Κεφάλαιο 10 Συναισθήματα
Σε λίγα λεπτά άλλαξα ρούχα και πήγα στο θάλαμο αναμονής για τον Στέφανο. Εδώ βρίσκομαι τώρα και αντικρίζω την μητέρα μου με τον Αλέξανδρο. Τους κοιτάζω αμήχανα, καθώς έχω αρκετό καιρό να τους δω. Δυο χρόνια για την ακρίβεια. Από τότε που έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου και μετακόμισα στην Αθήνα. Μια η δουλειά, μια οι σπουδές σε μια μέτρια σχολή, δεν μου δίνουν τον ελεύθερο χρόνο για απεριόριστα ταξίδια. Η μάνα μου μόλις με βλέπει, σταματάει την όποια κουβέντα στην μέση και τρέχει στο μέρος μου.
- Κοριτσάκι μου επιτέλους! Σε ανταμώνω και μου φαίνεται σαν ψέμα. Να ήξερες, πόσο σ' αγαπάω.
Με αγκαλιάζει και μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ταυτόχρονα η ματιά μου πέφτει πάνω στον Αλέξανδρο με προσοχή. Προσπαθώ να αντιληφθώ την παραμικρή διαφορά στα χαρακτηριστικά προσώπου του. Έχει αλλάξει αρκετά, μπορώ να πω. Δείχνει πλέον πιο ώριμος και τα χαρακτηριστικά του είναι πια αντρικά. Με έχει καρφώσει με το βλέμμα του, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι περίεργα. Απομακρύνομαι από την αγκαλιά της μητέρας μου, όταν ακούω την φωνή του.
- Γεια σου Χαρά! Τι κάνεις; Πώς είσαι;
Η χροιά της φωνής του μου προκαλεί πολλά συναισθήματα, τα οποία θέλω να αποφύγω. Νιώθω πως επιστρέφω στα παλιά και γίνομαι μικρή. Η επιρροή του πάνω μου παραμένει ανεπηρέαστη παρά την πάροδο του χρόνου και την απόκτηση διάφορων εμπειριών. Του απαντάω ψυχρά, για να μην φανερώσω τίποτα από τις σκέψεις μου.
- Γεια. Καλά είμαι, ευχαριστώ. Εύχομαι και εσύ να είσαι καλά. Θέλω να δω τον Στέφανο. Ανησυχώ.
Μου χαρίζει από τα πιο όμορφα και αληθινά χαμόγελα. Η καρδιά μου όμως παραμένει επιφυλακτική, δεν πρόκειται να κάνει το ίδιο λαθος. Να πιστέψει σε παραμύθια, τα οποία δεν πρόκειται να γίνουν στην πραγματική ζωή. Όλοι δείχνουν σκεπτικοί, ενώ τελικά μου δίνει την απάντηση η Εύα κι ας είχα ξεχάσει την παρουσία της.
-Έλα από εδώ, να σου δείξω το δωμάτιο και να μπεις. Εγώ όμως πρέπει να φύγω, γιατί έχω κάτι υποχρεώσεις.
Της χαμογελάω και την ακολουθώ πειθήνια. Μόλις φτάνουμε στο δωμάτιο εκείνη με αποχαιρετάει και με αφήνει μόνη μου. Αντικρίζω τον Στέφανο τραυματισμένο με σωληνάκια. Με πιάνει θλίψη, βλέποντας τον. Μπορεί να ξεκίνησε η σχέση μας με συγκρούσεις, όμως στην πορεία τον αγάπησα με τον δικό μου τρόπο. Πολλές φορές ευχήθηκα να τον ερωτευόμουν και να μην τον πλήγωνα με απορρίψεις. Με δυο βήματα μου αντιλαμβάνεται την παρουσία μου και μου μιλάει.
- Πρωτευουσιάνο με ανέβαζες, Αθηναίο με κατέβαζες και τώρα εσύ δεν αποχωρίζεσαι ούτε μέρα την πρωτεύτουσα της Ελλάδας. Βάζω στοίχημα, ακόμα θυμάσαι τις γεωγραφικές συντεταγμένες της απ' έξω. Δεν μου λες, πέρασες από ιερά εξέταση τον γιατρό μου, όπως έκανες με όλους;
Γελάω με την χιουμοριστική του διάθεση. Πάντα μαζί του αισθάνομαι άνετα πια κι ας μην μου αρέσει να αναφέρονται σε εκείνη την χρονική περίοδο. Βέβαια, πάντα μου τόνιζε το " παρατσούκλι" με το οποίο τον αποκαλούσα από την πρώτη στιγμή. Η συνάντηση μας εξελίσσεται σε ανάλαφρο ύφος, όμως αποχωρώ σε λίγα μόλις λεπτά για να μην κουραστεί και επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του. Βγαίνω στον διάδρομο και όπως ήταν αναμενόμενο, με περιμένουν έξω όλοι μαζεμένοι. Η μητέρα μου αμέσως με ρωτάει με αγωνία στα μάτια για την διαμονή μου.
- Κόρη μου, θα έρθεις σπίτι μας να κοιμηθούμε; Μην το αρνηθείς. Τόσο καιρό σε περιμένει το δωμάτιο σου, να γεμίσει ζωή. Είναι τόσο ψυχρό και άδειο, που ματώνει η καρδιά μου κάθε φορά που διαβαίνω έξω από την πόρτα.
Τα λόγια της με φέρνουν σε δύσκολη θέση, αφού δεν είχα σκεφτεί το ενδεχόμενο να μείνω στο πατρικό μου. Δεν επιθυμώ για διάφορους λόγους. Η μητέρα μου συνεχώς θα με κρίνει για τις επιλογές μου και τον τρόπο ζωής μου, ενώ εγώ θα πνίγομαι από την πίεση. Από τον μορφασμό μου αντιλαμβάνεται την αρνητική μου απάντηση, χωρίς να χρειαστεί να πω λέξη. Απομακρύνομαι από όλους, επειδή αισθάνομαι αμήχανα για το γεγονός, το οποίο διαδραματίζεται μπροστά σε πολλά άτομα. Μετά από κάποια μέτρα ακούγεται η φωνή του Αλέξανδρου .
-Χαρά, περίμενε. Εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε. Έχουμε πολλά θέματα να συζητήσουμε μεταξύ μας, δεν νομίζεις; Αρκετά με απέφυγες δυο χρόνια.
Η ατυχία μου συνεχίζεται. Το παρελθόν μου χτυπά την πόρτα εκκωφαντικά πλέον, σε σημείο να μην μπορώ να το αγνοήσω. Δεν έχω επιλογή. Του κάνω νόημα να με ακολουθήσει και τον καθοδηγώ έξω από το κέντρο υγείας μακρυά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Όταν καθόμαστε σ' ένα παγκάκι, παίρνω πολλές ανάσες και αποκτώ το θάρρος να του απευθύνω τον λόγο.
- Κοίτα, το μοναδικό πράγμα που με ενδιαφέρει την δεδομένη στιγμή, είναι η κατάσταση της υγείας του ξάδελφου σου. Το ίδιο πρέπει να σκέφτεσαι και εσύ. Δεν έχω περιττό χρόνο για ανούσιες κουυβέντες.
Ετοιμάζομαι να φύγω, αλλά με σταματάει πιάνοντας μου το χέρι. Με καίει με την ματιά του και εγώ χάνομαι στο βλέμμα του. Με αγγίζει τρυφερά στο μάγουλο και με ρωτάει ήρεμα.
- Γιατί το κάνεις αυτό; Έχεις χάσει την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο μου; Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, γνώριζα πολλά περισσότερα για σένα. Μου τα έλεγες όλα.
Στρέφω το βλέμμα μου κάτω στον δρόμο και αισθάνομαι τα μάτια μου βουρκωμένα. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να του κρύβω πράγματα. Θα επιθυμούσα να του μιλούσα, αλλά δεν γίνεται. Να του αποκαλύψω πως στην πορεία τον ερωτεύτηκα; Με τίποτα. Αλλά ούτε και το γεγονός ότι δουλεύω σε κέντρο διασκέδασης, προσφέροντας λουλούδια. Τα λεφτά είναι πολλά, όμως δεν τολμάω να το αποκαλύψω πουθενά, ειδικά σε άτομα από το νησί μου. Βέβαια τον τελευταίο καιρό θέλω να δραπετεύσω από αυτόν τον κόσμο, αλλά είμαι περήφανη.
Από τις σκέψεις μου με βγάζει ο Αλέξανδρος, ο οποίος μου κουνάει απαλά το χέρι. Σηκώνω το πρόσωπο μου και παρατηρώ ότι μας κοιτάζει ο γιατρός Μιχάλης, που μου έριξε τον καφέ, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται κλάμα μωρού από το διπλανό στενό. Τρομαγμένη απομακρύνω τα χέρια μας και εκφράζω δυνατά την απορία μου.
- Γιατί κλαίει το μωρό τόσο δυνατά; Μήπως είναι μόνο του; Πρέπει να πάμε να δούμε.
Τρέχω προς το μέρος του μωρού, λες και με τραβάει κάτι. Ο Αλέξανδρος με ακολουθεί ασυναίσθητα. Στο επόμενο στενάκι άναυδη αντικρίζω ένα πλάσμα λίγων μηνών εγκατελειμμένο σε ένα καρότσι. Ειλικρινά τα χάνω και δεν ξέρω, πως να αντιδράσω. Το άφησαν επίτηδες δίπλα στο κέντρο υγείας με σκοπό να το βρεί κάποιος ή το έχασαν οι δικοί του; Αρχίζω να λέω παράλογα πράγματα στον πανικό μου, χωρίς να σκεφτώ καθαρά.
- Αλέξανδρε, πρέπει να φύγεις. Αν νομίζουν πως είναι δικό μας το παιδί; Ή όχι. Χρειάζομαι και την βοήθεια σου. Τι θα κάνουμε; Θα περιμένουμε εδώ τους γονείς του. Αν θεωρηθεί πως πήγαμε να το κλέψουμε;
- Ηρέμησε πρώτα! Σιγά μην στείλουμε ερώτηση σε ιστοσελίδα, για να ρωτήσουμε τι θα κάνουμε. Ωστόσο, ακούγοντας σε, κλαίει περισσότερο. Του μεταδίδεις το άγχος σου.
Εγώ πάλι ακούγοντας τα λόγια του, επιστρέφω στα παλιά. Στην εποχή που μου έδινε συμβουλές, τότε που τον ερωτεύτηκα. Άραγε είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του; Αναρωτήθηκα μάλλον δυνατά την τελευταία φράση μου, χωρίς να μπορώ να το πάρω πίσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top