Χάρτινες Ευχές


Άφησε ένα ακόμα να επιπλέει.

Κάθισε εκεί για λίγο, μέχρι που το είδε να απομακρύνεται και να φτάνει ως την μέση της σκοτεινής λίμνης. Ήξερε οτι θα συνέχιζε για αρκετά μέτρα, μέχρι να βυθιστεί.

Ξαφνικά, της δημιουργήθηκε η επιθυμία, για ένα ακόμα.
Πήρε στα χέρια της ένα κομμάτι χαρτί, και ξεκίνησε να φτιάχνει ένα μεσαίου μεγέθους, χάρτινο καραβάκι.

Παλιά, της φαινόταν πολυ δύσκολο, μετά όμως από τόσο καιρό, τα χέρια της πήγαιναν αυτόματα.

Από παιδί είχε μάθει.

Η μητέρα της, ήταν πόρνη στο επάγγελμα, κι ο πατέρας της.. ένας άγνωστος που δεν γνώρισε ποτέ.

Είχε γεννηθεί από λάθος.

Λάθος.. Αυτή την λέξη, έμαθε να την ακούει αρκετές φορές, μια κι η μητέρα της, την φόρτωνε συχνά με αυτη την κατηγορία.

Σε όλη της την ζωη λοιπόν, έμαθε να πιστεύει ακόμα κι η ίδια πως είναι λάθος.

Ένα λάθος λοιπόν, το οποίο δεν γνώρισε ποτέ μητρική αγάπη, δεν πήρε ούτε έδωσε ποτέ μια αληθινή αγκαλια, δεν ένιωσε ποτέ πραγματικά..

Ένα λάθος, που δεν είχε την πολυτέλεια να αποκτήσει παιχνίδια, γιατί αυτά είναι για τα παιδιά, κι όχι για τα λάθη. Που δεν είχε ποτέ φίλους, γιατί οι φίλοι είναι για τους ανθρώπους, όχι για εκείνη.

Αυτά τουλάχιστον, της επέβαλε η μητέρα της να πιστεύει.

Οπότε η μόνη της ασχολία, όταν η μητέρα της έφερνε ένα πελάτη στο σπίτι, ή πήγαινε σε ενα πελάτη, ήταν να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια.

Της είχε δείξει μια φορά μια δασκάλα της στο σχολείο, κι από τότε απλα το μυαλό της κόλλησε.

Έμαθε να τα φτιάχνει με μεγάλη μαεστρία, και σε πολυ σύντομο χρονικό διαστημα, μετά από αρκετή εξάσκηση που έκαναν τα μικροσκοπικά, τότε, χεράκια της.

Στη δεξιά, πάντα, πλευρά, έγραφε ευχές:

Φίλοι

Παιχνιδια

Βόλτα στο πάρκο

Μπαμπάς

Μαμά..

Και μετά τα άφηνε σ'ένα οποιοδήποτε μέρος με νερό. Τα κοίταγε, μέχρι το χαρτί να λιώσει απο το νερό, και να βυθιστεί, περνώντας την ευχή της στον πάτο.

Στα 16 της χρόνια, η μητέρα της έφερε εναν πελάτη στο σπίτι. Ετοιμάστηκε να φύγει για να μην ενοχλεί, όταν η μητέρα της, την σταμάτησε.
Της εξήγησε οτι ο πελάτης ήταν για εκείνη. Κάτι έσπασε μέσα της..
Την γέμισε θλίψη, στον υπέρτατο βαθμό. Δεν μπορούσε καν ν'αναπνευσει. Η ίδια μου η μητέρα, σκέφτηκε.
Παρόλαυτα, δεν έκλαψε.

Προσπάθησε να ξεφύγει. Εκείνη την μέρα, δεν έφυγε απ'το σπίτι.

Κοιτώντας τ'αστέρια εκείνη τη νύχτα, με το μελανιασμένο μάτι της, η ευχή της ήταν μια:

Θάρρος.

Το επόμενο πρωινό, πριν ακόμα ξυπνήσει, η γυναίκα, που πλέον αρνούνταν να αποκαλεί μητέρα της, έβαλε σε μια τσάντα τα λιγοστά της ρούχα,,κι ένα πακέτο χαρτιά μαζί με κάποια στυλό, κι έφυγε απ'το σπίτι της, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Και να τώρα, μετά από χρόνια, ειναί έτοιμη να γράψει μια ευχή.
Με φίλη την νύχτα, που μόνο εκείνη γνωρίζει την κάθε της ευχή

Κρατάει το στυλό αναποφάσιστη, αλλά τελικά γράφει:

Σκοτάδι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top