To Δέκατο Τάγμα/part 3

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Έστρεψα για τελευταία φορά το βλέμμα μου στον ουρανό. Δεν ήξερα πόσα εκατομμύρια χρόνια ή και αιώνες είχα να κάνω αυτήν την κίνηση. Να κοιτάξω ψηλά. Ο ορίζοντας είχε χλομιάσει, σαν να του είχαν αφαιρέσει βίαια όλα τα χρώματα. Περπάτησα μέσα στη μεγαλούπολη, έχοντας κρύψει την εμφάνισή μου από τους θνητούς. Για λίγο έμεινα να τους παρατηρώ, αθέατος, την κάθε τους κίνηση, τις εκφράσεις του προσώπου τους. Οι περισσότεροι ήταν σκυθρωποί και έμοιαζαν χαμένοι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Τελικά, ίσως και να ζούσαν κατά βάθος την δική τους προσωπική, μικρή Κόλαση. Σε κάθε μου βήμα, ο άνεμος που περνούσε ανάμεσα από τα ψηλά κτίρια, δυνάμωνε και βούιζε απειλητικά. Σαν να προμήνυε κάτι μεγάλο, μα διόλου χαρούμενο. Κοντοστάθηκα σε ένα ισόγειο διαμέρισμα, προσπαθώντας να χαζέψω τα νέα στην επίπεδη αυτή οθόνη. Τα μάτια μου στένεψαν, καθώς γίνονταν συνεχείς αναφορές για εξαφανίσεις θνητών και μία ανεξιχνίαστη δολοφονία κοντά στο Σέντραλ Παρκ. Φυσικά και δεν είχαν βρεθεί δαχτυλικά αποτυπώματα ή ίχνη DNA του δράστη, αφού ο δράστης ήταν ασώματος και αθάνατος και μουλωχτό φίδι κολοβό. Έσφιξα τα χέρια μου, στη σκέψη και μόνο της όψης του Ασμοδαίου και των άλλων τριών δολοφόνων. Έπρεπε να μπει ένα τέλος άμεσα και ο Παράδεισος με καρτερούσε.

΄΄Και ο Γαβριήλ σε καρτερά με την χατζάρα να κρέμεται΄΄ ψιθύρισε η φωνούλα μεθυσμένη με σαδιστική ευτυχία.

Δίχως να γίνω αντιληπτός, προχώρησα βαθιά στο Σέντραλ Παρκ και άνοιξα τα μαύρα μου φτερά, σκίζοντας τον αέρα. Αιωρήθηκα για λίγο και κατόπιν ξεκίνησα να ανεβαίνω ψηλά. Τα υγρά σύννεφα μαστίγωσαν το πρόσωπό μου και η ατμόσφαιρα ξεκίνησε να γίνεται ολοένα και ψυχρότερη, ασφυκτικότερη. Φυσικά αυτό διόλου με ενοχλούσε, καθώς δεν μπορούσα να νιώσω τις θερμοκρασιακές αλλαγές. Τα κυανά μου μάτια φωτίζονταν από την έντονη λάμψη του ήλιου και ο τόπος γύρω μου, έμοιαζε με μία απέραντη, σιωπηλή, κυανή έκταση. Ο αέρας εδώ ήταν αλλιώτικος και στο βάθος του ορίζοντα, αχνοφαινόταν μία μικρή λάμψη. Στη θέα της, μου κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μου έκαναν την εμφάνισή τους, οι χρυσοποίκιλτες Πύλες του Πατέρα, που αιώνες πριν διάβηκα για τελευταία φορά, με κατεύθυνση την έξοδο. Τότε, που είχα αποφασίσει πως η δική μου προσωπική λάμψη, μπορούσε να υφίσταται, δίχως Εκείνον, πως δεν είμαι δικό Του κτίσμα, αλλά αυτόφωτος. Προχώρησα αργά, μία μαύρη και απόκοσμη φιγούρα, παράταιρη της επικρατούσας τελειότητας και έφτασα μπροστά στις Πύλες, όπου με περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη.

«Όπως ακριβώς ήρθες, κάνε μεταβολή και φύγε» ακούστηκε η βροντερή φωνή του Γαβριήλ που στεκόταν αγέρωχα, βουτηγμένος στη λάμψη, λίγα μέτρα μακριά μου.

«Αδερφέ» ξεκίνησα

«Μην με αποκαλείς αδερφό σκοτεινό μίασμα, μην προβαίνεις σε βλασφημίες ακόμη δεν ήρθες!» συνέχισε και εγώ προσπάθησα να καταπιώ την οργή μου που είχε αρχίσει να ξεχειλίζει, αλλά μάταια.

Καθώς το μέγεθός μου, ήταν λίγο μεγαλύτερο ΄΄και λιγάκι πιο ζοφερό΄΄ από αυτό του Γαβριήλ, τίναξα πίσω τα δρακόντεια φτερά μου και τα μάτια μου υιοθέτησαν το χρώμα της φωτιάς. Από τις παλάμες μου ξεπήδησαν φλόγες που πάλλονταν διαρκώς και η φωνή μου βάθυνε στα ξαφνικά, ανατριχιαστικά πολύ.

«Μην παίζεις με την υπομονή μου, φωτεινέ όφι. Εσύ που τόλμησες να ρίξεις τον Μιχαήλ και να του στερήσεις την αγγελική του Χάρη. Εξαιτίας σου είναι νεκρός, επομένως μη μιλάς για βλασφημίες σε εμένα» γρύλισα και μία στιγμιαία ταραχή, διέτρεξε το βλέμμα του Γαβριήλ για να δώσει τη θέση της, στην ψυχρότητα της φύσης των Αρχαγγέλων.

«Εξαιτίας μου ή εξαιτίας των επαίσχυντων πράξεών του; Φυσικά για όλα ευθύνεσαι εμμέσως εσύ, καθώς εξαιτίας σου λοξοδρόμησε» άστραψε ο Αρχάγγελος.

«Είχε ελεύθερη βούληση και επέλεξε να με βοηθήσει, ενώ εγώ βρισκόμουν κλειδωμένος στα Τάρταρα γιατί αγάπησα. Εσείς το ονομάζετε λαγνεία, αλλά εγώ το αποκαλώ έρωτα και δεν βρίσκω καμία αμαρτία κρυμμένη πίσω από αυτό το συναίσθημα και ας είναι αδύνατο να υπάρξει ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και έναν...Δαίμονα, φθονερό όπως εγώ» πρόφερα με περηφάνια και είδα τα χαρακτηριστικά του να αλλοιώνονται από τον εκνευρισμό, ενώ πλήθος Αγγέλων και ασώματων υπάρξεων, είχαν μαζευτεί πίσω του.

«Τι ακριβώς νομίζεις πως κάνεις, Εωσφόρε; Προσπαθείς να προκαλέσεις μία δεύτερη Πτώση, συμπαρασύροντας στην αμαρτία, όσους απέμειναν; Τόσο θράσος έχεις πια; Ο Πατέρας έπρεπε να είχε τερματίσει προ πολλού την ύπαρξή σου τελικά» γρύλισε.

«Ο Πατέρας δεν θα το έκανε ποτέ αυτό στο πρώτο αγγελικό παιδί του» του είπα και εμφάνισα μπροστά του το σπαθί του φωτός. Το σπαθί που με θεία χάρη ποτίστηκε και δόθηκε εμπιστευτικά στον πρώτο αγγελικό υιό, τον Υιό της Αυγής.

Ωστόσο, το σπαθί παρέμεινε άψυχο για ακόμη μία φορά. Κοίταξα τη λάμα του, καθώς και τις λέξεις που είχαν σκαλιστεί πάνω σε αυτήν. Για λίγο προσπάθησα να ξεριζώσω κάθε αρνητικό συναίσθημα από μέσα μου και να ξεχάσω πού ακριβώς βρισκόμουν και ποιόν είχα απέναντί μου. ΄΄Πίστη, Αγάπη, Δύναμη΄΄ ήταν οι τρεις λέξεις που κινούνταν μέσα στο μυαλό μου και στροβιλίζονταν πλάθοντας εικόνες. Τότε, σχηματίστηκε μπροστά μου η φιγούρα μου, την επομένη της δημιουργίας μου. ΄΄Σύμβολα εξουσίας και δύναμης κοσμούσαν τα δάχτυλα του και στα νώτα του απλώνονταν οι πιο υποβλητικές φτερούγες που γνώρισαν ποτέ τα Τάγματα των Αγγέλων. Ένας πύρινος λωτός τον έντυνε από τα πόδια μέχρι τη μέση, και από εκεί έφευγαν προς τα πάνω δυο τεράστια φλογισμένα πέπλα. Στην κεφαλή, σαν άλλη κορόνα δόξας και τιμής, δυο πάλλευκα υπέροχα στην αίσθηση, φτερά σχημάτιζαν τη δόξα του Υιού της Αυγής΄΄

Το σάλιο μου, ίσα που κατάφερε να κατέβει στον λαιμό μου και τότε η επόμενη λέξη, ήρθε για να καρφωθεί στο μυαλό μου, η λέξη ΄΄αγάπη΄΄ την οποία αρχικά την συνόδευσαν δύο κυανά σκούρα μάτια και ένα παιχνιδιάρικο, παιδικό θα έλεγε κανείς γέλιο. Ήταν το πρόσωπο του Μιχαήλ που γελούσε, κάθε φορά που φτερνιζόμουν εξαιτίας των πούπουλων και χαλούσα τους ύμνους της δοξολογίας στον Πατέρα. Ο αδερφός μου ο Μιχαήλ, ο αγαπημένος από ένα σημείο και μετά Αρχάγγελος του Πατέρα, εκείνος που κάποτε με πέταξε έξω από τον Παράδεισο, είχε τελικά δώσει τη ζωή του για εμένα, γιατί με αγαπούσε. Η εικόνα του εξαφανίστηκε, για να εμφανιστεί το πρόσωπο εκείνης, για την οποία εγώ άλλαξα στην κυριολεξία στάση ζωής. Εκείνης που μου είπε ξεκάθαρα πως με αγαπούσε γι' αυτό που ήμουν, που είχε αντέξει αυτό που έβλεπε και το είχε πλήρως αποδεχτεί. Η θνητή που δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μία φορά τις άσχημες ουλές που κοσμούσαν το ανθρώπινο πρόσωπό μου και που με είχε κάνει να φανερώσω αυτό που κάποτε ήμουν.

Η εικόνα αυτή χάθηκε ξανά, για να έρθει η τρίτη λέξη, που όμως ήταν ο συνδετικός κρίκος των άλλων δύο, η λέξη ΄΄Πίστη΄΄. Μία έννοια με πολυδιάστατη σημασία, που με δυσκόλευε, καθώς εγώ δεν πίστεψα ποτέ στον Πατέρα και στα λόγια Του. ΄΄Πρέπει όμως να πιστέψεις σε εσένα και σε όλα τα όμορφα που βλέπουν οι άλλοι. Σε όλα όσα είσαι ικανός να κάνεις και στην Κόλαση που δεν αξίζεις. Γιατί αν έχεις αγαπηθεί αληθινά, σημαίνει πως έχεις ακόμη μέσα σου ένα ακατέργαστο διαμάντι καλοσύνης. Δούλεψέ το, μπορείς να το κάνεις. Άσε το φως να βγει και κάνε το σπαθί να λάμψει. Εμπρός!΄΄ με πίεσε το υποσυνείδητο και τότε, βγάζοντας μία κραυγή, ένιωσα το σώμα μου να φλέγεται σε τέτοιο βαθμό, που αν είχα σάρκα θα πίστευα πως είχε αποκολληθεί πλήρως από τα οστά μου. Η εσωτερική φλόγα, μεταφέρθηκε από την ψυχή μου στα χέρια μου και από εκεί στο σπαθί. Οι τρεις λέξεις της λάμας του, έλαμψαν έντονα και το φως ολόκληρο το τύλιξε, σε σημείο που είδα τον Παράδεισο να παγώνει.

Ο Ραφαήλ και ο Ουριήλ είχαν έρθει και με κοιτούσαν με ένα κρυφό χαμόγελο.

«Ώστε, βοηθήσατε και εσείς τον Μιχαήλ;» τους πέταξε ο Γαβριήλ και εγώ τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. «Το σπαθί αυτό» ξεκίνησε κομπιάζοντας «δεν κάνει λάθος. Το φως του δεν θα έλαμπε αν, αν δεν υπήρχε ακόμη μέσα σου. Πες μας λοιπόν Υιέ της Αυγής, τι σκοπούς έχεις;» ρώτησε κάπως πιο μαλακά ο Αρχάγγελος.

«Να συμπληρώσω το κενό του ουρανού και να ηγηθώ του Τάγματος του Μιχαήλ» πρόφερα και τον είδα να με κοιτά με δυσπιστία.

«Εσύ; Εσύ, ηγέτης της στρατιάς του Παραδείσου;» ξεκίνησε τις απανωτές ερωτήσεις, που φανέρωναν ξεκάθαρα, πως βρισκόταν στα πρόθυρα του εγκεφαλικού επεισοδίου. «Ακόμη και αν το φως υπάρχει μέσα σου, προκάλεσες τη μεγαλύτερη, την πρώτη επανάσταση στην ιστορία των Αγγέλων. Δεν μπορώ να το δεχτώ»

«Τότε καλοδέξου τον Ασμοδαίο και τα παλικάρια του. Δεν μπορείτε χωρίς εμένα και αν η δύναμη του Ασμοδαίου δεν δεθεί για πάντα, τότε θα θρηνήσετε χιλιάδες ανθρώπινα θύματα. Έχω περπατήσει στα μονοπάτια της Κόλασης, αλλά και του Παραδείσου» του είπα και τον είδα να το σκέφτεται.

«Καλώς, θα συζητηθεί το θέλημά σου και αν εγκριθεί, τότε για πρώτη φορά στην αγγελική ιστορία, το Δέκατο Τάγμα θα σταθεί ξανά στο ουράνιο στερέωμα» απάντησε και μαζί με τους υπόλοιπους αποσύρθηκε, δίχως να μου επιτρέψει να κάνω ούτε μισό βήμα πιο μέσα.

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ

Η ώρα ήταν περασμένη και στους διαδρόμους του νοσοκομείου, επικρατούσε ησυχία. Μονάχα το σιωπηλό κλάμα μίας μοναχικής, ηλικιωμένης γυναίκας ακουγόταν κάπου κάπου, η οποία αγωνιούσε για την υγεία του άνδρα της. Ο Αλάστωρ δεν είχε αφήσει λεπτό από την αγκαλιά του τη νεαρή κοπέλα, αναλογιζόμενος ταυτόχρονα, αν η ιστορία που οδήγησε τον Εωσφόρο στα Τάρταρα, εξαιτίας των συναισθημάτων που είχε αναπτύξει, είχε κοινή αφετηρία με τη δική του αθώα πράξη. Η αλήθεια, οι θνητές γυναίκες όταν βρίσκονταν σε στιγμές αδυναμίας, φάνταζαν ιδιαιτέρως ελκυστικές. Ο ίδιος πάλι, σε όποια στιγμή και αν βρισκόταν, φάνταζε το ίδιο αποκρουστικός και ζοφερός, ιδίως όταν υιοθετούσε την εμφανώς μειονεκτική, σε σχέση πάντοτε με εκείνη του Αφέντη του, ανθρώπινη εμφάνισή του. Η ρέμβη του αλλοτινού Παραδείσου, φάνηκε πως είχε καθησυχάσει προσωρινά την κοπέλα, ενώ στον ίδιο, είχε παρεισφρήσει ύπουλα, το συναίσθημα της μελαγχολίας.

«Είναι αργά και πρέπει να σε γυρίσω στο σπίτι σου» της είπε μαλακά και η Αμέλια αναδεύτηκε στη θέση της νυσταγμένα.

Ένα βάρος πίεζε επίμονα το στήθος της. Το βάρος της επικείμενης απώλειας, που αργά ή γρήγορα, θα της χτυπούσε για ακόμη μία φορά την πόρτα, αφήνοντάς την μόνη. Το συναίσθημα του φόβου εισέβαλε βίαια στην ψυχή της και η ίδια γύρισε απότομα, για να κοιτάξει τον Αλάστορα.

«Δεν μπορώ να φύγω και να την αφήσω. Δεν θέλω να χάσω ούτε δευτερόλεπτο από τη ζωή της, ακόμη και αν δεν έχει την δύναμη να με δει ή να με ακούσει προσωρινά» του απάντησε και ο Δαίμονας την κοίταξε με κατανόηση.

«Δεν έχεις φάει τίποτε όλη την ημέρα. Θα πάμε μαζί μέχρι το διαμέρισμα της Αντέϊρα και μετά θα σε αφήσω να ξεκουραστείς. Ο Εωσφόρος βρίσκεται στη γη και με έχει ενισχύσει ώστε να μπορώ να κινούμαι και μονάχος μου δίχως να τον ακολουθώ παντού» της απάντησε.

«Φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι μήπως εκείνος επιστρέψει» συνέχισε η κοπέλα τρέμοντας.

«Ποιος είναι ο εκείνος;» τη ρώτησε ο δαιμονίσκος.

«Εκείνος που ζωντανεύει κάθε εφιάλτη σου και που οδηγό του έχει μονάχα το άσβεστο μίσος του για την ανθρώπινη ύπαρξη»

΄΄Και πού να γνωρίσεις και τους άλλους τρείς. Ρώτα και εμένα που τους έχω μάθει και από την καλή και από την ανάποδη΄΄ σκέφτηκε ο Αλάστωρ, αλλά προτίμησε να μην εξωτερικεύσει αυτές του τις σκέψεις.

Οι δυο τους σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, για να τους υποδεχτεί στην αγκαλιά του το έρεβος, μίας νύχτας δίχως αστέρια. Έμοιαζε, λες και είχε συνωμοτήσει ακόμη και η φύση, στην αγωνιώδη αναμονή ενός πολέμου. Ενός πολέμου ανάμεσα σε πλάσματα, που η ανθρώπινη φαντασία αδυνατούσε να συλλάβει και ο ανθρώπινος νους, αδυνατούσε να πιστέψει πως πράγματι υπήρχαν. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής τους προς το διαμέρισμα, η Αμέλια δεν είχε αφήσει λεπτό το χέρι του Αλάστορα. Το υπόλοιπο Τάγμα, βρισκόταν εν αναμονή της απόφασης των μεγάλων, φωτεινών Αρχαγγέλων, για το αν τελικά θα γινόταν έστω και προσωρινά δεκτό, στην παλιά του θέση, στο ουράνιο στερέωμα. Ο ουρανός έμοιαζε συννεφιασμένος και ένα ανατριχιαστικό αεράκι, διαπέρασε το κορμί της Αμέλια, κάνοντάς την να στρέψει απότομα το βλέμμα της προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Για δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησε πως μία σκοτεινή παρουσία συνόδευε την πορεία τους. Μπροστά τους τα ξερά φύλλα αναδεύονταν και παρασέρνονταν, χορεύοντας κυκλικά, παγιδευμένα σε μικρές δύνες. Ο Αλάστωρ σταμάτησε απότομα την πορεία του, μα πριν προλάβει να το αντιληφθεί, η Αμέλια γλίστρησε από δίπλα του, έπεσε με φόρα στο κρύο πεζοδρόμιο και κύλησε μακριά, σε ένα κοντινό, μικρό άλσος.

Υιοθετώντας άμεσα την αόρατη μορφή του, ακολούθησε την πορεία της κοπέλας, όταν ένιωσε ένα κάψιμο στην πλάτη του και είδε μία λεπίδα καρφωμένη, ψηλά στον ώμο του.

«Νόμιζες πως αν γινόσουν αόρατος, θα δυσκόλευες το έργο του εντοπισμού σου; Πλανάσαι πλάνη οικτρά» άκουσε μία απόκοσμη φωνή, η οποία συνόδευε ένα εκκωφαντικό γέλιο, βγαλμένο από τα σπλάχνα της Κόλασης.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top