08. Hating You Made My Pain Easier
Μου κάνεις κήρυγμα πως προστατεύω το τομάρι μου;
Η φωνή του ήταν θαμμένη μέσα στο κεφάλι μου, κάνοντάς την εμφάνισή της κάθε φορά που πίστευα πως την είχα ξεφορτωθεί.
Αυτό είναι το πρόβλημά μου. Σκέφτομαι πολύ, υπερβολικά πολύ για το καλό μου και όπως πάντα, κάπως καταλήγω να μπλέκομαι σε καυγάδες.
Ο Peter ήταν διαφορετικός σήμερα. Λιγότερο σιωπηλός, περισσότερο ανοιχτός. Απάντησε στις ερωτήσεις μου. Μόνο για να μου πει τι; Κάτι που ήξερα ήδη αλλά που ήθελα όμως να είναι ψέμα.
Με παρακολουθούσαν. Κινδύνευα.
Ο Peter δεν έκρυβε αθώα μυστικά, μικρά και ακίνδυνα. Έκρυβε άσχημα, μεγάλα και τρομακτικά πράγματα.
Και εγώ πήγα και επιβεβαίωσα τις ανησυχίες μου. Ήμουν μπελάς για αυτόν και εκείνος απλά έφυγε, αφήνοντάς με να καταστραφώ εξαιτίας του.
Το επόμενο συμπέρασμα στο μπερδεμένο μυαλό μου ήταν το προφανές : Αυτός έφταιγε για όλα.
Δημιουργώντας σενάρια, αν είχα κάνει εκείνο, αν είχα πει όχι σε εκείνο το πρώτο ραντεβού. Αν είχα φύγει μακριά πιο νωρίς. Αλλά δεν έχει πια νόημα, προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου.
Γιατί από την μία τον μισούσα. Απλά με έμπλεξε, δεν ξέρω τίποτα για την κατάσταση και απλά τώρα με άφησε να το αντιμετωπίσω μόνη μου;
Τι στον διάολο; Από την άλλη δεν μπορούσα να τον μισήσω, γιατί ίσως να μην έφταιγε πράγματι αυτός.
Δηλαδή όμως τι περιμένει να κάνω; Τι υποτίθεται πρέπει να κάνω εγώ τώρα; Η κατάσταση ήταν μπερδεμένη και ακατανόητη. Δεν ήξερα που εμπλεκόμουν, σε τι κίνδυνο βρισκόμουν. Για τι είδους κίνδυνο μιλάμε.
Και όλα αυτά επειδή έθιξα τον εγωισμό τού Peter;
«Βλάκα, βλάκα, βλάκα!» φώναξα δυνατά κάποια στιγμή, απελπισμένη.
Αν και το να νυχτώσει έμοιαζε λες και απείχε αιώνες, δεν με κρατούσε το σπίτι. Αυτό το άγνωστο, άδειο σπίτι στο οποίο με έφερε ήταν κρύο, δίχως θαλπωρή. Τι δουλειά είχε με αυτό το διαμέρισμα, γιατί με αφήνει να περιμένω μόνη μου εδώ και για ποιον καταραμένο λόγο έφυγε μακριά μου;
«Peter βλάκα!» φώναξα εξοργισμένη, αποφασισμένη πως δεν μπορούσα άλλο να περιμένω να περάσει η ώρα χωρίς να γνωρίζω πράγματα ενώ η ζωή μου μάλιστα διέτρεχε κάποιον κίνδυνο. Αν και δεν ήθελα τίποτα άλλο από το να διακτινιστώ στο διαμέρισμά μου, να φύγω από την πόλη και να πάω πίσω στην μαμά μου, μακριά από κάθε Peter και όποιον κίνδυνο τον ακολουθούσε. Το τι έπρεπε να γίνει είχε μία απόσταση από το τι ήθελα να γίνει.
Κρατάω δυνατά το κινητό και τα κλειδιά μου και κατευθύνομαι αργά προς την πόρτα. Εκεί που όμως φτάνω και είμαι έτοιμη να ανοίξω, το κινητό μου χτυπάει. Αφήνω έναν τρομαγμένο ήχο να βγει από το στο στόμα και βιάζομαι να απαντήσω, δίχως να κοιτάξω ποιος με καλεί.
Η φωνή τής Natalie, αναγνωρίζεται από την πρώτη στιγμή που ανοίγει το στόμα της. «Γιατί έχεις αργήσει τόσο πολύ; Όλα καλά; »
Τίποτα δεν ήταν καλά αλλά δεν μπορούσα να της το πω από το τηλέφωνο χωρίς να την φρικάρω. «Θα έρθω σπίτι μόλις τελειώσω. Μην ανησυχείς.»
Ανοίγω πανικόβλητη την πόρτα μόνο για να συγκρουστώ με τον Peter. Το σώμα του πέφτει πάνω στο δικό μου και δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόμαστε πεσμένοι άβολα στο έδαφος. Εκείνος βιάζεται να φύγει μακριά μου, κλείνοντας την πόρτα και απλώνοντας το χέρι του για να σηκωθώ και εγώ από το πάτωμα.
Η σύντομη επαφή μας, με εξοργίζει. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα γιατί βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην πόρτα όταν εγώ την άνοιξα. Αλλά ήξερα πως ο νεαρός είχε σχέδιο για κάθε γαμημένη λεπτομέρεια σε αυτήν την ζωή.
«Συγγνώμη που έπεσα πάνω σου.» μονολόγησε δειλά μη κάνοντας οπτική επαφή μαζί μου, δίνοντας μου διστακτικά ένα χέρι για στήριξη, προκειμένου να σταθώ στα πόδια μου.
Όταν κατάφερα να σταθώ στα δυο μου πόδια εκείνος βιάστηκε να απομακρύνει το χέρι του, καθώς και το σώμα του, δημιουργώντας μια αρκετά ασφαλή απόσταση μεταξύ μας. Και πραγματικά χαιρόμουν για αυτό.
«Δεν πειράζει.»
Ξαφνικά δεν μπορούσα να πω κάτι. Τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν και το θάρρος που είχα βρει πριν για να ξεσπάσω δεν φαινόταν να επιστρέφει. Απλά έμεινα να τον κοιτάζω με έναν απερίγραπτο θυμό να βράζει στο στήθος μου, που και όμως αρνιόμουν να προσπαθήσω να περιγράψω.
«Ξέρεις, δεν είμαι δολοφόνος, όπως νομίζεις.»
Η ομολογία του βγάζει ένα βάρος από το στήθος μου, κι ας μην σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε να είναι δολοφόνος. Το θέμα είναι πως το σκέφτηκε αυτός και ήταν ξαφνικό.
«Ξέρεις, όταν σου είπα πως ένιωθα για πρώτη φορά, τότε σε εκείνο το παρκάκι, σου είχα πει πως οι δυο μας θα δουλεύαμε αν υπήρχε ειλικρίνεια. Το θυμάσαι;» Τον κοίταξα για κάποια αντίδραση, μόνο που ακόμα δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια και μου ράγιζε την καρδιά. Τι έχω κάνει σε αυτό το αγόρι που και το να με κοιτάζει στα μάτια μοιάζει η πιο μεγάλη δοκιμασία;
Παρατηρώ πως δαγκώνει τα χείλη του ξανά μανιασμένα. Μα εμένα με ένοιαζαν τα μάτια του. Ήθελα να με κοιτάξει και να καταλάβει πόσα έχει καταστρέψει. Ο κόσμος καιγόταν και ο Peter σκεφτόταν τις φωτιές που δημιούργησε, ξεχνώντας πως έπρεπε να βοηθήσει να σβηστούν κιόλας.
«Κοίταξέ με Peter.»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Κοίταξέ με.»
Καμία κίνηση.
«Κοίτα με γαμώτο!» Τα μάτια του γυαλίζουν καφέ. Και για πρώτη φορά κοιτάζουν εμένα, γεμάτα πόνο. Μα με πόνο και παράπονο τα έχω δει ξανά που δεν με ενοχλεί καν τώρα. Αυτό που με ξαφνιάζει είναι τα δάκρυα που προσπαθεί τόσο απελπισμένα να κρατήσει. Μα ό,τι κρατάμε μέσα μας, βγαίνει απ' τα μάτια μας.
«Θυμάμαι.» απαντάει μονάχα. Και ξάφνου τα δάκρυα σταμάτησαν να συγκρατιούνται και μπορούσα πλέον να τον βλέπω να νιώθει όσα προσπαθούσε να αποφύγει τόσο καιρό.
Ίσως δεν ήταν οι αλήθειες αυτές που φοβόταν, τελικά. Αναρωτιέμαι μετά από τόσα ψέματα, τι πρόσωπο βλέπει στον καθρέφτη, τι πρόσωπο αγνοεί όταν βλέπει, ποιο πρόσωπο θέλει να είναι.
«Που με έχεις μπλέξει Peter; Γιατί με παρακολουθούν; Που έχεις μπλέξει εσύ;»
«Δεν θα έχει σημασία αύριο Olivia. Τώρα όμως, πρέπει να φύγεις.»
«Φυσικά και θα έχει σημασία αύριο Peter! Δεν ξέρω τίποτα από το τι συμβαίνει εξαιτίας σου!» φωνάζω μα μονομιάς σταματάω γιατί η ματιά του Peter ακόμα πνιγμένη στα δάκρυα ήταν πνιγμένη και στην απελπισία. «Τι συμβαίνει Peter;»
«Πρέπει να φύγεις αμέσως Olivia. »
Τι στο καλό; Τα χέρια του αρπάζουν χωρίς άδεια τα δικά μου και με σπρώχνει προς την έξοδο τού διαμερίσματος. Η πόρτα μας κλείνει και εγώ βρίσκομαι στο έλεος τής δύναμής του, ανίκανη να τα βάλω με τον πανικό του. «Άφησέ με! Πρέπει να μιλήσουμε.»
«Όχι δεν πρέπει, έχει ήδη νυχτώσει. Έπρεπε να είχες ήδη φύγει Olivia!»
Σε δευτερόλεπτα βρισκόμαστε στην έξοδο τής πολυκατοικίας του και αυτός με σπρώχνει μαλακά για να φύγω. «Olivia, ποτέ δεν ήμουν το τέρας κάτω από το κρεβάτι σου!»
Θέλω να πω τόσα, να κάνω τόσα αλλά αντίθετα απλά σιωπώ. Πως γίνεται να αγάπησα εγώ τον Peter, αναρωτιέμαι.
«Σε μισώ.» Μα με κοιτάζει με μάτια σαν να το ήξερε ήδη.
«Το ξέρω.»
❦
«Είμαι μπερδεμένη.» μονολογώ. Η Natalie είναι τυλιγμένη με μία κουβέρτα δίπλα μου, καθώς με αγκαλιάζει σφιχτά.
Έχουν περάσει ώρες από τότε που ήρθα στο σπίτι του Peter. Λέγοντάς στην φίλη μου τα πάντα, μείναμε να μιλάμε για ώρες για τους μπελάδες που μας περιμένουν. Η Natalie είχε μείνει σιωπηλή την τελευταία ώρα, μην κάνοντας κανένα σχόλιο.
«Πες μου, αγάπη.» ψιθύρισε σιωπηλά και σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν σαν κόκκινα αλλά δεν έμοιαζαν να είναι έτοιμα για ύπνο. Την λυπόμουν και ένιωθα άσχημα που για κάθε αναποδιά μου έπρεπε να απευθυνθώ σε αυτήν, να με βοηθήσει για κάθε πρόβλημα. Αλλά ήταν φίλη μου και την χρειαζόμουν τώρα περισσότερο από ποτέ. Δεν θα με άφηνε μόνη μου τώρα.
«Πραγματικά πίστευε πως τον θεωρούσα δολοφόνο.»
Η Natalie έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και γύρισε το σώμα της για να με κοιτάζει. Το ύφος της μαρτυρούσε τις μπερδεμένες σκέψεις της. «Τα γράμματα αυτό δεν μας έκαναν να νομίζουμε;»
Η αλήθεια ήταν αυτή. Τα γράμματα που είχα βρει τότε στο διαμέρισμά του μαρτυρούσαν πως μία κοπέλα μιλούσε πολύ και ήθελε να μάθει περισσότερα από όσα της αναλογούσαν. Υπέθεσα πως ήμουν εγώ και με τις πρόσφατες πληροφορίες μας, οι υποψίες πως μας παρακολουθούσαν ήταν πλέον αληθινές, το πρόσωπο που αναφερόταν στα γράμματα ήμουν εγώ.
Μα δολοφόνο; Ο Peter;
Το πληγωμένο του πρόσωπο τότε που μου είπε πως παραλίγο να τον πατήσει το αυτοκίνητο. Η περίεργη μυστικοπάθεια θα δικαιολογούταν έτσι. Ψέματα που ειπώθηκαν για έναν και μόνο σκοπό : την προστασία του.
«Μπορώ να κατηγορήσω τον Peter για πολλά πράγματα, Natalie. Ψεύτη, απατεώνα, χειριστικό, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα τον κατηγορούσα για δολοφόνο.»
«Τι γνωρίζεις για αυτό το άτομο Olivia; Και πως μπορείς να ξέρεις πως ό,τι ειπώθηκε ήταν αληθινό;»
Για άλλη μία φορά οι σκέψεις της, δίχαζαν την ομορφιά τού προσώπου της. Η Natalie ήταν πανέμορφη, ακόμα και όταν το πρόσωπό της έμοιαζε να κρύβει όλα τα προβλήματα τού κόσμου. «Και εσύ πως μπορείς να το ξέρεις; Για εβδομάδες τώρα μου λες πως ο άνδρας που ερωτεύτηκες ήταν απλά μία σκιά τού πραγματικού του χαρακτήρα. Σου έχει πει ψέματα ξανά και ξανά, το αμφισβητείς;»
Μου είπε πως δεν είναι δολοφόνος.
«Γιατί ξέρω πως είναι να είσαι ερωτευμένος. Το πως με κοιτούσε, ήταν ακριβώς όπως τον κοιτούσα εγώ. Αν για κάτι είμαι σίγουρη είναι αυτό. Μπορεί να έχει κάνει πολλά, αλλά αυτό το κάθαρμα με αγαπούσε. Και επίσης δεν έμαθα ποτέ γιατί έκανε αυτά που έκανε. Αυτά που ακόμα κάνει. Κρύβει πράγματα, Natalie. Δεν μπορούμε απλά να τον κρίνουμε χωρίς να τα ξέρουμε όλα.»
«Πριν χωρίσετε σου είπα ακριβώς αυτό το πράγμα. Ο Peter σε εκμεταλλεύεται για άλλη μία φορά, δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης. Κρύβει πράγματα και τα κρατάει μέσα του γιατί είναι αυτός που είναι. Είναι επικίνδυνος. Ρε ηλίθια, σου λέει πως κινδυνεύεις και εσύ σκέφτεσαι πως να τρέξεις να τον συγχωρέσεις για άλλη μία φορά;»
«Δεν μπορώ απλά να τον αφήσω να τρέξει στην καταδίκη του! Αν μπορώ να τον βοηθήσω, γιατί να μην το κάνω;» νιώθω τα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια μου, έτοιμα πάντα να πέσουν. Η φίλη μου με κοιτάζει λυπημένη.
«Γιατί για μήνες τώρα το μόνο που κάνει είναι να σε στεναχωρεί! Πότε ήταν η τελευταία στιγμή που η σκέψη του σου δημιούργησε χαρά, Olivia;»
Πολύ καιρό.
«Αν ο Dylan ήταν στην θέση του. Πες μου πως αν μπορούσες να κάνεις οτιδήποτε, θα έμενες μακριά.»
«Δεν έχει σημασία. Γιατί ο Dylan δεν θα είναι ποτέ ο Peter.»
Την αφήνω να κλείσει τα μάτια της και να την πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Κουρασμένη όπως ήταν, ο ύπνος την πήρε αμέσως. Δυστυχώς, το ίδιο δεν ίσχυε και για εμένα γιατί τα μάτια μου δεν έκλειναν. Η κούραση δεν με επηρέαζε.
Οι σκέψεις μου ήταν το μόνο πράγμα που με εμπόδιζε από το να πάρω οποιοδήποτε είδος ξεκούρασης. Λες και μου ήταν αδύνατο να το κάνω.
Έχω κάνει τόσες υποσχέσεις με τον εαυτό μου, το έχω ορκιστεί ακόμα, πως ό,τι είχα με τον Peter τελείωσε. Μα τώρα το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι πως τον κατηγορώ για τόσα, μην ξέροντας τι ουσιαστικά συμβαίνει. Με χρειάζεται.
Και μπορεί η ανάμνησή του τώρα να μου δημιουργεί σκέψεις και να μου δίνει ταραχή, αλλά επίσης το όνομά του μου θυμίζει πόσο πολύ τον έχω αγαπήσει και πόση αγάπη και ηρεμία μου είχε δώσει μία φορά και έναν καιρό, πριν αρχίσει όλο το χάος.
Αυτό ήταν.
«Ο Peter που αγάπησα είναι αυτός που ο Peter που λέει ψέματα προσπαθεί να προστατέψει.»
Η Natalie συνέχισε να κοιμάται. Γλιστρώντας αθόρυβα, σηκώθηκα από τον καναπέ χωρίς να με αντιληφθεί. Πήρα το κινητό στα χέρια μου, έβαλα το μπουφάν μου στις πλάτες μου και βγήκα έξω από το διαμέρισμα.
Το να τον μισώ μπορεί να έκανε τον πόνο μου εύκολο, αλλά ο πόνος δεν έφυγε ποτέ. Και είχε έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top