήμερα, που άξαφνα το νερό μετατράπηκε σε αίμα» συνέχισε εκείνη με τρεμάμενη φωνή. «Τον βλέπω μέσα από τους καθρέπτες, σαν μία θολή σκιά. Είναι πάντοτε εκεί» συνέχισε μέσα από αναφιλητά.
«Σου δημιουργεί οράματα για να σε τρελάνει. Το αίμα δεν ήταν αληθινό, αλλά αποκύημα μίας φαντασίας, που ο ίδιος είχε φυτέψει στο μυαλό σου» απάντησε ήρεμα το αγόρι.
«Εσύ, πώς τα ξέρεις όλα αυτά; Και επίσης, ποιος είναι αυτός που με στοιχειώνει;» τον ρώτησε η κοπέλα.
« Αυτό δυστυχώς δεν το γνωρίζω. Ωστόσο, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να σε κυνηγά τόσο έντονα. Υπάρχει κάτι που μπορείς να θυμηθείς, ώστε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το γιατί;» ρώτησε το αγόρι, μα η Αμέλια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Το μόνο που γνωρίζω, είναι πως η αδερφή μου δεν απαντά στα τηλέφωνα από εχθές. Επίσης, τώρα που το σκέφτομαι, δούλευε μαζί με έναν λογιστή που διέθετε ένα πολύ παράξενο επίθετο, διόλου καλαίσθητο, μήτε συνηθισμένο. Τον έλεγαν Λίαμ Χελ και ήταν τόσο χαρισματικός, που τελείωνε τη δουλειά του στις τρείς ώρες, πράγμα...»
«Απίθανο για τα ανθρώπινα δεδομένα» την συμπλήρωσε ο Μπράντον. «Όσο διάνοια και αν είναι, ένας λογιστής με τέτοιο φόρτο εργασίας, πιθανότατα θα τελείωνε στις πέντε και περισσότερες ίσως ώρες»
«Επομένως θεωρείς πως ο Λίαμ, δεν ήταν άνθρωπος;» συνέχισε η Αμέλια.
«Αν κρίνω από το φανταχτερό του επίθετο, μάλλον για κάτοικο του κάτω κόσμου τον κόβω, ο οποίος δεν μπήκε και πολύ στον κόπο να κρύψει την ταυτότητά του» της απάντησε ο Μπράντον και εκείνη ανατρίχιασε.
Όλο αυτό, έμοιαζε με ζωντανό εφιάλτη και η ίδια αδυνατούσε να δεχτεί την ύπαρξη αυτών των πλασμάτων. Ήταν αδιανόητο.
«Αν σήμερα τον δω στον ύπνο μου πάλι, τι να κάνω;» πρόφερε ξεροκαταπίνοντας.
«Προσπάθησε να μάθεις ποιος είναι και απλά προσευχήσου με όλη σου την καρδιά» τελείωσε και η κοπέλα τον καληνύχτισε, ευχαριστώντας τον πολλές φορές.
Με βήμα ασταθές, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Το κλειδί έτρεμε στα χέρια της, ενώ άνοιξε την πόρτα με δυσκολία, για να αντικρίσει το χάος. Τα πράγματά της ήταν ανακατεμένα και πεταμένα σε στοίβες. Εκείνη έκατσε στο κρεβάτι της, παλεύοντας να αγνοήσει την ανακατοσούρα, προκειμένου να μην πάθει κρίση πανικού, βυθισμένη στην απόγνωση. ΄΄Γιατί; Τι σου έκανα;΄΄ φώναξε και έγειρε στο πλάι, για να αποκοιμηθεί λίγα λεπτά αργότερα ή καλύτερα, για να παρασυρθεί σε μία άβυσσο.
΄΄Βρέθηκε ξανά σε εκείνο το αποκρουστικό μέρος. Οι σκιές χόρευαν γύρω της ρυθμικά, χορούς σκοτεινούς και εκείνη κατευθυνόταν πάλι μέσα από το φιδογυριστό, ελλειψοειδές μονοπάτι, στη γνωστή πλέον αίθουσα. Ωστόσο, αυτή τη φορά είχε έρθει αποφασισμένη να πάρει απαντήσεις και να δει επιτέλους το φθονερό, κακοσούρικο πρόσωπο του Δαίμονα που την κυνηγούσε. Η ενέργεια την έλκυε σαν μαγνήτης και η Αμέλια είχε αφεθεί πλήρως. Η στιγμή ζύγωνε επικίνδυνα και στο βάθος, φάνηκε η απόκοσμη αίθουσα με τους τέσσερις πέτρινους θρόνους. Από στιγμή σε στιγμή, θα έκανε την εμφάνισή του και το πλάσμα. Τα βήματά της συνεχίστηκαν, οδηγώντας την στο κέντρο της σκοταδερής αίθουσας, με το γιγαντόσωμο πλάσμα να παραμένει άφαντο. Άξαφνα, ένιωσε έναν οξύ πόνο στην πλάτη και ένα φοβερό γέλιο να αντηχεί ολόγυρά της. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε ξανά στο δωμάτιό της΄΄
Τινάχτηκε ιδρωμένη και ανακάθισε στο κρεβάτι της. Το πλάσμα έπαιζε μαζί της και εκείνη είχε γίνει θύμα του εμπαιγμού του. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ρολόι, αποφάσισε να ξεκινήσει διάβασμα, παίρνοντας ταυτόχρονα μία φωτογραφία της αδερφής της αγκαλιά. ΄΄Εύχομαι τουλάχιστον να είσαι καλά. Μου λείπεις και σε αγαπώ πολύ΄΄ ψιθύρισε, αφήνοντας ένα τελευταίο δάκρυ να κυλήσει.
Με αποφασιστικότητα, πάτησε τον διακόπτη της μικρής λάμπας, η οποία φαινόταν παραδόξως να μην υπακούει. ΄΄Τι στο καλό; Ώρα που βρήκε να μας αφήσει και αυτή!΄΄ σκέφτηκε η κοπέλα, όταν άκουσε έναν απότομο γδούπο και είδε την πόρτα να κλείνει με φόρα πίσω της. Ένιωσε μία αύρα, μία σατανική αύρα να καιροφυλακτεί στο σκοτάδι. Ο απόλυτος τρόμος μίας παρουσίας αδιευκρίνιστης, σκοταδερής και άυλης. Ο ήχος από σιγανό σούρσιμο, γινόταν όλο και πιο έντονος, πλησιάζοντάς την απειλητικά. Το σώμα της άρχισε να ιδρώνει εξαιτίας του φόβου και της αγωνίας, ενώ μία καυτή και βρωμερή ανάσα, την έκανε να μορφάσει αηδιασμένη. Σχεδόν την αισθάνθηκε να καίει το πρόσωπό της.
«Ποιος είσαι; Φανερώσου επιτέλους! Είμαι άοπλη και μία κοπέλα θνητή, απέναντι σε ένα φρικιό! Δεν μπορώ να σου κάνω κακό, αν και πολύ θα το ήθελα, επομένως, αφού πρόκειται να πεθάνω σαν το σκυλί στο αμπέλι, τουλάχιστον θα ήθελα να αντικρύσω το πρόσωπο του δολοφόνου μου» τελείωσε, παλεύοντας να μην φανεί λιπόψυχη.
Ένα ξέσαρκο χέρι, χάιδεψε τον λαιμό της στο σκοτάδι και ένα σατανικό γέλιο πλημμύρισε τον χώρο. Η μικρή λάμπα ανέκτησε το φως της, για να δώσει μορφή σε αυτό που στεκόταν μπροστά της και το οποίο αδυνατούσε να περιγράψει κανείς με λέξεις. Ένα μυώδες πλάσμα, με λιπόσαρκα χέρια που κατέληγαν σε γαμψά νύχια, με πρόσωπο σε τέτοιο βαθμό παραμορφωμένο, που αν μπορούσε να το χαρακτηρίσει, θα ανέφερε μονάχα μία λέξη. Την λέξη Κόλαση. Τα μάτια του, έμοιαζαν με τις μαύρες τρύπες του χάους, δίχως χρώμα, δίχως ζωντάνια και φυσικά δίχως συναίσθημα.
«Καλησπέρα Αμέλια, το όνομά μου είναι Ασμοδαίος και ειλικρινά νιώθω γοητευμένος από την ομορφιά σου» πρόφερε μειλίχια.
«Εγώ πάλι νιώθω αηδιασμένη από τη θωριά σου! Τι είναι πάλι αυτό το Ασμοδαίο; Μία καινούργια ονομασία για τον Εωσφόρο; Έλεος πια! Με πόσα διαφορετικά ονόματα αποκαλείσαι;» ρώτησε εκείνη θυμωμένη και ο Ασμοδαίος γέλασε στριγκά.
«Δεν είμαι ο χλιαρός αδερφός μου, αγαπούλα μου. Δεν είμαι ο Εωσφόρος, αλλά ο ισχυρότερος από τους τέσσερις Πρίγκιπες της Κολάσεως» μούγκρισε το πλάσμα και η Αμέλια τον κοίταξε με ειρωνεία.
«Τότε, συγχώρεσέ με που δεν υποκλίθηκα στην μεγαλειότητά σου, αλλά έχω πάθει λουμπάγκο, οπότε μία άλλη φορά» του έφτυσε με μίσος η Αμέλια και ο Ασμοδαίος πρόταξε το χέρι του και την άρπαξε από τον λαιμό.
«Με ειρωνεύεσαι θνητό μίασμα; Ο Πατέρας σας έκανε τόσο ευάλωτους, τόσο απαλούς και τρωτούς, που με μία κίνηση σπάνε τα κόκαλά σας. Τόσο....ανθρώπους» είπε ο δαίμονας και γέλασε ηχηρά.
«Τον Θεό να μην τον πιάνεις στο στόμα σου» του φώναξε εκείνη και ο Ασμοδαίος, άξαφνα σοβάρεψε και την πέταξε με φόρα στον τοίχο.
Ένιωσε τα οστά της πλάτης της να διαμαρτύρονται, εξαιτίας της απότομης σύγκρουσης με το τσιμέντο, αλλά το πλάσμα την άρπαξε ξανά μόλις προσγειώθηκε στο πάτωμα.
«Δυστυχώς για εσένα, δεν ήρθα για να σε σκοτώσω. Όχι ακόμη δηλαδή. Ήρθα για να σε πάρω και να πάμε ένα ταξιδάκι στα έγκατα της γης. Εκεί που βρίσκεται και η αδερφούλα σου» σύριζε και η Αμέλια πάγωσε. «Η καημένη νομίζει πως δεν την έχω αντιληφθεί, ωστόσο η μυρωδιά της ανθρώπινης σάρκας, δεν περνά ποτέ απαρατήρητη. Μολαταύτα, δεν είναι μόνη της. Έχει αυτόν τον Άγγελο μαζί της. Το καλύτερο και το πιο υπάκουο πιόνι του Πατέρα, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ» μούγκρισε και η Αμέλια φωτίστηκε από θαυμασμό.
«Και τι κάνει εκεί κάτω;» τον ρώτησε, μα η φωνή της κόπηκε, καθώς η λαβή του δαίμονα έκλεισε πιο σφιχτά γύρω από τον λαιμό της.
«Παρά το γεγονός πως δεν απαντώ ποτέ σε ερωτήσεις, θα σου πω μονάχα αυτό, πως η αδερφή σου είναι αθεράπευτα ερωτευμένη με τον Εωσφόρο. Τον μεγάλο αδερφό όλων. Ωστόσο, εκείνος την εγκατέλειψε και η καρδούλα της ράγισε σε πολλά και μικρά κομματάκια» συνέχισε ειρωνικά.
΄΄Ο Λίαμ Χελ΄΄ σκέφτηκε αμέσως η Αμέλια. ΄΄Τώρα εξηγούνται όλα! Καημένη Αντέϊρα. Πού είχε μπλέξει;΄΄ μονολόγησε, μα ένα γερό σκούντημα, την επανάφερε στο εφιαλτικό εδώ και τώρα. Όλα αυτά ώσπου μία λάμψη έκαψε το δέρμα του Δαίμονα, δίχως φυσικά να αποκαλύπτει την προέλευσή της.
«Ανόητε!» βόγκηξε και ευθύς κλείνοντάς της γερά το στόμα, άνοιξε το μικροσκοπικό παράθυρο και ξεχύθηκαν στην αγκαλιά του ερέβους.
ΚΟΛΑΣΗ
Η απόκοσμη αίθουσα, ήταν ολοφώτιστη, με δάδες να κοσμούν τους πέτρινους και άχρωμους τοίχους. Ο Αζαζήλ, βαστούσε στα χέρια του, για την ακρίβεια έσερνε στο πάτωμα, το ματωμένο και λιπόθυμο σώμα της Κάιλα. Βαριά βήματα ακούστηκαν από την άλλη άκρη της αίθουσας και ο Ασμοδαίος εμφανίστηκε, βαστώντας γερά την Αμέλια που χτυπιόταν.
«Η ώρα έφθασε» είπε στον Αζαζήλ, ενώ παράλληλα χάιδευε το κλειδί που κρεμόταν στον λαιμό του.
Σε ολόκληρη την αίθουσα, πλήθος δαιμόνων είχε συνωστιστεί, προκειμένου να παρακολουθήσει τον απεγκλωβισμό των δύο Πριγκίπων της Κολάσεως και τον διαχωρισμό τους από τους θρόνους.
«Χρειαζόμαστε μονάχα το αίμα τους, δεν είναι ανάγκη να τις σκοτώσουμε» προσπάθησε να μεταπείσει τον Ασμοδαίο ο Αζαζήλ, αλλά εκείνος τον κοίταξε παγερά.
«Τα πράγματα θα γίνουν όπως τα συμφωνήσαμε. Για την ώρα πραγματοποίησε την τελετή, καθώς εγώ έχω μία μικρή δουλειά. Στης Κόλασης τα μονοπάτια, μύρισε ξαφνικά μύρο του Παραδείσου» του είπε και ο Αζαζήλ τον κοίταξε παραξενεμένος. «Είναι εδώ ο Μιχαήλ» τελείωσε και ο δαίμονας ούρλιαξε από θυμό.
«Θα επαναφέρω τα αδέρφια μας» πρόφερε και ο Ασμοδαίος, σύρθηκε σαν οχιά έξω από την αίθουσα, με κατεύθυνση τα Τάρταρα.
Για κάποιον λόγο ωστόσο, ο Αζαζήλ αποφάσισε να μην θυσιάσει τις δύο θνητές. Δεν ήταν βέβαιος για τον λόγο που είχε κρατηθεί πίσω, όχι απόλυτα τουλάχιστον. Η μορφή του τις κύκλωσε και τοποθετώντας το κλειδί στη σωστή εσοχή, άνοιξε μία επιφανειακή πληγή στον καρπό της Κάιλα.
«Όχι, σε παρακαλώ!» οι λυγμοί τράνταζαν το κορμί της, μα ο Αζαζήλ δεν μίλησε. Δεν έστρεψε καν τη ματιά του επάνω της. Το αίμα έσταξε σε ένα αυλάκι τσιμεντένιο, σχηματίζοντας ένα άλικο κύκλο. Κραυγές από τα βάθη της γης ξέσκισαν την ατμόσφαιρα και ρωγμές ξεκίνησαν να οργώνουν τους δύο πέτρινους θρόνους. Το κακό ερχόταν. Το είχαν καλέσει και ο φόβος που προκαλούσε αυτή η άυλη ύπαρξή του, σχεδόν παρέλυε το κορμί των δύο γυναικών. Οι τελευταίοι Πρίγκιπες ήταν ελεύθεροι από τα δεσμά αιώνων. Ελεύθεροι και διψασμένοι για εκδίκηση.
ΤΑΡΤΑΡΑ
Όπως κάθε φυλακισμένος που σέβεται τον εαυτό του και τηρεί τις δοξασμένες παραδόσεις, έτσι και εγώ, σκάλιζα στον βρωμερό τοίχο, τον αριθμό των ημερών που βρισκόμουν έγκλειστος εδώ κάτω. Το σώμα μου πονούσε φριχτά και τις τελευταίες μέρες ήμουν ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση, καθώς ήταν αδύνατον να χωρέσω ολόκληρος, στο κλουβί μου. Οι δυνάμεις μου είχαν σχεδόν εξασθενίσει και πότε πότε έχανα την επαφή με το περιβάλλον μου. Για την ακρίβεια πέθαινα. ΄΄Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Εξάλλου, ποιος κόσμος που επιθυμεί να τελειοποιηθεί, θα ήθελε να περιλαμβάνει ένα στοιχείο που προκαλεί δυσαρμονία;΄΄ σκέφτηκα και για πρώτη φορά κατάλαβα, πόση σημασία έχει να σε αγαπούν και να έχεις μία παρηγοριά, ένα πλάσμα να σου κρατά το χέρι, καθώς εσύ διανύεις τις τελευταίες στιγμές της ζωής σου. Μηχανικά, προσπάθησα να απλώσω τα μαύρα μου άκρα και έκλεισα τα μάτια μου, για να επαναφέρω στο μυαλό μου τη μοναδική στιγμή, απόλυτης ευτυχίας που είχα βιώσει.
Την είχα να στέκεται απέναντί μου, πανέμορφη, αέρινη και τόσο μα τόσο αγνή, που ήθελα αμέσως να ανοίξω διάπλατα τα χέρια μου, για να χωθεί στην αγκαλιά μου. Αγαπούσα την ιδέα να είμαι ο προστάτης της. Εκείνος ο βράχος που θα απορροφούσε κάθε κραδασμό και κάθε κύμα, για να την κρατήσει ασφαλή. Αγαπούσα επίσης, το πώς με έκανε να νιώθω και το γεγονός πως σκορπούσε την αμηχανία της ασχήμιας μου μακριά. Αυτή η γυναίκα, με είχε αγαπήσει αληθινά για τα ψυχικά μου χαρίσματα, που αν και εγώ ο ίδιος αδυνατούσα να τα διακρίνω, εκείνη όμως τα είχε δει και τα είχε ξετρυπώσει προκλητικά. Είχε κάνει εμένα, τον πιο ατίθασο και παθολογικά φίλαυτο, πρώην Αρχάγγελο, να γυρίσω επιτέλους τα μάτια μου και να στρέψω εξολοκλήρου την προσοχή μου σε εκείνη και όχι στον εαυτό μου και στα θέλω μου. Αν μπορούσα, θα θυσίαζα τη ζωή μου την ανούσια, ξανά και ξανά, προκειμένου να ζήσω έστω και ένα δευτερόλεπτο ακόμη μαζί της. Ένα δευτερόλεπτο, που δεν μετρά για εμένα χρονικά, αλλά στη δική της ζωή προστίθεται σαν ένα μικρό, χρονικό λιθαράκι. Ήξερα λοιπόν, πως αυτά τα χρονικά λιθαράκια, θα την έφερναν πιο κοντά σε ένα τέλος αναπότρεπτο, αλλά φυσικό για την ανθρώπινη φύση. Θα την έχανα ξανά και αυτή τη φορά για πάντα και ίσως τότε ο πόνος μου να ήταν δεκαπλάσιος, καθώς μαζί μου θα είχε σπαταλήσει μία ζωή, δίχως ίσως την δημιουργία μίας οικογένειας και δίχως την φυσιολογική όψη που της προσδίδουν οι γλυκιές χαραγματιές του χρόνου που ονομάζονται ρυτίδες. Εκείνη θα γερνούσε και εγώ θα παρέμενα νέος.
Ένιωσα ξανά τα μάτια μου να θολώνουν, μα δάκρυα δεν κυλούσαν. Δεν είχα κλάψει ποτέ στην ζωή μου, ήταν κάτι που το θεωρούσα αδυναμία. Πεσμένος καθώς ήμουν, έκλεισα τα βαριά μου βλέφαρα, για να ακούσω τον ήχο μίας τόσο γνώριμης φωνής, που έκανε άξαφνα την μαύρη μου καρδιά να χτυπήσει ξανά.
«Εωσφόρε, είσαι καλά; Μίλησέ μας» ακούστηκε ξανά η φωνή και επιτέλους το μυαλό μου, ανασύρθηκε από τον λήθαργο στον οποίο είχε προηγουμένως περιέλθει.
«Αντέϊρα! Μα, τις καταραμένες ψυχές και τα θανάσιμα αμαρτήματα, τι στο καλό γυρεύεις εδώ κάτω;» της είπα έχοντας μείνει κυριολεκτικά άφωνος.
«Δεν ήρθα μόνη μου..» απάντησε.
΄΄Μα φυσικά, αυτή ήταν σίγουρα δουλειά του πεφωτισμένου και τρελού σκηνοθέτη, του αδερφού μου, ενώ κομπάρσος αποτελούσε με βεβαιότητα ο δαιμονίσκος΄΄
«Μιχαήλ, αυτό το ρίσκο που πήρες δεν άξιζε τον κόπο» του είπα σχεδόν ψυχρά.
«Το τι πραγματικά αξίζει και τι όχι, επίτρεψέ μου να το κρίνω εγώ αδερφέ»
«Αν σε καταλάβουν, θα σε ρίξουν Μιχαήλ και ο Παράδεισος σε χρειάζεται για να πολεμήσεις ενάντια σε αυτό που πολύ σύντομα θα έρθει»
«Όσο και αν σου φανεί παράξενο, αυτή τη στιγμή εσύ είσαι πιο πολύτιμος από εμένα. Η Κόλαση για να κρατηθεί, χρειάζεται τον αρχηγό της» συνέχισε ο Αρχάγγελος.
«Έναν αρχηγό, τον οποίο δεν εμπιστεύονται, καθώς πλέον όλοι έχουν υποταχτεί στα λόγια του κολασμένου του Ασμοδαίου» αντιγύρισα οργισμένος, ωστόσο ο αδερφός μου δεν φάνηκε να μου δίνει σημασία. Με μία απότομη κίνηση, φανέρωσε ένα σπαθί και τα μάτια μου κόντεψαν να πεταχτούν έξω.
«Αδύνατον» ήταν η μοναδική κουβέντα που βγήκε από το στόμα μου.
΄΄Post Tenebras lux΄΄ ήχησε μία φωνή μέσα στην ψυχή μου.
Μετά το σκοτάδι, έρχεται το φως. Αυτή ήταν και η ονομασία του σπαθιού μου. Ενός τόσο δυνατού όπλου, το οποίο μετά την πτώση μου, παρέμεινε στον Παράδεισο άθικτο και αχρησιμοποίητο, καθώς ήταν πολύ επικίνδυνο αν έπεφτε σε λάθος χέρια. Τώρα θα μου πείτε, τα δικά σου τα χεράκια είναι τα σωστά δηλαδή; Ωστόσο, ήξερα πως το ΄΄Φως΄΄ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αν η ψυχή του χρήστη δεν ήταν και εκείνη λαμπερή. Ο Μιχαήλ, στάθηκε μπροστά ακριβώς από το κλουβί μου, με το σπαθί υψωμένο. Τη στιγμή που το κατέβαζε, ένας εκκωφαντικός κρότος συνόδευσε την κάθοδο και το οριστικό σπάσιμο των δεσμών μου. Το σώμα μου κύλησε στην κυριολεξία έξω, ανήμπορο να αντιδράσει αμέσως. Ένα μούδιασμα απλωνόταν σε όλους μου τους μύες, εξαιτίας του εγκλεισμού μου σε έναν σχετικά μικρό χώρο. Πεσμένος έτσι άνευρα στο έδαφος, έμοιαζα κυριολεκτικά αξιοθρήνητος.
«Αυτό το σπαθί, σου ανήκει» άκουσα τη φωνή του Μιχαήλ και τον είδα να το προτάσσει προς το μέρος μου.
«Μιχαήλ, αυτό το σπαθί είμαι σίγουρος πως φυλασσόταν πολύ καλά στην καρδιά του Παραδείσου. Πώς..» ξεκίνησα να λέω αλλά με σταμάτησε.
«Είχα καλό βοηθό» απάντησε ανάλαφρα κοιτάζοντας τον Αλάστορα.
«Με έκανες να κοκκινίσω άτιμε» του ανταπάντησε κρυφογελώντας, αλλά εγώ πάλι ένιωθα το εγκεφαλικό να μου χτυπά την πόρτα.
«Μιχαήλ, μα τα αμαρτήματα του Αδάμ και της Εύας! Έκλεψες το σπαθί; Θέλω να πω, διέπραξες κλοπή; Τι έχεις πάθει; Είσαι ο αρχηγός του Παραδείσου, το ξέχασες ή το δροσερό αεράκι εκεί ψηλά, κατέψυξε κυριολεκτικά το οποιοδήποτε υπόλειμμα φαιάς ουσίας υπήρχε στο κεφάλι σου;» του φώναξα, μα εκείνος συνέχισε να με κοιτά ατάραχος. «Σου γεννήθηκε μήπως και εσένα η λαμπρή ιδέα να πατάξεις την εξουσία του Πατέρα;» συνέχισα τις ερωτήσεις.
«Αυτές οι λαμπρές ιδέες, ανήκαν ανέκαθεν σε εσένα. Ελπίζω κάποια στιγμή να καταλάβουν και ο Πατέρας να με συγχωρέσει για την ομολογουμένως ασυγχώρητη αμαρτία μου» μονολόγησε.
Οι δυνάμεις μου άρχισαν λεπτό με το λεπτό να επιστρέφουν και τα κυανά μου μάτια άνοιξαν ξανά, για να υποδεχτούν το πρόσωπο της Αντέϊρα, λίγα μόλις εκατοστά από το δικό μου. ΄΄Τελικά αυτή η γυναίκα, έπρεπε κατά βάθος να ήταν τερατολάγνος, δεν εξηγούταν διαφορετικά΄΄ σκέφτηκα, καθώς την είδα να συνεχίζει να κοιτά με λατρεία, την απαίσια όψη μου. Με την οικεία, αέρινη κίνησή της, βρέθηκε ένα βήμα πιο κοντά μου. Το μέγεθός μου, ήταν το διπλάσιο σε σχέση με έναν κανονικό άνθρωπο και έτσι αποφάσισα να παραμείνω γονατιστός. Τα χέρια της κινήθηκαν απαλά στο πρόσωπό μου και εστίασε στο μοναδικό σημείο, το οποίο θύμιζε ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Τα μάτια μου.
«Μου έλειψες» ήταν το μόνο πράγμα που μου είπε και εγώ άνοιξα προσεκτικά τα χέρια μου, για να την κλείσω στην αγκαλιά μου.
«Δεν έχουμε μέλλον εμείς οι δύο Αντέϊρα» πρόφερα πικραμένος από την αλήθεια που με στοίχειωνε.
«Έχουμε όμως παρόν» απάντησε χαμογελαστά, μα άξαφνα οι φωνές του Αλάστορα μου απέσπασαν την προσοχή. Στο κατώφλι της πόρτας, στεκόταν ο απόκοσμος αδερφός μου. Ο Ασμοδαίος.
Τα μάτια του Μιχαήλ στένεψαν από το μίσος και τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Κατόπιν, πέταξε από πάνω του την κάλυψη που του πρόσφερε το φούτερ του, μένοντας ημίγυμνος, ενώ δύο πάλλευκα φτερά, έκαναν την εμφάνισή τους πίσω από την πλάτη του. Η κυανή του αύρα έλαμψε και για λίγο το πρόσωπο του Ασμοδαίου, συσπάστηκε από έκπληξη. Σύντομα όμως, ανέκτησε το απόκοσμο ύφος του ξανά. Εκείνο της αδηφάγας ψυχρότητας και δαιμονικής παραφροσύνης.
«Υπέροχη επίδειξη της Χάρης του Παραδείσου» είπε απευθυνόμενος στον Μιχαήλ, ενώ εγώ πρόσεξα, πως η μορφή του είχε γίνει ακόμη πιο ζοφερή από πριν. Τα μαύρα του φτερά είχαν πάψει να υπάρχουν, αφήνοντας πίσω τους μονάχα δύο άσχημες ουλές. Όλα αυτά, οφείλονταν στο γεγονός πως είχε διαπράξει φόνους. Η βίαιη αφαίρεση μίας ζωής, σε απομάκρυνε ένα βήμα περισσότερο από την αλλοτινή, αγγελική σου μορφή και ο Ασμοδαίος κατά πώς φαινόταν, είχε διαπράξει πολλούς, αποδεκατίζοντας την πρώην αγγελική ψυχή του. Πίσω του, η Κόλαση όλη βρυχιόταν επικίνδυνα.
«Έρχονται» μίλησε, μα η φωνή του έμοιαζε περισσότερο με απειλητικό συριγμό οχιάς.
Εγώ, δίχως να το σκεφτώ τράβηξα κοντά μου την Αντέϊρα και την σκέπασα με τα μαύρα μου φτερά. Η γη ξεκίνησε να τρέμει, ενώ είδα τον Αλάστορα να χάνει το χρώμα του. Μέσα από τους τοίχους, πέρασαν τρεις σκιές, σαν μικροί ανεμοστρόβιλοι. Τέσσερα κίτρινα μάτια χόρεψαν στο εσωτερικό τους και ενώ ο Αζαζήλ, είχε κάνει την εμφάνισή του δίπλα από τον Ασμοδαίο, είδα τις άλλες δύο μορφές να σχηματίζονται. Από μέσα τους ξεπήδησαν δύο τεράστια και απόκοσμα πλάσματα, τα οποία έσπασαν μπροστά μου τις αλυσίδες τους, που τα κρατούσαν τόσους αιώνες δέσμια. Απόκοσμα και φρικιαστικά, τίναξαν τα κατακρεουργημένα τους φτερά και γύρισαν αργά το βλέμμα τους πάνω μου. ΄΄Για ακόμη μία φορά, μαντέψτε για ποιόν χτυπούσε η καμπάνα΄΄
«Εωσφόρε» μούγκρισε ο Μπελιάλ, ανοίγοντας το στόμα του και αποκαλύπτοντας δύο σειρές από μυτερά δόντια.
«Χαιρόμαστε που σε ξαναβλέπουμε προδότη» συνέχισε ο Ασταρώθ.
«Δεν θα σας πω την εντελώς κλισέ φράση, πως δεν είναι αυτό που νομίζετε, γιατί αυτό ακριβώς είναι. Έδεσα τα αναίσθητα κορμιά σας, γιατί αλλιώς η γη θα υπέφερε από αιφνίδια μείωση του πληθυσμού της» τους απάντησα.
«Τι κρύβεις στις φτερούγες σου αδερφέ; Γιατί μυρίζουμε ανθρώπινη σάρκα» έσκουξε ο Ασταρώθ.
«Δεν τα μάθατε; Ο φοβερός Εωσφόρος, ο πρώτος και καλύτερος, ο δυνατός και φοβερός Δαίμονας της Κολάσεως και αρχιεπαναστάτης απέναντι στον ζυγό του Πατέρα, ερωτεύτηκε μία θνητή. Τι έγινε αδερφούλη; Της πήγαινες μήπως και λουλουδάκια σπίτι της;Τι γλυκό εκ μέρους σου» ξεκίνησε ο Ασμοδαίος και οι άλλοι τρεις γέλασαν.
«Σκάσε!» βρυχήθηκα και άνοιξα διάπλατα τα φτερά μου. «Αλάστωρα, πάρε την Αντέϊρα» είπα γυρνώντας στον δαιμονίσκο, μα είδα την θνητή να ορθώνει το ανάστημά της και να κοιτάζει περήφανα τα τέσσερα τερατουργήματα.
«Αυτός που κοροϊδεύετε, είναι και θα είναι πάντοτε ο πρώτος και ξέρετε γιατί; Γιατί κατέχει μία δύναμη που κανείς σας δεν γνωρίζει και αμφιβάλλω, αν ποτέ την νιώσατε. Έχει το φως. Το ένα και μοναδικό φως που πηγάζει από τη δύναμη της αγάπης» έκανε παύση και οι άλλοι αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Η αγάπη θρασύτατη θνητή, είναι αδυναμία και ο Εωσφόρος το μοναδικό πράγμα που αγάπησε ποτέ του, ήταν ο εαυτός του, αλλιώς δεν θα βρισκόταν εδώ. Η αγάπη δεν είναι αρκετή για να ενώσει εσάς τους δύο γιατί είναι καταδικασμένη» απάντησε ο Ασταρώθ.
«Κάνεις λάθος. Η αγάπη έχει τέτοια δύναμη, που θα έκανε και τον πιο υψηλό στην ιεραρχία Άγγελο, να πέσει προκειμένου να σώσει τον αδερφό του» τους απάντησε ο Μιχαήλ και ένιωσα το αίμα μου να παγώνει, καθώς δεν ήξερα αν πραγματικά άξιζα μία τέτοια θυσία από μέρους του.
Τα τέσσερα θηρία μούγκρισαν και πριν το καταλάβω, ο Ασμοδαίος μου επιτέθηκε με ένα χοντρό στιλέτο. Σήκωσα απότομα το σπαθί μου για να αμυνθώ, μα εκείνο δεν δούλεψε. Δεν υπήρχε καμία ενέργεια που να του δίνει δύναμη. Πίσω μου είδα τον Μιχαήλ να παλεύει σώμα με σώμα με τον Μπελιάλ και τον Αλάστορα να προσπαθεί να αποκρούσει τον Αζαζήλ που προσπαθούσε να αρπάξει την Αντέϊρα. Φωνές και ψίθυροι απλώθηκαν και η επανάσταση της Κόλασης είχε ξεκινήσει. Ελάχιστα πράγματα χώριζαν τα φρικαλέα πλάσματα από τον κόσμο των θνητών. Ο Μιχαήλ συνέχισε να κραυγάζει, καθώς απωθούσε τον Μπελιάλ, όταν μία εικόνα μου έκοψε την ανάσα. Η αγγελική λάμψη του τρεμόπαιξε μερικές φορές και έπειτα έπαψε. Το σώμα του σκοτείνιασε, η κυανή του αύρα χάθηκε, το ίδιο και τα φτερά του, κάνοντάς τον να μοιάζει με θνητό. Η δύναμη ξεκίνησε να τον εγκαταλείπει, το ένιωθε και ο ίδιος.
΄΄Η τιμωρία του Πατέρα΄΄ σκέφτηκα και το ίδιο φαινόταν να σκέφτηκε και εκείνος, όταν ένα μαχαίρι γλίστρησε και καρφώθηκε βαθιά στην πλάτη του, ρίχνοντάς τον αναίσθητο στο κρύο, πέτρινο πάτωμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top