To Δέκατο Τάγμα /part4
Κατάφερε με δυσκολία να σηκωθεί, ενώ το θέαμα που αντίκρισε, ήταν αποκρουστικό. Το μισοξεραμένο γρασίδι του πάρκου, είχε κατά τόπους νοτιστεί με αίμα. Ο Αλάστωρ μπορούσε να αισθανθεί την έντονη, διαπεραστική, μεταλλική μυρωδιά του άλικου κολλώδους υγρού. Η καταραμένη μορφή φαινόταν να το διασκεδάζει, καθώς πετούσε ανάλαφρα γύρω του, μην έχοντας υιοθετήσει πλήρως την ανθρώπινη ή δαιμονική του όψη. Ώρες- ώρες ο άνεμος έπαιρνε σχήματα φριχτά, αποκαλύπτοντας κομμάτια της παραμορφωμένης φιγούρας που τον περιγελούσε απροκάλυπτα. Ένα απόκοσμο, κοκαλιάρικο χέρι, τεντώθηκε μπροστά του, για να του υποδείξει το σημείο που βρισκόταν η κοπέλα πεσμένη. Γύρω της στέκονταν σιωπηλές, ακόμη τρεις μαυροφορεμένες φιγούρες.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσε πως έπρεπε να δράσει άμεσα. Τινάχτηκε πίσω και υιοθέτησε την δαιμονική του όψη, ενώ το ίδιο ακριβώς έκανε και η μορφή που τόση ώρα έπαιζε μαζί του. Το παραμορφωμένο σώμα του Ασμοδαίου, αναδεύτηκε, ενώ το πρόσωπό του ήταν ό,τι πιο ζοφερό είχε συναντήσει στη ζωή του. Έμοιαζε με μία μάσκα. Μία μάσκα έτοιμη να σκορπίσει τον θάνατο. Η ψυχή του είχε διαφθαρεί σε τέτοιο βαθμό, που ήταν αδύνατον να την αγγίξει το φως. Γύρω τους, είχε αρχίσει να σχηματίζεται μία ελαφριά ομίχλη, σαν πάχνη, λόγω της νυχτερινής υγρασίας. Στη γειτονιά δεν κυκλοφορούσαν πολλοί άνθρωποι, ενώ ο Ασμοδαίος, με τα φλογερά, διαπεραστικά του μάτια, παραμέρισε για λίγο τους άλλους τρεις, αποκαλύπτοντας το θέαμα μίας Αμέλια, που βρισκόταν κυριολεκτικά στα πρόθυρα της κρίσης πανικού. Ιδρωμένη και με τα μαλλιά της να έχουν κολλήσει στο πρόσωπό της, προσπάθησε να συρθεί μακριά από τις φιγούρες που στέκονταν γύρω της, όταν το χέρι της έσπρωξε κατά λάθος ένα αντικείμενο, το οποίο έμοιαζε με οστό. Η μία φιγούρα έσκυψε και αφού το πήρε στα χέρια της, το έσπασε επιδεικτικά μπροστά της, επιβεβαιώνοντάς της πως επρόκειτο πράγματι για ανθρώπινο οστό. Κατόπιν το έγλειψε αργά και εν συνεχεία το πέταξε μακριά.
«Τι είδους πλάσματα είστε;» σχεδόν ψιθύρισε εκείνη.
«Είμαστε αληθινοί Δαίμονες μικρή και όχι χαρωπές πεταλουδίτσες, όπως κατάντησε ο πρώην αρχηγός του Σκότους, Εωσφόρος. Για την ακρίβεια, είμαστε οι τέσσερις Πρίγκιπες της Κόλασης και πίστεψέ με, σε αντίθεση με τον φίλο σου εκεί στο βάθος, εμείς δεν διαθέτουμε ίχνος τρυφερότητας στην ψυχή μας, μήτε ανθρωπιάς. Την απόφασή μας να φύγουμε από τον Παράδεισο, θα την στηρίξουμε μέχρι το τέλος, καθώς ο πρωτεργάτης της αγγελικής πτώσης, μας πρόδωσε και τώρα βρίσκεται στον ουρανό, καρτερώντας σαν το πεινασμένο κατοικίδιο, την απόφαση του Γαβριήλ. Κατάντια...» γρύλισε ο Ασταρώθ, μα την Αμέλια διόλου δεν την ένοιαζε πια η σωματική της ακεραιότητα.
Καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, σηκώθηκε τρεκλίζοντας.
«Εσείς είστε η μεγαλύτερη κατάντια. Η αγάπη δεν αποτέλεσε ποτέ αδυναμία, καθώς δεν υπάρχει δυσκολία, που να μην κατάφερε να υπερνικήσει. Αντιθέτως το μίσος, σε οδηγεί όλο και πιο χαμηλά, ώσπου στο τέλος εξαφανίζεσαι. Εμπρός λοιπόν, σκότωσέ με. Το ζήτησα εξάλλου και από το φιλαράκι σου στο δωμάτιό μου στην εστία» του είπε και εκείνος την έπιασε από τον λαιμό.
«Καμιά τελευταία επιθυμία;» ήταν η μόνη ερώτηση που της έθεσε, καθώς έμπηγε το μακρύ και κοφτερό του νύχι, στη σάρκα του λαιμού της.
«Να σε δω να ψοφάς και να λιώνεις με τον πιο βασανιστικό τρόπο, τόσο εσένα, όσο και τα υπόλοιπα φρικιά!» του πέταξε στο πρόσωπο και άξαφνα, είδε τον Αλάστορα να πετά με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος τους και να δαγκώνει τον σβέρκο του Ασταρώθ.
Εκείνος με μία απότομη κίνηση, πέταξε την Αμέλια στο χώμα και μαζί με τους άλλους τρείς, σχημάτισε μία ευθεία γραμμή. Ο Αλάστωρ μπήκε μπροστά από την κοπέλα, πιστεύοντας κατά βάθος, πως η μάχη ήταν χαμένη, με τον ίδιο να αποδυναμώνεται και να εγκλωβίζεται για πάντα στα Τάρταρα. Αυτό ακριβώς συνέβαινε με τις δυνάμεις των Δαιμόνων, καθώς οι ίδιοι ήταν αθάνατοι. Σε περίπτωση που ο αντίπαλος τους έκλεβε τη δαιμονική χάρη, κατέληγαν αποδυναμωμένοι και γυμνοί από κάθε υπερφυσικό χάρισμα, να σέρνονται σαν καταραμένες ψυχές, χαμένες για πάντα στον χώρο των Ταρτάρων, δίχως να έχουν ποτέ τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πρότερη μορφή τους. Με απίστευτη ταχύτητα, κατάφερε να αποκρούσει το χτύπημα του Μπελιάλ, ενώ σύντομα συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σε μία μόνιμη θέση άμυνας. Οι τέσσερις Πρίγκιπες, πετούσαν ολόγυρά του και εκείνος πάλευε να αποκρούσει τα συνεχή χτυπήματα, που είχαν σαν στόχο, το σημείο της καρδιάς. Μία μαύρη σκιά πέρασε ξυστά από πίσω του, καταφέρνοντάς του ένα χτύπημα στον λαιμό και άλλο ένα στον σβέρκο. Ούρλιαξε από τον πόνο και σωριάστηκε στο χώμα, μπροστά ακριβώς από την Αμέλια, όταν την εμφάνισή τους, έκαναν και άλλοι κατώτεροι Δαίμονες, που τόση ώρα παρέμεναν κρυμμένοι στην γύρω βλάστηση. Αποκαλύπτοντας τα πρόσωπά τους, με τα χιλιάδες μυτερά δόντια, ούρλιαξαν στριγκά καθώς τους πλησίαζαν. Ο Αλάστωρ ένιωθε να ζαλίζεται σε τέτοιο βαθμό, που του ήταν αδύνατον να σηκωθεί, εξαιτίας του πόνου και του ισχυρού δηλητήριου, που πλησίαζε απειλητικά το σημείο της καρδιάς. Οι αισθήσεις του τον εγκατέλειπαν και το μόνο που θυμόταν, ήταν πως προτού τα βλέφαρά του κλείσουν, ένα δυνατό φως είχε κατορθώσει να επισκιάσει την βασιλεία του ερέβους.
***
Δύο μαύρες λίμνες ήταν τα μάτια του, που καθρέπτιζαν μονάχα το μίσος. Η φωνή του έμοιαζε με τις κραυγές απελπισίας χιλιάδων μαρτυρικών ψυχών, που πάσχιζαν να ξεφύγουν από τις δαγκάνες της Κολάσεως. Τα μάτια της άνοιξαν αργά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τοποθετηθεί στον χώρο και τον χρόνο. Στο μυαλό της γυρνούσε η εικόνα και τα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στο μικρό αλσύλλιο της γειτονιάς, ενώ η ψυχή της πάλευε να δεχτεί ότι δεν θα ήταν πουθενά πλέον ασφαλής. Τη στιγμή που η όρασή της καθάριζε και αργά επανερχόταν, παρατήρησε τα χαρακτηριστικά του προσώπου ενός νεαρού άνδρα, ο οποίος στωικά στεκόταν ακριβώς από πάνω της. Η Αμέλια δεν πίστευε στη μετά θάνατον ζωή, αλλά περισσότερο στο γεγονός πως η ψυχή που έφευγε από μία ύπαρξη, έμπαινε σε κάποια άλλη για να συνεχίσει το ταξίδι της με νέες εμπειρίες και πιθανότατα νέα μορφή. Μολαταύτα, το πρόσωπο που έβλεπε μπροστά της αυτή τη στιγμή, έμοιαζε να είχε ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι ή κατευθείαν από τα σπλάχνα του Παραδείσου. Ο άνδρας είχε έντονα, μελή μάτια και καστανόξανθα μαλλιά, τα οποία έρχονταν σε υπέροχη αντίθεση με το σταρένιο δέρμα του. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε κανένα απολύτως ψεγάδι πάνω του, αν εξαιρούσε την ψυχρότητα στο βλέμμα του.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις πάνω από το κεφάλι μου;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη η Αμέλια, η οποία προσπάθησε με πολύ κόπο να σηκωθεί.
«Οι τρόποι σας δεν είναι πρέποντες, για μία δεσποινίδα σαν εσάς» ακούστηκε η φωνή του νεαρού. Ο τόνος της ήταν ψυχρός, μα η χροιά της γλυκιά. «Στη θέση σας θα αρκούμουν σε ένα ευχαριστώ» τελείωσε και η κοπέλα τινάχτηκε πάνω από τον εκνευρισμό.
Κοίταξε γύρω της, για να διαπιστώσει πως βρισκόταν στο διαμέρισμα της αδερφής της, με το υπερμέγεθες κατοικίδιο, να βρίσκεται κουρνιασμένο στη γωνία του καναπέ. Ο νεαρός είχε απομακρυνθεί από κοντά της, ενώ την παρατηρούσε με ύφος ερευνητή ή ακόμη καλύτερα αρχαιολόγου που βρισκόταν ένα βήμα πριν τη σπουδαία ανακάλυψη.
«Ανήκεις και εσύ στην κατηγορία των φρικιών, που συνοδεύουν την πορεία της ζωής μου;» του πρόφερε κοφτά και θα ορκιζόταν, πως ο άνδρας κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες να παραμείνει ψύχραιμος.
«Δεν είχα σκοπό να μετατραπώ σε συνοδοιπόρο σας δεσποινίς, η θέση μου είναι υψηλότερη από εκείνη των Αγγέλων που προορίζονται για φύλακες των ανθρώπων. Μπορώ να πω πλέον με βεβαιότητα, πως είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που η τάξη μου, είχε σπάνιες φορές επαφές με τους ανθρώπους και ιδίως τους αγενείς, όπως εσύ» της απάντησε κοφτά.
«Για να έχουμε το καλό ερώτημα, εσύ ποιος ακριβώς είσαι και κυρίως τι είσαι; Γιατί η αλήθεια είναι, πως τελευταία έχω γνωρίσει όλα τα ανώτερα και κατώτερα στρώματα της Κολάσεως, επομένως θα πρέπει πλέον να ρωτώ» συνέχισε η κοπέλα και ο νεαρός, στριφογύρισε το βλέμμα του νευρικά.
«Το όνομά μου, σημαίνει ΄΄ο Θεός είναι η δύναμή μου΄΄ και είμαι εγώ που συνδέομαι με όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με τη γέννηση του Υιού Του. Είμαι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ» τελείωσε και η Αμέλια πάγωσε. Για λίγο έμεινε να τον παρατηρεί και μέσα της βαθιά, θαύμασε την τελειότητα και την ηρεμία που χαρακτήριζε αυτό το θαυματουργό ον.
«Είσαι τέλειος στην όψη σου, μα πολύ ψυχρός» του απάντησε κοφτά, ωστόσο ο Γαβριήλ δεν φάνηκε να προβληματίζεται.
«Οι Άγγελοι δεν γνωρίζουν πόνο και δυστυχία, αμφιβολίες και φόβους. Διέπονται μονάχα από ομορφιά, αγάπη και αέναη ζωή. Μερικές φορές και έλεος για ανθρώπους σαν εσάς, βλάσφημους. Εγώ ανακοίνωσα κάποτε στη Μαρία τα χαρμόσυνα νέα της Θεϊκής σύλληψης και εγώ θα είμαι αυτός που στην τελική Κρίση, θα καλέσω ζώντες και νεκρούς, να αντιμετωπίσουν την αλήθεια» τελείωσε και η Αμέλια ανακάθισε. Με το βλέμμα της, έψαξε να βρει τον Αλάστορα.
«Γνωρίζω ποιόν γυρεύεις. Το μικροσκοπικό δαιμόνιο, με την καρδιά λέοντα που αποπειράθηκε να αντιμετωπίσει την οργή του αρχικολασμένου μιάσματος, του Ασμοδαίου. Είναι καλά, καθώς επενέβην την κατάλληλη στιγμή» της απάντησε, μα ίχνος χαμόγελου δεν αυλάκωσε το πρόσωπό του. Ήταν λες και φορούσε μία γυάλινη μάσκα απάθειας και διαρκούς καθωσπρεπισμού.
«Εσύ ήσουν το φως» μονολόγησε σχεδόν η κοπέλα.
«Ναι εγώ ήμουν. Παρά το γεγονός πως όλα τα αγγελικά Τάγματα συνεδρίαζαν για να αποφασίσουν, εάν θα δεχτούν το αίτημα του άλλου αρχικολασμένου, του Εωσφόρου, ένιωσα τον κίνδυνο της παρουσίας του Ασμοδαίου και παράτησα το συμβούλιο στη μέση» συνέχισε ο Αρχάγγελος.
«Αυτό θα πρέπει να αποτέλεσε γερό πλήγμα, στην κατά τα άλλα τέλεια προσωπικότητά σου» τον πείραξε η Αμέλια κρυφογελώντας.
«Θα προσπεράσω τον ειρωνικό σου τόνο και θα σου πω, πως χρέος των αγγελικών πλασμάτων είναι η προστασία του ανθρώπου Ο Φύλακάς σου ήταν μαζί μας και του ζήτησα να επέμβω καθώς οι δυνάμεις της Κόλασης ήταν ισχυρές»
«Και με τον Εωσφόρο τι θα γίνει; Πού βρίσκεται;» τον ρώτησε και για πρώτη φορά, μία υποψία συναισθήματος διαπέρασε το πρόσωπο του Γαβριήλ.
«Ω, τον έχω και στέκεται όρθιο έξω ακριβώς από τις Πύλες του Παραδείσου. Θα μπορούσα τώρα που το καλοσκέφτομαι, να του επιβάλλω να στηρίζεται μονάχα στο ένα πόδι, μολαταύτα θα φανώ ελεήμων όπως μου αρμόζει άλλωστε» δήλωσε ο Γαβριήλ.
«Και λιγάκι αλαζόνας» τον συμπλήρωσε η Αμέλια και ο Γαβριήλ στάθηκε μπροστά της απότομα.
«Η αλαζονεία, είναι ο λόγος της Πτώσης του Εωσφόρου, οπότε είναι βλασφημία να μου αποδίδεις τέτοιο χαρακτηρισμό. Θα το εκτιμούσα αν δεν επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά» της συλλάβισε.
«Σε λίγο θα πρέπει να ζητήσω και συγχώρεση» πρόφερε η Αμέλια.
«Καλό θα ήτο να ζητήσεις σωτηρία ολάκερης της ψυχής σου, αλλά ας αρκεστούμε σε μία συγγνώμη» τελείωσε ο Γαβριήλ και η Αμέλια αποφάσισε πως απλώς θα έπρεπε να φύγει για να μην ξεκινήσει να τον στολίζει με όλα τα πιθανά, κοσμητικά επίθετα.
«Χαράζει και πρέπει να φύγω για το νοσοκομείο. Ίσως να άνοιξε τα μάτια της σήμερα και να με γυρεύει» είπε δίχως να τον κοιτάζει.
«Δεν μπορείς να φύγεις μονάχη σου. Ο κόσμος δεν είναι πλέον ασφαλής και μπορεί να χάλασα προσωρινά τα σχέδια του Ασμοδαίου, ωστόσο θα επανεμφανιστεί»
«Γιατί εμάς; Γιατί κυνηγούν εμάς;» ξεστόμισε απελπισμένα η κοπέλα, γυρεύοντας μία ειλικρινή απάντηση.
«Γιατί είστε αυτοί που...εκτιμά ο ανεκτίμητης αξίας Εωσφόρος» της απάντησε ο Γαβριήλ «Και ο Ασμοδαίος για να τον εκδικηθεί, θέλει να βλάψει ό,τι αγαπά. Επομένως, θα σε συνοδέψω εγώ ως το νοσοκομείο και θα παραμείνω σιωπηλός, καθώς κατανοώ πως η παρουσία μου δεν σου είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη» τελείωσε και γύρισε την πλάτη του για να κατευθυνθεί προς την πόρτα, όταν η Αμέλια πρόσεξε μία ουλή, η οποία εξείχε μέχρι τον σβέρκο του.
Τον πλησίασε αργά και με το ένα της χέρι προσπάθησε να αγγίξει το τραύμα. Ο Γαβριήλ πρόσεξε την κίνησή της, όμως δεν την σταμάτησε.
«Θα πρέπει να σε πονά» του είπε «Ο Ασμοδαίος ευθύνεται;» τον ρώτησε.
«Ο πόνος είναι προσωρινός, καθώς η αθάνατη φύση μας επουλώνει κάθε τραύμα, τόσο δικό μας, όσο και ανθρώπινο» της είπε και τότε συνειδητοποίησε πως στο πρόσωπο και το σώμα της, δεν είχε ούτε μία γρατσουνιά.
«Σε ευχαριστώ» πρόφερε λακωνικά και ο Αρχάγγελος υποκλίθηκε, έχοντας μία υποψία χαμόγελου στο αλαβάστρινο πρόσωπό του.
Η μουντή γειτονιά του νοσοκομείου τους καρτερούσε και οι δυο τους μπήκαν μέσα σιωπηλοί.
«Θα μπορούσα να δω την αδερφή μου; Την κυρία Αντέϊρα Σμιθ;» ρώτησε τον υπεύθυνο γιατρό και εκείνος ένευσε καταφατικά.
«Έχει ξυπνήσει και σας γύρευε» της είπε και αμέσως τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, τα οποία όμως εμπόδισε να κυλήσουν.
Η πόρτα άνοιξε και το χλωμό, μα χαμογελαστό πρόσωπο της Αντέϊρα την υποδέχτηκε. Η Αμέλια δίχως δεύτερη σκέψη έπεσε στην αγκαλιά της.
«Αγάπη μου, πώς νιώθεις;» τη ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τα αληθινά της συναισθήματα.
«Αδύναμη, μα πλήρης» της απάντησε και η Αμέλια την κοίταξε μέσα στα μάτια. «Γνώριζα για την ασθένεια. Είχα δει και μόνη μου τα σημάδια καιρό πριν, αλλά δεν ήθελα...» ξεκίνησε και η καρδιά της Αμέλια βούλιαξε. «Δεν ήθελα να βρεθώ εδώ που είμαι τώρα, σε αυτή τη θέση. Είχα ανάγκη να ζήσω όμορφα μέχρι εκεί που η μοίρα είχε ορίσει για εμένα»
Της Αμέλια τα μάτια βούρκωσαν.
«Ίσως όμως να το είχες προλάβει. Έπρεπε να παλέψεις για τη ζωή σου, σου ανήκει» συνέχισε, μα η Αντέϊρα της έκανε σήμα να σωπάσει.
«Πάλεψα για τη ζωή μου, μονάχα με ένα τρόπο διαφορετικό από τον συνηθισμένο. Από το να δω τα μαλλιά μου να πέφτουν και τη ζωή να φεύγει από μέσα μου αργά, εγώ συνέλεγα στιγμές και συναισθήματα. Βίωσα τον έρωτα, το πάθος, την αγάπη μέσα από τα μάτια ενός διαφορετικού πλάσματος που μου λείπει πολύ. Είδα την Κόλαση και ονειρεύτηκα τον Παράδεισο, έγινα σοφότερη. Για το μόνο πράγμα που μετάνιωσα, είναι που δεν πάλεψα για εσένα. Για να με έχεις δίπλα σου, τώρα που πλέον έφυγαν η μαμά και ο μπαμπάς» τελείωσε ενώ δάκρυα αυλάκωσαν το χλωμό της πρόσωπο.
Η Αμέλια κούρνιασε σιωπηλή στην αγκαλιά της, ενώ έξω από την πόρτα, ο Αρχάγγελος ευλογούσε κρυφά την μελλοθάνατη, για να ταξιδέψει γαλήνια η ψυχή της. Γνώριζε για την θνησιμότητα της φύσης του ανθρώπου αιώνες τώρα, αλλά η στιγμή που βίωνε, για πρώτη φορά, του μάτωνε την καρδιά και ας μην καθρεπτιζόταν το συναίσθημα στο σχεδόν μόνιμα, αγέρωχο βλέμμα του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top