Κεφάλαιο 12

   Όλο το βράδυ μετά από το πρώτο μου φιλί με τον Αλέξανδρο, δεν κατάφερα να κοιμηθώ πάνω από τρεις ώρες. Οπότε σήμερα το πρωί αισθάνομαι κουρασμένη, αν και έχω συνηθίσει το ξενύχτι λόγω δουλειάς. Ωστόσο, αποφεύγω να επικοινωνήσω μαζί του, γιατί φοβάμαι πως όλα ήταν στην φαντασία μου και θα επιστρέψουμε στα παλιά.

   Αυτήν την στιγμή όμως, πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα, για να μάθω τι απέγινε με το μωράκι που βρήκαμε. Από την στιγμή που το είδα, αισθάνομαι υποχρέωση απέναντι του κι ας μην υπάρχει λόγος. Στο πρώτο γραφείο έρχομαι αντιμέτωπη με τον χθεσινό αστυνομικό και αρπάζω την ευκαιρία να τον ρωτήσω.

   - Συγνώμη, αλλά εχθές έφερα ένα μωράκι και θέλω να μάθω γι' αυτό. Αν βρέθηκαν οι γονείς του και που βρίσκεται. Καταλαβαίνετε.

   Μόλις ακούει τα λόγια μου, αυτόματα φανερώνεται θλίψη στα μάτια του. Με αυτό τον τρόπο προετοιμάζομαι για τα χειρότερα και τα ακούω.

   - Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολη κατάσταση για το βρέφος και μάλλον θα μεταφερθεί σε ίδρυμα. Ο πατέρας του είναι άφαντος και η μητέρα του δεν είναι σε θέση να το κρατήσει, για αιτίες στις οποίες δεν μπορώ να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι αστυνομική υπόθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη.

   Τον παρακολουθώ με αγωνία, καθώς ευελπιστώ να με αφήσει τουλάχιστον να το δω έστω για λίγο το αθώο πλασματάκι. Όσο για την κατάληξη, κατά κάποιο περίεργο τρόπο ήταν αναμενόμενη για μένα. Είχα την διαίσθηση πως δεν θα είναι κάτι απλό. Του εξομολογούμαι την επιθυμία μου.

    - Μπορώ να το δω λιγάκι ή ακόμα και να κάνω ότι διαδικασία χρειάζεται, για να το πάρω σπίτι μου για λίγες μέρες;

    - Αυτό είναι δύσκολο, αλλά γίνεται να το προσπαθήσετε. Συμπληρώστε τα στοιχεία σας και θα σας ενημερώσουμε.

    Γράφω σε ένα χαρτί, που μου δίνει, τα απαιτούμενα στοιχεία και τα συμληρώνω αμέσως. Προς απογοήτευση μου όμως, δεν μου επιτρέπει για την ώρα επισκεπτήριο στο ανυπεράσπιστο πλασματάκι. Φεύγω με σκυμμένο κεφάλι και αποφασίζω να πάω στο κέντρο υγείας για το φίλο μου τον Στέφανο. Σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στον ψυχρό θάλαμο του δωματίου του και πετυχαίνω τον γιατρό, τον Μιχάλη.

  Με πλησιάζει χαμογελαστός, ενώ για μια ακόμα φορά προσπαθώ να ανασύρω το πρόσωπό του από την μνήμη μου σ' ένα σκοτεινό παρελθόν. Πλέον είμαι σίγουρη ότι δεν τον γνώρισα στο νοσοκομείο! Ο εγκέφαλος μου όμως αρνείται να ανασύρει  αναμνήσεις. Παγώνω και τον ρωτάω ευθέως.

    -  Μήπως έχουμε συναντηθεί;  Μου θυμίζετε έντονα κάποιον, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιον.

   Μου χαμογελάει καθησυχαστικά, σαν να με επιχειρεί να με ηρεμήσει κι ας καταφέρνει το χειρότερο. Μου φαίνεται ότι έχω μια πολύ κακή ανάμνηση που παλεύω να σβήσω. Φεύγω όμως για το δωμάτιο του Στέφανου. Απ'εξω συναντώ πάλι την μαμά μου, σίγουρα έχει έρθει εσκεμμένα να με δει. Μου δίνει μια τσάντα και μου εξηγεί.

    - Κόρη μου μην με αγνοείς. Αφού δεν ήρθες σπίτι σου εχθές, είπα να σου φέρω το αγαπημένο σου αντικείμενο από τότε, το οποίο για κάποιο λόγο δεν αποχωριζόσουν ποτέ. Κοιμόσουν δίπλα σε αυτά.

   Την κοιτάζω τρομαγμένη, καθώς αρχίζω να υποψιάζομαι το περιεχόμενο της σακούλας. Ένα ημερολόγιο με κλειδί που έγραφα τα πάντα και ένα τετράδιο που μοιραζόμουν με τον Αλέξανδρο και μόνο, όταν ερχόταν για μαθήματα. Μου α έγραφε αστεία και πάντα πριν κοιμηθώ τα διάβαζα τουλάχιστον πενήντα φορές. Αρπάζω μέσα από τα χέρια της την τσάντα ασυναίσθητα και τρέχω στο κυλικείο. Από το σοκ δεν κατάφερα να βγάλω λέξη.

    Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Κάθομαι σε μια καρέκλα και ανοίγω με λαχτάρα να δω το περιεχόμενο. Είναι ακριβώς αυτό που φανταζόμουν. Με τρεμάμενα χέρια ανοίγω το τετράδιο, σαν να ψάχνω κάτι συγκεκριμένο. Λυγίζω όταν βλέπω τις σημειωσεις του, γιατί μου θυμίζουν πόσο πολύ τον αγάπησα ή τον αγαπάω ακόμα.

   Ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα μου και δεν μπορώ να τα συγκράτησω. Για πρώτη φορά μετά από τέτοια συναισθηματική φόρτιση δεν νιώθω την επιθυμία να καπνίσω. Είναι σαν να γυρίσα σε εκείνα τα χρόνια που μόνο η παρουσία του με ηρεμούσε. Μόνο που πλέον η ζωή μου η νύχτα, το ποτό και το τσιγάρο. Σκεπτόμενη όλα αυτά με θολά μάτια βλέπω να με κοιτάει ο Αλέξανδρος. Σίγουρα θα είδε και το τετράδιο. Στην συνειδητοποίηση αυτήν ξεσπάω, φωνάζοντας δυνατά χωρίς να υπολογίσω τον χώρο.

   - Εσύ φταις για όλα! Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα γινόμουν μια άλλη. Στην προσπάθεια να σε ξεχάσω, ξέχασα ποια είμαι. Μου έκανες τόσο κακό. Σε μισώ. Σε αγαπώ. Σε μισώ ολόκληρη ζωή. Αν με αγαπούσες έστω και λίγο, θα ήμασταν μαζί.

    Εκείνος έχει μείνει άναυδος με το ξέσπασμα μου. Δεν το περίμενε, όπως ούτε εγώ. Τόσα χρόνια νομίζα ότι είχα γίνει δυνατή. Μόλις συνέρχεται απαντάει.

   - Χαρά, δεν ξέρεις τι λες. Είναι σαν να μην θυμάσαι τίποτα από όσα έγιναν και αυτό με τρομάζει. Εσύ ζήτησες να σταματήσουμε τα μαθήματα και δεν ήθελες καν να με βλέπεις, ενώ εγώ έκανα τα πάντα να σου σταθώ. Εσύ τι έκανες; Έχεις δίκιο, είσαι μια άλλη από την Χαρά που γνώρισα και αγάπησα. Όταν γίνεις ο εαυτός σου, έλα να μιλήσουμε. Φρόντισε μόνο να μην είναι πολύ αργά.

   Αποχωρεί φανερά νευριασμενος, ενώ εγώ θέλω να τον σταματήσω και να τον φιλήσω,  να τον αγκαλιάσω και να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο. Ο εγωισμός μου όμως με κρατάει πίσω. Η αλήθεια είναι δεν ξέρω τι να φανταστώ. Δεν έχω την δύναμη να σκουπίσω τα μάτια μου από το κλάμα. Έχω πολλά κενά από εκείνα τα χρόνια, μόνο ένα θυμάμαι καθαρά. Την αδυναμία μου στο πρόσωπο του.

   Τελικά, μάλλον απαιτείται να πάω λίγες μέρες να μείνω σπίτι μου. Κάτι τέτοιο πιθανότατα να με βοηθούσε να θυμηθώ κ και να ξεπεράσω. Αφού το σκέφτομαι καλά αποφασίζω να πάω, να το ανακοινώσω στην μητέρα μου. Όπως πηγαίνω στο διάδρομο, την βρίσκω να με περιμένει, όπως την άφησα. Όταν με βλέπει πάλι χαμογελάει και όταν της το ανακοινώνω πως σήμερα θέλω να κοιμηθώ στο πατρικό μου, βουρκώνει από συγκίνηση.

   Σε τέτοιο κλίμα μας διακόπτει ο γιατρός ο Μιχάλης, ο οποίος από ότι καταλαβαίνω, θα μας ενημερώσει για τον Στέφανο. Εκείνος προς έκπληξη μου, ζητάει να μιλήσει μόνο με μένα. Απορώ τι μπορώ να θέλει να μου πει και θέλει αποκλειστικά εμένα.
Συγνώμη για την μεγάλη καθυστέρηση, ελπίζω να σας άρεσε. Συντομα η συνέχεια ❤☺

 

   

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top