26. Majestic Beauty
PETER'S POV
( H MEΡΑ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ )
Η πόρτα άνοιξε μόνη της και δεν μπήκα στον κόπο να κοιτάξω ποιος είναι. Τα κλειδιά σε αυτό το σπίτι τα είχαν μόνο δύο άτομα και το ένα από αυτά -η Olivia- δεν θα τολμούσε να ξαναερχόταν εδώ. Όχι όσο με μισούσε, τουλάχιστον.
Βέβαια, όταν αναγνώρισα τα βήματα τού Dylan να κατευθύνονται προς το μέρος μου, πήρα το θάρρος να κοιτάξω πάνω. Η καρδιά μου λίγο βαριά, η μνήμη τής τρομαγμένης Olivia ακόμα φρέσκια στην μνήμη μου.
Ο Dylan ήταν ήρεμος, όπως πάντα και αν δεν τον ήξερες δεν θα έβλεπες πέρα από αυτό ποτέ. Τα φθηνά του κόλπα ήταν ίδια με τα δικά μου. Και κάθε ψεύτης αναγνωρίζει τον άλλο ψεύτη. Σαν να έβλεπες τα όνειρα τα δικά σου, στα μάτια τού άλλου. Οι προσδοκίες και οι κρυφές σου ελπίδες φανερές.
«Της μίλησες.» λέει αυτός και δεν μπαίνω στον κόπο να σκεφτώ κάποια απάντηση. Πιθανότατα με είχε δει ο ίδιος να μπαίνω στην πολυκατοικία της.
Όχι όταν είναι τόσο ήρεμος και τα μάτια του λάμπουν έτσι, μια ελαφριά μορφή τού εφιάλτη μου.
«Τι σου είπε;»
Πήρα μία ανάσα, νιώθοντας ήδη πανικόβλητος, διατηρώντας όμως την ψύχραιμη φιγούρα μου μπροστά στην μορφή του. Ένα αναξιόπιστο προσωπείο που είχα μάθει να φοράω καιρό πριν, όταν ένιωθα πως θα εκραγώ και κανένας δεν ήταν ικανός να με φέρει πίσω.
«Είχε έρθει απλά να πιει ένα ποτήρι και είδε την καλή παρέα μαζεμένη. Δεν ήξερε καν ότι βρισκόμουν στο μαγαζί μέχρι που μίλησα μπροστά της.»
Μελετάει το πρόσωπό μου λες και περιμένει να δει κάτι αλλά δεν το βλέπει ποτέ. Ίσως επειδή η μορφή του μου προκαλεί τόσο αποστροφή που ακόμα και η προσπάθεια να νιώσω κάτι γύρω του πέρα από φόβο και κάτι που θυμίζει το μίσος, είναι αδύνατον. Η αλαζονεία αντικατοπτρίζεται τα μάτια του και την αναγνωρίζω, την έχω ξαναδεί.
«Δεν θα πει στην Νatalie κάτι.» συνεχίζω, σχεδόν γελώντας με τον εαυτό μου καθώς η Natalie ήδη γνώριζε την αλήθεια. Και καμία Olivia δεν είχε τολμήσει να πει κάτι. Παρά μόνο εγώ, γιατί απελπισμένος λέγεσαι μόνο μία φορά.
«Αυτό το ξέρω. Γιατί θα την προειδοποιήσω, σχετικά με το τι θα γίνει αν το κάνει.» Αυτό με ενθουσιάζει σχεδόν. Μένω αγέλαστος μπροστά στην απειλή του. Δεν τον φοβάμαι, αλλά αντιμέτωπος με μία απειλή για την Olivia, παγώνω.
Μόνο για τους μπελάδες που μου έχει προκαλέσει αυτή η κοπέλα, παρά τα καλά της, θα την είχα σκοτώσει μόνος μου.
«Τι θα γίνει;» σαρκάζω, παρά τον καινούριο φόβο που αναδύεται.
Δεν απαντάει. Το σκέφτομαι καλύτερα. Γουρλώνω τα μάτια μου.
«Δεν σκοπεύεις να κάνεις κάτι σε αυτήν, έτσι;»
«Εσύ ξεκινάς τα προβλήματα, η Olivia Russel έχει αρχίζει να γίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έχω να πω. Οπότε, ναι. Εκείνη δεν παθαίνει κάτι, ακόμα.»
Ψεύτη.
«Δεν θα μου προκαλέσεις προβλήματα Peter, έτσι; Το μπαράκι δεν είναι πολύ μακριά, θα χαλαρώσεις εκεί.»
Γελάω αθόρυβα.
Στις εγκαταστάσεις που βρίσκονταν, κάτω από το μπαράκι, έμεινα ένα χρόνο. Και όταν ακολούθησε η Olivia, μήνες αργότερα κατάφερα να βγω εγώ νομίζοντας πως θα ακολουθούσε και αυτή σύντομα.
Η Olivia όμως δεν βγήκε από εκεί.
❦
«Ποιος το έκανε;» φωνάζω.
Το στήθος μου τρέμει και πονάει. Σχεδόν με τσιμπάει, με μια πρωτόγνωρη δύναμη. Πού κρυβόταν τέτοια ισχύ και γιατί εμφανίζεται όταν σπάει η καρδιά μου; Γιατί δεν εμφανίστηκε όταν την χρειαζόταν η ψυχή μου, όταν διαλυόταν η ασπίδα μου;
«Σταμάτα Peter!» φωνάζει η γλυκιά Natalie, τα δάκρυα της πληγές κάτω από τα μάτια της. Το ροδαλό της πρόσωπο φανερά κλαμένο και ανήσυχο, η φωνή της αγνώριστη.
«Γιατί δεν θέλω να μάθω!» ουρλιάζει σχεδόν και η όψη της χειροτερεύει ακόμα περισσότερο. Δεν την βλέπω όμως, όχι όπως θα έπρεπε, καθώς δεν με νοιάζει. Αυτήν την στιγμή δεν με νοιάζει τίποτα.
Βλέπω μόνο τον πόνο μου και τίποτα παραπάνω.
«Δεν θες να μάθεις; Γιατί;»
«Γιατί δεν θα αλλάξει κάτι! Δεν θα έρθει πίσω, μπορείς να πας να την βρεις, να στραγγαλίσεις αυτόν που το έκανε και πάλι δεν θα έρθει πίσω!»
«Θα νιώσω καλύτερα όμως!» της φωνάζω. Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω, φανερά ξαφνιασμένη που φωνάζω σε εκείνην. Αυτή γιατί μου φωνάζει;
«Αυτός είναι ο σκοπός σου; Να νιώσεις καλύτερα;» η φωνή της δυσκολεύεται να βγει δυνατή.
«Ναι, ναι!»
«Τι σε κάνει καλύτερο από αυτόν που την σκότωσε τότε; Με την σειρά σου θα πάρεις μακριά από κάποιον άλλον το αγαπημένο τους πρόσωπο!»
«Oliv-» λέω και βρίζω αμέσως. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο, μπέρδεψα το όνομά της. Εκείνη με κοιτάζει πιο στενάχωρη από ποτέ. «Natalie, ψυχορραγώ.»
«Και εγώ το ίδιο.»
❦
«Η τελευταία φορά που είμασταν μαζί ήταν στο Λος Άντζελες, σε εκείνο το ξενοδοχείο.» μιλάει ξαφνικά η Natalie. Είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα, το κεφάλι της ακουμπάει μια παντόφλα και την περισσότερη ώρα κλαίει.
«Ήμουν τόσο απαίσια. Ήμουν τόσο φοβισμένη και τόσο θυμωμένη που άρχισα να ξεσπάω πάνω της. Αυτή έφυγε τρέχοντας μακριά μου τόσο θυμωμένη που την αμφισβητούσα και πήγε στην τράπεζα μόνη της και με άφησε πίσω στο ξενοδοχείο μόνη μου.»
«Την τελευταία φορά που την είδα εγώ ήταν όταν την είχαν πιάσει. Την άφησαν για λίγο στο δωμάτιο μου-» κοιτάζω τον Dylan στην γωνία. Αυτός την άφησε να με δει. Γνέφει, δεχόμενος το ευχαριστώ που τού φώναζε η ματιά μου. «Και την αγκάλιασα για λίγο πριν αρχίσει να κλαίει. Όχι επειδή την είχαν πιάσει, αλλά επειδή είχαν πιάσει εσένα Natalie. Σε είχε αφήσει πίσω και ήταν φοβισμένη πως θα πάθαινες κακό.»
«Εσύ τι της είπες;» ρώτησε η Natalie, τα μάτια της πρησμένα, η ανάγκη της για ξεκούραση ευδιάκριτη.
«Την ρώτησα για τον φάκελο τής τράπεζας και μετά-» δίστασα. Δεν θυμόμουν πια.
«Δεν έχει σημασία.» απαντάει ο Dylan από τον καναπέ, μακριά και από τους δυο μας. Στερημένος από ύπνο και υπομονή.
«To τελευταίο πράγμα που της είπα ήταν σχετικά με το καταραμένο φάκελο.»
❦
«Τι θα κάνουμε;» ρωτάει η Natalie. Γυρνάω να την κοιτάξω.
«Για ποιο πράγμα;»
«Ποιος θα το πει στους γονείς της; Στην Lucy;»
Δεν απαντάω εγώ αλλά ο Dylan. «Οι γονείς της δεν θα το μάθουν ποτέ.» Η αντίδραση τής Natalie είναι άμεση και διαθέτει όσο πυγμή και δύναμη διαθέτει ο οργανισμός της μετά από τόσες ώρες κλάματος.
«Με κοροϊδεύεις; Δεν θα τους αφήσω να έχουν ελπίδες!»
«Natalie, με τι αποδείξεις θα τους πεις ότι η κόρη τους, η οποία αγνοείται για σχεδόν 9 μήνες, είναι νεκρή;» λέει ο Dylan. Τους παρακολουθώ να μιλάνε ασυναίσθητα
«Θα τους πω ότι εσύ μου το είπες!»
«Και εγώ πως το έμαθα;»
«Επειδή εσύ ξέρεις την αλήθεια! Θα τους πεις όλη την αλήθεια!»
«Αν το κάνω αυτό θα χρειαστεί να σε σκοτώσω εγώ, πριν μας σκοτώσει κάποιος άλλος και τους δυο μας.» δηλώνει η φωνή τού Dylan. Η Natalie σοκάρεται.
«Μπορείς να προσπαθήσεις όσο θες Dylan, αλλά δεν νοιάζεσαι για τους ανθρώπους.»
«Δεν νιώθω; Αυτό νομίζεις πως φταίει; Σε βασανίζω επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω;»
«Δεν ξέρω! Και δεν με νοιάζει να μάθω!»
«Δεν σε νοιάζει;»
«Όχι.»
«Αλλά εξακολουθείς να με θεωρείς απαίσιο!» ξεσπάει αυτός.
«Ναι! Ξεχνάς πως περνάς τις μέρες σου; Πως κερδίζεις το χρήμα σου;»
«Μπήκα στην δουλειά γιατί ήταν εύκολο, μαύρο χρήμα, όχι επειδή είμαι κακός άνθρωπος.» λέει ξαφνικά και από το βλέμμα που παίρνει, η απάντηση δεν την ξαφνιάζει ιδιαίτερα. «Και ο φίλος σου τους ίδιους λόγους είχε.»
«Δεν-» ξεκινάω να πω αλλά με διακόπτει
«Δεν ήξερες για τις γυναίκες;» κοροϊδεύει και σηκώνει τα φρύδια του ψηλά παρομοιάζοντας τον ξάφνιασμα του.
Η Natalie καλύπτει τα αφτιά της και πέφτει στο πάτωμα, μην θέλοντας να μας ακούσει να μιλάμε για αυτό. «Σταματά το.»
«Δεν διαφέρουμε τόσο Peter.» λέει και τα λόγια του μοιάζουν πικρά, σαν να είναι χρησιμοποιημένα ξανά στην γλώσσα του.
Τα μάτια μου θολώνουν και οι κινήσεις μου είναι αυτόματες.
Ο Dylan πέφτει στο πάτωμα, τα χέρια μου συντροφεύουν τον λαιμό του, εκείνος προσπαθεί να ξεφύγει. Νιώθω τα χέρια κάποιου να με τραβάνε από πάνω του, δίχως αποτέλεσμα.
«Δεν διαφέρουμε, ε;» ψιθυρίζω μπροστά στο πρόσωπό του, αυτός ανταποδίδει με έναν ήχο. «Βάζω στοίχημα πως όλες οι φωνές που νόμιζα πως άνηκαν στην Olivia, εσύ τις άκουγες και τις απολάμβανες σαν μουσική.»
«Peter! Δεν μπορεί να αναπνεύσει!»
Ούτε η Olivia μπορεί.
❦
«Τι σκέφτεσαι;» ψιθυρίζει στο αφτί μου. Τα μάτια της κλειστά, το πρόσωπό της γαλήνιο, το χαμόγελο παραμόνευε αν προσπαθούσα αρκετά.
«Εσένα.»
Γελάει και για μια στιγμή νιώθω τις βλεφαρίδες της να γαργαλάνε τον λαιμό μου. Ανοίγει τα μάτια της και απομακρύνεται αρκετά για να με κοιτάξει. «Σταμάτα να με φλερτάρεις.» γκρινιάζει ψεύτικα και ήδη μπορώ να αντιληφθώ το χαμόγελο στην φωνή της.
«Δεν σε φλερτάρω.»
«Εντάξει.»
«Απλά θέλω να σε ρίξω στο κρεβάτι.»
Δεν γελάει και από απλή περιέργεια γυρνάω το κεφάλι μου προς την μεριά της. Με κοιτάζει έντονα, το χαμόγελό της χαμένο, μονάχα που η ένταση ήταν εκεί. «Εδώ είμαι.» μονολογεί αθώα και απλώνει τα χέρια της, τονίζοντας την απόστασή μεταξύ μας. Προσπαθώ να μιλήσω αλλά είναι αδύνατον.
Αντιθέτως, προσπαθώ να της πως αυτό που θέλω διαφορετικά, γυρνώντας το σώμα μου προς την μεριά της, χαζεύοντας το όμορφο ξανθό μαλλί της και τα σμαράγδια που είχαν χαραχτεί αριστοκρατικά στο πρόσωπό της.
Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα με τέτοια προσοχή, θαυμάζοντας με ένταση και τραγουδώντας της αθόρυβα την μουσική τού πόθου μου, ενώ εκείνη απλά έμενε ακίνητη. Κρατούσε το κεφάλι ψηλά και χάζευε την ομορφιά με ευκολία, διατάζοντας να δεχτεί την φροντίδα στο κύρος που της άρμοζε.
Μύριζε σαν λουλούδι και δεν έμοιαζε σε τίποτα άλλο που είχα δει σε αυτήν την ζωή. «Θα σε φιλήσω.» της εξομολογούμαι και αυτή δεν δέχεται να μιλήσει, η απάντησή της έρχεται από το δέρμα της, που ξαφνικά ανατριχιάζει, οι τρίχες στο λείο δέρμα της πετάνε, και η ίδια πλησιάζει χωρίς να το καταλάβει. Μία ανταπόκριση που δεν τελειώνει καν με την σωματική επαφή, απλά κορυφώνεται όταν οι αισθήσεις σου είναι ευτυχισμένες και μαζί τους, το μυαλό σου.
Της φιλάω το πρόσωπο και με κάθε φιλί, εκείνη η αίσθηση επιμονής επιστρέφει. Το παγωμένο δέρμα της λιώνει κάτω από το δέρμα μου, λες και περίμενε την άνοιξη και μαζί της, εμένα.
Και την φιλάω ξανά και αυτή χαμογελάει λες και χαράζω καρδιές στο κεφάλι της. Χαμογελάει μεθυσμένη, σχεδόν χαρούμενη και προκαλεί το ίδιο δέος με πριν.
Αυτή η γυναίκα δεν είναι δύσκολη, είναι δυνατή και απλή. Ζητάει συντροφιά και ένα ώμο να στηριχτεί, θέλει μια σίγουρη αγκαλιά και η χαρά της πηγάζει από εκεί. Ο άνθρωπός της, ήταν προέκταση τής ευτυχίας της.
Ήμουν προέκταση τής ευτυχίας της.
«Θα σε φιλήσω.» ξαναλέω για το ακούσει εκείνη και να σιγουρευτεί πως δεν φεύγω από πλάι της απόψε. Με αφήσει να της χαμογελάσω και να της χαϊδέψω το πρόσωπο. Να ζωγραφίζω κυκλώνες στα υπέροχα μαλλιά της, εμπνέοντας την φύση τού καλλιτέχνη μέσα από αυτήν.
«Φίλησέ με.» αποδέχεται και κλείνει απαλά τα μάτια της και ψιθυρίζει κομπλιμέντα όσο εγώ θαυμάζω τα κάλλη της. Και το κάνει αβίαστα, δεν το σκέφτεται. Η μαγεία της πηγάζει από τα λόγια της όταν η ομορφιά της σε τυφλώνει αρκετά για να σκεφτείς.
Αναστενάζω το όνομά της και η γλώσσα της αγγίζει το όνομά μου πριν τολμήσει να το αφήσει να πετάξει στον αέρα, το λέει αστεία και αποπλανεί τις αισθήσεις μου.
Και μετά γελάει με τα χαζά αστεία μου και φιλάει το στήθος μου, παγιδεύει τις μπούκλες μου στα δεσμά της. Με προστατεύει με τα κρύα χέρια της παρά την ζέστη τής αγάπης μου.
Και δεν την άφησα στιγμή εκείνο το βράδυ, αλλά την άφησα το επόμενο. Και αυτό είχε σημασία. Γιατί η αγάπη δεν ήταν περιοδική, ήταν μόνιμη, καθημερινή και τελείως αποκλειστική. Απαιτούσε θυσίες, δεσμούς ικανούς να αντέξουν. Και εγώ δεν ήμουν ποτέ έτοιμος για κάτι τέτοιο.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που φίλησα την Olivia.
Τ Ε Λ Ο Σ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top