Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε/ part2

ΚΟΛΑΣΗ

Προτού ανοίξουν τις πόρτες του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού, ο Μιχαήλ στράφηκε προς την Αντέϊρα λέγοντας :

«Ένα πράγμα να έχεις στο μυαλό σου, πως η Κόλαση είναι για τον καθένα διαφορετική. Ενσαρκώνει διαφορετικές εικόνες και ρόλους, ψευδαισθήσεις, που μπορούν να μετατραπούν σε βιώματα βασανιστικά. Έχε το νου σου σε ετοιμότητα και να θυμάσαι, πως όσο πιο φωτεινή είναι η ψυχή σου και οι σκέψεις σου, τόσο πιο μακριά διώχνεις το σκοτάδι» τελείωσε και η Αντέϊρα, σχεδόν κράτησε την αναπνοή της. Οι πόρτες άνοιξαν και το χάος τους συστήθηκε.

Αφόρητη ζέστη και η μυρωδιά του θειαφιού, έκαναν επίθεση στα ρουθούνια τους. Η διαδρομή προς τα Τάρταρα, ξεκινούσε με έναν πέτρινο λαβύρινθο, σκιώδη, ερεβώδη. Η Αντέϊρα, η οποία γνώριζε πως φοβόταν το σκοτάδι, αδυνατούσε να δει σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενός μέτρου. Γύρω της ξεπετάγονταν πέτρινα τείχη με ανάγλυφες επιγραφές στα λατινικά. Κοντοστάθηκε για λίγο, προκειμένου να τις ψηλαφίσει, μα ο Αλάστωρ την τράβηξε για να προχωρήσουν. Όσο πιο βαθιά εισέρχονταν στον κολασμένο τόπο, τόσο περισσότερο τους τύλιγε το σκοτάδι, σαν να είχε υλική υπόσταση και να μπορούσε να τους βλάψει. Το οξυγόνο έμοιαζε να λιγοστεύει, ενώ από το βάθος ακούγονταν κραυγές. Η μεταλλική μυρωδιά του αίματος ήταν παρούσα πάντοτε, κάτι που δάνειζε μία αίσθηση ανατριχίλας και προσμονής του θανάτου.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ξαφνιασμένη η Αντέϊρα ακούγοντας έναν ήχο στριγκό.

«Τα βασανιστήρια των ψυχών» απάντησε ο Μιχαήλ.

«Όμως, οι λυγμοί τους είναι τραγικοί, δεν αντέχω να τους ακούω. Ίσως να μπορούσαμε να τις βοηθήσουμε» συνέχισε η κοπέλα, η οποία τώρα άκουγε κλάματα. Κλάματα βρεφικά. Με τα δυο της χέρια, έκλεισε τα αυτιά της με δύναμη και κάθισε στο πάτωμα. Βρίσκονταν μονάχα λίγα βήματα μακριά από την είσοδο και εκείνη είχε κιόλας επηρεαστεί από τις καταραμένες ψευδαισθήσεις.

Μπροστά της πρόβαλε από το πουθενά, μία εικόνα που έμοιαζε με το πατρικό της σπίτι, στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας. Η ίδια βρισκόταν στο εσωτερικό του σπιτιού και παρακολουθούσε την αδερφή της, που ήταν ξαπλωμένη στην αιώρα, με τον πατέρα της κοντά, να περιποιείται τον κήπο με ζήλο. Η μικρή φαινόταν ανέμελη , να παίζει με μία ξανθιά κούκλα, την αγαπημένη της. Η Αντέϊρα κινήθηκε προς τα έξω πλησιάζοντας την μικρή, η οποία σταμάτησε το παιχνίδι της απότομα. Το σκηνικό γύρω της άλλαξε και ο κυανός ουρανός, έδωσε τη θέση του σε ένα αρρωστημένο χρώμα της ώχρας. Ο κήπος του σπιτιού της, έδειχνε τώρα εγκαταλελειμμένος με ξερά και σαπισμένα ζιζάνια να τον πνίγουν, ενώ η Αμέλια κοιτούσε τώρα την κούκλα της με τρόμο.

Τα ξανθιά της μαλλιά, έμοιαζαν ανακατεμένα και τα χαρακτηριστικά της ήταν διαστρεβλωμένα έχοντας υιοθετήσει μία όψη αλλόκοσμη. Η Αντέϊρα την πέταξε μακριά, προς την μεριά του πατέρα της που εξακολουθούσε να είναι σκυμμένος και να ξεχορταριάζει τον κήπο με μανία, σαν να μην είχε αντιληφθεί την παρουσία των κοριτσιών ή την ξαφνική αλλαγή του περιβάλλοντος ολόγυρά του. ΄΄Μπαμπά΄΄ του φώναξε απεγνωσμένα η Αντέϊρα, μα μόλις γύρισε το κεφάλι του, άφησε να της ξεφύγει μία κραυγή στη θέα του προσώπου του. Τα μάτια του είχαν υιοθετήσει ένα ολόλευκο χρώμα και το χαμόγελό του, ήταν απροσδιόριστο, σατανικό. Κινήθηκε προς το μέρος των παιδιών, ύπουλα σαν το θεριό και η Αντέϊρα προσπάθησε να τραβήξει την μικρή της αδερφή μακριά, μα αυτό στάθηκε αδύνατο. Το πλάσμα που κάποτε ήταν ο πατέρας της, της άρπαξε τα πόδια βίαια και εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και να καλεί σε βοήθεια, τη στιγμή που ένα εκτυφλωτικό φως, εξαφάνισε την εικόνα και το πρόσωπο του Μιχαήλ, βρέθηκε να την κοιτάζει θυμωμένα.

«Αντέϊρα! Σύνελθε και όλο αυτό δεν είναι αληθινό. Σε προειδοποίησα για τις παραισθήσεις της Κολάσεως. Στην περίπτωση που σου συμβεί ξανά, σκέψου κάτι όμορφο» της είπε ο Μιχαήλ.

«Εμένα για παράδειγμα» πετάχτηκε ο Αλάστωρ.

«Είπα όμορφο, όχι την Κόλαση του Μποτιτσέλι συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο» του απάντησε ο Μιχαήλ δυσανασχετώντας.

Η διαδρομή συνεχίστηκε, με την κατάβαση να γίνεται όλο και πιο απότομη, μέχρι τη στιγμή που μπροστά τους, φάνηκε μία πέτρινη καμάρα. Στάθηκαν για λίγο εκεί, καθώς το θέαμα που ξεπηδούσε μέσα από τους πιο σκιερούς εφιάλτες, ήταν εκθαμβωτικά απόκοσμο. Στο βάθος, σε κάτι που έμοιαζε με το ουράνιο στερέωμα της αβύσσου, κρεμόταν μία πύρινη σφαίρα πνιγμένη μέσα στην ομίχλη και το αιωρούμενο θειάφι. Το φως της, δεν είχε σε καμία περίπτωση τη λάμψη του ήλιου μήτε τη γλυκάδα της σελήνης. Ήταν σχετικά αδύναμο και αρρωστιάρικο, μεγαλώνοντας απλώς τις σκιές που σέρνονταν στα έγκατα του κόσμου. Σκιές θλιβερές, μοναχικές και καμπουριαστές, ποτισμένες με ντροπή και κατάρα που βάραινε τις πλάτες τους.

«Ποια είναι αυτά τα πλάσματα;» ψιθύρισε η Αντέϊρα, καθώς κοιτούσε τις μορφές που έμοιαζαν με μία μακρινή απεικόνιση του ανθρώπινου είδους.

«Αυτές είναι οι ψυχές των ανθρώπων, που διέπραξαν ασυγχώρητες αμαρτίες κατά την διάρκεια της ζωής τους. Ο λόγος που περπατούν αργά και σκυφτά, είναι γιατί ζουν η καθεμία τον δικό της εφιάλτη, μία επίπλαστη πραγματικότητα, ανάλογα με το αμάρτημα» απάντησε ο Αλάστωρ και συνέχισε «Μπορούμε να κινηθούμε ανάμεσά τους, δεν θα μας αντιληφθούν ούτως ή άλλως»

Οι Δαίμονες, ή αλλιώς οι έκπτωτοι Άγγελοι, βρίσκονταν ένα επίπεδο κάτω από τις ψυχές. Οι τρείς τους συνέχισαν να προχωρούν, με τον φρικιαστικό ήλιο να ρίχνει από πάνω τους το ζοφερό του φως. Ακόμη μία καμάρα φάνηκε να ξεπροβάλλει, χωρίζοντας το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν με το επόμενο.

«Προχώρα!Μην κωλυσιεργείς!» ακούστηκε μία βαθιά φωνή στα ξαφνικά από ένα κοντινό τους σημείο.

Οι τρεις τους έσκυψαν ελαφρώς, ενώ ο Μιχαήλ, έσβησε το αμυδρό φως που εξέπεμπε το σώμα του. Στον πέτρινο διάδρομο μπροστά τους, φάνηκε ένα υπερμέγεθες και απόκοσμο πλάσμα, μεταξύ δράκοντα, ανθρώπου και παραμορφωμένου Αγγέλου. Στα χέρια του, βαστούσε κατά πώς φάνηκε, μία γυναίκα που σφάδαζε και χτυπιόταν ανελέητα. Η Αντέϊρα κουνήθηκε ελαφρώς από την θέση της, προκειμένου να κατορθώσει να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της, όταν άκουσε τον Μιχαήλ να σιγομουρμουρίζει.

«Τι συμβαίνει Μιχαήλ;» τον ρώτησε αναστατωμένη. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» συνέχισε τις απανωτές ερωτήσεις και οι άλλοι δύο αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Η Κάιλα» ξεστόμισε ο Αλάστωρ και η Αντέϊρα έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της για να μην ουρλιάξει.

«Τι με κοιτάτε; Κουνηθείτε και πρέπει να την σώσουμε» ξεκίνησε να παρακαλά η κοπέλα, έχοντας ένα αδιόρατο τρέμουλο στη φωνή της, το οποίο από στιγμή σε στιγμή θα μετατρεπόταν σε λυγμό.

«Λυπάμαι Αντέϊρα, αλλά προέχει να παραδοθεί το σπαθί στον προορισμό του.Σου υπόσχομαι όμως, πως όταν αυτό συμβεί, θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να την βγάλουμε από εδώ μέσα» της απάντησε καθησυχαστικά ο Μιχαήλ και οι τρεις τους διέσχισαν τον διάδρομο που οδηγούσε στις αίθουσες των αρχηγών, τρέχοντας και κόβοντας δρόμο, μέχρι που η τελευταία και πιο απόκοσμη καμάρα τους καλωσόρισε.

Πάνω της, ήταν σμιλευμένα, τα κεφάλια των τεσσάρων δυνατότερων, δαιμονικών υπάρξεων, ενώ η μορφή του Εωσφόρου, βρισκόταν στην κορυφή της. Η Αντέϊρα έμεινε να κοιτάζει την όψη του, χαραγμένη στο μαύρο μάρμαρο. Τότε, ένιωσε την πραγματικότητα να την εγκαταλείπει εκ νέου και την ίδια να βρίσκεται σε έναν τόπο, που παρά την αστείρευτη ομορφιά του, έδειχνε ταραγμένος, σαν να περίμενε ένα μεγάλο γεγονός να λάβει χώρα.

Πάνω από το κεφάλι της, το ουράνιο στερέωμα έμοιαζε ανταριασμένο, καθώς μαύρα σύννεφα έσμιγαν επικίνδυνα μεταξύ τους. Εκείνη γυρνούσε το βλέμμα της ολόγυρα, μέχρι που σταμάτησε στη θωριά ενός γιγάντιου Αγγέλου, ημίγυμνου, με ένα λαμπρό φωτοστέφανο να κοσμεί το κεφάλι του και δύο τεράστια, λευκά φτερά να ξεπροβάλλουν από την πλάτη του περήφανα. Τα χέρια του τα έσφιγγε μανιασμένα σε γροθιές και τα υπέροχα, κυανά του μάτια έμοιαζαν ποτισμένα με μίσος. Ακριβώς απέναντι από τον πανέμορφο Άγγελο, εμφανίστηκε ένας άλλος που του έμοιαζε. Υπέροχα, καστανά μαλλιά ξεχύνονταν στην πλάτη του χειμαρρώδη και το ίδιο κυανό φωτοστέφανο κοσμούσε και την δική του κεφαλή. Οι δυο τους αλληλοκοιτάζονταν με θυμό και η καρδιά της Αντέϊρα βούλιαξε στην θλίψη, καθώς τα δύο θεϊκά πλάσματα, της ήταν γνωστά. Στην μία πλευρά στεκόταν ο Αρχιστράτηγος του ουρανού, Μιχαήλ και στην άλλη, ο Αρχάγγελος Εωσφόρος, όπως ήταν τότε γνωστός πριν από την πτώση του. Οι δυο τους ξεκίνησαν να λογομαχούν έντονα, με τον Εωσφόρο να ουρλιάζει πως αδικήθηκε με το να παραμένει ένας απλός δούλος του Θεού και τον Μιχαήλ, να παλεύει να τον συνετίσει δίχως αποτέλεσμα. Γύρω από τους δύο μονομάχους, φάνηκαν στρατιές Αγγέλων, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, υποστηρίζοντας ο καθένας τον δικό του αρχηγό.

Ο Μιχαήλ οργισμένος, πρόταξε ένα δόρυ και ο Εωσφόρος ανταποκρίθηκε κραδαίνοντας ένα σπαθί. Το σπαθί που τώρα κουβαλούσαν στα Τάρταρα. Οι δύο Αρχάγγελοι ξεκίνησαν να πολεμούν, ενώ γύρω τους χόρευαν επικίνδυνα οι βροντές και οι κεραυνοί μίας φύσης οργισμένης. Η Αντέϊρα έστεκε μουσκεμένη, να παρακολουθεί το θλιβερό θέαμα των δύο πανέμορφων πλασμάτων, να πολεμούν λυσσασμένα. Η μάχη θα συνεχιζόταν αιώνια, αν ένας κεραυνός δεν χτυπούσε το σώμα του Εωσφόρου και μία φοβερή φωνή δεν ακουγόταν, σχεδόν μέσα στην ίδια της την ψυχή.

΄΄Με πρόδωσες, όπως πρόδωσες και τα αδέρφια σου, προκαλώντας δυσαρμονία στην αγκαλιά του Παραδείσου. Τον θρόνο σου θέλησες να ανυψώσεις πιο πάνω και από τον ουρανό, πιο πάνω και από Εμένα, έχοντας υποκλιθεί στην αλαζονεία της καρδιάς σου. Η πόρτα όμως της χαράς και της αιώνιας δόξας στο πλάι μου, θα κλείσει για πάντα και εσύ στα Τάρταρα θα σέρνεσαι, μαζί με τους ακολούθους σου΄΄ είπε η φωνή και ο φοβερός Αρχάγγελος καμπούριασε πληγωμένα.

Η Αντέϊρα στη θέα του πόνου που εξέφραζαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, έτρεξε προς την μεριά του, μα ευθύς κατάλαβε πως ήταν απλώς ένα όραμα. Ο Αρχάγγελος συνέχισε να σφαδάζει και ταυτόχρονα να καλεί να τον ακολουθήσουν, όσοι πίστευαν σε εκείνον και επιζητούσαν μελλοντική δικαίωση. Αφήνοντας το σώμα του να καταρρεύσει στο κενό, πήρε μαζί του και μία στρατιά Αγγέλων, οι οποίοι έπεφταν κατά εκατοντάδες, όπως οι σταγόνες της βροχής. Ο Μιχαήλ φάνηκε σαστισμένος, εξαιτίας αυτής της συμφοράς και ξεκίνησε να ουρλιάζει την περιβόητη φράση ΄΄Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού΄΄.

Και οι ουρανοί σκίστηκαν στα δύο και η πλάση όλη θρήνησε τον αιώνιο χαμό του πρώτου και πιο αγαπημένου παιδιού του Θεού. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια της κοπέλας, η οποία ευθύς θυμήθηκε τα λόγια του φύλακά της. Στο μυαλό της ξεπήδησαν όμορφες σκέψεις, χτίζοντας έναν δικό τους Παράδεισο μέσα στη σκοτεινιά της Κολάσεως, κάνοντας το φριχτό όραμα της Πτώσης να υποχωρήσει. Το πρόσωπο του Μιχαήλ στο παρόν, εμφανίστηκε ξανά μπροστά της.

«Τι ήταν αυτό που είδες;» την ρώτησε ταραγμένος, καθώς την είδε μουσκεμένη στον ιδρώτα να βαριανασαίνει.

«Την πιο φοβερή αγγελική πτώση, που διαδραματίστηκε ποτέ» του απάντησε εκείνη θλιμμένα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top