κεφάλαιο 3 Η Πρωτοχρονιά που εθαψε μεσα της.
Ο Ορέστης εκείνα τα Χριστούγεννα τα πέρασε μόνος στη Κομοτηνή.
Έμεινε μέσα με ένα μπουκάλι ουίσκι και ήπιε τόσο που δεν μπορούσε να πάρει ούτε τα πόδια του.
Σκεφτόταν την έκφραση του προσώπου της όταν άκουσε την Ιοκάστη να τον προσφωνεί έτσι και ένιωθε άδειος.
Δεν ήθελε να το μάθει έτσι,ήξερε πως ήταν εγωιστής,μα δεν ήθελε να το μάθει ακόμη.
Της το είχε πει και της Ιοκάστης πως έπρεπε να μείνει ανάμεσα τους,πως όλα ήταν καινούργια για εκείνον.
Εκείνη είχε έρθει λίγους μήνες πριν και τον είχε βρει στην Κομοτηνή,είχαν βγει για ποτό και είχαν πιεί,θυμήθηκαν τα παλιά και το ένα έφερε τ' άλλο,έτσι που εκείνος δεν πρόλαβε να καταλάβει πότε κοιμήθηκε ξανά μαζί της.
Ο λόγος που είχε εξαφανιστεί ήταν για εκείνη, γιατί δεν γινόταν να ήταν μαζί τότε.
Εκείνος στο λύκειο τα είχε με την αδερφή της και δεν ήθελε να γίνει ο λόγος που δεν θα μιλούσαν.
Ετσι εκείνο το βράδυ που εκδήλωσε τα συναισθήματα του στην Αμαρυλλίς αποφάσισε να φύγει και να δώσει το χρόνο και στους τρεις τους.
Με το καιρό δείλιαζε να εμφανιστεί,δείλιαζε να της μιλήσει.
Πως να της εξηγούσε πως είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της; Πως να της πει πως πεθαίνει για να τη κάνει δική του;
Δεν θα τον πίστευε,δεν θα το καταλάβαινε.
Έτσι πριν λίγους μήνες που ήρθε η Ιοκάστη ένιωθε ευάλωτος,εκείνη ήταν επίμονη,τον ήθελε πολύ και σε συνδιασμό με το ποτό έκανε το λάθος.
Όλα για εκείνους τους δύο ήταν λάθος,όλα πήγαιναν λάθος πάντα.
Έπειτα η Ιοκάστη έγινε επίμονη,συνέχισε να πηγαίνει εκεί,να μένει σπίτι του,να ζητάει.
Δεν κατάλαβε ούτε ο ίδιος πως εγκλωβίστηκε εκεί,πως έμεινε έρμαιο των πράξεών του. Το κυριότερο ήταν πως δεν κατάλαβε πως κατέληξε να έχει σχέση μαζί της.
Ήθελε να μιλήσει στην Αμαρυλλίς,ο Στέφανος τα είχε καταλάβει όλα. Πριν φύγει για Κομοτηνή μάλωσαν άσχημα.
Του είχε πει χρόνια πριν πως δεν ήθελε να πληγώσει τη φίλη του γιατί θα είχε κάνει μαζί του.
Βαρούσε το κεφάλι του στον τοίχο μα συνέχιζε να λέει στον εαυτό του πως δεν ήταν αργά! Ποτέ δεν ήταν αργά...
Το χιόνι είχε αρχίσει να λιώνει,όπως και η καρδιά του...
Πρωτοχρονιά 2008
Η Αμαρυλλίς είχε επιστρέψει στην Αθήνα πριν μερικές ώρες, έπειτα από το φιάσκο των Χριστουγέννων δεν ήθελε να μείνει λεπτό στο χωριό της.
Η καρδιά της πονούσε και εκείνα τα Χριστούγεννα για εκείνη ήταν μαύρα.
Η φίλη της η Κρίστι είχε κανονίσει να μαγειρέψει για όλες στο σπίτι και να αλλάξουν χρόνο εκεί,έπειτα σε κάποιο κλαμπ μέχρι το πρωί.
Η αλήθεια ήταν πως όταν το είχαν κανονίσει δεν έφερε αντιρρήσεις,είχε δεχτεί,μα πλέον ήθελε να μείνει μόνη,παρέα με τη μοναξιά της,που είχε γίνει καλύτερη της φίλη.
Ήταν δεκαεννέα χρονών και δεν είχε αγγίξει άλλα χείλη εκτός απ' του Ορέστη.
Δεν είχε νιώσει ένα αντρικό χάδι να χαϊδεύει το κορμί της,απλά γιατί κανείς δεν ήταν σαν εκείνον και όλους του σύγκρινε μαζί του.
Κάθησε στο καναπέ της μα πριν το κάνει άναψε τα λαμπάκια του μικρού της δέντρου.
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και κάρφωσε το βλέμμα της στα λαμπάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά.
"Πόσο θα ήθελα να ήσουν μαζί μου,πόσο..." Σιγοψιθυρισε και έκλεισε τα μάτια της.
Είχε φορέσει το φόρεμα που είχε αγοράσει για εκείνο το βράδυ.
Ήταν γκρι και στενό ως το γόνατο με γκλιτερ και ανοιχτή τη πλάτη της.
Είχε φτιάξει τα μακριά της μαλλιά μπούκλες και έβαψε το πρόσωπο της ελαφρά.
Θα έμενε μόνη αλλά ήθελε τουλάχιστον να τη βρει όμορφη ο νέος χρόνος.
Ένα χτύπημα στη πόρτα την τρόμαξε και ανασηκώθηκε κοιτώντας προς το μέρος της.
Ήταν σίγουρα η φίλη της που μέχρι και πριν μια ώρα προσπαθούσε να τη πείσει να αλλάξει γνώμη.
Σηκώθηκε όρθια και φόρεσε τις γόβες της.
Πήγε στη πόρτα και κοίταξε από το ματάκι.
Κράτησε την αναπνοή της και έπειτα αναστέναξε βαθιά.
Άνοιξε τη πόρτα και έκλεισε την είσοδο με το σώμα της.
"Τι θέλεις εδώ;" Ρώτησε τον Ορέστη που βρισκόταν μπροστά της,ντυμένος με κοστούμι και πιο όμορφος από ποτέ,κρατώντας ένα μπουκάλι ακριβής σαμπάνιας.
"Είμαι εκεί που αξίζει!" Της είπε και έκανε ένα βήμα κοντά της.
Εκείνη έμεινε ακινητη,δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρα της,όμως αναστατώθηκε.
"Ορέστη θέλω να μείνω μόνη μου!"
"Αμαρυλλίς,είσαι ακριβώς όπως το λουλούδι από το οποίο πήρες το όνομα σου,η ομορφιά σου είναι ανυπέρβλητη απόψε..." Της είπε αγνοώντας τα λόγια της.
Έκανε ένα ακόμη βήμα και έφερε το πρόσωπο του δίπλα στο μάγουλο της ενώ το έτριψε τρυφερά.
"Θέλω να είμαι μαζί σου,θέλω ο καινούργιος χρόνος να σε βρει στην αγκαλιά μου και κάθε μέρα που θα περνάει να κουρνιάζεις εσύ μέσα της."
Τα πόδια της είχαν αρχίσει να τρέμουν,όλο αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.
Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του,όσο εκείνος είχε αρχίσει να επιτίθεται στον δικό της.
Τα σώματά τους άρχισαν να κινούνται ταυτόχρονα προς τα μέσα και ο Ορέστης κλότσισε με το πόδι του τη πόρτα να κλείσει πίσω του.
Έπεσαν στον καναπέ και άφησε τη σαμπάνια να πέσει απαλά στο πάτωμα ενώ τα χέρια του,άρχισαν να ταξιδεύουν στο κορμί της.
"Σε θέλω Αμαρυλλίς,δεν μπορώ να αντισταθώ άλλο..."
Έφερε το πρόσωπο του μπροστά από το δικό της και έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο.
Εκείνη κατέβασε τα μάτια στα χείλη του και δάγκωσε απαλά το πάνω χείλος του,ρουφώντας το απαλα.
"Κάνε με δική σου Ορέστη,απόψε κάνε με δική σου και άσε το αύριο και τις υποσχέσεις!"
Τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά και ο Ορέστης δεν άφησε τα λόγια της να τον επιρρεάσουν.
Το χέρι του χάιδεψε απαλά το πόδι της,όπως εκείνο το βράδυ,και σήκωσε το φόρεμα της ως τη κοιλιά.
Άρχισε να αφήνει φιλιά γύρω από τον αφαλό της και να κατεβάζει αργά το εσώρουχο της.
Τα χείλη του ταξίδεψαν στο πιο απόκρυφο σημείο της και της χάρισαν όση απόλαυση δεν είχε γευτεί ποτέ ξανά στη ζωή της.
Ένιωθε τα πόδια της να παραλύουν και το σώμα της να τρέμει γλυκά κάτω από τα χάδια του.
Εκείνος σταμάτησε για λίγο και έπειτα σηκώθηκε όρθιος!
Έβγαλε το σακάκι του και ξέλυσε με το ένα του χέρι τη γραβάτα.
Οι κινήσεις του ήταν αργές και το βλέμμα του σκοτεινό και γεμάτο πόθο.
"Ορέστη πρέπει... Πρέπει να..."
"Σσσσ δεν θέλω να μου πεις τίποτα,μου το λέει το σώμα σου το ίδιο πως δεν το έχεις ξανακάνει ζήσει.
Τρελαίνομαι Αμαρυλλίς..."
Ξάπλωσε πάλι πάνω της και ευλαβικά της έβγαλε το φόρεμα τελείως.
Φίλησε τις θηλές της κάνοντας το κορμί της να ριγήσει και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
"Είσαι σίγουρη γι αυτό;" Τη ρώτησε ακουμπώντας τον ανδρισμό του πάνω στο κέντρο της και τη φίλησε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και δεν άφησε λεπτό τα χείλη του.
Ένα ελαφρύ σπρώξιμο χαμηλά την έκανε να βγάλει ένα μικρό βογκητό πόνου μα γρήγορα ο πόνος έδωσε την θέση του στην ευχαρίστηση.
Οι αργές κινήσεις του Ορέστη άρχισαν να γίνονται γρηγορότερες, φέρνοντας και τους δύο ένα βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση.
Τα βογκητά τους μικρά και σχεδόν άηχα όπως και οι ανάσες τους κοφτές, μπλεγμένες μέσα στα κολλημένα στόματα τους.
"Αμαρυλλίς..."
"Ορέστη..."
"Σ αγαπώ..." Είπαν και οι δύο με ένα στόμα καθώς φτάσανε στη κορύφωση και τους τύλιξε ο οργασμός.
Τα χείλη τους μπλέχτηκαν και ο ουρανός γέμισε πανέμορφα,πολύχρωμα βεγγαλικά.
"Μείνε μέσα μου,μείνε εκεί!" Του ψιθύρισε και κοίταξε προς τα πυροτεχνήματα.
"Καλή χρονιά μωρό μου!" Της είπε στο αφτί και κοίταξε και εκείνος στη κατεύθυνση που κοιτούσε εκείνη.
"Καλή χρονιά!" Απάντησε αχνά και αγκάλιασε πιο σφιχτά το κορμί του πάνω της.
Τα βεγγαλικά ακόμη εσκαγαν στον ουρανό και ένα μικρό χαμόγελο σχιματιστηκε στα χείλη της.
Το αστέρι της έκλεισε το μάτι και χάθηκε μέσα στην νύχτα...
Από δω και μπρος είσαι μόνη σου...
Της ψιθύρισε στο αφτί πριν γίνει σκόνη μέσα στο σύμπαν.
Κορίτσια μουυυ,καλή χρονιά!
Αυριο κεφάλαιο στον Σκοτεινό Άγγελο μετά το διάλειμμα των γιορτών!
😘😘
Πείτε μου τη γνώμη σας αν θα θέλατε να τη συνεχίσω κάποια στιγμή ή να την αφήσω στη φαντασία σας!
Φιλιά πολλά,ελπίζω να περάσατε όμορφα τις γιορτές!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top