κεφάλαιο 2 Το χθες που θελει να ξεχάσει!

Χριστούγεννα 2008

Το χιόνι είχε φτάσει τριάντα πόντους έξω! Το μικρό χωριό ήταν στολισμένο από άκρη σε άκρη και η Αμαρυλλίς κοιτούσε τα λαμπάκια να ανάβουν, ενώ το τζάκι έκαιγε αργά και ζέσταινε τα απλωμένα της πόδια.
Έβαλε αργά τη κούπα με τον καφέ  στο στόμα της,ενώ και τα δύο της χέρια τη κρατούσαν σφιχτά για να ζεσταθούν!

Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στη πολυθρόνα,έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε!
Τέσσερα χρόνια είχαν περάσει από εκείνο το καλοκαίρι που άγγιξε τα χείλη του και ποτέ δεν έμαθε αν ήταν αλήθεια ή όνειρο.
Ο Ορέστης είχε εξαφανιστεί από τότε,είχαν χάσει κάθε επαφή και αυτό τη σκότωνε.
Είχε περάσει ένα χρόνος που έφυγε για σπουδές στην Αθήνα,όμως ερχόταν με την πρώτη ευκαιρία,μήπως εκείνος αποφάσιζε και έκανε την εμφάνιση του και επιτέλους τον έβλεπε.

Ο Στέφανος από εκείνο το βράδυ και έπειτα,ανέφερε σπάνια τον Ορέστη.
Το μόνο που της είχε πει τότε,ήταν ότι έφυγε στη γιαγιά τους στη Χαλκιδική για να περάσει το τελευταίο καλοκαίρι πριν φύγει μια και καλή για Κομοτηνή,που είχε περάσει ως φοιτητής.

Ο θόρυβος της πόρτας την έκανε να ανοίξει τα μάτια της.
Ένα δεύτερο πιο δυνατό χτύπημα την έκανε να σηκωθεί και να βλαστιμησει την αδερφή της που σίγουρα είχε ξεχάσει τα κλειδιά της,καθώς οι γονείς της είχαν φύγει για ψώνια στη πλησιέστερη πόλη.

Άνοιξε τη πόρτα και είδε μπροστά της τον χαμογελαστό Στέφανο να κρατάει ένα ταψί καλυμμένο με αλουμινόχαρτο.

"Τι κάνεις παιδί μου μέσα στο χιόνι; Μπες μέσα!" Του φώναξε και τον έσπρωξε μέσα όσο νιφάδες χιονιού έλιωναν πάνω στο μπουφάν του.

"Τι να κάνω;Οι μάνες μας συνεννοήθηκαν να φάμε όλοι μαζί απόψε σε εσάς και η δικιά μου έφτιαξε το γλυκό!" Της είπε και έτεινε τα χέρια του μπροστά ώστε να το πάρει εκείνη.

Άρπαξε το ταψί και με γρήγορα βήματα πήγε στη κουζίνα και το τοποθέτησε πάνω στο μεγάλο πάγκο της κουζίνας.
"Θες καφέ;" Του φώναξε μέσα από τη κουζίνα όσο εκείνος είχε ήδη πάρει θέση μπροστά στο τζάκι και ζέσταινε τα υγρά,παγωμένα χέρια του.

"Εννοείται!Μια ζάχαρη και..." Πήγε να της πει μα εκείνη τον πρόλαβε.

"Και δυο καφέ! Εντάξει φοιτήτρια έφυγα,λες να ξέχασα πως πίνεις τον καφέ σου;"
Τον ρώτησε ενώ ανακάτευε ήδη μέσα στη κουζίνα τη κούπα με τον ζεστό καφέ.

"Είναι το συνήθειο,τώρα που είμαι στη Κρήτη όλο παραγγέλνω,ενώ πριν τον έπινα από τα χεράκια σου κοριτσάρα μου,αλλά τώρα που είμαστε μακριά..."

"Ναι μακριά,ένα καράβι δρόμος,τρεις φορές ήρθα μέσα σ' ένα χρόνο και εσύ ούτε μια!" Του είπε ενώ είχε μπει στο σαλόνι με τη ζεστή κούπα στα χέρια της.

"Άρχισες πάλι τα παράπονα; Και γιατί είσαι μόνη; Που είναι η Ιοκάστη; Αλλά τι ρωτάω!"

Η Αμαρυλλίς κάθησε απέναντι του και τον κοίταξε με περιέργεια.
"Τι εννοείς; Γιατί να ξέρεις που είναι η αδερφή μου ενώ εγώ δεν έχω ιδέα;"
Ανασήκωσε το φρύδι της και ήπιε μια γουλιά καφέ.

"Γνωρίζω με ποιον είναι, πιθανόν!"
Της απάντησε και ήπιε και εκείνος καφέ.
"Εφόσον είναι εδώ ο άσωτος υιός,λογικά μαζί του θα είναι και η Ιοκάστη!"
Συνέχισε και γέλασε πονηρά.

"Ποιος άσωτος υιός; Δεν καταλαβαίνω..." Σκέφτηκε για λίγο η Αμαρυλλίς και έπειτα συνειδητοποίησε πως αναφερόταν στον Ορέστη.
"Είναι εδώ ο Ορέστης;" Αναφώνησε λίγο παραπάνω με ενθουσιασμό από ότι ήθελε να δείξει.

"Σιγά, σιγά,με ξεκουφανες! Τοση χαρά που ήρθε δεν έκανα ούτε εγώ!" Της απάντησε αφήνοντας πολλά υπονοούμενα πίσω από τις λέξεις του.

"Όχι,απλά ήταν που... Εμμ... Δεν ξέρω είχα καιρό να ακούσω για εκείνον και ενθουσιάστηκα. Έλεγε και η μάνα σου ότι της έλειψε. Αυτά! Θες να σου φέρω κάτι άλλο;"
Τον ρώτησε αναψοκοκκινισμένη.

"Αμαρυλλίς μήπως μου κρύβεις κάτι;"

"Πας καλά αγόρι μου; Τι είναι αυτά που λες; Σου έχω κρύψει εγώ ποτέ τιπ..."
Ένα χτύπημα στη πόρτα τη σταμάτησε και ένιωσε τόση ανακούφιση που σκέφτηκε να φιλήσει όποιον και αν ήταν.

Κοίταξε για λίγο τον Στέφανο που έδειχνε να τον πείθει και ένιωσε διπλά ανακουφισμένη που ξέφυγε για την ώρα,ενώ συγχρόνως σηκωθηκε με κατεύθυνση τη πόρτα που πλέον τα χτυπήματα δυνάμωσαν.

"Άντε κορίτσι μου μας πάγωσες!" Αναφώνησε η Ιοκάστη ενώ μπήκε μέσα και τίναζε τα ρούχα της,ενώ η Αμαρυλλίς είχε κολλήσει το βλέμμα της πάνω σε δύο μάτια που δεν μπορούσε να ξεχάσει ποτέ,από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.

Είναι η γεύση του απωθημένου,του έρωτα που δεν άνθισε ποτέ και τόσο λαχταρούσες που της άφηνε μια πίκρα στα χείλη.

"Καλώς τους." Είπε με δυσκολία και έκανε στην άκρη για να περάσει και εκείνος. Τα μάτια της ακόμη κολλημένα στα δικά του.
Δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε που είχε να τον δει,μόνο που είχε ψηλώσει και είχε αρχίσει να αντροφέρνει.
Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά,το κορμί της είχε αρχίσει να θερμαίνεται επικίνδυνα!

"Τι καλώς τους,με πήρε τηλέφωνο η μαμά και μου είπε να έρθω αμέσως σπίτι γιατί δεν σε βρίσκει,να βάλω το φαγητό στο φούρνο,το έχει έτοιμο στο ψυγείο λέει! Τι κάνεις και δεν σηκώνεις το τηλέφωνο σου;"
Ρώτησε ενώ κατευθυνόταν στο εσωτερικό και η Αμαρυλλίς είχε μείνει πίσω από τον Ορέστη που σιωπηλά άφησε το μπουφάν του στα χέρια της.

"Φορτίζει στο δωμάτιο μου,έπινα καφέ δίπλα στο τζάκι και πριν λίγο ήρθε και ο Στέφανος." Τους δήλωσε την ώρα που είχαν φτάσει στο σαλόνι που βρισκόταν ο φίλος της και τον είδαν και οι ίδιοι τους.

"Τι σου έλεγα;" Είπε ο Στέφανος και έβαλε το δείκτη στο κεφάλι του,θέλοντας να δείξει ότι έπεσε μέσα καθώς είδε τον αδερφό του με την Ιοκάστη.

Η Αμαρυλλίς ξεροκατάπιε καθώς διότι ένιωσε άσχημα και αφού προσπέρασε τον Ορέστη πήγε και κάθησε δίπλα στον Στέφανο.

"Γεια σου Στέφανε,πες και σε εμάς τι έλεγες!" Του είπε η Ιοκάστη όσο κατευθυνόταν στην κουζίνα να βάλει το φαγητό στο φούρνο.

"Τίποτα Ιοκάστη μου,κάτι δικά μας." Φώναξε ο Στέφανος για να ακουστεί καλά και κοίταξε με νόημα τη φίλη του,ενώ έπειτα έριξε ένα βλέμμα στον Ορέστη που φαινόταν σκεπτικός.

"Κάτι δικά σας ε; Τα ξέρω εγώ τα δικά σας! Τέλος πάντων,Ορέστη μου μήπως θέλεις τίποτα να πιείς;" Ρώτησε η Ιοκάστη ενώ βρέθηκε δίπλα του και του έπιασε τρυφερά το χέρι.

Η Αμαρυλλίς γουρλωσε τα μάτια και ένιωσε μια αδιαθεσία.
Ορέστη μου; Και γιατί του έπιανε το χέρι; Κάτι έτρεχε εδώ και δεν της άρεσε καθόλου.

Εκείνος τη κοίταξε και της ζήτησε ένα καφέ,ενώ έπειτα κάθισε δίπλα στον αδερφό του και κάρφωσε με το βλέμμα του την Αμαρυλλίς.
Εκείνη δεν είχε αλλάξει καθόλου,ακόμη σκεφτόταν το βράδυ που τη ξεμοναχιασε και λιποθύμησε στα χέρια του.
Ο ίδιος τη πήγε σπίτι της και την έβαλε στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ,ενώ έφυγε αφού σιγουρευτηκε πως είχε αρχίσει να έχει τις αισθήσεις της.

"Τι κάνεις Αμαρυλλίς; Καιρό έχουμε να τα πούμε,πες μου τα νέα σου!" Της έδωσε το λόγο Ορέστης βγάζοντας και τους τρεις από την απόλυτη σιωπή.

"Είμαι καλά,ζω στην Αθήνα πλέον και σπουδάζω!" Απάντησε εκείνη λακωνικά και καρφωσε τα μάτια της στα καστανά δικά του.
Ναι είχε αρχίσει όντως να αντροφέρνει.
Κοίταζε τα γένια του,που πλέον φαινόντουσαν πιο γεμάτα και τις γωνίες του προσώπου του,που είχαν αρχίσει να αναδεικνύονται.

"Χμμμ,τι σπουδάζεις;" Ρώτησε ενώ εκείνη είχε αρχίσει να εκνευρίζεται που δεν γνώριζε τίποτα για τη ζωή της.
Δεν μπορεί εκείνο το βράδυ να ήταν όνειρο,δεν μπορεί όσα θυμάται να είναι ένα ψέμμα!

"Βιολογία!" Απάντησε μονολεκτικά και ήπιε λίγο καφέ.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε η Ιοκάστη με μια δύο κούπες καφέ και κάθισε στο μπράτσο του καναπέ δίπλα στον Ορέστη, δίνοντας του μια.

"Από τότε που έφυγες άλλος άνθρωπος έγινε,έχασες πολλά επεισόδια,άφησε τις νουβέλες και το έριξε στο διάβασμα,πρώτη μπήκε στη σχολή! " Τους δήλωσε η Ιοκάστη κοιτώντας χαμογελαστή την αδερφή της.

"Εσύ τι κάνεις; Εξαφανίστηκες!" Δήλωσε προκλητικά η Αμαρυλλίς αγνοώντας την αδερφή της και κοίταξε πάλι στα μάτια τον Ορέστη.
Ναι είχε αλλάξει,η φοιτητική ζωή την είχε κάνει πιο τολμηρή,εκείνη η ντροπαλή κοπέλα δεν υπήρχε πια!

Κοίταξε τα χείλη του,πόσο της άρεσε το πάνω χείλος του που ενώ δεν ήταν σαρκώδη, προεξείχε τόσο προκλητικά,που ήθελε να το φιλήσει ξανά και ξανά.
Σε συνδιασμό με την βραχνή αντρική φωνή του,ήταν πραγματικά ακαταμάχητος άντρας ο Ορέστης.

"Εγώ Κομοτηνή, ακόμη! Ένα Δίκαιο χρωστάμε και φύγαμε για πτυχίο!" Είπε εκείνος και γέλασε.
Της φαινόταν πολύ χαλαρός και όλη αυτή η κατάσταση με την αδερφή της,της προκαλούσε νευρικότητα.

"Με το καλό! Η Ιοκάστη ορκίστηκε,σειρά σου τώρα!"
Απάντησε και χαμογέλασε σχεδόν ειρωνικά.

"Μη θυμηθώ ότι δεν ήρθες στην ορκομωσία μου!" Αναφώνησε με γατισια φωνή η Ιοκάστη και τον χτύπησε απαλά στο στήθος ταρακουνοντας τη κούπα με τον καφέ με αποτέλεσμα να πέσει πάνω του και να χυθεί στο πάτωμα!

"Ωχ συγνώμη σε έκαψα μωρό μου;" Αναφώνησε εκείνη και ο Ορέστης τη κοίταξε άγρια!

ΜΩΡΟ ΜΟΥ; Σκέφτηκε η Αμαρυλλίς και τα μάτια της πετάχτηκαν έξω από θυμό.
Σηκώθηκε όρθια και πήγε κοντά του όσο εκείνος είχε βγάλει τη μπλούζα και έμεινε με το φανελάκι.
"Έλα στο μπάνιο να καθαριστείς και σου φέρνω μια μπλούζα του μπαμπά μου!" Φώναξε η Ιοκάστη και εκείνος κάρφωσε τα μάτια του πάνω στην Αμαρυλλίς.

Εκείνη δεν μπορούσε να συνέλθει,νόμιζε πως ζει σε παράλληλο σύμπαν,νόμιζε πως όλα ήταν ένα ψέμα!Έψαχνε στα μάτια του να βρει απαντήσεις και δεν της έλεγαν το παραμικρό.

"Αμαρυλλίς βοήθησε τον να καθαρίσω εγώ το πάτωμα!" Φώναξε ξανά η αδερφή της και εκείνη υπάκουσε ενώ ακόμα βρισκόταν στα χαμένα,όσο ο Στέφανος γελούσε πονηρά και τους κορόιδευε!

"Έλα μαζί μου!" Ψέλλισε και γύρισε τη πλάτη της με κατεύθυνση το μπάνιο.
Όταν έφτασαν απ' έξω του άνοιξε τη πόρτα και μηχανικά χάθηκε στο δωμάτιο των γονιών της για να του φέρει μια μπλούζα.

Όσο έψαχνε ένιωσε ενα χέρι στο μπράτσο της και τινάχτηκε από την τρομάρα που ένιωσε καθώς ήταν σε κατάσταση σόκ.

"Θέλω να μιλήσουμε Αμαρυλλίς." Της είπε ο Ορέστης ψιθυριστά και εκείνη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν.

"Να πούμε τι;" Ρώτησε προσπαθώντας να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της.

"Αμαρυλ..."

"Ορέστη ντύσου,εμείς δεν έχουμε να πούμε τίποτα!" Του είπε ενώ του πέταξε μια μπλούζα στα χέρια και πήγε να τον προσπεράσει.
Εκείνος της άρπαξε τον καρπό και τη τράβηξε πάνω του.

"Μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα,θα φας το κεφάλι σου!"

Το μυαλό της γύριζε,δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Εκείνος είχε εξαφανιστεί και τώρα ερχόταν εδώ να της πει τι; Γιατί η αδερφή της τον έλεγε μωρό μου; Γιατί ήρθε τώρα;
Τον κοίταξε στα μάτια ξανά παρατημένη, παραδομένη στα συναισθήματα της.

"Δεν βγάζω συμπεράσματα Ορέστη,με είχες ρωτήσει κάποτε αν θέλω να γίνω το παιχνίδι σου,τώρα κατάλαβα τι εννοούσες και ξέρεις κάτι; Όχι δεν θελω!!"
Η φωνή της ανέβηκε ελάχιστα και τραβώντας τον καρπό της βγήκε από το δωμάτιο και μπήκε στο δικό της.

Άφησε τα δάκρυα της να τρέχουν και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
Ο Ορέστης και η αδερφή της μαζί...
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Στέφανος.
Πήγε δίπλα της και κάθησε στην άκρη του κρεβατιού.
"Ειιι τι έγινε;"
Τη ρώτησε και χάιδεψε τα μαλλιά της που είχαν πέσει στο πρόσωπο της.

"Μη με ρωτάς τίποτα,απλώς πάρε με από δω. Σε παρακαλώ!"
Τον παρακάλεσε και ανασηκώθηκε να τον κοιτάξει στα μάτια.
"Σε παρακαλώ..."

"Σήκω,πάρε μια βαλίτσα, φεύγουμε Κρήτη."
Της είπε νευριασμένος και εκείνη τον κοίταξε για λίγο σκεπτική και έπειτα σηκώθηκε διστακτικά.
Ήξερε πως θα νευριαζαν οι γονείς της αλλά δεν την ένοιαζε τίποτα εκείνη τη στιγμή. Όλα την έπνιγαν.

"Με παρακαλούσαν οι φίλοι μου να μείνω και ήρθα για σένα,όχι όμως για να σε βλέπω να κλαίς. Σε μισή ώρα να είσαι έτοιμη,πάω να πάρω τα πράγματα μου και φύγαμε."
Της είπε και εκείνη του έγνεψε καταφατικά.
Της άφησε ένα φιλί στο μέτωπο και διστακτικά βγήκε από το σπίτι καλώντας τον πατέρα του για να τον ενημερώσει.

Δεκαπέντε λεπτά μετά ήταν κάτω με τα πράγματα της και η Ιοκάστη τη κοίταξε περίεργα.

"Μη ρωτήσεις τίποτα! Φεύγω Κρήτη με τον Στέφανο, παρόρμηση της στιγμής." Της είπε ενώ έριξε το βλέμμα της στον Ορέστη που έδειχνε να είναι στη τσίτα.

"Με τέτοιο καιρό; Είστε σοβαροί;"
Αναφώνησε εκείνος και έβγαλε το κινητό του από τη τσέπη.

"Εσένα ποιο είναι το πρόβλημα σου;" Ρώτησε η Ιοκάστη παραξενεμένη.

Κάλεσε τον Στέφανο και εκείνος απάντησε μετά από λίγο.
"Έλα πίσω δεν πάτε πουθενά,φεύγω εγώ... Αυτό που σου λέω μικρέ... Τώρα!"
Έκλεισε το τηλέφωνο και φόρεσε το μπουφάν του.

"Ιοκάστη φεύγω,πρέπει να πάω Κομοτηνή επείγοντος και δεν μπορώ να αφήσω τον μικρό να πάρει το τζιπ."
Πήγε κοντά της και εκείνη έμεινε σαστισμένη.

"Τι έγινε τώρα; Γιατι;"

"Με πήρε η γειτόνισσα μου,έχουν διαρροή και μπορεί να ειναι από μένα,πρέπει να πάω,θα είμαι πίσω για τη Πρωτοχρονιά."
Της είπε και εκείνη κατέβασε τα μούτρα.
Η Αμαρυλλίς τους κοιτούσε από δίπλα και ήθελε να καταρεύσει.
Όλα είχαν γίνει λάθος.
Δεν ήθελε όμως να τον βλέπει,τη Πρωτοχρονιά έτσι κι αλλιώς είχε κανονίσει να τη περάσει στην Αθήνα με τις φίλες της.

Γύρισε προς το μέρος της και την αγκάλιασε.
Εκείνη δεν κουνήθηκε,έμεινε στο ένα χέρι να κρατά το μπουφάν και στο άλλο τον σάκο.
Δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα στην αδερφή της να υποψιαστεί.

"Να προσέχεις,χάρηκα που σε είδα."
Της είπε υπό το βλέμμα της Ιοκάστης και τη φίλησε σταυρωτά.
Σαν τον Ιούδα,που πρόδωσε το Χριστό.

Ήθελε να του πει πολλά! Μα αρκέστηκε σε λίγα.
"Και εγώ! Αντίο!" Τη κοίταξε για μια τελευταία φορά στα μάτια και αφού κοίταξε και την Ιοκάστη,άνοιξε τη πόρτα και έφυγε.

"Δεν έχω καταλάβει τι έγινε αλήθεια!"
Είπε η Ιοκάστη και αφού ανασηκωσε τους ώμους της γύρισε τη πλάτη και πήγε στη κουζίνα.

Η Αμαρυλλίς έμεινε ακίνητη και άφησε τον σάκο να της πέσει από τα χέρια,σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε απαλά το μάγουλο της,εκεί που πριν άγγιξαν τα χείλη του.
Έκλεισε τα μάτια και τα δάχτυλα της ταξίδεψαν στα χείλη της..
Σε εκείνο το φιλί που ποθούσε να πάρει...
Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο της με την σκέψη εκείνου του έρωτα που θα έμενε θαμμένος μέσα της για πάντα.
Έκανε όμως μια ευχή και ένα αστέρι που δεν μπορούσε να δει έλαμψε στον ουρανό...
Έπρεπε να πάρει τη γεύση του έρωτα...
Του απόλυτου έρωτα,που σε σακατευει αλλά εσύ εκεί,επιθυμείς κάθε του χτύπημα ξανά και ξανά...
Και το αστέρι άκουσε την ευχή της,ήταν Χριστούγεννα και της τα έταξε μαγικά!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top